Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Αυγούστου 06, 2013

Πράξη και θεωρία στον Χριστιανισμό

μοναχοί μοναχισμός μοναχός διακόνημα αγροτικές εργασίες
Οι ό­ροι πρά­ξις και θε­ω­ρί­α, α­νή­κουν στον θη­σαυ­ρό της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής γλώσσας. Ο πρώ­τος προ­έρ­χε­ται α­πό το ρή­μα πράτ­τω που ση­μαί­νει κά­νω, ενερ­γώ, ενώ ο δεύ­τε­ρος α­πό τις λέ­ξεις θέ­α και ο­ρώ. Με το χρι­στι­α­νι­σμό όμως, α­πέ­κτη­σαν άλλες δια­στά­σεις, κα­θώς η πρά­ξη α­να­φέ­ρε­ται στην άσκηση σώ­μα­τος και ψυ­χής ε­νώ η θε­ω­ρί­α α­φο­ρά στη θέ­α του ί­διου του Θεού.
Προ­κει­μέ­νου να βι­ώ­σει κα­νείς τη θε­ω­ρί­α, προ­ϋ­πό­θε­ση εί­ναι να πε­ρά­σει πρώ­τα α­πό την πρά­ξη. Πρώ­τα εί­ναι η ά­σκη­ση και η κα­θα­ρό­τη­τα τής καρ­δί­ας και έ­πει­τα η θεοπτία. Η ά­σκη­ση, ως δια­ρκής και α­κα­τά­παυ­στη προ­σπά­θεια καθάρ­σε­ως του ανθρώ­που, α­πο­τε­λεί τη βα­σι­κό­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση της θεί­ας θε­ω­ρί­ας. Πρώ­τα πρέ­πει να εξοβελίσου­με κά­θε σπί­λο α­πό μέ­σα μας και με­τά να κα­τα­στού­με ά­ξιοι λει­τουρ­γοί του α­γνού και α­μί­αν­του πνεύ­μα­τος της Εκκλη­σί­ας.
Θε­ω­ρί­α εί­ναι η α­νύ­ψω­ση του αν­θρώ­που προς τον Θε­ό και η εμ­πει­ρί­α της δό­ξης του προ­σώ­που Αυ­τού. Η θε­ω­ρί­α α­πο­τε­λεί την υ­ψη­λο­τέ­ρα φά­ση της πνευ­μα­τι­κής ζωής του αν­θρώ­που, κα­τά την ο­ποί­αν ού­τος κα­τα­ξι­ώ­νε­ται να δει τον Θε­ό. Για να φτά­σει ο άν­θρω­πος εις την θε­ω­ρί­α του Θε­ού α­παι­τεί­ται μό­χθος, ά­σκη­ση και νή­ψη. Μο­νο η κα­θα­ρή καρ­διά, που έ­χει α­πο­βά­λει α­πό μέ­σα της τα πο­νη­ρά, μπο­ρεί να ορθωθεί και να δε­χθεί τις θεί­ες ε­νέρ­γει­ες του Θε­ού.«Μα­κά­ριοι οι κα­θα­ροί τη καρ­δί­α, ό­τι αυ­τοί τον Θε­όν ό­ψον­ται», (Ματθ. 5, 8) μας λέ­γει ο ευ­αγ­γε­λι­στής. Μόνο τότε θα δουν το Θεό όταν καθαρίσουν τους εαυτούς τους με την αγάπη και την εγκράτεια και όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο αυξά­νουν την κά­θαρ­ση, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο θα τον δουν, υπογραμ­μί­ζει ο ιερός Ο­μο­λο­γη­τής Μάξιμος (PG 90, 1065).
