Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΕΩΣ.


 
Ἀρχιμ. Κύριλλου
(Κεφαλόπουλου)

Παρ’ ὃλες τὶς δικαιολογημένες ἐπιφυλάξεις ποὺ ὑπάρχουν γιὰ  τὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39), κυρίως γιὰ τὸν τρόπο ποὺ συνεκλήθη ὑπὸ τὴν πίεση τῆς στρατιωτικῆς ἀπειλῆς τῶν Τούρκων καὶ τὶς πιέσεις τοῦ Πάπα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀνειλικρίνεια τῶν προθέσεων ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν τῶν προσερχομένων στὶς συζητήσεις (ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Παλαιολόγος ὑπελόγιζε στὰ πολιτικὰ καὶ στρατιωτικὰ ὀφέλη ἀπὸ μία ἐνδεχόμενη Ἓνωση καὶ πίεζε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, ὁ Πάπας Εὐγένιος ὁ Δ’ ὑπελόγιζε στὸ γόητρο ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε ἐὰν ἒπειθε τοὺς »σχισματικοὺς γραικοὺς» νὰ δεχθοῦν τὴν Ἓνωση, νὰ ὑποκύψουν στὶς παπικὲς ἀπαιτήσεις γιὰ τὸ Πρωτεῖο καὶ τὴν πρωτοκαθεδρία τοῦ Πάπα Ρώμης καὶ νὰ ἐπιστρέψουν σὲ ἑνότητα μὲ τὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία ἀποδεχόμενοι τὶς κακοδοξίες της, ἰδίως τὸ Πρωτεῖο καὶ τὸ Φιλιόκβε) ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε πὼς στὴν Φερράρα-Φλωρεντία ἒγινε γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸ Σχίσμα τοῦ 1054 μία σοβαρὴ προσπάθεια, παρ’ ὃλες τὶς ἐλλείψεις καὶ τὶς δυσχέρειες στὸν διάλογο, νὰ συζητηθοῦν εἰς βάθος οἱ θεολογικὲς διαφορὲς μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, νὰ ὑπάρξει ἀμοιβαία γνωριμία καὶ κατανόηση, νὰ ξεπερασθοῦν προκαταλήψεις καὶ ἒχθρες τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ προχωρήσει ἡ Ἓνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Βεβαίως, ὁ διάλογος δὲν προχώρησε διότι καὶ οἱ δύο πλευρές, ὁ αὐτοκράτωρ καὶ ὁ Πάπας, ἐπείγοντο καὶ βιάζονταν νὰ ὑπογραφεῖ ἡ Ἓνωση κάτω ἀπὸ πολιτικὲς πιέσεις καὶ ἐκβιαστικὰ διλήμματα, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὰ θεολογικά.
Μαζὶ μὲ τὴν ἀνειλικρίνεια  καὶ τὴν ἀδιαλλαξία τῶν Λατίνων, αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ κυριότερος λόγος, ποὺ ἡ τελικῶς ὑπογραφεῖσα Ἓνωση δὲν ἒγινε ἀποδεκτὴ στὴν Ἀνατολή, χαρακτηρίστηκε ὡς ληστρικὴ καὶ ψευδοένωση, τὰ ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς τὴν ἀπέρριψαν ( Σύνοδοι Ἰεροσολύμων 1443 καὶ Κωνσταντινουπόλεως 1482) καὶ ὁ πιστὸς λαὸς κατηγόρησε τοὺς φιλενωτικοὺς γιὰ προδοσία τῆς πίστεως. Θὰ ἒπρεπε νὰ περάσουν σχεδὸν 550 χρόνια γιὰ νὰ ἐπιχειρηθεῖ ἓνας ἐκ νέου θεολογικὸς διάλογος μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ αἲτημα ἑνὸς οἰκουμενικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου ὑπῆρξε ἒντονο κατὰ τὸν 20ο αἰώνα, πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ ὠφεληθοῦμε ὣστε νὰ ἀποφύγουμε τὰ προηγούμενα λάθη καὶ τὰ σφάλματα. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀληθοῦς πίστεως, τῆς ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς τῆς πρώτης χιλιετίας, ἀποτελεῖ καὶ σήμερα ἓνα ζητούμενο γιὰ τὸ ὁποῖο ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι προσευχόμαστε σὲ κάθε Θεία Λειτουργία »ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καὶ» τῆς ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων».
