Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Μπαμπινιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Μπαμπινιώτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2016

Η γλώσσα του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής υμνογραφίας

Το καλύτερο και γνησιότερο δείγμα της Ελληνικής των χρόνων της Κοινής είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου. Είναι η Ελληνική όπως εξελίχθηκε στον προφορικό λόγο ως συνέχεια της Αττικής διαλέκτου που επικράτησε στην Κοινή. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της πρώτης πραγματικά Κοινής ελληνικής γλώσσας, αυτής που προέκυψε από την επικράτηση της Αττικής με βαθμιαία υποχώρηση των λοιπών διαλέκτων. Αυτής της κοινής προφορικής γλώσσας εξέλιξη υπήρξε η απλή προφορική γλώσσα, ή δημοτική, που διαρκώς μεταβαλλόμενη χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έχει χαρακτηρίσει τη δημοτική του Ευαγγελίου, την προφορική κοινή γλώσσα των χρόνων του Χριστού, ως τον «πρώτο δημοτικισμό». Και θα άξιζε να αναλογισθούμε πόσο πιο ομαλή θα ήταν η μετέπειτα διαμόρφωση της Ελληνικής, αν είχε επικρατήσει αυτή η δημοτική του Ευαγγελίου και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, από τον 1ον αιώνα π,Χ. είχε κάνει την εμφάνισή του ο αττικισμόςη γλωσσική μίμηση της Ελληνικής της κλασικής περιόδου, που σιγά-σιγά επικράτησε ως η κυρία μορφή της γραπτής Ελληνικής και -για πολλούς λογίους- και της προφορικής έκφρασης. Το ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας υιοθέτησαν την αττικιστική γλώσσα αντί της γλώσσας του Ευαγγελίου ήταν μία καθοριστική αιτία για να εγκαταλειφθεί στον γραπτό λόγο η Κοινή του Ευαγγελίου. Έτσι χάθηκε μία καλή ευκαιρία να αποκτήσουν οι Έλληνες ενιαία μορφή γλώσσας, γραπτή και προφορική, ήδη από τα χρόνια του Χριστού.
Ωστόσο, η γλώσσα του Ευαγγελίου ως γλώσσα αναφοράς της χριστιανικής θρησκείας, που επηρέασε τη χριστιανική γλωσσική παράδοση σε όλες τις μορφές και σε όλη της την έκταση (στην πατερική θεολογία, στη Θεία Λειτουργία, στην υμνογραφία, στην αγιογραφία, στην απέραντη χριστιανική θεολογία, στο κήρυγμα, στην κατήχηση κ.λπ.), άσκησε μεγάλη επίδραση στην ελληνική γλώσσα, ομιλούμενη και γραπτή, σε όλα τα στάδια της εξέλιξής της. Η απλή καθημερινή γλώσσα είναι γνωστό ότι διασώζει πλήθος λέξεων και εκφράσεων που προέρχονται, άμεσα ή έμμεσα, από τη γλώσσα του Ευαγγελίου.
Αληθινή ποίηση γραμμένη σε απλούστερη λόγια γλώσσα, η εκκλησιαστική υμνογραφία υπηρετεί την επικοινωνία με τον Θεό, συγκινεί και συναρπάζει. Μολονότι θα περίμενε κανείς πως μία ποίηση γραμμένη στη λόγια γλωσσική παράδοση (ενίοτε και με αρχαϊστικά στοιχεία) θα άφηνε αδιάφορους τους πιστούς, εν τούτοις συμβαίνει το αντίθετο. Οι ύμνοι της Εκκλησίας ψάλλονται με κατάνυξη από το εκκλησιαζόμενο πλήρωμα της Εκκλησίας, ασχέτως μορφώσεως, ηλικίας, τόπου και χρόνου.
Είναι μία διαχρονική ελληνική ποίηση που συγκινεί, γιατί είναι γραμμένη σε λόγια αλλά απλούστερα Ελληνικά, που πλησιάζουν τη γλώσσα του Ευαγγελίου και κυρίως γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά τής ποίησης: ρυθμό, μεταφορά, εικόνα, διάλογο, αξιοποίηση όλων των μερών του λόγου, ιδίως δε στοιχείων όπωςτο επίθετο, το επίρρημα, η μετοχή. Τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος ή και της Θείας Λειτουργίας, αφ’ ενός μεν, υπηρετούν λειτουργικούς-λατρευτικούς σκοπούς, αφ’ ετέρου δε, αποτελούν «τραγούδια», τρόπους ποιητικής και μελωδικής συνάμα έκφρασης και συμμετοχής των πιστών στα εκκλησιαστικά δρώμενα.
Ο υμνογράφος της Εκκλησίας έχει διττό στόχο: να υπηρετήσει τα εκκλησιαστικά δρώμενα και συγχρόνως να λειτουργήσει ως κοινή έκφραση του λαού, ως γλωσσική και βιωματική μαζί συμμετοχή των πιστών στα δρώμενα. Ο υμνογράφος πρέπει να συγκινήσει ως ποιητής, αλλά και να αποτελέσει τη φωνή των πιστών που πρέπει να εκφράζονται μέσα από τη δική του ποίηση, από τα δικά του λόγια, με τη δική του φωνή.
Στα τροπάρια που περιγράφουν και σχολιάζουν με λόγο και με μέλος το Θείο Δράμα, ο πιστός συμμετέχει βιωματικά άλλοτε στο μοιρολόι της μάννας-Παναγίας για τον άδικα Εσταυρωμένο της γιό, άλλοτε στα γεμάτα πικρία λόγια του Χριστού για τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι του, άλλοτε στην αγανάκτηση του υμνογράφου για την αχαριστία του κόσμου, άλλοτε στη μεγαλοσύνη και την έμπρακτη αγάπη του Ιησού για τους διώκτες του και σε ποικίλα άλλα συναισθήματα που γεννώνται από την ποίηση του υμνογράφου. Γενικότερα, συγκινείται και συμμετέχει έντονα και βιωματικά ο αποδέκτης αυτής της ποίησης, ο πιστός, όπως συμβαίνει με κάθε μορφή μεγάλης ποίησης. Εδώ είναι που η υμνογραφία υπερβαίνει τον απλό τελετουργικό της χαρακτήρα, υπερβαίνει τη λειτουργική τεχνική, για να περάσει στον χώρο της τέχνης, της τέχνης του λόγου, στην τέχνη της ποίησης.
πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Καθηγ. Παν/μίου Αθηνών, «Διαλογισμοί για τη γλώσσα και τη γλώσσα μας», σ. 152-156, εκδ. Καστανιώτη

 http://www.pemptousia.gr/

Παρασκευή, Ιανουαρίου 31, 2014

Ὀρθοδοξία καὶ Ὀρθολογισμός


 


Ὀρθοδοξία καὶ Ὁρθολογισμὸς μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν


Ἔχουμε, ἀλήθεια, σκεφτεῖ γιατί μιά γιορτή Παιδείας, ἕνας κατ' ἐξοχήν ἑορτασμός τοῦ πνεύματος, τῆς γνώσης καί τῆς καλλιέργειας ταυτίζεται στήν Ἑλλάδα μέ μιά γιορτή θρησκευτική, μιά γιορτή τιμῆς πρός τούς θεμελιωτές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης; Γιατί συνεορτάζονται Παιδεία καί Τρεῖς Ἱεράρχες καί ὄχι λ.χ. Παιδεία καί πατριάρχης Φώτιος, μιά μεγάλη παιδευτική μορφή τοῦ Βυζαντίου, ἤ Παιδεία καί Εὐστάθιος ἤ Παιδεία καί Εὐγένιος Βούλγαρης; Εἶναι σύμπτωση; Εἶναι συμβολισμός; Εἶναι ἰδεολόγημα; Ἡ δική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ὁ συνεορτασμός αὐτός ὄχι μόνον δέν εἶναι συμπτωματικός ἤ προϊόν ἰδεολογήματος, ἀλλά εἶναι συσχετισμός οὐσίας, ἀπόρροια βαθύτερης πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς σχέσης ταυτότητας καί ἱστορικῆς συνείδησης αὐτῆς τῆς χώρας.

Θεωρῶ ὅτι ὁ συνεορτασμός πηγάζει ἀπό μιά σαφή πολιτισμική παραδοχή καί ἐκδοχή τῆς Παιδείας μας: ὅτι ἡ ἑλληνική Παιδεία στηρίχτηκε σέ δύο παιδευτικούς ἄξονες, στόν ὀρθολογισμό καί στήν ὀρθοδοξία. Μέ ἄλλους ὅρους, στηρίχτηκε: στή σπουδή τῆς ἑλληνικῆς ὀρθολογικῆς σκέψης, ὅπως θεμελιώθηκε στά μεγάλα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανόησης, καί στή σπουδή τῆς χριστιανικῆς ὀρθόδοξης πίστης, ὅπως θεμελιώνεται στή διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης καί ἑρμηνεύεται στά μεγάλα κείμενα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἑλληνική σύλληψη τῆς Σχολικῆς Ἐκπαίδευσης συνδυάζει ἀπό παλιά δύο παιδευτικές ἀρχές: τήν ἑλληνικότητα καί τή χριστιανική πίστη, ὅ,τι ὀνομάσθηκε ἑλληνοχριστιανικό ἰδεῶδες. Πρόκειται γιά ἕνα ἰδεῶδες, πού δέν ἀμφισβητήθηκε βεβαίως, ὅταν τό ὑποστήριζε ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ ἐπικεφαλῆς τόν Κοραή καί τούς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ἱερωμένους τούς περισσότερους (τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, τόν Νεόφυτο Δούκα, τόν Ἄνθιμο Γαζῆ, τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τόν Νεόφυτο Βάμβα κ.ἄ.), οὔτε ὅταν τό ὑποστήριξαν ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Κολοκοτρώνης καί ἄλλοι ἀγωνιστές. Ἀμφισβητήθηκε ἀργότερα, ὅταν παρασυνδέθηκε μ' ἕναν ἔντονο συντηρητισμό στήν ἐκπαιδευτική πράξη, καί ὡς ὅρος ἀπαξιώθηκε συγκυριακά ὅταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στή δικτατορία τοῦ Παπαδόπουλου ὡς ἐθνικιστικό σύνθημα. Τά πάντα, εἶναι γνωστό, μποροῦν νά στρεβλωθοῦν καί νά ἀπαξιωθοῦν, ἄν ἀποτελέσουν ἀντικείμενο σκοπιμοτήτων καί προκάλυμμα διαφορετικῶν προθέσεων. Σήμερα εἶναι, νομίζω, πλέον καιρός ἡ λέξη ἑλληνοχριστιανικός νά "ἀποχαρακτηρισθεῖ" πολιτικά καί ἰδεολογικά, μέ ἐξαίρεση τίς ἱστορικές ἀναφορές στήν περίοδο τῆς Ἑπταετίας, καί νά ἐπανακτήσει τό πρωτογενές καί οὐσιαστικό ἐννοιολογικό καί σημασιολογικό περιεχόμενό της, πού εἶναι ἡ ἀναφορά στό δίπολο ἑλληνικότητας καί χριστιανισμοῦ, κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καί χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας.

