Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2013

ΟΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΑΤΡΩΑΣ*


8.  Με­τά ἀ­πό αὐ­τό, ὁ Παῦ­λος, ὁ μέ­γας ἐ­κεῖ­νος ποι­μήν, παίρ­νει μα­ζί του τόν πα­τέ­ρα μας Πέ­τρο, ὡς ὑ­πά­κου­ο μα­θη­τή, καί ξε­κι­νᾶ πρός τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, πο­θών­τας νά ἰ­δῇ καί νά ἀ­σπα­σθῇ τούς ἐ­κεῖ ἁ­γί­ους καί σε­βα­σμί­ους τό­πους. Κα­θώς οἱ δυ­ό τους προ­χω­ροῦ­σαν σέ μιά πα­ρά­πλευ­ρη ὁ­δό, ἔ­φθα­σαν στόν Ἄ­λυ πο­τα­μό. Τόν βρῆ­καν γε­μᾶ­το ἀ­πό νε­ρά καί πολ­λούς ὁ­δοι­πό­ρους νά κά­θων­ται ἀ­πό τή μιά καί τήν ἄλ­λη πλευ­ρά στίς ὄ­χθες τοῦ πο­τα­μοῦ καί νά πε­ρι­μέ­νουν τή μεί­ω­ση τῆς στάθ­μης τοῦ νε­ροῦ. Οἱ ὅ­σιοι ὅ­μως ἔ­χον­τας στα­θε­ρό τό «κατ᾿ εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ», ἀ­νέ­βη­καν μέ πί­στη ἐ­πά­νω στά νε­ρά τοῦ πο­τα­μοῦ, ὅ­πως διά ξη­ρᾶς, καί πέ­ρα­σαν στή στε­ριά. Ὅ­λοι ὅ­σοι ἦ­ταν πα­ρόν­τες ἐ­κεῖ καί πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν, ὁ­δοι­πό­ροι καί ἐγ­χώ­ριοι, ἐ­ξε­πλά­γη­σαν· φι­λοῦ­σαν τά ἴ­χνη τῶν πο­δι­ῶν τῶν μα­κα­ρί­ων καί πα­ρα­κα­λοῦ­σαν οἱ μέν νά κα­τα­παύ­σουν τήν πλημ­μύ­ρα τῶν ὑ­δά­των, ὥ­στε νά δια­βοῦν τό τα­χύ­τε­ρο πρός τά σπί­τια τους, οἱ δέ νά ἐ­ξα­φα­νί­σουν τη λοι­μώ­δη κα­τα­στρο­φή πού ἐ­πῆλ­θε στή χώ­ρα τους. Για­τί πλῆ­θος ἀ­πό «μυ­σα­ρά[1]» ἔ­πλη­ξε σ᾿ ἐ­κεί­νους τούς τό­πους βό­τα­να, φυ­τά καί κά­θε εἶ­δος ποι­κί­λων βλα­στῶν καί πέ­φτον­τας ἐ­πά­νω τους κα­τα­στρο­φι­κά κα­τέ­τρω­γε τά πάν­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως προ­σευ­χή­θη­καν οἱ ὅ­σιοι, ὁ πο­τα­μός συγ­κρά­τη­σε ἀ­μέ­σως τήν πολ­λή ὁρ­μή του καί ἐ­πέ­τρε­ψε ἀ­νε­νό­χλη­τη τή δι­ά­βα­ση σέ ὅ­σους τή χρει­ά­ζον­ταν· ἐ­νῶ τό πλῆ­θος τῶν «μυ­σα­ρῶν» ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε τήν ἴ­δια στιγ­μή ἀ­πό τόν τό­πο τους.

