Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 'Αγιος Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 'Αγιος Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2018

Ας σπεύσουμε να βρούμε τον Χριστό

Σχετική εικόνα 

Άγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

 Αν θέλεις να επιτύχεις αυτά που επιθυμείς και ποθείς, εννοώ τα αγαθά του Θεού, και αν θέλεις από άνθρωπος να γίνεις επίγειος άγγελος, αγάπησε, αδελφέ, τη θλίψη του σώματος, δέξου την κακοπάθεια, και μάλιστα αγάπησε πολύ τους πειρασμούς, επειδή αυτοί πρόκειται να σου γίνουν πρόξενοι κάθε καλού.
Πες μου, τι ωραιότερο υπάρχει από μία ψυχή που θλίβεται με επίγνωση, ότι κάνοντας υπομονή πρόκειται να κληρονομήσει τη χαρά όλων; Τι ανδρειότερο υπάρχει από μία καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη, που τρέπει σε φυγή χωρίς κόπο τις φάλαγγες των δαιμόνων και τις απομακρύνει ολότελα; Τι ενδοξότερο υπάρχει από την πνευματική πτωχεία (*) που είναι πρόξενος της βασιλείας των ουρανών, αλλά και τι θα μπορούσε να είναι αντάξιο με την πνευματική πτωχεία, ή τώρα ή στον μέλλοντα αιώνα;
Και ακόμη το να μη μεριμνά κανείς για τον εαυτό του, για να αποκτήσει δηλαδή κάτι από τα γήινα, αλλά να έχει στραμμένο ολόκληρο το νου του προς τον Χριστό, πόσα αιώνια αγαθά φαντάζεσαι ότι προξενεί, πόση αγγελική κατάσταση; Και ακόμη το να καταφρονεί κανείς όλα μαζί τα πρόσκαιρα και αυτές ακόμη τις απαραίτητες ανάγκες του σώματος, ώστε να μη φιλονεικεί με κάποιον γι’ αυτά, για να διατηρεί αμείωτη την ειρήνη και την αγάπη μέσα σε ατάραχη ψυχική κατάσταση, για ποιες αμοιβές και για ποια στεφάνια και βραβεία δεν είναι αντάξιο;
Πραγματικά, η εντολή ξεπερνά τη φύση και οι αμοιβές ξεπερνούν τη λογική· ο Χριστός θα γίνει γι’ αυτούς τα πάντα, αναπληρώνοντας τα πάντα.
Όταν όμως ακούς το όνομα Χριστός, μην προσέχεις την απλότητα του λόγου και τη συντομία της λέξης, αλλά σκέψου τη δόξα της Θεότητας, που ξεπερνά το νου και τη σκέψη· σκέψου την ανέκφραστη δύναμή της, το αμέτρητο έλεός της, τον ακατανόητο πλούτο της, αυτά που ο Χριστός δίνει σ’ αυτούς με αφθονία και με γενναιοδωρία, και που αρκούν να αναπληρώσουν όλα, επειδή δέχθηκαν μέσα τους εκείνον τον ίδιο τον Χριστό, τον αίτιο και βραβευτή κάθε καλού· διότι αυτός που αξιώθηκε να δει και να αντικρύσει τον Χριστό, δεν επιθυμεί κάτι άλλο, ούτε αυτός που γέμισε από την αγάπη του Θεού, ανέχεται να αγαπήσει επάνω στη γη κάποιον άλλο περισσότερο από τον Χριστό.
Γι’ αυτό λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, ας σπεύσουμε να βρούμε τον Χριστό και να τον δούμε τι λογής είναι ως προς την ωραιότητα και την τέρψη, επειδή και βλέπουμε πολλούς από τους ανθρώπους να υπομένουν από την επιθυμία κάποιων πρόσκαιρων αγαθών πολλούς κόπους και μόχθους, αλλά και να κάνουν μακρινά ταξίδια, και όχι μόνο αυτά, αλλά να καταφρονούν και γυναίκα και παιδιά και κάθε άλλη δόξα και απόλαυση, και να μην προτιμούν τίποτε άλλο εκτός από το θέλημά τους, για να μην αποτύχουν στο σκοπό τους.
Και αν μερικοί άνθρωποι κάνουν όλο τον αγώνα και θυσιάζουν την ίδια τους τη ζωή για πρόσκαιρα και φθαρτά πράγματα, εμείς δεν θα παραδώσουμε σε θάνατο τις ψυχές και τα σώματά μας για χάρη του Βασιλιά των βασιλευόντων και του Κυρίου των κυριευόντων, και του δημιουργού και εξουσιαστή των απάντων;
Αλλά και πού να απομακρυνθούμε ή πού να φύγουμε, αδελφοί, από την παρουσία του; Αν δηλαδή ανεβούμε στον ουρανό, θα τον βρούμε να είναι εκεί, αν κατεβούμε στον άδη, και εκεί είναι παρών· αν απομακρυνθούμε στις εσχατιές της θάλασσας, δεν θα αποφύγουμε το χέρι του, αλλά η δύναμη του χεριού του θα κρατά σφιχτά τις ψυχές και τα σώματά μας (Ψαλ. 138:7-10).
Μην μπορώντας λοιπόν, αδελφοί, να σταθούμε απέναντί του ή να φύγουμε από την παρουσία τού Κυρίου, ελάτε, ας προσφέρουμε τους εαυτούς μας δούλους στον Κύριο και Θεό, που έλαβε για χάρη μας σαν ένδυμα μορφή δούλου (Φιλιπ. 2:7) και πέθανε για τη σωτηρία μας· ελάτε, ας ταπεινωθούμε κάτω από τη δύναμη του χεριού του, που αναβλύζει για όλους σαν από πηγή την αιώνια ζωή και την προσφέρει πλούσια με το Άγιο Πνεύμα σ’ εκείνους που τη ζητούν. (*) 


πνευματική πτωχεία· η ταπείνωση (Ματθ. 5:3) (Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Έργα, Λόγος δεύτερος (απόσπασμα), σελ. 42. Μετάφραση Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2017)

ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

Πίστη εἶναι… Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος:

Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος:
imagesCAEYTFPH1. Πίστη εἶναι νὰ πεθάνει κανεὶς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς Του, πιστεύοντας ὅτι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοῦ γίνει πρόξενος ζωῆς· νὰ θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν πλοῦτο, τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀσημότητα σὰν ἀληθινὴ δόξα καὶ κοινωνικὴ λάμψη· καὶ νὰ πιστεύει ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει τίποτε, κατέχει τὰ πάντα ἢ μᾶλλον ἀπέκτησε τὸν ἀνεξερεύνητο πλοῦτο τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ νὰ τὰ βλέπει σὰν λάσπη ἢ καπνό.
2. Πίστη στὸ Χριστὸ εἶναι ὄχι μόνο νὰ καταφρονήσουμε ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε ἐγκαρτέρηση καὶ ὑπομονὴ σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται καὶ μᾶς προκαλεῖ λύπες, θλίψεις καὶ συμφορές, ὥσπου νὰ εὐδοκήσει νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός: «μὲ κάθε ὑπομονὴ περίμενα τὸν Κύριο, καὶ Αὐτὸς μὲ ἐπισκέφθηκε».
3. Ἐκεῖνοι ποὺ προτιμοῦν σὲ κάτι τοὺς γονεῖς τους ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν πίστη στὸ Χριστό, καὶ ὁπωσδήποτε καταδικάζονται ἀπὸ τὴ συνείδησή τους, ἂν βέβαια ἔχουν ζωντανὴ συνείδηση τῆς ἀπιστίας τους. Γνώρισμα τῶν πιστῶν εἶναι νὰ μὴν παραβαίνουν σὲ τίποτε ἀπολύτως τὴν ἐντολὴ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
4. Ἡ πίστη στὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό, γεννᾶ τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν καὶ τὸ φόβο τῆς κολάσεως. Ἡ ἐπιθυμία τῶν πράγματι καλῶν καὶ ὁ φόβος τῆς κολάσεως, προξενοῦν τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους πόσο ἀδύνατοι εἶναι. Ἡ κατανόηση τῆς πραγματικῆς ἀδυναμίας μᾶς γεννᾶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Ὅποιος ἀπέκτησε σύνοικό του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ ζητήσει μὲ πόνο νὰ μάθει, τί τὸν περιμένει μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ὅποιος φροντίζει νὰ μάθει γιὰ τὰ μετὰ θάνατον, ὀφείλει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ παρόντα· γιατί ὅποιος εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια σ’ αὐτά, ἔστω καὶ στὸ παραμικρό, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν τέλεια γνώση τῶν μελλόντων. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη, κατὰ θεία οἰκονομία, γευθεῖ κάπως τὴ γνώση αὐτή, δὲν ἀφήσει ὅμως τὸ ταχύτερο αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια, γιὰ νὰ παραμείνει ὁλοκληρωτικὰ στὴ γνώση αὐτή, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτή, τότε καὶ ἡ γνώση ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ.