Για να δυ­νη­θεί ο άν­θρω­πος να «θεωρήσει» το Θεό, α­παι­τεί­ται να α­να­κα­λύ­ψει προηγου­μέ­νως τον εαυτό του δια της αυ­το­συγ­κεν­τρώ­σε­ως, να προσανατολίσει την ύπαρ­ξή του προς τον Θε­ό και να με­τα­βά­λει την προς τον κόσμο εμπαθή ρο­πή του εις «θείον έρωτα». Στην θεωρία οδηγεί ο «έρως του καλού, της ησυχίας και αναχώρησεως» (PG 35, 413). Κα­τά τον Γρη­γό­ριο τον Θε­ο­λό­γο η α­νά­βα­ση του αν­θρώ­που προς τον Θε­ό έχει τέρμα. «Εί­ναι η ά­φι­ξις εις το α­κρό­τα­τον των νο­ου­μέ­νων, τον Θε­όν, εις τον ο­ποί­ον σταματά πά­σα έ­φε­σις και α­να­παύ­ε­ται πά­σα θε­ω­ρί­α» (PG 35, 1084). Η θε­ω­ρί­α του Θεού α­πο­τε­λεί ως εκ τού­του την α­πο­κο­ρύ­φω­ση και την ε­πιβε­βαί­ω­ση της επιδιωκόμε­νης συ­ναν­τή­σε­ως Δη­μι­ουρ­γού και δημιουργήματος. Α­πα­ραίτη­τη και απαρά­βα­τη προ­ϋ­πό­θε­ση εί­ναι η προσευχή, η ο­ποί­α ανυ­ψώ­νει τον άν­θρω­πο στο ύ­ψος της δι­ά­νοι­ας του Θε­ού, έ­χον­τας ως αποτέλεσμα την έ­νω­ση αυ­τού με­τά του Θε­ού. Χωρίς προ­ε­τοι­μα­σί­α και χω­ρίς ε­σω­τερι­κή κά­θαρ­ση δεν δύ­να­ται ν” α­νέ­βει ο άν­θρω­πος στο ύ­ψος του Θε­ού. Για να αν­τι­κρί­σει κα­νείς την πε­ρί­λαμ­πρη θε­ό­τη­τα, πρέ­πει να έ­χει καθαρίσει κα­λά τους πνευ­μα­τι­κούς ο­φθαλ­μούς του. Δι­ό­τι ό­πως ο α­σθε­νής οφθαλ­μός δεν μπο­ρεί να αντι­κρί­σει τον ή­λιο, έ­τσι και ο άν­θρω­πος που δεν έχει λά­βει πνευ­μα­τι­κούς ο­φθαλ­μούς α­π” το πα­νά­γιο Πνεύ­μα τυ­φλώ­νε­ται. Σ” αυ­τό το ανώ­τα­το ε­πί­πε­δο φτά­νουν μό­νο «οι καθα­ροί τη καρ­δί­α», ε­κεί­νοι που αγωνίζονται και έ­χουν δι­α­λέ­ξει τον δύ­σβα­το δρό­μο της πνευ­μα­τι­κό­τη­τας. Αλλά και πά­λι δεν τα κα­τα­φέρ­νουν μό­νοι τους, πα­ρά ό­ταν ικανω­θούν υ­πό της χά­ρι­τος του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Μο­νο έ­τσι μπο­ρεί ο πι­στός να απολαύ­σει τη θεί­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα.
