Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2011

Η Ηγουμένη ως Πνευματική Μητέρα


Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς*
Πανοσιολογιώτατοι άγιοι Καθηγούμενοι και οσιολογιώτατες Γερόντισσες
Σεβαστοί Πατέρες και Αδελφές
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί
Ευλογείτε
Σας ευχαριστώ πολύ, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Χρυσόστομε, και εσάς, σεβαστή Γερόντισσα Ελένη, διότι μας δίνετε την ευκαιρία να βρισκόμαστε ανάμεσά σας, σ’ αυτήν την ευλογημένη σύναξη, και να έχουμε πνευματική ωφέλεια.
Η μοναχική ζωή έχει τις ρίζες της στην αποστολική εποχή. Ειδικότερα ο κοινοβιακός μοναχισμός απηχεί την τάξη και το ήθος της πρώτης Εκκλησίας, με την αρχή της κοινοκτημοσύνης, κατά το αποστολικό «άπαντα κοινά»[1], με την ποικιλία των χαρισμάτων, με την ενότητα του κοινού ασκητικού αγώνα, αλλά και με την εσχατολογική αναζήτηση, όπως αυτή κατ᾽ εξοχήν βιωνόταν από τους πρώτους Χριστιανούς μέσα από την προσδοκία της συνάντησης με τον Αναστημένο Χριστό.
Στην πορεία της μοναστικής ζωής των πρώτων χριστιανικών χρόνων κυριαρχεί το πρόσωπο του πνευματικού πατρός και οδηγού, το οποίο ασκεί καθοριστικό καθοδηγητικό ρόλο. Συγχρόνως όμως και παράλληλα, στα μεγάλα γυναικεία κοινόβια του αρχέγονου μοναχισμού εμφανίζεται το πρόσωπο της Ηγουμένης. Η Αμμάς είναι η μητέρα των μοναζουσών, αυτή που συνοδοιπορεί βαστάζοντας τον σταυρό της κάθε αδελφής και την υποστηρίζει με αγάπη και μητρική στοργή στην οδό της σωτηρίας.
Η ιστορία του γυναικείου μοναχισμού έχει βαθειές ρίζες και μακραίωνη παράδοση. Στην Αίγυπτο, από την μία πλευρά του ποταμού Νείλου, βρισκόταν το ανδρικό Κοινόβιο του οσίου Παχωμίου και στην απέναντι πλευρά λειτουργούσε γυναικείο Κοινόβιο με ηγουμένη την κατά σάρκα αδελφή του, Μαρία, η οποία ηγείτο τετρακοσίων μοναζουσών, που ζούσαν με τους κανόνες που είχε θεσπίσει ο όσιος Παχώμιος. Αλλά και η αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, η αγία Μακρίνα, ηγήθηκε γυναικείας αδελφότητος. Ευρέως γνωστά επίσης είναι τα ονόματα και οι οσιακοί βίοι μεγάλων ασκητριών και αμμάδων, όπως της αγίας Συγκλητικής, της αγίας Θεοδώρας και της αγίας Σάρρας.
Ο νομοθέτης του μοναχισμού, Μέγας Βασίλειος, στους θεμελιώδεις για τον μοναχισμό «Ασκητικούς Λόγους» του, υπογραμμίζει ότι οι αδελφότητες δεν είναι μόνο για τους άνδρες αλλά και για τις γυναίκες[2]. Και αναφέρεται στην Ηγουμένη ως πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης και αποδοχής, στο οποίο αποβλέπει όλη η αδελφότης, θεωρώντας την ως «γνησία μητέρα παίδων γνησίων»[3].
Η Αμμάς, η Γερόντισσα, η Στάρετσα, είναι το πρόσωπο που διαθέτει απεριόριστη αγάπη για όλους, διάκριση μητρική, ύφος συγκαταβατικό, επιεικές και διδακτικό, ήθος εκκλησιαστικό, πνευματική μόρφωση και ωριμότητα. Σε ένα συγκροτημένο Κοινόβιο, που αγωνίζεται να ζή σύμφωνα με τον Ευαγγελικό νόμο, την Ορθόδοξη παράδοση και τους Ιερούς Κανόνες, οι αποφάσεις της Καθηγουμένης εκφράζουν την συνείδηση της αδελφότητας. Η παρουσία της καταργεί τα επιμέρους θελήματα και διατηρεί την ομοψυχία. Είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «ο σύνδεσμος της ομοφροσύνης»[4], «τό φως της των ψυχών οδηγίας»[5].
Ο θεσμικός ρόλος της Ηγουμένης και η ευθύνη της διοίκησης της Μονής δεν σημαίνει κατάργηση της αμεσότητας στη σχέση με την κάθε αδελφή, ούτε μειώνει την στοργική και παρακλητική επικοινωνία. Ο πνευματικός αυτός δεσμός, όταν είναι βαθύς, ουσιαστικός και κατά το θέλημα του Θεού, συνεχίζεται και στην ζωή την επέκεινα.
