2. ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ π. Ἰακώβου Τσαλίκη
Ἡ πατρότητα τοῦ σ. π. Παϊσίου ἐπικοινωνοῦσε  μὲ τὴν πνευματικὴ
 πατρότητα τοῦ σ. π. Ἰακώβου. Τὸν ἐπισκέφτηκα!…
Ἦταν ἡ πρώτη ἐπίσκεψη. «Καλῶς την Δήμητρα». Πῶς πάει ἡ καρδιά σου;
 Τὰ ἤξερε ὅλα, κι ἂς μὴ μὲ γνώριζε. Γέροντα θέλω νὰ μιλήσουμε.
 Ναὶ παιδί μου, περίμενε λίγο καὶ θὰ σὲ φωνάξω. Σὲ πέντε λεπτὰ 
βρισκόμουν μπροστά του. Γονάτισε παιδί μου. Ἡ εὐχὴ τοῦ ἔλυσε τὴν
 ἀπορία μου. Τὰ δυὸ πρόσωπα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀντέδρασε ὁ 
πονηρὸς εἶχαν ἐπισκεφτεῖ τὴ μαύρη μαγεία  στὴ Γερμανία ἐναντίον
 μου. -Ἂν εἴχαμε τέτοιους. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη ἦταν πρωτόγνωρη.
 Θὰ τοὺς συναντήσεις, ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς μιλήσεις ἄσχημα.
 Πρόσεξε. 
Ἀπὸ τότε βρισκόμουν τακτικὰ στὸ μοναστήρι.
 Κάποια μέρα ἀποφάσισα νὰ πάω ἕνα προσκύνημα 
κοντὰ στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Συνάντησα τὸ ἕνα πρόσωπο
 στὸ Πρακτορεῖο. Ἦλθε καὶ κάθισε δίπλα μου.
 Δὲν ἀνέφερα ὅτι τὰ πρόσωπα ἦταν συγγενικά. 
Μίλησα, ἀφοῦ φώναξε ἡ ψυχή μου τὸν Γέροντα μ’ὅση δύναμη μποροῦσε.
 Πῆρα τὸ θάρρος  καὶ ρώτησα. Πήγατε στὴ μαγεία τῆς Γερμανίας; 
Ναί, μοῦ ἀπάντα. «Ἀλήθεια πόσο μὲ πουλήσατε»;
 Τετρακόσιες χιλιάδες ἦταν ἡ ἀπάντηση. 
Τόσα πολλὰ οὔτε ὁ Ἰούδας πούλησε τὸν Κύριο. 
Νὰ προσεύχεσθε γιὰ μᾶς. Τοὺς ἑαυτούς μας πληγώσαμε. 
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ ἕνας νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸν Ὅσιο Δαβίδ.
Οἱ δοκιμασίες συνεχίζονται. Τὰ μάτια ἔπρεπε νὰ χειρουργηθοῦν.
 Βρέθηκε ὁ κατάλληλος γιατρὸς στὴν Ἀθήνα.
 Ρωτῶ τὸν γιατρό: «Εἶναι δυνατὸν γιατρὲ νὰ τὰ χειρουργήσετε μαζί»;
 «Ἂν τὸ θέλετε. Καλύτερα εἶπα τὸ ἕνα καὶ μετὰ τὸ ἄλλο».
 Κανονίστηκαν τὰ χειρουργεῖα. Μὲ τακτοποίησαν καὶ ὁ γιατρὸς
 ἄρχισε. Σκεπασμένα τὰ μάτια· ἔτσι ἔνιωθα καὶ ἔτσι ἦταν.
Ὅμως ἀνάμεσα στὶς μηχανὲς καὶ στὰ μάτια, ἔβλεπα γιὰ λίγη ὥρα
 τὸν σ.π. Παΐσιο. Ἔφευγε ἐκεῖνος καὶ ἐρχόταν ὁ σ. π. Ἰάκωβος. 
Ἄλλαζαν βάρδια ὥσπου τελείωσαν τὰ χειρουργεῖα. Ἡ ὅραση,
 ἀπὸ 15% ποὺ ἦταν, μοῦ τὴν ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι  μὲ τὸν πιστὸ 
Γιατρὸ 90%. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ἀναπαυθεῖ. Προσευχόμουν
 πολὺ γιὰ τὴ μητέρα μου. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Δεκαπενταύγουστου.
