Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2013

Ο ΣΤΡΑΤΟΚΛΗΣ ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΡΩΝ - Παναγιώτης Σ. Μαρτίνης


Ο ΣΤΡΑΤΟΚΛΗΣ 
ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΡΩΝ

Παναγιώτου Μαρτίνη, Δρ. Θ.
Άρχοντος Ιερομνήμονος
της Αγίας του Χριστού Μ. Εκκλησίας

Η εξωβιβλική παράδοση - μαρτυρία για το Στρατοκλή, ως πρώτο Επίσκοπο της Πάτρας, μας δίνει κάποιες πληροφορίες από τον 6ο αι. και μετά. Συνδέονται με την ιεραποστολική δράση του Πρωτοκλήτου στην Αχαΐα. Ενώ ο Απόστολος Ανδρέας ίδρυσε πολλές Εκκλησίες και χειροτόνησε επισκόπους στις εκτός της Ελλάδος χώρες (στις περί τον Εύξεινο Πόντο, Ιβηρία, Σκυθία κ.ά.) στον ελλαδικό χώρο ίδρυσε μόνο την Εκκλησία των Πατρών και χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπό της το Στρατοκλή. Και τούτο γιατί ήδη από το 52 μ.Χ. είχε προηγηθεί ο Απόστολος Παύλος ιδρύοντας Εκκλησίες, όπως των Φιλίππων (σημ. Καβάλας), Θεσ/νίκης, Βέροιας, Νικοπόλεως και Κορίνθου. 
Ο Απόστολος Ανδρέας περιοδεύοντας σε Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, φυσικά δεν ιδρύει εκκλησίες, ούτε χειροτονεί επισκόπους, μόνο κηρύσσει και ενισχύει στην πίστη τους εκεί Χριστιανούς.

Η όλη ιεραποστολή του Πρωτοκλήτου περιορίζεται στην Αχαΐα και πιο συγκεκριμένα στην Πάτρα, που δεν την επισκέφτηκε ο Απόστολος Παύλος και υπήρχαν μόνον ειδωλολάτρες. Στην Πάτρα έμεινε ο Πρωτόκλητος, δίδαξε, θαυματούργησε, ίδρυσε Εκκλησία, χειροτόνησε επίσκοπο, ιερείς και διακόνους και θεμελίωσε την Εκκλησία με το αίμα του μαρτυρίου του. Δικαιολογημένα η Εκκλησία των Πατρών χαρακτηρίζεται ως «Αποστολική». Βέβαια, σύμφωνα με το Σύμβολο της Πίστεως (Νικαίας - Κων/πόλεως) η Εκκλησία γενικότερα χαρακτηρίζεται ως «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική», αλλά και κάθε τοπική Εκκλησία, που ανάγει την ίδρυσή της σε κάποιον Απόστολο φέρει αυτό το χαρακτηρισμό.
Όταν ήλθε, περί το 68 μ.Χ. στην Πάτρα ο Απόστολος με τους μαθητές του, «προσελάβετο αυτούς ανήρ ονόματι Σώσιος, ον ιάσατο Ανδρέας από ασθενείας θανατικής ...». 
Κατά τον καθηγητή Παν. Ν. Τρεμπέλα, «ήτο δε τότε ανθύπατος ανήρ ονομαζόμενος Λέσβιος, προσκεκολλημένος εις την ειδωλολατρικήν πλάνην ... έλαβε δε την απόφασιν να συλλάβη τον Απόστολον και να θανατώση αυτόν».2
Όμως, «άλλαι αι βουλαί Κυρίου»! Ενώ δηλαδή κατέστρωνε σχέδιο εξόντωσης του Αποστόλου, καταλαμβάνεται αιφνίδια από μια βαρειά ασθένεια και μένει τελείως άφωνος. Όταν, μετά από ώρες, κατόρθωσε κάπως να μιλήσει διέταξε τους στρατιώτες του ν΄ αναζητήσουν «εν τη πόλη ξένον τινά, καλούμενον Ανδρέαν ... δι’ ού δυνήσομαι επιγνώναι την αλήθειαν και σωθήναι από της νυν περιεχούσης με μάστιγος.,.». 3 
Όταν οι στρατιώτες βρήκαν τον Απόστολο και τον έφεραν στο πραιτώριο, τότε ο Λέσβιος άρχισε να τον παρακαλεί με δάκρυα να τον θεραπεύσει και ο Απόστολος συγκινημένος, μετά από θερμή προσευχή, αφού κράτησε από το χέρι το Λέσβιο, τον σήκωσε και του χάρισε την υγεία. Και το θαύμα αυτό του Αγίου έγινε γνωστό, πολλοί μετεστράφησαν στη θρησκεία του «ξένου» με πιο θερμό οπαδό τον ίδιο το Λέσβιο, που έγινε πιστός μαθητής του Ανδρέα. 