9.  Θέ­λον­τας ὁ ὅ­σιος Παῦ­λος νά ὁ­δοι­πο­ρή­σῃ πρός τά ἐμ­πρός πρός τούς Ἁ­γί­ους τό­πους, ὅ­πως εἶ­χε ξε­κι­νή­σει, ἐμ­πο­δί­σθη­κε ἀ­πό τή δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀ­φοῦ ἔ­λα­βε ρη­τά τήν ἑ­ξῆς προ­φη­τεί­α ἀ­πό αὐ­τό:     «Παῦ­λε, δέν θέ­λω πιά νά ζῇς ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος, ἀλ­λά νά ἡ­γη­θῇς τῆς ποί­μνης μου πρός σω­τη­ρί­αν πολ­λῶν καί νά φρον­τί­ζῃς τά λο­γι­κά μου πρό­βα­τα, νά καλ­λι­ερ­γῇς τίς ἀ­κα­τέρ­γα­στες καρ­δι­ές καί νά πλη­θύ­νῃς μέ πρά­ξη καί λό­γο τά δη­μι­ουρ­γή­μα­τά μου. Ἀ­πό αὐ­τή τή μάν­τρα θά σέ στεί­λω στή θεί­α καί οὐ­ρά­νια σκη­νή καί με­τά ἀ­πό σέ­να ἀ­φή­νω δι­ά­δο­χο τόν μα­θη­τή σου Πέ­τρο. Γι᾿ αὐ­τό γύ­ρι­σε ὀ­πί­σω ἀπ᾿ ὅ­που ἦλ­θες καί, ἀ­φοῦ κά­νεις ἕ­να γῦ­ρο στούς πρό­πο­δες τοῦ Ὀ­λύμ­που, θά βρῇς ἕ­να πα­ρεκ­κλή­σιο, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στόν προ­φή­τη Ζα­χα­ρί­α καί ἐ­κεῖ θά κα­τοι­κή­σῃς· σ᾿ αὐ­τό θά ποι­μά­νῃς τό λο­γι­κό μου ποί­μνιο· καί ἐ­κεῖ θά τε­λει­ώ­σῃς μέ τι­μή τόν δρό­μο τῆς ζω­ῆς σου». Ἀ­φοῦ ὁ ὅ­σιος Παῦ­λος στρά­φη­κε ἀ­πό ἐ­κεῖ πρός τά ὀ­πί­σω, σύμ­φω­να μέ τήν προ­στα­γή, βρῆ­κε τόν τό­πο καί τό πα­ρεκ­κλή­σιο καί ἔ­νοι­ω­σε με­γά­λη χα­ρά. Σέ λί­γο χρό­νο συ­να­θροί­σθη­κε θεί­α συ­νο­δεί­α· αὐ­τούς τούς ὡ­δή­γη­σε ἡ Θεί­α Χά­ρις πρός αὐ­τόν, γιά νά τόν ἀ­κο­λου­θοῦν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά καί νά γί­νουν τε­λεί­ως ὅ­μοι­οί του. Ἐ­κεῖ­νος ἐ­φέ­ρε­το πρός ὅ­λους ἀ­πο­στο­λι­κά, ἐ­λα­φρύ­νον­τας τά βά­ρη τῶν ἀ­δυ­νά­των καί παι­δα­γω­γών­τας τούς μα­θη­τές του σ᾿ αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς.

10. Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα συ­νέ­βη νά κλη­θῇ ἀ­πό τόν με­γά­λο ποι­μέ­να ὁ ὅ­σιος πα­τήρ ἡ­μῶν Πέ­τρος νά τε­λέ­σῃ θεί­α λει­τουρ­γί­α, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν μο­νή, στό πα­ρεκ­κλή­σιο τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε, γύ­ρι­σε στή μο­νή φο­ρών­τας ἀ­κό­μη τά ἄμ­φια, για­τί ἡ κοι­νο­βια­κή πα­ρά­δο­ση εἶ­χε ἕ­ναν κα­νό­να: νά μήν ἐκ­δύ­ε­ται ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός, οὔ­τε νά ἐν­δύ­ε­ται, οὔ­τε νά κά­νῃ κά­τι ἄλ­λο χω­ρίς τήν πα­ρό­τρυν­ση καί τήν εὐ­χή τοῦ ἡ­γου­μέ­νου. Βρί­σκει τόν ποι­μέ­να του νά κά­θε­ται δί­πλα σέ μιά φω­τιά, για­τί ἦ­ταν χει­μώ­νας. Μπαί­νει, λοι­πόν, ὁ ὅ­σιος Πέ­τρος καί πέ­φτει μπρο­στά στά πό­δια του ζη­τών­τας εὐ­χή, γιά νά βγά­λῃ τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή του στο­λή.