 Εἶχα ἐπισκεφτεῖ τὸν σ. π. Ἰάκωβο. Μοῦ λέει: 
«Τούτη τὴ νηστεία θὰ τὴν κάνεις ἀλάδωτη γιὰ τὴν μητέρα σου». 
Ἔφυγα. Τὴν δέκατη τρίτη τῆς  νηστείας ἀπόγευμα βλέπω:
 Ὁ σ.π. Ἰάκωβος ἀπὸ τὴν μία μεριὰ νὰ βαστάει τὴν μητέρα μου.
 Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ σ.π. Παΐσιος καὶ ἀπὸ πίσω ὁ σ.π. Δαυβίδ,
 ὁ Γέροντας τοῦ Μοναστηριοῦ. Εἶναι μερικὰ πράγματα ποὺ
 ἡ ψυχὴ δὲν τὰ ἀντέχει, γιατί ἡ ψυχὴ δὲν τὰ ἀξίζει.
 «Πάρε παιδί μου τὴ μητέρα σου». Ἦταν ἡ  ἀπάντηση στὶς ἀνησυχίες μου.
Ἀλήθεια χρειάζονται πολλὰ νὰ γράψει κανεὶς γι’ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς
 Ἁγίους, ποὺ ἔσωσαν καὶ σώζουν πολλούς· εἶναι μερικὰ πράγματα 
ποὺ δὲν βρίσκει κανεὶς λέξεις ποὺ νὰ ἐκφράζουν τῶν Ἁγίων 
τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἀγάπη τους…Ἔτσι ἀγαποῦν οἱ Ἅγιοι! 
Πόσο ἀγάπησαν ὅμως τὴ μοναδικὴ Σταυρωμένη ἀγάπη γιὰ ὅλους μας!
3. ΟΙ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ π. Παΐσιο
Πίσω ἀπὸ κάθε πειρασμὸ καὶ δοκιμασία, ὅσο ὀδυνηροὶ κι ἂν εἶναι 
καὶ οἱ δύο, κρύβεται καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐλογία τοῦ
 Θεοῦ τοῦ πανεύσπλαγχνου  καὶ  στοργικοῦ.
Προσευχόμουν ἕξι ὁλόκληρα χρόνια νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴν εὐλογία
 νὰ γνωρίσω τὸν π. Παΐσιο, ποὺ τόσα ἄκουγα γιὰ αὐτόν.
1. Ἡ γνωριμία ἦρθε μαζὶ μὲ ἔντονο πειρασμό. Βράδυ,
 ὕπνος ἥσυχος καὶ ἤρεμος. Ξαφνικὰ βλέπω στὸ δωμάτιό μου ἕνα
 ἀνθρωπόμορφο τέρας. Τὸ χρῶμα του ὁλοκόκκινο, σὰν νὰ συγκέντρωνε
 τὸ μίσος ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ ἀφροὺς πετοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα του.
 Δύο γνωστὰ πρόσωπα δίπλα μου. 
Τὸ ἕνα κοιτοῦσε τὸ τέρας καὶ γελοῦσε.
 Τὸ ἄλλο γονάτισε δίπλα μου καὶ φώναξε: «σὲ παρακαλῶ σῶσε με.
 Τὸ ἀνθρωπόμορφο τέρας μίλησε «τὰ ἄτομα αὐτὰ εἶναι δικά μου,
 καὶ πᾶς νὰ μοῦ τὰ πάρεις: Θὰ σοῦ ρημάξω τὴν καρδιὰ 
γιατί ἔχω ἐξουσία».
Ἐγὼ τὰ ἔχασα καὶ ἀναρωτήθηκα. Ποιός τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία;
 Ἔκανα κάτι χωρὶς νὰ τὸ ξέρω; Τότε φώναξα: «Γέροντα, βοήθεια!».
 Ἀμέσως εἶδα στὴν πόρτα τοῦ δωματίου ἕναν μοναχό, 
ποὺ ἂν δὲν ἦταν τόσο ἀσκητικός, θὰ ἦταν ψηλός.