Όταν στη Ρώμη πληροφορήθηκαν τη μεταστροφή του Λέσβιου, έσπευσαν να τον αντικαταστήσουν με τον Αιγεάτη, «Έλληνα» κατά τον Επιφάνιο, καταγόμενο πιθανόν από την πόλη Αιγάς ή Αιγέα, πρωτεύουσα τότε της Μακεδονίας. 
Η σύζυγος του νέου ανθύπατου του Αιγεάτου, η Μαξιμίλλα, όταν πληροφορήθηκε τη δράση του Αποστόλου, τα όσα κήρυσσε και επιτελούσε, έστειλε την πιστή, ίσως και συγγενή της Εφιδαμία, «ικανήν ούσαν ιδείν και λαλήσαι του Ανδρέου», στο σπίτι που φιλοξενούσε τον Απόστολο. 
Ο Σώσιος, ο φιλοξενών τον Ανδρέα, «εισήγαγεν αυτήν προς τον Ανδρέαν και πεσούσα εις τους πόδας αυτού ήκουε τον λόγον αυτού».4 Στην αρχή, φαίνεται ότι η Μαξιμίλλα δεν συναντήθηκε με τον Απόστολο. Μετά, όμως από λίγες μέρες «αρρωστία περιπεσούσης αυτής... πέμψασα πάλιν (την Εφιδάμιαν) προσκαλείται τον Απόστολον...»5 Τότε ο Ανδρέας, αφού πλησίασε τη Μαξιμίλλα και έθεσε το χέρι του επάνω της, την εθεράπευσε, «Και μετ΄ ολίγον εζήτησε φαγείν, και παραχρήμα ηγέρθη». 
Ο Αιγεάτης, μετά τη θεραπεία της συζύγου του, έφυγε για τη Ρώμη. 
Τότε η Ρώμη στη θέση του, ως αντικαταστάτη, έστειλε τον αδελφό του Αιγεάτη, το Στρατοκλή. 
Πιθανολογείται ότι ο Στρατοκλής ήταν νεώτερος αδελφός του Αιγεάτη. Κι αυτός κατήγετο από την πόλη Αιγάς ή Αιγέα της Μακεδονίας. 
Ήταν μορφωμένος, ασχολούμενος με τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Σύμφωνα με το «Εγκώμιον» του Νικήτα του Παφλαγόνα, «Αδελφός δε τούτου (του ανθυπάτου Αιγεάτου), Στρατοκλής το όνομα, αιτησάμενος Νέρωνα του μη στρατεύεσθαι, επί φιλοσοφίαν δε τραπήναι παρεγένετο από της Ιταλίας εις τας Πάτρας εν εκείναις ταις ημεραις ... »6. 
Αλλά και ο μοναχός Επιφάνιος (8ος – 9ος αι.), επίσης, μας πληροφορεί: «Ο δε Ανθύπατος Αιγεάτης ... έσχεν αδελφόν ονόματι Στρατοκλήν, ος ήν Αθήναις παιδείας χάριν. Του ανθυπάτου όντος εν Ρώμη ο Στρατοκλής επανήλθεν από Αθηνών εν Πατραις ... »7. 
Στην Πάτρα μαζί με το Στρατοκλή ήλθε και ο δούλος αυτού Αλκμανάς «πάνυ αγαπητός» στο Στρατοκλή. «Η συμπάθεια δ΄ αύτη του Στρατοκλέους προς τον Αλκμάνα εχρησιμοποιήθη υπό της αγαθής και πανσόφου του Θεού Προνοίας, ίνα αμφότεροι ούτοι συνάψωσι γνωριμίαν μετά του Πρωτοκλήτου και οδηγηθώσι δι΄ αυτής εις τον Χριστόν». Λίγες, όμως, ημέρες μετά την άφιξή τους «προσβληθέντος του Αλκμάνος υπό αιφνιδίας και θορυβώδους νευρικής νόσου, περιήλθεν ο Στρατοκλής εις λίαν στενόχωρον θέσιν, μη δυνάμενος ουδέν να πράξη προς θεραπείαν και διάσωσιν του πιστού του υπηρέτου».8 Τότε, η Μαξιμίλλα, η νύμφη αυτoύ «απήγγειλεν αυτώ τα κατά τον Ανδρέαν, και πώς ιάθη από του θανατικού πυρετού». Αμέσως ο Στρατοκλής ανεζήτησε τον Απόστολο Ανδρέα. 
