Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2011

Τιμὴ στον ...πρωτεργάτη της παναιρέσεως του Οικουμενισμού απὸ Θεολογικὴ Ακαδημία Βόλου και τον Δημητριάδος Ιγνάτιο!

 



ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΩΜΕΝΟΥ
ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠ’ ΟΨΙΝ ΜΑΣ ΤΑ ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΤΟΥ ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΩΔΩΡΟΥ ΑΝΔΡ, ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ ΙΩ., ΦΑΡΑΝΤΟΥ Μ., π. Ν. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ, π. Γ. ΔΡΑΓΑ, π. Δ. ΜΠΑΘΡΕΛΟΥ


Πρόθεσή μας εἶναι νὰ παρουσιάσουμε κάποιες ἀπὸ τὶς θέσεις τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου, ἡ σύνθεση τῶν ὁποίων ἀποκαλύπτει ὅτι ἕνας –κατὰ τεκμήριον ὀρθόδοξος– Ἱεράρχης δὲν θεολογεῖ πατερικά, ἀλλὰ (ὅπως ὁ καθηγητὴς Φαράντος ἔδειξε) «τὸ ὄργανον καὶ τὸ κριτήριον τοῦ θεολογεῖν διὰ τὸν κ. Ζηζιούλα εἶναι ἡ λογική, εἰδικώτερον δὲ ἡ ἐπιστημονικὴ λογική. Ὁ κ. Ζηζιούλας ἀποφεύγει ἐπιμελῶς νὰ ἐργάζεται μὲ θεολογικὰς ἐννοίας καὶ κατηγορίας, ὅπως θεία ἀποκάλυψις, Ἁγία Γραφὴ καὶ Ἱερὰ Παράδοσις, ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, πίστις κλπ.». Καὶ ὅταν χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἔννοιες, «οὐδένα, σχεδόν, ρόλον παίζουν εἰς τὸν θεολογικόν του στοχασμόν».