Κι αὐτό γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί γίγαντες τῆς πατερικῆς θεολογίας μέσα ἀπό τή βαθιά χριστιανική τους πίστη καί τό θεϊκό χάρισμα, "τή θεία χάρη" νά ἀποτελέσουν τούς κύριους καί αὐθεντικούς (μετά τόν Παῦλο) ἑρμηνευτές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, νά ὁρίσουν τήν ὀρθόδοξη διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶχαν τό πρόσθετο προνόμιο νά ἀκονήσουν τό πνεῦμα τους στά μεγάλα κείμενα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς ρητορικῆς, σέ γλώσσα ἑλληνική καί σέ μεγάλες Σχολές τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στή Φιλοσοφική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος, στήν Ἀντιόχεια κοντά στόν Λιβάνιο ὁ Ἰωάννης. Ἔτσι, ἦταν λογικό νά γίνουν καί οἱ φυσικοί ὑποστηρικτές τῆς παιδευτικῆς σύζευξης τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μέ τά χριστιανικά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Μέ τή θητεία τους στά ἑλληνικά γράμματα δέν ἀπαρνήθηκαν τήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη, τή χριστιανική πίστη, μέ τήν ὁποία ταυτίστηκαν καί τήν ὁποία ὑπερασπίστηκαν καί στερέωσαν μέ τήν ἴδια τή ζωή καί τό ἔργο τους. Οὔτε ὅμως πρόδωσαν τήν καλλιέργεια πού ἀπέκτησαν ἀπό τήν ἀναστροφή τους μέ τόν ἑλληνικό στοχασμό. Αὐτοί ἦταν πού τόλμησαν νά ὑποστηρίξουν τήν ἀνάγκη ἐπαφῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ἰδίως τῶν νέων, μέ τήν ἑλληνική παιδεία, μέ τά ἑλληνικά κείμενα: "καί ποιηταῖς καί λογοποιοῖς καί ρήτορσι καί πᾶσιν ἀνθρώποις ὁμιλητέον, ὅθεν ἄν μέλλη πρός τήν τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ὠφέλειάν τις ἔσεσθαι". Ὁ Μ. Βασίλειος δέν διστάζει νά πεῖ γιά τόν Ὅμηρο: "πᾶσα μέν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος, καί πάντα αὐτῷ πρός τοῦτο φέρει". Καί χρειάζεται θάρρος γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς ἀπληροφόρητους, ὡς "κακῶς εἰδότες", ὅσους θεωροῦν "τήν ἔξωθεν (παιδείαν, δηλ. τήν θύραθεν, τήν ἑλληνική) ὡς ἐπίβουλον καί σφαλεράν καί Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν" καί νά λέει ἀπαξιωτικά "οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν (ἐννοεῖ τήν ἑλληνικήν), ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν".

Ἄν γεφυρώθηκε τό χάσμα ἀνάμεσα στήν ἀπέχθεια τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν πρός τήν εἰδωλολατρία τῶν Ἑλλήνων καί τά ἀσεβῆ ἑλληνικά γράμματα (Ἕλλην, μή τό ξεχνᾶμε σήμαινε "εἰδωλολάτρης", τό ἴδιο ὅπως καί ἡ λέξη ἐθνικός) καί στήν, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, περιφρόνηση τῶν Ἑλλήνων γιά τούς ἀπαίδευτους Χριστιανούς, αὐτό ἔγινε μόνο χάρις στή σθεναρή στάση, τό κύρος καί τήν πρακτική τῶν τριῶν Μεγάλων ἑλληνοσπουδασμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα συνέβαλε καί ἡ υἱοθέτηση καί καθιέρωση τῆς ἀττικιστικῆς μορφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ἀντίθετα πρός τήν ἁπλούστερη ἑλληνιστική Κοινή, στήν ὁποία εἶναι γραμμένο τό Εὐαγγέλιο). Μέσα ἀπό αὐτήν ἡ πρόσβαση πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα ἔγινε εὐκολότερη.

Ἡ θέση τῶν τριῶν μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν καί διδασκάλων τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἦταν προϊόν μιᾶς βαθύτερης εἰλικρινοῦς βιωματικῆς κατάφασης πρός τόν Θεό, πρῶτα καί πάνω ἀπ' ὅλα, μέ τήν τριαδική χριστιανική του σύλληψη, πρός τόν ἄνθρωπο, τό τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πνεῦμα, πού κατ' ἐξοχήν συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Δημιουργό του, καί πρός τήν καλλιέργεια του πνεύματος μέσα ἀπό τά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης, ἀλλά καί μέ τήν κατάκτηση τῆς γνώσης καί τήν ἄσκηση τῆς κρίσης καί τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης ἀκόμη, ἡ ὁποία - γιά τούς τρεῖς μεγάλους διανοητές Χριστιανούς - περνάει μέσα ἀπό τήν ἑλληνική παιδεία καί τά ἑλληνικά κείμενα. Ἔτσι, στή διδασκαλία τῶν Μεγάλων αὐτῶν Πατέρων ἡ ὀρθολογική σκέψη τῆς Δύσης συνδυάσθηκε καί συμφιλιώθηκε μέ τήν ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς, μέ τήν ἀποκάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στόν ἀνατολικό χῶρο, ἐνῶ ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς πίστης κάλυψε καί καλύπτει Ἀνατολή καί Δύση.

Μπορῶ μετά ἀπό αὐτές τίς σκέψεις νά μήν ἐπαναλάβω, ἔστω καί ὡς φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι εἶναι τραγικό σφάλμα νά μή διδάσκονται στά σχολεῖα μας ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα κειμένων τῶν μεγάλων αὐτῶν μυσταγωγῶν τῆς Παιδείας μας;






 
Bookmark and Shareπηγή

Τετάρτη, Αυγούστου 21, 2013

Εἰς ἑαυτόν: περί κρίσης καί κρίσεων



Σέ ὧρες περισυλλογῆς ἀναρωτιέμαι πῶς μπορεῖ ἡ ἑλληνική Ἐκπαίδευση νά μορφώσει σκεπτόμενους πολίτες μέ ἀνεπτυγμένη ἱκανότητα κρίσης πού νά μποροῦν νά ἀντιμετωπίσουν κρίσεις οἰκονομικές, ὅπως αὐτή πού μᾶς βρῆκε,κρίσεις ἠθικές σέ σχέση μέ τήν οὐσία καί τίς προτεραιότητες στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, κρίσεις ἀξιῶν,κρίσεις... 

Ἡ ἀπάντηση πού μοῦ βγαίνει σχεδόν αὐθόρμητα εἶναι ὅτι γιά νά δημιουργήσεις σκεπτόμενους πολίτες ἀπαιτεῖται ἕνα ριζικά ἀνανεωμένο ἐκπαιδευτικό σύστημα πού θά μετακινηθεῖ ἀμετάκλητα ἀπό τήν παθητική γνώση στήν κριτική σκέψη. Σκέπτομαι πώς αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἄν ἀλλάξει ἐκ βάθρων ὁ τρόπος διδασκαλίας στό σχολεῖο μέ αὐτόν τόν παιδευτικό στόχο. 

Ἄν ἀσκήσουμε τούς μαθητές μας νά αὐτενεργοῦν: νά ἀναζητοῦν οἱ ἴδιοι (συνεργαζόμενοι κατά ὁμάδες) τίς πληροφορίες γιά τά διδασκόμενα ἀντικείμενα, νά ἀνατρέχουν σέ βιβλία, νά δουλεύουν σέ σχολικές βιβλιοθῆκες, νά ἀξιοποιοῦν τήν ἐκπαιδευτική τεχνολογία (τό Διαδίκτυο), νά ψάχνουν, νά συζητοῦν, νά ρωτοῦν, νά βρίσκουν. Αὐτές τίς πληροφορίες ἄν οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές δουλέψουν ἀπό κοινοῦ νά τίς ὀργανώσουν, ἄν τίς παρουσιάσουν καί τίς συζητήσουν μεταξύ τους καί μέσα στήν τάξη μέ διακριτικό ἐνορχηστρωτή πάντα τόν δάσκαλο, τότε θά γίνει τό θαῦμα: θά μάθουν νά κρίνουν, νά συζητοῦν, νά ἐπιχειρηματολογοῦν, πού σημαίνει νά σκέπτονται. Τότε θά ἀλλάξει ὅλο τό κλίμα στό σχολεῖο. 

Τότε μπορεῖ νά ἔλθει ἡ εὐλογημένη ὥρα πού οἱ μαθητές θά ἐκτιμήσουν καί θά ἀγαπήσουν τό σχολεῖο. Τότε καί ὁ δάσκαλος θά ἀλλάξει ρόλο, περνώντας ἀπό τή διδακτική ρουτίνα στήν ἀληθινά δημιουργική διδασκαλία, μία διαδικασία πού καί τόν ἴδιο θά γεμίζει ψυχικά καί πού θά ἐμπνέει τούς μαθητές του. Ὅλα αὐτά, σκέπτομαι πάλι, προϋποθέτουν ἀλλαγή τοῦ σχολικοῦ («ἀναλυτικοῦ») προγράμματος, ἐπιμόρφωση τῶν ἐκπαιδευτικῶν καί συγκρότηση σχολικῶν βιβλιοθηκῶν. 

