Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδακτικές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδακτικές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2022

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 


"Ο γέροντας Παϊσιος ρώτησε κάποτε έναν νεαρό για το αν γνωρίζει ποιός είναι ο Επίσκοπος στην περιοχή του. Ο νεαρός τότε απάντησε: «Είναι ο Μητροπολίτης.....»

Ο γέροντας τον ρώτησε πάλι:
«Είσαι σίγουρος πως είναι αυτός που ανέφερες ο Επίσκοπος στην περιοχή σου;» Μα γέροντα αυτός είναι και μάλιστα δεν έχει πολύ καιρό που εξελέγη, επέμενε ο νεαρός. Και τότε ο γέροντας του είπε: «Ο Θεός παλικάρι μου έχει ορίσει τον τάδε ... (όνομα ενός μπακάλη γνώριμου του νεαρού) ως Επίσκοπο στην περιοχή σου. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ο τάδε με την άδολη αγάπη του, με τη δυνατή πίστη και την αδιάλειπτη προσευχή του που αναδύεται ως συνεχές λιβανωτό δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Ιησού Χριστό. Χαροποιεί τον Κύριό μας με την όλη άγια ζωή του και ο καλός Θεός ως ανταμοιβή για το άξιο αυτό παιδί του εισακούει τις προσευχές του, εκπληρώνει τα αιτήματά του και θωρακίζει την περιοχή του με την Χάρη του, εκδιώκοντας μακρυά απ’ αυτή τα δαιμόνια. Με λίγα λόγια τον έχει χρίσει Επίσκοπό του!» Με την αφήγηση αυτή ο σεμνός και ταπεινός γέροντας εξέφρασε εμμέσως την πικρία του για την κατάντια των κατά κόσμο Επισκόπων -Αρχιερέων και ταυτόχρονα επεσήμανε το πως κατά την παράδοση οφείλουν να λειτουργούν όσοι «επισκοπήν ορέγονται...»"


 Συμεών ο Στυλιτης


Νά ξέρεις ὅτι ὅποιος κι ἄν λειτουργεῖ στό μοναστήρι σου, σπουδαῖος ἤ ὄχι στήν πνευματική ζωή, ἡ λειτουργία λογίζεται τέλεια καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπερίπταται στήν ἁγία Τράπεζα καί μεταβάλλει τό ψωμί καί τό κρασί σέ σῶμα καί αἷμα Κυρίου ἀντίστοιχα, γιατί ἔχετε ἐκεῖ στό κοινόβιο κάποιον γέροντα στό ὄνομα Πατρίκιο. Αὐτός ὁ γέροντας κάθεται ἔξω ἀπό τό ἱερό, χαμηλότερα ἀπό ὅλους, κοντά στό δυτικό τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Λέει λοιπόν κι αὐτός τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς καί δική του λογίζεται ἀπό τόν Θεό ἡ ἁγία ἀναφορά.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2022

Ο γερο-τσαγκάρης,Πανώφ

 