«Όταν δε ούτος, ανταποκρινόμενος εις την πρόσκλησιν του Στρατοκλέους, προσήλθεν εις το πραιτώριον, ένθα διέμενεν ο Στρατοκλής μετά της συνοδείας αυτού, παρημποδίζετο υπό των δούλων τούτου να εισέλθη. Τούτο δε, διότι ηγνόουν ούτοι τίς ήτο ο Aνδρέας, «ιδόντες αυτόν ευτελή και λιτόν άνθρωπον» και υπολαβόντες ότι επρόκειτο περί επαίτου ή και ασήμου τινός, εν τη σπουδή των, όπως απομακρύνουν αυτόν εκείθεν, απεπειράθησαν και να κτυπήσουν ακόμη τον Απόστολον».9 Όταν τελικά λύθηκε η παρεξήγηση και μπήκε ο Ανδρέας στο πραιτώριο και πλησίασε τον ασθενή, βρέθηκε μπροστά σ΄ ένα πλήθος από μάγους, φαρμακευτές και άλλους περίεργους θεραπευτές, οι οποίοι δεν μπορούσαν ν΄ ανακουφίσουν το νεαρό υπηρέτη παρ΄ όλες τις γοητείες και τις ψεύτικες θεραπείες τους. 
Τότε, ο Ανδρέας, αφού τους απομάκρυνε «προσέφυγεν άνευ αναβολής εις το μοναδικόν όπλον την προσευχήν και ανατείνας οφθαλμούς και χείρας και καρδίαν προς τον ουρανόν, επεκαλέσθη θερμώς τον Θεόν ειπών: «ο Θεός, ο οποίος πάντοτε υπακούεις εις τους ανήκοντας εις σε, ο παρέχων πάντοτε τας δωρεάς σου και τα αγαθά σου, ευδόκησον να παράσχης και τώρα αυτό, δια το οποίον σε παρακαλώ και υπό τους οφθαλμούς όλων αυτών, οι οποίοι παρίστανται ενταύθα, θεράπευσον τον υπηρέτην του Στρατοκλέους, φυγαδεύων τον δαίμονα, τον οποίον οι συγγενείς αυτού δεν ημπόρεσαν να εκδιώξουν». Εκτείνας δε μετά τούτο την χείρα αυτού προς τον επί του εδάφους κατακείμενον ασθενή, ανήγειρεν αυτόν υγιή και συνεβάδιζε μετά του Αποστόλου ο Αλκμάν, σωφρόνως και ευσταθώς και εκτάκτως και ήδιστα ορών τον Απόστολον». 10
«Τότε ο Στρατοκλής επίστευσε συν όλω τω οίκω αυτού, και εβαπτίσθη αυτός και η Μαξιμίλλα, η νύμφη αυτού, και Εφιδαμία και πλήθη πολλά, και ήσαν δια παντός συν τω Ανδρέα και τοις αδελφοίς αγαλλιώμενοι»11.
Αλλά και ο Νικήτας ο Παφλαγόνας στο σχετικό «Εγκώμιόν» του σημειώνει: «ο δε τούτου (του Αλκμάνου) κύριος Στρατοκλής παρευθύς πιστεύσας επί τον των πάντων Κύριον συν Μαξιμίλλη και Ιφαδάμα και αυτώ τω ιαθέντι παιδί Αλκμάνι άμα ετέροις αδελφοίς χάριν έσχον της εν Κυρίω σφραγίδος αξιωθήναι, οι και ήσαν δια παντός συν τω Αποστόλω και τοις μαθηταίς νυκτός και ημέρας αγαλλιώμενοι τω πνεύματι και παρ΄ αυτού διδασκόμενοι αμείωτον φυλάττειν την παρακαταθήκην της εν Χριστώ πίστεως επιμελείσθαί τε ψυχής ως αθανάτου, σώματος δε καταφρονείν ως φθείρεσθαι μέλλοντος εγκρατεύεσθαί τε και αγνεύειν, αδικείσθαι και μη αδικείν, μη βαττολογείν, μηδέ ψεύδεσθαι εις αλλήλους, αλλ΄ αδιαλείπτως Θεώ ευχαριστούντας προσεύχεσθαι». 12 
Αυτά τα θαυμαστά έγιναν στο διάστημα που ο Αιγεάτης βρισκόταν στη Ρώμη. Όταν επέστρεψε και πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του Μαξιμίλλα, ο αδελφός του Στρατοκλής «και πας ο οίκος του τω Θεώ του Ανδρέου προσήλθον ... , συλλαβόμενος τον Ανδρέα έθετο αυτόν εν φυλακή». 