Μὲ τὴν «θεολογία» αὐτή, ὁ ἄνευ ποιμνίου Μητροπολίτης Περγάμου καὶ μὲ αἰχμὴ τοῦ δόρατος στὴν Ἑλλάδα 4-5 ὁμοϊδεάτες του οἰκουμενιστὲς μητροπολίτες καὶ κάποιους θεολόγους, καὶ μὲ κέντρο ἐξόρμησης τὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου, ἐπιτυγχάνουν τὴν σαλαμοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τρόπο ποὺ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους πιστοὺς δὲν τὴν ἀντιλαμβάνονται· ἀποδομοῦν καὶ ὑπονομεύουν πτυχὲς τῆς Πίστεως ἢ τῆς Παραδόσεως, φαινομενικὰ μικρῆς σπουδαιότητας καὶ ἄσχετες μεταξύ τους. Ὅταν, ὅμως, συνδυαστοῦν ὅλα αὐτὰ μεταξύ τους, ἀποκαλύπτεται ὡς ἄλλος πίνακας παζλ, ἡ σκοπιμότητα καὶ ὁ στόχος: ἡ ἐπιβολὴ τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πρὶν τὴν λατρεία τοῦ Ἀντίχριστου. Γιὰ τὸ ρόλο τῆς «Θεολογικῆς» Ἀκαδημίας Βόλου καὶ τοῦ κ. Ζηζιούλα παραθέτουμε τὰ ἑξῆς:
ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Θὰ ἐξετάσουμε δι’ ὀλίγων τὸ νεόπλασμα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς καλλιεργεῖται «ἐπιτυχῶς» διὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου, ξεκινώντας μὲ ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα: «Ὀρθόδοξος καθηγητὴς Πανεπιστημίου βιβλικῆς θεολογίας τοῦ Ἐξωτερικοῦ ποὺ ἔχει ἐπηρεασθῆ κατὰ πολὺ ἀπὸ προτεσταντικὲς ἰδέες, ὑποστήριζε ὅτι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, οἱ Πατέρες εἶναι τὰ σύννεφα ποὺ καλύπτουν τὸν ἡλιο, ὁπότε πρέπει νὰ ἀπομακρύνουμε τὰ σύννεφα γιὰ νὰ φωτισθοῦμε ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Χριστό!
Κάτω ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀντορθόδοξη (καὶ ἀλλοπρόσαλλη) λογικὴ «δημιουργήθηκαν οἱ ὅροι “νεοπατερικὴ” καὶ “μεταπατερικὴ” θεολογία. Στὴν ἀρχὴ δειλὰ ἐμφανίσθηκε ὁ πρῶτος ὅρος –νεοπατερικὴ– μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται ἁπλῶς τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, ἀλλὰ νὰ ἐντοπίζεται τὸ “πνεῦμα” τους καὶ νὰ μεταφέρεται στὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας, νὰ ἐξετάζεται, δηλαδή, πῶς θὰ ὁμιλοῦσαν οἱ Πατέρες γιὰ σύγχρονα ζητήματα» (Βλάχου Ἱεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία). Δυστυχῶς οἱ μεταπατερικοὶ θεολόγοι καμώνονται πὼς δὲν γνωρίζουν, πὼς αὐτὸ ἀνέκαθεν ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, στηριζόμενοι, ὅμως, μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ στὴν ὁμοφωνία τῶν πρὸ αὐτῶν Ἁγίων καὶ μὴ μεταβάλλοντες «ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία» ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς νεο-πατέρες, οἱ ὁποῖοι μὲ πρόσχημα τὴν θέση, ὅτι δὲν μᾶς κατανοοῦν οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι καὶ ἄρα πρέπει νὰ μιλήσουμε στὴν γλῶσσα τους, προσφέρουν ἀλλοιωμένο τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μάλιστα σκοπίμως, στὰ πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Καὶ ἐνῶ κατεφέροντο κατὰ τοῦ δυτικότροπου «εὐσεβισμοῦ», ἐπέτυχαν τελικὰ νὰ ἐπαναφέρουν ἀπὸ τὸ παράθυρο ὅ,τι δυτικὸ πολέμησαν καὶ προσπάθησαν νὰ τὸ βγάλουν ἀπὸ τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἦσαν ὑπέρμαχοι τῆς κακοποιημένης Ὀρθοδοξίας τῆς ἐν «βαβυλωνίᾳ αἰχμαλωσίᾳ» εὑρισκομένης. Ἔπεσαν, δηλαδή, θύματα τῆς παγίδας ποὺ ἀριστοτεχνικὰ τοὺς ἔστησαν παπικοὶ καὶ προτεστάντες, καὶ ἔκτοτε ἐργάζονται γιὰ λογαρισμοῦ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διὰ μέσου τῶν ἀντιπατερικῶς διεξαγομένων θεολογικῶν Διαλόγων, τῶν συμπροσευχῶν, τῶν σεμιναρίων, κ.λπ.
Τώρα, πλέον, οἱ Πατέρες ἔχουν ἐξουδετερωθεῖ, δὲν χρησιμοποιοῦνται τὰ πατερικὰ κείμενα ἀπὸ τοὺς νεοπατερικοὺς-νεορθόδοξους-μετανεωτερικοὺς θεολόγους σύμφωνα μὲ τὴν περὶ τῆς «συμφωνίας τῶν Πατέρων» ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται μόνο γιὰ νὰ παραπλανήσουν ἢ γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς οἰκουμενιστικὲς ἰδέες τους καὶ πρακτικές.
Ὡς ἐκ τούτου ἡ μεταπατερικὴ καὶ συναφειακὴ θεολογίας, εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἕναν συγκρητισμό, ὄχι μόνον στὸν τρόπο ζωῆς, ἀλλὰ καὶ στὴν ἔκφραση τῆς πίστεως. Ἀμφισβητεῖται μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο στὴν πραγματικότητα ἡ ὁριοθέτηση τῆς πίστεως, τὴν ὁποία ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες, δηλαδὴ ἀποδομεῖται ὁλόκληρη ἡ θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων».

ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἐξέταση μιᾶς θέσεως, θεμελιακῆς ἀξίας γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές, τὴ γνωστὴ «Βαπτισματικὴ Θεολογία, ποὺ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ φρικτὴ αἵρέση. Τί εἶναι, λοιπόν, ἡ «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ποιά σκοπιμότητα τὴν ἐπέβαλε καὶ ποιός εἶναι ὁ ρόλος τοῦ μητροπολίτη Περγάμου, κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα;
Εἶναι πασίγνωστη ἡ φράση τοῦ ἀπ. Παύλου πὼς στὴν Μία Ἐκκλησία, ὑπάρχει «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα, εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων» (Ἐφ. 4, 5). Τὴν διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελίου ἀναιρεῖ ὁλοτελῶς καὶ (διὰ τοῦ κ. Ζηζιούλα) ἡ «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ἀφοῦ -σύμφωνα μὲ αὐτὴν- τὸ βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ὄχι μόνο ὅταν τελεῖται ἀπὸ ὀρθόδοξο ἱερέα, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὅταν τελεῖται ἀπὸ αἱρετικό. Μόνη προϋπόθεση ποὺ θέτουν οἱ οἰκουμενιστές, εἶναι τὸ Βάπτισμα νὰ τελεῖται στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γράφει σχετικὰ ὁ Περγάμου: «Τὸ Βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ Βάπτισμα, Ὀρθόδοξον ἢ μή, ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποια περιλαμβάνει Ὀρθοδόξους καὶ ἑτεροδόξους. Ὑφίστανται βαπτισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας» καὶ «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία». Ἀντιθέτως, «ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχη μία διάσπασις, μία διαίρεσις, ἕνα σχίσμα, δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν διὰ Ἐκκλησίαν». Ἄρα, μέσα στὰ βαπτισματικὰ ὅρια ὁ κ. Ζηζιούλας, στοιβάζει Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικούς!
Αὐτὴ ἡ διατύπωση, μόνο ἀπὸ ἄγευστο τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης θεολόγο θὰ μποροῦσε νὰ διατυπωθεῖ. Ὁ κ. Ζηζιούλας, ὅμως, ἀντὶ ὡς ἐπίσκοπος «νὰ ἐλέγχει τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ τοὺς νουθετεῖ, μήπως ἤθελαν καταλάβουν καὶ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν πλάνην των», –ὅπως ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει στὸ Πηδάλιο (σελ. 51), ἀντὶ νὰ ἀποφεύγει ὄχι μόνο τὶς συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τὶς κοινὲς ἐμφανίσεις καὶ συνεστιάσεις, –ὅπως οἱ Πατέρες καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἔχουν νομοθέτησει, ὁ κ. Ζηζιούλας ὡς ἕνας μικρὸς πάπας κι αὐτός, τολμᾷ ἀπὸ καθέδρας διδασκαλικῆς νὰ ἐπικυρώνει τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ ἔτσι νὰ τοὺς ἀναβαθμίζει τὶς κοινότητές τους σὲ «ἐκκλησίες»!

Ἔτσι, ἐνῶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε γιὰ Μία Ἐκκλησία καὶ ἓν Βάπτισμα, ὁ κ. Ζηζιούλας ὁμιλεῖ γιὰ πολλὲς Ἐκκλησίες καὶ ἕνα μὲν βάπτισμα, ποὺ στὴν οὐσία πρόκειται γιὰ πολλὰ βαπτίσματα, ἀφοῦ τὸ βάπτισμα τῆς κάθε αἱρετικῆς ὁμολογίας-«ἐκκλησίας» ἔχει διαφορετικὸ περιεχόμενο πίστεως, ἀφοῦ στηρίζεται στὴν αἵρεση ἑκάστης «ἐκκλησίας».