Ἐπειδὴ ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ὁ  Εὐγενικὸς ὑπῆρξε ὁ ἀδιαφιλονίκητος  πρωταγωνιστὴς στὶς συζητήσεις στὴν Φερράρα-Φλωρεντία, ἡ πανθομολογούμενη ἀπὸ φίλους καὶ ἀντιπάλους ἀρετή, ἁγιότης τοῦ βίου, ἡ εὐρυμάθεια ἡ φιλοσοφικὴ καὶ θεολογική, ἡ γνώση τῶν θεολογικῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ συνέπεια στὶς θέσεις του καὶ ἡ σταθερότητα στὴν Ὀρθόδοξο Πίστη, οὶ τοποθετήσεις του κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου ὑπῆρξαν καθοριστικὲς καὶ καίριες· ὃλα αὐτὰ τὸν ἀναδεικνύουν σὲ κορυφαία μορφὴ στὸ ζήτημα τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Δὲν θὰ ἐπιμείνουμε τόσον στὶς θεολογικὲς τοποθετήσεις τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὴν Φερράρα-Φλωρεντία, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητη καὶ σταθερὰ ὁμολογία Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ περισσότερον θὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὸν τρόπο καὶ τὴν ὃλη συμπεριφορὰ καὶ στάση του ἒναντι τοῦ διαλόγου καὶ ἐν σχέσει μὲ τοὺς Δυτικούς.
Μὲ πᾶσα νηφαλιότητα καὶ πιστότητα στὰ ἱστορικὰ δεδομένα καὶ τὶς γραπτὲς πηγὲς θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ σκιαγραφήσουμε τὸν ρόλο ποὺ διεδραμάτισε ὁ Ἃγιος Μᾶρκος. Θὰ χρησιμοποιήσουμε ὡς πηγὴ τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Συλβέστρου Συροπούλου, αὐτόπτου μάρτυρος καὶ μέλους τῆς ἑλληνικῆς ἀντιπροσωπείας ὡς Μέγας Ἐκκλησιάρχης, τὰ ὁποῖα θεωροῦνται ὡς κατ’ ἐξοχὴν ἀξιόπιστα καὶ ἀντικειμενικὰ γιὰ τὰ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, παραπέμποντας στὴν ἒκδοση τοῦ V. Laurent, Paris 1971. Σημαντικὸς ἐπίσης βοηθὸς στὶς ἐπισημάνσεις ποὺ θὰ κάνουμε ἐν συνεχείᾳ ἀπετέλεσε καὶ ἡ μελέτη τοῦ κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γκρατζ  τῆς Αὐστρίας, μὲ τίτλο »Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως», ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 1999, ἰδίως οἱ σελίδες 51-72.
Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος, ἐκπροσωπῶν ταυτοχρόνως τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, ἐπελέγη ὡς μέλος τῆς ἑλληνικῆς ἀντιπροσωπείας γιὰ τὴν ἐγνωσμένη βαθιὰ θεολογικὴ του κατάρτιση, γνώση τῶν κειμένων καὶ τῆς θεολογίας τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς θεολογίας τοῦ Θωμᾶ Ἀκυνάτη μέσῳ ἑλληνικῶν μεταφράσεων καὶ τὴν ἰκανότητα διεξαγωγῆς ἐπὶ ἲσοις ὃροις θεολογικῶν συζητήσεων μὲ τοὺς Λατίνους. Ἡ ἰσχυρή του προσωπικότητα, τὸ κῦρος καὶ ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του, ὃπως καὶ ἡ συνέπεια καὶ ἡ μαχητικότητα ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τὸν κατέστησαν κεντρικὴ μορφὴ τῶν θεολογικῶν συζητήσεων.
Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ἒχοντας ἐπίγνωση τῶν κρισίμων στιγμῶν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἒθνος καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ τὴν σπουδαιότητα τῆς ἀξίας ἑνὸς θεολογικοῦ διαλόγου, ὁ ὁποῖος ἐὰν διηξήγετο μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀξιοπιστία, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφέρη θετικὰ ἀποτελέσματα, δηλαδὴ νὰ ὁδηγήση στὸ θεάρεστο ἒργο τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀληθοῦς καὶ ἀκαινοτόμητης εὺαγγελικῆς, ἀποστολικῆς καὶ ἁγιοπατερικῆς πίστεως, δὲν ἀπέφυγε νὰ λάβη μέρος στὴν Σύνοδο, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ αἲσθημα εὐθύνης, προθύμως καὶ ἐκθύμως, ἀνέλαβε νὰ προασπίση τὴν ὀρθοδοξία καὶ νὰ τὴν ἐκπροσωπήση ἐπαξίως στὶς θεολογικὲς συζητήσεις μὲ τοὺς Λατίνους. Πίστευε εἰλικρινῶς ὃτι κάθε κόπος ὑπὲρ τῆς ἐπιτεύξεως μίας ἐπιθυμητῆς καὶ ἐντίμου ἑνώσεως ἦταν ἀναγκαῖος καὶ θεοφιλής. Χαρακτηριστικοὶ καὶ ἐνδεικτικοὶ οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου πατρὸς ὃτι » καταφρονήσαντες καὶ κόπων καὶ κινδύνων πρὸς τὸ διαπραγματεύσασθαι  τὸ θεῖον ἒργον τῆς ἑνώσεως ἐὰν ὁ Θεὸς εὐδοκήση, πρόδηλόν ἐστι, καὶ πρόθυμοί ἐσμεν καὶ ἡμεῖς τὴν δυνατὴν ἐπιμέλειαν καὶ σπουδὴν Θεοῦ χάριτι πρὸς τοῦτο συνεινεγκεῖν (=νὰ συνεισφέρουμε), ἐπεὶ καὶ τούτου χάριν ἀφίγμεθα (= ἀφοὺ γι’ αὐτὸ ἒχουμε ἒρθει)», (Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα V, 7). Ὑπάκουσε στὸ κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας (τοῦ αὐτοκράτορος) νὰ ἐκπροσωπήση ἐπαξίως τὴν Ὀρθοδοξία στὴν Φερράρα-Φλωρεντία. Δὲν ἀπέφυγε τὸν διάλογο.
Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ἐπέμενε καὶ ὀρθῶς ὃτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν Ἓνωση ἀποτελούσε ἡ σαφὴς συζήτηση ἐπὶ συγκεκριμένων θεολογικῶν θεμάτων, ὃπως τὸ Φιλιόκβε ἢ τὸ Παπικὸ πρωτεῖο· θεμάτων ποὺ χώριζαν τὶς δύο Ἐκκλησίες καὶ εἶχαν προκαλέσει προηγουμένως ἒντονες τριβὲς καὶ καχυποψίες (καὶ μέχρι σήμερον ἐξακολουθοῦν), διότι θεωροῦσε ὃτι, μέσω μίας ἀνοικτῆς καὶ εἰλικρινοῦς θεολογικῆς συζητήσεως, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν καχυποψίες καὶ ἀμοιβαῖες παρεξηγήσεις ἐπὶ ὑπαρκτῶν καὶ οὐσιωδῶν δογματικῶν διαφορῶν καὶ παρεκκλίσεων ἐκ μέρους τῶν Λατίνων ἐπὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως λόγῳ καινοτομιῶν καὶ προσθηκῶν καὶ νὰ προκύψη συμφωνία. »ὃτε διίστανται τινὲς ἀλλήλων καὶ οὐ χωροῦσι πρὸς λόγους, δοκεῖ μείζων εἶναι καὶ ἡ μεταξὺ τούτων διαφορά. Ὃτε δ’ εἰς λόγους συνέλθωσι καὶ ἑκάτερον μέρος νουνεχῶς ἀκροάσηται τὰ παρ’ ἑκατέρου λεγόμενα, εὑρίσκεται πολλάκις ὀλίγη ἡ τούτων διαφορὰ» (=ὃταν κάποιοι βρίσκονται σὲ διάσταση ἀπὸ ἂλλους καὶ δὲν προχωροῦν σὲ διάλογο, τοὺς φαίνεται ὃτι εἶναι μεγαλύτερη ἡ μεταξύ τους διαφορά. Ὃταν ὃμως προσέλθουν σὲ κοινὸ διάλογο καὶ τὸ καθένα μέρος ἀκούσει μὲ προσοχὴ καὶ σύνεση τὰ λεγόμενα τῆς ἂλλης πλευρᾶς, πολλὲς φορὲς βρίσκεται ὃτι εἶναι λίγη ἡ διαφορά τους), (Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα V, 28).
Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος εἶχε ἐπίγνωση τῆς σοβαρότητος τῶν θεολογικῶν διαφορῶν ἐπὶ δογματικῶν καὶ λειτουργικῶν ζητημάτων ποὺ χώριζαν ὀρθοδόξους καὶ λατίνους. Ἐπιθυμοῦσε ὃμως ὁ διάλογος νὰ διεξαχθῆ εἰρηνικὰ καὶ μὲ χριστιανικὴ ἀγάπη, οὒτως ὣστε νὰ ἀποφευχθοῦν ἐντάσεις, ἐριστικότητα, ἀντεγκλήσεις, ποὺ σὲ τίποτε δὲν θὰ συνέβαλαν στὴν ὀμαλὴ ἐξέλιξη τῶν συζητήσεων. »χρὴ μετὰ ἀγάπης τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, ἐπεί καὶ περὶ εἰρήνης ἐστὶν ὁ λόγος καὶ ταύτην κατέλιπεν ὁ Κύριος ἡμῖν ὣσπερ τινα κλῆρον. Χρὴ οὐν ἡμᾶς ταύτην ἀεί πραγματεύεσθαι καὶ μάλιστα ἐν τῇ παρούσῃ τῶν λόγων ὓλη, καὶ ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τῶν λόγων τὴν ἀγάπην τηρεῖν»  (Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα VI, 27).
Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος πίστευε εἰλικρινῶς ὃτι στὶς συνομιλίες μὲ τοὺς Λατίνους συνδιαλεγόταν μὲ φίλους, πατέρες καὶ ἁγίους ἀδελφούς, ὃπως συνήθως τοὺς ἀποκαλοῦσε (Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα, VIII, 6). Ὃταν ὃμως ἀργότερα ἀντελήφθη τὴν ἀνειλικρίνεια τῶν προθέσεων τοῦ Πάπα δὲν ἐδίστασε νὰ τοὺς ἀποκαλέση αἰρετικοὺς καὶ χριστοκαπήλους (αὐτὰ βεβαίως μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Ἑνώσεως καὶ ὃπως αὐτὴ ὑπεγράφη). Ἀλλὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ, μπροστὰ στὴν παράλογη καὶ ἀλαζονικὴ ἀπαίτηση τοῦ Πάπα νὰ τοὺ φιλήση τὸ πόδι, τὸν ἐπιτιμᾶ καὶ θεωρεῖ ὃτι θὰ ἒπρεπε ἡ συμπεριφορὰ τῶν Δυτικῶν νὰ εἶναι ἀδελφικὴ » οὐκ ὀφείλω ἐγὼ τοιοῦτον ἀσπασμόν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀδελφοὶ ἐσμέν, δεῖ περιπτύξασθαι καὶ ἀσπάσασθαι ἀλλήλους ἀδελφικῶς» (ό.π. IV, 31). Ἡ ἀδελφικὴ συμπεριφορὰ φανερώνεται μὲ λόγους ἀλλὰ καὶ ἐμπράκτως, μὲ ἀμοιβαία ἀγάπη, ὲκτίμηση καὶ σεβασμό.
Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ἐπέμενε ὃτι, γιὰ νὰ ἀρθῆ τὸ Σχίσμα καὶ νὰ ἀποκατασταθῆ ἡ ἑνότητα, πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε στὴν περίοδο ἐκείνη ποὺ ἡ Ἐκκλησία σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἦταν Μία, Ἑνωμένη καὶ Ὀρθόδοξη. Ἀλλὰ στέρεα βάση γιὰ νὰ ἐπιτευχθῆ κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Δυτικῶν στὴν ὀρθόδοξο πίστη, ὃπως αὐτὴ ἐκφράζεται ἀπὸ τὶς Ἐπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς πρώτης χιλιετίας. Μόνον ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὃρων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἐφ’ ὃσον ὑπῆρχε συμφωνία μὲ τὸ φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων, θεωροῦσε ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ὃτι μπορεῖ νὰ συμβῆ αὐτό, καὶ γι’ αὐτὸ ἐπέμενε στὴν ἒναρξη τῶν συνεδριάσεων στὴν Φερράρα-Φλωρεντία νὰ ἀναγνωσθοῦν τὰ κείμενα καὶ οἱ ὃροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (σὲ αὐτὸ ἀντέδρασαν οἱ Λατῖνοι διότι εἶχαν ἀλλοιώσει τὰ πρωτότυπα κείμενα). »ζητοῦμεν οὐν καὶ παρακαλοῦμεν ἐπανελθεῖν εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρόν, καθ’ ὃν ἡνωμένοι ὂντες τὸ αὐτὸ πάντες ἐλέγομεν καὶ οὐκ ἦν ἐν ἡμῖν σχίσμα… καὶ ὣσπερ ἀνακαλεσάμεθα τὴν τότε παραληφθεῖσαν ἀγάπην, οὓτω καὶ τῷ φρονήματι πρός τε ἡμᾶς αὐτοὺς ἑνωθῆναι καὶ πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, τοὺς ἐν ταῖς οἰκουμενικαῖς συνόδοις τοῖς ἑπτὰ διαλάμψαντας. Πρῶτον μεν ἀναγνωσθήτωσαν οἱ ὃροι τῶν ἁγίων ἐκείνων συνόδων, εἰ μὴ νῦν ὁ καιρός, ἳνα δείξωμεν ἑαυτοὺς συμφωνοῦντας ἐκείνοις καὶ ἑπομένους, οὐ τῇ τάξει μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς φρονήμασιν. Οὒτω γὰρ ἒστι καὶ ἡ σύνοδος αὒτη ταῖς προηγουμέναις ἐκείναις ἀκόλουθος» (Πρακτικὰ τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ Συνόδου).
Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος, ἒχοντας ὡς κριτήριον τὴν ὀρθόδοξο πίστη, ἐξήταζε καὶ ἢλεγχε ὃλα ὃσα ἒλεγαν οἱ Λατῖνοι καὶ ὃσα ἐξ αὐτῶν τὰ εὓρισκε σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθοδοξία τὰ ἐπικροτοῦσε, ὃσα ἀπεμακρύνοντο τῆς ὀρθοδοξίας τὰ κατεδίκαζε ὡς παρεκκλίσεις. Ἒτσι, ἀνεγνώριζε μὲ πᾶσαν ἐντιμότητα καὶ ἀμεροληψία κάποια στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς πίστεως στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία, ἢλεγχε ὃμως αὐστηρῶς κάθε αἰρετικὴ καὶ κακόδοξη διδαχή. »ὃ μετὰ ἀληθείας λέγηται δεχόμεθά τε καὶ ἀσμένως περιπτυσσόμεθα, ὃ δ’ ἂν μὴ οὓτως ἒχον ἡμῖν δοκῇ, κατὰ πόδας καὶ προφανῶς ἐλέγχομεν καὶ ἀποβαλλόμεθα»  (Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα VIII, 6).
Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ἐπέμενε ὃτι ἡ Ἓνωση γιὰ νὰ εἶναι οὐσιαστικὴ δὲν θὰ πρέπει νὰ περιορίζεται σὲ ἐπιφανειακοὺς συμβιβασμοὺς ἢ λεκτικὲς συμφωνίες ἐξωτερικές, μὲ ἀσάφειες καὶ ἀοριστίες στὰ χωρίζοντα θεολογικὰ θέματα. Κάτι τέτοιο θὰ ταίριαζε σὲ πολιτικοὺς καὶ διπλωμάτες καὶ ὂχι σὲ ἐκκλησιαστικοὺς ἂνδρες. Ἡ Ἓνωση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα συμβιβασμῶν διότι τότε δὲν θὰ ἒχει στέρεα βάση καὶ διάρκεια. Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος  δὲν δέχεται οἰκονομία ἢ συγκατάβαση σὲ θέματα πίστεως ὃπου ὁ θεολογικὸς λόγος πρέπει νὰ εἶναι διάφανος, σαφής, κρυστάλλινος. (»οὺ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως»). Ἡ Ἓνωση γνησίως καὶ εἰλικρινῶς, μᾶς λέει ὁ Ἃγιος Μᾶρκος, θὰ πρέπει νὰ ἀποτελέση πρωτίστως ἓνωση καρδιᾶς καὶ διανοίας. »τὴν διὰ γλώττης ὁμολογίαν ὀφείλομεν ἀπαιτεῖν ἐξ αὐτῶν καὶ ἀρκεῖσθαι ταύτῃ, οὐ μὴν δ’ ἐξετάζειν καὶ τὰς ἐν βάθει τῶν καρδιῶν διανοίας» (Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα VIII, 12).
