Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαρτίου 18, 2017

Ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός ως πανοπλία

                                Αποτέλεσμα εικόνας για Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως
Ποιός μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι διανύουμε μιά εποχή κατά την οποία κυριαρχεί ο ορθολογισμός και η απολυτοποίηση της ανθρώπινης λογικής, μια εποχή που ο άνθρωπος και τα δημιουργήματά του αυτοανακηρύσσονται το άπαν σ’ αυτό τον κόσμο, απομονώνοντας κι εξοστρακίζοντας κάθε τι το μεταφυσικό, το μυστηριακό, το υπέρλογο; Η φιλολογία ενός νέου, χειρότερου ουμανισμού τείνει να γίνει καθεστώς και ο άνθρωπος κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στα τείχη των επιτευγμάτων του, τα οποία τελικά και θα τον συντρίψουν. Φυσικά, μέσα σε μια τέτοια αρνητική και απογοητευτική ατμόσφαιρα, το να μιλά κανείς για το μυστήριο του Σταυρού και το να κατανοήσει τη θέση που εχει ή που θα επρεπε να έχει στη ζωή των ανθρώπων, μοιάζει με ουτοπία. Είναι καιρός, όμως, και απόλυτη ανάγκη, ν’ αφήσουμε πια αυτή την άκαρπη φιλολογία, για να πλησιάσουμε, όσο μας το επιτρέπουν οι ασθενείς μας δυνάμεις, το μυστήριο του Σταυρού και να δούμε ποιός είναι ο δρόμος που περνάει κάτω από τον ίσκιο Του καί τόν οποίο πρέπει ν’ ακολουθεί ο Χριστιανός για να βρει τη λύτρωση και τη σωτηρία της ψυχής του.

Εργόχειρο Γ. Ιωσήφ του ησυχαστού
Η ζωή του ανθρώπου σ’ αυτό τον κόσμο και δη η ζωή του πιστού, είναι σταυρική, είναι μια πορεία έντονης αγωνίας, πολύμοχθου αγώνα, προσπαθειών, εντάσεων, πτώσεων καί ανατάξεων. Ο βίος μας μοιάζει με μια απέραντη θάλασσα στα κύματα της οποίας κλυδωνίζεται καθημερινά ο προσωπικός κόσμος του καθενός από εμάς. Γι’ αυτό, απόλυτη εφαρμογή έχει ο σοφός λόγος της Αγίας Συγκλητικής, η οποία χαρακτηρίζει το Σταυρό τού Κυρίου «ιστίο», με το οποίο μονάχα μπορούμε να διαπλευσουμε το πέλαγος της ζωής. Πραγματικά, δίχως τον Σταυρό, ο Χριστιανός δεν θα είχε τη δύναμη να προχωρήσει, ν’ αγωνιστεί σκληρά με τους πειρασμούς, το σατανά, τις αντίθεες δυνάμεις του κόσμου και να νικήσει στο τέλος. Γιατί δεν είναι το απλό ξύλο ή το σημείο του Σταυρού που κάνει αδιάφορα ο άνθρωπος, μα η μυστική δύναμη που έρχεται από τη θυσία και το πανάγιο αίμα του Εσταυρωμένου, εκείνο που γιγαντώνει τον άνθρωπο, που έχει σύμμαχο το Σταυρό.
Όπως η σημαία, που δεν είναι παρά ενα κομμάτι άπλό πανί, μας κάνει στο πέρασμά της ν’ αναρριγούμε, γιατί θυμούμαστε τα ιερά και τα όσια της πολυβασανισμένης μας πατρίδας, ετσι και με το Σταυρό, ο νους μας πηγαίνει στο Γολγοθά και στέκεται νοερά δίπλα στην ΙΙαναγία και στον ηγαπημένο μαθητή και κλαίει από αγάπη για Εκείνον και πίνει από την ανοιχτή θεία πληγή τη ζωή που βλάστησε για να λυτρωθούν οι αμαρτωλοί.
Ατενίζοντας κανείς το μέγιστο αυτό σύμβολο της θυσίας και του πόνου με πίστη, μπορεί να δει, με τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς του, μιά πραγματικότητα που μόνο συγκλονισμό και δέος μπορεί να προκαλέσει. Βλέπει κρεμασμένο πάνω στο Σταυρό το Πανάγιο σώμα του Χριστού, που τόσα ενήργησε σ’ αυτή τη γη και τόσα έπαθε για τους άνθρώπους όλων των εποχών, ενώ ο άνθρωπος παραλείπει τα περισσότερα για τη σωτηρία του.
Βλέπει μιά λογχισμένη καρδιά να στάζει το αίμα της αγάπης της και να κράζει προς τον Πατέρα, «Πάτερ άφες αυτοίς,..», τη στιγμή που εκείνος δυσκολεύεται να συγχωρήσει όσους τον έβλαψαν ή τον έκαναν να πονέσει.
Βλέπει τις ταπεινώσεις και τους έξευτελισμούς που υπέστη ο Θεάνθρωπος για το πλάσμα Του, ενώ εκείνος δυσανασχετεί, αντιδρά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τον χλευάζουν για την κατά Χριστόν βιωτή και πολιτεία του.
Βλέπει τον τεράστιο εκείνο και βαρύ Σταυρό αλλά δυσκολεύεται να σηκώσει τους πολύ ελαφρύτερους σταυρούς των δυσκολιών και των προβλημάτων αυτής της ολιγόχρονης διαδρομής στη γήινη πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, διαβάζει εκεί στο Σταυρό του Κυρίου όσα κανένα βιβλίο, κανένα πανεπιστήμιο, όσα ακόμα και όλη η σοφία αυτού του κοσμου δεν μπορούν να διδάξουν. Διαβάζει αυτό που πολύ χαρακτηριστικά έγραψε ένας σύγχρονος ορθόδοξος στοχαστής: «Όποιος μας παραδίδει στο Σταυρό, μας αποθέτει στην αγκαλιά της Αγίας Τριάδος, μας χαρίζει το εισιτήριο για την αιώνια μακαριότητα. Όλοι μας, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε σταυρωτές του Ιησού ή του αδελφού μας. Το ερώτημα είναι, θα θελήσουμε από σταυρωτές να γί¬νουμε σταυρωμένοι; Αν το θελήσουμε, θα ζησουμε τη βασιλεία του Θεού αιώνια και θα την κάνουμε γνωστή και στην εποχή μας και στο περιβάλλον μας».
Στό κατώφλι του 21ου αι., σ’ αύτό το ιστορικό μεταίχμιο, που φαντάζει βασανιστικό και τρομακτικό μπροστά στο άγνωστο της τρίτης χιλιετίας, ο άνθρωπος μοιάζει ανήμπορος ν’ ανταπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών. Κατά το παρελθόν, αναζήτησε ποικίλα στηρίγματα, προσπαθώντας να γαντζωθεί και ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί. Η φιλοσοφία, οι τέχνες, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός, η πολιτική, το χρήμα, ήταν οι κατά καιρούς «Θεοί» που μάγεψαν τον ταλαίπωρο διαβάτη της ιστορίας, ικανοποιώντας, όμως, μόνο προς στιγμήν τους πόθους και τα όνειρά του για κάτι ανώτερο, για κάτι ποιοτικότερο. Στην εποχή μας αυτοί οι «Θεοί» έχουν αλλάξει και τη θέση τους πήραν τα τεχνολογικά επιτεύγματα, η ηλεκτρονική τεχνολογία, η εξερεύνηση του διαστήματος, που μετατράπηκαν σε αυτοσκοπό. Οι καταστάσεις αυτές, όμως. αντί τελικά ν’ ανοίξουν νέες προοπτικές και να δημιουργήσουν διεξόδους, επιβάρυναν την πνευματική αποχαύνωσή του και τον αποξένωσαν ακόμα πιο πολύ από το περιεχόμενο της ουσίας του, που ξεφεύγει τελικά απ’ αυτά τα περιορισμένα στεγανά, στα οποία ο ίδιος εχει δεσμεύσει τον εαυτό του.
Ο Κύριος δέχτηκε να κρεμαστεί το πανάγιο σώμα Του πάνω στο Σταυρό, «εταπείνωσε εαυτόν..,», για να δώσει διέξοδο στ’ αδιέξοδα που γνώριζε ότι παντα θα ταλαιπωρούν το πλασμα Του. Με τη σταυρική Του θυσία μιας κάλεσε όλους ν’ αποθέσουμε πάνω στο σύμβολο της θυσίας Του τη ζωή και τα εργα μας, να στηρίξουμε εκεί τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας, να σταυρώσουμε τα πάθη και την αμαρτωλότητά μας, θέλοντας να μας κάνει να κατανοήσουμε ότι η σημασία του Σταυρού έγκειται στην προοπτική της Ανάστασης που τον ακολουθεί, ότι αν στηρίξουμε τη ζωή μας στο Σταυρό Του, την οδηγούμε σε καναλια αναστάσιμα, που μόνο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, μακριά από τις προκλήσεις και τα δέλεαρ του κόσμου, μπορεί κανείς να γευτεί και να βιώσει.
(Αρχιμ. Επιφανίου Σ. Οικονόμου, «Ορθόδοξες θέσεις. Σύγχρονες προσεγγίσεις», εκδ. Ίνδικτος, 2006, σ. 347-350)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016

Ο χρόνος κατά τον Μέγα Βασίλειο

Η πρωτοχρονιά, η αφετηρία της νέας ετήσιας κυκλικής κίνησης του χρόνου, που, προ ημερών γιορτάσαμε, προκαλεί σε όλους μας ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να επενδύεται, από την πλασματική λαμπηδόνα του κόσμου, δεν παύει, όμως, να δημιουργεί διάθεση έντονης εσωστρέφειας και εσωτερικής αναζήτησης. Ο Μέγας Βασίλειος, κακοποιείται βάναυσα από το πνεύμα του κόσμου, καθώς προβάλλεται, αυθαίρετα, άλλοτε ως σύμβολο του καταναλωτισμού, και άλλοτε ως σύμβολο της κοσμικής ευδαιμονίας, σε μια εποχή, μάλιστα, κατά την οποία η ανθρωπότητα δοκιμάζεται από την φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία, ενώ ο ίδιος υπήρξε και είναι το πρότυπο του ασκητικού ιδεώδους.