Ὅλα αὐτά- παρηγοριέμαι- περιλαμβάνονται ἤδη ρητά καί ἀναλυτικά στό Πόρισμα τοῦ Ἐθνικοῦ Διαλόγου γιά τήν Παιδεία. Ὅλα αὐτά, λέω στόν ἑαυτό μου, μποροῦν νά γίνουν. Μποροῦμε πράγματι νά μορφώσουμε πολίτες σκεπτόμενους, ὑπεύθυνους, δημοκρατικούς, κοινωνικά εὐαίσθητους, πολίτες πού νά μποροῦν νά ὀργανώσουν δημιουργικά τή ζωή καί νά προλάβουν ἤ νά ἀντιμετωπίσουν τίς ὅποιες κρίσεις. Γιατί μιὰ κρίση δέν εἶναι ποτέ μόνο καθαρά οἰκονομική. Ἔχει σχέση μέ πολιτικές ἐπιλογές καί πράξεις, δηλαδή μέ τόν τρόπο σκέψεως κυβερνώντων καί πολιτῶν καί, τελικά, ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν παιδεία τους. 

Πάλι ἀναρωτιέμαι: Ὅλα αὐτά δέν προϋποθέτουν ὅτι μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ πολιτισμός, ὅτι μᾶς ἐνδιαφέρει μία παιδεία οὐσίας, πραγματικῆς καλλιέργειας, καί ἰδιαίτερα μία ἑλληνική παιδεία; Μᾶς ἐνδιαφέρει πράγματι νά γνωρίσουν τά παιδιά μας τόν ἑλληνικό πολιτισμό, τίς ρίζες τους, τήν κληρονομιά τους, τήν παράδοσή τους; Μποροῦμε νά πετύχουμε μιὰ τέτοια παιδεία, μιὰ δημιουργική ἐπαφή μέ τόν πολιτισμό μας; 

Ἡ ἀπάντησή μου βγαίνει σκληρή: Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καί ἡ ἑλληνική παιδεία στή χώρα μας εἶναι ὑποτιμημένες ἀξίες! Κάποια στιγμή- ἀπό ἀκατανόητη καί ἀδικαιολόγητη παρεξήγηση- τό νά μιλᾶς γιά ἑλληνικότητα, ἑλληνισμό, ἑλληνική παράδοση κ.λπ. θεωρήθηκε ἐθνικισμός, πατριδολατρία, προγονοπληξία κ.τ.ο. Ἔφτασε νά θεωρεῖται κανείς ὑπερσυντηρητικός, δεξιός, ἀντιπροοδευτικός κ.λπ., ἄν ὑποστήριζε τήν ἀνάγκη συστηματικῆς διδασκαλίας τῆς διαχρονίας τῆς γλώσσας μας στό σχολεῖο, τή διδασκαλία τοῦ ἀρχαίου λόγου καί τήν ἄμεση ἐπαφή τῶν μαθητῶν μέ τό κείμενο, μέ ὅ,τι ὁ Σεφέρης ἀποκαλοῦσε τά «παλαιότερα Ἑλληνικά μας». 

Αὐτή ἡ στάση μπορεῖ νά ξεκίνησε καλοπροαίρετα ὡς ἀντίδραση σέ ἀκραῖες θέσεις πού εἶχαν ὑπάρξει πράγματι στό παρελθόν, ὡς ἀντίθεση σέ ξεπερασμένες μεθόδους διδασκαλίας καί σέ προσπάθειες ὑπερπροβολῆς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας εἰς βάρος τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, ὁδήγησε ὅμως στό ἄλλο ἄκρο: σέ παραμέληση τῆς ἐπαφῆς μέ τή διαχρονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί σέ ὑπονόμευση τῆς συνέχειας πού διακρίνει ἱστορικά καί πολιτισμικά τόν Ἑλληνισμό, μέ ἀδιάψευστη μαρτυρία τή γλώσσα μας. Ἔτσι καλλιεργήθηκε μιὰ, σέ μεγάλη ἔκταση, τεχνητή ἰδεολογική σύγκρουση ἀνάμεσα στόν Νέο Ἑλληνισμό καί στίς παλαιότερες μορφές τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ (Ἀρχαιότητα καί Βυζάντιο), τεχνητή γιατί στήν πραγματικότητα οὔτε οἱ μέν οὔτε οἱ δέ ἀπέρριπταν ὅ,τι προηγήθηκε ἤ ὅ,τι ἀκολούθησε, ἁπλῶς τό ὑπέτασσαν, δέν τό προέβαλλαν ἤ, στή χειρότερη περίπτωση, τό ὑποβάθμιζαν. 

Οἱ ἐκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στήν Ἑλλάδα εἶναι σαφῆ δείγματα αὐτοῦ τοῦ «πολιτισμικοῦ ψευδοδιλήμματος», πού παραβλέπει ὅτι Ἑλληνισμός καί ἑλληνικότητα, ἐγγενῶς καί κατά ἱστορική ἀναγκαιότητα, ἔχουν καί τίς δύο διαστάσεις, τήν παλαιότερη καί τή νεότερη, μέ συνεκτικό στοιχεῖο ὅ,τι ὀνομάζουμε συνέχεια, ἡ ὁποία εἶναι μιὰ δυναμική ἔννοια πού δέν σημαίνει στατικότητα ἤ ἔλλειψη μεταβολῶν καί ἐξέλιξης. Οὔτε ἡ ἑλληνική γλώσσα λ.χ. μπορεῖ δημιουργικά νά διδαχθεῖ ἐρήμην τῆς γλωσσικῆς μας διαχρονίας (μολονότι ἡ ἔμφαση πρέπει νά δίδεται στά σύγχρονα, βεβαίως, μέ συστηματική ἀναφορά στά παλαιότερα Ἑλληνικά μας) οὔτε καί ἡ ἱστορία μας μπορεῖ νά διδαχθεῖ ἀποκομμένη ἀπό προηγηθεῖσες χρονικές φάσεις καί πολιτισμικές καταβολές πού φωτίζουν τά νεότερα. Ἰδιαίτερα ὁ ἱστορικός πρέπει νά εἶναι ἐξαιρετικά προσεκτικός, ὥστε στήν προσπάθεια τῆς ἱστορικῆς περιγραφῆς ἤ ἀποτίμησης τῶν γεγονότων νά μήν τραυματίζει τήν εὐαισθησία τῶν ἀνθρώπων χωρίς καί νά θυσιάζει τήν ἀλήθεια. Πρόκειται γιά πολύ λεπτές προσεγγίσεις πού ἀπαιτοῦν καί γνώση καί μαστοριά. Ἡ ἱστορική ἀλήθεια, ὅταν εἶναι πράγματι ἀλήθεια καί ὅταν δίδεται σωστά, δέν πληγώνει. Διδάσκει.
πηγή

Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2013

Ὀρθοδοξία καὶ Ὀρθολογισμός





Ὀρθοδοξία καὶ Ὁρθολογισμὸς μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν


Ἔχουμε, ἀλήθεια, σκεφτεῖ γιατί μιά γιορτή Παιδείας, ἕνας κατ' ἐξοχήν ἑορτασμός τοῦ πνεύματος, τῆς γνώσης καί τῆς καλλιέργειας ταυτίζεται στήν Ἑλλάδα μέ μιά γιορτή θρησκευτική, μιά γιορτή τιμῆς πρός τούς θεμελιωτές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης; Γιατί συνεορτάζονται Παιδεία καί Τρεῖς Ἱεράρχες καί ὄχι λ.χ. Παιδεία καί πατριάρχης Φώτιος, μιά μεγάλη παιδευτική μορφή τοῦ Βυζαντίου, ἤ Παιδεία καί Εὐστάθιος ἤ Παιδεία καί Εὐγένιος Βούλγαρης; Εἶναι σύμπτωση; Εἶναι συμβολισμός; Εἶναι ἰδεολόγημα; Ἡ δική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ὁ συνεορτασμός αὐτός ὄχι μόνον δέν εἶναι συμπτωματικός ἤ προϊόν ἰδεολογήματος, ἀλλά εἶναι συσχετισμός οὐσίας, ἀπόρροια βαθύτερης πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς σχέσης ταυτότητας καί ἱστορικῆς συνείδησης αὐτῆς τῆς χώρας.

Θεωρῶ ὅτι ὁ συνεορτασμός πηγάζει ἀπό μιά σαφή πολιτισμική παραδοχή καί ἐκδοχή τῆς Παιδείας μας: ὅτι ἡ ἑλληνική Παιδεία στηρίχτηκε σέ δύο παιδευτικούς ἄξονες, στόν ὀρθολογισμό καί στήν ὀρθοδοξία. Μέ ἄλλους ὅρους, στηρίχτηκε: στή σπουδή τῆς ἑλληνικῆς ὀρθολογικῆς σκέψης, ὅπως θεμελιώθηκε στά μεγάλα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανόησης, καί στή σπουδή τῆς χριστιανικῆς ὀρθόδοξης πίστης, ὅπως θεμελιώνεται στή διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης καί ἑρμηνεύεται στά μεγάλα κείμενα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἑλληνική σύλληψη τῆς Σχολικῆς Ἐκπαίδευσης συνδυάζει ἀπό παλιά δύο παιδευτικές ἀρχές: τήν ἑλληνικότητα καί τή χριστιανική πίστη, ὅ,τι ὀνομάσθηκε ἑλληνοχριστιανικό ἰδεῶδες. Πρόκειται γιά ἕνα ἰδεῶδες, πού δέν ἀμφισβητήθηκε βεβαίως, ὅταν τό ὑποστήριζε ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ ἐπικεφαλῆς τόν Κοραή καί τούς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ἱερωμένους τούς περισσότερους (τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, τόν Νεόφυτο Δούκα, τόν Ἄνθιμο Γαζῆ, τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τόν Νεόφυτο Βάμβα κ.ἄ.), οὔτε ὅταν τό ὑποστήριξαν ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Κολοκοτρώνης καί ἄλλοι ἀγωνιστές. Ἀμφισβητήθηκε ἀργότερα, ὅταν παρασυνδέθηκε μ' ἕναν ἔντονο συντηρητισμό στήν ἐκπαιδευτική πράξη, καί ὡς ὅρος ἀπαξιώθηκε συγκυριακά ὅταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στή δικτατορία τοῦ Παπαδόπουλου ὡς ἐθνικιστικό σύνθημα. Τά πάντα, εἶναι γνωστό, μποροῦν νά στρεβλωθοῦν καί νά ἀπαξιωθοῦν, ἄν ἀποτελέσουν ἀντικείμενο σκοπιμοτήτων καί προκάλυμμα διαφορετικῶν προθέσεων. Σήμερα εἶναι, νομίζω, πλέον καιρός ἡ λέξη ἑλληνοχριστιανικός νά "ἀποχαρακτηρισθεῖ" πολιτικά καί ἰδεολογικά, μέ ἐξαίρεση τίς ἱστορικές ἀναφορές στήν περίοδο τῆς Ἑπταετίας, καί νά ἐπανακτήσει τό πρωτογενές καί οὐσιαστικό ἐννοιολογικό καί σημασιολογικό περιεχόμενό της, πού εἶναι ἡ ἀναφορά στό δίπολο ἑλληνικότητας καί χριστιανισμοῦ, κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καί χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας.