Ἀσφαλῶς, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἀποτελεῖ ὕβρι κατὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ γιὰ «ἓν βάπτισμα» ποὺ πραγματοποιεῖται μόνο ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Στὸ ζήτημα δὲ αὐτό, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, π.χ., σαφῶς θεωροῦσε τὴν ὀρθὴ πίστη ὡς ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐκπληρώση ἑνὸς γνησίου βαπτίσματος. Τὰ λόγια του περιεκτικὰ ἐκφράζουν τὴν πατερικὴ ὁμοφωνία: «Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ Σωτὴρ οὐκ ἁπλῶς ἐνετείλατο βαπτίζειν», ἀλλὰ πρῶτα εἶπε «μαθητεύσατε» καὶ ὕστερα «βαπτίζετε εἰς ὄνομα Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος, ἵν’ ἐκ τῆς μαθήσεως ἡ πίστις ὀρθὴ γένηται, καὶ μετὰ πίστεως ἡ τοῦ βαπτίσματος τελείωσις προστεθῇ. Πολλαὶ γοῦν καὶ ἄλλαι αἱρέσεις λέγουσαι τὰ ὀνόματα μόνον, μὴ φρονοῦσαι δὲ ὀρθῶς, ὡς εἴρηται, μηδὲ τὴν πίστιν ὑγιαίνουσα ἔχουσαι, ἀλυσιτελὲς (=χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα) ἔχουσι καὶ τὸ παρ' αὐτῶν διδόμενον ὕδωρ, λειπόμενον εὐσεβείᾳ ὥστε καὶ τὸν ραντιζόμενον παρ' αὐτῶν ρυπαίνεσθαι μᾶλλον ἐν ἀσεβείᾳ ἢ λυτροῦσθαι» (Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ τῶν Ἀρειανῶν 2, 42-43, PG 26, 237B).
Εἶναι εὔκολο νὰ βροῦμε, ποιοί πρῶτοι μίλησαν περὶ «Βαπτισματικῆς θεολογίας», ἀφοῦ αὐτὴ ἔχει ἀγγλικανικὲς καταβολές, προωθήθηκε δὲ καὶ ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς, ὡς θεωρία περὶ τῆς «βαπτισματικῆς ἑνότητας». Ἄρα, λοιπόν, Ἀγγλικανοὶ καὶ Βατικανὸ προηγήθηκαν, ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο καὶ ἀποτέλεσαν τὴ βάση, πάνω στὴν ὁποία στηρίχτηκαν (καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἐμολύνθησαν) οἱ ἀενάως διαλεγόμενοι μετὰ τῶν αἱρετικῶν «ὀρθόδοξοι» οἰκουμενιστές, γιὰ νὰ λανσάρουν τὴν μὲ ὀρθόδοξο ἐπικάλυμμα «βαπτισματικὴ θεολογία». Ἔτσι ὡς «μηδήσαντες», βάλθηκαν συστηματικὰ νὰ ἀλλοιώσουν μὲ ὕπουλο τρόπο τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὥστε νὰ ἐξυπηρετεῖ καλύτερα τοὺς οἰκουμενιστικοὺς στόχους κυρίως τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἀπορρόφηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ἔχει λίγη σημασία ἂν τοῦτο ἔγινε καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Πάπα ἢ ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ συμφυρμοῦ Ὀρθοδόξων μὲ Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι, ἡ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, συνεπάγεται καὶ τὴν de facto ἀναγνώριση τῶν «ἐκκλησιῶν» τους. Ἡ Μία καὶ Ἁγία Ἐκκλησία, λοιπόν, κατὰ τοὺς οἰκουμενιστές, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους περιλαμβάνει και κάθε καρυδιᾶς αἱρετικὸ καρύδι. Οὐσιαστικὰ ἡ «Βαπτισματικὴ θεολογία» τινάζει στὸν ἀέρα τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καὶ πετάει στὰ σκουπίδια τοὺς αἱματηροὺς ἀγῶνες ποὺ ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Βέβαια ὁ κόπος τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ τῶν συνοδοιπόρων του δὲν ἔμεινε ἄκαρπος. Ἡ περὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας» αἱρετικὴ δοξασία ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ, ἀφοῦ υἱοθετήθηκε καὶ περιελήφθη στὴν «Συμφωνία τοῦ Μπάλαμαντ», τὴν ὁποία ἀποδέχτηκαν ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Στὸ κείμενο αὐτὸ διαβάζουμε περὶ τοῦ «κοινοῦ βαπτίσματος»: «Ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς (Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Ὀρθόδοξους) ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια, ...δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται». Ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀποδέχτηκε ἐμπράκτως τὴν αἵρεση αὐτὴ σὲ «Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν» μετὰ τοῦ Πάπα Ἰωάννη-Παύλου τοῦ Βʹ (29//6/95), μὲ τὴν ἑξῆς δήλωση: «...Παρακινοῦμε τοὺς πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφότητας, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα βάπτισμα». Καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» συνεχίστηκε καὶ ἀπὸ ἄλλους «ὀρθόδοξους» ἐπισκόπους καὶ κοινότητες.