          Οι σκέψεις του Αγίου Βασιλείου περί χρόνου βοηθούν να κατανοήσουμε το μέγεθος αυτού του κορυφαίου δώρου που χάρισε ο Θεός στο πλάσμα Του, προκειμένου να το αξιοποιήσει, να το καλλιεργήσει, με σκοπό τη διαρκή του βελτίωση και την κατά το δυνατόν ομοίωση μαζί Του. Οι σκέψεις του Αγίου περί χρόνου είναι απάντηση – καταπέλτης στο πνεύμα του σύγχρονου κόσμου που διακρίνεται από μια τάση επιμελούς ισοπέδωσης εκείνων των στοιχείων που επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και να πλησιάσει το Θεό. Είναι η απάντηση προς εκείνους που διακηρύσσουν ότι ο χρόνος περιορίζεται στα ευτελή και πεπερασμένα όρια αυτής της ζωής και δεν επεκτείνεται στην αιωνιότητα, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνται αγώνες, εσωτερικές αναμετρήσεις αλλά και διαρκής αντιπαράθεση με την υλικοβιοτική αντίληψη της ανθρώπινης ζωής.
          Η πρώτη διάσταση του χρόνου που καταγράφει ο Μέγας Βασίλειος στο περίφημο έργο του «Εις την Εξαήμερον» έχει σχέση με τον Θεό. Ο Θεός είναι υπεράνω του χρόνου και, ταυτόχρονα, είναι εκτός χρόνου, από την  άποψη ότι δεν έχει χρονική αρχή και δε θ’ αποκτήσει ποτέ χρονικό τέλος. Χρονική αρχή έχουν όλα τα δημιουργήματα, δεν έχουν, όμως, όλα χρονικό τέλος. Κάποτε ο Θεός σήμανε την έναρξη του υλικού κόσμου, κάποτε θα σημάνει το τέλος του. Αυτό, όμως, αφορά σταυλικά δημιουργήματά Του. Τα πνευματικά δημιουργήματα, όπως οι Άγγελοι και το ηγεμονικό μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, η ψυχή, δε θα έχουν ποτέ τέλος. Δημιουργήθηκαν αλλά δεν εξαφανίζονται, δεν πεθαίνουν.
          Η δεύτερη διάσταση του χρόνου, κατά τον Μέγα Βασίλειο, σχετίζεται με την ύλη και την παρούσα ζωή. Ο χρόνος μοιάζει με μία σφαίρα που κυλά στον κατήφορο και δε σταματά. Ρέει ακατάπαυστα αποκαλύπτοντας ότι και όσα σχετίζονται μαζί του είναι ρέοντα και όχι σταθερά. Σα να ταξιδεύει κανείς με το τραίνο και βλέπει ν’ αποκαλύπτονται μπροστά του διαδοχικά υπέροχα τοπία, τα οποία, όμως, δεν είναι σταθερά, εξαφανίζονται πριν καν τα συνειδητοποιήσει αφήνοντας στη θέση τους άλλα που χάνονται, με τη σειρά τους, στο απύθμενο δοχείο του χρόνου, που έχει τη μοναδική δυνατότητα να μετατρέπει, αυτοστιγμεί, το παρόν σε παρελθόν. Αυτή η διάσταση του χρόνου αποκαλύπτει το χρέος του ανθρώπου που αφορά στην σωστή αξιοποίησή του προκειμένου αυτός να μην πάει χαμένος. Εκείνος που τον αντιμετωπίζει με αυτή η λογική μπορεί ν’ αντεπεξέλθει, με επιτυχία, στις θλίψεις και στα προβλήματα της ζωής. Αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος είναι ευκαιρία εσωτερικής καλλιέργειας και καιρός μετανοίας. Εξαγοράζει τον καιρό του, κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου, μη αφήνοντας την κάθε στιγμή να περάσει αναξιοποίητη για την προσωπική του βελτίωση που συνιστά την απαρχή για τη βελτίωση του κόσμου.
          Η τρίτη παράμετρος του χρόνου, κατά τον Καππαδόκη Άγιο, σχετίζεται με την αιωνιότητα. Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο ατελεύτητο της αιωνιότητας. Κι όμως, εμείς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε το γεγονός εντελώς διαστρεβλωμένο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» στην γήινη πραγματικότητα, είμαστε περαστικοί, ανέστιοι διαβάτες που πορεύονται προς την πραγματικότητα της αιωνιότητας, γι’ αυτό και κάνουμε το παν για να χτίσουμε και να δημιουργήσουμε σ’ αυτή τη ζωή με τα καλύτερα υλικά, ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας στα ευτελή και πεπερασμένα, αγνοώντας τις ανάγκες του έσω ανθρώπου που θα ζήσει αιώνια όταν το φθαρτό του σαρκίο πεθάνει. «Δεν είμεθα πλασμένοι για τη λίγη ζωή. Είμεθα πλασμένοι για την αιωνιότητα. Δεν είμεθα πλασμένοι για τη γη. Είμεθα πλασμένοι για τον ουρανό. Η γη είναι το φυτώριο. Κάποτε θα μεταφυτευτούμε από το φυτώριο στον κήπο του παραδείσου. Όσοι είναι πιστοί, όσοι έχουν το δένδρο της ζωής τους γεμάτο καρπούς, θα μεταφυτευτούν στον ουρανό. ‘Επειγόμεθα, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, ίνα έγκαρποι και πλήρεις έργων αγαθών φυτευθέντες εν τω οίκω Κυρίου, εν ταις αυλαίς του Θεού ημών εξανθήσωμεν»[1]
          Αυτή η αντίληψη του χρόνου προσφέρει σε όλους μας τη δυνατότητα και να τον απολαύσομε σε αυτή τη ζωή και να τον αξιοποιήσουμε στην προοπτική της άλλης. Απομένει σε εμάς η επιλογή – πρόκληση, η δυσκολότερη ίσως αυτής της ζωής. Καλή χρονιά και Ευλογημένη!

Αρχιμ. Ε.Ο.



[1] Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκης, «Άγιοι μόνον τότε;», σελ. 24

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

Κυριακή Ι Ματθαίου

Μπροστά σε ένα ανθρώπινο δράμα βρίσκεται ο Κύριός μας, αδελφοί μου Χριστιανοί, όπως διηγείται το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ένας τραγικός πατέρας πλησιάζει και Τον παρακαλεί να θεραπεύσει το παιδί του, το οποίο υποφέρει, ευρισκόμενο υπό την επήρεια δαιμονικών δυνάμεων. Ο άνθρωπος αυτός εκφράζει το παράπονό του για το γεγονός ότι οδήγησε το παιδί του και ενώπιον των Μαθητών, οι οποίοι, όμως, δε μπόρεσαν να το λυτρώσουν από την δύναμη του σατανά. Ο Κύριος ήλεγξε την ελλειμματική πίστη τόσο του πατέρα, όσο και των Μαθητών και αφού επετίμησε το δαιμονικό πνεύμα ελευθέρωσε το παιδί και το παρέδωσε υγιές στην οικογένειά του. Οι Μαθητές εξέφρασαν την απορία τους για την αδυναμία τους να θεραπεύσουν το δαιμονισμένο παιδί και ο Κύριος την απέδωσε στην προβληματική τους πίστη, ενώ επεσήμανε πως η αληθινή και απόλυτη πίστη είναι ικανή να επιτελέσει σημεία θαυμαστά και υπέρλογα.

Ο προβληματικός χαρακτήρας της πίστης των Μαθητών μάς δίδει την ευκαιρία να προσεγγίσουμε το γεγονός της πίστης και να το εξετάσουμε υπό το πρίσμα της σημερινής πραγματικότητας, να το
φέρουμε στα μέτρα της δικής μας πίστης, ως Ορθοδόξων Χριστιανών, μελών της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, «Πιστεύω» σημαίνει εμπιστεύομαι, αποδέχομαι, συναινώ. Αποδέχομαι ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι η εγγύηση της προσωπικής μου καταξίωσης, δικαίωσης και λύτρωσης. Εμπιστεύομαι σ’ Εκείνον τη ζωή μου όλη, με τις χαρές και τις λύπες της, με τα πάθη και τα προβλήματά της και αγωνίζομαι, με τη δική Του βοήθεια, με το δικό Του λόγο, να βρω την ελπίδα και να κατακτήσω την σωτηρία.

Η πίστη, στη γλώσσα του Αποστόλου Παύλου, ξεπερνά την έννοια της πιστότητας στο Θεό και της εμπιστοσύνης στο θέλημά Του. Αναλαμβάνει την έννοια της αξιοπιστίας εκείνου που δηλώνει άνθρωπος
του Θεού, έναντι των άλλων κι έναντι του Θεού. Η αξιοπιστία είναι αγαθό δυσεύρετο σήμερα, ενώ, συχνά, απουσιάζει και από τη ζωή και τους λόγους και των ανθρώπων της Εκκλησίας. Πόσο δύσκολο είναι να
βρεθεί σήμερα άνθρωπος που ο λόγος του να είναι συμβόλαιο, να ταυτίζεται και με τις προθέσεις του αλλά και με τις πράξεις του, να μη λειτουργεί ως επικάλυμμα υποκρισίας και κακότητας; Η αξιοπιστία είναι
ίδιον των ταπεινών ανθρώπων εκείνων που όντως έγιναν φορείς του Πνεύματος του Θεού, όντας ειλικρινείς διάκονοί του και όχι αδίστακτοι υπηρέτες του άκρατου εγωισμού, της φιλαυτίας και της κενότητάς τους,
στο βωμό των οποίων είναι ικανοί να θυσιάσουν σχέσεις αγάπης και αλληλεγγύης, αλλά και να προδώσουν δεσμούς πνευματικούς.

Άραγε, αγαπητοί μου, πιστεύουμε στην εποχή μας; Είμαστε αξιόπιστοι έναντι Θεού και ανθρώπων, εμείς που δηλώνουμε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που εκκλησιαζόμαστε και τηρούμε με ευλάβεια τα θρησκευτικά σχήματα και τις συμβατικές προς την Εκκλησία μας υποχρεώσεις; Πιστεύουμε πραγματικά και πώς εκφράζουμε την πίστη μας αυτή;

Προ ετών,. δημοσιεύθηκε μια πρωτότυπη δημοσκόπηση, με γενικό τίτλο «Σε ποιόν Θεό πιστεύουμε;»1. Τα προϊόντα της έρευνας αποκαλύπτουν την αληθινή εικόνα της Ελληνικής κοινωνίας, όσον αφορά στον τρόπο και στην έκφραση της θρησκευτικής πίστης. Το συντριπτικό ποσοστό των ερωτηθέντων, για την ακρίβεια το 91,6%, δήλωσε ότι πιστεύει στο Θεό. Την ίδια στιγμή το 57,8% αποδέχεται την ύπαρξη των ψυχών και το 57% την ύπαρξη του σατανά. Στην μετά θάνατον ζωή πιστεύει το 46,7% και ακόμη μικρότερο, 45,5%, στην Δευτέρα Παρουσία και στη μέλλουσα κρίση. Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό πιστεύει, τέλος, στην μετεμψύχωση, στα φαντάσματα, στην αστρολογία και στα μέντιουμ.

Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι οι νεοέλληνες χαρακτηριζόμαστε από βαθιά και ανησυχητική σύγχυση όσον αφορά στο τί και πώς πιστεύουμε. Παρατηρείται το φαινόμενο ν’
αποδεχόμαστε είτε αυτά που μπορούν να δικαιολογηθούν και να ερμηνευτούν από την κρησάρα της λογικής μας, είτε αυτά που μπορεί να αντέξει η ασθενής και αδύναμη φύση μας. Αντί να προσαρμόζουμε τη
ζωή μας στο θέλημα του Θεού, προσαρμόζουμε τον Θεό στα μέτρα της δικής μας αδυναμίας, φτιάχνοντας, τελικά, τόσους Θεούς όσοι είμαστε κι εμείς. Αυτό, όμως, δε συνιστά γνήσια και αυθεντική πίστη, αλλά έναν
ιδιότυπο και επικίνδυνο πολυθεϊσμό.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς: να πιστεύουμε τα πάντα χωρίς έλεγχο; Την απάντηση δίδει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: «Τί χρηστότερο από τις εντολές ή τί αληθέστερο από τις αλήθειες που νομοθέτης τους ήταν ο
ίδιος ο Θεός; Αυτός και καθοδηγητής, αφού Αυτός μόνος είναι η αλήθεια, Αυτός ο μόνος αγαθός»2.

Η γνήσια και αυθεντική πίστη, αδελφοί μου, είναι αυτή που πραγματώνεται χωρίς όρους και προϋποθέσεις, χωρίς τους κανόνες που υπαγορεύει η ατελής ανθρώπινη λογική που απαιτεί να δει για να πιστέψει. Μια πίστη που, όταν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχει ως αμοιβή να δει, τελικά, αυτό που προσδοκά.

ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.
1 Ταχυδρόμος, 19/3/2005
2 «Περί της εν Χριστώ ζωής», σελ. 219


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2016

Κυριακή ΙΖ΄ Ματθαίου – Β΄ Κορ. 6,16-7,1(14/2/2016) Η διαφορετικότητα του Χριστιανού



Εντύπωση προκαλούν τά λόγια τοῦ Αποστόλου Παύλου πρός τούς Χριστιανούς της Κορίνθου, αγαπητοί μου αδελφοί, που διασώθηκαν στο σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα. Τούς συμβουλεύει νά ἀποχωριστοῦν ἀπό τούς ἂλλους ἀνθρώπους καί νά μήν ἒχουν σχέση μέ τόν κόσμο. Εξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε.Ο λόγος Του, ἂν δέν ἀναλυθεῖ, μπορεῖ νά παρεξηγηθεί.
Τό ἳδιο τό παράδειγμα τοῦ 'Ιησοῦ διδάσκει ὃτι δέν ἀπαγορεύεται ὀ διάλογος μέ τούς κακούς ἤ τούς ἀντιφρονοῦντες, οὖτε ἠ συναναστροφή μέ τούς ἀμαρτωλούς, κυρίως ὃταν αὐτή ἀποσκοπεῖ στή διόρθωση καί τή σωτηρία τους. Κατά συνέπεια, ἠ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δέ μπορεῖ νά ἒχει ἀντικοινωνικό καί μισαλόδοξο νόημα, ἀλλά ἒχει βαθύτερο νόημα καί περιεχόμενο.
Οι Χριστιανοί ὀφείλουμε, χωρίς νά ἀπομακρυνθοῦμε τοπικά ἀπό τόν κόσμο, νά διαχωρίζουμε τή θέση μας ἀπό ὃ,τι ἁμαρτωλό. Οφείλουμε μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας νά μαρτυροῦμε πίστη καί αφοσίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ και, ταυτόχρονα, νά διαμαρτυρώμαστε γιά τήν κυριαρχία τοῦ κακοῦ στόν κόσμο μας.
Οι Χριστιανοί πρέπει νά διαχωρίζουμε τή θέση μας ἀπό τόν ὑλιστικό τρόπο ζωῆς τῆς ἐποχῆς μας. Πρόκειται γιά μιά νοοτροπία πού ἀποϊεροποιεῖ τή ζωή καί τά ἒργα μας, τήν ἀπομακρύνει ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή στηρίζει ἀποκλειστικά καί μόνο στά άνθρώπινα δεδομένα καί στίς πεπερασμένες ἀνθρώπινες κατακτήσεις. Καί εἶναι πολύ μεγάλος ὁ κίνδυνος νά παρασυρθεῖ κανείς, ἀφού οἱ καιροί μας διαπνέονται καί χαρακτηρίζονται ἀπό αὐτή τή νοοτροπία.
Ὀφείλουμε, ἐπίσης, νά ἀποστασιοποιούμαστε ἀπό τίς σύγχρονες ἱδέες καί τάσεις, πού δέ δέχονται τήν παρουσία καί τήν ὓπαρξη τοῦ Θεοῦ, Τόν ὁποίο τοποθετοῦν στή σφαίρα τῆς φαντασίας καί τῆς παιδικῆς ἀφέλειας. Ἀλλά οἱ ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας πολέμησαν μέ λύσσα τη Χριστιανική πραγματικότητα, σ’ όλη τή διάρκεια τῆς Ιστορίας, σκοπεύοντας στήν ἀποχριστοποίηση τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων. Ὃλοι οἱ ἀρνητές πέρασαν σάν διάττοντες ἀστέρες άπό τήν Ιστορἰα καί χάθηκαν στή λήθη τοῦ χρόνου. Ἠ Χριστιανική πίστη, ὃμως, ἒζησε καί θά ἐξακολουθήσει νἀ ζεῖ σέ πείσμα τῶν ἀρνητῶν της.
Ἒχουμε χρέος ζωῆς, ἐπίσης, ἐμείς οἱ Χριστιανοί νά ἀποστασιοποιούμαστε ἀπό τή ζωή τῆς ἁμαρτίας. Τό πνεύμα τῆς εποχής μάς παρασύρει πρός τόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας, πού θέλγει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, χαρίζει πρόσκαιρες ἀπολαύσεις καί ἰκανοποιήσεις, δημιουργεῖ σκοτοδίνη στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγώντας τον σέ δρόμους χωρίς γυρισμό. Ὁ σύγχρονος κόσμος στηρίζει τήν πρόοδο καί τήν εὐημερία στά πάθη, στίς ἀνομίες καί στήν κάθε είδους παρανομία, ἀδιαφορώντας γιά τήν ἀνθρώπινη ἀξία καί μοναδικότητα. Ὁ κόσμος χωρίς Χριστό ζεῖ χωρίς ἠθικές ἀναστολές καἰ ἀρχές. Σἐ ἓνα τέτοιο κόσμο οἱ Χριστιανοί δέν ἒχουν θέση συνύπαρξης καί συμπαράταξης. Ἡ θέση τους εἷναι ἓνας συνεχής ἀγῶνας διαμαρτυρίας, ἓνα συνεχές προσωπικό παράδειγμα ἁγιότητος, μέσα ἀπό τό ὁποίο θά προέλθουν ὑποδείγματα ζωῆς γιά τόν σύγχρονο πλανεμένο ἂνθρωπο.
Καί ὁ σύγχρονος κόσμος ἒχει ἀνάγκη σήμερα, αγαπητοί μου, ἀπό τέτοια παραδείγματα, πού εἲναι εἰκόνες φωτεινές πού μποροῦν νά περάσουν μυνήματα ἀρετῆς, δύναμης καί ἠρωισμοῦ. Εἶναι ἓνα καθήκον πού βαραίνει ἐμᾶς τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποίοι, ἂν συνειδητοποιήσουμε τό μεγάλο μας ρόλο, μποροῦμε νά θεμελειώσουμε ἓνα κόσμο σέ νέες βάσεις, μέ εὐοίωνο καί αἰσιόδοξο μέλλον, μέ προοπτική τήν συνταύτιση μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τή σωτηρία. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο. 

Σάββατο, Μαΐου 23, 2015

Της μάνας η αγιασμένη ελπίδα!



Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου
175648-panellinies 01 610 420Αγαπητή κ. Ακρίτα,
Διάβασα σήμερα (23/5/2015) στα ΝΕΑ το άρθρο σας με τίτλο «Της μάνας τ’ αγιασμένο πληκτρολόγιο». Πόνος και θλίψη με κατέβαλε από την άκριτη κρίση σας επί ενός θέματος το οποίο προσεγγίσατε κατά τα φαινόμενα. Δεν ξέρετε, όμως, ότι τα φαινόμενα απατούν;
Με διάθεση απόλυτα ειρωνική, υποπέσατε σε «προοδευτικό» παραλήρημα. Φαίνεται ότι ζηλέψατε τη δόξα του κ. Φίλη (γιατί να την πάρει όλη αυτός;)
Θελήσατε να σχολιάσετε την πρωτοβουλία όχι ενός, αλλά όλων των Ιεραρχών της Εκκλησίας μας και του συνόλου του Ιερού Κλήρου, να σταθούν κοντά στα παιδιά μας, που δοκιμάζονται τις μέρες αυτές στο καμίνι των Πανελλαδικών εξετάσεων, όπως συμβαίνει δεκαετίες τώρα στον τόπο μας.
Πηγή : Ρομφαία
Και αντί να επαινέσετε αυτή την πρωτοβουλία, αντί να δείτε το δάσος, σταθήκατε στο δένδρο, χάνοντας, ως συνήθως, την ουσία. 
Ο Ιεράρχης της φωτογραφίας είναι ένας εκ των δύο νεωτέρων στην ηλικία Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τί, στην ευχή, έκανε, λοιπόν, αυτός ο Ιεράρχης, τον οποίο, λίγο ως πολύ, περιγράψατε ως σκοταδιστή, φορέα μεσαιωνικών αντιλήψεων και λογικών;
Κάλεσε τους μαθητές της επαρχίας του (Κομοτηνή), που διαγωνίζονται στις εξετάσεις, στο Ναό. Όσοι θέλησαν κι ένιωσαν την ανάγκη, ανταποκρίθηκαν. Τέλεσε γι’ αυτούς τη Θεία Λειτουργία. (αλήθεια, την έχετε ακουστά;).
Τους προέτρεψε να συμμετάσχουν στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (αυτό σίγουρα δε το γνωρίζετε). Τους μίλησε πατρικά (με ποιο δικαίωμα;). Τους στήριξε ψυχολογικά, μπροστά την πρώτη ουσιαστική δοκιμασία της ζωής τους (ποιον ρώτησε;).
Δίδαξε στα παιδιά ότι, μαζί με τον κόπο που κατέβαλαν, το διάβασμα, τα ξενύχτια, χρειάζονται και τη Χάρη του Θεού και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, γιατί από μόνοι μας, εμείς οι άνθρωποι, είμαστε λίγοι, είμαστε ανεπαρκείς να καταφέρουμε τα πάντα.
Έχουμε ανάγκη από τη βοήθεια και το έλεος του Θεού (αυτό κι αν είναι οπισθοδρόμηση!). Στο τέλος, για να θυμούνται τη στιγμή, την όμορφη αυτή Λειτουργική σύναξη, τους έδωσε ως ενθύμιο , ως ευλογία, και ένα στυλό, πάνω στο οποίο ήταν γραμμένη η ευχή: «ο Θεός μαζί σου!» (έγκλημα!!!)
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει, τούτες τις μέρες σε όλη την Ελλάδα, σε κάθε Μητρόπολη, σε κάθε Ναό, όπου κάποιοι οπισθοδρομικοί, κατά τη γνώμη σας, παπάδες, γονείς και μαθητές, ζητούν την ευλογία και την άνωθεν ενίσχυση για τον αγώνα των εξετάσεων.
Αυτή είναι η ιστορία κ. Ακρίτα. Πείτε μου, τώρα, πού βλέπετε το κακό σε όλα αυτά; Ποιος μίλησε για «αγιασμένα» στυλό, από την πλευρά της Εκκλησίας; Ακούσατε ποτέ κάποιον ιερωμένο να ισχυρίζεται ότι η χρήση αυτού του στυλό έχει «θαυματουργικές ιδιότητες»; Αν ίσχυε αυτό, δεν θα οργανώναμε στις ενορίες μας δωρεάν κοινωνικά φροντιστήρια για τα άπορα παιδιά, ώστε επί ίσοις όροις να συμμετάσχουν στις εξετάσεις σε καιρούς κρίσης. Αλήθεια, το ξέρατε αυτό;
Προφανώς όχι! Εσάς σας πονά η «ειδωλολατρία». Αλήθεια πού την είδατε για να την δω κι εγώ; Και μην επικαλεστείτε τα επιχειρήματα του κ. Φίλη, που μας διασκεδάζουν πολύ αυτόν τον καιρό. 
Αλήθεια, είναι κακό που η Εκκλησία, στα πρόσωπα των λειτουργών της, έδωσε την ευλογία στα παιδιά των εξετάσεων; Μήπως είναι κακή η ευλογία; Μήπως να καταγγείλουμε την Εκκλησία που ευλογεί τον λαό μας και να ποινικοποιήσουμε τον αγιασμό του κόσμου; Μήπως πρέπει ν’ ανοίξουμε και πάλι τα γκουλάγκ και να στείλουμε τους οπισθοδρομικούς στα κάτεργα; Ή μήπως αγνοείτε ότι η Εκκλησία υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο για έναν και μόνο λόγο: για να ευλογεί και ν’ αγιάζει.
Όχι για να προσφέρει φαγητό, ρούχα, χρήματα κ.άλ., αλλά για να ευλογεί και ν’ αγιάζει. Όλα τα άλλα ακολουθούν. Αν δεν υπάρχουν τα πρώτα, χάνονται και τα δεύτερα. Αν δεν υπάρχουν τα πρώτα, η Εκκλησία παύει να είναι Εκκλησία και μετατρέπεται σε κοινωνικό φορέα, οργανισμό κοινωνικής αλληλεγγύης, σωματείο περιορισμένης ευθύνης.
Αυτός είναι ο ρόλος της: να ευλογεί και να αγιάζει όλους όσοι ελεύθερα και ακώλυτα καταφεύγουν στην Χάρη του Θεού και ζητούν τον έλεός Του! Είναι κακό αυτό, κατά τη γνώμη σας, κ. Ακρίτα;
Αυτό που σας ενόχλησε, προφανώς, δεν είναι το στυλό. Είναι η ανταπόκριση των παιδιών στο κάλεσμα της μεγάλης τους Μάνας, της Εκκλησίας. Σας πληροφορώ, λοιπόν, (για να χαρείτε) ότι γέμισαν οι Ναοί μας, αυτές τις μέρες, από τα παιδιά των εξετάσεων και τους γονείς τους (Τί ντροπή, Θεέ μου!).
Και η ενόχλησή σας είναι τόσο έντονη, ώστε δε διστάζετε να λοιδορήσετε αυτά τα παιδιά, να τα κατατάξετε σε άλλη εποχή, σε άλλο πλανήτη, σε άλλο κόσμο, εσείς που, όπως φαίνεται, έρχεστε με φόρα από την τέταρτη χιλιετία! (ή μήπως από το βαθύτατο χθες!).
Βλέπετε, είναι τόσο κακό που στην εποχή της μεγάλης «προόδου», υπάρχουν νέοι άνθρωποι που πιστεύουν στο Θεό, αντιστέκονται στην ισοπέδωση των αξιών που επαγγέλλεστε, προσεύχονται, κάνουν τον αγώνα τους, ζητώντας, παράλληλα, την βοήθεια του Θεού! Αυτό είναι «το κλειδί της επιτυχίας», που επιζητούν κι όχι ασφαλώς το στυλό, όπως ατυχώς ισχυρίζεστε.
Είναι αλήθεια ότι με απογοητεύσατε. Σας διαβάζω χρόνια και ελκύομαι από τον έξυπνο λόγο σας κάποιες φορές και την εύστοχη κριτική σας, κάποιες άλλες.
Εν προκειμένω, όμως, αγαπητή μου κ. Ακρίτα, την πατήσατε. Πέσατε στο πηγάδι του βλακώδους λαϊκισμού, που επ’ εσχάτων ευδοκιμεί στην πατρίδα μας, νομίζοντας ότι μπορεί να ξεριζώσει από τις άδολες καρδιές νέων και μεγαλυτέρων την πίστη και την ελπίδα στη βοήθεια του Θεού.
Και αυτό δε συνιστά ειδωλολατρία, αγαπητή μου. Συνιστά αληθινή, ουσιαστική και ειρηνική αντίσταση...