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου


Ἀδελφοί καί Πατέρες Θά ἔπρεπε βέβαια νά μήν τολμῶ καθόλου νά ὁμιλῶ καί νά κρατῶ τή θέση τοῦ διδασκάλου καί καθοδηγητῆ ἐνώπιον τῆς ἀγάπης σας. Ἀλλά καί σεῖς γνωρίζετε ὅτι τό μουσικό ὄργανο, πού κατασκευάστηκε ἀπό τόν τεχνίτη, ἀποδίδει τόν ἦχο καί γεμίζει τά αὐτιά ὅλων μας μέ γλυκύτατη μελωδία, ὄχι ὅταν ἐκεῖνο θέλει, ἀλλά ὅταν γεμίσουν οἱ σωλῆνες του μέ ἀέρα καί τό κρούσουν ρυθμικά τά δάκτυλα τοῦ ὀργανοπαίκτη. Ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νά καταλάβετε ὅτι συμβαίνει καί μέ μένα.
Γι’ αὐτό νά μή σᾶς κάνει ἡ μηδαμινότητα καί ἡ εὐτέλεια τοῦ ὀργάνου νά κρατήσετε ἀρνητική στάση σέ ὅσα πρόκειται νά σᾶς πῶ. Ἀλλά νά ἔχετε στραμμένη τήν προσοχή σας πρός τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐμπνέει ἄνωθεν καί γεμίζει τίς ψυχές τῶν πιστῶν· καί πρός τόν ἴδιο τό δάκτυλο τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 11, 20), πού κρούει τίς χορδές τοῦ νοῦ καί μᾶς προτρέπει νά σᾶς ἀπευθύνουμε τό λόγο. Καί σάν νά ἠχεῖ ἡ δεσποτική σάλπιγγα ἤ, γιά νά τό πῶ πιό σωστά, νά μᾶς ὁμιλεῖ μέσω κάποιου ὀργάνου ὁ Βασιλέας τῶν ὅλων, μέ σύνεση καί πολλή προσήλωση, ἀκούσατε ὅσα ἔχω νά σᾶς πῶ: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε καί νά προτρέπουμε τούς ἑαυτούς μας -καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι καί οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι- ἔτσι ὥστε οἱ μέν ἄπιστοι νά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση καί νά πιστέψουμε στόν Θεό πού μᾶς δημιούργησε, καί οἱ πιστοί μέ τήν ἐνάρετη βιοτή καί τά ἔργα μας νά Τόν εὐαρεστήσουμε.
Οἱ μικροί νά ὑποταχθοῦμε στούς μεγάλους χάριν τοῦ Κυρίου καί οἱ μεγάλοι νά συμπεριφερθοῦμε στούς μικρούς καί ἀσήμαντους σάν σέ γνήσια τέκνα μας, ὅπως τό ζητάει καί ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει: «Καθετί πού κάνατε σέ ὁποιονδήποτε ἀπ’ αὐτούς τούς φτωχούς καί ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σέ μένα τό κάνατε» (Ματθ. 25, 40). Αὐτό τό λόγο δέν τόν εἶπε ὁ Κύριος μόνο γιά τούς φτωχούς, ὅπως νομίζουν μερικοί, καί γιά ὅσους στεροῦνται τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας πού χάνονται, ὄχι γιατί στεροῦνται τό ψωμί καί τό νερό, ἀλλά ἀπό τή μεγάλη καί βαριά πείνα πού δημιουργεῖ ἡ ἀνυπακοή καί ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ἀμώς 8, 11). Διότι ὅσο εἶναι ἡ ψυχή ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, τόσο εἶναι καί ἡ πνευματική τροφή ἀνώτερη ἀπό τή σωματική. Καί νομίζω ὅτι γι’ αὐτήν τήν τροφή λέει ὁ Κύριος «πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ νερό» (Λουκ. 12, 23), παρά γιά τή φθαρτή ὑλική τροφή.
Πράγματι, πεινᾶ ὁ Χριστός καί διψᾶ τή σωτηρία τοῦ καθενός μας. Καί ἡ σωτηρία μας εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον νά ἐπιτύχουμε τήν ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία χωρίς τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Δηλαδή μέ τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τρέφεται ἀπό μᾶς ὁ Δεσπότης μας Θεός καί Κύριος τοῦ παντός! Διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς οἱ δαίμονες τρέφονται ἀπό τίς πονηρές μας πράξεις καί παίρνουν δύναμη ἐναντίον μας -ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἀπέχουμε ἀπό τήν ἁμαρτία ὑποφέρουν ἀπό ἀσιτία καί χάνουν τή δύναμή τους- ἔτσι σκέπτομαι ὅτι τρέφεται ἀπό μᾶς, ἤ καί τό ἀντίθετο, παραμελεῖται καί πεινᾶ καί Ἐκεῖνος πού «ἐπτώχευσε» (Β’ Κορ. 8, 9) γιά τή σωτηρία μας.
Αὐτό μποροῦμε νά τό μάθουμε καί νά τό ψηλαφήσουμε καί στή ζωή τῶν Ἁγίων μας. Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἀριθμός τους εἶναι μεγάλος καί ὑπερβαίνει τούς κόκκους τῆς ἄμμου, θά προσπεράσω ὅλους τούς ἄλλους καί θά σταθῶ στό βίο ἑνός Ἁγίου ἤ μιᾶς Ἁγίας γιά νά πληροφορήσω τήν ἀγάπη σας γιά τό θέμα αὐτό. Ξέρω ὅτι ἀκοῦτε τό βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας πού δέν τόν διηγεῖται κανένας ἄλλος, ἀλλά ἐκείνη ἡ ἴδια ἡ ἰσάγγελος, ἡ ὁποία μᾶς κάνει γνωστή, σάν νά ἐξομολογεῖται, τή φτώχεια της μέ τά ἑξῆς λόγια: «Πολλές φορές δέν ἔπαιρνα μισθό ἀπό τούς ἐραστές μου, παρά μόνο τό μισθό τῆς ἁμαρτίας. Καί αὐτό δέν τό ἔκανα γιατί ἤμουν πλούσια, ἀφοῦ ἔγνεθα λινάρι γιά νά ζήσω, ἀλλά γιά νά μπορῶ νά ἔχω πιό πολλούς ἐραστές καί νά ἱκανοποιῶ σέ μεγαλύτερο βαθμό τό πάθος μου» (P.G. 87, 3709D, 3712A καί B). Ὅταν δέ πήγαινε στά Ἱεροσόλυμα καί πῆγε νά ἐπιβιβασθεῖ στό πλοῖο ἦταν τόσο φτωχή πού δέν εἶχε οὔτε τά ναῦλα, οὔτε τά ἔξοδα γιά τό ταξίδι. Μετά ὅμως τήν ἀφιέρωσή της στήν Πανάμωμο Θεοτόκο, ἀναχώρησε γιά τήν ἔρημο. Καί μέ δυό νομίσματα πού τῆς ἔδωσε κάποιος ἀγόρασε ψωμί καί μέ αὐτά τά ἐφόδια πέρασε τόν Ἰορδάνη, ἔζησε μέ καρτερία στήν ἔρημο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της, χωρίς νά δεῖ πρόσωπο ἀνθρώπου, παρά μόνο τόν ἅγιο Ζωσιμᾶ, καί χωρίς βέβαια νά θρέψει κάποιο πεινασμένο φτωχό ἤ χωρίς νά ξεδιψάσει κάποιο διψασμένο ἤ νά ντύσει κάποιο γυμνό ἤ νά ἐπισκεφθεῖ τούς φυλακισμένους ἤ νά φιλοξενήσει ξένους (Ματθ. 25, 35-38).
 Τό ἀντίθετο μάλιστα, καί παρέσυρε πολλούς στό βάραθρο τῆς ἀπώλειας μέ τό νά τούς δέχεται στό καταγώγιο τῆς ἁμαρτίας. Πές μου λοιπόν πῶς θά σωθεῖ καί πῶς θά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τούς ἐλεήμονες αὐτή πού οὔτε πλούτη ἐγκατέλειψε, οὔτε περιουσία μοίρασε στούς φτωχούς (Ματθ. 19, 21), οὔτε ἔκανε ποτέ ἔστω κάποια ἐλεημοσύνη, ἀλλά μᾶλλον σέ μύριους ἀνθρώπους ἔγινε αἰτία καταστροφῆς; Ἀντιλαμβάνεσαι πώς ἄν ποῦμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται μόνο μέ χρήματα καί ὑλικά ἀγαθά καί πώς ὁ Χριστός τρέφεται ἀπό μᾶς μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐλεημοσύνη καί πώς σώζονται μόνο ἐκεῖνοι πού Τόν τρέφουν, Τόν ποτίζουν καί γενικά Τόν ὑπηρετοῦν μέ αὐτό τόν τρόπο, ἐνῶ αὐτοί πού δέν τό κάνουν χάνονται, εἶναι πολύ παράδοξο. Διότι τότε θά διωχθοῦν ἀπό τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πολλοί Ἅγιοι! Ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό. Ὄχι, δέν εἶναι. Τά πράγματα καί καθετί πού ὑπάρχει στόν κόσμο εἶναι κοινά σέ ὅλους, ὅπως εἶναι δηλαδή τό φῶς καί ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε, τό χορτάρι καί ἡ βοσκή πού ὑπάρχει στίς πεδιάδες καί στά βουνά γιά τά ἄλογα ζῶα.
Τά πάντα εἶναι κοινά γιά ὅλους, μποροῦν ὅλοι νά τά χρησιμοποιοῦν καί νά τά ἀπολαμβάνουν, ἀλλά δέν μποροῦν νά τά ἐξουσιάζουν. Ἡ πλεονεξία ὅμως μέ τούς δούλους καί τούς ὑπηρέτες της, σάν ἕνας τύραννος, μπῆκε στή ζωή μας καί μοίρασε ἐδῶ καί ἐκεῖ αὐτά πού δόθηκαν ἀπό κοινοῦ σέ ὅλους ἀπό τόν Δεσπότη Χριστό. Τά περιόρισε καί τά ἀσφάλισε μέ φράκτες καί πύργους, μέ κλειδαριές καί πόρτες καί ἔτσι στέρησε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας μάλιστα ἡ ἀδιάντροπη πώς ὅλα αὐτά ἀνήκουν στήν ἐξουσία της καί ὑποστηρίζοντας μέ πάθος πώς δέν ἀδικεῖ ἀπολύτως κανέναν! Οἱ ἀκόλουθοι ὅμως καί οἱ δοῦλοι τῆς τυράννου αὐτῆς πού λέγεται πλεονεξία, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου, δέν ἔγιναν μόνο κυρίαρχοι τῶν κοινῶν ὑπαρχόντων, ἀλλά καί πονηροί δοῦλοι καί κακοί φύλακες.
Πῶς λοιπόν αὐτοί, ἔστω καί ἄν ἀπό φόβο γιά τήν ἀπειλή τῶν κολάσεων ἤ ἀπό τήν ἐλπίδα πώς θά λάβουν ἑκατονταπλάσια ἤ ἐπειδή, τέλος πάντων, κάμφθηκαν ἀπό τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων τους, ἄν δώσουν λίγα ἀπ’ αὐτά τά ἀγαθά, ἤ καί ὅλα, σέ ἐκείνους πού μέχρι τότε ἦταν παραμελημένοι μέσα στή φτώχεια καί στή στέρηση, θά θεωρηθοῦν ἐλεήμονες, διότι ἔθρεψαν τόν Χριστό ἤ ἔκαναν μιά πράξη γιά τήν ὁποία πρέπει νά ἀμειφθοῦν; Ὄχι, δέν εἶναι δυνατόν, ἀλλά, ὅπως εἶπα, ἔχουν χρέος καί νά μετανοοῦν μέχρι τό τέλος τῆ ζωῆς τους γιά ὅλα ὅσα ἐπί χρόνια εἶχαν στήν κατοχή τους καί στέρησαν τούς ἀδελφούς τους ἀπό τήν ἀπόλαυσή τους. Πῶς ὅμως ἐμεῖς πού ἔχουμε διαλέξει τή ζωή τῆς πτωχείας -ὅπως ὁ Χριστός «ἐπτώχευσε» γιά χάρη μας ἐνῶ ἦταν πλούσιος- μέ τό νά ἐλεοῦμε τούς ἑαυτούς μας θεωροῦμε ὅτι ἐλεοῦμε Αὐτόν πού ἔγινε ὅμοιος μέ μᾶς; Σκέψου καλά αὐτό πού σοῦ λέω: Ἔγινε γιά σένα ὁ Θεός ἄνθρωπος φτωχός! Ὀφείλεις λοιπόν καί σύ πού πιστεύεις σ’ Αὐτόν νά γίνεις ὅμοιος μέ Ἑκεῖνον, φτωχός. Ἐκεῖνος «ἐπτώχευσε», ἔγινε φτωχός κατά τήν ἀνθρωπότητα καί σύ εἶσαι φτωχός κατά τή θεότητα. Σκέψου λοιπόν πῶς θά Τόν θρέψεις, ἐξέτασε μέ ἀκρίβεια. «Ἐπτώχευσε Ἐκεῖνος γιά νά πλουτίσεις ἐσύ» (Β’ Κορ. 8, 9), «γιά νά σοῦ μεταδώσει τόν πλοῦτο τῆς Χάριτός Του» Ἐφεσ.1, 7. 2, 7).
Γι’ αὐτό τό λόγο προσέλαβε σάρκα. Ἀκριβῶς γιά νά μπορεῖς ἐσύ νά γίνεις μέτοχος στή θεότητά Του. Ὅταν λοιπόν ἑτοιμάσεις τόν ἑαυτό σου γιά τήν ὑποδοχή Ἐκείνου, τότε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι Τόν ὑποδέχεσαι. Ὅταν δηλαδή πεινᾶς καί διψᾶς γιά Ἐκεῖνον, αὐτό λογίζεται τροφή καί ποτό γι‹ Αὐτόν. Πῶς; Ἐπειδή μέ τήν πτωχεία καί τά παρόμοια ἔργα καί τίς πράξεις σου καθαρίζεις τήν ψυχή σου καί ἀπαλλάσσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή φθορά καί τό μολυσμό τῶν παθῶν. Καί ὁ Χριστός πού σέ προσέλαβε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι ἔκανε δικά Του ὅλα τά δικά σου καί ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά σέ κάνει θεό “κατά χάριν”, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, αὐτά πού κάνεις ἐσύ στόν ἑαυτό σου τά θεωρεῖ παθήματα δικά Του καί λέει: «Ὅ,τι ἔκανες στήν ταπεινή ψυχή σου, σέ μένα τό ἔκανες» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Διότι, πράγματι, μέ ποιά ἄλλα ἔργα εὐαρέστησαν τόν Θεό ἐκεῖνοι πού ἔζησαν στά σπήλαια καί στά ὄρη; Ὁπωσδήποτε μέ τίποτε ἄλλο παρά μέ τή μετάνοια, τήν ἀγάπη καί τήν πίστη, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ὅλο τόν κόσμο καί ἀκολούθησαν Αὐτόν μόνο.