Κι αὐτό γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί γίγαντες τῆς πατερικῆς θεολογίας μέσα ἀπό τή βαθιά χριστιανική τους πίστη καί τό θεϊκό χάρισμα, "τή θεία χάρη" νά ἀποτελέσουν τούς κύριους καί αὐθεντικούς (μετά τόν Παῦλο) ἑρμηνευτές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, νά ὁρίσουν τήν ὀρθόδοξη διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶχαν τό πρόσθετο προνόμιο νά ἀκονήσουν τό πνεῦμα τους στά μεγάλα κείμενα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς ρητορικῆς, σέ γλώσσα ἑλληνική καί σέ μεγάλες Σχολές τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στή Φιλοσοφική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος, στήν Ἀντιόχεια κοντά στόν Λιβάνιο ὁ Ἰωάννης. Ἔτσι, ἦταν λογικό νά γίνουν καί οἱ φυσικοί ὑποστηρικτές τῆς παιδευτικῆς σύζευξης τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μέ τά χριστιανικά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Μέ τή θητεία τους στά ἑλληνικά γράμματα δέν ἀπαρνήθηκαν τήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη, τή χριστιανική πίστη, μέ τήν ὁποία ταυτίστηκαν καί τήν ὁποία ὑπερασπίστηκαν καί στερέωσαν μέ τήν ἴδια τή ζωή καί τό ἔργο τους. Οὔτε ὅμως πρόδωσαν τήν καλλιέργεια πού ἀπέκτησαν ἀπό τήν ἀναστροφή τους μέ τόν ἑλληνικό στοχασμό. Αὐτοί ἦταν πού τόλμησαν νά ὑποστηρίξουν τήν ἀνάγκη ἐπαφῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ἰδίως τῶν νέων, μέ τήν ἑλληνική παιδεία, μέ τά ἑλληνικά κείμενα: "καί ποιηταῖς καί λογοποιοῖς καί ρήτορσι καί πᾶσιν ἀνθρώποις ὁμιλητέον, ὅθεν ἄν μέλλη πρός τήν τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ὠφέλειάν τις ἔσεσθαι". Ὁ Μ. Βασίλειος δέν διστάζει νά πεῖ γιά τόν Ὅμηρο: "πᾶσα μέν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος, καί πάντα αὐτῷ πρός τοῦτο φέρει". Καί χρειάζεται θάρρος γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς ἀπληροφόρητους, ὡς "κακῶς εἰδότες", ὅσους θεωροῦν "τήν ἔξωθεν (παιδείαν, δηλ. τήν θύραθεν, τήν ἑλληνική) ὡς ἐπίβουλον καί σφαλεράν καί Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν" καί νά λέει ἀπαξιωτικά "οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν (ἐννοεῖ τήν ἑλληνικήν), ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν".

Ἄν γεφυρώθηκε τό χάσμα ἀνάμεσα στήν ἀπέχθεια τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν πρός τήν εἰδωλολατρία τῶν Ἑλλήνων καί τά ἀσεβῆ ἑλληνικά γράμματα (Ἕλλην, μή τό ξεχνᾶμε σήμαινε "εἰδωλολάτρης", τό ἴδιο ὅπως καί ἡ λέξη ἐθνικός) καί στήν, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, περιφρόνηση τῶν Ἑλλήνων γιά τούς ἀπαίδευτους Χριστιανούς, αὐτό ἔγινε μόνο χάρις στή σθεναρή στάση, τό κύρος καί τήν πρακτική τῶν τριῶν Μεγάλων ἑλληνοσπουδασμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα συνέβαλε καί ἡ υἱοθέτηση καί καθιέρωση τῆς ἀττικιστικῆς μορφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ἀντίθετα πρός τήν ἁπλούστερη ἑλληνιστική Κοινή, στήν ὁποία εἶναι γραμμένο τό Εὐαγγέλιο). Μέσα ἀπό αὐτήν ἡ πρόσβαση πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα ἔγινε εὐκολότερη.

Ἡ θέση τῶν τριῶν μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν καί διδασκάλων τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἦταν προϊόν μιᾶς βαθύτερης εἰλικρινοῦς βιωματικῆς κατάφασης πρός τόν Θεό, πρῶτα καί πάνω ἀπ' ὅλα, μέ τήν τριαδική χριστιανική του σύλληψη, πρός τόν ἄνθρωπο, τό τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πνεῦμα, πού κατ' ἐξοχήν συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Δημιουργό του, καί πρός τήν καλλιέργεια του πνεύματος μέσα ἀπό τά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης, ἀλλά καί μέ τήν κατάκτηση τῆς γνώσης καί τήν ἄσκηση τῆς κρίσης καί τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης ἀκόμη, ἡ ὁποία - γιά τούς τρεῖς μεγάλους διανοητές Χριστιανούς - περνάει μέσα ἀπό τήν ἑλληνική παιδεία καί τά ἑλληνικά κείμενα. Ἔτσι, στή διδασκαλία τῶν Μεγάλων αὐτῶν Πατέρων ἡ ὀρθολογική σκέψη τῆς Δύσης συνδυάσθηκε καί συμφιλιώθηκε μέ τήν ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς, μέ τήν ἀποκάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στόν ἀνατολικό χῶρο, ἐνῶ ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς πίστης κάλυψε καί καλύπτει Ἀνατολή καί Δύση.

Μπορῶ μετά ἀπό αὐτές τίς σκέψεις νά μήν ἐπαναλάβω, ἔστω καί ὡς φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι εἶναι τραγικό σφάλμα νά μή διδάσκονται στά σχολεῖα μας ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα κειμένων τῶν μεγάλων αὐτῶν μυσταγωγῶν τῆς Παιδείας μας; 

Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2013

Οι Τρεις Ιεράρχες Θεμελιωτές της Ορθοδοξίας


Του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητή της Γλωσσολογίας κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη
thesaurus
Προσφώνηση κατά την Εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 30.1.2002
Έχουμε αλήθεια σκεφτή γιατί μια εορτή Παιδείας, ένας κατ” εξοχήν εορτασμός του πνεύματος, της γνώσης και της καλλιέργειας ταυτίζεται στην Ελλάδα με μια εορτή θρησκευτική, μια εορτή τιμής προς τους θεμελιωτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης; Γιατί συν-εορτάζονται Παιδεία και Τρεις Ιεράρχες και όχι λ.χ. Παιδεία και πατριάρχης Φώτιος, μια μεγάλη παιδευτική μορφή του Βυζαντίου, ή Παιδεία και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ή Παιδεία και Ευγένιος Βούλγαρης; Είναι σύμπτωση; Είναι συμβολισμός; Είναι ιδεολόγημα; Ή δική μου εκτίμηση είναι ότι ό συνεορτασμός αυτός όχι μόνο δεν είναι συμπτωματικός ή προϊόν ιδεολογήματος, αλλά είναι συσχετισμός ουσίας, απόρροια βαθύτερης πνευματικής και πολιτισμικής σχέσης, σχέσης ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης αυτής της Χώρας.
Θεωρώ ότι ό συνεορτασμός πηγάζει από μια σαφή πολιτισμική παραδοχή και εκδοχή της Παιδείας μας: ότι ή ελληνική Παιδεία στηρίχτηκε σε δύο παιδευτικούς άξονες, στον ορθολογισμό και στην «Ορθοδοξία Με άλλους όρους, στηρίχτηκε στη σπουδή της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, όπως θεμελιώθηκε στα μεγάλα κείμενα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, και στη σπουδή της Χριστιανικής Ορθόδοξης Πίστης, όπως θεμελιώνεται στη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης και ερμηνεύεται στα μεγάλα κείμενα της Ορθόδοξης Θεολογίας, στα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ή ελληνική σύλληψη της Σχολικής Εκπαίδευσης συνδυάζει από παλιά δύο παιδευτικές αρχές: την Ελληνικότητα και τη Χριστιανική Πίστη, ό,τι ονομάστηκε Ελληνοχριστιανικό Ιδεώδες. Πρόκειται για ένα ιδεώδες πού δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως, όταν το υποστήριζε ό Νεοελληνικός Διαφωτισμός με επικεφαλής τον Κοραή και τους Διδασκάλους του Γένους, ιερωμένους τους περισσότερους (τον Ευγένιο Βούλγαρη, το Νεόφυτο Δούκα, τον Άνθιμο Γαζή, τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, το Νεόφυτο Βάμβα κ. ά.), ούτε όταν το υποστήριζαν ό Μακρυγιάννης, ό Κολοκοτρώνης και άλλοι αγωνιστές. Αμφισβητήθηκε αργότερα, όταν παρασυνδέθηκε μ” έναν έντονο συντηρητισμό στην εκπαιδευτική πράξη, και ως όρος απαξιώθηκε συγκυριακά, όταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στη δικτατορία του Παπαδόπουλου ως εθνικιστικό σύνθημα. Τα πάντα, είναι γνωστό, μπορούν να στρεβλωθούν και να απαξιωθούν, αν αποτελέσουν αντικείμενο σκοπιμοτήτων και προκάλυμμα διαφορετικών προθέσεων. Σήμερα είναι, νομίζω, πλέον καιρός ή λέξη ελληνοχριστιανικός να «αποχαρακτηρισθή» πολιτικά και ιδεολογικά, με εξαίρεση τις ιστορικές αναφορές στην περίοδο της Επταετίας, και να επανακτήσει το πρωτογενές και ουσιαστικό εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο της, πού είναι ή αναφορά στο δίπολο Ελληνικότητας και Χριστιανισμού, κλασικού ελληνικού ορθολογισμού και Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί οι τρεις αυτοί γίγαντες της Πατερικής Θεολογίας μέσα από τη βαθειά χριστιανική τους πίστη και το θεϊκό χάρισμα, «τη θεία χάρη» να αποτελέσουν τους κύριους και αυθεντικούς (μετά τον Παύλο) ερμηνευτές της χριστιανικής διδασκαλίας, να ορίσουν την ορθόδοξη διάσταση του Χριστιανισμού, είχαν το πρόσθετο προνόμιο να ακονήσουν το πνεύμα τους στα μεγάλα κείμενα της ελληνικής φιλοσοφίας και της ρητορικής, σε γλώσσα ελληνική και σε μεγάλες Σχολές του Ελληνισμού, στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών ό Βασίλειος και ό Γρηγόριος, στην Αντιόχεια κοντά στο Λιβάνιο ό Ιωάννης.
Έτσι, ήταν λογικό να γίνουν και οι φυσικοί υποστηρικτές της παιδευτικής σύζευξης των ελληνικών γραμμάτων με τα χριστιανικά διδάγματα της Ορθόδοξης Πίστης. Με τη θητεία τους στα ελληνικά γράμματα δεν απαρνήθηκαν την ίδια τους την ύπαρξη, τη Χριστιανική Πίστη, με την οποία ταυτίστηκαν και την οποία υπερασπίστηκαν και στερέωσαν με την ίδια τη ζωή και το έργο τους. Ούτε όμως πρόδωσαν την καλλιέργεια πού απέκτησαν από την αναστροφή τους με τον ελληνικό στοχασμό. Αυτοί ήσαν πού τόλμησαν να υποστηρίξουν την ανάγκη επαφής των Χριστιανών, ιδίως των νέων, με την ελληνική παιδεία, με τα ελληνικά κείμενα: «Και ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσί και πάσιν άνθρώποις ομιλητέον, όθεν αν μέλη προς την της ψυχής επιμέλειαν ωφέλεια τις έσεσθαι». Ό Μ. Βασίλειος δεν διστάζει να πει για τον Όμηρο: «Πάσα μεν ή ποίησις τω Όμήρω αρετής εστίν έπαινος και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει». Και χρειάζεται θάρρος, για να χαρακτηρίσει κανείς ως απληροφόρητους, ως «κακώς είδότας», όσους θεωρούν «την έξωθεν (παιδείαν,δηλαδή την θύραθεν, την ελληνική) ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν» και να λέει απαξιωτικά «ουκουν άτιμαστέον την παίδευσιν (εννοεί τηνελληνικήν), ότι τούτο δοκεί τισιν».
Αν γεφυρώθηκε το χάσμα ανάμεσα στην απέχθεια των νεοφώτιστων Χριστιανών προς την ειδωλολατρία των Ελλήνων και τα ασεβή ελληνικά γράμματα (Έλλην, μην το ξεχνάμε, σήμαινε «ειδωλολάτρης», το ίδιο όπως και ή λέξη «εθνικός») και στην, από την άλλη μεριά, περιφρόνηση των Ελλήνων για τους απαίδευτους Χριστιανούς, αυτό έγινε μόνο χάρη στη σθεναρή στάση, το κύρος και την πρακτική των Τριών Μεγάλων ελληνοσπουδασμένων Πατέρων της Εκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα συνέβαλε και ή υιοθέτηση και καθιέρωση της αττικιστικής μορφής της ελληνικής γλώσσας (αντίθετα προς την απλούστερη ελληνιστική Κοινή, στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο). Μέσα από αυτήν (την αττική) ή πρόσβαση προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα έγινε ευκολότερη.
Η θέση των τριών μεγάλων πνευματικών μορφών και διδασκάλων της Ορθόδοξης Θεολογίας ήταν προϊόν μιας βαθύτερης, ειλικρινούς και βιωματικής κατάφασης προς το Θεό, πρώτα και πάνω απ” όλα, με την τριαδική χριστιανική του σύλληψη, προς τον άνθρωπο, το τέλειο δημιούργημα του Θεού, προς το πνεύμα, πού κατ” εξοχήν συνδέει τον άνθρωπο με το Δημιουργό του, και προς την καλλιέργεια του πνεύματος μέσα από τα διδάγματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης, αλλά και με την κατάκτηση της γνώσης και την άσκηση της κρίσης και της γλωσσικής έκφρασης ακόμη, ή οποία – για τους τρεις μεγάλους διανοητές Χριστιανούς – περνάει μέσα από την ελληνική παιδεία και τα ελληνικά κείμενα. Ετσι, στη διδασκαλία των Μεγάλων αυτών Πατέρων ή ορθολογική σκέψη της Δύσης συνδυάστηκε και συμφιλιώθηκε με την «Ορθοδοξία της Ανατολής, με την αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας στον ανατολικό χώρο, ενώ ό οικουμενικός χαρακτήρας της Χριστιανικής Πίστης κάλυψε και καλύπτει Ανατολή και Δύση.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2012

ΠΡΟΣ «ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ»;



Γεώργιος Μπαμπινιώτης

      Άπαγε απ’ εμού… η μισαλλοδοξία. Δεν αισθάνομαι να κινδυνεύω από τους Τούρκους, δεν είμαι «τουρκοφάγος», δεν πιστεύω σε σενάρια συνωμοσιολογίας. Είμαι ένας από τα εκατομμύρια των απλών Ελλήνων που σ’ ένα διάλειμμα χαζεύω εναλλακτικά (κάνω ζάπινγκ…) στα συνήθη τηλεοπτικά προγράμματα, προτού γυρίσω στα χαρτιά μου. Έτσι, πάλι μαζί με χιλιάδες άλλων Ελλήνων τηλεθεατών, διαπιστώνω τον τελευταίο καιρό ότι γνωστοί τηλεοπτικοί σταθμοί προσφέρουν σωρευτικά τουρκικές τηλεοπτικές σειρές συνεχείας (σίριαλ) στη θέση άλλων, κυρίως ελληνικών, σειρών. Και οι σειρές αυτές πληροφορούμαι ότι έχουν υψηλή τηλεθέαση και ιδιαίτερα χαμηλό για τους τηλεοπτικούς σταθμούς κόστος.
      Η απάντηση «αν δεν σού αρέσει το πρόγραμμα, κλείσε την τηλεόραση ή άλλαξε κανάλι» είναι πάντα πρόχειρη και εύκολη. Πριν από αυτό – που είναι και η τελική λύση – εγείρεται ένα ερώτημα-ζήτημα: Ποιος και γιατί κάνει αυτές τις επιλογές; Δεν είναι επιλογές με επιπτώσεις για το ευρύτερο κοινό που τις παρακολουθεί; Δεν υπάρχει κάποια υποχρέωση των τηλεοπτικών σταθμών να προσφέρουν – και στην ψυχαγωγία – κάτι πιο πρόσφορο, πιο οικείο, κάτι ελληνικό, που θα έδινε δουλειά σε Έλληνες παραγωγούς, καλλιτέχνες, τεχνικούς;
      Θα διατυπώσω, λοιπόν, μερικές σκέψεις που ίσως κριθούν ουτοπικές ή ρομαντικές. Τηλεοπτικές σειρές που προβάλλονται σε τέτοια έκταση δεν πρέπει να βγαίνουν και μέσα από τη ζωή των πολιτών μιας χώρας, από τα θέματα και τα προβλήματα που τους απασχολούν, από τις αρχές, τις αξίες, τις αντιλήψεις, τα προτερήματα και τα ελαττώματα, από ό,τι συνιστά τη ζωή και τον πολιτισμό ενός λαού; Μπορούν σωρευτικά να απηχούν τη ζωή και τον πολιτισμό ενός άλλου λαού; Δικαιολογείται αυτή η υπερβολή;
      Οι τηλεοπτικές σειρές ανήκουν, αν δεν απατώμαι, στον χώρο τής κινηματογραφικής τέχνης. Αυτή η τέχνη, λοιπόν, δεν επηρεάζει – με τα δικά της εκφραστικά μέσα – τον εσωτερικό κόσμο, τη σκέψη, την προσωπικότητα των τηλεθεατών; Και ως ψυχαγωγία δεν επηρεάζει ακόμη και τη γλώσσα των τηλεθεατών, ιδίως των νέων; Αυτά τα σωρευτικά γλωσσικά ακούσματα βοηθούν κάπου; Όταν μάλιστα ξέρουμε ότι ο τηλεοπτικός λόγος μπορεί μέσα από προσεγμένες (και γλωσσικά) σειρές να λειτουργήσει ως ο καλύτερος δάσκαλος για τη γλώσσα;
      Το τελευταίο αυτό με φέρνει σ’ ένα επιχείρημα που γεννάται αμέσως στη σκέψη κάθε καλόπιστου συζητητή τού θέματος που θίγουμε εδώ. Καλά, και οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές που προβάλλονταν (και προβάλλονται ακόμη περιορισμένα ή σε επαναλήψεις) είναι πρότυπα τέχνης που επηρεάζουν θετικά; Δεν ενοχλούν και βλάπτουν ακόμη συχνά λόγω τής προχειρότητας και τής κακής τους ποιότητας; Απάντηση: Ναι, υπάρχει κι αυτό το πρόβλημα. Ε, λοιπόν, η πρόκληση αυτή την ώρα είναι ακριβώς να βοηθήσουν όλοι (παραγωγοί, τηλεθεατές με τις απαιτήσεις τους, διαφημιστές με τη στήριξή τους) να υπάρξουν καλές ελληνικές τηλεοπτικές σειρές (και έχουν υπάρξει πολλές στο παρελθόν), για τις οποίες υφίσταται και έτοιμο υλικό (επιλογές από την ελληνική λογοτεχνία και από άλλα δυνατά κείμενα) και άριστο έμψυχο καλλιτεχνικό δυναμικό το οποίο συχνά χαραμίζεται σε βωμολοχίες και αστειάκια και σε ακραία παραδείγματα τής ελληνικής ζωής. Αν ελκύει κάτι τους Έλληνες τηλεθεατές στις τουρκικές παραγωγές – ας το ομολογήσουμε – είναι ότι αποτελούν πρότυπα «αγνών» μορφών ζωής, αξιών και σχέσεων που πάνε πίσω μερικές δεκαετίες και που – όπως δείχνουν παλαιότερες ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες – δεν έχουν πάψει και σήμερα να συγκινούν τον κόσμο με την απλότητα και την αμεσότητά τους. Αυτό κάτι σημαίνει.
      Οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές, αν ξαναέπαιρναν τη θέση τους απέναντι στις τουρκικές ή τις αμερικάνικες ή άλλες, θα έπρεπε να είναι σειρές που να εμπνεύσουν τον Έλληνα τηλεθεατή, να ανεβάσουν την αυτοπεποίθηση, την ελπίδα, το όραμα για μια καλύτερη ζωή, μέσα από έναν υγιή προβληματισμό και κατάλληλη καλλιτεχνική έκφραση. Έμπνευση, στήριξη, προβληματισμό, όραμα και – γιατί όχι; – ψυχαγωγία κάποιας ποιότητας, που να μας ανεβάζει, να ανακουφίζει τις ψυχές από το βάρος που κουβαλάμε όλοι, αυτό είναι που χρειαζόμαστε. Μέσα από τον δικό μας χώρο, τη δική μας ζωή, τα δικά μας προβλήματα, τις δικές μας σκέψεις, τα δικά μας βιώματα, τη δική μας γλώσσα.
       Τελειώνοντας, διασαφώ ότι δεν μιλάω, βεβαίως, για απαγόρευση ή αποκλεισμούς. Μιλάω για μια αίσθηση μέτρου και αίσθηση ορίων. Η «τηλεοπτική τουρκοκρατία», αυτές ιδίως τις δύσκολες ώρες τής κρίσης που περνάει η χώρα και ο λαός μας, είναι στα όρια τής πρόκλησης που είμαι βέβαιος ότι δεν είναι στις προθέσεις των υπευθύνων οι οποίοι απλώς αναζητούν οικονομικότερες λύσεις για το πρόγραμμά τους.