Μέσα από τη φυλακή ο Απόστολος δεν σταμάτησε να ενθαρρύνει την Μαξιμίλλα και τον Στρατοκλή. «Μη ηττηθείς ταις κατ΄ εμού απειλαίς έλεγε στη Μαξιμίλλα. «Μη σαλευθής υπό των αυτού φαύλων ομιλιών και μη χαυνωθής ταις αυτού ρυπαραίς συμβουλίαις. Υπόμεινον πάσαν αυτού απειλουμένην ή και επαγομένην θλίψιν. Φύλαξον σεαυτήν αγνήν και καθαράν εκ της ακαθάρτου αυτού συνδιαγωγής». Εγώ, θα συμπληρώσει ο Απόστολος, είμαι έτοιμος να υποστώ όσα βασανιστήρια μπορέσει. Είτε πρόκειται να με παραδώσει στα θηρία, είτε στη φωτιά, είτε να με ρίξει στο βυθό της θάλασσας, είτε να με κατακόψει με το ξίφος, είτε να με καρφώσει στο σταυρό, θα μάθει «οποίος ο δια Χριστού έρως», του οποίου τίποτε δεν θεωρούμε προτιμότερον από τα αγαθά του κόσμου. 
«Προς αυτόν γαρ, τον Κύριον ημών ορώμεν και αυτόν ποθούμεν, τον ημάς υπεραγαπήσαντα και προς αυτόν επειγόμεθα», για να βρεθούμε στη βασιλεία αυτού «κατά την αψευδή αυτού προς ημάς επαγγελίαν».13 
Όταν άκουσε αυτά ο Στρατοκλής, που βρισκόταν κι αυτός εκεί, συγκινήθηκε βαθύτατα και «ήρξατο δακρύειν και στενάζειν ανενδότως». Όταν τον είδε ο Πρωτόκλητος, «λαβόμενος της χειρός αυτού», άρχισε να τον παρηγορεί και να τον ρωτά: «Τί ούτως στενάζων ουκ εφησυχάζεις;».
Εγώ, πρόσθεσε ο Απόστολος, χαίρω γιατί «όχι ματαίως ελάλησα προς σε τον λόγον του Κυρίου», και «ως εν γη καρποφόρω εγκατέσπειρα τούτον εις την καρδία σου», «γεωργούντα εκατονταπλασίονα καρπόν». 
Μη, λοιπόν, στενοχωριέσαι και «μη ούτως ανιώμενος σύνθρυπτέ σου την καρδίαν». 14 
Βεβαίως, απεκρίθη ο Στρατοκλής, κλαίω και οδύρομαι για σένα, ω Απόστολε και Πρωτόκλητε. Γιατί με το θάνατό σου δεν θ΄ ακούμε πλέον τους λόγους σου, που «ως πυρ ακοτίζοντες κατέφλεξάν μου την καρδίαν και προς την πίστιν είλκυσαν του υπό σου καταγγελλομένου Χριστού». 
Οι θεόπνευστοι λόγοι σου εκαλλιέργησαν «την εμήν ακανθώδη και κεχερσωμένην ψυχήν και τα σπέρματα» της σωτηρίας τα εναπόθεσες εις αυτήν». Και ο Απόστολος Ανδρέας απάντησε: «Ακριβώς γι΄ αυτό χαίρομαι, γιατί η προς υμάς διδασκαλία δεν έπεσεν εις το κενόν και γι΄ αυτό δοξάζω τον Κύριό μου και Θεό». Γνωρίζω καλά ότι γρήγορα ο Αιγεάτης θα με δικάσει και θα με θανατώσει. Το ότι όμως θα πεθάνω για τον Κύριό μου και το Ευαγγέλιό του, πρέπει όχι μόνον σε εμένα και σε σας να προξενεί χαρά. 