Ὁ Καθηγητὴς Λαρεντζάκης, στὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Ἃγιο Μᾶρκο (ὃ. π. σελ.68-70), ὁλοκληρώνει τὴν ἀποτίμηση τῆς στάσεως καὶ τῆς συνεισφορᾶς τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τὶς ἀκόλουθες ἐπισημάνσεις:
»Ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ἦτο ἀπόλυτα διατεθειμένος ὑπὲρ τοῦ διαλόγου. Ἦταν εἰλικρινής, πιστός ἂνδρας μὲ καλὸ χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος ἐνεργοῦσε γιὰ τὸ καλὸ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὰ κίνητρα αὐτὰ ἢθελε νὰ συμβάλη στὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας καὶ τὴν ὁμολογία τῆς αὐτῆς πίστεως μὲ τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἐτόνιζε ἀπεριφράστως: »ἡμεῖς, ὦ φίλοι πατέρες, οὐκ ἀντιλέγειν ἀλλήλοις ἀπλῶς οὐδὲ τὰ παρ’ ἀλλήλων λεγόμενα ἀνατρέπειν συνεληλύθαμεν. Τοῦτο γὰρ φιλοτιμίας ἒχεται μᾶλλον ἢ τῆς πρὸς ἀλήθειαν φερούσης ὁδοῦ, ἀλλ’ ἳνα, κοινῇ συζητούντες ἓκαστον τῶν ἀνακυπτόντων εἰς μέσον καὶ μετὰ πάσης ἀκριβείας εἰρηνικῶς τε καὶ ἀπλῶς καὶ φιλικῶς αὐτὸ ἐξετάσαντες, οὒτω τὰ ἐξὴς περαίνομεν, ἂχρις ἂν ἐπὶ τὸ κοινή ζητούμενον ἀμφότεροι τέλος καταντήσωμεν, ὃπερ ἐστὶν ἡ τῆς ἀληθείας εὓρεσις» (ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)… Ὁ Μητροπολίτης Μᾶρκος δὲν ἐπεδίωκε ἐπιφανειακὴ καὶ ψεύτικη καταλλαγὴ ἢ ἐκκλησιαστικοπολιτικὴ ἢ ἀκόμη καὶ μόνο πολιτικὴ συμβατικὴ συνύπαρξη. Οὒτε καὶ ἐνεργοῦσε ἐγωιστικὰ γιὰ νὰ προβληθεῖ ὁ ἲδιος. Οὐδεὶς λόγος περὶ ὑποχωρήσεων, οὐδεὶς λόγος περὶ ὑποταγῆς, οὐδεὶς λόγος περὶ ἀπεμπολήσεως τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἀλλὰ ἐπιδιώξεως τῆς συμφωνίας ἐν ἀληθείᾳ, γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἀρμονίας καὶ τῆς ἑνότητος τῶν ἀδελφῶν διὰ τοῦ Διαλόγου. Δὲν ἐπεδίωκε τὸν Διάλογον γιὰ νὰ νικήση μὲ ἰσχυρότερα ἐπιχειρήματά του τοὺς ἀντιπάλους καὶ νὰ θριαμβολογήσει ἐγωιστικά. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ καταφαίνεται ἡ αγαθή του πρόθεση καὶ διάθεση ποὺ βασιζόταν στὸ πνεῦμα τῶν ἀρχαίων καὶ μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιὰ τὸ σκοπὸ τῶν θεολογικῶν συζητήσεων καὶ διαπραγματεύσεων, ἀναφέρει τὰ εξής: »οὐ γὰρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλὰ προσλαβεῖν ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα» (Λόγος 41, Εἰς Πεντηκοστὴν 8, P.G. 36, 440 B).Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ἒφερε τὸν Ἃγιο Μᾶρκο Εὐγενικὸ στὴν Σύνοδο αὐτὴ, ὃπου ἐσήκωσε τὸ μεγαλύτερο βάρος τῶν διαπραγματεύσεων καὶ τοῦ Διαλόγου, ἦταν ἡ ἐκκλησιαστική του συνείδηση καὶ ἡ πεποίθησή του, ὃτι ἒπρεπε νὰ πραγματοποιηθῆ τὸ ἱερὸν αἲτημα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς πλήρους ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας στὴν καθόλου Ἐκκλησία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἡ ὁποῖα ἒπρεπε νὰ στηρίζεται στὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἦταν ὑπὲρ τοῦ θεολογικοῦ Διαλόγου, ὑπὲρ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου σήμερα θὰ λέγαμε, μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀντικειμενικότητος, τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀγάπης» (Λαρεντζάκης, ὃ.π., σελ. 68-70).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...