Μέ τή μετάνοια καί τά δάκρυα Τόν ὑποδέχτηκαν καί Τόν φιλοξένησαν, ἀλλά καί Τόν ἔθρεψαν καί τόν ξεδίψασαν. Ἄλλωστε ἔτσι δέν ζοῦν ὅλοι ὅσοι γίνονται μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα υἱοί τοῦ Θεοῦ, πού γιά τόν κόσμο ὅμως εἶναι ἀσήμαντοι καί φτωχοί; Ἐκεῖνοι πού ἔνιωσαν μέσα στήν ψυχή τους καί συνειδητοποίησαν ὅτι ἔγιναν υἱοί Θεοῦ, δέν ἀνέχονται νά καλλωπίζονται μέ φθαρτά στολίδια, διότι ἔχουν ἐνδυθεῖ τόν Χριστό (Γαλ. 3, 27). Ἀλήθεια, ποιός ἄνθρωπος στολισμένος μέ βασιλική πορφύρα θά καταδεχθεῖ ποτέ νά βάλει πάνω ἀπ’ αὐτή ἕνα λερωμένο καί σχισμένο χιτώνα; Ὅσοι λοιπόν δέν ἔχουν κάνει αὐτή τή συνειδητοποίηση καί εἶναι γυμνοί ἀπό τό βασιλικό ἔνδυμα, ἀγωνίζονται ὅμως μέ τή μετάνοια καί μέ τίς ἄλλες, ὅπως εἴπαμε, ἀγαθοεργίες τους νά ἐνδυθοῦν τόν Χριστό, αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού “ἐνδύουν τόν Χριστό”. Διότι εἶναι καί αὐτοί Χριστοί, ἐφόσον ἔγιναν υἱοί Θεοῦ μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἄν τώρα δέν τό κάνουν αὐτό, ἀλλά ντύνουν ὅλους τούς γυμνούς τοῦ κόσμου, ἐγκαταλείπουν ὅμως τούς ἑαυτούς τους γυμνούς, ποιό εἶναι τό ὄφελός τους; Ἔπειτα ἕνα ἄλλο: Ὀνομαζόμαστε ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ὅσοι βαπτιστήκαμε «εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἐπιπλέον εἴμαστε καί μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σάν ἀδελφός λοιπόν καί μέλος τοῦ Χριστοῦ, ἄν τιμήσεις, φιλοξενήσεις, ὑπηρετήσεις ὅλους τούς ἄλλους, παραβλέψεις ὅμως τόν ἑαυτό σου καί δέν ἀγωνισθεῖς μέ ὅλη σου τή δύναμη νά φτάσεις στήν τελειότητα τῆς κατά Θεό πολιτείας καί τιμῆς, ἄν δηλαδή λόγω τῆς γαστριμαργίας καί τῆς φιληδονίας ἐγκαταλείψεις στό λιμό τῆς ὀκνηρίας ἤ στή δίψα τῆς ραθυμίας ἤ στήν ἀσφυκτική φυλακή τοῦ ρυπαροῦ σώματος τήν ψυχή σου ἀκάθαρτη, ἄθλια, πεσμένη σέ βαθύτατο σκοτάδι, σάν νεκρή, τότε δέν καταφρόνησες τόν ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ; Δέν τόν ἐγκατέλειψες στήν πείνα καί στή δίψα Του; Τόν ἐπισκέφθηκες ὅταν ἦταν στή φυλακή; (Ματθ. 25, 42-43).
Γι’ αὐτό τό λόγο λοιπόν θά ἀκούσεις: «Ἐπειδή δέν ἐλέησες τόν ἑαυτό σου, δέν θά ἐλεηθεῖς καί σύ». Ἄν τώρα κάποιος φέρει τό ἑξῆς ἐπιχείρημα: Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι τά πράγματα καί δέν θά λάβουμε μισθό γιά ὅσα πράγματα δίνουμε, τότε ποιός ὁ λόγος νά ἐλεοῦμε τούς φτωχούς; Ἄς ἀκούσει Αὐτόν πού πρόκειται νά τόν κρίνει καί νά ἀποδώσει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (Ρωμ. 14, 10), νά τοῦ λέει κατά κάποιο τρόπο τά ἑξῆς: Ἀνόητε καί ἀπερίσκεπτε, τί ἔφερες ἐσύ στόν κόσμο ἤ τί δημιούργησες ἀπό ὅσα βλέπεις σέ τούτη τή κτίση; Δέν βγῆκες ἀπό τήν κοιλιά τῆς Μάννας σου γυμνός καί δέν θά φύγεις ἀπό τή ζωή καί πάλι γυμνός καί δέν θά παρουσιαστεῖς μπροστά στό κριτήριό μου ἀπογυμνωμένος ἀπό τίς ἀρετές; (Ρωμ. 14, 10).
Γιά ποιά πράγματα ἀπαιτεῖς μισθούς καί ἀμοιβές; Καί μέ ποιά δικά σου ἀγαθά, λές ὅτι ἐλεεῖς τούς ἀδελφούς σου καί μέσω τῶν ἀδελφῶν σου, Ἐμένα, ὁ Ὁποῖος τά παρέθεσα ὅλα αὐτά κοινά, ὄχι μόνο σέ σένα, ἀλλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἤ μήπως νομίζεις ὅτι ἔχω ἀνάγκη ἀπό κάτι καί φαντάζεσαι ὅτι θά μέ δωροδοκήσεις κι Ἐμένα ὅπως δωροδοκεῖς τούς φιλάργυρους δικαστές τῶν ἀνθρώπων; Διότι εἶναι δυνατόν νά περάσει κάτι τέτοιο ἀπό τό ἀνόητο μυαλό σου. Καθόλου λοιπόν δέν τά νομοθετῶ αὐτά, ἐπειδή ἐπιθυμῶ κάποια ἀγαθά, ἀλλά γιά νά σᾶς ἐλεήσω. Οὔτε τό κάνω ἐπειδή ἔχω τήν ἐπιθυμία νά οἰκειοποιηθῶ τά δικά σας (Β’ Κορ. 12, 14), ἀλλά ἐπειδή θέλω νά σᾶς ἀπαλλάξω ἀπό τίς διαβρωτικές παρενέργειες ὅλων αὐτῶν.
Γι’ αὐτό καί γιά κανέναν ἄλλο λόγο. Ἀλλά μή νομίζεις, ἀδελφέ, ὅτι ὁ Θεός στερεῖται καί δέν μπορεῖ νά θρέψει τούς φτωχούς καί γι’ αὐτό μᾶς προτρέπει νά ἐλεοῦμε τούς ἀδελφούς μας καί νά θεωροῦμε σημαντική αὐτή τήν ἐντολή. Μή γένοιτο! Ἀλλά αὐτό πού ἐπινόησε ὁ διάβολος μέ τήν πλεονεξία γιά νά μᾶς καταστρέψει, αὐτό ὁ Χριστός τό οἰκονόμησε καί τό ἔστρεψε μέ τήν ἐλεημοσύνη, ὥστε νά γίνεται αἰτία τῆς σωτηρίας μας. Τί θέλω νά πῶ; Μᾶς ὑπέβαλε τήν ἐπιθυμία ὁ διάβολος νά οἰκειοποιηθοῦμε καί νά ἀποθησαυρίσουμε ὅλα ἐκεῖνα πού δημιούργησε ὁ Θεός γιά κοινή χρήση. Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς προσάψει μέ τήν πλεονεξία δύο κατηγορίες καί νά μᾶς καταστήσει ὑπόδικους γιά τήν αἰώνια κόλαση καί καταδίκη. Ἡ μία εἶναι ὅτι εἴμαστε ἀνελεήμονες καί ἡ ἄλλη ὅτι ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά καί ὄχι στό Θεό. Διότι αὐτός πού ἔχει ἀποθησαυρισμένα πολλά χρήματα, δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό. Καί αὐτό εἶναι φανερό ἀπό ὅσα μᾶς εἶπε ὁ Χριστός καί Θεός: «Ὅπου», λέει «εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι προσκολλημένη καί ἡ καρδιά σας» (Λουκ. 12, 34). Ἐκεῖνος λοιπόν πού διαμοιράζει ἀπό τά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά του σέ ὅλους, δέν τοῦ ὀφείλει κανένας μισθό γι’ αὐτά. Ἀντίθετα μάλιστα, εἶναι καί ἔνοχος γιατί μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα τά στέρησε ἄδικα ἀπό τούς ἄλλους.
Ἐπιπλέον εἶναι καί ὑπεύθυνος γιά ὅλους αὐτούς πού κατά καιρούς ἔχασαν τή ζωή τους ἀπό τήν πείνα καί τή δίψα. Αὐτούς, ἐνῶ μποροῦσε νά τούς θρέψει, δέν τούς ἔθρεψε, ἀλλά καταχώνιασε τό μερίδιό τους καί τούς ἄφησε νά πεθάνουν βάναυσα ἀπό τό κρύο καί τήν πείνα. Καί ἔτσι ἀποδείχτηκε φονιάς τόσων ἀνθρώπων, ὅσων μποροῦσε νά θρέψει γιά νά ζήσουν καί νά μήν πεθάνουν. Ὁ ἀγαθός λοιπόν καί εὔσπλαγχνος Δεσπότης μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν εὐθύνη καί τήν καταδίκη γιά ὅλες αὐτές τίς κατηγορίες, δέν θεωρεῖ ὅτι κατέχουμε ξένα ἀγαθά, ἀλλά δικά μας, καί ὑπόσχεται σέ ὅσους ἀπό μᾶς διαμοιράζουμε στούς ἀδελφούς μας, μέ χαρά καί ἱλαρότητα τά ἀγαθά αὐτά (Μάρκ. 10, 30), νά χαρίσει ὄχι μόνο δεκαπλάσια, ἀλλά ἑκατονταπλάσια.
Καί ὅταν λέει «μέ ἱλαρότητα» (Ρωμ. 12, 8) ἐννοεῖ νά μή θεωρεῖ κανείς δικά του αὐτά τά ἀγαθά, ἀλλά ὅτι τοῦ τά ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀδελφῶν του, πού εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί αὐτός, καί νά τά σκορπίζει καί νά τά διαδίδει μέ ἀφθονία, μέ χαρά καί μεγαλοψυχία καί ὄχι μέ λύπη καί ἐξαναγκασμό (Β’ Κορ.9, 7). Δηλαδή ἱλαρότητα εἶναι τό νά παραδώσουμε τά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά μας μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀληθινῆς ὑποσχέσεως πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ὅτι θά μᾶς δώσει μισθό γι’ αὐτό ἑκατονταπλάσιο. Καί τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός ἐπειδή γνώριζε ὅτι ὅλοι κυριευόμαστε καί αἰχμαλωτιζόμαστε ἐντελῶς ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς περιουσίας καί τή μανία τοῦ πλούτου καί δύσκολα μᾶς ξεκολλάει κανείς ἀπ’ αὐτά καί ὅτι αὐτοί τελικά πού τά ἀποστεροῦνται χάνουν καί τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἴδια τους τή ζωή (Ἰωνᾶ 4, 8). Γι‹ αὐτό μεταχειρίστηκε τό κατάλληλο φάρμακο. Μᾶς ὑποσχέθηκε δηλαδή ὅτι θά μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσια ἀμοιβή. Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει πρῶτα ἀπό τήν καταδίκη τῆς πλεονεξίας γι‹ αὐτά, ἔπειτα νά παύσουμε νά ἔχουμε σέ αὐτά τήν πεποίθηση καί τήν ἐλπίδα μας, ὥστε νά ἐλευθερωθοῦν οἱ καρδιές μας ἀπό τά δεσμά αὐτά. Καί ἔτσι ἐλεύθεροι πιά νά κάνουμε πράξη τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν ὑπηρετήσουμε μέ φόβο καί τρόμο (Ψαλμ. 2, 11), ὄχι μέ τό βίωμα ὅτι κάνουμε κάτι γιά χάρη Του, ἀλλά ὅτι ἐμεῖς εὐεργετούμαστε μέ τήν ὑποταγή στίς ἐντολές Του. Διαφορετικά δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Παράδειγμα.
Τούς πλούσιους τούς προέτρεψε νά ἐγκαταλείψουν τά πλούτη τους, ἐπειδή εἶναι φορτίο καί ἐμπόδιο γιά τήν κατά Θεό ζωή, καί ἔπειτα νά σηκώσουν τό σταυρό στούς ὤμους τους καί νά ἀκολουθήσουν τά ἴχνη τοῦ Δεσπότου (Ματθ. 10, 38). Διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά κάνουν καί τά δύο αὐτά πράγματα μαζί. Αὐτοί βέβαια πού δέν εἶναι πλούσιοι καί ζοῦν μέ ὀλιγάρκεια ἤ περνοῦν τή ζωή τους μέσα στήν ἐγκράτεια καί στή στέρηση, δέν ἔχουν τίποτε νά τούς ἐμποδίσει, ἄν θέλουν νά βαδίσουν τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό (Ματθ. 7, 14). Οἱ πρῶτοι, οἱ πλούσιοι, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό καλή προαίρεση γιά νά τό ἐπιτύχουν, ἐνῶ οἱ δεύτεροι, ὅσοι ζοῦν μέ ἐγκράτεια, περπατοῦν ἤδη σέ αὐτή τήν ὁδό. Γιά τό λόγο αὐτό ὀφείλουν νά περνοῦν τή ζωή τους μέ ὑπομονή καί δοξολογία. Καί ὁ Θεός πού εἶναι δίκαιος, σέ αὐτούς πού πορεύονται μέ αὐτό τόν τρόπο πρός τήν αἰώνια ζωή καί ἀπόλαυση, θά τούς ἑτοιμάσει ἐκεῖ τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς τους.
Τό νά δώσει ὅμως κανείς ὅλη τήν περιουσία καί τά ἀγαθά του, καί νά μήν ἀγωνίζεται μέ ἀνδρεία στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις, αὐτό εἶναι, νομίζω, χαρακτηριστικό ἀμελοῦς ψυχῆς πού δέν γνωρίζει ποῦ στοχεύει ὁ ἀγώνας αὐτός. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ χρυσός, ὅταν σκουριάσει σέ βάθος, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά καθαριστεῖ καλά καί νά ἐπανέλθει στή λαμπρότητά του, παρά μόνο ἄν ξαναλιώσει στή φωτιά καί σφυροκοπηθεῖ πολλές φορές, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού διαβρώθηκε ἀπό τόν ἰό τῆς ἁμαρτίας καί ἐξαχρειώθηκε μέχρι τά μύχια της, δέν μπορεῖ μέ ἄλλο τρόπο νά καθαριστεῖ καί νά ἐπανέλθει στό ἀρχαῖο κάλλος της, παρά μόνο ἄν πέσει σέ πολλούς πειρασμούς καί μπεῖ μέσα στό χωνευτήρι τῶν θλίψεων (Σοφ. Σολ. 3, 6). Ἄλλωστε αὐτό δηλώνει καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού λέει: «Πούλησε τά ὑπάρχοντά σου, δός τα στούς φτωχούς» (Ματθ. 19, 21) «σήκωσε τό σταυρό σου καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21. 16, 24), ἐννοώντας μέ τό σταυρό, τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις. Τίποτε λοιπόν δέν θά κερδίσουν μόνο ἀπό τήν περιφρόνηση καί ἀπόταξη τῶν χρημάτων καί τῆς περιουσίας τους ὅσοι τά ἐγκαταλείπουν αὐτά καί στρέφονται πρός τή μοναστική ζωή, ἄν δέν ὑπομείνουν μέχρι τέλους τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις καί τούς “κατά Θεόν” κόπους καί στερήσεις (Β’ Κορ. 7, 10). Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε «μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας σας θά κερδίσετε τήν ψυχή σας, ἀλλά μέ τήν ὑπομονή σας» (Λουκ. 21, 19).