Ἄξιος τοῦ κόπου αὐτοῦ ὁ Μητροπολίτης Περγάμου. Γι’ αὐτὲς καὶ ἄλλες παρόμοιες ὑπηρεσίες τίμησε σήμερα ἡ Μητρόπολη Δημητριάδος «τὸν βετεράνο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ κλασσικὸν παράδειγμα ὀρθοδόξου ἐκφυλισθέντος ἐκκλησιολογικῶς, διὰ τῆς συμμετοχῆς του εἰς τὴν λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν» (Καθηγητὴς Ἰωάννης Κορναράκης). Οἱ Ἅγιοι, ὅμως, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Πίστεως, ἐθλίβησαν βλέποντας μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ νὰ τιμῶνται οἱ ὑποστηριχτὲς αἱρετικῶν διδασκαλιῶν.

Ἔτσι, λοιπόν, ἡ «βαπτισματικὴ θεολογία» ἀποτελεῖ ἔκφραση μιᾶς ἄλλης, εὐρύτερης αἱρετικῆς θέσεως, τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων» καὶ τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιων».
Χωρὶς τύψεις καὶ χωρὶς αἰδῶ, βρέθηκαν ὀρθόδοξοι θεολόγοι καὶ ἱεράρχες, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Περγάμου, οἱ ὁποῖοι –καταλύοντες «τὰ ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες»– υἱοθέτησαν τὴν «θεωρίαν τῶν κλάδων» καὶ τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν». Δὲν ντράπηκαν νὰ ἀποδεχθοῦν (ἐναντιούμενοι σὲ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη παράδοση) ὅτι οἱ δύο «ἀδελφὲς –πλέον κατ’ αὐτοὺς– Ἐκκλησίες», ἔχουν «τὴν ἴδια Παράδοση, τὴν ἴδια Πίστη καὶ τὸ ἴδιο Βάπτισμα, ἔστω καὶ ἐὰν ὑπάρχουν μεταξύ τους μερικὲς διαφορές»!!! Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ ἐπανειλημμένως ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη: «Θεωροῦμεν τὴν ἀμοιβαίαν ταύτην ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος τοῦ βαπτίσματος, παρὰ τὰς διαιρέσεις ἡμῶν, πλήρως σύμφωνον πρὸς τὴν ἀέναον διδασκαλίαν ἀμφοτέρων τῶν ἐκκλησιῶν» (εἰς Βλάχου Ἱεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία).

Ὅλες, ὅμως, αὐτὲς οἱ «προτάσεις καὶ τὰ συμπεράσματα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅλον Συμφωνηθὲν Κείμενον, ἀντιπροσωπεύουν Δυτικὸν σκεπτικισμόν. Ἡ ἀποδοχή των ὑπὸ Ὀρθοδόξων θεολόγων σημαίνει μᾶλλον σκόπιμον προδοσίαν τῶν ὀρθοδόξων θέσεων καὶ ὑποταγὴν εἰς τὰς δυτικὰς οἰκουμενιστικὰς προοπτικάς!» (π. Γεώργιου Δράγα, Εἰς Βλάχου Ἱεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία).

Ἀλλὰ οἱ αἱρετικὲς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα δὲν σταματοῦν ἐδῶ. Ὁ Περγάμου θεωρεῖ ἐπὶ πλέον, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία, περιλαμβάνουσα Χριστιανοὺς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, εἶναι ”ἀοράτως ἡνωμένη” (μὲ τοὺς αἱρετικούς), καὶ πιστεύει στὴν θεολογία τῶν “δύο πνευμόνων”», τὴν ὁποίαν σημειωτέον ἐφεῦρε τὸ Βατικανὸ πρὸς ἅλωσιν τῆς ὀρθοδοξίας. Ἀπευθυνόμενος, λοιπόν, ὁ κ. Ζηζιούλας «πρὸς τὸν Πάπα Ἰωάννη Παῦλο B' (τὸ 1998), ἐτόνιζε τὴν ἀνάγκη ”ἐπιταχύνσεως τῆς διαδικασίας ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους κοινωνίας ἡμῶν [ὀρθοδόξων-παπικῶν]... Ὡς εὐστόχως ἐξέφρασε τοῦτο ἡ Ὑμετέρα Ἁγιότης (συνέχιζε ὁ Περγάμου), ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύσις ἀποτελοῦν τοὺς δύο πνεύμονας διὰ τῶν ὁποιων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ἑνότης αὐτῶν εἶναι οὐσιώδης διὰ τὴν ὑγιᾶ ζωὴν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας“».
Ποιός δὲν κατανοεῖ ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ κ. Ζηζιούλας κηρύσσει «ἕτερον Εὐαγγέλιον»; Ποιός δὲν ἀνησυχεῖ καὶ θλίβεται, συνειδητοποιώντας ὅτι μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς «Βαπτισματικῆς Θεολογίας» καὶ τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων» καὶ τῶν «δύο πνευμόνων» διαγράφονται χιλιάδες σελίδες ἀπὸ τὰ Πατερικὰ κείμενα, διὰ τῶν ὁποίων οἱ Πατέρες καταπολέμησαν τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν; Ποιός δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπροκάλυπτα ὁ Περγάμου συκοφαντεῖ ἀσπλάχνως τὴν μάνα του ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι εἶναι ἄρρωστη, ἀφοῦ προϋπόθεση νὰ καταστεῖ ὑγιὴς εἶναι ἡ ἕνωσή της μὲ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία;