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2015

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ Κυριακή της Τυρινής – Ματθ. 6, 14-21. (22/2/2015) Ο πνευματικός μας εξοπλισμός


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ
Κυριακή της Τυρινής

Ματθ. 6, 14-21. (22/2/2015)
Ο πνευματικός μας εξοπλισμός
Με τη βοήθεια του Θεού, αγαπητοί μου, εισερχόμαστε από σήμερα στο μεγάλο πνευματικό Στάδιο, την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή ένα δρόμο και μια πορεία πνευματικής ζωής, εσωστρέφειας, πάλης πνευματικής, όχι με κάποιες δυνάμεις εξωτερικές, όχι με εχθρούς που βρίσκονται έξω από εμάς, αλλά πάλης πνευματικής με τον ίδιο μας τον εαυτό. Καθ’ ότι, όπως αποδεικνύεται τελικά, ο εαυτός μας, τις περισσότερες φορές, είναι ο μεγάλος άγνωστος ή ακόμα χειρότερα, ο μεγαλύτερος εχθρός μας.

Ο Κύριος, στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακούσαμε σήμερα, το οποίο προέρχεται από την περίφημη Επί του Όρους Ομιλία Του, παρουσιάζει αυτό το σύστημα της πνευματικής ζωής, περιγράφοντάς το όχι απλώς ως μία θεωρία ή ένα ιδεολόγημα, αλλά ως τρόπο ζωής.
Μας διδάσκει ποιος είναι ο τρόπος της πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό παραθέτει μια σειρά από πνευματικά αγωνίσματα, διδάσκοντας πώς πρέπει να τα ζήσουμε, ούτως ώστε να μορφώσουμε μέσα μας τον ίδιο το Χριστό. Ενώ, στο Αποστολικό ανάγνωσμα, ο Απόστολος Παύλος, κάτι παρεμφερές μας ζητεί, να απομακρύνουμε από μέσα μας τα έργα του σκότους και να ενδυθούμε τα όπλα του φωτός.
Στάδιο, λοιπόν, πνευματικό για το οποίο μας ομιλεί η υμνολογία της Εκκλησίας , για όπλα ομιλεί ο Απόστολος Παύλος, άρα πρέπει να ετοιμαστούμε για μάχη, για ένα πνευματικό πόλεμο. Και σ’ αυτόν τον πόλεμο η Εκκλησία μας προτείνει να φορέσουμε μια πνευματική πανοπλία, όπως περιγράφει θαυμάσια η υμνολογία της σημερινής Κυριακής, όπου στο Στάδιο των Αρετών ο Χριστός μας καλεί να ενδυθούμε ως θώρακα την προσευχή, ως περικεφαλαία την ελεημοσύνη και να κρατήσουμε στα χέρια μας, ως μάχαιρα, τη νηστεία.
Πάνω σ’ αυτά τα τρία πνευματικά παλαίσματα και αγωνίσματα, τα οποία συνιστούν την καρδιά της πνευματικής ζωής, θα καταθέσουμε μερικές απλές σκέψεις. Η προσευχή είναι το πνευματικό μας οξυγόνο, είναι τόσο αναγκαία στην πνευματική μας ζωή, όσο είναι ο αέρας στη σωματική και βιολογική μας ζωή. Χωρίς αυτήν, ο άνθρωπος αποστεώνεται και τελικώς νεκρώνεται. Είναι ένα δώρο του Θεού προς τους ανθρώπους, ένα χάρισμα, προκειμένου να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του. Είναι η συναναστροφή του μυαλού μας, της σκέψης μας, της ψυχής μας, με τον Θεό, λένε οι ασκητικοί Πατέρες της Εκκλησίας 1. Είναι ένα δώρο, λοιπόν, το οποίο πρέπει να καλλιεργούμε και να αξιοποιούμε, αλλά με τρόπο πραγματικά ορθόδοξο και πνευματικό, όχι όπως οι εθνικοί, λέγει ο Χριστός, οι ειδωλολάτρες δηλ., οι οποίοι, όταν προσεύχονται βαττολογούν, δηλ. φλυαρούν, λένε ανούσια και περιττά πράγματα και ζητούν από το Θεό το ένα και το άλλο. Ο Χριστός μας καλεί να μη βαττολογούμε, να μη φλυαρούμε, να μη ξεστρατίζουμε από την ουσία της προσευχής να μη ζητούμε συνέχεια αυτά τα οποία νομίζουμε ότι έχουμε ανάγκη, γιατί ο Θεός ξέρει πριν από μας και καλύτερα από μας από τί έχουμε ανάγκη.
Αυτό το οποίο χρειαζόμαστε και αυτό το οποίο πρέπει να ζητούμε διαρκώς είναι το έλεος του Θεού. Από αυτό έχουμε ανάγκη.
Και κείνος ξέρει με ποιο τρόπο και με ποια μορφή θα στείλει το έλεός Του στους ανθρώπους. Γι’ αυτό, κυρίως σ’ αυτή την περίοδο της εσωστρέφειας και της κατάνυξης, η προσευχή προβάλλεται ως μία μεγίστη ευκαιρία πνευματικής αναγέννησης και αναμόρφωσης, καθότι η αγία μας Εκκλησία μάς προτείνει επιπλέον ευκαιρίες πνευματικές μέσα στην λειτουργική Της πράξη και στο λειτουργικό Της βίωμα, για να κάνουμε δικό μας το χάρισμα της προσευχής και να το εκμεταλλευτούμε πνευματικά για να μορφώσουμε μέσα μας τον Ιησού Χριστό.
Το δεύτερο όπλο, το οποίο μας καλεί να πάρουμε στα χέρια μας η Εκκλησία αυτή την περίοδο και όχι μόνο, είναι η ελεημοσύνη, η οποία είναι μίμηση Θεού, καθώς ο Χριστός από ελεημοσύνη έλαβε την ανθρώπινη σάρκα. Το Θείο έλεος και η αγάπη ήταν που παρακίνησαν τον Θεό να αδειάσει από τον εαυτό Του, να κενωθεί και να φορέσει την ανθρώπινη σάρκα για να την Θεώσει. Είναι μίμηση Χριστού, αλλά και κίνηση προς τον Χριστό, καθώς, όπως λέει η Γραφή, ο ελεών τον πτωχόν, δανείζει Θεόν 2.
Αυτός που στρέφεται στο συνάνθρωπό του, με πνεύμα αγάπης και ελέους, είναι σαν να στρέφεται στον ίδιο τον Θεό και να προσφέρει αυτό το έλεος στον ίδιο τον Θεό, όπως μας το περιέγραψε ο Κύριος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Μελλούσης Κρίσεως, της προηγούμενης Κυριακής.
Το έλεος, λοιπόν, είναι μεγάλη πνευματική υπόθεση σε μία εποχή σαν και αυτή που ζούμε σήμερα. Μια εποχή η οποία είναι ανελεήμων, αφιλάδελφος, που κυριαρχεί η ιδιοτέλεια και το συμφέρον, η μοναξιά και η αποξένωση των ανθρώπων, όσο και η αδιαφορία για τα προβλήματα του κόσμου. Σ’ αυτή την τραγική περίοδο της ζωής, την οποία βιώνουμε, οφείλουμε να κάνουμε την ελεημοσύνη τρόπο ύπαρξης προσωπικής. Και ελεημοσύνη δεν είναι μόνο να βγάλουμε ένα χρηματικό ποσό από την τσέπη μας και να το προσφέρουμε στους άλλους. Ελεημοσύνη είναι ένας λόγος αγάπης, είναι μία κίνηση στήριξης, είναι ένας λόγος παρηγορίας, είναι μία στάση ζωής απέναντι στον κάθε άνθρωπο ο οποίος υποφέρει και πονά σ’ αυτόν τον κόσμο. Και αυτή την ελεημοσύνη ο Χριστός την παρουσιάζει ως το αντίδοτο της φιλαργυρίας, την οποία στηλιτεύει απηνώς στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, ζητώντας να βγάλουμε πια από τη ζωή σας αυτή την αρρωστημένη νοοτροπία του χρηματισμού, του θησαυρισμού, της φιλαργυρίας, που καταστρέφει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και αποξενώνει τον έναν άνθρωπο από τον άλλο.
Βλέπετε, αυτό το πάθος της χρηματολαγνείας, της φιλαργυρίας, του θησαυρισμού, είναι που κυρίευσε τον κόσμο, διαλύει την κοινωνία, παραλύει τον κοινωνικό ιστό, αποκαλύπτει τις αδυναμίες και τις παθογένειες των ανθρώπων. Κολάζει και διαφθείρει ακόμα και «αγίους» και βλέπετε ότι εκείνοι οι οποίοι είχαν βουτηχτεί σ’ αυτό το πάθος της χρηματολαγνείας και της φιλαργυρίας, αποκαλύπτεται σήμερα η γυμνότητά τους, η κενότητά τους. Δεν είχαν στηρίξει πουθενά αλλού τις ελπίδες της ζωής τους παρά στην υποτιθέμενη δύναμη του χρήματος και σήμερα, ο ένας μετά τον άλλο, είτε περνούν το κατώφλι της φυλακής, είτε συμβαίνει σ’ αυτούς αυτό που λέει ο ψαλμωδός ότι πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν 3.
Αυτό το οποίο μας ζητά ο Χριστός είναι να θησαυρίζουμε θησαυρούς στον ουρανό και αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την έκφραση του ελέους προς τον κάθε άνθρωπο.
Υπάρχει και το τρίτο πνευματικό πάλαισμα, το οποίο προτείνεται ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο. Πρόκειται για τη νηστεία.
Μάχαιρα την χαρακτηρίζει ο υμνωδός, που καλούμαστε να στρέψουμε όχι προς κάποιους εξωτερικούς εχθρούς, για να παλέψουμε και να νικήσουμε στο στίβο της κοσμικής ζωής, αλλά οφείλουμε να στρέψουμε προς τον έσω άνθρωπο, προς την ίδια την καρδιά μας, η οποία είναι το πνευματικό κέντρο της υπάρξεώς μας, γιατί αυτό είναι η νηστεία, τελικά. Να ξεριζώσουμε, μ’ αυτό το πνευματικό μαχαίρι, τα πάθη, τις αμαρτίες μας, οι οποίες μας κρατούν δεμένους μ’ αυτή την γη και μ’ αυτή τη ζωή. Η νηστεία δεν είναι απλώς η αποχή από κάποιες τροφές, κάποιες συγκεκριμένες στιγμές του βίου και του χρόνου, την οποία αποχή μπορεί ο καθένας να πράξει και να ακολουθήσει για οποιο δήποτε άλλο λόγο στην διάρκεια του βίου του.
Νηστεία είναι να αποκόψουμε τα έργα του σκότους και να ενδυθούμε τα όπλα του φωτός. Η νηστεία, κατά τους Πατέρες, είναι «η των κακών αλλοτρίωσις», η αποξένωση δηλ. από τα πάθη. Να κόψουμε αυτή την περίοδο τον θυμό, την πλεονεξία, την οργή, τη χρηματολαγνεία, τον ηδονισμό, όλες εκείνες τις καταστάσεις που μας κάνουν εχθρούς του Θεού, εχθρούς των ανθρώπων, αλλά και αντιπάλους του ίδιου μας του εαυτού. Αυτό είναι το νόημα της νηστείας. Τί κι αν απέχουμε από όλα τα εδέσματα αυτή την περίοδο και την ίδια στιγμή τρώμε τις σάρκες των αδελφών μας, δεν ελαττώνουμε, ούτε κατ’ ελάχιστο, τις εφάμαρτες και μισόθεες πρακτικές και συνήθειες τις οποίες, δυστυχώς, εξασκούμε σε όλο τον υπόλοιπο βίο μας. Καλύτερα μια τέτοια νηστεία να μη γίνεται ποτέ, γιατί δεν έχει κανένα αντίκρισμα προσωπικό και ψυχικό και ουδέποτε και για κανένα λόγο πρόκειται να γίνει ευάρεστη ενώπιον του Θεού.
Να, λοιπόν, αδελφοί μου, που ο Κύριος δεν περιγράφει απλώς την πνευματική ζωή, αλλά μας διδάσκει πώς πρέπει να ζήσουμε, ποιος είναι τρόπος της πνευματικής ζωής, η οποία θα γίνει πραγματικά ωφέλιμη για τη ψυχή μας και θα είναι ευάρεστη στο Θεό. Αυτόν τον τρόπο να ακολουθήσουμε, όχι τη θεωρία, αλλά το βίωμα, όχι το ιδεολόγημα, αλλά τον τρόπο, όχι μόνο την περίοδο της Σαρακοστής, που ξανοίγεται μπροστά μας, αλλά ολόκληρη τη ζωή μας, καθότι η Σαρακοστή είναι η μικρογραφία ολόκληρου του ανθρώπινου βίου.
Αμήν.
Αρχιμ. Ε.Ο.
1 Όσιος Νείλος, «Φιλοκαλία», τόμος 1ος, κεφάλαια 3,14,15,16,35,36
2 Παροιμ. 19,17
3 Ψαλμ. 3 3,10