Βέβαια εἶναι φανερό ὅτι εἶναι καλή καί ὠφέλιμη ἡ διανομή τῶν χρημάτων καί τῶν ὑπαρχόντων καί ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά δέν μπορεῖ αὐτή καθεαυτή ἀπό μόνη της ἡ φυγή καί ἡ ἀπόταξη νά συστήσει τόν “κατά Θεόν” τέλειο ἄνθρωπο, χωρίς τήν ὑπομονή στούς πειρασμούς. Γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔχουν ἔτσι τά πράγματα καί ὅτι αὐτό ἀρέσει στό Θεό, ἄκουσε τόν Ἴδιο πού λέει: «Ἄν θέλεις», λέει, «νά εἶσαι τέλειος,πούλησε τά ὑπάρχοντά σου μοίρασέ τα στούς φτωχούς, σήκωσε τό σταυρό σου καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21. 16, 14), ὑπονοώντας, ὅπως εἴπαμε, μέ τό σταυρό, τούς πειρασμούς, τήν ὑπομονή καί τή θλίψη. Ἐπειδή, πράγματι, ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν “κερδίζεται μέ βία καί οἱ βιαστές τήν ἁρπάζουν” (Ματθ. 11, 12), καί δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιά τούς πιστούς νά εἰσέλθουν σέ αὐτή, παρά μόνο διά τῆς στενῆς πύλης τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων. Δικαίως ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς παραγγέλλει: «Ἀγωνίζεσθε», λέει, «νά εἰσέλθετε διά τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. 13, 24). Καί ἀκόμη: «Πρέπει νά περάσουμε πολλές θλίψεις γιά νά εἰσέλθουμε στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Πράξ. 14, 22). Ἐκεῖνος λοιπόν πού διαμοιράζει τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς καί ἀναχωρεῖ ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου μέ τήν ἐλπίδα πώς θά λάβει μισθό, αὐτός αἰσθάνεται πολύ ἥσυχη τή συνείδησή του, ἀλλά καμμιά φορά ἀπό τήν κενοδοξία χάνει τό μισθό καί τήν ἀμοιβή. Αὐτός ὅμως πού, μετά τή διανομή τῶν ὑπαρχόντων του στούς φτωχούς, ὑπομένει τίς θλίψεις μέ εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία καί ἀντέχει στίς συμφορές, αἰσθάνεται βέβαια ἔντονα ὀδυνηρούς πόνους στήν καρδιά του, ἀλλά διατηρεῖ τό λογισμό του καθαρό, καί στό μέλλον θά ἔχει μεγάλο μισθό, διότι μιμήθηκε τά πάθη τοῦ Χριστοῦ καί ὑπέμεινε μέ καρτερία τούς διάφορους πειρασμούς καί τίς θλίψεις.
Γι’ αὐτό σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, ἄς φροντίσουμε, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο, νά εἰσέλθουμε διά τῆς στενῆς πύλης πού εἶναι ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί ἡ ἀποφυγή τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. Διότι χωρίς νά νεκρώσουμε τή σάρκα καί τίς ἐπιθυμίες της δέν εἶναι δυνατόν νά φτάσουμε στήν ἄνεση καί στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά κακά καί στήν ἐλευθερία πού γεννᾶται σέ μᾶς ἀπό τήν παράκληση καί τήν παρηγορία πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί χωρίς τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς δέν θά δεῖ τόν Θεό οὔτε σ’ αὐτό τόν αἰώνα, οὔτε στό μέλλοντα. Ὅτι βέβαια ἔκανες πολύ καλό ἔργο, πού σκόρπισες ὅλα σου τά ὑπάρχοντα στούς φτωχούς, χωρίς νά ἀφήσεις τίποτε γιά τόν ἑαυτό σου ὅπως ὁ Ἀνανίας (Πράξ. 5, 1-5), καί ἐπιπλέον ἀπαρνήθηκες τόν κόσμο (Α’ Ἰωάν. 2, 15) καί τά τοῦ κόσμου καί ἐγκατέλειψες τό βίο καί τίς μέριμνές του καί ἔσπευσες στό λιμάνι τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί φόρεσες τό ἔνδυμα τοῦ μοναχοῦ, συμφωνῶ καί ἐγώ καί σέ ἐπαινῶ γιά τό ἔργο σου αὐτό. Πρέπει ὅμως νά ξεντυθεῖς καί τό φρόνημα τῆς σαρκός (Ρωμ. 8, 67), ὅπως ξεντύθηκες τά ἐνδύματα, καί νά ἀποκτήσεις τέτοιο ἦθος καί τέτοιο φρόνημα, ἀνάλογο μέ τή στολή πού ἐνδύθηκες. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί τό φωτεινό χιτώνα νά φορέσεις διά τῆς μετανοίας πού εἶναι Αὐτό τό Ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό δέν θά τό ἐπιτύχεις μέ ἄλλο τρόπο, παρά μόνο μέ τήν ἐπίμονη ἐργασία τῶν ἀρετῶν καί τήν ὑπομονή στίς θλίψεις. Διότι ὅταν θλίβεται ἡ ψυχή, μέ τήν πίεση τῶν πειρασμῶν, χύνει δάκρυα καί τά δάκρυα καθαρίζουν τήν καρδιά καί τήν καθιστοῦν ναό καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δέν εἶναι λοιπόν ἀρκετό γιά τή σωτηρία μας μόνο ἡ περιβολή τοῦ σχήματος καί ὁ ἐξωτερικός στολισμός τοῦ σώματος. Ἀλλά ἔχουμε χρέος ὅπως ἀκριβῶς τόν ἐξωτερικό ἔτσι καί τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο νά τόν στολίσουμε μέ τόν στολισμό τοῦ Πνεύματος καί νά θυσιάσουμε ὁλοκληρωτικά τούς ἑαυτούς μας στόν Θεό, “ψυχῇ τε καί σώματι”. Πρέπει μέ τή σωματική ἄσκηση νά ἀσκοῦμε τό σῶμα στούς κόπους τῆς ἀρετῆς, ἔτσι ὥστε νά συνηθίζει στά “κατά Θεόν” λυπηρά. Νά σηκώνει δηλαδή γενναῖα τή θλίψη τῆς νηστείας, τή βία τῆς ἐγκράτειας, τήν ἔνταση τῆς ἀγρυπνίας καί ὅλη τή σωματική κακοπάθεια. Μέ τήν «εὐσέβεια» δέ πού ἐμπνέει τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά παιδαγωγοῦμε τήν ψυχή ὥστε νά φρονεῖ αὐτά πού πρέπει. Νά φρονεῖ καί νά μελετᾶ πάντοτε τήν αἰώνια ζωή. Νά εἶναι ταπεινή, πραεῖα, κατανυκτική. Νά πενθεῖ καθημερινά, νά μετέχει μέ τήν προσευχή στό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα αὐτά συνήθως ἔρχονται στήν ψυχή μέ τή θερμή καί ὁλοκληρωτική μετάνοια. Ὅταν αὐτή καθαρίζεται μέ πολλά δάκρυα, χωρίς τά ὁποῖα δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀποκτήσει λαμπρό χιτώνα οὔτε νά ἀναχθεῖ σέ ὕψος πνευματικῆς θεωρίας. Ὅπως δηλαδή ἕνα ροῦχο, πού ἔχει καταλερωθεῖ ἀπό λάσπη καί ἀκαθαρσία, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά καθαριστεῖ, παρά μόνο ἄν τοῦ ρίξουμε πολύ νερό καί τό χτυπήσουμε δυνατά, ἔτσι καί ὁ χιτώνας τῆς ψυχῆς πού μολύνθηκε ἀπό τό βοῦρκο καί τήν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν.
Δέν μπορεῖ αὐτός νά καθαριστεῖ ἀπό τό ρύπο τῆς ἁμαρτίας, παρά μόνο μέ πολλά δάκρυα καί ὑπομονή στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις. Διότι δύο εἶναι σέ μᾶς οἱ ρεύσεις τοῦ σώματος. Ἡ μιά εἶναι ἄνωθεν, τά δάκρυα πού τρέχουν ἀπό τά μάτια, καί ἡ ἄλλη προέρχεται ἀπό τίς γεννητικές δυνάμεις. Ἡ ρεύση τῶν γεννητικῶν δυνάμεων μολύνει τήν ψυχή ὅταν ἐκρέει παρά φύση καί παρανόμως. Τά δάκρυα ὅμως καθαρίζουν τήν ψυχή ὅταν βέβαια προέρχονται ἀπό τή μετάνοια. Πρέπει λοιπόν ὅσοι ἔχουν μολύνει τήν ψυχή τους μέ ἐφάμαρτες πράξεις ἤ ὅσοι ἀπό τήν ἐμπαθή κίνηση τῆς καρδιᾶς χάραξαν μέσα στό νοῦ τους ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες, νά καθαριστοῦν μέ πολλά δάκρυα γιά νά καταστήσουν τό χιτώνα τῆς ψυχῆς τους καθάριο καί λαμπερό. Διότι εἶναι ἀδύνατον νά δοῦν τόν Θεό, τό Φῶς Αὐτό πού φωτίζει τήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου, τό Ὁποῖο ἔρχεται στόν ἄνθρωπο μέ τή μετάνοια, ἀφοῦ τόν Θεό ἀξιώνονται νά τόν δοῦν μόνο αὐτοί πού ἔχουν καθαρή τήν καρδιά.
Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, πατέρες μου, ἀδελφοί καί τέκνα, νά ἔχουμε καθαρή τήν καρδιά, μέ τό προσεκτικό ἦθος καί τή συνεχή ἐξομολόγηση τῶν κρυφῶν μας λογισμῶν. Διότι ἡ συνεχής καί καθημερινή ἐξομολόγηση, ἐπειδή προέρχεται ἀπό καρδιά συντετριμένη, ὁδηγεῖ στή μετάνοια γιά ὅσα ἔχουμε πράξει ἤ ἁπλῶς λογιστήκαμε. Ἡ μετάνοια μέ τή σειρά της κινεῖ τά δάκρυα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς καί αὐτά καθαρίζουν τήν καρδιά καί ἐξαλείφουν μεγάλες ἁμαρτίες. Καί ὅταν ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μέ τά δάκρυα, τότε ἡ ψυχή αἰσθάνεται μεγάλη παρηγορία ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε διαποτίζεται συνέχεια μέ δάκρυα γλυκύτατης κατάνυξης, ἀπό τά ὁποῖα τρέφεται νοητῶς κάθε ἡμέρα καί καλλιεργεῖ τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Καί στόν κατάλληλο καιρό, σάν πολύσπορο σιτάρι, παραδίδει τούς καρπούς αὐτούς γιά τροφή ἀτελεύτητη τῆς ψυχῆς, γιά ζωή αἰώνια καί ἄφθαρτη.
Ὅταν φθάσει λοιπόν σ’ αὐτή τήν κατάσταση μέ σπουδή καί προσοχή ἡ ψυχή, εἶναι πιά οἰκεία στόν Θεό καί γίνεται κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀξιώνεται νά βλέπει καθαρά τόν Ποιητή της καί Θεό (μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς Θείας Χάριτος) καί νά συνομιλεῖ μαζί Του καθημερινά. Τότε ἐξέρχεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί ἀνέρχεται στούς οὐρανούς τῶν οὐρανῶν (Ψαλμ. 148, 4), καί, ἀνάλαφρη ἀπό τίς ἀρετές καί τίς πτέρυγες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καταπαύει “μετά πάντων τῶν Ἁγίων”. Ἐλεύθερη ἀπό τούς κόπους εἰσέρχεται μέσα στό ἄπειρο καί Θεῖο Φῶς, ὅπου συγχορεύουν καί συνδοξολογοῦν τά τάγματα τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί ὅλων τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων. Σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἄς ἔλθουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, γιά νά μήν ὑστερήσουμε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας, ἀλλά μέ τόν ζῆλο γιά τό καλό καί τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, νά φθάσουμε σέ μέτρα πνευματικῆς ὡριμότητας, «εἰς ἄνδρα τέλειον» (Ἐφεσ. 4, 13). Δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο, ἀρκεῖ μόνο νά θελήσουμε. Ἔτσι καί τόν Θεό θά δοξάσουμε μέσα στήν καρδιά μας καί ὁ Θεός θά εὐφρανθεῖ ἀπό μᾶς.
Ἔτσι θά Τόν βροῦμε τήν ὥρα τῆς ἀναχώρησής μας ἀπό τήν παροῦσα ζωή, νά μᾶς ὑποδέχεται σάν μέγας κόλπος τοῦ Ἀβραάμ καί νά μᾶς περιθάλπει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτή τή Βασιλεία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Κυριακή, Ιουλίου 31, 2016