Η ζωή στο Κοινόβιο αποτελεί συνένωση σε ένα σώμα προσώπων συνδεδεμένων με αδελφικό δεσμό, που, με την πνευματική καθοδήγηση του προεστώτος, συναγωνίζονται και συνοδοιπορούν προς την Βασιλεία του Θεού. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, στο μοναστήρι εγκαταβιώνουν άνθρωποι που προέρχονται από διαφορετικά γένη και συνταιριάζουν και συνταυτίζονται τόσο πολύ, σαν να είναι μία ψυχή σε πολλά σώματα με μία γνώμη[6]. Μέσα στην μοναστική αδελφότητα η Ηγουμένη, η «πρωτόνυμφος», όπως την αποκαλεί ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης[7], πληροφορεί με το βίωμα, τον λόγο και την στάση της, αγωνιζόμενη να γίνεται υπόδειγμα και κανόνας ζωής. Η ίδια, έχοντας ως απαράμιλλο πρότυπο αφιερώσεως την Υπεραγία Θεοτόκο καλείται να διδάσκει στις μοναχές τον σωτήριο λόγο «γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου»[8], μέσω της σπουδής των θεμελιωδών μοναστικών αρετών.
Συγκεκριμένα, καλείται να εμπνέει και να διδάσκει την υπακοή, που είναι η βάση του μοναχισμού, είναι «τό φώς, το έαρ, ο ήλιος»[9], είναι το μυστικό της πνευματικής ζωής, κατά τον όσιο Γέροντα Πορφύριο[10]. Η υπακοή μπορεί να δίνει νόημα ζωής, όταν ο άνθρωπος επιδιώκει την υπέρβαση του ιδίου θελήματος, όχι αναγκαστικά αλλά εν ελευθερία, στοχεύοντας ήδη από αυτήν την ζωή στην πρόγευση της μέλλουσας Βασιλείας. Τότε η παραίτηση από την αυτονόμηση και η νέκρωση του θελήματος μπορεί να πραγματώνεται ως ερωτική προσφορά προς τον Κύριο και η μοναχική ζωή να γίνεται αληθινός παράδεισος στη γή[11].
Η Ηγουμένη καλείται επίσης να αποτελεί υπόδειγμα παρθενικού ήθους, το οποίο βιώνεται ως καθημερινή νυμφική συνοδοιπορία με τον Χριστό καί, σύμφωνα με τον άγιο Μεθόδιο Ολύμπου, οδηγεί σε αγιότητα πνεύματος και σώματος[12]. Όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα πρέπει να είναι τέτοια η ακτινοβολία της καθαρότητας και αγιοσύνης της μοναχής, ώστε και μόνο η εμφάνισή της μέσα στο πλήθος να εκπλήσσει ως εμφάνιση αγγέλου[13]. Η προτροπή και η καθοδήγηση κάθε αδελφής από την Γερόντισσα για την επίτευξη της καθαρότητας σε καμμία περίπτωση δεν ασκείται ως καταπίεση που αιχμαλωτίζει την δύναμη της ψυχής, αλλά ως υπέρβαση των γήινων παθών, εμπειρία χαρμολύπης και προσέγγιση της παρθενικής ευφροσύνης των αγίων.
Όσο για την ακτημοσύνη, πρέπει να ενεργείται μέσα στο Κοινόβιο, χωρίς στέρηση και καταναγκασμό· αντίθετα, να είναι ελεύθερη επιλογή της άρνησης για προσκόλληση σε ο,τιδήποτε υλικό και αγάπη της εκούσιας φτώχειας που «θησαυρίζει θησαυρούς εν ουρανώ»[14].
Στον πνευματικό αυτόν αγώνα της μοναστικής αδελφότητας, η προεστώσα αναλαμβάνει προσωπικά να συνδράμει τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της κάθε ψυχής καί, με την χάρη του Θεού, να βρίσκει τρόπους υπέρβασης των δυσκολιών και θεραπείας των πνευματικών ασθενειών. Για να επιτευχθεί αυτό, η Γερόντισσα καλείται να αγαπά με πνευματική μητρική στοργή τις αδελφές, να τις νουθετεί με αγάπη και να υπομένει τις αδυναμίες τους, όπως ο Θεός υπομένει τις αμαρτίες όλων.
Ο άγιος Παχώμιος, ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού, καθοδηγούσε τους προεστώτες να φέρουν τον σταυρό τους με πιο μεγάλη διάθεση απ’ όλους τους άλλους και να είναι ακριβείς στην τήρηση του κανονισμού που είναι θεσπισμένος για την αδελφότητα, ώστε και οι υπόλοιποι να τον εφαρμόζουν»[15].
Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει ότι η προεστώσα της Μονής δεν θα πρέπει να επιζητεί μόνο το ευχάριστο για τις αδελφές, ούτε να υποκύπτει στα θελήματά τους, επιδιώκοντας την εύνοιά τους. Διότι εκείνη θα δώσει λόγο στον Θεό για όλα τα ανεπίτρεπτα σφάλματα στην κοινότητα[16]. Και θεωρεί την θεραπεία των αδυναμιών και την διακονία της αδελφότητος όχι ως αφορμή επάρσεως, αλλά μάλλον ταπεινώσεως, αγωνίας και αγώνος[17].
Πράγματι, η συναναστροφή και επικοινωνία με τις αδελφές απαιτεί μεγάλη διάκριση. Η θεραπευτική επέμβαση στις ψυχές τους είναι χάρισμα που ενεργείται με την δύναμη του Θεού και με τις ευχές της αδελφότητας, αλλά και με τον συνεχή προσωπικό αγώνα με ταπείνωση και αυτομεμψία της προεστώσας και με την πεποίθησή της ότι η αδελφότης πάσχει και εξαιτίας των ελλείψεών της.
Η πνευματική μητέρα θα πρέπει να ανακαλύπτει και να κτίζει γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των μελών της αδελφότητας, ώστε να συρρικνώνονται τα αίτια που απομακρύνουν τις ψυχές και να καλλιεργούνται οι πνευματικές εκείνες δυνάμεις που οδηγούν στην αλληλοκατανόηση, στην ενότητα και στην εν Χριστώ αρμονία. Όπου υπάρχει τέτοια ομοψυχία, η μοναχική ζωή φτάνει σε πληρότητα.
Ύψιστο έργο και αποστολή της Ηγουμένης είναι να μεταδώσει στην αδελφότητα πνοή αιωνιότητας και τον ζήλο του μαρτυρίου της συνειδήσεως. Να εμπνέει σε όλες μαζί και στην κάθε αδελφή ξεχωριστά ότι η καθ᾽ ημέραν πρόγευση της Μέλλουσας Βασιλείας βιώνεται με την συναντίληψη, την συνοδοιπορία και την συνεχή συναίσθηση της πνευματικής οικειότητας των μελών της αδελφότητας, που ως σύνδεσμο κοινό και ακατάλυτο έχουν την αγάπη του Νυμφίου Χριστού.
Η ενσυναίσθηση αυτή δίνει νόημα και εσχατολογική διάσταση στην λατρεία, που είναι το κέντρο της ζωής μας, και αποκλείει το ενδεχόμενο ο κύκλος των ακολουθιών να μετατρέπεται σε τυπικό καθήκον. Όπως και η πνευματική μελέτη των θείων γραφών μπορεί να είναι ανεξάντλητη πηγή χαράς, ευφροσύνης και θείου ενθουσιασμού[18].
Ο άγιος Νεκτάριος, που είχε ιδρύσει και καθοδηγούσε την γυναικεία Μονή της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, υπογραμμίζει ότι η προϊσταμένη μιάς Μονής δεν ζή για τον εαυτό της, αλλά για την αδελφότητα και ζώντας για την αδελφότητα, ζή για τον Θεό. Και ο Θεός αποδέχεται αυτήν την ζωή, που προϋποθέτει την άρνηση του εαυτού και την νέκρωση κάθε προσωπικού θελήματος, ως θυσία ευπρόσδεκτη[19].
Αποκαλεί την Ηγουμένη Ξένη «πνευματική μητέρα των μοναστριών»[20], υπεύθυνη για την ευταξία του Κοινοβίου, και παρακινεί τις μοναχές να εξομολογούνται σε εκείνη τα σφάλματα και τους λογισμούς τους, ακόμη κι όταν είναι υβριστικοί και απογνωστικοί, και την Ηγουμένη την καλεί να τους δέχεται με αγάπη, ώστε να νικώνται οι πειρασμοί[21]. Ο άγιος Νεκτάριος διδάσκει μοναχή, στην ψυχή της οποίας έχουν εισβάλει λογισμοί αντιπαθείας για την Γερόντισσα, ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται σε επήρεια του δαίμονα, που υποβάλλει μίσος στην ψυχή της, για να εξαφανίσει την ευγνωμοσύνη της αδελφής προς την Γερόντισσα που εργάζεται για την σωτηρία της.