Σάββατο, Απριλίου 19, 2014

ΑΝΑΣΤΑΣΗ: Η δοκιμασία της λογικής


Δεν είναι καθόλου παράλογο το κήρυγμα περί της Αναστάσεως του Χριστού να εγείρει πλείστες όσες αμφιβολίες και ερωτηματικά. Οι ενστάσεις για το θέμα αυτό άρχισαν να καταγράφονται ευθύς ως συνέβη το υπερφυσικό αυτό γεγονός, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το οικοδόμημα της Χριστιανικής Εκκλησίας. «Για τους Εβραίους της Βιβλικής Ιερουσαλήμ ήταν βλασφημία των αποστατών Χριστιανών να ισχυρίζονται ότι ένας σταυρωμένος εγκληματίας μπορούσε ποτέ να είναι ο Μεσσίας. Για τους καλλιεργημένους Έλληνες, που ήδη πίστευαν στην αθανασία της ψυχής, ακόμα και η σκέψη ενός αναστημένου σώματος ήταν αποκρουστική. Ακόμα και για τους Γνωστικούς Χριστιανούς του 2ου αιώνα ήταν προτιμότερη η άποψη που έφερε τον Ιησού ως αθάνατο πνεύμα που απαλλάχθηκε από το φθαρτό σαρκίο του».
Είναι αλήθεια πως η Ανάσταση του Ιησού αποτελεί αληθινό μαρτύριο για την ανθρώπινη λογική. Δε χρειάζεται να πάμε μακριά, αρκεί να κοιτάζουμε στον περίγυρο του Κυρίου και θα α­ντιληφθούμε την καχυποψία και την αμφιβολία που είχε εμφιλοχωρήσει ακόμα και στο στενό κύκλο των Μαθητών για το φοβερό γεγονός. Οι Δώδεκα κλεισμένοι στο υπερώο αμφισβητούν έντονα τη σχετική πληροφορία όπως τη μετέφεραν οι Μυροφόρες γυναίκες, αποδίδοντάς την στη γυναικεία υπερβολή και στο υπερβάλλον συναίσθημα. Στην πορεία προς Εμμαούς οι δύο Μαθητές έχουν στο πλάι τους τον Αναστημένο Ιησού και αδυνατούν να αναγνωρίσουν στο πρόσωπό Του τον αγαπημένο Διδάσκαλο. Ο Θωμάς, κινούμενος μέσα στα στενά πλαίσια της λογικής του, αρνείται πεισματικά τις πληροφορίες για την Ανάσταση.
Φθάνοντας στην εποχή μας, το κήρυγμα της Αναστάσεως φαντάζει ακόμα πιο εξωπραγματικό και εξωφρενικό. Και αυτό γιατί η εποχή μας είναι αυτή που αποθεώνει τη λογική, καυχάται για τις κατακτήσεις και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου δυναμικού και αρχίζει σταδιακά να μορφοποιεί στο νου του επηρμένου ανθρώπου την αίσθηση της απολύτου αυτάρκειας και παντοδυναμίας. Αυτή η παντοδυναμία όμως δημιουργεί και πλήρη σύγχυση, αφού παρατηρείται το φαινόμενο πολλοί σήμερα να δηλώνουν Χριστιανοί, αλλά να αρνούνται να δεχθούν το γεγονός της Ανάστασης, αφού δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Αλλά τί είδους Χριστιανισμός είναι αυτός;
Η ίδια η Εκκλησία δηλώνει ότι δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε αυτό το γεγονός με λογικά και ανθρώπινα μέτρα. Δεν είναι ούτε φυσική ούτε, πολλώ μάλλον, παρά φύσιν πραγματικότητα, δεν είναι λογική, ούτε, πολλώ μάλλον, παράλογη αλήθεια. Είναι ένα υπέρ φύσιν γεγονός, μια υπέρλογη πραγματικότητα, που αγνοεί τη λογική, υπερβαίνει τα στενά και ασφυκτικά δεσμά της και απελευθερώνεται με τη δύναμη της Θείας βούλησης. Η Ανάσταση απαιτεί το στοιχείο της πίστης για να την προσεγγίσει και να την αποδεχθεί κανείς, μιας πίστης χωρίς όρια και περιορισμούς, χωρίς ναι, μεν, αλλά, μιας πίστης που δίνει νόημα και όραμα και σε αυτήν και στην άλλη ζωή, μιας πίστης που δε συζητά αυτές τις αλήθειες, γιατί δεν μπορούν να συζητηθούν, δεν μπορούν να κατανοηθούν, δε μπορούν να αντέξουν σε σαθρά επιχειρήματα, σε κοσμικές, άρα φθαρτές και πεπερασμένες, αρχές, σε ξεπερασμένες αρνήσεις, που κρατούν δέσμιο τον άνθρωπο στα εντός και επί τα αυτά της μικρής και ελάχιστης υπάρξεώς του. «Η γνώση τούτου του κόσμου δεν μπορεί να γνωρίσει άλλο τίποτα, παρεκτός από ένα πλήθος λογισμούς, όχι όμως εκείνο που γνωρίζεται με την απλότητα της διάνοιας». Και η Ανάσταση απαιτεί απλότητα στη διάνοια, απλότητα στη σκέψη, παιδική, άρα καθαρή και ανόθευτη πίστη.
Η Ανάσταση του Χριστού σηματοδοτεί τη νίκη επί του θανάτου και την εδραίωση της ελπίδος για την αθανασία. Αυτή η ελπίδα είναι ικανή να δώσει κουράγιο, να παράσχει δύναμη και καρτερία για να αντέξει κανείς τα προβλήματα και τους πόνους αυτού του βίου. Η Ανάσταση είναι η απόληξη του Πάθους, η εικόνα που διαδέχεται ευθύς την τραγικότητα του Σταυρού. Αυτή ακριβώς είναι και η ελπίδα. Το γεγονός ότι πίσω από το Σταυρό που σηκώνει ο κάθε άνθρωπος, μηδενός εξαιρουμένου, σε αυτή τη ζωή, υπάρχει ο Κυρηναίος Χριστός που συμπάσχει μαζί μας. υπάρχει ο Αναστημένος Θεός που παρέχει σε όλους τη λύση, τη λύτρωση, τη δικαίωση, την ανάσταση της ζωής και της συνείδησης, το τέλος του πόνου και της οδύνης. Έγραψε σοφά ο αείμνηστος π. Ιουστίνος Πόποβιτς ότι «χωρίς την Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν, ούτε υπό τον ουρανόν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμος αυτόν, ούτε μεγαλύτερα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αδανασίαν».
Ας πιστέψουμε λοιπόν αυτό που δεν είδαμε και δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε. Ανταμοιβή αυτής της πίστης θα είναι να δούμε κάποτε Αυτόν που πιστέψαμε. Χριστός Ανέστη!


(Αρχιμ. Επιφάνιος Σ. Οικονόμου, «Από την ατέλεια στην αγιότητα»)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 22, 2014

Χριστόδουλος: «Μια ζωή αγάπης, ευθύνης και μαρτυρίου»







Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου 
Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος
  

Ήταν μόλις 35 ετών όταν η Εκκλησία της Ελλάδος τον ανεβίβασε στην Αρχιερωσύνη και τον κατέστησε Μητροπολίτη Δημητριάδος & Αλμυρού.
Εμπιστεύθηκε στους νεανικούς του ώμους τα όνειρα και τις προσδοκίες μιας Εκκλησίας που έβγαινε από μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο της νεότερης ιστορίας της, αναζητώντας το νέο πνεύμα, τις καινούργιες ιδέες, τα χαρισματούχα πρόσωπα που θα την έκαναν και πάλι οικεία στους ανθρώπους, αγωνιστική, σύγχρονη, δυναμική.
Τον ανεβίβασε στο Επισκοπικό θρόνο αφού προηγουμένως είχε εκτιμήσει όλη την μοναστική και ιερατική του πορεία. Από τη Μονή του Οσίου Βαρλαάμ Μετεώρων, στην Κόρινθο για τη στρατιωτική θητεία. Μετά τη Νομική και Θεολογική Σχολή, στην Αθήνα για την ανάπτυξη ενός σπουδαίου πνευματικού και κοινωνικού έργου στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου, εκεί όπου άρχισε να χτίζει το οικοδόμημα της ιερατικής προσωπικότητάς του, αποκαλύπτοντας παράλληλα τα μεγάλα πνευματικά δωρήματα που του χάρισε η αγάπη του Θεού.
Η ταυτόχρονη μοναστική του ζωή, ήταν η ασφαλής οδός, διά της οποίας δρομολογήθηκε η μελλοντική λαμπρή πορεία.
Από την στιγμή της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, διήνυσε, μέχρι το τέλος της ζωής του, 34 χρόνια Αρχιερατικής διακονίας τα οποία χωρίζονται σε δύο περιόδους.
Η πρώτη περιλαμβάνει την 24χρονη διαποίμανση της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και η δεύτερη την δεκαετή Αρχιεπισκοπική διακονία στον πρώτο θρόνο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η τριαντατετράχρονη αυτή πορεία ήταν καταρχήν πορεία αγάπης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος κοίταξε τους ανθρώπους στα μάτια με τη δική του καθαρή ματιά, έχοντας πάρει την απόφαση να γίνει ένα με τις χαρές και τις λύπες τους.
Ποτέ δεν κοίταξε το ποίμνιό του αφ’ υψηλού, ούτε διαχώρισε τους ανθρώπους σε πρώτης ή δευτέρας ποιότητας, ανάλογα με τη μόρφωση ή το κοινωνικό τους επίπεδο. Αντιθέτως, δε δίστασε να προσαρμοστεί στο επίπεδο του καθενός, να διαλεχτεί με όλους, ν’ ανοίξει την πόρτα της καρδιάς του σε όλους εκείνους που αναζητούσαν παρηγοριά, στηρίγματα, ελπίδα, βοήθεια, ψυχολογική ενίσχυση, συμπαράσταση στους αγώνες, έναν πατέρα που δε θα διστάσει να πολεμήσει για τα δίκαια αιτήματά τους.
Έδωσε στους ανθρώπους αγάπη και κέρδισε τη λατρεία και την εμπιστοσύνη τους.
Κυρίως το έργο της αγάπης στράφηκε προς τους νέους στους οποίους απευθύνθηκε χωρίς «κόμπλεξ» και περιστροφές, αλλά με την ρεαλιστική παρρησία εκείνου που δε διστάζει να ομολογήσει τα λάθη, ν’ αναλάβει τις ευθύνες και να χαράξει νέους δρόμους αλήθειας και δικαιοσύνης, επειδή ο ίδιος είναι ανεπιτήδευτος και αυθεντικός.
Ήταν, επίσης, μια πορεία ευθύνης έναντι της Εκκλησίας και του Έθνους.
Γνώριζε ότι ήταν συνεχιστής της τεράστιας Εκκλησιαστικής παράδοσης, φορέας της μοναδικότητας της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και συνεχιστής του εθνικού έργου που φωτισμένοι Εκκλησιαστικοί άνδρες διαδραμάτισαν στην ιστορική πορεία του τόπου.
Δε δίστασε να θέσει τον εαυτό του στην πρώτη γραμμή του αγώνα για τη διατήρηση των δικαίων της Εκκλησίας, ν’ αντιταχθεί σε νοοτροπίες και πολιτικές που σκοπό είχαν να δηλητηριάσουν και τελικά, να καταστρέψουν τη σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης του λαού προς την Εκκλησία του.
Δεν υποχώρησε μπροστά σε εξουσίες που θέλησαν να τραυματίσουν το ήθος του λαού μας, να χαλαρώσουν τις αντιστάσεις του απέναντι σε ξενόφερτες συνήθειες που αντιστρατεύονται την παράδοση και ασεβούν έναντι της ιστορίας του. Η στάση του αυτή κίνησε την μήνη ανίερων συμφερόντων, αλλά και προσώπων που ένιωσαν ότι ο Αρχιεπισκοπικός λόγος αποκαλύπτει τη γυμνότητά τους, φέρνει στο φως τις σκοτεινές προθέσεις τους.
Ο ίδιος τούς απάντησε με θάρρος: «Ο αγώνας μας δεν αρέσει σε μερικούς που έχουν εκστρατεύσει εναντίον μας και χύνουν το δηλητήριό τους. Όσο με πολεμούν, τόσο περισσότερο θα αγωνίζομαι… Φοβάμαι μόνο το Θεό, κανέναν άλλο. Είμαι ελεύθερος» (Κήρυγμα στη Θ. Λειτουργία της 21/10/2004)
Γι’ αυτό η Αρχιεπισκοπική του πορεία ήταν μαρτυρική. Πολεμήθηκε, όσο λίγοι, αφενός μεν από το διεφθαρμένο πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο, που ευθύνεται πρωτίστως για το κατάντημα της Ελλάδας και τον εξευτελισμό της περηφάνιας του Ελληνικού λαού και αφετέρου από την μικρότητα και την αβάσταχτη ελαφρότητα της εγχώριας και διεθνούς Εκκλησιαστικής ολιγαρχίας που δε δίστασε να θυσιάσει τον ατίμητο, θέτοντας τα ανθρώπινα «δίκαια» πάνω από την Θεανθρώπινη αγάπη.
Από κοινού οραματίζονταν μια Εκκλησία «φρόνιμη».