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Μέχρι σήμερα οἱ πολλοὶ γνώριζαν ὅτι ὁ μητροπολίτης Περγάμου εἶναι ὑποστηρικτὴς τῆς αἱρετικῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» καὶ τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων». Οἱ καθηγητὲς Φαράντος καὶ Κορναράκης, ὅμως, καὶ πολλοὶ ἄλλοι θεολόγοι, διακρίνουν στὸ ἔργο του καὶ μιὰ ἄλλη αἵρεση. Μία αἵρεση –ἀπομίμηση τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας»– τὴν αἵρεση τῆς «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογίας», διὰ τῆς ὁποίας ὁ κ. Ζηζιούλας κατακτᾶ ἐπάξια τὸν δυσώνυμο τίτλο τοῦ θεωρητικοῦ σχεδιαστοῦ καὶ «ἀρχιτέκτονα» τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ κατάστρωση αὐτοῦ τοῦ σχεδίου δὲν φαίνεται πὼς εἶναι ἀποκλειστικὰ δική του. Εἶναι φανερὸ ὅμως, πὼς αὐτὸς θέλησε νὰ ἐργασθεῖ γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει ἀλλότριους αἱρετικοὺς σκοπούς, πὼς δόθηκε σ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ «ψυχῇ τε καὶ σώματι», πὼς οἰστρηλατεῖται ἀπὸ τὸν μεγάλο σχέδιο μιᾶς παγκοσμιοποιημένης κατ’ ὄνομα χριστιανοσύνης, ἀφοῦ ἀπ’ αὐτὴ θὰ λείπει τὸ ὀρθόδοξο Πνεῦμα καὶ ἡ Ζωή. Δυστυχῶς, καὶ ἡ «βαπτισματικὴ θεολογία» καὶ ἡ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία», (τὶς ὁποῖες μὲ ὀρθόδοξα ὑλικὰ ἀποδέχτηκε νὰ κατασκευάσει ὁ κ. Ζηζιούλας, ἀκριβῶς γιὰ νὰ παραπλανήσει τοὺς Ὀρθοδόξους), ἔχουν τὸ ἑξῆς (ἐπιθυμητὸ ἐξ ἄλλου γιὰ τοὺς οἰκουμενιστὲς) πλεονέκτημα. Ταιριάζουν καὶ μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀπὸ ὅλες τὶς χριστιανικὲς «ἐκκλησίες», δηλαδὴ τὶς αἱρετικὲς κοινότητες καὶ ὁμολογίες τῆς Δύσεως καὶ ἰδίως τὸ Βατικανό.

Μὲ διάφορα κείμενά του, λοιπόν, ὁ Περγάμου κηρύσσει τὴν κακόδοξη «Εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία». Ἀντιπροσωπευτικὸ δεῖγμα αὐτῆς τῆς γραμμῆς ἀποτελεῖ τὸ ἄρθρο-ὁμιλία: «Ὁ ἐπίσκοπος ὡς προεστὼς τῆς Θείας Εὐχαριστίας».

Μὲ αὐτὸ ὁ κ. Ζηζιούλας διδάσκει πὼς ἐφ’ ὅσον «ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι [ὄχι τύπος], ἀλλ’ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ δὲν μποροῦμε νὰ παρακάμψουμε τὴν εἰκόνα του καὶ νὰ πᾶμε ἀπευθείας στὸ πρωτότυπο... Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε ἀπ’ εὐθείας στὸν Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα τοῦ Ἐπισκόπου». Καὶ συνεχίζει: «Ἐὰν ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ παρακάμπτει τὸν ἄνθρωπο (Ἐπίσκοπο), τότε ἡ ἐπικοινωνία αὐτὴ πραγματοποιεῖται μέσῳ τῆς φαντασίας».