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.


Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2012

Ὀρθοδοξία καὶ Ὀρθολογισμός


Μπαμπινιώτης Γεώργιος (Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου 'Αθηνῶν)



Ὀρθοδοξία καὶ Ὁρθολογισμὸς μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν


Ἔχουμε, ἀλήθεια, σκεφτεῖ γιατί μιά γιορτή Παιδείας, ἕνας κατ' ἐξοχήν ἑορτασμός τοῦ πνεύματος, τῆς γνώσης καί τῆς καλλιέργειας ταυτίζεται στήν Ἑλλάδα μέ μιά γιορτή θρησκευτική, μιά γιορτή τιμῆς πρός τούς θεμελιωτές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης; Γιατί συνεορτάζονται Παιδεία καί Τρεῖς Ἱεράρχες καί ὄχι λ.χ. Παιδεία καί πατριάρχης Φώτιος, μιά μεγάλη παιδευτική μορφή τοῦ Βυζαντίου, ἤ Παιδεία καί Εὐστάθιος ἤ Παιδεία καί Εὐγένιος Βούλγαρης; Εἶναι σύμπτωση; Εἶναι συμβολισμός; Εἶναι ἰδεολόγημα; Ἡ δική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ὁ συνεορτασμός αὐτός ὄχι μόνον δέν εἶναι συμπτωματικός ἤ προϊόν ἰδεολογήματος, ἀλλά εἶναι συσχετισμός οὐσίας, ἀπόρροια βαθύτερης πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς σχέσης ταυτότητας καί ἱστορικῆς συνείδησης αὐτῆς τῆς χώρας.

Θεωρῶ ὅτι ὁ συνεορτασμός πηγάζει ἀπό μιά σαφή πολιτισμική παραδοχή καί ἐκδοχή τῆς Παιδείας μας: ὅτι ἡ ἑλληνική Παιδεία στηρίχτηκε σέ δύο παιδευτικούς ἄξονες, στόν ὀρθολογισμό καί στήν ὀρθοδοξία. Μέ ἄλλους ὅρους, στηρίχτηκε: στή σπουδή τῆς ἑλληνικῆς ὀρθολογικῆς σκέψης, ὅπως θεμελιώθηκε στά μεγάλα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανόησης, καί στή σπουδή τῆς χριστιανικῆς ὀρθόδοξης πίστης, ὅπως θεμελιώνεται στή διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης καί ἑρμηνεύεται στά μεγάλα κείμενα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἑλληνική σύλληψη τῆς Σχολικῆς Ἐκπαίδευσης συνδυάζει ἀπό παλιά δύο παιδευτικές ἀρχές: τήν ἑλληνικότητα καί τή χριστιανική πίστη, ὅ,τι ὀνομάσθηκε ἑλληνοχριστιανικό ἰδεῶδες. Πρόκειται γιά ἕνα ἰδεῶδες, πού δέν ἀμφισβητήθηκε βεβαίως, ὅταν τό ὑποστήριζε ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ ἐπικεφαλῆς τόν Κοραή καί τούς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ἱερωμένους τούς περισσότερους (τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, τόν Νεόφυτο Δούκα, τόν Ἄνθιμο Γαζῆ, τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τόν Νεόφυτο Βάμβα κ.ἄ.), οὔτε ὅταν τό ὑποστήριξαν ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Κολοκοτρώνης καί ἄλλοι ἀγωνιστές. Ἀμφισβητήθηκε ἀργότερα, ὅταν παρασυνδέθηκε μ' ἕναν ἔντονο συντηρητισμό στήν ἐκπαιδευτική πράξη, καί ὡς ὅρος ἀπαξιώθηκε συγκυριακά ὅταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στή δικτατορία τοῦ Παπαδόπουλου ὡς ἐθνικιστικό σύνθημα. Τά πάντα, εἶναι γνωστό, μποροῦν νά στρεβλωθοῦν καί νά ἀπαξιωθοῦν, ἄν ἀποτελέσουν ἀντικείμενο σκοπιμοτήτων καί προκάλυμμα διαφορετικῶν προθέσεων. Σήμερα εἶναι, νομίζω, πλέον καιρός ἡ λέξη ἑλληνοχριστιανικός νά "ἀποχαρακτηρισθεῖ" πολιτικά καί ἰδεολογικά, μέ ἐξαίρεση τίς ἱστορικές ἀναφορές στήν περίοδο τῆς Ἑπταετίας, καί νά ἐπανακτήσει τό πρωτογενές καί οὐσιαστικό ἐννοιολογικό καί σημασιολογικό περιεχόμενό της, πού εἶναι ἡ ἀναφορά στό δίπολο ἑλληνικότητας καί χριστιανισμοῦ, κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καί χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας.

Κι αὐτό γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί γίγαντες τῆς πατερικῆς θεολογίας μέσα ἀπό τή βαθιά χριστιανική τους πίστη καί τό θεϊκό χάρισμα, "τή θεία χάρη" νά ἀποτελέσουν τούς κύριους καί αὐθεντικούς (μετά τόν Παῦλο) ἑρμηνευτές τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, νά ὁρίσουν τήν ὀρθόδοξη διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶχαν τό πρόσθετο προνόμιο νά ἀκονήσουν τό πνεῦμα τους στά μεγάλα κείμενα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς ρητορικῆς, σέ γλώσσα ἑλληνική καί σέ μεγάλες Σχολές τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στή Φιλοσοφική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος, στήν Ἀντιόχεια κοντά στόν Λιβάνιο ὁ Ἰωάννης. Ἔτσι, ἦταν λογικό νά γίνουν καί οἱ φυσικοί ὑποστηρικτές τῆς παιδευτικῆς σύζευξης τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων μέ τά χριστιανικά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Μέ τή θητεία τους στά ἑλληνικά γράμματα δέν ἀπαρνήθηκαν τήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη, τή χριστιανική πίστη, μέ τήν ὁποία ταυτίστηκαν καί τήν ὁποία ὑπερασπίστηκαν καί στερέωσαν μέ τήν ἴδια τή ζωή καί τό ἔργο τους. Οὔτε ὅμως πρόδωσαν τήν καλλιέργεια πού ἀπέκτησαν ἀπό τήν ἀναστροφή τους μέ τόν ἑλληνικό στοχασμό. Αὐτοί ἦταν πού τόλμησαν νά ὑποστηρίξουν τήν ἀνάγκη ἐπαφῆς τοῦ Χριστιανοῦ, ἰδίως τῶν νέων, μέ τήν ἑλληνική παιδεία, μέ τά ἑλληνικά κείμενα: "καί ποιηταῖς καί λογοποιοῖς καί ρήτορσι καί πᾶσιν ἀνθρώποις ὁμιλητέον, ὅθεν ἄν μέλλη πρός τήν τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ὠφέλειάν τις ἔσεσθαι". Ὁ Μ. Βασίλειος δέν διστάζει νά πεῖ γιά τόν Ὅμηρο: "πᾶσα μέν ἡ ποίησις τῷ Ὁμήρῳ ἀρετῆς ἐστιν ἔπαινος, καί πάντα αὐτῷ πρός τοῦτο φέρει". Καί χρειάζεται θάρρος γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς ἀπληροφόρητους, ὡς "κακῶς εἰδότες", ὅσους θεωροῦν "τήν ἔξωθεν (παιδείαν, δηλ. τήν θύραθεν, τήν ἑλληνική) ὡς ἐπίβουλον καί σφαλεράν καί Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν" καί νά λέει ἀπαξιωτικά "οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν (ἐννοεῖ τήν ἑλληνικήν), ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν".

Ἄν γεφυρώθηκε τό χάσμα ἀνάμεσα στήν ἀπέχθεια τῶν νεοφώτιστων Χριστιανῶν πρός τήν εἰδωλολατρία τῶν Ἑλλήνων καί τά ἀσεβῆ ἑλληνικά γράμματα (Ἕλλην, μή τό ξεχνᾶμε σήμαινε "εἰδωλολάτρης", τό ἴδιο ὅπως καί ἡ λέξη ἐθνικός) καί στήν, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, περιφρόνηση τῶν Ἑλλήνων γιά τούς ἀπαίδευτους Χριστιανούς, αὐτό ἔγινε μόνο χάρις στή σθεναρή στάση, τό κύρος καί τήν πρακτική τῶν τριῶν Μεγάλων ἑλληνοσπουδασμένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα συνέβαλε καί ἡ υἱοθέτηση καί καθιέρωση τῆς ἀττικιστικῆς μορφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (ἀντίθετα πρός τήν ἁπλούστερη ἑλληνιστική Κοινή, στήν ὁποία εἶναι γραμμένο τό Εὐαγγέλιο). Μέσα ἀπό αὐτήν ἡ πρόσβαση πρός τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα ἔγινε εὐκολότερη.

