Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιανουαρίου 25, 2014

«ΑΝΤΙ ΝΑ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΕΦΟΡΟΛΟΓΗΘΗ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ» Λόγος τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου, Ἐπισκόπου Ἰκονίου

Λόγος το γίου μφιλοχίου, πισκόπου κονίου

«Ες τν Ζακχαον»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον»,Εἰσαγωγὴ -Ἐπιμέλεια Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη,
Ἅγιον Ὄρος, σελ. 439 καὶ ἑξῆς.

.             Τίποτα δὲν παρακινεῖ τόσον τὴν ψυχὴ πρὸς εὐφροσύνην, ὅσον ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀποχὴ τῶν κακῶν, ὁ δρόμος τῆς μετανοίας καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅθεν καὶ σήμερα ὁ Δαυὶδ ἐμακάριζεν αὐτοὺς τῶν ὁποίων συνεχωρήθησαν οἱ ἁμαρτίες, φανερώνοντας τὴν φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, καὶ συγχρόνως προπαρασκευάζοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ προστρέξουν στὴν μετάνοια. «Μακάριοι», λέγει, «ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι». Ὅποιος λοιπὸν ἠμπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ σὰν τὴν πόρνην καὶ τὸν τελώνην, ἂς τρέξη στὶς ἀκένωτες πηγὲς τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν χωρὶς μετάνοια νὰ λάβη κανεὶς τὴν λύση τῶν κακῶν, οὔτε νὰ ἐπιτύχη τὸν μακαρισμόν, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Προφήτης ἢ Ἀπόστολος ἢ καὶ Εὐαγγελιστής. Πράγματι ὅλοι ἀπὸ τὴν ἰδίαν πηγὴ ἔχουν ἀντλήσει. Μεταξὺ τῶν Προφητῶν ὁ ἴδιος ὁ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος καὶ μετὰ τὴν μοιχείαν παραμένει Προφήτης, μὲ τὴν Χάριν Ἐκείνου ποὺ τὸν συνεχώρησε. Ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχει «τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας» μετὰ τὴν ἄρνησιν, ὁ δὲ ἄλλος κατέστη Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν μετὰ τὴν δίωξη, μετατρέποντας τὸν ἰουδαϊκὸν ζῆλον σὲ εὐαγγελικὸν τρόπο. Καὶ μέσα στὰ Εὐαγγέλια ἐγνώρισα σωζόμενον τελώνην, ὄχι μόνο τὸν Ματθαῖον, ἀλλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν καὶ ἄλλους δύο. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, προσευχόμενος καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του ὅπου ὑπῆρχε ὁ θησαυρὸς τῶν κακῶν, καὶ μὴ τολμώντας νὰ σταθῆ στὸν ναὸ μὲ τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα ὑψωμένα, ὄχι μόνον ἐδικαιώθη, ἀλλὰ καὶ ἐστεφανώθη, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Φαρισαῖον. Καὶ σημερινς Ζακχαος, φο νέβη στ δένδρον, που πολλς φορς εχε σταθεγι ν κατασκοπεύη μ το διαφύγη κάποιος μπορος κα μείνει φορολόγητος, τώρα πρόσεχε μ το διαφύγη παρατήρητος  μπορος το ορανο κα τς γῆς,  ποος εχε μέσα το τν συλον θησαυρν τς Βασιλείας τν Ορανν..         Γιὰ νὰ μὴ συγχέωμεν ὅμως τὶς ἱστορίες τῶν τελωνῶν μεταξύ τους, ἂς διαπραγματευθοῦμε σήμερα, ἐὰν νομίζετε, καὶ ἂς ἐξετάσωμε λεπτομερέστερα τὴν ὑπόθεση μόνον τοῦ Ζακχαίου. «Εἰσελθὼν» ὁ Ἰησοῦς, λέγει, «διήρχετο τὴν Ἱεριχώ. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ οὗτος ἦν ἀρχιτελώνης». Δὲν μνημονεύει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴν Ἱεριχὼ χωρὶς λόγον, ἀλλὰ ἐπειδὴ πρόκειται νὰ εἰπῆ ὅτι ἕνας Τελώνης ἐφιλοξένησε στὸν οἶκο του τὸν Θεόν. Ἦταν ἀπίστευτο τὸ πράγμα. Γι᾽ αὐτὸ ἀναφέρει πρῶτα τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ μᾶς ὑπομνήση τὴν πόρνην Ραάβ, καὶ ἔτσι νὰ μᾶς φανῆ παράδοξος ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ζακχαίου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀνέφερε τὴν Ἱεριχώ. Νὰ φέρωμε στὸν νοῦ μας τὴν πόρνην Ραάβ, καὶ νὰ συγκρίνωμε τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας αὐτῶν τῶν δύο. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Ραάβ, ἡ πόρνη, ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ὡς κατάσκοπο καὶ τὸν ἔκρυψε, ἔτσι καὶ ὁ Ζακχαῖος, ὁ τελώνης, ἐδέχθη καὶ ἔθρεψε στὸν οἶκο του τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, τὸν κατάσκοπο τῆς διανοίας μας. Ἐκείνη ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν λαὸ στὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Αὐτὸς δέχεται τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς εἰσαγάγη στὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἐκείνη ἐδέχθη τὸν παλαιὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατηδάφισε τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς. Αὐτὸς ἐδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατεδάφισε τῶν Ἰουδαίων τὸν ναόν, διότι ὁ ἴδιος εἶπεν ὅτι «οὐ μὴ μείνῃ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον, ὃς οὐ καταλυθήσεται». Ἡ πόρνη ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε διὰ μέσου του Ἰορδάνου τὸν λαὸν «εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι». Ὁ τελώνης ἐδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε διὰ τοῦ Βαπτίσματος τοὺς πιστοὺς ὅπου «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Ἡ Ραὰβ ἐδέχθη ἐκεῖνον τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἐξήγαγε τὸ σταφύλι ἀπὸ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ Ζακχαῖος ὑπεδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν ληστὴν στὸν Παράδεισο. Ἔχει ὅμως καὶ κάποιο ἄλλο μυστικὸν νόημα ἡ πόλις, κρυμμένο μέσα στὴν πηγή της. Ἡ πηγὴ τῆς Ἱεριχοῦς ἦταν κάποτε μητέρα τῆς στειρώσεως, τροφὸς τῆς ἀκαρπίας, ἐπειδὴ τὸ νερό της ἦταν ἐλαττωματικόν. Ἐνῶ εἶχε τὸ ρεῖθρον ἀχανὲς καὶ ἔρεε ἀθόρυβα σὰν λάδι, οἱ προσερχόμενοι περιωρίζοντο μόνο νὰ τὴν βλέπουν καὶ ἀναχωροῦσαν διψασμένοι. Διότι δὲν ἦταν ἀκίνδυνος γι’ αὐτοὺς ἡ πόσις. Ἐπρόκειτο πράγματι περὶ ὕδατος ὀλεθρίου. Τὸ κάλλος τῆς πηγῆς παρακινοῦσε τοὺς περαστικοὺς νὰ σπεύσουν γιὰ νὰ πιοῦν, ὅμως ὁ φόβος τῆς βλάβης ἀνέκοπτε τὴν προθυμία τους. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἡ πηγὴ ἔρεε ματαίως, οἱ περίοικοι, ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπήγαιναν ἐκεῖ, ἐγόγγυζαν ἀπὸ τὴν δίψα ποὺ τοὺς προκαλοῦσε ὄχι ἡ ἀνυδρία ἀλλὰ ἡ θέα τῶν ὑδάτων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος αὐτὸ τῆς δίψης, παρεπονοῦντο ἀγανακτισμένοι καὶ ἀπευθύνοντο πρὸς αὐτὴν λέγοντας: «Τί ρέεις ματαίως, ὢ πηγή; Θὰ ἤσουν καλλιτέρα ἂν δὲν φαινόσουν, ἂν εἶχες κρυφθῆ στὰ ὄρη καὶ στὶς ἄμμους καὶ στὶς ἐρημίες, ὅπου δὲν θὰ εἶχες πολλοὺς μάρτυρες τοῦ κακοῦ». Καὶ γιατί τὸ νερὸ δὲν ἦταν πόσιμον; Ἐπειδὴ ἐνέκρωνε τὰ σώματα ὅσων τὸ ἔπιναν. Ἂν ἔπινε ἄνδρας, δὲν ἐγίνετο πατέρας, οὔτε γυναίκα ἐγίνετο μητέρα, διότι ἔχανε τὴν χάρη τῆς μητρότητος. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ ποὺ ἐδέχετο αὐτὸ τὸ νερό, ἠρνεῖτο τὴν συνήθη βλάστησή της, καὶ οἱ εὔσκιοι φοίνικες μὲ τὴν τόσην χάρη τοὺς ἐξεδύοντο τὴν στολὴ τῶν φύλλων καί, γιὰ νὰ τὸ εἰποῦμε μὲ ἕνα λόγον, ὀ,τιδήποτε εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ ἔλθη σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ νερὸν αὐτό, ἐρημώνετο. Τοιαύτη ἦταν ἡ πηγή, ὅταν περιήρχετο παλαιὰ τὴν Ἱεριχὼ, ἕως ὅτου ἦλθεν ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος, ἐπῆρε ἁλάτι καὶ τὸ ἔρριψε στὴν πηγή, καὶ ἔτσι ἐζωοποίησε τὰ ὕδατα. «Τάδε λέγει Κύριος», ἀναφέρει ἡ Γραφή. «ἴαμαι τὰ ὕδατα ταῦτα». Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ πάντοτε, ὅταν ὁμιλῆ, τὸν λόγο του τὸν κάνει ἔργο: «Νὰ μὴ προέλθη πλέον ἀπὸ σᾶς ἄγονος καὶ στείρα», εἶπε, καὶ τὸ νερὸ μετεβλήθη, καὶ οἱ γαστέρες ἄρχισαν νὰ ὠδίνουν, καὶ ἡ γῆ νὰ βλαστάνη, καὶ οἱ ἄμπελοι νὰ θάλλουν, καὶ ἡ ἐλαία νὰ ἐπιδεικνύη τὴν ἰδικήν της χάρη. Καὶ ἔτσι οἱ περίοικοι συμφιλιώθησαν μὲ τὴν πηγή τους, καὶ ἐνῶ παλαιὰ πολεμοῦσαν καὶ ἐπολεμοῦντο, τώρα τὴν ποθοῦσαν καὶ τὴν ἐπεσκέπτοντο.
.         Κάτι σπουδαῖον ὅμως θέλει νὰ εἰπῆ τὸ αἴνιγμα τῆς πηγῆς. Αὕτη ἡ πηγή, ποὺ ἔρρεεν ἀφθόνως καὶ παλαιὰ ἔδιδε ἄχρηστο καὶ ἄγονο νερό, ἦταν προτύπωσις τῆς Ἐκκλησίας.
.        Πράγματι, πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστόν, κάθε θρησκεία ἦταν τόσον ἀσεβὴς ὥστε, ἂν κάποιος ἄνδρας ἔπινε ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς πηγῆς της, ἔχανε ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιότητα νὰ εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ἀπὸ τὴν συμπλοκήν του μὲ τὰ εἴδωλα ἠρνεῖτο τὴν λογικὴν φύση τῆς ψυχῆς. Ἡ δὲ γυναίκα δὲν ἐγίνετο μητέρα ἀρετῶν, δὲν ἔτικτε βλαστήματα σωφροσύνης, οὔτε ἀνέβλυζε τὸ λευκὸν τῆς εὐσεβείας γάλα. Ἐνῶ ὅμως αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασις τῆς πηγῆς, ἦλθεν ὁ Κύριος, καὶ ἀφοῦ ἔβαλε μέσα της ὡς ἅλας τοὺς Ἀποστόλους, ἔκαμε τὰ ὕδατά της εὔγευστα καὶ πόσιμα. Καὶ ὅτι ἦσαν ἅλας οἱ Ἀπόστολοι, ἄκου τὸν Χριστὸν ποὺ λέγει πρὸς αὐτούς: «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς». Ἡ στείρα καὶ ἄγονος, ὅταν μετέλαβε ἀπὸ τὰ ἅλατα τῶν Ἀποστόλων, ἔγινε πολύγονος, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης…
.         Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχώ, ἡ πηγὴ κοντὰ στοὺς ποτιζομένους ἀπὸ τὴν πηγήν, ἡ πολυδύναμος χάρις πρὸς τὴν πολυδένδρο καὶ πολύρρυτον πόλιν. «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης». Διπλὸ τὸ κακόν, ὅτι καὶ ἠσχολεῖτο μὲ ἄδικον τέχνη, καὶ ὅτι ἦταν ἀρχηγὸς τῶν κακῶς ἀσχολουμένων μὲ αὐτήν. Ὄχι μόνον ἠμάρτανε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ ὅ,τι κακὸν ἔκαμαν οἱ ἄλλοι. Ἀπέκλειε τὶς λεωφόρους γιὰ τοὺς ὁδοιπόρους, καὶ τοὺς ὑπεχρέωνε νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν παράπλευρον δρόμο τῆς ἀδικίας του. Οὔτε τοὺς ληστὰς ἐμιμεῖτο, ὅταν παρεμόνευε τοὺς διερχομένους, οὔτε ἀνέμενε τοὺς ὁδοιπόρους ἀπὸ ζῆλον φιλοξενίας, ἀλλά, ἔχοντας ὡς νόμο τὴν ἀδικίαν, ἐφορολογοῦσε τοὺς ξένους κόπους, μιμούμενος τὴν ἄσπλαγχνον ἀδηφαγία τῶν κηφήνων. Ὅπως δηλαδὴ οἱ κηφῆνες τρυγοῦν τὸν κάματο τῶν μελισσῶν χωρὶς νὰ συμμετέχουν στοὺς κόπους των, ἔτσι καὶ οἱ τελῶνες κάθονται ἀργόσχολοι στὰ σταυροδρόμια καὶ ληστεύουν τοὺς κόπους τῶν ξένων ὁδοιπόρων.