Τή στιγ­μή ἐ­κεί­νη βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ κά­ποι­ος ἀ­πό τούς ἀ­με­λέ­στε­ρους ἀ­δελ­φούς, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε πέ­σει στό πα­ρά­πτω­μα πα­ρα­βά­σε­ως ἐν­το­λῆς καί εἶ­χε ἐ­ξορ­γί­σει τόν ὅ­σιο Παῦ­λο. Καί ἐ­πει­δή εἶ­δε, ὡς ποι­μήν, ὅ­τι αὐ­τός πού ἁ­μάρ­τη­σε δέν μπο­ροῦ­σε νά ὑ­πο­μεί­νῃ μέ μα­κρο­θυ­μί­α τά ἐ­πι­τί­μιά του, τί κά­νει ὁ ἀ­λη­θι­νός μι­μη­τής τοῦ θεί­ου Παῦ­λος;  Ἀ­φή­νον­τας αὐ­τόν πού ἔ­πε­σε στήν ἁ­μαρ­τί­α καί τραυ­μα­τί­σθη­κε, ἐ­πι­τί­θε­ται κα­τά τοῦ ὁ­σι­ω­τά­του Πέ­τρου πού δέν εἶ­χε πρά­ξει κα­νέ­να ἀ­δί­κη­μα. Αὐ­τό λοι­πόν τό ἔ­κα­νε ὁ ὅ­σιος καί ψυ­χω­φε­λής πα­τήρ Παῦ­λος, ἐ­πει­δή εἶ­δε ὅ­τι ἔ­τσι δέν λύ­γι­σε κα­θό­λου ὁ ἔ­νο­χος καί χρει­ά­ζε­ται δρα­στι­κώ­τε­ρο φάρ­μα­κο. Κα­τη­γό­ρη­σε, λοι­πόν, αὐ­στη­ρό­τε­ρα ὡς ὑ­πεύ­θυ­νο τοῦ σφάλ­μα­τος αὐ­τόν πού δέν ἔ­φται­ξε. Τόν κα­τη­γό­ρη­σε ἀ­κό­μη ὅ­τι ὑ­πε­ρη­φα­νεύ­θη­κε γιά τά ἄμ­φιά του καί τόν προ­στά­ζει νά τά βγά­λῃ καί νά τά ρί­ξῃ στή φω­τιά.
Ὁ ὅ­σιος Πέ­τρος ση­κώ­θη­κε ἀ­πό τά πό­δια τοῦ ὁ­σί­ου Παύ­λου, ἔ­βγα­λε τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή στο­λή του καί, σύμ­φω­να μέ τήν προ­στα­γή τοῦ με­γά­λου, τήν ἔρ­ρι­ξε στή φω­τιά. Ὅ­ταν ὁ ἔ­νο­χος μο­να­χός εἶ­δε τό πα­ρά­δο­ξο, νά κα­τα­δι­κά­ζε­ται δη­λα­δή ἀ­πό τόν ἡ­γού­με­νο ἐ­κεῖ­νος πού δέν ἔ­κα­νε καμ­μί­α ἀ­δι­κί­α καί ἔ­φε­ρε στό νοῦ του τό πα­ρά­πτω­μά του, πέ­φτει στό ἔ­δα­φος καί ζη­τεῖ συγ­γνώ­μη ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα ὡς ὑ­πεύ­θυ­νος τοῦ σφάλ­μα­τος, λέ­γον­τας στόν ἡ­γού­με­νο : «Δι­κό μου εἶ­ναι τό σφάλ­μα, πά­τερ, δι­κή μου ἡ πλη­γή. Δέν φταί­ει αὐ­τός ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀλ­λά ἡ ρα­θυ­μί­α μου».
Τό­τε λοι­πόν τό σύ­νο­λο τῶν ἀ­δελ­φῶν, πού ἦ­ταν πα­ρόν­τες καί τά εἶ­χαν ἰ­δεῖ ὅ­λα, πέ­φτουν στά πό­δια τοῦ ἡ­γου­μέ­νου καί πα­ρα­κα­λοῦν νά μήν κα­τα­στρα­φῇ ἀ­πό τή φω­τιά τό ἔν­δυ­μα τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως Πέ­τρου, ἀ­φοῦ μέ τόν δι­ά­λο­γο εἶ­χε πε­ρά­σει δι­ά­στη­μα μιᾶς ὥ­ρας καί ἡ φω­τιά τό εἶ­χε τυ­λί­ξει. Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Παῦ­λος δέ­χθη­κε τήν ἱ­κε­σί­α τους καί δι­έ­τα­ξε νά τό ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ἀ­πό τή φω­τιά. Αὐ­τοί τό ἔ­κα­ναν γρή­γο­ρα καί ἔ­φε­ραν τό ἔν­δυ­μα ἀ­βλα­βές, ὥ­στε ὅ­λοι νά θαυ­μά­σουν καί νά δο­ξά­σουν τόν Θε­ό.

11. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό λί­γες ἡ­μέ­ρες ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὁ Κύ­ριος στόν ὅ­σιο πα­τέ­ρα Παῦ­λο ὅ­τι θά εἶ­ναι σύν­το­μη ἡ ἔ­ξο­δός του ἀ­πό τό σῶ­μα. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε αὐ­τό ὁ ἅ­γιος, πρίν ἀ­πό τή φυ­σι­κή του τα­φή σέ μνῆ­μα, κα­τα­σκεύ­α­σε ἕ­να μι­κρό κα­τα­φύ­γιο ὡς τά­φο, μέ δι­α­στά­σεις μι­κρό­τε­ρες ἐ­κεί­νων τοῦ σώ­μα­τός του, καί σ᾿ αὐ­τό φυ­λά­κι­σε τόν ἑ­αυ­τό του. Πέ­ρα­σε ἐ­κεῖ ἕ­ξι μῆ­νες, ὁ­πό­τε πλη­σί­α­σε ἡ ἐκ­δη­μί­α τοῦ σώ­μα­τός του. Καί, ἀ­φοῦ ἦλ­θε ἡ ἀ­πό­φα­ση, ἐ­πρό­κει­το πλέ­ον νά πε­θά­νῃ. Ἀλ­λά, ὁ μα­θη­τής του Πέ­τρος τόν ὁ­ποῖ­ο, ὅ­πως ἔ­λα­βε ἐν­το­λή ἀ­πό τόν Θε­ό, ἐ­πρό­κει­το νά ἀ­φή­σῃ δι­ά­δο­χό του δέν ἦ­ταν ἐ­κεῖ, για­τί εἶ­χε στα­λῇ σέ δι­α­κο­νί­α. Ἔ­τσι, πα­ρε­κά­λε­σε θερ­μά τόν Θε­ό νά τόν ἀ­φή­σῃ νά ζή­σῃ λί­γο ἀ­κό­μη.
Μό­λις ὁ ὅ­σιος Πέ­τρος, με­τά ἀ­πό τρεῖς ἡ­μέ­ρες, ἐ­πέ­στρε­ψε τοῦ λέ­γει: «Τέ­κνο μου, ὁ κα­θω­ρι­σμέ­νος χρό­νος τῆς ζω­ῆς μου συμ­πλη­ρώ­θη­κε καί ἐ­πρό­κει­το πρίν ἀ­πό λί­γο νά προ­στε­θῶ στούς προ­γό­νους μου. Ἐ­πει­δή ὅ­μως δέν ἤ­σουν ἐ­δῶ, πα­ρε­κά­λε­σα τόν Κύ­ριο καί πα­ρέ­μει­να γιά σέ­να τρεῖς ἡ­μέ­ρες, ἀφ᾿ ὅ­του ἐ­πρό­κει­το νά φύ­γω». Ἀ­φοῦ εἶ­πε αὐ­τά ἔ­δω­σε τήν ἄ­δεια νά συγ­κεν­τρω­θῇ ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τα καί τούς λέ­γει: «Παι­διά μου, φεύ­γω ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα ζω­ή· πα­ρα­δί­δω στόν Κύ­ριο τήν πα­ρα­κα­τα­θή­κη μου[2] καί ὡς χῶ­μα ἐ­πα­νέρ­χο­μαι στό χῶ­μα. Τώ­ρα λοι­πόν ἀ­κοῦ­στε με, ἐ­πει­δή ἐν­δι­α­φέ­ρο­μαι γιά τή σω­τη­ρί­α σας· με­τά τή με­τά­στα­σή μου μέ­νε­τε ἀ­δι­ά­σπα­στοι, πα­ρα­μέ­νον­τας συ­νε­χῶς στόν φό­βο τοῦ Κυ­ρί­ου, καί ἑ­νω­μέ­νοι μέ τήν τέ­λεια ἀ­γά­πη καί, ὅ­πως ὑ­πα­κού­α­τε σέ μέ­να ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα σέ ὅ­λη μου τή ζω­ή, ἔ­τσι θά κά­νε­τε καί σ᾿ ἐ­κεῖ­νον πού μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Κυ­ρί­ου θά γί­νῃ πα­τέ­ρας σας.  Ἄν καί ὁ κα­νο­νι­σμός σᾶς δί­νῃ τό δι­καί­ω­μα νά ἐ­κλέ­γε­τε μέ ψῆ­φο τόν ποι­με­νάρ­χη σας, ὡ­στό­σο τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον πρό πολ­λοῦ μοῦ ὑ­πέ­δει­ξε τόν ἄ­ξιο τῆς ἡ­γου­με­νί­ας. Αὐ­τόν θά τόν δε­χθῆ­τε πρό­θυ­μα καί, σύμ­φω­να μέ τόν θεῖ­ο Ἀ­πό­στο­λο, θά ὑ­πο­τάσ­σε­σθε καί θά ὑ­πα­κού­ε­τε ἀ­πο­νέ­μον­τάς του κά­θε εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί τι­μή.