Ἀπ’ αὐτὴ τὴ θέση καὶ ὕβρι τοῦ κ Ζηζιούλα προκύπτει τὸ τερατῶδες συμπέρασμα, ὅτι ἡ ἀπευθείας ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό δὲν ἐπιτυγχάνεται ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τὸ ἐρώτημα: Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, ἀλλὰ δὲν ἔχει καταδικασθεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο, οἱ πιστοὶ ποὺ δὲν ἐπικοινωνοῦν μαζί του, δὲν μποροῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν μετὰ τοῦ Θεοῦ; Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ Περγάμου, χωρὶς τὴν περέμβαση τοῦ ἐπισκόπου, εἶναι ἀδύνατη ἡ μετὰ τοῦ θεοῦ ἐπικοινωνία. Σύμφωνα μὲ σύμπασα τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅμως, καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων: ἀσφαλῶς ΝΑΙ.

Καὶ ἰδοὺ μερικὰ ἀποδεικτικὰ παραδείγματα: ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν καθαιρέθηκε καὶ φυλακίστηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Καλέκα, μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεό, καὶ ἡ προσευχή του δὲν ἦταν ψευδὴς καὶ ἀνυπόστατη ἢ φανταστικὴ (ὅπως θέλει ὁ κ. Ζηζιούλας), ἐπειδὴ τάχα δὲν δεχόταν νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Καλέκα. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Θ. Λειτουργίες ποὺ τελοῦσε, δὲν ἦταν ἕνα θέατρο, ἀλλὰ πραγματικὰ μυσταγωγίες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐτελοῦντο χωρὶς νὰ μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ Καλέκα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ, ὅταν δὲν ἀνεγνώριζε 4 Πατριάρχες, ποὺ εἶχαν αἱρετίζουσες ἰδέες. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ προσευχόταν καὶ λειτουργοῦσε στὴ φυλακή, ὅπου ἦταν ἔγκλειστος, ἂν καὶ δὲν συμφωνοῦσε καὶ δὲν μνημόνευε τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποίου δὲν εἶχαν καταδικαστεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο, ὅπως σήμερα οἱ ὅμοιοί τους κ. Ζηζιούλας καὶ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους ἁγίους καὶ πιστούς (ὅπως στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο καὶ σὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς σύγχρονους ὅπως τὸν Παπουλάκο, τοὺς ἁγίους Κολλυβάδες, τὸν ἅγιο Νεκτάριο κ.λπ.), οἱ ὁποῖοι δὲν ἀνεγνώριζαν τοὺς οἰκείους Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους καὶ εἶχαν διωχθεῖ ἢ καθαιρεθεῖ ἀπ’ αὐτούς. Κατὰ τὴν κακόδοξη λογικὴ τοῦ Περγάμου, δὲν μποροῦσαν τότε νὰ προσευχηθοῦν, χωρὶς τὴν παρέμβαση τοῦ αἱρετικοῦ ἢ ἄδικου Ἐπισκόπου!