Και, αφού νύχτωσε, η Μαξιμίλλα και ο Στρατοκλής μαζί με πολλούς αδελφούς βρέθηκαν και πάλι στη φυλακή, κοντά στο διδάσκαλό τους. 
Έχει ήδη αποφασιστεί ο σταυρικός θάνατος του Πρωτοκλήτου και περνάνε μαζί του την τελευταία νύκτα. Είναι σημαντική η νύκτα αυτή, αφού και επίσημα ο Απόστολος Ανδρέας θα ιδρύσει την Εκκλησία της Πάτρας. Σύμφωνα με τις σχετικές μαρτυρίες: 
«Η σκοτεινή εκείνη φυλακή με τα συνεχόμενα προς αυτήν διαμερίσματα, μετεβλήθη τότε εις ναόν και εις κλίμακα μετάρσιον, αναβιβάζουσα τους πάντας εις αυτόν τον ουρανόν. Μετά των νουθεσιών του Αποστόλου συνεδέθησαν και ύμνοι ιεροί, επηκολούθησε δε καθ΄ ώρας νυκτερινάς και η τέλεσις της Θείας Ευχαριστίας, κατά την οποίαν ο Απόστολος ιδίαις χερσί καθαγιάσας τον άγιον άρτον και το καινόν ποτήριον, «μετέδωκεν εις τους παρόντας των αχράντων και αθανάτων του Χριστού Μυστηρίων». Και το σημαντικώτερον δια την εκκλησίαν των Πατρών, «του Στρατοκλή τη των χειρών επιθέσει της αρχιερωσύνης ηξίωσε, χειροτονήσας υπ΄ αυτόν ιερείς και λευίτας». 15 
Αλλά και ο Επιφάνιος συμπληρώνει: «Και οι αδελφοί συν τω Στρατοκλή και τη Μαξιμίλλη βαθείας νυκτός παρεγείνοντο προς αυτόν... Οι δε αδελφοί συνελθόντες ανήψαν λαμπάδας. Και πολλά αυτοίς ομιλήσας μετέδωκεν αυτοίς των αχράντων µυστηρίων, και τον Στρατιοκλήν εχειροτόνησεν επίσκοπον, και παρέδωκεν αυτώ τον κανόνα της ψαλµωδίας του όρθρου και των εσπερινών και των αγίων βαπτισµάτων και πάσαν ακολουθίαν ... ».16 
Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας ίδρυσε και µε το σταυρικό του θάνατο θεµελίωσε την εκκλησία των Πατρών. Συγχρόνως, όπως φαίνεται από τα δύο προαναγραφέντα κείµενα, την οργάνωσε εκκλησιολογικά µε τη χειροτονία επισκόπου, ιερέων και διακόνων, αλλά και λατρευτικά, αφού παρέδωσε στον επίσκοπο Στρατοκλή «τον κανόνα της ψαλµωδίας του όρθρου και των εσπερινών και των αγίων βαπτισµάτων και πάσαν ακολουθίαν...». Στο εξής η Εκκλησία των Πατρών δίκαια θα χαρακτηρίζεται ως «Αποστολική». 
Την άλλη ηµέρα ο Απόστολος οδηγείται στο σταυρό του µαρτυρίου του. Ο νέος επίσκοπος, ο Στρατοκλής, βρίσκεται κοντά του, όπως ο Ιωάννης ο «ηγαπηµένος» κοντά στο δικό του µεγάλο Διδάσκαλο, στο Χριστό. 
Την ώρα που οδηγούσαν τον Απόστολο «προς τον της τελειώσεως τόπον», δροµαίος ο Στρατοκλής «καταλαµβάνει, και ορά τον µακάριον βία ελκόµενον υπό των δηµίων, ώσπερ τινά κακούργον εις κρίσιν. Αφειδώς ουν τούτους πλήξας και τους χιτώνας διαρρήξας των ταύτα δρόντων, απείσπασεν (αυτόν) ο Στρατοκλής... και περικρατών της χειρός του Αποστόλου απήει συν αυτώ εις τον παραθαλάσσιον τόπον ένθα και ηυπρέπιστο τελειωθήναι αυτόν ... »17. 