Η ημέρα του Κυρίου (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)


Εἶναι δύσκολο νά μιλήσει κανείς γιά τή μέλλουσα κρίση. Ἐπειδή δέν θά πεῖ γιά τά παρόντα καί ὁρατά, ἀλλά γιά τά μέλλοντα καί ἀόρατα. Καί ἐγώ, πού θά μιλήσω, καί ἐσεῖς, πού θά μέ ἀκούσετε, χρειαζόμαστε πολλές προσευχές καί καθαρότητα τοῦ νοῦ καί φόβο Θεοῦ. Ἐγώ γιά νά μιλήσω σωστά, κι ἐσεῖς γιά ν᾿ ἀκούσετε προσεκτικά. Τό θέμα αὐτοῦ τοῦ λόγου εἶναι «ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου», τότε πού ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας, θά ἔρθει πάλι, ὄχι ὅμως πιά σά λυτρωτής, μά σάν κριτής, «ὅς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ». Τότε, ὅταν θ᾿ ἀστράψει ἡ ὑπερουράνια λάμψη τῆς Θεότητός Του, ὁ αἰσθητός ἥλιος θά σκεπαστεῖ ἀπό τή λαμπρότητα τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως, τ᾿ ἀστέρια θά σβηστοῦν καί ὅλα θά δώσουν τόπο στόν Ποιητή τους. «Ὥσπερ γάρ ἡ ἀστραπή ἀστράπτουσα ἐκ τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν εἰς τήν ὑπ᾿ οὐρανόν λάμπει, οὕτως ἔσται καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἡμέρᾳ αὐτοῦ». Τότε ὁ Θεός θά τά γεμίσει ὅλα μέ τό φῶς Του, καί θά ᾿ναι πιά, μόνος Αὐτός, Ἡμέρα μαζί καί Θεός...
Ἐνῶ ὅμως γιά τούς δίκαιους καί τούς μετανοημένους ὁ Κύριος θά εἶναι Ἡμέρα ἀνέσπερη, ἀτέλειωτη καί γεμάτη χαρά παντοτινή, στούς ἁμαρτωλούς καί ἀμετανόητους θά εἶναι ἀπρόσιτος καί ἀθέατος, ἐπειδή στήν παρούσα ζωή δέν φρόντισαν νά καθαριστοῦν, γιά νά δοῦν καί ν᾿ ἀπολαύσουν τό φῶς τῆς δόξας Του. Δίκαια, ἑπομένως, θά τό στερηθοῦν. Γιατί ὁ πανάγαθος Θεός χάρισε στούς προπάτορές μας – καί διαμέσου αὐτῶν καί σέ μᾶς – τό αὐτεξούσιο, ἔτσι πού νά κάνουμε τό καλό ὄχι μέ γογγυσμό ἤ μέ βία, ἀλλά μέ τήν ἐλεύθερη προαίρεσή μας. Θέλησε καί θέλει νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του μέ χαρά καί προθυμία, ἀφοῦ, ἐκπληρώνοντας πάντα τό ἀγαθό, πραγματοποιοῦμε τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», μοιάζουμε δηλαδή στό ἀπόλυτο Ἀγαθό, σ᾿ Ἐκεῖνον, τόν Θεό, γινόμαστε χαρισματικά Θεοί, κληρονομοῦμε τήν οὐράνια βασιλεία.
Πρῶτοι ὅμως οἱ πρωτόπλαστοι ὑπάκουσαν θεληματικά στό διάβολο, παραβαίνοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἔχασαν τήν ἐλπίδα νά ἐκπληρώσουν τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» κι ἔγιναν δοῦλοι τοῦ πονηροῦ. Στή συνέχεια κι ἐμεῖς, οἱ ἀπόγονοι τῶν πρωτοπλάστων, ὑποδουλωθήκαμε σ᾿ αὐτό τόν τύραννο, ὄχι μέ καμμιά βία, ἀλλά μέ τή θέλησή μας. Κι αὐτό τό ἔδειξαν φανερά ὅσοι εὐαρέστησαν τό Θεό πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, παραδίνοντας τό θέλημά τους στόν Κύριο καί ὄχι στό διάβολο.
Θέλοντας λοιπόν ὁ φιλάνθρωπος Θεός νά ἐλευθερώσει ἀπό τή σκλαβιά τοῦ διαβόλου ὅσους Τόν εὐαρέστησαν πρίν καί μετά τό Χριστό, καθώς κι ἐκείνους πού θά Τόν εὐαρεστοῦσαν στό μέλλον, μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων, καταδέχθηκε νά γίνει ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος, τιμώντας καί δοξάζοντας ἔτσι τό ἀνθρώπινο γένος. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἀγαθότητα καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας, πού ὄχι μόνο δέν μᾶς τιμώρησε αἰώνια γιά τήν παράβαση τῶν ἀγίων ἐντολῶν Του, ἀλλά, ὄντας ἄφθαρτος καί αἰώνιος, ἔγινε ἄνθρωπος φθαρτός καί θνητός, σάν κι ἐμᾶς. Καί παρουσιάστηκε στή γῆ μέ σάρκα θεοφόρα, ὄχι μόνο μέ τή Θεότητά Του. Γιατί ἡ φανέρωση τῆς Θεότητός Του γίνεται κρίση σ᾿ αὐτούς πού θά φανερωθεῖ. Κι Ἐκεῖνος δέν ἦρθε νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά νά τόν σώσει. Ἄν φανερωνόταν ἡ Θεότητα ὄχι ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλά μόνη Της, θ᾿ ἀφανιζόταν ἡ κτίση ὁλάκερη, γιατί ὅλοι σχεδόν τότε ἦταν κυριευμένοι ἀπό τήν ἀπιστία καί τήν ἁμαρτία. Καί ἡ Θεότητα, δηλαδή ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, δέν φανερώνεται σέ κανένα ἄνθρωπο ἄπιστο καί ἐμπαθῆ, τότε δέν φωτίζει, ἀλλά κατακαίει· δέν ζωογονεῖ, ἀλλά τιμωρεῖ.
Ἡ χάρη λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀπρόσιτη καί ἀθεώρητη στούς ἄπιστους καί τούς ἐμπαθεῖς. Στούς ἀνθρώπους ὅμως πού ἐργάζονται τίς ἐντολές μέ πίστη, φόβο Θεοῦ καί ἀληθινή μετάνοια, ἡ χάρη ἀποκαλύπτεται καί συνάμα ἀποκαλύπτει τήν κρίση, πού μέλλει νά γίνει. Αὐτοί βλέπουν τότε κιόλας, νοερά, τήν ἡμέρα τῆς θείας κρίσεως. Καί φωτισμένοι ἀπό τή χάρη, ἀντικρύζουν καθαρά τόν ἑαυτό τους, ποιοί εἶναι καί σέ τί πνευματική κατάσταση βρίσκονται. Κι ἔπειτα βλέπουν ὅλα τους τά ἔργα, τίς σωματικές πράξεις καί τίς ψυχικές ἐνέργειες. Κι ἔτσι κρίνονται καί ἀνακρίνονται μόνοι τους ἀπό τώρα, πρίν κριθοῦν ἀπό τόν Κριτή. Συλλογίζονται ἕνα πρός ἕνα ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά τους. Σκέφτονται πώς ἐξαιτίας τους χωρίστηκαν ἀπό τόν Θεό. Μέμφονται καί καταδικάζουν τούς ἑαυτούς τους καί μετανοοῦν βαθιά καί κάνουν νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες καί ἄλλα ἔργα ἀποδεικτικά τῆς συντριβῆς τους. Καί τότε ἔρχονται σέ κατάνυξη, καί κλαῖνε καί ὀδύρονται καί βυθίζονται μέσα σέ ποταμούς δακρύων. Κι ἔτσι, λίγο-λίγο, ξεπλένονται καί καθαρίζονται, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη. Τοῦτο εἶναι τό δεύτερο βάπτισμα – τό βάπτισμα τῆς μετάνοιας στήν κολυμβήθρα τῶν δακρύων.
Μέ τό βάπτισμα αὐτό ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁλοκάθαρος, «υἱός φωτός καί ἡμέρας». Ἔτσιστή μέλλουσα κρίση δέν κρίνεται, γιατί αὐτοκατακρίθηκε πρωτήτερα· οὔτε ἐλέγχονται τά ἔργα του ἀπό τό φῶς τοῦ Κριτοῦ, γιατί φωτίστηκε ἐδῶ πρωτύτερα· οὔτε καίγεται ἀπό τή φωτιά τῆς κολάσεως, γιατί μπῆκε μόνος του σ᾿ αὐτήν πρωτύτερα· οὔτε θεωρεῖ πώς τότε μόνο θά ἔρθει «ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου», ἐπειδή ἤδη ἔχει γίνει ὁλόκληρος ἡμέρα φωτεινή κι ὁλόλαμπρη, μέ τή μετάνοια, τήν κάθαρση καί τή μνήμη τοῦ Θεοῦ· οὔτε βρίσκεται πιά μέσα στόν κόσμο ἤ μαζί μέ τόν κόσμο, ἐπειδή νοερά ἔχει βγεῖ ἔξω ἀπό τόν κόσμο, ἐκπληρώνοντας τό λόγο τοῦ Κυρίου: «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου». Νά γιατί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Εἰ ἑαυτούς ἐκρίνομεν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα· κρίνομενοι δέ ὑπό τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μή σύν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν».
Ὅσοι λοιπόν ἕγιναν ἤδη «τέκνα φωτός» καί «υἱοί τῆς μελλούσης ἡμέρας», «ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατοῦντες», δέν θά δοῦν καί δέν θά φοβηθοῦν τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, γιατί τή ζοῦν παντοτινά, λουσμένοι στό θεῖο φῶς. Γιά ὅσους ὅμως ζοῦν μέσα στό σκοτάδι τῶν παθῶν, ἡ ἡμέρα ἐκείνη – πύρινη, φοβερή, ὀλέθρια – θά ἔρθει ξαφνικά κι ἀναπάντεχα. Πότε; Ἄγνωστο. «Περί τῆς ἡμέρας ἐκείνης καί ὥρας οὐδείς οἶδεν, οὐδέ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν», λέει ὁ Χριστός. «Ὡς παγίς γάρ ἐπελεύσεται ἐπί πάντας τούς καθημένους ἐπί πρόσωπον πάσης τῆς γῆς». Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμπληρώνει καί μᾶς συμβουλεύει: «Περί τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· αὐτοί γάρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται. Ὅταν γάρ λέγωσιν “εἰρήνη καί ἀσφάλεια”, τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐφίσταται ὄλεθρος καί οὐ μή ἐκφύγωσιν. Ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί, οὐκ ἐστέ ἐν σκότει, ἵνα ἡ ἡμέρα ὑμᾶς ὡς κλέπτης καταλάβῃ· πάντες ὑμεῖς υἱοί φωτός ἐστε καί υἱοί ἡμέρας. Οὐκ ἐσμέν νυκτός οὐδέ σκότους. Ἄρα οὖν μή καθεύδωμεν ὡς καί οἱ λοιποί, ἀλλά γρηγορῶμεν καί νήφωμεν… Ὅτι οὐκ ἔθετο ἡμᾶς ὁ Θεός εἰς ὀργήν, ἀλλ᾿ εἰς περιποίησιν σωτηρίας διά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀποθανόντος ὑπέρ ἡμῶν, ἵνα σύν αὐτῷ ζήσωμεν». Ἀμήν.
 
(“ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Πνευματικά κεφάλαια βασισμένα σέ κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)
 
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή. Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης http://HristosPanagia3.blogspot.com