Την ίδια την Γερόντισσα την συμβουλεύει με τα εξής λόγια: «Πρέπει να γνωρίσης ότι όταν σύ υγιαίνης, υγιαίνουσι και αι αδελφαί, ακόμη και αι πάσχουσαι. Και όταν σύ πάσχης, τότε πάσχουσι και αι υγιαίνουσαι. Γνώρισον ότι η ευθυμία σου φαιδρύνει τα πρόσωπα των αδελφών και καθιστά την Μονήν παράδεισον και από σε εξαρτάται η χαρά των αδελφών και έχεις καθήκον να συντηρής ταύτην εις τάς καρδίας αυτών. Τούτο να πράττης και βιάζουσα πολλάκις σεαυτήν»[22].
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης σε μία από τις επιστολές του που απευθύνονται σε ηγουμένες και μοναχές παρακινεί την Γερόντισσα Ευφροσύνη: «Και εσύ, αγαπητή μου, που έχεις τον Χριστό Νυμφίο σου, να δώσεις και την ψυχή σου ακόμη, όχι βέβαια σε τίποτε άλλο, παρά μόνο στην φροντίδα των αδελφών· και δεν εννοώ μόνο την ψυχή τους, αλλά και το σώμα»[23].
«Το ποίμνιο που σου εμπιστεύθηκε ο Θεός, λέει σε άλλο σημείο ο Άγιος, εύχομαι να το ποιμαίνεις άγια ως πνευματική μητέρα, αλλά χωρίς να ασκείς ανθρώπινη εξουσία. Να είσαι η ίδια πρότυπο γι᾽ αυτά που παραγγέλλεις, δίχως απαιτήσεις που ξεπερνούν τις δυνάμεις των αδελφών»[24].
Η προεστώσα μέσα από την διακονία της αδελφότητας, την άσκηση της υπομονής, την κατανόηση, την συγχωρητικότητα και τον συνεχή αγώνα για την υπέρβαση των παθών, βιώνει και την υπέρβαση των δικών της δυσκολιών και αδυναμιών. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεόδωρος παρακινεί: «Να διδάσκεσαι και να διδάσκεις· να φωτίζεσαι και να φωτίζεις· να καθοδηγείσαι και να καθοδηγείς· να κατευθύνεσαι προς τον Θεό και να κατευθύνεις»[25]. Με ψυχή γεμάτη αγάπη να διατηρείς την συνοχή της αδελφότητος, επαγρυπνώντας για όσα οδηγούν στον Θεό»[26].
Η προεστώσα οφείλει παράλληλα με την συνεχή επαγρύπνηση για τη συνοχή της αδελφότητας και την σωτηρία των ψυχών που έχει αναλάβει, να στηρίζει την αδελφότητα στα γερά θεμέλια της Ορθόδοξης πίστης και στο αξίωμα ότι η αλήθεια ελευθερώνει, ενώ οι ακρότητες, η αυτονόμηση και η αίρεση απομονώνουν και απομακρύνουν από την σωτηρία, αφού αποκόπτουν από την Εκκλησία. Η πνευματική μητέρα και οδηγός καλείται, όπως συμβουλεύει ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, να τρέφει τις νύμφες του Χριστού με τον καθαρό άρτο της Ορθοδοξίας[27]. Γιατί η ενότητα στην Εκκλησία είναι οδός κοινωνίας με τον Θεό, αληθινή ζωή, ένωση με τους αγίους, πορεία στην αιώνια μακαριότητα. Μία μοναστική κοινότητα μπορεί να πορεύεται απ᾽ αυτήν την ζωή προς την αιωνιότητα, εφ᾽ όσον αποκτά πλήρη ταύτιση με την συνείδηση της Εκκλησίας και συναισθάνεται και βιώνει το γεγονός ότι μέσα στην Εκκλησία είμαστε όλοι ένα, όπως έλεγε ο όσιος Γέροντας Πορφύριος[28]. Με τον τρόπο αυτό ο αγιασμός της μοναστικής αδελφότητας μπορεί και συμβάλλει στην κοινή εν Χριστώ μεταμορφωτική πορεία ολόκληρου του σώματος της Εκκλησίας.
Η επιδίωξη των παραπάνω προϋποθέτει την προσέγγιση και το άγγιγμα των ψυχών. Είναι αυτό που πολύ εύγλωττα αναφέρεται σε κείμενο της Κελτικής παράδοσης των πρώτων αιώνων, ότι ο προεστώς είναι «φίλος της ψυχής». Ο άγιος Κολούμπα (521-597), άγιος της Ιρλανδίας, Κοινοβιάρχης και πνευματικός οδηγός πολλών μοναχών, έκλαιγε μαζί με τον μετανοούντα αδελφό[29]. Με το ίδιο πνεύμα, στο κείμενο της «Κλίμακος» του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη διαβάζουμε ότι ο προεστώς θα πρέπει να διδάσκει και να θεραπεύει με πραέα και ήμερα λόγια και με άκρα συγκατάβαση[30].