 Μοῦ ἦταν ἄγνωστος· πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπα. Τὸ θηρίο
 ποὺ ἄφριζε μόλις τὸν εἶδε ἐξαφανίστηκε. Κάποτε ξημέρωσε,
 κατέφυγα μὲ μιᾶς ἡμέρας ἄδεια, στὸν π. Βυσσαρίωνα. Ἐκεῖνος 
εἶπε «νὰ βροῦμε τὸν π. Παΐσιο»· ἔφυγα ἥσυχη.
2. Περνοῦσαν οἱ ἡμέρες. Διαπίστωνα  ὅτι ἡ φωνή μου χανόταν. 
Τὸ καταλάβαινα καὶ  ἀπὸ τὰ παιδιὰ  ποὺ μοῦ ἔλεγαν: «φώναξε, 
κυρία, πιὸ πολύ. Ὁ εἰδικὸς γιατρὸς ἔλυσε τὸ πρόβλημα· ὀγκίδια 
στὶς φωνητικὲς χορδές. Καμμία σκέψη  πλέον γιὰ ἐργασία, 
διότι ἡ φωνὴ χάνεται. Πῶς; Ὄχι πλέον ἐργασία; Τόσο ἁπλὸ εἶναι;
 Μὲ 14 χρόνια ὑπηρεσίας πῶς θὰ ζήσει κανείς;. 
Ἐκεῖ ἦρθε ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ. Ἡ κυρία ποὺ μοῦ σύστησε τὸν 
γιατρὸ μοῦ μίλησε στὸ τηλέφωνο γιὰ νὰ μάθει τὴ διάγνωση.
 Τὴ διάγνωση! Ἡ ἀπάντησή μου ἦταν: «μπορεῖτε νὰ μοῦ πεῖτε 
ποῦ καὶ πῶς νὰ ἠρεμήσω; Ὁ π. Παΐσιος μόνο θὰ σὲ ἠρεμήσει,
 καὶ ἐγὼ γέλασα μπροστὰ στὰ ἀποτελέσματα τῆς διαγνώσεως.
 Εἶναι εὔκολο  νὰ πάω στὸ Ἅγ. Ὄρος; Αὐτὸ δὲν μοῦ λέτε; 
Ἀπάντηση: «ὁ π. Παΐσιος εἶναι στὴ Σουρωτή· πάρε τηλέφωνο».
 Πῆρα. Δὲν δέχεται κανέναν. Ἐκείνην τὴ στιγμὴ παρακαλώντας
 εἶπα στὴν ἀδελφή: Δῶστε του τὸ ὄνομά μου, καὶ ἄς 
δώσει ἐκεῖνος τὴν ἀπάντηση. Συμφώνησε, καὶ σὲ λίγο 
μοῦ φέρνει τὴν ἀπάντηση: Ἦταν Δευτέρα
 – τὴν Πέμπτη τὸ πρωὶ μπορεῖτε στὶς 8 ἡ ὥρα νὰ εἶστε ἐδῶ;
 Ἂν μπορῶ; Ναι, μπόρεσα καὶ εἶπα ἔρχομαι. Συναντηθήκαμε τὴν
 ὥρα ποὺ ὅρισε.
-«Καλῶς την Δήμητρα». Ἄλλος ἐφνιδιασμός.
-Γέροντα, ἐγὼ σᾶς ξέρω, ἀλλὰ δὲν συναντηθήκαμε.
- Τὸ ξέρω. Σὲ ξέρω ἕξι χρόνια εὐλογημένη.
-Ναί, προσεύχομαι νὰ σᾶς βρῶ.
 Ἡ συζήτησή μας,  τὸ θέμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸ μοῦ ἔλειπε.
 Ἡ ἀληθινὴ καὶ ἀπόλυτη πίστη. Ὁ Χριστός, παιδί μου, 
εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
Τὸ πρόβλημα τῆς φωνῆς; Τὸ ξέχασα νὰ τὸ πῶ. 
Ὅταν βρισκόταν κανεὶς μπροστὰ στὸν Γέροντα, δὲν ὑπῆρχαν
 προβλήματα καὶ πειρασμοί. Κανεὶς νὰ μὴν φύγει, νὰ μὴν 
τελειώσει ἡ ἐπικοινωνία. Τὸ ἤξερε ὅμως ὁ Γέροντας καὶ τὸ
 θεράπευσε, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω.