Ἡ θέση τῶν τριῶν μεγάλων πνευματικῶν μορφῶν καί διδασκάλων τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας ἦταν προϊόν μιᾶς βαθύτερης εἰλικρινοῦς βιωματικῆς κατάφασης πρός τόν Θεό, πρῶτα καί πάνω ἀπ' ὅλα, μέ τήν τριαδική χριστιανική του σύλληψη, πρός τόν ἄνθρωπο, τό τέλειο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πνεῦμα, πού κατ' ἐξοχήν συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Δημιουργό του, καί πρός τήν καλλιέργεια του πνεύματος μέσα ἀπό τά διδάγματα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης, ἀλλά καί μέ τήν κατάκτηση τῆς γνώσης καί τήν ἄσκηση τῆς κρίσης καί τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης ἀκόμη, ἡ ὁποία - γιά τούς τρεῖς μεγάλους διανοητές Χριστιανούς - περνάει μέσα ἀπό τήν ἑλληνική παιδεία καί τά ἑλληνικά κείμενα. Ἔτσι, στή διδασκαλία τῶν Μεγάλων αὐτῶν Πατέρων ἡ ὀρθολογική σκέψη τῆς Δύσης συνδυάσθηκε καί συμφιλιώθηκε μέ τήν ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς, μέ τήν ἀποκάλυψη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στόν ἀνατολικό χῶρο, ἐνῶ ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρας τῆς χριστιανικῆς πίστης κάλυψε καί καλύπτει Ἀνατολή καί Δύση.

Μπορῶ μετά ἀπό αὐτές τίς σκέψεις νά μήν ἐπαναλάβω, ἔστω καί ὡς φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι εἶναι τραγικό σφάλμα νά μή διδάσκονται στά σχολεῖα μας ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα κειμένων τῶν μεγάλων αὐτῶν μυσταγωγῶν τῆς Παιδείας μας;

Δευτέρα, Ιανουαρίου 30, 2012

Η παιδεία στους Τρεις Ιεράρχες.(Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, πρ. Πρύτανη Παν/μίου Αθηνών)



 

Οι τρεις Ιεράρχες, διαθέτοντας οι ίδιοι ευρύτατη παιδεία, ήταν φυσικό, περισσότερο από όλους τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας, να συλλάβουν τη σημασία της Παιδείας για τον άνθρωπο και μάλιστα για τον «νέο άνθρωπο» της εποχής τους, τον χριστιανό άνθρωπο. Κι επειδή γι’ αυτούς Παιδεία δεν σημαίνει κατάκτηση γνώσεων αλλά καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής, ως κύριος σκοπός της Παιδείας προσδιορίζεται η αγωγή των νέων παιδιών: «Τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών φαίνεται μοι, άνθρωπον άγειν, το πολυτροπώτατον ζώον και ποικιλώτατον», θα πει ο Γρηγόριος (Ε.Π.Μ.35,325).
Βεβαίως το «άνθρωπον άγειν», η ανθρωπαγωγή, ας νεολογίσουμε, δεν μπορεί στη σύλληψη των Πατέρων της Εκκλησίας παρά να είναι χριστοκεντρική. Σκοπός της αγωγής είναι: «ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει. Ομοίωσις δε ουκ άνευ γνώσεως, η δε γνώσις ουκ εκτός των διδαγμάτων», διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος (Ε.Π.Μ. 32,69Β).
Για τους Τρείς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, ουσία της παιδείας είναι η αγωγή και δεν νοείται αγωγή χωρίς «πνευματικά μαθήματα» και «επιμέλεια ψυχής»: «Ότι των οικείων αμελούμεν παίδων, και των μεν κτημάτων αυτών επιμελούμεθα, της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν, εσχάτης ανοίας πράγμα» (Ε.Π.Μ. 51,327), προειδοποιεί ο Χρυσόστομος.
Αν κάτι χαρακτηρίζει την παιδεία μας σε ευρωπαϊκό ίσως επίπεδο είναι ότι εξακολουθεί και σήμερα να μας διαφεύγει η ουσία, που ήταν και είναι η αγωγή ψυχών.
Με άλλα λόγια, «περί άλλων τυρβαζόμεθα», ενώ «χρεία εστί ενός», να αναπτύξουμε την αγία πλευρά του ανθρώπου, την καλλιέργεια της ψυχής και του νου του και να τον οδηγήσουμε σε μια πνευματική ανάταση και εγρήγορση, ώστε να βλέπει και να ενεργεί σωστά, διακρίνοντας το καίριο από το ασήμαντο, το μόνιμο από το πρόσκαιρο, την ουσία από τα «συμβεβηκότα» της ουσίας, για να θυμηθούμε τον ημέτερο Αριστοτέλη.
Η επιμονή των Ιερών Πατέρων στην αγωγή της ψυχής, και μάλιστα κατά Χριστόν, δεν σημαίνει ότι υποτιμούν τη σημασία των γνώσεων ή την σπουδαιότητα των γραμμάτων. Σημαίνει διαφορετική ιεράρχηση των αναγκών του ανθρώπου: πρώτα το πνεύμα και μετά το σώμα, πρώτα η αγωγή και μετά η γνώση. Ο Ιερός Χρυσόστομος προλαμβάνει ενδεχόμενες παρεξηγήσεις: « Και μη με τις νομιζέτω νομοθετείν αμαθείς τους παίδας γίνεσθαι…Ου κωλύων παιδεύειν ταύτα λέγω, αλλά κωλύων εκείνοις μόνοις προσέχειν». (Ε.Π.Ε. 28, 518-20).
Η παιδεία για τους σεπτούς Ιεράρχες είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Σε μια στιγμή εξάρσεως, ο Χρυσόστομος φθάνει να πει τη γνωστή ρήση: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητος εστι» (Ε.Π.Ε. 25, 282). Να τι ύψος αλλά και τι νόημα δίνουν στην Παιδεία οι «μυσταγωγοί της Παιδείας, οι Μεγάλοι Ιεράρχες.
Επειδή, όπως είναι φυσικό, τα περί παιδείας διδάγματα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διδασκαλίας ετών, θα θίξω δύο μόνον ακόμη διδάγματα των Πατέρων: την έμφαση που δίνουν στον δάσκαλο και στους γονείς, παράγοντες οι οποίοι όλο και περισσότερο στις μέρες μας συνυπολογίζονται στους βασικούς πόλους της Παιδείας. Η βασική αρχή για τον δάσκαλο είναι, κατά τους Μεγάλους Ιεράρχες, το παράδειγμα: «Τον δε παιδεύοντα, ου διά ρημάτων μόνον, αλλά διά πραγμάτων παιδεύειν χρή», λέει ο Ιερός Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε.14,554). Η «πολιτεία» του δασκάλου, η ζωή και οι πράξεις του, το παράδειγμά του, όχι η απλή διδασκαλία του είναι αυτή που οδηγεί στην παιδεία, γιατί τα λόγια φαίνεται πως περίσσευαν από τότε…
Ο Θεολόγος και ποιητής Γρηγόριος θα πει τη μνημειώδη επιγραμματική φράση: «Μισώ διδάγμαθ’ οις ενάντιος βίος».
Σ’ αυτό που ιδιαίτερα επιμένουν και οι τρείς Μεγάλοι Πατέρες στις κατευθύνσεις που δίνουν προς τους γονείς είναι η ευθύνη των γονέων να αναθρέψουν τα παιδιά τους με χριστιανικές αρχές και αξίες: με «φόβον Θεού», με καλλιέργεια των αρετών της ψυχής και του πνεύματος και με παιδεία τέτοια, που ο νέος να αντιληφθεί ότι σκοπός της ζωής δεν είναι να πασχίζει για την απόκτηση χρημάτων ή διαφόρων καταναλωτικών αγαθών και μάταιης εξουσίας, αλλά για ό,τι συνιστά την ουσία της ζωής και για τις αξίες που πρέπει να εμπνέουν τη ζωή του Χριστιανού (σύνεση, ταπεινοφροσύνη, εγκράτεια, δικαιοσύνη, αυτογνωσία). Πόσο επίκαιρος είναι και σήμερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όταν σχολιάζει ποιά πρότυπα προβάλλουν συνήθως οι γονείς στα παιδιά τους προς μίμηση και πόσο έξω από την χριστιανική πραγματικότητα βρίσκονταν και βρίσκονται και σήμερα πολλοί γονείς: « Και τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν να ακούσει κανείς όταν οι πατέρες μιλούν προς τα παιδιά τους και τα παρακαλούν να σπουδάσουν ρητορική, παρά αυτά εδώ τα λόγια· ο τάδε, λέγει, ενώ είναι κατώτερος και κατάγεται από κατώτερους γονείς, αφού απέκτησε την εκ των ρητορικών σπουδών ικανότητα, ανήλθε στα ύψιστα αξιώματα, απέκτησε πολύν πλούτον, νυμφεύθηκε πλούσια γυναίκα, έκτισε πολυτελές σπίτι, είναι φοβερός σε όλους και φιλόδοξος. Άλλος πάλι λέει, ο τάδε που έμαθε την ιταλική γλώσσα, είναι ένδοξος στα ανάκτορα και κυβερνά όλα τα εσωτερικά θέματα. Και άλλος πάλι δείχνει άλλον, όλοι όμως τους επιτυχημένους στη γη. Κανένας δε ούτε μια φορά δε θυμάται τα ουράνια πράγματα» (Ε.Π.Ε 28, 474).
Αν συγκρίνει κανείς την παιδεία που προτείνουν οι σοφοί Ιεράρχες με τη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, όπου η διδασκαλία των χριστιανικών αξιών και των αρχών του Ευαγγελίου από τη μια μεριά έχουν συμπιεσθεί σ’ ένα συχνά αποστεωμένο και σχολαστικό-πληροφοριακό μάθημα Θρησκευτικών, στριμωγμένο κάπου στο σχολικό πρόγραμμα και υπό συνεχή συρρίκνωση, κι από την άλλη μεριά, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι οργιάζει σε όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα ό,τι άμεσα και δραστικότατα καταργεί μέσα σε λίγα λεπτά αυτά που ο δάσκαλος στο σχολείο και ο παπάς στην Εκκλησία αγωνίζονται να χτίσουν στην ψυχή των παιδιών, αν συνειδητοποιήσει κανείς τη λειτουργία και τις επιπτώσεις αυτής της αποδομητικής και σχιζοφρενικής (για την ψυχή και την προσωπικότητα των νέων παιδιών) διαδικασίας, τότε θα καταλάβει αν η Παιδεία στις μέρες μας μπορεί να επιτελέσει τον ανθρωποπλαστικό και δημιουργικό ρόλο που οραματίστηκαν οι φωτισμένοι Ιεράρχες. Στην ερώτηση πως θεραπεύεται αυτή η κατάσταση, η απάντηση είναι, νομίζω, μία: ο τρώσας και ιάσεται…

( Γ. Δ. Μπαμπινιώτης, «Χριστιανική και Ελληνική Πνευματικότητα», εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ.).

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2011

Ἡ τελειότητα τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς

Μπαμπινιώτης Γεώργιος (Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου 'Αθηνῶν)




Ἡ ἀνάγκη ἐπικοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό (ὅποιον θεό πιστεύει), ἡ ἀνάγκη τῆς προσευχῆς, εἶναι ἀπό πολύ παλιά γνωστή στόν ἄνθρωπο καί ἐμφανίζεται στίς γλῶσσες τῶν περισσοτέρων λαῶν.

Στήν Ἑλληνική ἡ λέξη προσεύχομαι (ἀπευθύνω εὐχή, αἴτημα ἡ παράκληση πρός τούς θεούς) πρωτοαπαντᾶ στόν Αἰσχύλο, ἐνῶ ὡς τεχνικός ὅρος ἡ λέξη προσευχή μαρτυρεῖται πολύ ἀργότερα στήν Ἁγία Γραφή, στό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί - μέ ἰδιαίτερο βάρος καί βάθος - στό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δέν ἔχω, δυστυχῶς, τόν ἐπιστημονικό θεολογικό ὁπλισμό, γιά νά ἑρμηνεύσω τό βαθύτερο περιεχόμενο, τό δογματικό νόημα καί τή σημασία πού ἔχει στήν ὀρθόδοξη, ἰδίως, παράδοση ἡ ἔννοια τῆς προσευχῆς. Αὐτό πού ἀκροθιγῶς ἐπιχειρῶ νά δείξω ἐδῶ, στό θεωρητικό πλαίσιο μίας κειμενογλωσσικῆς ἀνάλυσης πού ἀνάγεται στόν Roman Jakobson, εἶναι ἡ γλωσσική δομή τῆς κυριακῆς προσευχῆς, ὅπως μᾶς παραδίδεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο (Μάτθ. 6, 9-13 καί Λούκ. 11, 2-4), τήν ὁποία θεωρῶ ὡς ἰδανικό κείμενο.

Κατά τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου, τήν παραδίδει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς ἀνθρώπους (ἐξ' οὐ καί "κυριακή" προσευχή), λέγοντας οὕτως οὔν προσεύχεσθε ὑμεῖς" καί συνοδεύοντας τήν μ' ἕνα πολύ διδακτικό ἠθικό ἀλλά καί γλωσσικό σχόλιο: "Προσευχόμενοι δέ μή βαττολογήσητε, ὥσπερ οἱ ἐθνικοί, δοκούσι γάρ ὅτι ἐν τή πολυλογία αὐτῶν εἰσακουσθήσονται• μή οὔν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς• οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρό τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν" (Μάτθ. 6, 7-9).

Ἐξ ὁρισμοῦ ὡς προσευχή, ὡς κείμενο εὐχῶν καί αἰτημάτων / παρακλήσεων, τό κείμενο τῆς κυριακῆς προσευχῆς (γνωστό καί ὡς "Πάτερ ἠμῶν") λειτουργεῖ μ ἕναν κεντρικό μηχανισμό τῆς γλώσσας, τήν τροπικότητα. Εἶναι ὁ μηχανισμός τῆς γλώσσας πού, ἄλλοτε γραμματικοποιημένος (μέ τή μορφή τῶν ἐγκλίσεων τῆς Προστακτικῆς, τῆς Ὑποτακτικῆς καί τῆς Εὐκτικῆς, ὅπως συμβαίνει στήν ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα) καί ἄλλοτε λεξικοποιημένος (μέ "δεῖκτες τροπικότητας", ὅπως τά ἄς, νά καί θά στή Νέα Ἑλληνική), χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ὁμιλητή της Ἑλληνικῆς γιά ἐπικοινωνιακές ἀνάγκες ὅπως ἡ ἔκφραση ἐπιθυμίας, εὐχῆς, παράκλησης, προτροπῆς, προσταγῆς, ἀπαγόρευσης, ἀπειλῆς κ.τ.ο.

Τό κείμενο τῆς κυριακῆς προσευχῆς εἶναι ὑπόδειγμα λιτότητας, περιεκτικότητας καί εὐθυβολίας.



Περιλαμβάνει:
α) μία ἐπίκληση πρός τόν Θεό, ἐκφρασμένη μέ τήν πτώση τῆς ἐπίκλησης, τήν κλητική, μέ τήν ὁποία καί ἀρχίζει: Πάτερ ἠμῶν...

β) τρεῖς εὐχές - ἐπιθυμίες, ἐκφρασμένες μέ τριτοπρόσωπους μονολεκτικούς τύπους τῆς κατεξοχήν τροπικῆς ἔγκλισης, τῆς Προστακτικῆς: ἁγιασθήτω - ἐλθέτω - γενηθήτω... καί

γ) τρία αἰτήματα / παρακλήσεις, ἐκφρασμένα μέ τούς κατεξοχήν τύπους Προστακτικῆς, τούς τύπους τοῦ β' προσώπου: δός - ἅφες - μή εἰσενέγκης ἀλλά ρύσαι...

Κάθε εὐχή καί κάθε αἴτημα ἐξειδικεύεται (ἡ ἐξειδίκευση ἀποτελεῖ ἕναν ἄλλο κεντρικό μηχανισμό τῆς γλώσσας) μέ τά πιό ἄμεσα καί ἀπαραίτητα στοιχεῖα.

Οἱ τρεῖς εὐχές μ' ἕνα ὁμοιόμορφο ὀνοματικό ὑποκείμενο: ἁγιασθήτω - τό ὄνομά σου, ἐλθέτω - ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω - τό θέλημά σου.

Τά τρία αἰτήματα μέ δύο συμπληρώματα (προσώπου καί πράγματος) στό κάθε ρῆμα τους: δός - ἠμίν τόν ἄρτον, ἅφες - ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, μή εἰσενέγκης - ἠμᾶς εἰς πειρασμόν καί ρύσαι - ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ (εἰς πειρασμόν καί ἀπό τοῦ πονηροῦ εἶναι ἐμπρόθετα συμπληρώματα / ἀντικείμενα).

Περαιτέρω, λιτή πάντοτε, ἐξειδίκευση γίνεται μέ ἐλάχιστες ἀναφορές τόπου, χρόνου καί τρόπου: πάτερ ἠμῶν - ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἐξειδίκευση τόπου) γενηθήτω τό θέλημά σου - ὡς ἐν οὐρανῶ καί ἐπί τῆς γής (ἐξειδίκευση τόπου), δός ἠμίν σήμερον τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον (ἐξειδίκευση χρόνου), ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν - ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν (ἐξειδίκευση τρόπου).

Τό περιεχόμενο τοῦ κειμένου κλιμακώνεται νοηματικά: προηγοῦνται οἱ εὐχές καί ἀκολουθοῦν τά αἰτήματα. Ξεκινᾶμε μέ ὅ,τι ἀναφέρεται στόν ἴδιο τόν Θεό, γιά νά περάσει μετά στά αἰτήματα.

Κι ἐδῶ κλιμάκωση, ἀπό τά ὑλικά στά πνευματικά αἰτήματα: τά πρός τό ζῆν - ἄφεση ἁμαρτιῶν - προστασία ἀπό τόν πειρασμό.

Γλωσσικά σέ ὅλο τό κείμενο κυριαρχεῖ καί προβάλλεται τό ρῆμα: ἁγιασθήτω - ἐλθέτω - γενηθήτω, δός - ἅφες - μή εἰσενέγκης - ρύσαι. Κυριαρχοῦν καί προτάσσονται οἱ εὐχές καί τά αἰτήματα. Ἡ ἐξειδίκευσή τους ἐπιτάσσεται, τά ὑποκείμενα δηλαδή καί τά ἀντικείμενά τους (μέ ἐξαίρεση τό ἀντικείμενο τοῦ δός).

Συμπέρασμα. Τό κείμενο τῆς κυριακῆς προσευχῆς εἶναι ἕνα κείμενο πού θά μποροῦσε, μέ ἐπικοινωνιακά - γλωσσικά κριτήρια, νά χαρακτηρισθεῖ ὡς "ἰδανικό".

Εἶναι λιτό, γιατί περιορίζεται σέ βασικές πληροφοριακές δομές (ἐπίκληση - εὐχές - αἰτήματα), σέ ἐξίσου βασικές ἐξειδικευτικές πληροφορίες (ὀνοματικά ὑποκείμενα στίς εὐχές - διπλά ὀνοματικά συμπληρώματα στά αἰτήματα) καί σέ ἐλάχιστες ἐξειδικεύσεις χρόνου, τόπου καί τρόπου.

Μέ μία ἐντυπωσιακή οἰκονομία γλωσσικῶν μέσων - στό κείμενο χρησιμοποιεῖται μόνο Προστατική, μέ ἐξαίρεση τή μοναδική διαπιστωτική ρηματική δήλωση, τήν Ὁριστική ἀφίεμεν - ἐπιτυγχάνεται μία οὐσιαστική, καίρια καί γνήσια μορφή ἐπικοινωνίας, χωρίς ρητορεῖες, ἐπιτηδεύσεις καί περιττό λεκτικό φόρτο.

Ἡ συμμετρία καί ἡ ἔντονα αἰσθητή ἐπανάληψη τῶν ἴδιων συντακτικῶν καί μορφολογικῶν δομῶν (τό γνωστό φαινόμενο τοῦ "παραλληλισμοῦ"), πού φάνηκε ἐλπίζω ἔστω καί ἀμυδρά στή σύντομη ἀνάλυσή μας, ἐξασφαλίζει στό κείμενο τῆς κυριακῆς προσευχῆς αἴσθηση ρυθμοῦ καί μέτρου (πού δέν θίξαμε ἐδῶ), γεγονός πού ὁδηγεῖ στήν εὔκολη πρόσληψη καί μνημονική ἀνάκληση τοῦ κειμένου.

Πρόκειται γιά ἕνα θαυμαστό, τέλειο στήν ἁπλότητα καί τή βαθύτητά του κείμενο, πού δείχνει ἀνάγλυφα τήν ἐκφραστική δύναμη στήν ὁποία μπορεῖ νά φθάσει ἡ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπόρροια τῆς ἰδιότητας πού μοιράζεται "κατά χάριν" ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, ἀπόρροια τοῦ πνεύματος

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...