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2016

Ο Ιεροσολύμων, το Αυτοκέφαλον και ο Οικουμενισμός ακυρώνουν την Μ. Σύνοδον

Ορθόδοξος Τύπος Εφημερίδα
Του κ. Διονυσίου Πελέκη του Αλεξίου, δικηγόρου Αθηνών

ΠΡΟΣ
Την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, νομίμως εκπροσωπουμένην υπό του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Ιερωνύμου του Β’, οδός Ι. Γενναδίου 14, ενταύθα.
ΑΝΑΦΟΡΑ
Μακαριώτατε, Άγιοι Αρχιερείς, ευλογείτε.
Πολύς, μέχρις υπερβολής και υπό πολλών, γίνεται εσχάτως λόγος και μέγας εκφράζεται από τους πιστούς ορθοδόξους χριστιανούς προβληματισμός περί της φερομένης ως συγκαλουμένης και μελλούσης να λάβη χώραν εις την Ελλάδα με τον πρωτότυπον τίτλον «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου». Ανέτρεξα σε όσες πηγές κατώρθωσα, μη ων και ειδικός, αλλά ως τίτλους Συνόδου εύρον: Οικουμενική η Τοπική, τινές των οποίων εχαρακτηρίσθησαν «ληστρικαί», αποδοκιμασθείσαι και μη συναριθμούμεναι. Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον δεν ανεύρον, δι’ ον λόγον και διερωτώμαι καλοπίστως αν πρόκειται περί Συνόδου στα πρότυπα των Πατερικών παραδόσεων, ο δε προσήκων, κατά την ταπεινότητά μου, χαρακτηρισμός θα ήτο της Οικουμενικής τοιαύτης, εφ’ όσον δεν θα εγίνετο δι’ αντιπροσώπων εκάστης εκ των 14 Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά δια του συνόλου των Ορθοδόξων Αρχιερέων.
Ανέγνωσα με πολλήν προσοχήν, πολλά από όσα έχουν γράψει οι ειδικοί. Είδον και τα θέματα, που τελικώς, ύστερα από διαδοχικές περικοπές, θα απασχολήσουν την εν λόγω Σύνοδον. Από συζητήσεις μου με αδιαμφισβητήτων ήθους, γνώσεως και φωτισμού Θεολογικήν προσωπικότητα είχα πληροφορηθεί, προ διετίας περίπου, ότι κύρια θέματα της Συν­όδου θα ήσαν η επικύρωσις των 8ης (επί Μεγάλου Φωτίου) και 9ης (επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά) Οικουμενικών Συν­όδων, που εσήμαινε ενασχόληση με το Δόγμα (Φιλιόκβε, πρωτείον, αμέθεκτον ουσίας, μεθεκτόν ΑΚΤΙΣΤΩΝ ενεργειών, πάταξις του actus Purus κ.λ.π.)
Ησθάνθην αγαλλίασιν, ιδιαιτέρως δια την πραγματοποίησιν της 8ης και την δι’ αυτής επικύρωσιν της ανεπικυρώτου, σημαντικωτάτης, 7ης, κυρίως, όμως, διότι κατά την ογδόην Οικουμενικήν Σύνοδον συνετρίβησαν τα «πομφολυγοπαφλάσματα» (Αριστοφ. Βάτραχοι. 2. 365) περί Filioque και περί Πρωτείου του ακρίτως, εκ πολιτικών λόγων, δια να διασπασθή και το unum religium της Ρωμανίας (το 800 στο Aachen ο Καρλομάγνος είχε διασπάσει το unum imperium), καταξεσχίσαντος δια του Σχίσματος (;) τον άρραφον χιτώνα του Χριστού Επισκόπου της Ρώμης η Πατριάρχου της Δύσεως, νοσηρώς μεταλλαγέντος επί φασιστικού καθεστώτος εις Αρχηγόν κράτους με την συνθήκην του Λατερανού του 1929, στηρίζων τα μυθεύματά του και εις το ψευδοθέσπισμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Γενάρχου της Ρωμιοσύνης. Και έκρινα ότι με τα σοβαρά αυτά δογματικά θέματα θα φωτίσουν τους πιστούς οι πρωτοστατούντες και δεν θα ευρεθώμεν προ ανουσίου αγαπολογίας και σταυροφιλημάτων, όπου θα κυριαρχή η φλυαρία περί του επαράτου οικουμενισμού και αγαπολογίας και συζητήσεις περί το άνηθον, το κύμινον και το ηδύοσμον.
Επειδή, όμως, και εγώ ως πιστόν, επιτρέψατέ μου να λέγω τούτο, μέλος της Εκκλησίας, θα δώσω λόγον εις τον Θεόν δια την στάσιν μου επί ενός τόσον σοβαρού θέματος, οίον είναι η υπό την άνω επίκλησιν ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ Σύνοδος και τα κατ’ αυτήν καταντήσαντα να τίθενται τελικώς θέματα, ανήσυχος, δι’ όσα θα προσυμβούν και θα επακολουθήσουν, θα ήθελα να θέσω υπ’ όψιν σας τα εξής:
  1. Πιστεύω ότι δεν ημπορεί να ονομάζεται Σύνοδος, ούτε υπό την επινοηθείσαν πρωτόφαντον ονομασίαν της, η συγκρότησις αυτής από εν πολλοστημόριον των Ορθοδόξων Επισκόπων, αδιάφορον πως επιλεγησομένων. Και αρίστων έτι. Δοθέντος, μάλιστα, ότι, άλλο τερατώδες αυτό, ψήφον δεν θα έχει ο κάθε Επίσκοπος, ως προσωπικήν, κοινώς γνωστήν, και υπεύθυνον συμβολήν εις τις ληφθησόμενες αποφάσεις, αλλά η επί μέρους εκάστη εκ των 14 Εκκλησιών. Υπό τοιαύτην συγκρότησιν, πρόκειται δια μίαν ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΙΝ δι’ αντιπροσωπευτικών μικρών ομάδων και επ’ ουδενί λόγω περί Συνόδου, όταν δεν μετέχουν όλοι οι φέροντες τον τρίτον βαθμόν της Ιερωσύνης, δυνάμενοι και δικαιούμενοι, ν’ αντιταχθούν και ν’ αρνηθούν το κύρος όσων θα αποφασισθούν, με άμεσον τον κίνδυνον ενδοορθοδόξων σχισματικών ενεργειών, αλλά και διακεκριμένης ορθοδοξότητος κληρικοί των δύο κατωτέρων βαθμών, γνωστού όντος ότι το μείζον βάρος της Α Οἰκουμενικῆς Συνόδου έφερεν ο Διάκονος Μέγας Άγιος Αθανάσιος και ο ολιγογράμματος θαυματουργός Άγιος Σπυρίδων.
Το κύρος των αποφάσεων της Συνδιασκέψεως αυτής θα είναι αντίστοιχον της συγκροτήσεώς της, αφού οι αποφάσεις μπορούν να ληφθούν με οκτώ η και ολιγώτερες, εν απουσία τινών, κατά περίπτωσιν, ψήφους, όπως συνέβη με την ασυγχωρήτου προχειρότητος, όλως εσφαλμένην, απόφασιν της 24ης Μαΐου 2005 περί διαγραφής από των Διπτύχων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Μακαριωτάτου Ειρηναίου του Α , αι ανεπίτρεπτοι μεθοδείαι εκπτώσεως του οποίου, άνευ παραιτήσεως, χηρείας και τοποτηρητείας, απέρρευσαν ουσιαστικώς από την δι’ επτά ψήφων ληφθείσαν αυτήν απόφασιν και θα αποτελούν διαρκές όνειδος δια τους παντοίους κρατούντες, το οποίον δεν εξαλείφει ούτε η πρόσφατη, μάλλον καιροσκοπική, και από τύψεις συνειδήσεως συγγνώμη και το χειροφίλημα του ενορχηστρωτού της Στάσης εν Ιεροσολύμοις, προς τον Πατριάρχη Ειρηναίο, ο οποίος έφθασε στην άκρα ταπείνωση να προσέλθη και να ευχηθεί την 22 Μαρτίου 2016 στην Αίθουσα του Θρόνου του Πατριαρχείου τον μόνον Χειροτονηθέντα υπ’ Αυτού Αρχιερέα κ. Θεόφιλο για την ονομαστική του εορτή! Και, πως να λησμονήση κανείς την προβεβλημένην θέσιν του Μακαριστού Σεραφείμ: «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος»!
  1. Ακύρως και παρανόμως συντίθεται η ως άνω «Σύνοδος», αφού είναι γνωστόν, τοις πάσιν, και εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον, ότι εις το Πατριαρχείον της Αγίας Πόλεως έχει επέλθει βιαία, παράνομος και αντικανονική διακοπή της Αποστολικής διαδοχής, με τον τρόπον καθ’ ον κατέλαβεν τον Πατριαρχικόν θρόνον ο από Θαβωρείου κ. Θεόφιλος. Δεν κατέχει νομίμως τον θρόνον και συνεπώς, νομοκανονικώς, καθιστά άκυρον την συγκρότησιν της Συνδιασκέψεως αυτής, όπως και αν ονομασθή, η οποία ελπίζω και εύχομαι να μη πραγματοποιηθεί. Και οι έχοντες πίστιν Χριστού αντιλαμβάνονται το διατί.
Με το υπ’ αριθμ. Πρωτ. 76 / 4 Μαρτίου / 19 Φεβρουαρίου 2013 εκ 31 σελίδων έγγραφον, (ευρίσκεται εις χείρας και του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου μας κ. Ιερωνύμου) που υπογράφει και ο ουδέποτε παραιτηθείς νόμιμος Πατριάρχης κ. Ειρηναίος, σταλέν προς τους προκαθημένους των δέκα τριών Εκκλησιών, αποδεικνύεται πλήρως η παράνομος και αντικανονική κατάληψις του Θρόνου, και συνεπώς η παράνομος συμμετοχή του Ιεροσολύμων εις την Σύνοδον. Ημπορούν, αλήθεια, οι παραλήπται του εγγράφου επτά Πατριάρχαι και εξ Αρχιεπίσκοποι να «θάψουν» το μέγα τούτο πρόβλημα, το οποίον καταδεικνύει την ακυρότητα της συγκροτήσεως της «Συν­όδου»;
  1. Κατά τον Ιερόν Κανόνα ΛΔ των Αγίων Αποστόλων «τους Επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς Πρώτον». Προ της συγκλήσεως της Συνόδου αυτής πρέπει να λυθή το θέμα αυτό δια την Ελλάδα.
Η Ρωσία έχει ένα Πρώτον. Το ίδιο η Ρουμανία, η Γεωργία, η Σερβία, η Βουλγαρία. Η Ελλάδα έχει ένα «αυτοκέφαλον». Χωριστό το τύποις Αυτοκέφαλο, χωριστές οι «Νέες (αν και υπέργηρες) χώρες, «εντός-εκτός και επί τα αυτά» της Αυτοκεφάλου, χωριστή η Κρήτη ως «ημιαυτόνομος», ενώ έχει ιδίαν Επαρχιακή Σύνοδο, ως οιονεί Πρώτον, χωριστή η Δωδεκάννησος. Και επικινδύνως μεμιγμένη η αρμοδιότης επί του Ελληνικωτάτου Αγίου Όρους, ανέκαθεν, μέχρι του 1345, υπαγομένου εις τον Αυτοκράτορα και όχι εις τον Πατριάρχην, εκκλησιαστικώς δε εις τον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης, προ της ιδρύσεως ιδίας Μητροπόλεως Ιερισσού και Αγίου Όρους.
Το Σύνταγμά μας, δια λόγους ήκιστα ικανοποιητικούς, ανέχεται, εκ προδήλου αγνοίας, αυτήν την πολυδιάσπασιν.
Δεν θα εισέλθω σε ιστορικές αναφορές ούτε εις τον Τόμον του 1850, ούτε στους νόμους Σ και ΣΑ, ούτε στις Πατριαρχικές Πράξεις των ετών 1866 (Επτάνησα), 1882 (Θεσσαλία) και 1928 (ΝΕΑΙ ΧΩΡΑΙ). Και η τελευταία αυτή Πατριαρχική Πράξις υπ’ αριθμ. 4 του 1928, η οποία ισχύει ως τριμερές νομικόν σύμφωνον μεταξύ Πατριαρχείου, αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και Ελληνικού Κράτους (κυρωτικός νόμος 3615/1928). Και ως τοιούτον διεθνές νομικόν, κυρίως, και Εκκλησιαστικόν συγχρόνως κείμενον και σύμφωνον, τριμερές, δέον να αντιμετωπισθή οριστικώς, αμέσως. Άλλως δεν έχει κανένα λόγον συμμετοχής η τύποις Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος στην Σύνοδον αυτήν. Αυτήν την άποψιν υπεστήριζα και υποστηρίζω. Είναι τριμερής διεθνής, νομικού, καθαρώς χαρακτήρος, σύμβασις. Και κάθε μονομερής εκ μέρους του Πατριαρχείου ενέργεια είναι προδήλως παράνομος, πέραν του ότι θα συνιστά εχθρικήν, προς την Ελλάδα και κραυγαλέως αντίθετον εναντίον του άνω Ιερού Κανόνος ενέργειαν, με όλας τας εντεύθεν συνεπείας.
Είναι καιρός, πλέον, τα τρία μέρη να συνεννοηθούν και να εφαρμόσουν δι’ όλο το Ελληνικό Κράτος τον ως άνω Ιερόν Κανόνα, αναγνωρίζοντας συνταγματικώς, νομοθετικώς και δια χωριστών Πράξεων του Πατριαρχείου της Ελληνικής Πολιτείας και της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών ως Πρώτον του Ελληνικού Έθνους, εχόμενοι άπαντες αφ’ ενός του Πλατωνικού ρήματος, «Πάσα δη κοινωνία ευρυθμίας τε και ευαρμοστίας δείται» και αφ’ ετέρου, κυρίως, του ρήματος του Αγίου Φωτίου: «Είωθε τα θρησκευτικά τοις πολιτικοίς συμμεταβάλλεσθαι». Τα πολιτικά ενοποίησαν την Ελλάδα ολικώς από του 1946. Τα θρησκευτικά, ανεπιτρέπτως, την καταξεσχίζουν και μεταβάλλουν το Αυτοκέφαλον εις Τετρακέφαλον και πλέον. Ως πότε;
Είναι απαράδεκτον η Εκκλησία της Ελλάδος να φέρεται καταξεχισμένη και η Βουλγαρία, Γεωργία κ.λπ. να εκπροσωπούν ενιαίως η κάθε μία την Εκκλησίαν του Κράτους της, και μάλιστα δια Πατριαρχών, υπερκειμένων του Έλληνος Πρώτου, ο οποίος θα έπρεπε να κατέχη εκκλησιαστικώς και νομικώς την αμέσως μετά την Κων/πολιν θέσιν, όταν είναι κοινώς γνωστόν ότι όλοι οι Εκκλησιαστικοί Ηγήτορες της Ορθοδοξίας πρώτιστον μέλημα έχουν την εκμάθησιν και γνώσιν της Ελληνικής γλώσσης και έχουν από τους Έλληνες διδαχθή την πίστιν του Χριστού μας και στις Ελληνικές πηγές και στις Ελληνικές Θεολογικές Σχολές προστρέχουν για παν ο,τι αφορά εις την Ορθοδοξίαν.
  1. Είναι αντίθετον προς την Ορθόδοξον Παράδοσιν, το ότι η Σύνοδος αυτή δεν ασχολείται καθόλου με τα ταλανίσαντα παντοιοτρόπως την πίστιν μας δόγματα. Κανείς λόγος για το Filioque, για το Πρωτείον, για το αλάθητον και πολλά άλλα.
Και είναι απορίας άξιον γιατί δεν φέρεται ως θέμα η 8η Οικουμενική Σύνοδος, η ανάγνωση των πρακτικών και του «Πορίσματος» της οποίας καταδεικνύει κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον τον καθαρώς και πλήρως αιρετικόν χαρακτήρα της Παπωσύνης. Αν κάποιοι, άγνωστον (;) πόθεν ελαυνόμενοι, έχουν γράψει εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τον Άγιον Μάρτυρα Πατρο-Κοσμάν και παραβλέπουν ταύτα και συμπροσεύχονται και συνιερουργούν με τους αιρετικούς με τις ολίγες γνώσεις μου, αφού αναφερθώ εις την γενικής ισχύος αρχήν ότι είναι απηγορευμένη αυστηρώς η μετά των αιρετικών communicatio in sacris, activa και passiva, και τέτοια είναι προδήλως η συμπροσευχή και συλλειτουργία, θα τους υπομνήσω τον αυστηρότατον λόγον του Αγίου Μαξίμου, του Ομολογητού, καθ ον «Εκείνας οίδεν αγίας και εγκρίτους συνόδους, ο ευσεβής της Εκκλησίας Κανών, ας ορθότης δο­γμάτων έκρινεν». Πρώτα, λοιπόν, το Δόγμα. Τα άλλα όλα έπονται και επιβάλλεται να στοιχούν τω Δόγματι.
  1. Τίθεται ως θέμα, και είναι το κύριον, καίριον και αποφασιστικόν,το εξής: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» και η «Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω».
Σπεύδω να ξεκαθαρίσω, ότι κανείς ρόλος δεν επιφυλάσσεται στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν, εάν συνεχίσει να συσχηματίζεται και να διαλέγεται ως ίση προς ίσους με τους αιρετικούς, τους Πάπες, και τους παναιρετικούς «χριστιανούς» της αμετρήτου πληθώρας των παντοειδών προτεσταντών. Είναι βέβαιον, ότι με κάθε επαφήν μαζί τους, χάνει, ζημιώνεται και ζημιώνει την πίστιν του Λαού εις την τρισήλιον θεότητα του Χριστιανισμού. Και γι’ αυτό θα κριθή αυστηρά, από τον Μόνον Κριτήν, τον Κύριόν μας.
Διαφεύγει, αλήθεια, οποιουδήποτε των Ορθόδοξων Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων ο ΜΕ Ἱερὸς Αποστολικός Κανών, καθ’ ον :
«Επίσκοπος η Πρεσβύτερος η Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψαν αυτοίς οι Κληρικοί ενεργήσαί τι, καθαιρείσθαι;» Επιτρέπεται να ερμηνεύεται, παραμένων ανεφάρμοστος, ο Ιερός ούτος Κανών «όπως βολεύει» τον καθένα;
Σωρεία Κεφαλών της Ορθοδοξίας, ακολουθούντες Αθηναγόραν και Μεταξάκην, πόσες φορές έχουν παραβεί αυτόν τον Κανόνα, θύματα, εκούσια, του απαισίου Οικουμενισμού; Και τι λόγον θα δώσουν στον Θεόν εν ημέρα κρίσεως ; Πως «συμμειγνύεται» ο Πατριάρχης μας και οι Μητροπολίται μας με τους αιρετικούς ; Και οι πρόγονοί μας ήταν κατηγορηματικοί: «Ην δε κακοίσι συμμίσγης, απολείς και τον εόντα νόον» (ΞΕΝ Απομν. 1.2.19). Και πολλοί διερωτώνται, «Έχει ιδιαίτερες σχέσεις ο Αρχιησουΐτης Φραγκίσκος με κάποιες κεφαλές της Ορθοδοξίας; Πολλά περίεργα συμβαίνουν».
Προσοχή, λοιπόν, σ’ αυτές τις παγίδες του Διαβόλου. Προστατεύσατε, Άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας το συγχυσμένο ποίμνιον του Χριστού μας. Και μη λησμονείτε ότι θα είναι πολύ αυστηροτέρα η κρίσις δι’ υμάς παρά δια τους εκτραπέντας, ως έλεγεν ο αείμνηστος Γέρων π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, διότι δεν τηρείται η μόνη ενδεδειγμένη Ορθόδοξος στάσις. Δηλαδή : Να επισημαίνεται πάντοτε ανυποχωρήτως και απεριστρόφως, ότι ημάρτησαν εις τον Χριστόν μας, Τον επρόδωσαν, έφυγαν από την ποίμνην Του και να γυρίσουν το ταχύτερον πίσω. Όχι άλλα λόγια η ανόητα καλοπιάσματα.
Η θεμελιουμένη εις τις περί κτιστών ενεργειών του Κυρίου μας εξοργιστική βλακεία περί vicarious Christi του «αλαθήτου» εκλαμβάνει τον Χριστόν μας ως βιομήχανον, που τον ώρισεν αντιπρόσωπόν Του; Πως ανέχεται κάθε Χριστιανός τέτοιαν ύβριν του Θεανθρώπου Κυρίου μας, που μας διαβεβαίωσε ότι είναι διαρκώς μεθ’ ημών εις τους αιώνας και ρυθμίζει, μόνος Αυτός, ου άνευ ουδέν έξεστι γενέσθαι, την συνόλην ζωήν μας στις έσχατες λεπτομέρειες με τις άκτιστες ενέργειές Του, «διότι θέλει πάντα ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν;
Με μεγίστη αυστηρότητα να επισημανθή εις τους παπικούς και προτεστάντας, ότι εξέκκλιναν και συνεπώς ηχρειώθησαν. Να μιμηθούν τον Άσωτον, να μετανοήσουν και να γυρίσουν πίσω. Τα περί ενώσεως των Εκκλησιών χωρίς μετάνοιαν των αποστατών, είναι αντίχριστος εφεύρεσις. Ανακατεύεται το καθαρό γάλα με «χαλασμένο»; Ακόμη και στο Σύνταγμά μας (αρ. 3 παραγρ. 1) γίνεται ρητώς λόγος ότι «Κεφαλή της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Ορθοδόξου Αποστολικής Εκκλησίας είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός». Είναι δυνατόν, άγιοι Προκαθήμενοι Αρχιερείς να δεχθούμε, ότι «εμερίσθη», ετμήθη σε δύο η τρία μέρη η Κεφαλή, δηλαδή ο Χριστός μας;
Ο Κύριος να μας φυλάξη από τόσο βαρύ αμάρτημα, όπως το διαπράττει ο Πάπας και οι λοιποί «Χριστιανοί». Ένα μόνο λόγον ειπέτε τους: Μετανοήστε ειλικρινά. Και επιστρέψετε. Πορεία δική μας προς την Ρώμη είναι ανεπίτρεπτη, διαβολική. Ο μακαριστός Γέρων Θεόκλητος ήτο κατηγορηματικά αρνητικός. Ποίαν Θεολογίαν σπουδάζουν εκεί οι Ορθόδοξοι, εν κοινωνία και ποικίλη συνεργασία με τους Ιησουίτες, ο κορυφαίος των οποίων Πάπας συμπροσεύχεται και εναγκαλίζεται με τον Πατριάρχη μας «εν φιλήματι Αγίω»; Πως ανταλλάσουν την έρημον του Αγίου Όρους, κορυφαίου «Αγιοτόκου Ορθοδόξου Πανεπιστημίου», με τα Παπικά κολλέγια; Ποίος εξ αυτών έφθασε την Αγιωσύνην των Αγιορειτών; Αυτοί υποχρεούνται, γονυκλινείς, «ιματισμένοι και σωφρονούντες», να επιστρέψουν. Είναι η μόνη λύσις κατά Χριστόν. Παν άλλο είναι έργον του Πονηρού. Μη οκνήσετε, λοιπόν, «στις σχέσεις Ορθοδοξίας με τις άλλες «εκκλησίες» (τρόπος του λέγειν) να ζητήσετε επιμόνως το κατά τον Κύριον: «Ίνα ώσιν εν». Αυτό και μόνο φθάνει, δια να δικαιώση αυτήν την Σύναξιν, ίνα δικαιούται να λέγεται Σύνοδος. Η προσευχή αυτή του Κυρίου μας να φωτίση και να οδηγήση τα βήματα των Ορθοδόξων. Καμμία Ένωσις «Εκκλησιών» δεν είναι νοητή Ορθοδόξως. Μόνον επιστροφή νοείται και επιβάλλεται και πρέπει να αξιούται ακλονήτως και ανοθεύτως. Άλλες «εκκλησίες δεν υπάρχουν. Μία είναι η Αγία, Καθολική και Αποστολική, δηλαδή η Ορθοδοξία. Γι’ αυτό αυτή η προσεχής Σύνοδος έπρεπε να θεωρηθεί Οικουμενική. Ως έχει καλλίτερα να μη πραγματοποιηθεί. Ακόμη και διότι πρέπει να λυθούν προηγουμένως τα υπό 1, 2 και 3 τιθέμενα ανωτέρω σοβαρότατα θέματα.
Εν πάση δε περιπτώσει η Ελληνική Εκκλησία, εκδηλούσα το συνοδεύον την υπόστασίν της διεκκλησιαστικόν της κύρος, οφείλει προ πάσης ενάρξεως της Συνδιασκέψεως να καταθέσει γραπτήν δήλωσιν ότι: Η συμμετοχή της τελεί υπό δύο Όρους: Πρώτον ότι από 1-9-2016 θα εφαρμοσθεί απαρεγκλίτως δι’ όλην την Ελληνικήν Επικράτειαν ο ΛΔ Αποστολικός Κανών. Δεύτερον ότι θα αποκατασταθή Κανονική και Νόμιμος Αποστολική διαδοχή εις την Αγίαν Πόλιν.
Εν Αθήναις τη 5/4/2016
Ασπαζόμενος μετά του προσήκοντος σεβασμού
την δεξιάν εκάστου και εκζητών τας ευχάς σας