3. Ὑπῆρχε ἐκ μέρους τοῦ πονηροῦ ἡ ἀπειλὴ γιὰ τὴν καρδιά.
 Δὲν τὴν εἶχα ξεχάσει. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ πονηρός. 
Σιγὰ-σιγὰ εἶχαν  εἶχαν ἔρθει κάποιες ἐνοχλήσεις, 
ποὺ στὸ περπάτημα γίνονταν ἐνοχλητικές. 
Οἱ ἐπισκέψεις σὲ εἰδικὸ γιατρό, καρδιολόγο,
 δὲν δημιουργοῦσαν ἀνησυχίες· «εἶναι κάποιοι ποὺ
 σὲ στρεσάρουν, ἀπόφυγέ τους».
Ὅμως λάθος. Σὲ δύο ἑβδομάδες ἡ κατάσταση
 ἔγινε ὀδυνηρή, ἡ ἀναπνοὴ κοβόταν. 
Ἡ διάγνωση τοῦ στρατιωτικοῦ καρδιολόγου
 ἦταν κοφτερή: Ἔφραγμα. Καὶ τόσο νέα!
Βρέθηκα σὲ λίγο στὴν ἐντατική. Οἱ σφυγμοὶ στοὺς 180 .
 Ξημέρωνε τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἕνα γνωστό μου πρόσωπο
 στὸ νοσοκομεῖο μοῦ λέει:
-   Βγῆκε ὁ π. Παΐσιος ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ πηγαίνω νὰ τὸν συναντήσω.
-    Τί νὰ τοῦ πῶ;
-    Ὅ,τι ξέρεις.
 Ὅμως ὁ γέροντας τὸ ἤξερε πρὶν τοῦ τὸ μεταφέρουν.
 Στὴ γιορτή μου παρακάλεσα μιὰ φίλη μου νὰ φέρει γλυκὸ
 γιὰ τὸ προσωπικὸ τῆς ἐντατικῆς.
 Ὁ γιατρὸς ἐπιμελητὴς εἶπε: «Δὲν βλέπει ὅτι ἀπὸ λεπτὸ σὲ 
λεπτὸ φεύγε· ἡ τούρτα τὴν μάρανε!» Αὐτὸ περίμεναν οἱ γιατροί.
 Γιὰ τὴ γιορτή μου εἶχα ζητήσει νὰ κοινωνήσω. 
Τὸ βράδυ ξαφνικὰ ἔχασα τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ περιβάλλον. 
Μὲ τύλιξε σκοτάδι καὶ ἔντονο κρύο.
 Δὲν ἔνιωθα τίποτε ἄλλο. 
Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση φώναξα «Γέροντα βοήθεια». 
Ὁ Γέροντας ὄντως βρέθηκε κοντά μου μὲ ἕναν ἱερέα!
-Τί θέλεις;
-Σκοτάδι μὲ τύλιξε καὶ κρυώνω.
 Μὲ σκέπασε μὲ τὸ ράσο τοῦ ἱερέως.
-Κρυώνω.
 Μοῦ ἔριξε καὶ τὸ πετραχήλι τοῦ ἱερέως.
-Τώρα δὲν κρυώνω. Ἀλλὰ πολὺ τὸ σκοτάδι. Μὴ φοβᾶσαι. 
Ὁ ἥλιος θὰ διαλύσει καὶ τὸ σκοτάδι. Ξημέρωσε.
 Ἦρθε ἡ Θεία Κοινωνία μὲ τὸν ἱερέα . Ἅγιος Δημήτριος. Γιορτή.
 Καὶ ἡ Θεία Κοινωνία τοὺς 180 σφυγμοὺς τοὺς ἔκανε 70.
 Μποροῦν λοιπὸν νὰ ἰσχυριστοῦν μερικοὶ ὅτι ὁ π. Παΐσιος.
 Δὲν εἶναι ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, ποὺ τρέχει παντοῦ;
 Ὅμως δὲν ἀπαντήθηκε ἡ ἀπειλὴ τοῦ πονηροῦ.
 Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀπαντήσω ὅσο καὶ ἂν μοῦ πονᾶ πολύ,
 ὅσο καὶ ἂν ἔχω συγχωρήσει μὲ τὴν καρδιά μου τοὺς ἐνόχους.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012