Με επιείκεια και αγάπη προτρέπει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης την Γερόντισσα Ευφροσύνη να καθοδηγεί τις αδελφές:
«Έτσι φρόντισε για τη διαποίμανση των αδελφών που έχεις στα χέρια σου, λέει. Να τις καθοδηγείς εν Κυρίω με πολλή μακροθυμία, με συμπάθεια, ζητώντας να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους χωρίς να τις πιέζεις υπερβολικά. Αλλά, όπως η μάνα περιθάλπει τα παιδιά της, έτσι και εσύ με μητρική στοργή να τους προσφέρεις ό,τι έχουν ανάγκη, δίνοντας ακόμη και την ίδια την ψυχή σου για χάρη τους.
Και σε άλλη επιστολή του προς την ίδια γράφει:
«Να μοιράζεις την αγάπη σου εξίσου σε όλες τις αδελφές, χωρίς να μεροληπτείς υπέρ της μιάς ή της άλλης. Την μια να παρηγορείς, την άλλη να προτρέπεις, άλλη να την ασφαλίζεις, και γενικά να προσφέρεις σε καθεμιά ό,τι χρειάζεται»[31].
Ο Στάρετς Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, σε επιστολή του προς την Ηγουμένη Μάρθα, γράφει: «Δίδαξε στις αδελφές την οδό της σωτηρίας, με την βοήθεια του Θεού, δινοντας σ’ αυτές το παράδειγμα κάθε καλού έργου με την επιμελή τήρηση των εντολών του Ευαγγελίου, με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, με την μειλιχιότητα και την ταπείνωση, με την πιο βαθειά ειρήνη του Χριστού στις σχέσεις με όλους τους ανθρώπους, με μια ευσπλαγχνία αληθινά μητρική»[32].
Ο γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στους Σέρβους Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991) είχε πνευματική επικοινωνία και καθοδηγούσε πολλές γυναικείες αδελφότητες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες.
Για την Γερόντισσα τόνιζε ότι θα πρέπει να είναι επιεικής, να κατανοεί την καρδιά της κάθε αδελφής και να προσεύχεται. Χρειάζονται, έλεγε, απαλοί τρόποι. Να βρίσκεται η ψυχή σε πνευματική φόρμα. Για να μπορεί κανείς να δέχεται και να χειραγωγεί άλλους, να ακούει τους λογισμούς, πρέπει να είναι ο ίδιος άγιος. Να χρησιμοποιεί συμβουλευτικό τρόπο, πραότητα, αγάπη[33].
Ο Γέροντας μας τόνιζε ότι για την καθοδήγηση της αδελφότητας χρειάζεται διάκριση. Πρωταρχικό στοιχείο για την προσέγγιση των ψυχών θεωρούσε την εμπιστοσύνη, ώστε να αισθάνεται η αδελφή σιγουριά και ασφάλεια να φανερώνει τους λογισμούς και τα σφάλματά της και όχι φόβο ή κίνδυνο για απόρριψη.
Βεβαίωνε ότι όταν η Γερόντισσα νοιώθει αληθινή συμπάθεια και πόνο για την δυσκολία και τον αγώνα των αδελφών, τότε αρχίζει το στάδιο της θεραπείας. Σ᾽ αυτήν την φάση αρχίζει μία λεπτή εργασία, διά της οποίας, με την χάρη του Θεού, ένας άνθρωπος μπορεί να αναγεννηθεί πνευματικά, να υιοθετήσει νέες προοπτικές. Έλεγε ότι η Γερόντισσα καλείται να αγαπά τις αδελφές πνευματικά, να παραβλέπει τα σφάλματά τους και να τις κατευθύνει στο φως και στην ομορφιά του Παραδείσου. Θεωρούσε πολύ σημαντική την μυστική προσευχή της Γερόντισσας για την κάθε αδελφή και έλεγε ότι αυτή η κίνηση της προσευχής ενώνει και χαριτώνει όλη την αδελφότητα. Τις Γερόντισσες που στενοχωρούνταν για τα σφάλματα των υποτακτικών τους, τις προέτρεπε να μιλούν λίγο την ώρα της δυσκολίας και του πειρασμού και να καλούν τις ψυχές σε νέα προσπάθεια. Στο θέμα της αυστηρότητας ήταν πολύ επιφυλακτικός. «Σε ένα μοναστήρι, έλεγε, μπορεί να υπάρχει τάξη και σειρά, αλλά η μοναχική ζωή να είναι ανύπαρκτη»[34]. Θεωρούσε λάθος τακτική την ισοπέδωση των προσώπων με την εφαρμογή ενός άκαμπτου συστήματος αυστηρότητος, το οποίο δεν ασκεί εξατομικευμένη παιδαγωγία, ανάλογα με την προσωπικότητα, την ιδιοσυγκρασία και την ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση της κάθε αδελφής.