Οι ό­ροι πρά­ξις και θε­ω­ρί­α ε­πε­κρά­τη­σαν για να δη­λώ­σουν το εί­δος του βί­ου των μο­να­χών. Η θε­ω­ρί­α εί­ναι για τους λί­γους και ε­κλε­κτούς, ε­νώ η πρά­ξις για τους πολλούς. Ο Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος συγ­κρί­νον­τας τη θεωρί­α και την πρά­ξη λέ­γει τα εξής: «Πρά­ξιν προ­τι­μή­σειας η θε­ω­ρί­αν; Όψις τελεί­ων έρ­γον, η δε πλει­ό­νων. Άμ­φω μεν ει­σι δε­ξιαί τε και φί­λαι, συ δε προς ην πέφυ­κας ε­κτεί­νου πλέ­ον» (PG 37, 928). Για να προ­σεγ­γί­σει ο άν­θρω­πος τον Θε­ό χρει­ά­ζε­ται η κά­θαρ­σις, «κα­θαρ­τέ­ον ε­αυ­τόν πρώ­τoν, εί­τα τω κα­θα­ρώ προ­σο­μι­λη­τέ­ον» (PG 35, 1069). Μόνο με τον ε­ξα­γνι­σμό μπορεί να α­πο­κτή­σει η ψυ­χή του αν­θρώ­που αυ­το­γνω­σί­α δια της οποί­ας θα κατανοήσει την εγ­γύ­τη­τά της με­τά του Θε­ού. Ε­κεί­νο το ο­ποί­ο βοηθά­ει στη γνώ­ση του Θε­ού, εί­ναι η εκ­δί­ω­ξη των πα­θών α­πό την ψυ­χή και τον νου κα­θώς και η συμ­πό­ρευ­ση του βί­ου με τις α­ρε­τές. Ο Θε­ός εί­ναι το απρόσιτο και α­κρό­τα­το φως. Ό­σο ο άνθρωπος προ­ο­δεύ­ει στον κα­θα­ρι­σμό της ψυ­χής του τό­σο πιο φαν­τα­στό κα­θί­στα­ται αυ­τό το φως και ό­σο το φαντά­ζε­ται τό­σο α­γα­πά­ει το φως δια του θεί­ου έ­ρω­τος και τό­σο το κατανοεί.
Ο Χρι­στός χά­ρα­ξε τον δρό­μο προς τη θέ­ω­ση, τον ο­ποί­ο ε­άν α­κο­λου­θή­σουν οι πι­στοί, τό­τε θα φω­τι­στούν δια της θεί­ας ελ­λάμ­ψε­ως και θα κα­τα­στούν κοινω­νοί των θεί­ων ενερ­γει­ών. Ο πι­στός χρι­στια­νός προ­σπα­θεί να ακολουθήσει την α­μό­λυν­τη και α­γνή πο­ρεί­α του Κυ­ρί­ου στον ε­πί­γει­ο βί­ο Του. Για να το ε­πι­τύ­χει αυ­τό πρέ­πει να σπά­σει τις α­λυ­σί­δες που τον κρα­τούν δέσμιο στο χώρο και στο χρό­νο της α­δέ­ψη­της φύ­σε­ως. Δια του πνευ­μα­τι­κού αγώ­νος ελευ­θε­ρώ­νε­ται ο άν­θρω­πος α­πό το χω­ρο­χρο­νι­κό πλέγ­μα του υ­λι­κού και του φθαρ­τού στοι­χεί­ου. Ο άν­θρω­πος που, α­κο­λου­θών­τας το θεί­ο παράδειγ­μα του Ι­η­σού, α­σχο­λεί­ται α­δι­ά­κο­πα με την ε­σω­τε­ρι­κή ά­σκη­ση, αυτός δείχνει σω­φρο­σύ­νη, μα­κρο­θυ­μί­α, κα­λω­σύ­νη και ταπει­νο­φρο­σύ­νη. Ο Χριστός έ­νω­σε γη και ου­ρα­νό καταργώντας τη δι­α­φο­ρά α­νά­με­σα στον αισθητό πα­ρά­δει­σο και την οικουμένη, ε­νώ ταυ­τό­χρο­να έ­δε­σε με αδιάσπαστους δε­σμούς την κτι­στή και ά­κτι­στη φύ­ση εισά­γον­τας το αι­ώ­νιο και το αΐδιο στην ο­ρα­τή σφαί­ρα του κτιστού κό­σμου. Η α­παλ­λα­γή α­πό τα υλι­κά και ε­φή­με­ρα εί­ναι ένα α­πό τα σημαν­τι­κό­τε­ρα με­γέ­θη του πνευ­μα­τι­κού βί­ου.