Ἡ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» τοῦ Ζηζιούλα, τελικά, εἶναι ὁ Δούρειος ἵππος, μέσῳ τοῦ ὁποίου θὰ ἑνωθεῖ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῶν μελῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βατικανό. Διότι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ «κάθε εξουσία» στὴν Ἐκκλησία («ἁγιαστική, ποιμαντικὴ καὶ ἡ λεγομένη διοικητική») «πηγάζει ἀπὸ τὴν εὐχαριστία» καὶ αὐτὸν ποὺ κατέχει τὴν «προεδρία τῆς Θείας Εὐχαριστίας», τότε ὁ Προεστὼς τῆς Εὐχαριστίας μεταμορφώνεται σὲ πηγὴ εξουσίας καὶ αὐθεντίας, στὴν σεβασμιότητα τοῦ ὁποίου ἀνήκει ἀπόλυτη ὑπακοή, ἀφοῦ θὰ εἶναι περιβεβλημένος ὅλο τὸ μυστηριακό, ἐσχατολογικὸ καὶ θεσμικὸ φορτίο ἱερότητος, ἄνευ μάλιστα τοῦ ὁποίου (ὅπως εὐθέως διδάσκει ὁ Περγάμου) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγίσουμε τὸν Κύριο. Ἔτσι παρακάμπτεται και από την Λειτουργία καὶ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωή ὁ λατρευόμενος Κύριος, ὁ «προσφέρων καὶ προσφερόμενος» Χριστός, καὶ τὴ θέση του καταλαμβάνει ὁ Προεστώς, πίσω ἀπὸ τὸν ὁποῖο κρύβεται ἐπιμελῶς καὶ θὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή του ἐν τῷ καταλλήλῳ καιρῷ τὸ ἀποκρουστικὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα.
Καὶ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ καθηγητὴ Ἰωάννη Κορναράκη: «Τὴν 23.12.2005 ὁ «Ὀρθ. Τύπος» δημοσίευσε πληροφορία σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία εἰς τὸ Θ’ Διαχριστιανικό Συμποσίον (διάβαζε μεταξὺ παπικῶν καὶ ὀρθοδόξων ἐξ Ἀθηνῶν), μεταξὺ ἄλλων πορισμάτων, «διαπιστώθηκε ὅτι ἡ “Εὐχαριστηριακὴ ἐκκλησιολογία” εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποτελέσει σημαντικὴ βάση προσεγγίσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, γιὰ τὴν κατανόηση τῆς λειτουργίας τοῦ Ἐπισκοπικοῦ πρωτείου στὴν τοπικὴ ἐκκλησία στὰ πλαίσια τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας»!

Ἔτσι, λοιπόν, πίσω ἀπὸ τὴν «μεταπατερικὴ θεολογία», τὴν «βαπτισματικὴ θεολογία», τὴν θεωρία τῶν κλάδων», τὴν «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» κρύβεται ἡ περιπόθητη ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Καὶ «τὴν ἕνωση αὐτὴ ο Ζηζιούλας, καὶ ὅλο τὸ οἰκουμενιστικὸ τιμ, τὴν βλέπει ὡς ἕνωση ἐξωτερική, ὡς ἕνωση μὲ ἀμοιβαίες παραχωρήσεις, ὡς ἕνωση ὑπὸ τὸν Πάπα. Γι’ αὐτὸ καὶ τελευταῖα (μὲ τὴν Ραβέννα, τὴν Ἐλοῦντα τῆς Κρήτης, τὴν Κύπρο καὶ τὴν Βιέννη) ἀγωνίζονται νὰ περάσουν τὴν θέση ὅτι τὸ Πρωτεῖο ὑφίστατο στὴν πρώτη χιλιετία, ὥστε νὰ μᾶς ὑποχρεώσουν νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν Πάπα μὲ ἕνα ὀρθοδοξοποιημένο Πρωτεῖο...».

«Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ κ. Ζηζιούλας, κοσμικοὶ παράγοντες, οἱ ὁποῖοι κυριαρχοῦσαν τότε στὴν ἐκκοσμικευμένη ὀρθοδοξία καὶ δὲν τῆς ἐπέτρεψαν νὰ δεῖ τὴν Ἱερότητα τοῦ πρωτείου. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ Ἀποθέωση. Ἀντὶ νὰ ὁμολογήσουν πὼς αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ παράγοντες γέννησαν τὴν ἀπαίτηση τοῦ πρωτείου, ἰσχυρίζονται οἱ μερακλῆδες Ζηζιούλας καὶ (καρδινάλιος) Kasper, πὼς αὐτοὶ οἱ παράγοντες ἐμπόδισαν τοὺς ἄλλους νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ πρωτείου»! (Ἀμέθυστος). Τώρα, ὅμως, ἔχουμε ἀνάγκη τὸ Πρωτεῖο, «ὅπως διεκήρυξε στὸ Μποζὲ τῆς Ιταλίας («Ο.Τ.» 16-7-1999) ὁ Περγάμου: ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη τὸ παπικό πρωτεῖο!!!» (Κορναράκη Ἰω., Τὸ κείμενον τῆς Ραβέννας προσωπεῖον τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου).

Βόλος-Θεσσαλονίκη, Ὀκτώβριος 2011
Ὀρθόδοξος Χριστιανικὸς Ἀγωνιστικὸς Σύλλογος «Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης»
Φιλορθόδοξος Ἕνωσις «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...