Βεβαίως, θεωρούσε απαραίτητο για την Γερόντισσα να έχει ασκηθεί στην υπακοή. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι πρέπει να έχεις ο ίδιος περάσει από υπακοή, για να μπορείς να μπαίνεις στη θέση εκείνου που καλείται να υπακούσει.
Σε κάθε περίπτωση ο Γέροντας Πορφύριος τόνιζε ότι η χαρά και η ελευθερία δίνουν δύναμη στην ψυχή, για να προχωρήσει στην μοναχική ζωή: «Για να προκόψει κανείς στο μοναστήρι, πρέπει να αγωνίζεται χωρίς να πιέζεται, έλεγε ο Γέροντας. Όλα με χαρά και προθυμία, όχι αναγκαστικά. Ό,τι κάνει να το κάνει από αγάπη προς τον ουράνιο Νυμφίο, από θείο έρωτα. Όχι να βάζει στον νου του την κόλαση. Ο μοναχισμός δεν πρέπει να είναι φυγή αρνητική, αλλά φυγή θείου έρωτος. Η μοναχική ζωή είναι ζωή χαρισάμενη»[35].
Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος το ίδιο σημαντική με την ισορροπία της ψυχής θεωρούσε και την ισορροπία των λειτουργιών του σώματος. Συχνά τηλεφωνούσε σε μοναστήρια ή και τα επισκεπτόταν, όσο το επέτρεπε η υγεία του, και συμβούλευε τις Γερόντισσες να προσέξουν την υγρασία της περιοχής, να φροντίσουν για την θέρμανση, για την διατροφή και για την υγεία των αδελφών. Θεωρούσε αναγκαίο οι μοναχές να περπατούν και να κινούνται και στενοχωριόταν όταν οι Γερόντισσες δεν καταλάβαιναν πόσο σημαντικό είναι αυτό. Έβλεπε, με το χάρισμα που του είχε δώσει ο Θεός, ότι η εναλλαγή των διακονημάτων, από το εργόχειρο στην ενασχόληση με την φύση, βοηθούσε τις αδελφές να είναι πιο χαρούμενες και αισιόδοξες. Επίσης ενδιαφερόταν ο Γέροντας Πορφύριος για την ποιότητα του πόσιμου νερού στα μοναστήρια. Γι᾽ αυτό και είχε καθοδηγήσει πολλά μοναστήρια για την εύρεση πηγών και τόνιζε την σημασία της ποιότητας του νερού για την υγεία του στομάχου και όλου του οργανισμού. Στο μοναστήρι μας είχε υποδείξει ότι η πηγή του σπηλαίου των Αγίων Επτά Παίδων είναι αγίασμα και συμβούλευε να πίνουν απ᾽ αυτό το νερό οι ασθενείς.
Αξίζει να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, το οποίο διαβάσαμε στο βιβλίο του καθηγητή κ. Κρουσταλάκη. Το περιστατικό συνέβη εδώ, στην Σερβία, στην Ιερά Μονή του Γιάζακ, στην περιοχή του Novi Sad. Ο Γέροντας Πορφύριος, που ποτέ δεν είχε επισκεφθεί την Σερβία και την Μονή, ενημέρωσε την Γερόντισσα τηλεφωνικώς ότι κάποιοι σχεδίαζαν να μολύνουν το νερό της Μονής και την συμβούλευσε να αναζητήσουν σε άλλη περιοχή νερό για το μοναστήρι, προτείνοντάς της μάλιστα μία πηγή στο γειτονικό δάσος[36].
Θα ήθελα κλείνοντας να αναφερθώ στην μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη, κοντά στην οποία είχαμε την ευλογία να ζήσουμε. Η Γερόντισσα ίδρυσε την αδελφότητα της Χρυσοπηγής, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, και κοιμήθηκε το 2000.
Η Γερόντισσα Θεοσέμνη δίδασκε εμπειρικά, με βιωματικό τρόπο. Με ένα της βλέμμα, μια κίνηση, ένα χαμόγελο έδειχνε αυτό που έπρεπε να δείς, πώς να προχωρήσεις. Η ειρήνη του προσώπου της γαλήνευε τις ανησυχίες όλων και ο ειρηνοποιός της λόγος λειτουργούσε ιαματικά στις ψυχές.
Απέναντι στις αδελφές η Γερόντισσα είχε ένα αίσθημα απέραντης ευθύνης, φροντίζοντας πάντα να τις προστατεύει από κάθε κίνδυνο με πνεύμα αυτοθυσίας. Δεν απέλπιζε καμμία και όλες μας χωρούσε η μητρική της καρδιά και επιείκεια.