Τρίτη, Μαΐου 17, 2016

Ὁ ἀληθινός Χριστιανός δέν γογγύζει μέ τό "γιατί;", Ἅγιος Πορφύριος


https://i.ytimg.com/vi/FjiHmOpRBfo/maxresdefault.jpg

Λέγει ὁ σοφός Σολομών ὅτι ὁ Χριστός "εὑρίσκεται τοῖς μή πειράζουσιν Αὐτόν". Οἱ "πειράζοντες" τόν Θεό εἶναι ὅσοι ἀμφιβάλλουν, διστάζουν ἤ καί, χειρότερα ἀκόμη, ἀνθίστανται στήν παντοδυναμία Του καί πανσοφία Του. Δέν πρέπει ἡ ψυχή μας ν' ἀντιστέκεται καί νά λέει, "γιατί τό ἔκανε ἔτσι αὐτό ὁ Θεός, γιατί τό ἄλλο ἀλλιῶς, δέν μποροῦσε νά κάνει διαφορετικά;".

Ὅλ' αὐτά δείχνουν μία ἐσωτερική μικροψυχία καί ἀντίδραση. Δείχνουν τή μεγάλη ἰδέα πού ἔχομε γιά τόν ἑαυτό μας, τήν ὑπερηφάνεια μας καί τόν μεγάλο ἐγωισμό μας. Αὐτά τά "γιατί" πολύ βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, δημιουργοῦν αὐτά πού λέει ὁ κόσμος "κόμπλεξ"· παραδείγματος χάριν, "γιατί νά εἶμαι πολύ ψηλός;" ἤ-καί τό ἀντίθετο-"πολύ κοντός". Αὐτό δέν φεύγει ἀπό μέσα. Καί προσεύχεται κανείς καί κάνει ἀγρυπνίες, ἀλλά γίνεται τό ἀντίθετο. Καί ὑποφέρει κι ἀγανακτεῖ χωρίς ἀποτέλεσμα.

Ἐνῶ μέ τόν Χριστό, μέ τήν χάρι, φεύγουν ὅλα. Ὑπάρχει αὐτό τό "κάτι" στό βάθος, δηλαδή τό "γιατί", ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει τόν ἄνθρωπο κι ἐνῶ ἡ ρίζα εἶναι τό κόμπλεξ, ἐκεῖ πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά μέ ὡραῖα τριαντάφυλλα, κι ὅσο ποτίζεται μέ τήν πίστη, μέ τήν ἀγάπη, μέ τήν ὑπομονή, μέ τήν ταπείνωση, τόσο παύει νά ἔχει δύναμη τό κακό, παύει νά ὑπάρχει· δηλαδή δέν ἐξαφανίζεται, ἀλλά μαραίνεται. 

Ὅσο, ὄμως δέν ποτίζεται ἡ τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται καί χάνεται, κι ἀμέσως ξεπετάγεται τό ἀγκάθι.

Δέν εἶναι μόνο ἡ ἀντίδραση καί τό "γιατί", πού δείχνουν ὅτι ἐκπειράζομε τόν Θεό. Ἐκπειράζομε τόν Θεό, ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό Ἐκεῖνον, ἀλλά ἡ ζωή μας εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ. Τόν ἐκπειράζομε, ὅταν ζητοῦμε κάτι, ἀλλά ἡ ζωή μας δέν εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημά Του-πράγματα, δηλαδή, ἐνάντια στόν Θεό· ἄγχος, ἀγωνία, ἀπ' τό ἕνα μέρος, κι ἀπ' τό ἄλλο παρακαλοῦμε.