.         Κάποιος ἔπλεε στὴν θάλασσα, ἔδωσε μάχες μὲ τὶς τρικυμίες, ἐπολέμησε μὲ τοὺς ἀνέμους, διέσχισε μεγάλο καὶ ἀνυπότακτον πέλαγος, καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔσπευδε νὰ τοῦ ἀφαιρέση τὸ κέρδος μὲ τὴν φορολογία. Ἄλλος ἦταν βοσκὸς καὶ ταλαιπωρεῖτο ἀπὸ τὴν ξηρασία καὶ τὸν καύσωνα, συζοῦσε μὲ τὶς βροχές, τὰ χιόνια καὶ τὴν πάχνη, καὶ εἶχε ὡς καλύβη τὶς προεξοχὲς τῶν βράχων, τροφή του τὸ τυρὶ καὶ τὸ γάλα, καὶ ἔνδυμα ἀκατέργαστο τὸ δέρμα τῶν προβάτων. Ἔπεσε ὅμως ὁ πτωχός, ὁ ἀγροῖκος αὐτὸς ποὺ ἔχει ὡς κατοικία του τὰ ὅρη, στὰ χέρια τοῦ Ζακχαίου, ὁ ὁποῖος ἀπεδεκάτισε τὰ ζῶα του, τν λήστευσε νομίμως, χωρὶς ξίφος τὸν ἔσφαξε. Παίρνει ὁ δράστης τὸ μαχαίρι του, καὶ τὸ αἱμόφυρτον ἀποκομμένο μέλος καὶ ἀπομακρύνεται μὲ ἀναισθησία, γιὰ νὰ ἀποφύγη τὴν δυσφορία τοῦ πάθους, ἀφήνοντάς τον ἀπὸ ἀνούσιο πτωχεία πληγωμένο νὰ ἀποθάνη, ἀφοῦ πονᾶ μέχρι θανάτου. Δν φεύγει  ψυχή του παξ δι παντός,λλ θνήσκει σιγ σιγ κα συνεχς. Κα γι ν τ επ συντόμως, τόσοννεπιθύμητος ταν  Ζακχαος γι τος μπόρους, τος δοιπόρους, τος βουκόλους κα τος βοσκούς, σον τ πόρθητα φρούρια γι τος στρατιτες, ο φαλοι γι τος πλοιάρχους κα ο ποπτες κινήσεις γι τος πολεμιστάς..         Ὅμως αὐτός, ὁ ὁποῖος τόσην μανίαν ἐδείκνυε γιὰ τὴν παράλογο συλλογὴ τῶν χρημάτων, ζητοῦσε τώρα νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦν, καὶ δὲν ἠμποροῦσε. Τὸν ἠμπόδιζε τὸ μικρό του ἀνάστημα καὶ τὸ βάρος τῆς ἀδικίας. Τελικὰ ὅμως θεραπεύει τὸ μειονέκτημα τοῦ ἀναστήματος μὲ τὴν συνετήν του ἔμπνευση. Τρέχει ἐνωρίτερα καὶ ἀνεβαίνει σὲ κάποιαν συκομορέα, καὶ κρύπτεται μέσα στὸ πλούσιο φύλλωμά της, πιστεύοντας ὅτι βλέπει χωρὶς νὰ φαίνεται, ἐπειδὴ ἐνόμιζε ὅτι θὰ διαφύγη τῆς προσοχῆς τοῦ Παντογνώστου. Τ διο παθε κα αμορροοσα, νομίζοντας τι θ κλέψη τν ησον, ὁ ποος ρέσκεται σπαρόμοιες περιπτώσεις ν κλέπτεταιἈλλὰ ἐκείνη τουλάχιστον ἐπλησίασε καὶ ἤψατο τῶν ἱματίων του, ἐνῶ αὐτὸς ἔφθασε τὸν Χριστὸν ἀπὸ μακριά, διὰ μέσου τῆς πίστεως. Ἀνεβαίνει λοιπὸν στὸ δένδρο, θεραπεύοντας τὰ κακὰ ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Ὁ ἕνας πλανᾶται ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐνῶ ὁ ἄλλος σώζεται ἀπὸ τὸ δένδρον, ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ νὰ ἰδῆ τὸν Θεόν. Διότι ὅταν ἤκουσε ὅτι κάνει πολλὰ καὶ παράδοξα θαύματα, καὶ ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σώματα θεραπεύει καὶ τὶς ψυχές, καὶ ἀπὸ τὶς μὲν ψυχὲς