Φώ­να­ξε τό­τε τόν ὅ­σιο Πέ­τρο, τόν ἔ­φε­ρε μπρο­στά τους καί τούς λέ­γει: «Ἰ­δού ὁ πα­τέ­ρας σας». Ὅ­ταν ἔ­γι­νε αὐ­τό, ὅ­λοι μέ ἕ­να στό­μα εἶ­παν: «Ἄς εἶ­ναι εὐ­λο­γη­τός ὁ Θε­ός, πού ἐ­πι­βλέ­πει τά κρύ­φια, πού ἔ­δω­σε λύ­ση στήν ἀ­πο­ρί­α τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας, μέ τό προ­ο­ρα­τι­κό καί δι­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα τοῦ πα­τρός μας, καί μᾶς ἔ­φε­ρε ὡς ποι­μέ­να ἐ­κεῖ­νον πού πο­θού­σα­με».
Ὅ­ταν ἄ­κου­σε αὐ­τά ὁ ὅ­σιος πα­τήρ ἡ­μῶν Πέ­τρος, ἔ­πε­σε στά πό­δια τοῦ πα­τρός Παύ­λου καί ἔ­λε­γε μέ δά­κρυ­α: «Λυ­πή­σου με, πά­τερ, τόν ἀ­νά­ξιο· μή μέ ἐ­πι­φορ­τί­σῃς πά­νω ἀ­πό τίς δυ­νά­μεις μου· μή δώ­σῃς στήν κου­φό­τη­τα καί ἐ­λα­φρό­τη­τά μου φτε­ρά ὑ­πε­ρο­ψί­ας μέ τή δι­α­χεί­ρι­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Ὅ­ρι­σε ἄλ­λον, φέ­ρε σ᾿ αὐ­τό τό ἀ­ξί­ω­μα κά­ποι­ον πρᾶ­ο καί κα­τά Χρι­στόν τα­πει­νό­φρο­να· ἄ­φη­σέ με νά δα­μά­ζω τόν ἑ­αυ­τό μου παν­το­τι­νά κά­τω ἀ­πό τόν χρη­στό ζυ­γό[3]». Καί  ὁ ὅ­σιος Παῦ­λος λέ­γει: «Παῦ­σε, παι­δί μου, μήν ἀν­τι­λέ­γῃς, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος προ­στά­ζῃ, καί μήν ἀν­τι­τί­θε­σαι στή θεί­α Του πρό­νοι­α· ἀλ­λά σή­κω ἐ­πά­νω καί ποί­μα­νε θε­ό­πνευ­στα τήν ἀ­δελ­φό­τη­τα μέ ρά­βδο παι­δεί­ας καί βα­κτη­ρί­α πα­ρα­μυ­θί­ας, γιά νά καυ­χη­θῇς ἀ­προ­κά­λυ­πτα στόν Χρι­στό: «Ἰ­δού ἐ­γώ καί τά παι­διά πού μοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός».

(Ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πό τόν ὑ­πό ἔκ­δο­ση βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Πέτρου
τῆς Ἀ­τρώ­ας ἀ­πό τίς ἐκ­δό­σεις ‘Ἑ­νω­μέ­νη Ρω­μη­ο­σύ­νη’).


  *ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011


1. Μυ­σα­ρά: μι­κρά ζῶ­α τοῦ ἀ­γροῦ πού κα­τα­στρέ­φουν τά σπαρ­τά, συ­νή­θως τρω­κτι­κά, ὅ­πως τό ἀ­γρι­ο­κού­νε­λο, ὁ πον­τι­κός τῶν ἀ­γρῶν, ὁ κά­στο­ρας κ.ἄ. πού οἱ ἀ­γρό­τες τά ἀ­πο­κα­λοῦν βδε­λυ­ρά, σι­χα­με­ρά, ἀ­πο­τρό­παι­α , ἀ­η­δι­α­στι­κά, ἀ­πο­κρου­στι­κά…
2. Ὅ,τι τοῦ κα­τέ­θε­σε ὁ Κύ­ριος πρός φύ­λα­ξη: Δη­λα­δή, τά πρό­σω­πα πού πα­ρέ­δω­σε στή φρον­τί­δα του καί τήν πι­στή τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν Του.
3. Χρη­στός ζυ­γός:   Εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή.
πηγή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...