Γιά τό διαδίκτυο ἀπό τό:


Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2016

ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΑΜΕΤΑΝΟΗΣΙΑ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΦΟΒΕΡΟΙ ΚΑΙ ΧΑΛΕΠΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ

ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΜΕΤΑΝΟΗΣΕΙ;

ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ ιστΤί χρειαζόμεθα; Ἕνα δάκρυ μετανοίας. Αὐτό νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Θεό. Μ᾿ αὐτὸ σώθηκαν καὶ ἁγίασαν οἱ ἅγιοι, καὶ ὁ ὑμνῳδὸς τοὺς λέγει· «Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας…». Τὰ δάκρυα καὶ τὴν κατάνυξι καλλιεργεῖ ἠ γνῶσις τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ἐπίγνωσις τοῦ προορισμοῦ μας μὲ τὴ βοήθεια τῆς πνευματικῆς μελέτης πατερικῶν λόγων.
Σᾶς παρακαλῶ πολὺ λοιπόν, νὰ διαβάσετε καλὰ τὸν «Ἀόρατο πόλεμο» καὶ τὰ «Πνευματικὰ γυμνάσματα» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος αὐτὸ ἀκριβῶς λέει, ὅτι τὸ πρῶτο ὅπλο εἶνε ἡ αὐτογνωσία, τὸ «γνῶθι σαυτόν». Νὰ πιστέψῃ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι εἴμεθα ἕνα τίποτα, ἕνα μηδέν, καὶ νὰ μὴ φρονοῦμε ὅτι εἴμεθα «κάποιον τι». Αὐτὸ πρέπει νὰ φύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας· καὶ νὰ ποῦμε, ὅτι δὲν εἴμεθα ἀπολύτως τίποτα, ὅτι εἴμεθα «ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης» (Ἠσ. 64,6), ἐλεεινοὶ καὶ τρισάθλιοι, ἄξιοι νὰ ῥίξῃ ὁ οὐρανὸς πάνω μας φωτιὰ καὶ ἡ γῆ ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ἕνα τέτοιο βαθὺ συναίσθημα ταπεινώσεως νὰ ἔχουμε.
Ἐπίσης νὰ διαβάσετε μέσα στὸν «Προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου», τὸν ὁποῖο ἔγραψε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Ματθόπουλος, τὸ «Περὶ αὐτογνωσίας».
Αὐτὰ συνιστῶ πρὸς μελέτη, διότι φοβᾶμαι, μήπως δὲν ἔχουμε ἀκόμη μετανοήσει· ἤ, ἐὰν ἔχουμε μετανοήσει, μήπως ἡ μετάνοιά μας εἶνε λειψή.
Σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως ὁ Κύριος νὰ δώσῃ μετάνοια, νὰ συναισθανθοῦμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας· καὶ τότε θὰ ἔρθουν «καιροὶ ἀναψύξεως» (Πράξ. 3,20) καὶ σωτηρίας.
Καὶ εἰδικώτερα, ἐὰν αὐτοὶ ποὺ λέγονται θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἀκόμα μετανοήσει, φαντάσου τί γίνεται μὲ τὸν ἄλλο κόσμο, ποὺ ζῇ σὲ ἀμετανοησία. Ἔρχεται στὴν ἐκκλησία, ἀκούει τοὺς ψάλτες, κοιτάζει τὸν πολυέλεο, κοιτάζει τὶς εἰκόνες, κοιτάζει τὸ ἕνα, κοιτάζει τὸ ἄλλο. Τί ὡραία, λέει, εἶνε ἡ εἰκόνα, τί καλὴ φωνὴ ἔχει ὁ ψάλτης! Πέραν αὐτῶν ὅμως, οὐδεμία συνείδησις καὶ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος ὑπάρχει.
Ζοῦμε σὲ μεγάλη ἀμετανοησία. Σήμερα θὰ ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦν οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ κηρύξουν μετάνοια, γιατὶ ἐμεῖς εἴμεθα ἕνα μηδέν. Αὐτὴ τὴ μετάνοια ὁ Θεὸς κηρύττει διὰ τῆς Ἐκκλησίας καθημερινῶς, μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ μετανοήσουμε, καὶ δὲν μετανοοῦμε. Ἐδάκρυσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ εἶπε· Μέχρι τώρα ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ στὴ μετάνοια μὲ τὸ ξύλινο ῥαβδί του. Τώρα, ἐπειδὴ δὲν ἀκοῦμε, θὰ ξεκρεμάσῃ τὸ σιδερένιο του ῥαβδὶ καὶ θὰ μᾶς χτυπήσῃ ἀλύπητα, ὅλους ἀνεξαιρέτως, γιὰ νὰ ἔρθουμε σὲ μετάνοια.
Φοβεροὶ καὶ χαλεποὶ καιροὶ ἔρχονται. Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔρθουμε σὲ μετάνοια πρὶν νὰ εἶνε ἀργά.
Νὰ κάνουμε μία ἀναθεώρησι τοῦ βίου καὶ τῆς πορείας μας, καὶ ὅλοι νὰ τρέξουμε στὸν πνευματικό μας πατέρα, καὶ ἐμεῖς οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὅλος ὁ ἄλλος κλῆρος καὶ ὁ λαός. Νὰ ξεδιπλώσουμε ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς τὰ βάθη τῆς καρδίας μας. Καὶ μὴν νομίσουμε ὅτι φτάσαμε στὸ ἄκρον τῆς μετανοίας. Νὰ γίνουμε ταπεινοί, γιὰ ν᾿ ἀποκτήσουμε τὸ κλειδὶ μὲ τὸ ὁποῖο θὰ λύνουμε ὅλα τὰ ζητήματα ποὺ σήμερα μένουν ἄλυτα. Ὅλα τὰ θέματα, τὰ κοινωνικά, τὰ οἰκονομικά, τὰ οἰκογενειακά, τὰ ἐκκλησιαστικά, ποὺ παραμένουν ἄλυτα, θὰ λυθοῦν μόνο ἂν μετανοήσωμε.
Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, τότε, λέει ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο, «πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλεται» (Ματθ. 3,10). Μᾶς ἀφήνει κ᾿ ἐμᾶς ἕνα διάστημα, γιὰ νὰ μετανοήσουμε· μᾶς δίνει παράτασι, σὰν τὴν ἄκαρπο συκῆ, μήπως καὶ κάνουμε καρποὺς μετανοίας.
Τὸν χρόνο λοιπόν, ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός, νὰ τὸν χρησιμοποιήσουμε γιὰ ἔργα μετανοίας. Γιατὶ εἴμεθα ἀμετανόητοι. Καὶ ἐὰν πήγαμε στὸν πνευματικὸ καὶ ἐξομολογηθήκαμε, ἡ μετάνοιά μας εἶνε τόσον μικρὰ καὶ ὀλίγη, ποὺ δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ δημιουργήσῃ μεγάλα πράγματα. Εἶνε ὅπως ἡ ὀλιγοπιστία. Ὅπως ἡ πίστις χρειάζεται νὰ εἶνε ἀκμαία, ἔτσι καὶ ἡ μετάνοια πρέπει νὰ εἶνε ἀκμαία.
Ἂς μετανοήσουμε λοιπόν, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Καὶ ὅταν ἡμεῖς μετανοήσουμε καὶ κλάψουμε γιὰ τ᾿ ἁμαρτήματά μας, τότε καὶ οἱ ἄλλοι θὰ μετανοήσουν. Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, τότε οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο στὸν κόσμο. Εἶνε φοβερὰ ἡ κατάστασις.
Ποιός ἀπὸ ἐσᾶς σηκώνεται τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, καὶ κάνει τὴν προσευχή του; Πές μου τί σκέπτεσαι τὰ μεσάνυχτα, νὰ σοῦ πῶ τί εἶσαι.
Κάποιος ὅμως ἐρωτᾷ·
―Ἀκούει ὁ Θεός;
Βεβαίως ἀκούει ὁ Θεὸς τὴν προσευχή μας. Ἀλλὰ πότε; Ὅταν γίνεται καθὼς πρέπει· ὅταν γίνεται μὲ βαθειὰ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας· ὅταν ἡ προσευχὴ βγαίνῃ ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς μας σὰν πυρακτωμένος μύδρος καὶ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν οὐρανό, περᾷ τὰ ἄστρα καὶ ἀγγίζει τὰ κράσπεδα τῆς Θεότητος. Ἀκούει ὁ Θεὸς τὴν προσευχή μας, ὅταν οἱ πάντες, μικροὶ καὶ μεγάλοι λέμε θερμῶς τὶς δύο λέξεις «Κύριε, ἐλέησον».
Πάντοτε πρέπει νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεό, ἰδιαιτέρως δὲ τὶς ἔσχατες αὐτὲς ἡμέρες.

Τρίτη, Ιουνίου 23, 2015

Όσιος Δανιήλ ὁ ἐν τῷ κάστρῳ τῶν Πατρῶν


Στο βίο του Οσίου Νικήτα εκ Θηβών αναφέρεται ότι ήλθε στην Πάτρα και συνάντησε τον Όσιο Δανιήλ τον ἐν Κάστρῳ. Ἔζησε τον ΙΑ' αιώνα μ.Χ., καταγόταν από την Πάτρα και ζούσε με μεγάλη άσκηση και πολλή προσευχή. Έλαβε από το Θεό το χάρισμα της φιλοξενίας, όπως ο Αβραάμ, δηλαδή να δέχεται, να φιλοξενεί ανθρώπους και να τους αναπαύει καθοδηγώντας τους πνευματικά

Δευτέρα, Ιουνίου 15, 2015

Πως να υπομένουμε τους πειρασμούς (Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)


Όσοι είναι φίλοι του Θεού, όσοι έχουν κλείσει μέσα τους τον Κύριο σαν ένα πολύτιμο θησαυρό, δέχονται με πολλή χαρά τις βρισιές και τις ατιμίες, και αγαπούν με καθαρή καρδιά, σαν ευεργέτες, αυτούς που τους αδικούν.
Ο Χριστός, ο αναμάρτητος, ραπίσθηκε άδικα από ένα δούλο, κι έτσι έγινε το πρότυπο όλων μας στην ανεκτικότητα, τη μεγαλοψυχία και τη μακροθυμία. Αλλά μόνο ραπίσθηκε; Αν πάρουμε από την αρχή τα γεγονότα της ένσαρκης οικονομίας Του, θα δούμε πως αυτή δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια αλυσίδα ταπεινώσεων και εξευτελισμών...
Πρώτα-πρώτα ο Κύριος, όντας Θεός, καταδέχθηκε να έρθει στη γη, «μορφήν δούλου λαβών», και να ζήσει ανάμεσά μας σαν ένας άσημος και φτωχός «τέκτονος υιός». Μέχρι τα τριάντα Του χρόνια βοηθούσε τον άγιο Ιωσήφ στο ταπεινό επάγγελμα του ξυλουργού. Ύστερα, όσο κήρυττε και θαυματουργούσε, υπέμεινε το διασυρμό, τη συκοφαντία και τις επιβουλές των Φαρισαίων και Γραμματέων. Και τέλος, πιάστηκε, χλευάσθηκε, μαστιγώθηκε, ραπίσθηκε και σταυρώθηκε. Ποιος; Ο αθώος από τους φταίχτες. Ο ευεργέτης από τους ευεργετημένους. Ο Θεός από τους ανθρώπους! Και γιατί όλα τούτα; Πρώτα, για να μας σώσει, όπως όλοι ξέρουμε. Κι έπειτα, για να μας δώσει παράδειγμα, όπως γράφει ο απόστολος Πέτρος: «Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού». Όπως υπέμεινε Εκείνος όλους τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της ζωής, και μάλιστα την αδικία και την αχαριστία εκείνων που είχε ευεργετήσει, έτσι πρέπει να υπομένουμε κι εμείς. «Τούτο γαρ χάρις, ει δια συνείδησιν Θεού υποφέρει τις λύπας, πάσχων αδίκως», γράφει πάλι ο πρωτοκορυφαίος απόστολος. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ' εἰ αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ» . 
«Αγαθοποιών και πάσχων» ακριβώς ο Χριστός, είναι σα να λέει στον καθένα από μας: “Αν θέλεις, άνθρωπέ μου, να ζήσεις αιώνια μαζί μου, και να γίνεις «κατά χάριν Θεός», ταπεινώσου για χάρη μου, όπως ταπεινώθηκα κι εγώ για χάρη σου. Πέταξε από πάνω σου τη δαιμονική υπερηφάνεια και μη ντραπείς να υποστείς χλευασμούς και να πάθεις κάθε κακό για τις εντολές μου. Αλλιώς, θα ντραπώ κι εγώ για σένα την ημέρα της Κρίσεως. «Ος γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους, τούτον ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται, όταν έλθη εν τη δόξη αυτού και του πατρός και των αγίων αγγέλων». Και θα προστάξω τότε τους αγγέλους μου: «Αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»”.
Αν λοιπόν δεν υπομείνουμε τους πειρασμούς, τότε και ο Κύριος θα μας αποδοκιμάσει στη δευτέρα παρουσία Του, γιατί προτιμήσαμε τη δόξα των ανθρώπων και δεν θελήσαμε ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμά Του. Πώς θέλουμε να συμβασιλεύσουμε και να συνδοξασθούμε μαζί Του στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε από έναν άλλον άνθρωπο, εμείς, που είμαστε «γη και σποδός», τη στιγμή που ο Χριστός, ο άπειρος Θεός και δημιουργός του σύμπαντος, αυτοταπεινώθηκε, άφησε την ουράνια δόξα Του κι έγινε άνθρωπος ευτελής; Εμείς δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε μπροστά στον αδελφό μας, που είναι ίσως ανώτερος από μας, ενώ ο Χριστός έγινε δούλος και δέχθηκε τόσες ταπεινώσεις και σταυρικό θάνατο ακόμα, από τους δούλους Του!
Ας υποθέσουμε, ότι βαδίζουμε στο δρόμο μαζί με τον Χριστό. Και μας συναντάει ένας άνθρωπος, που χτυπάει στο πρόσωπο και Εκείνον και εμάς. Ο Δεσπότης Χριστός δεν αντιδρά και δεν διαμαρτύρεται. Μπορούμε να σκεφτούμε σε τι δεινή θέση θα βρεθούμε εμείς, αν αντιδράσουμε;
Ο Κύριος είναι το υπόδειγμά μας. Και όμως, Εκείνος περιπαίζεται και δεν αγανακτεί· εμείς επαναστατούμε. Εκείνος δέχεται σταυρό και θάνατο ταπεινωτικό· εμείς δεν σηκώνουμε ούτε ένα ταπεινωτικό λόγο. Πώς λοιπόν θα γίνουμε συγκοινωνοί της δόξας Του, αφού δεν καταδεχόμαστε να γίνουμε συγκοινωνοί των παθών και των βασάνων Του; Μάταια αγωνιζόμαστε, μάταια ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, αν δεν είμαστε αποφασισμένοι να σηκώσουμε σταυρό, όπως Εκείνος.
Δεν απομένει πάρα να Τον μιμηθούμε, με τη βεβαιότητα ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς».



(Από το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σε κείμενο του Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ).
(Πηγή ηλ. κειμένου: hristospanagia.gr)
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...