Η θε­ο­πτί­α εί­ναι η προ­σω­πι­κή εμ­πει­ρί­α της α­λή­θειας. «Βού­λει θε­ο­λό­γος γενέσθαι πο­τέ και της θε­ό­τη­τος ά­ξιος; τας εν­το­λάς φύ­λασ­σε, δια των προσταγμά­των ό­δευ­σον, πράξις γαρ ε­πί­βα­σις θε­ω­ρί­ας» (PG 35, 1080), λέ­γει ο Ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος. Η θε­ο­πτί­α εί­ναι ο πρω­ταρ­χι­κός τρό­πος γνώ­σε­ως της α­λή­θειας, η ο­ποί­α απο­κτά­ται μό­νο μέ­σα στους κόλ­πους της Εκ­κλη­σί­ας και μό­νο με τη δια­ρκή και α­πε­ρί­σπα­στη άσκη­ση, νή­ψη και προ­σευ­χή και πάν­το­τε δια του φω­τι­σμού του α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Αυξα­νό­με­νος ο άν­θρω­πος στην πί­στη, την ελ­πί­δα και την α­γά­πη προς το Θε­ό και καθορών­τας τρα­νώς την προ­κο­πή με αύ­ξη­ση της γνώ­σε­ως και α­να­βά­σε­ως πα­ρα­μέ­νει άτρω­τος και α­νε­πη­ρέ­α­στος α­πό ό­λα τα ε­πί­γεια και ε­φή­με­ρα προσ­δο­κών­τας μό­νο προς την ου­ρά­νια βα­σι­λεί­α και τη θεί­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Η α­σκη­τι­κή ζω­ή πο­λύ παραστατι­κά θε­ω­ρεί­ται σαν παλαίστρα μέ­σα στην ο­ποί­α δί­δε­ται η πά­λη της α­ρε­τής α­γω­νι­ζό­με­νη μέ­σα σε κόπους, ε­νώ το έ­πα­θλο της νί­κης για ό­σους υ­πο­μέ­νουν εί­ναι η α­πά­θεια της ψυ­χής (Μα­ξί­μου Ο­μο­μο­λη­τού, PG 90, 1188).
Οι εμ­πει­ρί­ες των θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων δεν εί­χαν σχέ­ση με τον υ­λι­κό αλ­λά με τον άκτι­στο κό­σμο της θεί­ας α­λή­θειας. Το πρό­σω­πό τους γι­νό­ταν απαύγασμα ι­ε­ρού φωτός. Η ε­πι­θυ­μί­α τους ή­ταν να γί­νουν οι πεν­τα­κά­θα­ροι καθρέ­πτες για να καθρεπτιστεί μέ­σα τους ο Θε­ός, η α­λή­θεια, η ζω­ή. Ήσαν τα όρ­γα­να του α­γί­ου Πνεύμα­τος ε­πί της γης.
Με το φλο­γε­ρό και η­χη­ρό κή­ρυγ­μά τους και τη δυ­να­μι­κό­τη­τα του λό­γου και της καρδιάς τους συν­δαυ­λί­ζουν τη φω­τιά που υ­πάρ­χει στις καρ­δι­ές των χριστια­νών φωτίζοντας το νου και τις ψυ­χές τους προ­σπα­θών­τας να τους μυήσουν στον πνευματι­κό και θε­ϊ­κό κό­σμο της ου­ρά­νιας βα­σι­λεί­ας της Τρισυπόστα­της θε­ό­τη­τας. Με τη δύ­να­μη των λό­γων τους έ­κα­ναν τα αποκαλυπτή­ρια μιας κε­κρυμ­μέ­νης στα γλωσσικά σύμ­βο­λα α­λή­θειας και κατέ­δει­ξαν με έ­ξο­χο τρό­πο πως η ζω­ή του ανθρώπου εί­ναι μια συ­νε­χής πορεί­α ο­λο­κλή­ρω­σης που έ­χει ως α­φε­τη­ρί­α την πρά­ξη και τε­λι­κό προορισμό, ό­που ο­φεί­λει ο χρι­στια­νός να τεί­νει το βλέμ­μα του, τη θεωρία.
Σωτηρίου Ν. Κόλλια

πηγη  / 
 αντιγραφή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...