Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Μακάριος ο Πάτμιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Μακάριος ο Πάτμιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

Κυριακή Ι’ Ματθαίου: Λόγος εις το ότι το να σεληνιάζεται κανείς και να πάσχει από τον δαίμονα, σημαίνει την υποδούλωσι στα θελήματα της σαρκός, όπως η πορνεία και άλλα (Αγ. Μακάριος ο Πάτμιος)

Ομιλία του Αγίου Μακαρίου του Πατμίου, σχετικά με το ότι το να σεληνιάζεται κανείς και να πάσχει από τον δαίμονα, σημαίνει την υποδούλωση στα θελήματα της σαρκός, όπως κυρίως η πορνεία.
Αξιος αληθώς πολλών επαίνων είναι ο σημερινός πατέρας —αν και ολιγόπιστος κατά έναν τρόπον— διότι εσυμπόνεσε τη δυστυχία του υιού του, δεν υπέφερε άλλο τα βάσανα, τους κινδύνους και τους πειρασμούς τους οποίους καθημερινώς του προξενούσε ο κοινός και αδιάλλακτος εχθρός. Είναι και κατ’ άλλον τρόπον επαινετός, για το ότι δεν προσέτρεξε σε ανθρώπινα νοσοκομεία, αλλά σε Αυτόν τον άμισθον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Και για να ειπώ εν ολίγοις, όσον υπερβολικά αξιοκατάκριτος θα ήταν ο πατέρας αυτού του δαιμονισμένου υιού, αν, βλέποντάς τον να κρημνίζεται πότε στα ύδατα και πότε στη φωτιά από τον δαίμονα, σφάλιζε τους οφθαλμούς, και του στερούσε έτσι τη δυνατότητα της θεραπείας, τόσον αξιέπαινος είναι τώρα, διότι έδειξε στον υιό του ευσπλαχνία πατρική. Γι’ αυτό και ο μισθαποδότης των καλών Θεός, μολονότι στην αρχή τον πλήγωσε με τον πικρόν έλεγχον της απιστίας, λέγοντας: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! ως πότε έσομαι μεθ’ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμίν»; πλην όμως ταχέως ιάτρευσε και την απιστία του, μα και τη βαρύτατη ασθένεια του υιού του. Και εκτός αυτού του έδωσε χάρη να δει οφθαλμοφανώς εκείνα που επεθύμησαν Πατριάρχες και Προφήτες να ιδούν, έστω και αινιγματωδώς. Τοιαύτα είναι τα κέρδη, τόσον υψηλά και μεγάλα τα στεφάνια, τόσες πολλές οι αμοιβές του Θεού προς τους πατέρες οι οποίοι φροντίζουν τη σωτηρία και υγεία των παιδιών τους. Και επειδή αυτή η αλήθεια είναι αναμφίβολος, δεν ηξεύρω πώς να απαριθμήσω τις κολάσεις που επικρέμανται στις κεφαλές εκείνων, που σφαλίζουν τους οφθαλμούς και δεν βλέπουν τα πάθη και τις αδυναμίες που καταδυναστεύουν τις ψυχές των αθλίων τους τέκνων. Στις εξωτερικές ασθένειες είναι πολυόμματοι, ενώ σε εκείνες που ημπορούν να τους προξενήσουν και θάνατον αιώνιον και παντοτεινή κόλαση και ατιμία ασύγκριτη, αποκοιμώνται, δεν έχουν καμία συμπάθεια και πατρική ευσπλαχνία.
Ποίος πατέρας, ποία μητέρα είναι τόσον άσπλαχνος, τόσον ασυμπαθής, ώστε, βλέποντας τον υιόν ή τη θυγατέρα του να έχει ριφθεί από τον δαίμονα πότε στην φωτιά, πότε στα ύδατα, δεν πονά η ψυχή του, δεν σαλεύει η καρδία του, δεν ζητεί την ελευθερία του πάθους, δεν φροντίζει για ιατρό; Και όμως, ο πραγματικός δαιμονισμένος είναι αυτός που έχει την ψυχή του τόσο υποδουλωμένη στα θελήματα της σαρκός ώστε να κρημνίζεται πότε σε τούτο και πότε σε εκείνο το πάθος. Αυτό είναι ουσιαστικά το να καταληφθεί κανείς από δαιμόνιο, αυτός είναι ο βαρύτερος σεληνιασμός, αυτό είναι το βλαπτικότερο δαιμόνιο. Και όμως, ο πατέρας και η μητέρα δεν έχουν σπλάγχνα πατρικά σε τέτοια φοβερά και φριχτά πάθη των τέκνων τους, και αυτό οφείλεται ή στο ότι είναι εντελώς άπιστοι ή στο ότι δεν γνωρίζουν ότι περισσότερη ζημία προξενεί στον άνθρωπο ένα ψυχικό πάθος, παρά ο σεληνιασμός. Και για να γίνει αυτό φανερό, πρέπει να φέρωμε πάλι στο μέσον το πάθος της πορνείας. Και προσέχετε.
Κάποιος από τους παλαιούς χριστιανούς ηρώτησε τον αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγόριον: αφού ο πανάγαθος Θεός με τόσην άκραν και ακατανόητον συγκατάβασιν ήλθε στη γη για να καταπαύσει τη δύναμη και την εξουσία του διαβόλου, πώς ευρίσκονται πάλι στον κόσμο φόνοι, πορνείες και μοιχείες; Έπρεπε να βγει εντελώς από τη μέση η ενέργεια του δαίμονος. Αποκρίνεται ο Άγιος με τη συνηθισμένη του ευγλωττία και λέγει: καθώς όταν χτυπήσει κάποιος έναν όφι στην κεφαλή, εκείνη συντρίβεται, αλλά το υπόλοιπο μέρος του παραμένει ζωντανό, έτσι και ο καθαιρέτης του δράκοντος, αφού κατέστρεψε την κεφαλή του, δηλαδή την καταστρεπτική των καλών δύναμη, δεν προχώρησε στον πλήρη αφανισμό του, για να γυμνάζονται οι μεταγενέστεροι. Συνέτριψε, λέγει, ο Πανάγαθος Θεός την κεφαλήν του δαίμονος, αλλά το υπόλοιπο μέρος το άφησε να σαλεύει, για να έχουν οι άνθρωποι άθλημα, ώστε αγωνιζόμενοι να διακριθούν οι δυνατοί, από τους αδυνάτους. Επαινώ την παρομοίωση του Αγίου, προσκυνώ τους λόγους του και τους τιμώ ως χρησμούς, πλην όμως, αναλογιζόμενος τις πολλές και αναρίθμητες συμφορές στις οποίες κρημνίζει καθημερινώς τους ανθρώπους ο νοητός εκείνος δράκοντας με τη συντριμμένη κεφαλή του δια μέσου μιας γυναικός πόρνης, θα έλεγα ότι αυτή αναπληρώνει την δύναμη της κεφαλής, και ακολούθως συμπεραίνω, ότι περισσότερη ζημία προξενεί στην ψυχή ο ακέφαλος εκείνος δράκοντας δια μέσου της γυναικός, παρά εάν είχε την κεφαλήν ζωντανή, όπως πριν την ένσαρκον οικονομίαν. Είναι λοιπόν ολιγότερος ο κίνδυνος σε εκείνον που θα κυριευθεί σωματικώς από τον νοητό δράκοντα, ή και από αυτόν τον ίδιο τον νοητό, παρά από γυναίκα.
Ευρίσκεται τάχα πατέρας τόσο πτωχός σε φρόνηση, τόσον αναίσθητος, ο οποίος βλέπει τον υιό του να ευρίσκεται σε κάποιο θανάσιμο πάθος, όπως είναι η κλοπή ή η ιεροσυλία, και δεν αγανακτεί, δεν τον επιπλήττει με αυστηρούς λόγους, δεν φροντίζει για την επιστροφή του από τόσο μεγάλο κακό, με όποιον τρόπον ημπορεί, και με γλυκείς και πικρούς λόγους;… Λοιπόν, πόσης κατηγορίας, πόσης κολάσεως είναι άξιοι οι γονείς εκείνοι που βλέπουν τα τέκνα τους κυλιόμενα μέσα στα σαρκικά πάθη, σε πορνείες και μοιχείες, τα οποία είναι αμαρτήματα βαρύτερα και από την κλοπή και την ιεροσυλία, και όμως αμελούν, παραβλέπουν, περιφρονούν τη διόρθωση των τέκνων, ενώ γνωρίζουν ότι, καθώς προείπα, αυτά τα αμαρτήματα είναι βαρύτερα και από την κλοπή, όπως ολοφάνερα το κηρύττει ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και Μάρτυς.