ἀφαιρεῖ τὶς ἁμαρτίες, στὰ δὲ σώματα χαρίζει τὴν ἀπάθειαν, ἐπεθύμησε νὰ τὸν ἰδῆ, αὐτὸν ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τὰ πάντα στοὺς πάντες, καὶ συλλογίζετο μέσα του: «Ποῖος νὰ εἶναι ἄραγε αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ποὺ καθαρίζει λεπρούς, θεραπεύει τυφλοὺς καὶ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες ὅσων τοῦ τὸ ζητοῦν; Πῶς μοιάζει ἄραγε, πῶς νὰ εἶναι ἡ μορφή του; Ἄραγε τὰ γνωρίζει ὅλα; Ἔχει ἄραγε ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀπόντων, ἢ μόνον τοὺς λογισμοὺς αὐτῶν ποὺ εἶναι κοντά του ἐξετάζει; Ἄραγε ἀνιχνεύει ὡς Θεὸς τὰ νοήματα τῆς καρδίας καθενός; Πῶς λοιπὸν θὰ τὰ μάθω ὅλα αὐτά; Ποῖος θὰ μοῦ τὰ διδάξη; Ποῖος ἄλλος; Ἡ προσωπικὴ πείρα, αὐτὴ εἶναι διδάσκαλος γιὰ ὅλα. Θὰ ἀνέβω στὸ δένδρο, καὶ θὰ καλυφθῶ ἀπὸ τὸ πλούσιο φύλλωμά του. Κρύπτομαι καὶ ἔτσι μαθαίνω ἂν ἠμπορῶ νὰ σωθῶ. Ἐὰν ἀντιληφθῆ τὴν κίνησιν αὐτὴ τῆς ψυχῆς μου, τότε θὰ μάθω ὅτι ἐξαλείφει καὶ τὴν ἁμαρτία τῆς ψυχῆς μου. Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπο θὰ καταλάβω ὅτι γνωρίζει τὰ κρυπτὰ τῶν λογισμῶν. Ἐὰν μὲ ἰδῆ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν συνωστισμό, καὶ ὄχι μόνον μὲ ἰδῆ ἀλλὰ ἀνακαλύψη καὶ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἔρωτα, θὰ προτιμήσω νὰ τὰ ἀπορρίψω ὅλα γιὰ νὰ βρῶ τὸ ἕνα. Θέλω νὰ μιμηθῶ τὸν Ματθαῖο. Καὶ ἐκεῖνος τελώνης ἦταν ὅπως ἐγώ, ὅμως δὲν προσέτρεξε αὐθαιρέτως, ἀλλὰ προσεκλήθη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ ὑπήκουσε. Ὁ Ματθαῖος, φαντάζομαι, καθὼς εἶδε τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐνόμισεν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ὁδοιπόρους. Ἐβαθούλωσε τὶς παλάμες καὶ ἄνοιξε, ὡς συνήθως, τὶς ἀγκάλες του, ἕτοιμος νὰ ἁρπάξη. ντ μως ν φορολογήση, πως θελε, τν Χριστόν, φορολογήθη π ατόνκαὶ ὄχι μόνον φαινομενικῶς, ἀλλὰ προσφέροντας ὅλον του τὸν ἑαυτόν. Πράγματι, τὴν στιγμὴ ποὺ ἤκουσε «ἀκολούθει μοι», ὑπερέβη τὴν κλίση μὲ τὴν προθυμία του, τρέχοντας ὅσον ἠμποροῦσε γρηγορότερα πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν προσείλκυσε. Ἐὰν λοιπὸν προσκαλῆ καὶ τελῶνες, καὶ ὄχι μόνον προσκαλεῖ, ἀλλὰ καὶ δικαιώνει, δὲν μὲ βλάπτει ἡ σωρεία τῶν παρελθόντων μου κακῶν. Διότι, ἂν ὁ Ἐλισσαῖος, ρίπτοντας ἁλάτι στὴν πηγή μας, μετέβαλε σὲ γόνιμο τὸ ἄγονο νερό της, ὁπωσδήποτε καὶ αὐτός, ἂν ἁλατίση μὲ τὴν χάρη τὴν ψυχή μου, θὰ τὴν διεγείρη πρὸς καρπογονίαν ἀρετῆς.