Και την απέκτησαν! Ο πρόωρος θάνατός του θα σκοτίζει πάντα την «ιστορία» τους.
Αλλά, επειδή εκείνος θα ζει πάντα στις καρδιές μας, θα φωτίζει διαρκώς τους δρόμους της ζωής μας, θα εμπνέει τους ελεύθερους και ανυπότακτους ανθρώπους, η μνήμη του θα παραμένει ΑΙΩΝΙΑ!

Παρασκευή, Ιανουαρίου 10, 2014

Κυριακή μετά τα Φώτα – Η πρόταση του Φωτός και η επιλογή του σκότους Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου



Βρισκόμαστε, αγαπητοί μου, μέσα στο κλίμα των Θεοφανίων. Τα πάντα στην Εκκλησία πλημμυρίζουν από φως. Γιατί, όπως η υμνολογία της εορτής υπογραμμίζει, φως εκ φωτός έλαμψε το κόσμω, Χριστός ο Θεός ημών, ο επιφανείς Θεός…1. Για το ίδιο φως ομιλεί και το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Χριστός περνά στην παραλίμνια πόλη Καπερναούμ, στην περιοχή ανάμεσα στην Ζαβουλών και στην Νεφθαλείμ, όπου κυριαρχεί το ειδωλολατρικό στοιχείο. Κι έτσι εκπληρώνεται η προφητεία του Ησαϊου, σύμφωνα με την οποία, ο λαός της περιοχής, που μέχρι τότε βίωνε το σκοτάδι της ειδωλολατρίας, είδε το φως της αλήθειας στο πρόσωπο του Χριστού. Ο λαός, που ζούσε σε καθεστώς πνευματικού μαρασμού και θανάτου, είδε ν’ ανατέλλει εμπρός του το φως της όντως ζωής.

Το φως είναι η ταυτότητα του Χριστού. Εκείνος είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, που ήλθε στον κόσμο για να διαλύσει τα σκοτάδια της αγνωσίας, να εξαφανίσει τον ζόφο του μίσους, να εξολοθρεύσει την καταχνιά της κακίας. Ήλθε για να φέρει στον κόσμο και στις ανθρώπινες καρδιές την αγάπη και την ειρήνη. Γι΄ αυτό και δικαίως διεκήρυξε για τον Εαυτό Του: «Εγώ είμαι το φως. Όποιος με ακολουθήσει δε θα περπατήσει ποτέ ξανά στο σκοτάδι, αλλά θα αποκτήσει το φως της ζωής»2.

Εφόσον πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι το φως του κόσμου και η Εκκλησία, που είναι το Σώμα Του, η συνέχεια και έκφρασή Του στους αιώνες, είναι εξίσου φως. Είναι ο χώρος μέσα στον οποίο βιώνεται ο φωτισμός του Χριστού, όχι χαριστικά και μαγικά, αλλά συνειδητά και οντολογικά. Βιώνεται με την μετοχή των Ιερών Μυστηρίων με τα οποία «ξαναγεννιόμαστε, μορφοποιούμαστε και συναπτόμαστε υπερφυώς με το Σωτήρα. Αυτά είναι εκείνα με τα οποία, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν3.»4. Βιώνεται με την μετοχή στην Ορθόδοξη πνευματικότητα, στη ζωή της προσευχής, της αγάπης και του ελέους, της μετανοίας και της αγιότητας, η οποία δε μπορεί να νοηθεί μακριά και έξω από το φως του Χριστού.

Παρά ταύτα, ο κόσμος σήμερα αρνείται τον Χριστό και βυθίζεται στο σκοτάδι της άρνησης και της απιστίας. Επικαλείται γι’ αυτό επιπόλαιες δικαιολογίες, συνήθως τις αδυναμίες και τις πτώσεις των λειτουργών και στελεχών της Εκκλησίας. Όμως, ο Χριστός δεν απέδωσε στους ανθρώπους την ιδιότητα του φωτός, αλλά στον Εαυτό Του. Στους ανθρώπους έδωσε τη δυνατότητα πρώτα να φωτιστούν και, μετά να φωτίσουν. Οι άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται. Εκείνος, όμως, μένει το διαχρονικά άσβεστο φως της αλήθειας, που συνέχει, συγκροτεί και συγκρατεί την Εκκλησία στην πορεία της ιστορίας.

Η επιλογή της άρνησης του φωτός που σκορπίζει ο Χριστός έχει οδυνηρά αποτελέσματα στη ζωή του κόσμου. Σήμερα ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας βιώνει την τραγικότητα της φτώχειας και της ανέχειας, του πολέμου και της ανασφάλειας, αποτέλεσμα της απάνθρωπης πολιτικής των ισχυρών της γης, που είναι βουτηγμένοι στα σκοτάδια της ιδιοτέλειας και του παγερού συμφέροντος. Σήμερα η πατρίδα μας βιώνει μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, αποτέλεσμα της πνευματικής χαλάρωσης, του εκμαυλισμού των συνειδήσεων, της αρρωστημένης νοοτροπίας του εύκολου πλουτισμού και της έλλειψης αλληλεγγύης. «Η κρίση κατέστησε φανερό, ότι η συγκρότηση του σύγχρονου κοινωνικού βίου με γνώμονα τον ατομισμό και την άρνηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας οδήγησε στην καταρράκωση της αξίας του ανθρώπου και στην επικράτηση της αναξιοκρατίας και της αδιαφορίας για τον πόνο του διπλανού μας. Αυτή η κατάσταση, για την δημιουργία της οποίας όλοι έχουμε μικρό η μεγάλο μερίδιο ευθύνης, είναι αταίριαστη με την παράδοση του τόπου μας. Η μόνη έξοδος από το αδιέξοδο είναι η αλλαγή αυτής της νοοτροπίας…»5.

Η αλλαγή της νοοτροπίας που βυθίζει τους ανθρώπους στο τέλμα, στο σκοτάδι και στ’ αδιέξοδα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν επιστρέψουμε, με ταπείνωση, στη ζωή του Χριστού, την οποία αρνηθήκαμε, παρασυρμένοι από την δαιμονική έπαρση και τον πλάνο αυτοθαυμασμό. Μόνο αν δεχθούμε να ξαναφωτίσουμε τη ζωή μας, όχι με τα ψεύτικα φώτα του κόσμου, όχι με τις εφήμερες φωταψίες της κοσμικής ματαιότητας, αλλά με το φως του Χριστού, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. ΑΜΗΝ!

 1.Στιχηρό ιδιόμελο των Αίνων των Θεοφανίων
2. Ιωάν. 8,12
3. Πράξ. 17,28
4.Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «Περί της εν Χριστώ ζωής», σελ. 22
5. Ανακοινωθέν Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 8/10/2010
6.Ιωάν. 1,9

πηγή

Κυριακή, Απριλίου 07, 2013

Ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός ως πανοπλία Αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου


Ποιός μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι διανύουμε μιά εποχή κατά την οποία κυριαρχεί ο ορθολογισμός και η απολυτοποίηση της ανθρώπινης λογικής, μια εποχή που ο άνθρωπος και τα δημιουργήματά του αυτοανακηρύσσονται το άπαν σ’ αυτό τον κόσμο, απομονώνοντας κι εξοστρακίζοντας κάθε τι το μεταφυσικό, το μυστηριακό, το υπέρλογο; Η φιλολογία ενός νέου, χειρότερου ουμανισμού τείνει να γίνει καθεστώς και ο άνθρωπος κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στα τείχη των επιτευγμάτων του, τα οποία τελικά και θα τον συντρίψουν. Φυσικά, μέσα σε μια τέτοια αρνητική και απογοητευτική ατμόσφαιρα, το να μιλά κανείς για το μυστήριο του Σταυρού και το να κατανοήσει τη θέση που εχει ή που θα επρεπε να έχει στη ζωή των ανθρώπων, μοιάζει με ουτοπία. Είναι καιρός, όμως, και απόλυτη ανάγκη, ν’ αφήσουμε πια αυτή την άκαρπη φιλολογία, για να πλησιάσουμε, όσο μας το επιτρέπουν οι ασθενείς μας δυνάμεις, το μυστήριο του Σταυρού και να δούμε ποιός είναι ο δρόμος που περνάει κάτω από τον ίσκιο Του καί τόν οποίο πρέπει ν’ ακολουθεί ο Χριστιανός για να βρει τη λύτρωση και τη σωτηρία της ψυχής του.
Εργόχειρο Γ. Ιωσήφ του ησυχαστού
Εργόχειρο Γ. Ιωσήφ του ησυχαστού
Η ζωή του ανθρώπου σ’ αυτό τον κόσμο και δη η ζωή του πιστού, είναι σταυρική, είναι μια πορεία έντονης αγωνίας, πολύμοχθου αγώνα, προσπαθειών, εντάσεων, πτώσεων καί ανατάξεων. Ο βίος μας μοιάζει με μια απέραντη θάλασσα στα κύματα της οποίας κλυδωνίζεται καθημερινά ο προσωπικός κόσμος του καθενός από εμάς. Γι’ αυτό, απόλυτη εφαρμογή έχει ο σοφός λόγος της Αγίας Συγκλητικής, η οποία χαρακτηρίζει το Σταυρό τού Κυρίου «ιστίο», με το οποίο μονάχα μπορούμε να διαπλευσουμε το πέλαγος της ζωής. Πραγματικά, δίχως τον Σταυρό, ο Χριστιανός δεν θα είχε τη δύναμη να προχωρήσει, ν’ αγωνιστεί σκληρά με τους πειρασμούς, το σατανά, τις αντίθεες δυνάμεις του κόσμου και να νικήσει στο τέλος. Γιατί δεν είναι το απλό ξύλο ή το σημείο του Σταυρού που κάνει αδιάφορα ο άνθρωπος, μα η μυστική δύναμη που έρχεται από τη θυσία και το πανάγιο αίμα του Εσταυρωμένου, εκείνο που γιγαντώνει τον άνθρωπο, που έχει σύμμαχο το Σταυρό.
Όπως η σημαία, που δεν είναι παρά ενα κομμάτι άπλό πανί, μας κάνει στο πέρασμά της ν’ αναρριγούμε, γιατί θυμούμαστε τα ιερά και τα όσια της πολυβασανισμένης μας πατρίδας, ετσι και με το Σταυρό, ο νους μας πηγαίνει στο Γολγοθά και στέκεται νοερά δίπλα στην ΙΙαναγία και στον ηγαπημένο μαθητή και κλαίει από αγάπη για Εκείνον και πίνει από την ανοιχτή θεία πληγή τη ζωή που βλάστησε για να λυτρωθούν οι αμαρτωλοί.
Ατενίζοντας κανείς το μέγιστο αυτό σύμβολο της θυσίας και του πόνου με πίστη, μπορεί να δει, με τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς του, μιά πραγματικότητα που μόνο συγκλονισμό και δέος μπορεί να προκαλέσει. Βλέπει κρεμασμένο πάνω στο Σταυρό το Πανάγιο σώμα του Χριστού, που τόσα ενήργησε σ’ αυτή τη γη και τόσα έπαθε για τους άνθρώπους όλων των εποχών, ενώ ο άνθρωπος παραλείπει τα περισσότερα για τη σωτηρία του.
Βλέπει μιά λογχισμένη καρδιά να στάζει το αίμα της αγάπης της και να κράζει προς τον Πατέρα, «Πάτερ άφες αυτοίς,..», τη στιγμή που εκείνος δυσκολεύεται να συγχωρήσει όσους τον έβλαψαν ή τον έκαναν να πονέσει.
Βλέπει τις ταπεινώσεις και τους έξευτελισμούς που υπέστη ο Θεάνθρωπος για το πλάσμα Του, ενώ εκείνος δυσανασχετεί, αντιδρά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τον χλευάζουν για την κατά Χριστόν βιωτή και πολιτεία του.
Βλέπει τον τεράστιο εκείνο και βαρύ Σταυρό αλλά δυσκολεύεται να σηκώσει τους πολύ ελαφρύτερους σταυρούς των δυσκολιών και των προβλημάτων αυτής της ολιγόχρονης διαδρομής στη γήινη πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, διαβάζει εκεί στο Σταυρό του Κυρίου όσα κανένα βιβλίο, κανένα πανεπιστήμιο, όσα ακόμα και όλη η σοφία αυτού του κοσμου δεν μπορούν να διδάξουν. Διαβάζει αυτό που πολύ χαρακτηριστικά έγραψε ένας σύγχρονος ορθόδοξος στοχαστής: «Όποιος μας παραδίδει στο Σταυρό, μας αποθέτει στην αγκαλιά της Αγίας Τριάδος, μας χαρίζει το εισιτήριο για την αιώνια μακαριότητα. Όλοι μας, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε σταυρωτές του Ιησού ή του αδελφού μας. Το ερώτημα είναι, θα θελήσουμε από σταυρωτές να γί¬νουμε σταυρωμένοι; Αν το θελήσουμε, θα ζησουμε τη βασιλεία του Θεού αιώνια και θα την κάνουμε γνωστή και στην εποχή μας και στο περιβάλλον μας».
Στό κατώφλι του 21ου αι., σ’ αύτό το ιστορικό μεταίχμιο, που φαντάζει βασανιστικό και τρομακτικό μπροστά στο άγνωστο της τρίτης χιλιετίας, ο άνθρωπος μοιάζει ανήμπορος ν’ ανταπεξέλθει στις προκλήσεις των καιρών. Κατά το παρελθόν, αναζήτησε ποικίλα στηρίγματα, προσπαθώντας να γαντζωθεί και ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί. Η φιλοσοφία, οι τέχνες, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός, η πολιτική, το χρήμα, ήταν οι κατά καιρούς «Θεοί» που μάγεψαν τον ταλαίπωρο διαβάτη της ιστορίας, ικανοποιώντας, όμως, μόνο προς στιγμήν τους πόθους και τα όνειρά του για κάτι ανώτερο, για κάτι ποιοτικότερο. Στην εποχή μας αυτοί οι «Θεοί» έχουν αλλάξει και τη θέση τους πήραν τα τεχνολογικά επιτεύγματα, η ηλεκτρονική τεχνολογία, η εξερεύνηση του διαστήματος, που μετατράπηκαν σε αυτοσκοπό. Οι καταστάσεις αυτές, όμως. αντί τελικά ν’ ανοίξουν νέες προοπτικές και να δημιουργήσουν διεξόδους, επιβάρυναν την πνευματική αποχαύνωσή του και τον αποξένωσαν ακόμα πιο πολύ από το περιεχόμενο της ουσίας του, που ξεφεύγει τελικά απ’ αυτά τα περιορισμένα στεγανά, στα οποία ο ίδιος εχει δεσμεύσει τον εαυτό του.
Ο Κύριος δέχτηκε να κρεμαστεί το πανάγιο σώμα Του πάνω στο Σταυρό, «εταπείνωσε εαυτόν..,», για να δώσει διέξοδο στ’ αδιέξοδα που γνώριζε ότι παντα θα ταλαιπωρούν το πλασμα Του. Με τη σταυρική Του θυσία μιας κάλεσε όλους ν’ αποθέσουμε πάνω στο σύμβολο της θυσίας Του τη ζωή και τα εργα μας, να στηρίξουμε εκεί τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας, να σταυρώσουμε τα πάθη και την αμαρτωλότητά μας, θέλοντας να μας κάνει να κατανοήσουμε ότι η σημασία του Σταυρού έγκειται στην προοπτική της Ανάστασης που τον ακολουθεί, ότι αν στηρίξουμε τη ζωή μας στο Σταυρό Του, την οδηγούμε σε καναλια αναστάσιμα, που μόνο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, μακριά από τις προκλήσεις και τα δέλεαρ του κόσμου, μπορεί κανείς να γευτεί και να βιώσει.
(Αρχιμ. Επιφανίου Σ. Οικονόμου, «Ορθόδοξες θέσεις. Σύγχρονες προσεγγίσεις», εκδ. Ίνδικτος, 2006, σ. 347-350)

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2013

ΚΥΡΙΑΚΉ ΙΖ’ ΜΑΤΘΑΊΟΥ. (ΧΑΝΑΝΑΊΑΣ) ΠΌΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΆΒΟΛΟ Αρχιανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου


Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου, ο Κύριος έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με μία μητέρα σε απόγνωση. Η κόρη της είχε καταληφθεί από δαιμονικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να υφίσταται ισχυρή ψυχική δοκιμασία. Ο Χριστός ακούει την ικεσία της, αλλά δεν επεμβαίνει αμέσως. Δοκιμάζει την πίστη της, επιδεικνύοντας προσποιητή αδιαφορία και περιφρόνηση. Η στάση Του φαντάζει περίεργη, αλλά δεν είναι. Αναμένει ν’ αποκαλυφθεί στην ολότητά της η βαθιά πίστη και εμπιστοσύνη της στην Θεϊκή Του παντοδυναμία, να καταστεί η πίστη της παράδειγμα και υπόδειγμα ζωής από τους άλλους ανθρώπους και επεμβαίνει θεραπευτικά, σώζοντας το δοκιμαζόμενο πλάσμα Του.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ασχοληθεί με το πρόσωπο του διαβόλου, με το διαβρωτικό του έργο και τις απατηλές μεθοδίες του, που σκοπό έχουν την απώλεια και τον ψυχικό όλεθρο του ανθρώπου. Είναι αλήθεια ότι η βίωση της πνευματικής ζωής, είναι ένας συνεχής αγώνας, μία ασταμάτητη πάλη, ένας αδυσώπητος πόλεμος, ανάμεσα στον άνθρωπο του Θεού – ο οποίος θέλει και αγωνίζεται να προκόψει στην αρετή – και στον διάβολο. Ο πόλεμος αυτός δε γίνεται χωρίς αιτία. Μάλιστα, ενίοτε παραχωρείται από τον ίδιο τον Θεό για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Ο  Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επισημαίνει πέντε λόγους για τους οποίους ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο με τον διάβολο.

Ο πρώτος λόγος είναι προκειμένου, μέσα από την πολεμική αναμέτρηση με τον διάβολο να καταφέρουμε να διακρίνουμε εντός μας, την αρετή από την κακία.1 Είναι αλήθεια πως η διάκριση αυτή δεν είναι πάντα εύκολη, κυρίως στις μέρες μας, κατά τις οποίες τείνει να αμβλυνθεί η αίσθηση της κακίας και της αμαρτίας και να αμνηστευτεί, προκειμένου ο άνθρωπος δήθεν ν’ απελευθερωθεί από τα πνευματικά δεσμά με τα οποία τον ελέγχει η Εκκλησία. Αντιλαμβάνεται κανείς πως η διαβολική παγίδα είναι τεράστια και πως, αν ο άνθρωπος δεν προσέξει μπορεί να οδηγηθεί στις χειρότερες εκτροπές και αμαρτίες, χωρίς να συναισθάνεται το μέγεθος της πτώσης και της απομάκρυνσης από το θέλημα του Θεού.

Ο δεύτερος λόγος, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι αφού αποκτήσουμε την αρετή, μέσα από τον πόλεμο με τον διάβολο και τον πόνο που προκαλείται απ’ αυτόν, να την εδραιώσουμε μέσα μας.2 Δεν αρκεί δηλ. μόνο η απόκτηση της αρετής, αλλά και ο αγώνας για την διατήρησή της, αφού ο πονηρός θα κάνει τα πάντα για να μάς παρασύρει στη ζωή της αμαρτίας χρωματίζοντας τα θέλγητρά της με τα ζωηρότερα χρώματα.

Ο τρίτος λόγος είναι, αφού προκόψουμε στην αρετή, να μην υπερηφανευόμαστε, αλλά να είμαστε ταπεινοί.3 Στο σημείο αυτό ο Άγιος Μάξιμος επισημαίνει τον κίνδυνο της υπερηφανείας, που συχνά αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που προκόβουν στην αρετή και στην πνευματική ζωή. Ο κίνδυνος της πτώσης για εκείνους που βρίσκονται ψηλά είναι μεγαλύτερος, τα επακόλουθα δε της πτώσης είναι ολέθρια και οδυνηρά. Γι’ αυτό ο άνθρωποι της αρετής οφείλουν ν΄ ασκούνται στην ταπείνωση, η οποία ελκύει την χάρη του Θεού.

Η τέταρτη αιτία του πολέμου με τον διάβολο, κατά τον Άγιο Μάξιμο, είναι, αφού δοκιμάσουμε τον πειρασμό της κακίας, να την μισήσουμε με τέλειο και απόλυτο τρόπο.4 Όποιοι καταφέρουμε να νικήσουμε τον διάβολο σ’ αυτόν αδυσώπητο πόλεμο και να δούμε τα αποτελέσματα της κακίας και της αμαρτίας, τότε σίγουρα θα μισήσουμε, με πάθος, τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Και αυτός είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι μπορούμε να νιώσουμε μίσος στην ψυχή μας. Όταν αυτό το μίσος στρέφεται κατά του διαβόλου και των έργων του. Είναι μίσος σωτήριο και λυτρωτικό.

Και η πέμπτη αιτία, για την οποία ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο με τον διάβολο είναι, αφού, νικητές πια, απαλλαγούμε από την κυριαρχία της κακίας και των παθών, να μη ξεχάσουμε ούτε την έμφυτη ασθένεια και αδυναμία μας, ούτε και την δύναμη του Θεού, που συνήργησε στον αγώνα μας κατά του διαβόλου.5 Τον αγώνα αυτόν δε μπορούμε να τον διεξάγουμε μόνοι. Οι δυνάμεις μας δεν αρκούν για την αντιμετώπιση των δαιμονικών ενεργειών. Απαιτείται η βοήθεια και η ενίσχυση του Θεού. Γι’ αυτό, όσο κι αν προκόψουμε στην αρετή, να μη ξεχάσουμε ποτέ ότι, αν δε προσέξουμε, υπάρχει ο κίνδυνος της εκ νέου πτώσης, καθώς ο διάβολος ουδέποτε επαναπαύεται, αλλά περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να πλήξει και πάλι τους αγωνιστές. Να μη ξεχάσουμε, όμως, ν’ αποδίδουμε δόξα και ευγνωμοσύνη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο Οποίος ενισχύει πάντοτε τους αγωνιστές Χριστιανούς στον διαρκή και συναρπαστικό πνευματικό τους αγώνα. ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.