Και ο πατέρας δεν φωνάζει, πρὀσεχε υιέ μου, μην εισέλθεις σε αυτό το διαβολικό σπίτι, το πορνείο. Όποιος άνθρωπος εισέλθει εκεί μέσα, δεν εξέρχεται πλέον άνθρωπος αλλά ζώον άλογον… Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να πέσει κάποιος σε έρωτα γυναικός πόρνης. Και λοιπόν, αν εσύ έχεις σπλάχνα πατρικά, πώς δεν φωνάζεις όταν βλέπεις το παιδί σου σε τοιούτον κίνδυνον; Πώς δεν του λέγεις μαζί με τον Χρυσόστομον, φεύγε, υιέ μου, από γυναίκα πόρνη, διότι αυτή είναι βέλος που λαβώνει χωρίς σίδερο, αυτή είναι ο ιξός των νέων, το ακόνι της επιθυμίας, η καπηλεία του σώματος, η επιζήμιος πραγματεία, το δίκτυον της νεότητος, η ασκέπαστος παγίδα, η πολυκέφαλος λέαινα, η δυσωδία της πόλεως, η επιδημία που έρποντας μολύνει κάθε αίσθηση.
— Ναι, αποκρίνονται, του είπα πολλές φορές, αλλά δεν με άκουσε, επειδή το κάλλος του σώματος κυρίευσε τις αισθήσεις του υιού μου, και δεν έχει την δύναμη να υπακούσει.
Ίσως να λέγεις αλήθεια, πλην όμως συ είσαι η αιτία της παρακοής του υιού σου. Επειδή ποτέ δεν του φανέρωσες τι είναι κάλλος γυναικός, ποτέ δεν σε άκουσε να του λέγεις τι έχει μέσα του αυτό το δέρμα που λάμπει στο πρόσωπο της πόρνης. Δεν του είπες ποτέ ότι η υπόστασις του βλεπομένου κάλλους δεν είναι τίποτε άλλο, όπως το περιγράφει το πάνχρυσο στόμα της Εκκλησίας, παρά φλέγμα, ρεύμα, αίμα και χυλός από σαπισμένη τροφή… Αν είχες οφθαλμούς να δεις μέσα από αυτό το δέρμα, θα έλεγες ότι το σώμα το λαμπρόν της πόρνης δεν είναι παρά ένας τάφος ασβεστωμένος… Και από τοιαύτην ακαθαρσίαν είναι γεμάτα όλα τα μέλη της πόρνης. Είπες ποτέ λόγια σαν αυτά στον υιό σου;… Πότε του είπες, υιέ μου, μην πλανάσαι από αυτό το εξωτερικόν κάλλος που βλέπεις, διότι είναι πλαστόν, είναι νόθον, είναι κατασκευαστόν. Και αν θέλεις να γνωρίσεις τι είναι αυτό που επιθυμείς, βλέπε το στο γήρας, βλέπε το στον καιρό της ασθενείας, βλέπε το μέσα στους τάφους. Και αν, υποθετικώς, και σε αυτή την αλήθεια δεν πείθεται, αλλά όλως δι’ όλου κατά το προφητικόν «εταπεινώθη εις χουν η ψυχή, εκολλήθη εις γην η γαστήρ» του υιού σου και ηχμαλωτίσθη όλως δι’ όλου από τον πηλόν του φαινομένου κάλλους, υπεδουλώθη στη στάχτη και στη λάσπη, μεταχειρίσου άλλον τρόπον, απαρίθμησε του τις συμφορές, τις πτωχείες, την περιφρόνηση και πολλές φορές τους αιφνιδίους θανάτους που συνέβησαν σ’ εκείνους που κυριεύθησαν από τοιούτον πάθος.
Είπες ποτέ συ ο καλός πατέρας τέτοιους λόγους, για να διορθώσεις τον υιό σου;… Δεν ακούεις κάθε ημέρα τον θεόσοφον Λουκά, που φωνάζει στις Πράξεις «απέχεσθαι ειδωλοθύτων και πορνείας»; Δεν σου κηρύττει ο μακάριος Παύλος, ότι είναι φανερά τα έργα της σαρκός, τα οποία είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ακολασία και η ασέλγεια; Δεν προστάζει ο ίδιος τους Εφεσίους ότι δεν πρέπει όχι μόνον να ευρίσκεται τοιούτον πάθος στις πολιτείες των Χριστιανών, αλλά ούτε καν το όνομά του να ακούεται; «Πορνεία δε και ακαθαρσία μηδέ ονομαζέσθω εν υμίν, καθώς πρέπει αγίοις». Δεν δίδει την απόφασιν ο ίδιος Απόστολος, ότι όσοι μολύνουν το βάπτισμα με τοιούτο πάθος, είναι απόκληροι της Βασιλείας των ουρανών; «μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι, μαλακοί, και αρσενοκοίται, βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι». Δεν άκουσες από την Παλαιάν Γραφήν ότι το βδελυρό αυτό αμάρτημα εθανάτωσε σε μία ημέρα είκοσι τρεις χιλιάδες υιούς του Ισραήλ; Δεν παραγγέλλει ο μακάριος Πέτρος να απέχουν οι χριστιανοί από αυτές τις σαρκικές επιθυμίες, επειδή προξενούν θάνατο στην ψυχή; «Αγαπητοί, παρακαλώ ως παροίκους και παρεπιδήμους, απέχεσθαι των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής». Αυτά ούτε οι πατέρες τα ακούουν ούτε οι υιοί, και αιτία είναι το διαβολικό πάθος της πορνείας, που τυφλώνει το νου, κλείνει τα ώτα και απονεκρώνει τις αισθήσεις υπερβολικά, περισσότερο από όσο κατορθώνει ένα δαιμόνιο που κατά παραχώρηση κυριεύει τον άνθρωπο.
Ας εξορίσουμε λοιπόν μέσα από την καρδία μας κάθε είδος πορνείας, ας αποστείλωμε πρέσβη στον ιατρό ψυχών και σωμάτων, στον γλυκύτατον Ιησούν, την αποχή των προτέρων κακών, τη μετάνοια συντροφιασμένη με το αληθινό βάλσαμο της ψυχής, που είναι τα θερμά δάκρυα. Ας ακολουθήσει και η συντριβή της καρδίας, που είναι το αψευδέστατο σημείον όσων μετανοούν αληθινά. Αυτά ας αποστείλωμε, σαν άλλον πατέρα και μεσίτη, προς τον Θεόν. Και εάν μεν ελέγξει την απιστία μας λέγοντας: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι μεθ’ υμών, έως πότε ανέξομαι υμάς», έως πότε θα υποφέρω την αχαριστίαν που δεικνύετε στους νόμους μου, έως πότε θα βλέπω την εικόνα μου μολυσμένην από τις σαρκικές σας επιθυμίες, έως πότε θα βλέπω το Ευαγγέλιό μου περιφρονημένο, το αίμα μου ματαίως για σας χυμένο, το σώμα μου με τα ακάθαρτά σας χείλη μασημένο; Με αυτά και μύρια άλλα αν μας ελέγξει ο καρδιογνώστης Θεός, θα αποκριθεί η μετάνοιά μας λέγοντας: «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Δεν το αρνούμεθα, Κύριέ μου, ότι εμείς σε καταφρονήσαμε περισσότερο, παρά η σκληροκάρδιος γενεά των Ιουδαίων. Το ομολογούμε, ότι κλίνουμε περισσότερο στα θελήματα της σαρκός, παρά στην προσταγή των δικών σου αγίων νόμων. Πλην παρακαλούμε την αγαθότητά σου, λυπήσου το πλάσμα σου, σπλαγχνίσου τα έργα των χειρών σου, ελέησον τους βαπτισμένους στο όνομά σου, ενθυμήσου ότι ήλθες στη γη για τους αμαρτωλούς και όχι για τους δίκαιους. Μη δεις εκείνα που ζητεί η δικαιοσύνη σου, αλλά εκείνο που χρειάζεται η αδυναμία μας. Εξόρισε, λοιπόν, τα πονηρά πάθη που κατακυριεύουν την ψυχή μας, σπλαγχνίσου και εμάς όπως κάποτε τον δαιμονιζόμενο, για να δοξάζεται το πανάγιον όνομά Σου στους απεράντους αιώνας.
Αμήν.
(18ος αιών, Ευαγγελική Σάλπιγξ, σελ. 18 – Αποσπάσματα από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 217 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: "Ορθόδοξη Πορεία")