Μάθαμε κοντά της να μοιραζόμαστε τον κόπο των διακονημάτων με φροντίδα η μία για την άλλη και στοργή. Δίδασκε με το ζωντανό της παράδειγμα πως ο μοναδικός τρόπος θεραπείας των ψυχών μέσα στην μοναστική κοινότητα και η οδός για την ουσιαστική βίωση της μοναστικής μας κλήσεως είναι η κατανόηση της αδυναμίας της κάθε αδελφής. Η Γερόντισσα Θεοσέμνη είχε έναν αεικίνητο και ευέλικτο τρόπο παιδαγωγίας των ψυχών, μολονότι η ίδια ως χαρακτήρας ήταν σιωπηλή και ησυχαστική. Ασκούσε την διοίκηση της Μονής εντελώς αθόρυβα. Διέθετε εφευρετικότητα να ανακαλύπτει χρόνο ξεχωριστό για την κάθε αδελφή. Την μια έπαιρνε να μαζέψουν μαζί χόρτα ή τσάϊ του βουνού, την άλλη να της δείξει πώς να μαστορέψει, εφ᾽ όσον είχε καταλάβει ότι αυτό είχε για εκείνη νόημα. Μια άλλη που δείλιαζε μπροστά στον κόπο και την άσκηση, την καλούσε ν᾽ ανέβουν πεζοπορία στο βουνό, για να δούν την ανατολή, όπως παρακινούσε ο όσιος Γέροντας Πορφύριος.
Η αγάπη της Γερόντισσας για την φύση ήταν κίνηση δοξολογική και την ενεργούσε ως ψηλάφηση της θείας Ωραιότητος. Ζούσε αυτό που έλεγε ο Γέροντας Πορφύριος: «Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Οι ομορφιές της φύσης είναι οι μικρές αγάπες που μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό»[37]. Αυτήν την στάση ζωής ενέπνεε σε όλη την αδελφότητα, ώστε με την ενθάρρυνσή της και με το δίδαγμα της ακαταπόνητης προσωπικής της εργασίας, να φιλοτιμούνται οι αδελφές να αναλαμβάνουν σωματικούς κόπους, όπως απαιτήθηκε όταν η Γερόντισσα πρότεινε την πρωτοποριακή για τα τότε δεδομένα εφαρμογή της βιολογικής γεωργίας στα κτήματα της Μονής.
Στην σημερινή εποχή οι μοναχές που προσέρχονται στα μοναστήρια μας είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία πρόσωπα με πολλά κοινωνικά και μορφωτικά εφόδια και έχουν ανατραφεί με τους κανόνες των σύγχρονων κοινωνιών. Κάποιες από αυτές προέρχονται από πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα, άλλες έχουν ταξιδέψει σε πολλές χώρες και έχουν σπουδάσει διάφορες επιστήμες. Αυτοί οι άνθρωποι επιλέγουν την μοναχική ζωή, επειδή αναζητούν τον Χριστό ως Νυμφίο και έχοντας πλήρη επίγνωση ότι θα εισπράξουν κοινωνικό όνειδος. Για να μπορέσουν αυτές οι νέες αδελφές να ζήσουν με συνέπεια την νήψη και την σταυρική πορεία της μοναχικής ζωής, όπως συνεχίζει να βιώνεται στην Εκκλησία δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, έχουν ανάγκη από ένα κλίμα συνεχούς πνευματικής ανατροφοδότησης, εγρήγορσης και καθημερινής νοηματοδότησης. Η Γερόντισσα καλείται να ενισχύει διαρκώς τις αδελφές, ώστε να διατηρούν τον ζήλο και να μή φοβούνται να επιλέξουν την δυσκολία αντί για την ευκολία, τον κόπο αντί για την άνεση, την θυσιαστική προσφορά αντί για την απαίτηση και το δικαίωμα. Γιατί παραμονεύει πάντοτε ο κίνδυνος να υιοθετηθούν στα μοναστήρια μας νοοτροπίες και τακτικές εκκοσμίκευσης, που ακυρώνουν την μοναχική μας ιδιότητα, η οποία είναι αυθεντική, μόνο όταν και εφ᾽ όσον παραμένει «σταυρού και θανάτου επαγγελία»[38].
 Σημειώσεις:
1. Πράξ. 4, 32.
2. Λόγος Ασκητικός Γ´, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
3. Ασκητικαί Διατάξεις 28, PG 31, 1417 A.
4. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της οσίας Μακρίνης, ΒΕΠ 69, 116, 3 κ.εξ.
5. ό.π.
6. «άνθρωποι εκ διαφόρων γενών και χωρών κινηθέντες», οι οποίοι «εις τοσαύτην ακρίβειαν ταυτότητος συνηρμόσθησαν, ώστε μίαν ψυχήν εν πολλοίς σώμασι θεωρείσθαι και τα πολλά σώματα μιάς γνώμης όργανα δείκνυσθαι»: Μεγάλου Βασιλείου, Ασκητικαί Διατάξεις 18,2, PG 31, 1381D-1384A.
7. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολές προς μοναχές, Ι. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου, Πανόραμα-Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 131.
8. Λουκ. 1, 38.
9. Νικηφόρου Θεοτόκη, Λόγος Επιφωνηματικός Δεύτερος εις μοναχήν την ημέραν εις την οποίαν ενεδύθη το Αγγελικόν Σχήμα, Ι. Ησυχαστήριον Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης, Αθήναι 1970, σελ. 38-39.
10. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι, Ι. Μονή Χρυσοπηγής10 2009, σελ. 343.
11. Ο όσιος Γέροντας Πορφύριος έλεγε χαρακτηριστικά: «Την υπακοή στους Γέροντές μου την αισθανόμουνα σαν παράδεισο». Βλ. ό.π., σελ. 344.
12. Συμπόσιον, Λόγος α´, PG 18, 40 A-B.
13. Περί του τάς Κανονικάς μή συνοικείν ανδράσιν, απόσπ. 8, Bareille, 1, σελ. 442-4.
14. Ματθ. 6, 20.
15. Festugière, G 95, σελ. 208-209 από P. Deseille, Ο Παχωμιακός μοναχισμός, εκδ. «Τήνος», Αθήναι 1992, σελ.19.
16. Λόγος Ασκητικός Γ´, 2, ΕΠΕ, σελ. 153.
17. Όροι κατά πλάτος Β´, Ερώτησις Λ´, ΕΠΕ, σελ. 315.
18. Σύμφωνα με τα λόγια του οσίου Γέροντος Πορφυρίου: «Θέλετε να βρείτε την χαρά στην ζωή; Να διαβάζετε Αγία Γραφή. Να εκκλησιάζεσθε. Να προσέχετε τις ακολουθίες, όρθρο, ώρες, εσπερινό, απόδειπνο κ.λπ., γιατί τα λόγια τους είναι γραμμένα από αγίους … Όταν τα μελετάς με ζήλο και όρεξη και θείο έρωτα, τα ενστερνίζεσαι, τα ερωτεύεσαι, τ᾽ αγαπάεις, τα ζείς, γίνεσαι ένθεος. Κι όταν αυτό γίνει με κάθε επιμέλεια και συνέπεια, αγιαζόμαστε»: Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 527, 532.
19. Αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως, 35 Ποιμαντικές Επιστολές, εκδ. «Υπακοή», Αθήνα 1993, σελ. 121-122.
20. ό.π., σελ. 122.
21. ό.π., σελ. 74.
22. ό.π., σελ. 121-122.
23. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν.έρ., σελ. 133.
24. ό.π., σελ. 104-105.
25. ό.π., σελ. 97.
26. ό.π., σελ. 135.
27. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, μν.έρ., σελ. 129.
28. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 197.
29. Vita S. Columbae I, 30, σελ. 40-41 από Ιερομ. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Οι εραστές της Βασιλείας, Άγιον Όρος 2009, σελ. 195.
30. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος ΛΑ´ 12, 24.
31. ό.π., σελ. 105-6.
32. Βλ. S. Tshetverikoff, Paissi Velitchkovsky, Réval, 1938, β΄μέρος, σελ. 49.
33. Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης – Ορόσημο αγιότητος στο σύγχρονο κόσμο, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2008, σελ. 334-335.
34. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 343.35. ό.π., σελ. 338.
36. Βλ. Γ. Κρουσταλάκη, Γέρων Πορφύριος – Ο πνευματικός πατέρας και παιδαγωγός, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 201110, σελ. 52-53.
37. Βίος και Λόγοι, μν.έρ., σελ. 461.
38. «Ακολουθία του μεγάλου σχήματος», στο Μέγα Ευχολόγιον, εκδ. «Αστήρ», σ. 208.
 Mοναχή Θεοξένη
Kαθηγουμένη Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής
Mονής Ζωοδόχου Πηγής – Xρυσοπηγής
Xανιά – Kρήτη
* Η ομιλία της Γερόντισσας Θεοξένης, Kαθηγουμένης της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Mονής Ζωοδόχου Πηγής – Xρυσοπηγής, Xανίων Kρήτης, εκφωνήθηκε από την ίδια τη Γερόντισσα στα πλαίσια του Επιστημονικού-Πνευματικού Συμποσίου που διοργάνωσε και φιλοξένησε η Σερβική Ορθόδοξη Ιερά Μονή Ζίτσης από την 1η μέχρι και τις 4 Σεπτεμβρίου 2011. Το θέμα του Συμποσίου ήταν: «Περί γυναικείου μοναχισμού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...