ΚΥΡΙΑΚΉ ΙΖ’ ΜΑΤΘΑΊΟΥ. (ΧΑΝΑΝΑΊΑΣ) ΠΌΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΆΒΟΛΟ Αρχιανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου


Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου, ο Κύριος έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με μία μητέρα σε απόγνωση. Η κόρη της είχε καταληφθεί από δαιμονικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να υφίσταται ισχυρή ψυχική δοκιμασία. Ο Χριστός ακούει την ικεσία της, αλλά δεν επεμβαίνει αμέσως. Δοκιμάζει την πίστη της, επιδεικνύοντας προσποιητή αδιαφορία και περιφρόνηση. Η στάση Του φαντάζει περίεργη, αλλά δεν είναι. Αναμένει ν’ αποκαλυφθεί στην ολότητά της η βαθιά πίστη και εμπιστοσύνη της στην Θεϊκή Του παντοδυναμία, να καταστεί η πίστη της παράδειγμα και υπόδειγμα ζωής από τους άλλους ανθρώπους και επεμβαίνει θεραπευτικά, σώζοντας το δοκιμαζόμενο πλάσμα Του.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε ασχοληθεί με το πρόσωπο του διαβόλου, με το διαβρωτικό του έργο και τις απατηλές μεθοδίες του, που σκοπό έχουν την απώλεια και τον ψυχικό όλεθρο του ανθρώπου. Είναι αλήθεια ότι η βίωση της πνευματικής ζωής, είναι ένας συνεχής αγώνας, μία ασταμάτητη πάλη, ένας αδυσώπητος πόλεμος, ανάμεσα στον άνθρωπο του Θεού – ο οποίος θέλει και αγωνίζεται να προκόψει στην αρετή – και στον διάβολο. Ο πόλεμος αυτός δε γίνεται χωρίς αιτία. Μάλιστα, ενίοτε παραχωρείται από τον ίδιο τον Θεό για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Ο  Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επισημαίνει πέντε λόγους για τους οποίους ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο με τον διάβολο.

Ο πρώτος λόγος είναι προκειμένου, μέσα από την πολεμική αναμέτρηση με τον διάβολο να καταφέρουμε να διακρίνουμε εντός μας, την αρετή από την κακία.1 Είναι αλήθεια πως η διάκριση αυτή δεν είναι πάντα εύκολη, κυρίως στις μέρες μας, κατά τις οποίες τείνει να αμβλυνθεί η αίσθηση της κακίας και της αμαρτίας και να αμνηστευτεί, προκειμένου ο άνθρωπος δήθεν ν’ απελευθερωθεί από τα πνευματικά δεσμά με τα οποία τον ελέγχει η Εκκλησία. Αντιλαμβάνεται κανείς πως η διαβολική παγίδα είναι τεράστια και πως, αν ο άνθρωπος δεν προσέξει μπορεί να οδηγηθεί στις χειρότερες εκτροπές και αμαρτίες, χωρίς να συναισθάνεται το μέγεθος της πτώσης και της απομάκρυνσης από το θέλημα του Θεού.

Ο δεύτερος λόγος, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι αφού αποκτήσουμε την αρετή, μέσα από τον πόλεμο με τον διάβολο και τον πόνο που προκαλείται απ’ αυτόν, να την εδραιώσουμε μέσα μας.2 Δεν αρκεί δηλ. μόνο η απόκτηση της αρετής, αλλά και ο αγώνας για την διατήρησή της, αφού ο πονηρός θα κάνει τα πάντα για να μάς παρασύρει στη ζωή της αμαρτίας χρωματίζοντας τα θέλγητρά της με τα ζωηρότερα χρώματα.

Ο τρίτος λόγος είναι, αφού προκόψουμε στην αρετή, να μην υπερηφανευόμαστε, αλλά να είμαστε ταπεινοί.3 Στο σημείο αυτό ο Άγιος Μάξιμος επισημαίνει τον κίνδυνο της υπερηφανείας, που συχνά αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που προκόβουν στην αρετή και στην πνευματική ζωή. Ο κίνδυνος της πτώσης για εκείνους που βρίσκονται ψηλά είναι μεγαλύτερος, τα επακόλουθα δε της πτώσης είναι ολέθρια και οδυνηρά. Γι’ αυτό ο άνθρωποι της αρετής οφείλουν ν΄ ασκούνται στην ταπείνωση, η οποία ελκύει την χάρη του Θεού.

Η τέταρτη αιτία του πολέμου με τον διάβολο, κατά τον Άγιο Μάξιμο, είναι, αφού δοκιμάσουμε τον πειρασμό της κακίας, να την μισήσουμε με τέλειο και απόλυτο τρόπο.4 Όποιοι καταφέρουμε να νικήσουμε τον διάβολο σ’ αυτόν αδυσώπητο πόλεμο και να δούμε τα αποτελέσματα της κακίας και της αμαρτίας, τότε σίγουρα θα μισήσουμε, με πάθος, τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Και αυτός είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι μπορούμε να νιώσουμε μίσος στην ψυχή μας. Όταν αυτό το μίσος στρέφεται κατά του διαβόλου και των έργων του. Είναι μίσος σωτήριο και λυτρωτικό.

Και η πέμπτη αιτία, για την οποία ο Θεός επιτρέπει τον πόλεμο με τον διάβολο είναι, αφού, νικητές πια, απαλλαγούμε από την κυριαρχία της κακίας και των παθών, να μη ξεχάσουμε ούτε την έμφυτη ασθένεια και αδυναμία μας, ούτε και την δύναμη του Θεού, που συνήργησε στον αγώνα μας κατά του διαβόλου.5 Τον αγώνα αυτόν δε μπορούμε να τον διεξάγουμε μόνοι. Οι δυνάμεις μας δεν αρκούν για την αντιμετώπιση των δαιμονικών ενεργειών. Απαιτείται η βοήθεια και η ενίσχυση του Θεού. Γι’ αυτό, όσο κι αν προκόψουμε στην αρετή, να μη ξεχάσουμε ποτέ ότι, αν δε προσέξουμε, υπάρχει ο κίνδυνος της εκ νέου πτώσης, καθώς ο διάβολος ουδέποτε επαναπαύεται, αλλά περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να πλήξει και πάλι τους αγωνιστές. Να μη ξεχάσουμε, όμως, ν’ αποδίδουμε δόξα και ευγνωμοσύνη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ο Οποίος ενισχύει πάντοτε τους αγωνιστές Χριστιανούς στον διαρκή και συναρπαστικό πνευματικό τους αγώνα. ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (10/2/2013) Απόστολος: Β΄ Τιμ. β΄, 1 – 10. Η δύναμη της προσευχής Αρχιμανδρίτου Επιφάνιου Οικονόμου



Από την δεύτερη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο προέρχεται το σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου. Οι δύο επιστολές προς Τιμόθεον, όσο και εκείνη προς Τίτον, συνιστούν τις λεγόμενες Ποιμαντικές επιστολές, με τις οποίες ο Πρωτοκορυφαίος απευθύνεται στους Ποιμένες της Εκκλησίας, προκειμένου να τους συμβουλεύσει και να τους ενισχύσει στην διευθέτηση του ποιμαντικού τους έργου. Το ίδιο πράττει και στην σημερινή διήγηση, κατά την οποία συνιστά στον Τιμόθεο να ενδυναμώνεται πάντα από την Χάρη του Ιησού Χριστού, να κηρύττει στους καλοπροαίρετους ανθρώπους την αλήθεια του Ευαγγελίου και να μη διστάζει να κακοπαθεί για την αγάπη του Χριστού. Για να τα καταφέρει όλα αυτά, όμως, προτρέπει τον Τιμόθεο να έχει πάντα στο νου και στη σκέψη του τον αναστημένο εκ των νεκρών Ιησού Χριστό, δηλ. να προσεύχεται σ’ Αυτόν, ζητώντας φωτισμό, ενίσχυση και άνωθεν βοήθεια.
Η ουσία των λόγων του Αποστόλου Παύλου αφορά στην δύναμη και στην αξία της προσευχής στον Ιησού. Τίποτα δεν μπορούμε να καταφέρουμε στη ζωή και στα έργα μας, αν δεν έχουμε στραμμένη την σκέψη μας σ’ Εκείνον. «Αντιλαμβάνεσθε ότι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να προσεύχεται είναι, στην πραγματικότητα, ένας ξοφλημένος άνθρωπος. Δεν υπάρχει ενδεχόμενο να επιτύχει στην ζωή του»1. Αυτό συμβαίνει γιατί το μέγα άθλημα της προσευχής συνιστά το οξυγόνο της πνευματικής ζωής, την ζωτική δύναμη της ψυχής.
Η προσευχή μας στον Θεό, όμως, προϋποθέτει την πίστη σ’ Εκείνον και την βεβαιότητα της παρουσίας Του στη ζωή μας. «Η προσευχή είναι μία στροφή προς ένα πρόσωπο. Επομένως, για να υπάρχει προσευχή, πρέπει να υπάρχει το πρόσωπο αυτό. Και για να πω ότι προσεύχομαι πρέπει να υπάρχει για μένα ενεργός η παρουσία του προσώπου αυτού. Εγώ μπορώ να οικειοποιούμαι την παρουσία του και την ύπαρξή του. Ο Χριστός, ο ενυπάρχων, ο πανταχού παρών, γίνεται για μένα παρών μέσα στη ζωή μου, διά της λατρευτικής μου συμμετοχής…»2
1 Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, «Περί Θεού λόγος αισθήσεως», σελ. 9
2 Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, «Περί Θεού λόγος αισθήσεως», σελ. 13-14
Η προσευχή μας προϋποθέτει, επίσης και την ταπείνωση, την συναίσθηση της αναξιότητας και της ανεπάρκειάς μας ενώπιον του Θεού, Τον Οποίον καλούμε να καλύψει τα κενά και να συμπληρώσει τις δικές μας ατέλειες στην πνευματική ζωή, όσο και στο πνευματικό μας έργο. Επ’ αυτού η εμπειρία των Αγίων της Εκκλησίας μας σημειώνει: «Το θεμέλιο της προσευχής είναι η πολύ βαθιά ταπείνωση. Τίποτα άλλο δεν είναι η προσευχή παρά το κλάμα και το πένθος του ταπεινού φρονήματος. Όταν λείπει η ταπείνωση, η προσευχητική άσκηση απειλείται από την αυταπάτη και την δαιμονική πλάνη»3
Ο Απόστολος Παύλος επιμένει στην μνημόνευση του ονόματος του Χριστού, γιατί γνωρίζει εμπειρικά, την δύναμη που αυτό κρύβει και την ώθηση που παρέχει σ’ εκείνον που, με πίστη και ταπείνωση, τον επικαλείται. Γνωρίζει ότι αυτό το όνομα μπορεί να μεταμορφώσει τον κόσμο και να καταστήσει τα αδύνατα, για τις ανθρώπινες δυνάμεις, δυνατά, με το θέλημα του Θεού. «Στο όνομα του Ιησού βρίσκονται συγκεντρωμένα και ενεργά όλα τα μυστήρια της σωτηρίας μας. Όταν επαναλαμβάνουμε αυτό το όνομα, η πραγματικότητα του Ιησού μπορεί να εισδύσει μέσα μας. Να μας γεμίσει, να μας διαποτίσει μ’ ένα τέτοιο τρόπο, ώστε ο λόγος να γίνει σαρξ εν ημίν. Το όνομα του Ιησού εισχωρεί στην ψυχή, όπως μια σταγόνα λαδιού απλώνεται σιωπηλά σ’ ένα ύφασμα. Το όνομα του Ιησού περιέχει όλο τον κόσμο, όπως η ακτίνα του ηλίου τα χρώματα της ίριδος… Η επίκληση του ονόματος του Ιησού πάνω σε όλα τα όντα επιτρέπει τη μεταμόρφωση, τη «χριστοποίηση» του σύμπαντος· την ανεύρεση του αληθινού νοήματος»4
Αυτού του μεγάλου πνευματικού δωρήματος ας φροντίσουμε να είμαστε μέτοχοι, αδελφοί μου, ούτως ώστε η Χάρις του Θεού να καταυγάζει την ζωή μας και οι ίδιοι να λειτουργούμε ως φωτεινά παραδείγματα προσευχής για όλους τους ανθρώπους. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.
3 Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ, «Ασκητικές εμπειρίες», Β΄, σελ. 27-28
4 Lew Gilliet, «Ιησούς», σελ. 65

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...