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2016

Λόγος εἰς τὴν Κυριακὴν τοῦ Παραλύτου τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Πατμίου

Ὁ ἄνθρωπος κλίνει φυσικὰ στό νά λυπῆται καὶ νά πονᾶ στίς δυστυχίες καὶ συμφορὲς τῶν ἄλλων. Ἴσως ἐπειδὴ εἶναι κοινὲς ἢ ἐπειδὴ ὅλοι εἴμεθα ἀπὸ τὸ ἴδιο φύραμα, ἢ ἐπειδὴ δεν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπός «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα». Δέν εἶναι βέβαιος ὅτι ἀργότερα δέν θὰ φυτρώσουν στόν ἴδιον οἱ ἄκανθες τῶν πόνων τίς ὁποῖες βλέπει σὲ ἄλλους. Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους δικαίως σύρεται κανεὶς σὲ συμπαθῆ διάθεση, ὅταν θεωρεῖ τίς ἀσθένειες καὶ τοὺς πόνους τῶν συνανθρώπων του. Ποῖος, λοιπόν, θὰ ἤταν τόσο σκληρὸς στήν καρδία, τόσο θηριογνώμων στήν διάθεση ὥστε να μὴ συλλυπηθεῖ καὶ νά μὴ συμπονέση σήμερα, ἀκούγοντας ἀπὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον τοὺς πολλοὺς ἐκείνους χρόνους, τοὺς ὁποίους ἐπέρασεν ὁ σημερινὸς παράλυτος κατάκοιτος,
σὰν ἀναίσθητος λίθος, ἐπάνω σὲ ἕνα κρεββάτι; Ποίου ἡ ψυχὴ δέν θὰ πονοῦσε ἀκούγοντάς πῶς αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος ἤταν ὄχι μόνον παράλυτος ἀλλὰ καὶ εὑρίσκετο σὲ ἐσχάτην πτωχεία, καὶ γι’ αὐτὸ ἤταν ἔρημος ἀπὸ φίλους, γυμνὸς ἀπὸ συγγενεῖς; Ποῖος νά μὴ συλλυπηθεῖ, ὅταν συλλογισθὴ ὄχι μόνον τοὺς πόνους πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ βαρυτάτη ἀσθένεια τῆς παραλυσίας, ἀλλὰ ἀκόμη τὴν λύπη καὶ τὸ παράπονο πού ᾐσθάνετο ὅταν ἔβλεπε τὸν Ἄγγελο νά ταράσσει τὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας, νά ἰατρεύεται ἄλλος καὶ νά φεύγει, καὶ ὁ ἴδιος να κείτεται πάντοτε ἐκεῖ; Μοῦ φαίνεται, λοιπόν, πὼς ὅσοι χρόνοι ἐπερνούσαν καὶ ὅσοι ἀσθενεῖς ἰατρεύοντο, τόσες πληγὲς ἐδέχετο ὁ δυστυχισμένος αὐτὸς παράλυτος, συλλογιζόμενος πῶς οἱ ἄλλοι ὅλοι εἶχαν συγγενεῖς καὶ φίλους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐβοηθούσαν στήν θεραπείαν τους, ἐνῶ γι’ αὐτὸν δέν εὑρέθη ποτὲ σὲ τόσους χρόνους οὔτε φίλος οὔτε συγγενὴς νά τὸν βοηθήσῃ γιά νά ἰατρευθεῖ. Ποῖος, λοιπόν, εἶναί πού θὰ συλλογισθεῖ τὴν ἐσχάτην αὐτὴν πτωχεία τοῦ παραλύτου καὶ δέν θὰ λυπηθεῖ μαζὶ του; Καὶ καθὼς δεν ὑπάρχει κανείς πού νά μὴν παρακινηθεῖ σὲ συμπάθεια ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐσχάτη δυστυχία τοῦ παραλύτου, ὁμοίως δέν εὑρίσκεται κανείς πού νά μὴν ἀγανακτήσει καὶ να μὴν παρασυρθεῖ σὲ θυμὸν καὶ ὀργὴν ὅταν ἴδῃ ὅτι κάποιος ἄλλος παρόμοιος παράλυτος, ἔχοντας ἄνθρωπόν πού στέκεται πάντοτε πρόθυμος, ἕτοιμος νά τοῦ δώσει τὴν θεραπείαν, αὐτὸς παρακινημένος ἀπὸ τὴν ἰδικὴν του ἐθελοκακίαν καὶ ἀγνωσίαν, ἀναβάλλει τὸν χρόνον τῆς θεραπείας του, ἠμπορεῖ καὶ δεν θέλει νά σηκωθεῖ μέσα ἀπὸ τὸν τάφον ἐκεῖνον τῆς ἀσθενείας; Τοιοῦτον παράλυτον, τοιοῦτον ἀσθενή, ποῖος θὰ τὸν ἀκούσῃ καὶ δέν θὰ ἀγανακτήσῃ; Ποῖος θὰ τὸν ἴδη καὶ δέν θὰ ὀργισθεῖ ἐναντίον του; Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νά εὑρεθεῖ, θά μοῦ εἴπη κάποιος, τοιοῦτος ἀνόητος ἀσθενής, τοιοῦτος ἀναίσθητος παράλυτος, ποῦ νά ἀποστρέφεται τὸν ἰατρὸν του; Νά μὴ θέλῃ τὴν ὑγείαν του, ἀλλὰ νά προτιμᾶ νά εἶναι λεπρωμένος παρὰ καθαρός, νά εἶναι συζώντανος ἐνταφιασμένος μέσα στούς πόνους, μέσα στήν δυσωδία τῆς ἀσθενείας; Ναί, εἶναι πολλοί. Τόσοι, ὅσοι καὶ οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι μένουν κατάκοιτοι, παράλυτοι, ἀκίνητοι στήν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅλους αὐτοὺς εἰκονίζει ὁ παράλυτος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστρέφεται τὸν ἰατρὸν του, ἐκεῖνος πού εἶχε ἄνθρωπον, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά τὸν ἰατρεύση σὲ μία στιγμή, χωρὶς νά χρειάζεται ἄγγελο νά ταράξῃ τὸ ὕδωρ μίαν φορὰ τὸν χρόνο, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος», καὶ μάλιστα ἔχει στήσει πολλὲς φορὲς κολυμβῆθρες ἐμπρὸς στούς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ὅσα μυστήρια, ὅσοι σταλαγμοὶ δακρύων τῆς μετανοίας, τόσες καὶ οἱ θεραπευτικὲς ἀναταραχές. Ὄσες στιγμὲς ἔχει ἡ ὥρα, τόσες φορὲς καὶ ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος εἶναι ἕτοιμος να δώσῃ τὴν συγχωρήση γιά νά ἰατρεύση τὴν λέπραν τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅμως ὁ ἁμαρτωλός, ὁ πνευματικὼς παράλυτος, σφαλίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ να μὴν ἴδῃ τὸν ἰατρόν, προτιμᾶ νά εἶναι νεκρός, κατάκοιτος στήν ἁμαρτία παρὰ ζωντανὸς στήν ἀρετή.
   Ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὴ ἡ ἐσχάτη ἀναισθησία; Ἀπὸ ποῦ αὐτὴ ἡ ἀξιοδάκρυτος καταδίκη στόν ἁμαρτωλόν; Ἀπὸ τὴν πονηρὰν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὴ εἶναι πού ἔχει δεμένον τὸν ἁμαρτωλὸ στό κρεβάτι τῆς ἀναισθησίας, αὐτὴ εἶναι πού τὸν παρακινεῖ νά προτιμήσει τὸν θάνατον ἀπὸ τὴν ζωήν. Καὶ γιά νά βεβαιωθεῖς πῶς εἶναι τόσο δυνατὴ αὐτὴ ἡ συνήθεια, πρόσεχε: Ἐκεῖνός πού ἔχει ἀνοικτες τίς ἀκοὲς του στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ δέχεται μὲ τόσην προθυμία τὰ κηρυττόμενα, ὡσὰν ἐπιστολές πού τοῦ στέλλει ὁ Οὐράνιός του Πατήρ, εὔκολα ἀντιλαμβάνεταί πῶς ὁ σημερινὸς παράλυτος παριστάνει μίαν εἰκόνα ἐκείνου πού εἶναι δεμένος ἀπὸ τὴν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας. Διότι καθὼς ἡ παράλυσις, ἐπειδὴ διαλύει τὰ νεῦρα τοῦ σώματος, κάμνει τὸ σῶμα νεκρὸν καὶ ἀκίνητον, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, κόπτει τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς καὶ γι’ αὐτὸ τὴν κάμνει ἀκίνητον σὲ κάθε ἐργασία τῆς ἀρετῆς, στήν ὁποίαν δέν ἔχει δύναμιν ἡ ψυχὴ ν’ ἀνέβη, ἐπειδὴ σύρεται πάντοτε κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων. Ὅθεν καὶ ὁ μέγας Βασίλειος γράφει: «ἡ συνήθειά πού ἐπαγιώθη, μὲ τὴν πάροδο μακροῦ χρόνου, λαμβάνει ἰσχὺν φύσεως. Γι’ αὐτὸ δέν εἶναι μικρὸς ὁ πόλεμος να νικήσῃ κάποιος τὴν συνήθεια». Ἂς κοπιάση ὅσον θέλει, ἂς προσπαθήση ὁποῖος θέλει μὲ ὅ,τι τρόπον ἠμπορεὶ νά κόψει ἔνα φυσικὸν ἰδίωμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἂς εἰποῦμεν τὸ γελαστικὸν ἢ τὸ ἐπιθυμητικόν. Ματαίως κοπιάζει. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ὅταν γηράση, μεταβάλλεται σὲ φύσιν, ἀποκτᾷ ἰδιότητες φυσικῆς δυνάμεως. Καὶ βεβαίως, ὁ μέγας Πατήρ πού ἀναφέραμε δικαίως λέγει ὅτι δέν εἶναι μικρὸς ὁ πόλεμος νά νικήσει κάποιος τὴν παλαιὰν συνήθεια. Τρισόλβιος λοιπὸν καὶ ἄξιος πολλῶν ἐγκωμίων ὁποῖος, πρὶν νά γηράσει ἡ ἁμαρτία, τῆς κόπτει τὰ νεῦρα καὶ πρὶν τὸν νεκρώση αὐτή, τὴν θανατώνει. Καθὼς σὲ ἕνα καινουργίον ἀγγεῖον, ὅ,τι βαλεῖς στήν ἀρχὴ καὶ τὸ ἀφήσεις νά πολυκαιρίση, παίρνει ἐκείνου τὴν ὀσμή, εἴτε καλή εἶναι εἴτε κακή, καὶ ὕστερα ὅσον καὶ ἂν πλύνης ἐκεῖνο τὸ ἀγγεῖον, δέν ἠμπορεῖς μὲ τίποτε να ἀφαιρέσης ἐκείνην τὴν εὐωδίαν ἢ δυσωδίαν, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν πολυκαιρίση στήν καρδία, ὅταν γίνη συνήθεια, δύσκολα πλέον ἢ παντελῶς δέν χωρίζεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ ὅσον πολυκαιρίζει τόσον ῥιζώνει ἡ συνήθεια τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὅθεν ἐπαινῶ ἐκεῖνον τὸν σοφόν, ὁποῖος καὶ ἂν εἶναι, ὁ ὁποῖος θέλοντας να φανερώση τὸ πλάτος καὶ βάθος τῆς πονηρὰς συνηθείας, τῆς ἔδιδε τοιοῦτον σύμβολον. Ἐζωγράφιζεν ὡς ἱερογλυφικὸν ἔνα σπήλαιον ὑπόγειον μὲ τὴν ἐπιγραφήν: «τὸ εὖρος τόσον, ὅσον καὶ τὸ βάθος». Θέλοντας μὲ τοῦτο να φανερώση ὅτι ἡ πονηρὰ συνήθεια αὐξάνοντας κάθε ἡμέρα μὲ τὸ γάλα τῆς κακίας καὶ τῆς πονηρίας, ὅσον πολυχρόνιον πάθος εἶναι, τόσο εἶναι καὶ χειρότερον. Διότι καθὼς καὶ τὰ ἄλλα πράγματα ἀρχίζουν ἀπὸ μικρὰ καὶ αὐξανοῦν μὲ τὴν πολυκαιρίαν, μὲ ἀνάλογον τρόπον καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας φθάνει μὲ τὴν πολυκαιρία σὲ τόσην αὐξήσῃ, ὥστε γίνεται ἀκατανίκητος. Γράφει μὲ πολὺν πόνο στο χρυσὸν βιβλίον τῶν Ἐξομολογήσεών του ὁ μέγας Αὐγουστίνος: ἀνεστέναζα δεμένος. Ἀπὸ ποῖον ὢ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Ὄχι ἀπὸ ἄλλον, λέγει, ὄχι ἀπὸ ξένην ἁλυσίδα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδικήν μου σιδηρᾶν συνήθεια, ἡ ἰδική μου θέλησις ἤταν ὁ τύραννος. Ἡ ἄρρηκτος ἅλυσις ἤταν ἡ συνήθεια, ἡ ὁποία μὲ ἔδεσε τόσον που μὲ ἔφερε σὲ ἀκολασίαν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, μὴν ἠμπορώντας να ἀποκόψω, ἔγινεν ἀνάγκη, καὶ ἡ ἀνάγκη κατέληξε να γίνη φύσις. Ὅθεν μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ φωνάζει: κανεὶς δεν ἠμπορεὶ να καταλάβῃ πόσην δυσκολίαν ἔχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, τὸ να ἀποκόψῃ κάποιος μίαν παλαιὰν συνήθεια, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτόν που ἔχει ἀγωνισθεῖ. Για ποῖον λόγον ὅμως, ἐξήγησε μας καθαρώτερα, διδάσκαλε τῆς οἰκουμένης; Διότι, λέγει, ὁ πονηρὸς λογισμὸς γεννᾷ ἡδονήν, ἀπὸ αὐτὴν πάλι γεννᾶται ἡ συγκατάθεσις, καὶ ἀπὸ τὴν συγκατάθεσιν ἡ πρᾶξις, καὶ ἀπὸ τὴν πρᾶξιν ἡ συνήθεια, καὶ ἀπὸ τὴν συνήθεια γεννᾶται ἡ ἀνάγκη, καὶ αὐτὴν ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος. Ὅθεν δεν σφάλλεις ἂν παρομοιάσης τὸν ἁμαρτωλὸν ἐκεῖνόν πού ἄφησε τὴν ἁμαρτία νά γίνη στήν ψυχὴ του συνήθεια, δέν σφάλλεις λέγω, ἐὰν τὸν παρομοιάσης μὲ κάποιόν πού ἔπεσε στα χέρια ἑνὸς ἀσπλάχνου καὶ ἀνελεήμονος τυράννου, τὸν ὁποῖον, θέλοντας ἐκεῖνος ὁ τύραννος να θανατώσει, τὸν ἔκλεισε σὲ μία σκοτεινὴν φυλακήν, χωρὶς νά τὸν κλειδώση. Πλὴν ὅμως ἔχασε τὴν πόρτα καὶ δέν εὑρίσκει ἀπό πού νά ἐξέλθει. Ὅθεν τριγυρίζοντας ἀποθνῄσκει ἐκεῖ μέσα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σ’ ἐκεῖνον για τὸν ὁποῖον ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει συνήθεια. Αἰσθάνεταί πῶς εὑρίσκεται σὲ μία σκοτεινὴ φυλακὴ καὶ τριγυρίζει νά εὔρη τὴν πόρταν, πλὴν ὅμως τὴν ἔχει κλεισμένην ἡ πονηρὰ συνήθεια. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀναβάλλει συνεχῶς νά εὔρη τὴν πόρτα τῆς ἐλευθερίας, εὑρίσκει τὸν θάνατον τῆς παντελοῦς ἀπωλείας, καθὼς ἔχει γραφή: «συνήθειαν λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία, ἕλκει εἰς παντελῆ ἀπώλειαν».
  Τὸ πρῶτον πού χρειάζεται γιά νά κόψει τίς ῥίζες καὶ τὰ νεῦρα μιᾶς πονηρὰς συνηθείας, δέν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι πού ἀχρόνως καὶ ἀκόπως θεραπεύει αὐτὸ τὸ ἀνιάτον πάθος, ὅπως κηρύττει ὁ σημερινὸς παράλυτος μὲ τὸν κράββατο στόν ὦμο. Αὐτὴ ὅμως ἡ παντοδυναμία δεν ἐνεργεῖ μόνη της. Ὄχι πῶς δέν ἠμπορεῖ, οὔτε πῶς δέν θέλει, ἀλλὰ γιά νά μὴν ἀναιρέση ἐκεῖνο πού ἐχάρισεν ἅπαξ διὰ παντὸς στόν ἄνθρωπο, τὸ προαιρετικόν. Χρειάζεται λοιπὸν πολλὰ ἡ παντοδυναμία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐνεργήση σ’ ἐμᾶς: τὴν ἀποχὴν τοῦ κακοῦ, τὸ μῖσος κατὰ τῆς ἁμαρτίας, τὴν συντριβὴν τῆς καρδίας, τὴν ἰκανοποίησιν, τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας καὶ ἀληθινῆς ἐξομολογήσεως. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν θελήσῃ τοῦ ἀνθρώπου να κλίνη τὸν αὐχένα, καὶ μὲ θερμὰ δάκρυα να ζῆτα τὴν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού λέγω γίνεται φανερὸν ἀπὸ τὸν σημερινὸν παράλυτον. Ἐγνώριζεν ὁ καρδιογνώστης μας Χριστὸς καὶ τοὺς πολλοὺς χρόνους πού τὸν εἶχεν ἡ ἀσθένεια δεμένον στόν κράββατον ἐπάνω, ἐγνώριζεν ἐπίσης καὶ τοὺς πόνους καὶ τὴν ταλαιπωρίαν τὴν πολλήν πού ὑπέμεινε. Δέν ἁγνοοῦσε οὔτε τὴν ἐπιθυμίαν πού εἶχεν ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος νά ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, οὔτε τὴν ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, οὔτε τὴν ἐρημία τῶν φίλων καὶ τῶν συγγενῶν. Παρ’ ὅλα ταῦτα ὅμως τὸν ἐρωτᾷ: «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» γιά νά τοῦ δώσῃ ἀφορμὴ νά τὸν ὁμολογήσῃ Κύριον καὶ Παντοδύναμον, καὶ μαζὶ μὲ τὴν ὁμολογία νά ζητήσει καὶ τὴν θεραπείαν του. Ἀλλὰ γιά νά δώσει καὶ σ’ ἐσέ, ἄνθρωπε, νά καταλάβεις πόσην δύναμη ἔχει ἡ πονηρὰ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ὥστε νά χρειάζεται τὴν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ γιά νά τὴν κόψῃ.
   Λοιπόν, ἐσὺ ταλαίπωρε ἄνθρωπε, τὸ ὑποφέρεις γιά μίαν κακὴν συνήθεια νά χάσεις τὴν οὐράνιο Βασιλείαν; Εἶναι τοῦτο ἔργο ψυχῆς λογικῆς, νά πωλεῖ γιά τόσο λίγο, γιά μίαν πρόσκαιρον ἡδονήν, τὴν δόξαν, τὴν παρρησίαν, τὴν ἀγάπην τῆς τρισυποστάτου Θεότητος; Εἶναι τοῦτο ἔργον φρονίμου ἀνδρός, νά ἀφήσῃ τὴν συντροφίαν τῶν Ἀγγέλων, τὴν συνοδείαν τῶν Ἀποστόλων, τὴν χαρὰν τῶν Προφητῶν, τὶς σκηνὲς τῶν δικαίων, γιά μίαν συνήθειαν κακὴν καὶ διεστραμμένην; Μή, παρακαλῶ, ἂς μὴν εὑρεθῇ κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς τόσον ἀνόητος, ἀλλὰ ὅλοι,  ἂς κόψωμε κάθε πονηρὰν συνήθεια, γιά νά ἀξιωθουμε τῶν ἐπηγγελμένων ἡμῖν ἀγαθῶν, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὢ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν τῷ ἀνάρχῳ Αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ Ζωοποιῷ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Σάββατο, Αυγούστου 31, 2013