Όταν ο Απόστολος έφτασε στο σηµείο, που είχαν τοποθετήσει το σταυρό, «προς το χείλος της θαλασσίας ψάµµου», «εστώς επί της γης και ατενές ορών εις τον σταυρόν εξέδυσεν εαυτόν, και δέδωκεν τα ιµάτια αυτού τοις δηµίοις, τοις αδελφοίς ‘παρακελευσάµενος τον ήκειν τους δηµίους και ποιείν τα εγκελευσθέντα αυτοίς ... ». 
Έτσι, αφού τον ξάπλωσαν στο σταυρό, τον έδεσαν µε σχοινιά, χωρίς να του πειράξουν, «τας αγκύλας αυτού», σύµφωνα µε την εντολή του Αιγεάτη, που ήθελε να τον βρει ζωντανό η νύχτα και "υπό κυνών κρεµάµενον βρωθήναι". 
Όµως, ο Απόστολος τρία ολόκληρα ηµερόνυχτα παρέµεινε κρεµασµένος στο σταυρό, χωρίς να παύσει "νουθετών και προτρέπων τα συρρέοντα προς αυτόν πλήθη". 18 
Και ο Στρατοκλής, κάτω από το σταυρό, πάντα δίπλα στο διδάσκαλό του, όταν τον έβλεπε να µειδιά ακόµη και στο σταυρό του έλεγε: "Τι ότι µειδιάς, δούλε του Θεού Πρωτόκλητε; µη τί γε ηµάς πενθών δια το στερίσθαί σου ημάς;".
Και κατά το "Μαρτύριον" του Αποστόλου: Τι μειδιάς δούλε του Θεού, Ανδρέα; ο γέλως σου ημάς πενθείν και κλαίειν ποιεί, ότι σου στερούμεθα".19
Τέλος, «Μετά την σταύρωσιν, ο Στρατοκλής, Επίσκοπος Πατρών, έσπευσεν, ίν ΄αποσπάση εκ του σταυρού το σώµα του Αποστόλου. Ο Αιγεάτης αντέστη το κατ΄ αρχάς, αλλά κραυγαζόντων και θορυβούντων των πολλών, συγκατένευσεν είτα, και ούτω, κατ΄ άλλους µεν ο Στρατοκλής µετά της Μαξιµίλλας, κατ΄ άλλους δε αύτη, η Μαξιµίλλα λύσασα ή αποκαθηλώσασα και αρώµασι πολυτίµοις αλείψασα το τίµιον του Αποστόλου σώµα ενεταφίασεν, εντός ιδίου µνήµατος λιθίνου και παρά την θέσιν του σταυρικού µαρτυρίου, ήτοι πλησίον αιγιαλού».20 
Αλλά, και κατά τον εγκωµιαστή του Αγίου Νικήτα: «Μετά την του Αποστόλου ένδοξον έξοδον, κλαιόντων απάντων και ανιωµένων επί τω χωρισµώ αυτού, ο ιερώτατος επίσκοπος Στρατοκλής άµα τη σώφρονι Μαξιµίλλη προσελθών εξέλυσεν από του σταυρού το καρτερικόν αυτού και τίµιον σώµα και κατέθαψεν τούτο πάνυ τιµίως και σεβασµίως την αναγκαίαν επιµέλειαν αυτώ προσαγαγών ... ».21 
«Τέλος ο Στρατοκλής και η Μαξιµίλλα, µείνατες µέχρι τέλους της ζωής των πιστοί εις την νέαν θρησκείαν, έκτισαν και (φροντιστήρια), το µεν δια τους άνδρας, το δε δια τας γυναίκας, αφού προηγουµένως εµοίρασαν τα υπάρχοντά των εις τους πτωχούς».22 
Φυσικά και στους «Επισκοπικούς Καταλόγους», ως πρώτος επίσκοπος Πατρών φέρεται ο Στρατοκλής. 
Δυστυχώς στο «Αγιολόγιον» της Εκκλησίας µας δεν περιλαµβάνονται οι Στρατοκλής και η Μαξιµίλλα. Όµως, στη συνείδηση των χριστιανών και µάλιστα των Πατρινών πρέπει να τιµώνται ως Άγιοι, αφού υπήρξαν οι πρώτοι πιστοί του Πρωτοκλήτου στην αχαϊκή γη, µείναντες κοντά του µέχρι του µαρτυρικού θανάτου Αυτού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...