.         Καθὼς ἐσυλλογίζετο αὐτὰ «ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀναβλέψας εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». χεις νεβε στδένδρον ς τελώνης, κατέβα π τ δένδρον ς φιλόθεος. Κατέβα π τ ξύλον ατ στν γ, γι ν νεβς δι το σταυρο πρς τν ορανόν. νλθες σ’ να δένδρον, π τος νθρώπους κρυπτόμενος, νέρχεσαι δι το σταυροστος γγέλους χαριζόμενος. «Σπεύσας» λοιπὸν «κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι». Ὤ, τί ἀνέκφραστη χάρις! Τί ἀπερίγραπτος φιλανθρωπία! Δὲν θὰ εἶναι πλέον ἀκάθαρτος ὁ οἶκος τοῦ τελώνου. Κάθε κακὸ θὰ ἀποδράση ἀπὸ αὐτόν, διότι ὅπου φιλοξενεῖται ὁ Ἰησοῦς, τὰ πάντα μεταβάλλονται πρὸς τὸ καλλίτερον. «Ζακχαῖε», λέγει, «σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκω σου δεῖ με μεῖναι». Τί νὰ εἴπω; Παράδεισος ἔγινε ἡ οἰκία τοῦ τελώνου. Ὅ,τι βλέπω στὴν περίπτωση τοῦ ληστοῦ, τὸ ἴδιο καὶ τώρα στὸν Ζακχαῖον. Εἶπε στὸν ληστὴ «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσω», καὶ συγχρόνως τὸν παρέλαβε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τὸν ἔβαλε στὸν Παράδεισον. Εἶπε στὸν Ζακχαῖο. «Σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι», καὶ συγχρόνως τὸν ἔλαβε μαζί του καὶ εἰσῆλθε, κάνοντας τὸν οἶκο του Παράδεισο πρὶν ἀπὸ τὸν Παράδεισο…
.         Καθὼς ὅμως παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα οἱ ἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ παλαιὰ ἀγανακτοῦσαν καὶ παρεπονοῦντο γιὰ τὴν πηγήν, οἱ ἄγευστοί της θείας δυνάμεως καὶ ἀγαθότητος, σὰν νὰ ἐλυποῦντο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀρχιτελώνου, ἐγόγγυζαν μέσα τους λέγοντες ὅτι «παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθεν καταλύσαι». Ὤ, ἐργάτες τῆς καταφρονήσεως, καὶ γεωργοὶ τῆς ραθυμίας! Σεῖς τί εἶσθε, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Δὲν εἶσθε μοχθηρότεροι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε καὶ ἐσκήνωσε μεταξύ σας; Πῶς ἐγεννήθη μεταξύ σας, ἀνετράφη, ἀνδρώθη, ἔπιεν, ἔφαγε; Γιατί λοιπὸν παραβλέπετε τὰ ἰδικά σας τραύματα, καὶ ἀνιχνεύετε τὰ πταίσματα τοῦ πλησίον; Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, γιατί ἄλλοτε λέγετε τὸν Χριστὸν ἁμαρτωλόν, καὶ ἄλλοτε δίκαιον; Ὅταν ἐθεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, τὸν ἀπεκαλέσατε ἁμαρτωλό, λέγοντας «δὸς δόξαν τῷ Θεῶ. Ἡμεῖς γὰρ οἴδαμεν ὅτι ἁμαρτωλὸς ἐστίν», ἐπειδὴ λύει τὸ Σάββατο. Τώρα ποὺ ἦλθε κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ τελώνου, τὸν διασύρετε ἐνώπιον ὅλων ὡς μὴ δίκαιον, διότι συντρώγει ἀναξίως μὲ ἁμαρτωλούς. Ἂν θεραπεύση τυφλόν, τὸν λέγετε ἁμαρτωλόν, ἂν συμφάγη μὲ ἁμαρτωλοὺς τὸν διασύρετε, ὅτι συντρώγει ἀναξίως μὲ ἁμαρτωλούς. Τί λοιπόν; Νὰ μὴ θεραπεύση τυφλὸν τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μὴ νομισθῆ ἁμαρτωλός; Νὰ μὴ φάγη μὲ τελῶνες, γιὰ νὰ θεωρηθῆ δίκαιος; Γιατί τὸν κατηγορεῖτε; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ ἔπρεπε νὰ τεθῆ τὸ φῶς, παρὰ σὲ μέρος σκοτεινό; Ποῦ ἔπρεπε νὰ ἔλθη ὁ ἰατρός; Νὰ μὴ προστρέξη σ’ αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν; «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ποῦ ἔπρεπε νὰ παρουσιασθῆ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; Ὄχι πρὸς τοὺς τελῶνες καὶ ἁμαρτωλούς, ὥστε νὰ λάβη τὸ φορτίο τους ἐπάνω του, νὰ τοὺς ἐλαφρύνη, καὶ ἔτσι νὰ τοὺς καταστήση ἱκανοὺς γιὰ τὰ ὑψηλότερα; Ματαίως τὸν κακολογεῖτε. Ἔχει ἐκπληρωθῆ σὲ σᾶς αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη, ὅτι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς (σᾶς προλαμβάνουν δηλαδὴ) εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
.         «Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον. Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς” καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τώρα ποὺ ἔχω δεχθῆ στὸν οἶκο μου ἐσὲ τὸν προστάτη τῶν πτωχῶν, δὲν ἀνέχομαι πλέον νὰ ἀδικῶ τοὺς πτωχούς, δν μ κατέχει πλέον φόβος μήπως δν συλλέξω χρήματα, φο φιλοξένησα ατν πο χαρίζει τν πλοτον τν κένωτον. Δὲν παραμονεύω πλέον τοὺς ὁδοιπόρους, ἀφοῦ συνήντησα στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μου τὸν Ὕψιστον Θεόν, ποὺ κατέβη στὴν γῆ μὲ μορφὴν ἀνθρώπου, γιὰ νὰ χαρίση ἀμνηστεία καὶ νὰ σχίση τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μας…
.         Μολονότι ὅμως εἶναι ὁ ὄντως πλούσιος, ἔζησε ὡς πτωχός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔλεγε «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, σὺ δὲ οὐκ ἔχεις ποὺ τὴν κεφαλὴν κλίνη». Ἂς χαθοῦν οἱ ἐπίσημες αὐλὲς καὶ τὰ προαύλια, οἱ οἰκοδομικὲς μεγαλουργίες, οἱ λαμπροὶ καὶ περιφανεῖς οἶκοι. Ἀντὶ ὅλων αὐτῶν μόνον τν κένωτον πλοτο τς πτωχείας σου ζητ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀδυνατῶ νὰ διηγηθῶ ἐπαξίως τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς τοῦ Ζακχαίου, ἂς ἀφήσωμε τὸν λόγο στὸν πλούσιον σὲ ἀρετὲς Πατέρα, ὁ ὁποῖος θὰ ὁμιλήση στὴν καρδία τοῦ καθενός. Στὸν φιλόξενον ἁρμόζει νὰ διηγῆται τὶς ἀρετὲς τοῦ φιλόξενου, πρὸς αἴνεσιν μὲν αὐτοῦ, στηριγμὸν δὲ ἰδικόν σας καὶ στέφανον τῆς Ἐκκλησίας, τιμὴν δὲ τοῦ Χριστοῦ «ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς


ΠΗΓΗ: «Ἄλλη Ὄψις» (ἀπὸ orp.gr -«ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...