Κυριακή Ι Ματθαίου λόγος του Αγίου Μακαρίου του Πατμίου. «Θεραπεία του σελυνιαζομένου νέου.»

Ομιλία του Αγίου Μακαρίου του Πατμίου, σχετικά με το ότι το να σεληνιάζεται κανείς και να πάσχει από τον δαίμονα, σημαίνει την υποδούλωση στα θελήματα της σαρκός, όπως κυρίως η πορνεία.

Άξιος αληθώς πολλών επαίνων είναι ο σημερινός πατέρας —αν και ολιγόπιστος κατά έναν τρόπον— διότι εσυμπόνεσε τη δυστυχία του υιού του, δεν υπέφερε άλλο τα βάσανα, τους κινδύνους και τους πειρασμούς τους οποίους καθημερινώς του προξενούσε ο κοινός και αδιάλλακτος εχθρός. Είναι και κατ’ άλλον τρόπον επαινετός, για το ότι δεν προσέτρεξε σε ανθρώπινα νοσοκομεία, αλλά σε Αυτόν τον άμισθον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Και για να ειπώ εν ολίγοις, όσον υπερβολικά αξιοκατάκριτος θα ήταν ο πατέρας αυτού του δαιμονισμένου υιού, αν, βλέποντάς τον να κρημνίζεται πότε στα ύδατα και πότε στη φωτιά από τον δαίμονα, σφάλιζε τους οφθαλμούς, και του στερούσε έτσι τη δυνατότητα της θεραπείας, τόσον αξιέπαινος είναι τώρα, διότι έδειξε στον υιό του ευσπλαχνία πατρική. Γι’ αυτό και ο μισθαποδότης των καλών Θεός, μολονότι στην αρχή τον πλήγωσε με τον πικρόν έλεγχον της απιστίας, λέγοντας: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! ως πότε έσομαι μεθ’ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμίν»; πλην όμως ταχέως ιάτρευσε και την απιστία του, μα και τη βαρύτατη ασθένεια του υιού του. Και εκτός αυτού του έδωσε χάρη να δει οφθαλμοφανώς εκείνα που επεθύμησαν Πατριάρχες και Προφήτες να ιδούν, έστω και αινιγματωδώς. Τοιαύτα είναι τα κέρδη, τόσον υψηλά και μεγάλα τα στεφάνια, τόσες πολλές οι αμοιβές του Θεού προς τους πατέρες οι οποίοι φροντίζουν τη σωτηρία και υγεία των παιδιών τους.

Και επειδή αυτή η αλήθεια είναι αναμφίβολος, δεν ηξεύρω πώς να απαριθμήσω τις κολάσεις που επικρέμανται στις κεφαλές εκείνων, που σφαλίζουν τους οφθαλμούς και δεν βλέπουν τα πάθη και τις αδυναμίες που καταδυναστεύουν τις ψυχές των αθλίων τους τέκνων. Στις εξωτερικές ασθένειες είναι πολυόμματοι, ενώ σε εκείνες που ημπορούν να τους προξενήσουν και θάνατον αιώνιον και παντοτεινή κόλαση και ατιμία ασύγκριτη, αποκοιμώνται, δεν έχουν καμία συμπάθεια και πατρική ευσπλαχνία. Ποίος πατέρας, ποία μητέρα είναι τόσον άσπλαχνος, τόσον ασυμπαθής, ώστε, βλέποντας τον υιόν ή τη θυγατέρα του να έχει ριφθεί από τον δαίμονα πότε στην φωτιά, πότε στα ύδατα, δεν πονά η ψυχή του, δεν σαλεύει η καρδία του, δεν ζητεί την ελευθερία του πάθους, δεν φροντίζει για ιατρό; Και όμως, ο πραγματικός δαιμονισμένος είναι αυτός που έχει την ψυχή του τόσο υποδουλωμένη στα θελήματα της σαρκός ώστε να κρημνίζεται πότε σε τούτο και πότε σε εκείνο το πάθος. Αυτό είναι ουσιαστικά το να καταληφθεί κανείς από δαιμόνιο, αυτός είναι ο βαρύτερος σεληνιασμός, αυτό είναι το βλαπτικότερο δαιμόνιο. Και όμως, ο πατέρας και η μητέρα δεν έχουν σπλάγχνα πατρικά σε τέτοια φοβερά και φριχτά πάθη των τέκνων τους, και αυτό οφείλεται ή στο ότι είναι εντελώς άπιστοι ή στο ότι δεν γνωρίζουν ότι περισσότερη ζημία προξενεί στον άνθρωπο ένα ψυχικό πάθος, παρά ο σεληνιασμός.

Και για να γίνει αυτό φανερό, πρέπει να φέρωμε πάλι στο μέσον το πάθος της πορνείας. Και προσέχετε. Κάποιος από τους παλαιούς χριστιανούς ηρώτησε τον αδελφό του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγόριον: αφού ο πανάγαθος Θεός με τόσην άκραν και ακατανόητον συγκατάβασιν ήλθε στη γη για να καταπαύσει τη δύναμη και την εξουσία του διαβόλου, πώς ευρίσκονται πάλι στον κόσμο φόνοι, πορνείες και μοιχείες; Έπρεπε να βγει εντελώς από τη μέση η ενέργεια του δαίμονος. Αποκρίνεται ο Άγιος με τη συνηθισμένη του ευγλωττία και λέγει: καθώς όταν χτυπήσει κάποιος έναν όφι στην κεφαλή, εκείνη συντρίβεται, αλλά το υπόλοιπο μέρος του παραμένει ζωντανό, έτσι και ο καθαιρέτης του δράκοντος, αφού κατέστρεψε την κεφαλή του, δηλαδή την καταστρεπτική των καλών δύναμη, δεν προχώρησε στον πλήρη αφανισμό του, για να γυμνάζονται οι μεταγενέστεροι. Συνέτριψε, λέγει, ο Πανάγαθος Θεός την κεφαλήν του δαίμονος, αλλά το υπόλοιπο μέρος το άφησε να σαλεύει, για να έχουν οι άνθρωποι άθλημα, ώστε αγωνιζόμενοι να διακριθούν οι δυνατοί, από τους αδυνάτους. Επαινώ την παρομοίωση του Αγίου, προσκυνώ τους λόγους του και τους τιμώ ως χρησμούς, πλην όμως, αναλογιζόμενος τις πολλές και αναρίθμητες συμφορές στις οποίες κρημνίζει καθημερινώς τους ανθρώπους ο νοητός εκείνος δράκοντας με τη συντριμμένη κεφαλή του δια μέσου μιας γυναικός πόρνης, θα έλεγα ότι αυτή αναπληρώνει την δύναμη της κεφαλής, και ακολούθως συμπεραίνω, ότι περισσότερη ζημία προξενεί στην ψυχή ο ακέφαλος εκείνος δράκοντας δια μέσου της γυναικός, παρά εάν είχε την κεφαλήν ζωντανή, όπως πριν την ένσαρκον οικονομίαν. Είναι λοιπόν ολιγότερος ο κίνδυνος σε εκείνον που θα κυριευθεί σωματικώς από τον νοητό δράκοντα, ή και από αυτόν τον ίδιο τον νοητό, παρά από γυναίκα.

Ευρίσκεται τάχα πατέρας τόσο πτωχός σε φρόνηση, τόσον αναίσθητος, ο οποίος βλέπει τον υιό του να ευρίσκεται σε κάποιο θανάσιμο πάθος, όπως είναι η κλοπή ή η ιεροσυλία, και δεν αγανακτεί, δεν τον επιπλήττει με αυστηρούς λόγους, δεν φροντίζει για την επιστροφή του από τόσο μεγάλο κακό, με όποιον τρόπον ημπορεί, και με γλυκείς και πικρούς λόγους; Λοιπόν, πόσης κατηγορίας, πόσης κολάσεως είναι άξιοι οι γονείς εκείνοι που βλέπουν τα τέκνα τους κυλιόμενα μέσα στα σαρκικά πάθη, σε πορνείες και μοιχείες, τα οποία είναι αμαρτήματα βαρύτερα και από την κλοπή και την ιεροσυλία, και όμως αμελούν, παραβλέπουν, περιφρονούν τη διόρθωση των τέκνων, ενώ γνωρίζουν ότι, καθώς προείπα, αυτά τα αμαρτήματα είναι βαρύτερα και από την κλοπή, όπως ολοφάνερα το κηρύττει ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και Μάρτυς.
Και ο πατέρας δεν φωνάζει, πρὀσεχε υιέ μου, μην εισέλθεις σε αυτό το διαβολικό σπίτι, το πορνείο. Όποιος άνθρωπος εισέλθει εκεί μέσα, δεν εξέρχεται πλέον άνθρωπος αλλά ζώον άλογον. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να πέσει κάποιος σε έρωτα γυναικός πόρνης. Και λοιπόν, αν εσύ έχεις σπλάχνα πατρικά, πώς δεν φωνάζεις όταν βλέπεις το παιδί σου σε τοιούτον κίνδυνον; Πώς δεν του λέγεις μαζί με τον Χρυσόστομον, φεύγε, υιέ μου, από γυναίκα πόρνη, διότι αυτή είναι βέλος που λαβώνει χωρίς σίδερο, αυτή είναι ο ιξός των νέων, το ακόνι της επιθυμίας, η καπηλεία του σώματος, η επιζήμιος πραγματεία, το δίκτυον της νεότητος, η ασκέπαστος παγίδα, η πολυκέφαλος λέαινα, η δυσωδία της πόλεως, η επιδημία που έρποντας μολύνει κάθε αίσθηση.

— Ναι, αποκρίνονται, του είπα πολλές φορές, αλλά δεν με άκουσε, επειδή το κάλλος του σώματος κυρίευσε τις αισθήσεις του υιού μου, και δεν έχει την δύναμη να υπακούσει.

Ίσως να λέγεις αλήθεια, πλην όμως συ είσαι η αιτία της παρακοής του υιού σου. Επειδή ποτέ δεν του φανέρωσες τι είναι κάλλος γυναικός, ποτέ δεν σε άκουσε να του λέγεις τι έχει μέσα του αυτό το δέρμα που λάμπει στο πρόσωπο της πόρνης. Δεν του είπες ποτέ ότι η υπόστασις του βλεπομένου κάλλους δεν είναι τίποτε άλλο, όπως το περιγράφει το πάνχρυσο στόμα της Εκκλησίας, παρά φλέγμα, ρεύμα, αίμα και χυλός από σαπισμένη τροφή. Αν είχες οφθαλμούς να δεις μέσα από αυτό το δέρμα, θα έλεγες ότι το σώμα το λαμπρόν της πόρνης δεν είναι παρά ένας τάφος ασβεστωμένος. Και από τοιαύτην ακαθαρσίαν είναι γεμάτα όλα τα μέλη της πόρνης. Είπες ποτέ λόγια σαν αυτά στον υιό σου; Πότε του είπες, υιέ μου, μην πλανάσαι από αυτό το εξωτερικόν κάλλος που βλέπεις, διότι είναι πλαστόν, είναι νόθον, είναι κατασκευαστόν. Και αν θέλεις να γνωρίσεις τι είναι αυτό που επιθυμείς, βλέπε το στο γήρας, βλέπε το στον καιρό της ασθενείας, βλέπε το μέσα στους τάφους. Και αν, υποθετικώς, και σε αυτή την αλήθεια δεν πείθεται, αλλά όλως δι’ όλου κατά το προφητικόν «εταπεινώθη εις χουν η ψυχή, εκολλήθη εις γην η γαστήρ» του υιού σου και ηχμαλωτίσθη όλως δι’ όλου από τον πηλόν του φαινομένου κάλλους, υπεδουλώθη στη στάχτη και στη λάσπη, μεταχειρίσου άλλον τρόπον, απαρίθμησε του τις συμφορές, τις πτωχείες, την περιφρόνηση και πολλές φορές τους αιφνιδίους θανάτους που συνέβησαν σ’ εκείνους που κυριεύθησαν από τοιούτον πάθος.

Είπες ποτέ συ ο καλός πατέρας τέτοιους λόγους, για να διορθώσεις τον υιό σου; Δεν ακούεις κάθε ημέρα τον θεόσοφον Λουκά, που φωνάζει στις Πράξεις «απέχεσθαι ειδωλοθύτων και πορνείας»; Δεν σου κηρύττει ο μακάριος Παύλος, ότι είναι φανερά τα έργα της σαρκός, τα οποία είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ακολασία και η ασέλγεια; Δεν προστάζει ο ίδιος τους Εφεσίους ότι δεν πρέπει όχι μόνον να ευρίσκεται τοιούτον πάθος στις πολιτείες των Χριστιανών, αλλά ούτε καν το όνομά του να ακούεται; «Πορνεία δε και ακαθαρσία μηδέ ονομαζέσθω εν υμίν, καθώς πρέπει αγίοις». Δεν δίδει την απόφασιν ο ίδιος Απόστολος, ότι όσοι μολύνουν το βάπτισμα με τοιούτο πάθος, είναι απόκληροι της Βασιλείας των ουρανών; «μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι, μαλακοί, και αρσενοκοίται, βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι». Δεν άκουσες από την Παλαιάν Γραφήν ότι το βδελυρό αυτό αμάρτημα εθανάτωσε σε μία ημέρα είκοσι τρεις χιλιάδες υιούς του Ισραήλ; Δεν παραγγέλλει ο μακάριος Πέτρος να απέχουν οι χριστιανοί από αυτές τις σαρκικές επιθυμίες, επειδή προξενούν θάνατο στην ψυχή; «Αγαπητοί, παρακαλώ ως παροίκους και παρεπιδήμους, απέχεσθαι των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής». Αυτά ούτε οι πατέρες τα ακούουν ούτε οι υιοί, και αιτία είναι το διαβολικό πάθος της πορνείας, που τυφλώνει το νου, κλείνει τα ώτα και απονεκρώνει τις αισθήσεις υπερβολικά, περισσότερο από όσο κατορθώνει ένα δαιμόνιο που κατά παραχώρηση κυριεύει τον άνθρωπο.

Ας εξορίσουμε λοιπόν μέσα από την καρδία μας κάθε είδος πορνείας, ας αποστείλωμε πρέσβη στον ιατρό ψυχών και σωμάτων, στον γλυκύτατον Ιησούν, την αποχή των προτέρων κακών, τη μετάνοια συντροφιασμένη με το αληθινό βάλσαμο της ψυχής, που είναι τα θερμά δάκρυα. Ας ακολουθήσει και η συντριβή της καρδίας, που είναι το αψευδέστατο σημείον όσων μετανοούν αληθινά. Αυτά ας αποστείλωμε, σαν άλλον πατέρα και μεσίτη, προς τον Θεόν. Και εάν μεν ελέγξει την απιστία μας λέγοντας: «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη, έως πότε έσομαι μεθ’ υμών, έως πότε ανέξομαι υμάς», έως πότε θα υποφέρω την αχαριστίαν που δεικνύετε στους νόμους μου, έως πότε θα βλέπω την εικόνα μου μολυσμένην από τις σαρκικές σας επιθυμίες, έως πότε θα βλέπω το Ευαγγέλιό μου περιφρονημένο, το αίμα μου ματαίως για σας χυμένο, το σώμα μου με τα ακάθαρτά σας χείλη μασημένο; Με αυτά και μύρια άλλα αν μας ελέγξει ο καρδιογνώστης Θεός, θα αποκριθεί η μετάνοιά μας λέγοντας: «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τη απιστία». Δεν το αρνούμεθα, Κύριέ μου, ότι εμείς σε καταφρονήσαμε περισσότερο, παρά η σκληροκάρδιος γενεά των Ιουδαίων. Το ομολογούμε, ότι κλίνουμε περισσότερο στα θελήματα της σαρκός, παρά στην προσταγή των δικών σου αγίων νόμων. Πλην παρακαλούμε την αγαθότητά σου, λυπήσου το πλάσμα σου, σπλαγχνίσου τα έργα των χειρών σου, ελέησον τους βαπτισμένους στο όνομά σου, ενθυμήσου ότι ήλθες στη γη για τους αμαρτωλούς και όχι για τους δίκαιους. Μη δεις εκείνα που ζητεί η δικαιοσύνη σου, αλλά εκείνο που χρειάζεται η αδυναμία μας. Εξόρισε, λοιπόν, τα πονηρά πάθη που κατακυριεύουν την ψυχή μας, σπλαγχνίσου και εμάς όπως κάποτε τον δαιμονιζόμενο, για να δοξάζεται το πανάγιον όνομά Σου στους απεράντους αιώνας.
Αμήν.

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 217 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς
.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...