Πριν από πάρα πολλά χρόνια ζούσε ένας γέρος τσαγκάρης. Το όνομά του ήταν Πανώφ. Ο μπαρμπα-Πανώφ δεν ήταν πλούσιος. Όλη η περιουσία του ήταν ένα μικρό δωμάτιο που έβλεπε στον δρόμο του χωριού.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια και τα παιδιά του είχαν πια μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι του. Δεν είχε πια κανένα κοντά του...
Είναι βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Ο μοναχικός ηλικιωμένος τσαγκάρης, μπαρμπα-Πανώφ, κατεβάζει από το ψηλό ράφι το παλιό καφέ βιβλίο, κάθεται στην αναπαυτική πολυθρόνα του και αρχίζει να διαβάζει...
Διαβάζει από το βιβλίο την ιστορία της γέννησης του Χριστού, την ιστορία δηλαδή των Χριστουγέννων. Καθώς διαβάζει, διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό του...
Πόσο θα ήθελε να πρόσφερε ο ίδιος καταφύγιο στον Ιωσήφ,
τη Μαρία και τον νεογέννητο Χριστό!
Διαβάζοντας, όμως, για τους τρεις μάγους και τα πολύτιμα δώρα που έφεραν στον Χριστό, σκέφτεται με λύπη πως, αν ο Χριστός ερχόταν στο σπίτι του, ο ίδιος δεν θα είχε τίποτα να του δώσει.
Ξαφνικά, ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και τα μάτια του λάμπουν.Σηκώνεται από την πολυθρόνα του, πηγαίνει στο ψηλό ράφι και βρίσκει ένα σκονισμένο κουτί. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια.
Ήταν στ’ αλήθεια τα ωραιότερα παπούτσια που είχε ποτέ κάνει!
Αυτά θα του έδινε, αν ερχόταν στο σπίτι του!
Με την επιθυμία, λοιπόν, να τον επισκεπτόταν ο Χριστός και να του έδινε το δώρο του, ο μπαρμπα-Πανώφ αποκοιμήθηκε...
Ακούει τότε τον Χριστό να του λέει: «Μπαρμπα-Πανώφ, έχεις την επιθυμία να με δεις, να έλθω στο μαγαζάκι σου και να μου προσφέρεις κάποιο δώρο. Αύριο, λοιπόν, από το πρωί μέχρι το βράδυ να κοιτάζεις έξω στον δρόμο και θα με δεις να έρχομαι. Πρόσεξε να με αναγνωρίσεις!»
Χριστούγεννα! Ο μπαρμπα-Πανώφ ετοιμάζεται γρήγορα και βγαίνει από το σπίτι του να πάει στην εκκλησία για τη Λειτουργία των Χριστουγέννων. Όταν επιστρέφει, κάθεται στην πολυθρόνα του και περιμένει με ανυπομονησία την επίσκεψη του Χριστού...
Κοιτάζει συνεχώς από το παράθυρο, στέκει στην πόρτα, ψάχνει με το βλέμμα, μα μόνο χωριανούς του βλέπει, τους οποίους χαιρετά με καλοσύνη...
Καθώς περιμένει με αγωνία να συναντήσει τον Χριστό, προσφέρει φιλοξενία και ζεστασιά σε διάφορους περαστικούς. Πρώτα δέχεται στο σπίτι του τον γέρο οδοκαθαριστή που εργάζεται μέσα στην παγωνιά και του δίνει να πιει ένα φλιτζάνι καφέ, για να ζεσταθεί...
Στη συνέχεια φιλοξενεί μια νέα κουρασμένη γυναίκα με ένα βρέφος στην αγκαλιά. Ο μπαρμπα-Πανώφ τους προσφέρει φαγητό και παίρνει στην αγκαλιά του το μικρό παιδί. Βλέπει τα γυμνά ποδαράκια του μωρού και συγκινείται...
Αμέσως, σηκώνεται από την πολυθρόνα του, παίρνει το κουτί από το ράφι, βγάζει τα παπουτσάκια που προόριζε για τον Χριστό και τα χαρίζει στο μικρό παιδί... Η γυναίκα τον ευχαρίστησε πάρα πολύ, πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και έφυγε...
Ο μπαρμπα-Πανώφ στάθηκε και πάλι στο παράθυρο και κοιτούσε να δει τον Χριστό...
Οι ώρες περνούσαν και οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν στον δρόμο. Όλους τους χαιρετούσε ο μπαρμπα-Πανώφ. Άλλους τους χαμογελούσε και στους ζητιάνους έδινε κάποιο νόμισμα ή ένα κομμάτι ψωμί. Ο Χριστός, όμως, δεν φαινόταν να έρχεται...
Ο μπαρμπα-Πανώφ ήταν πολύ λυπημένος. Με βαριά καρδιά κάθισε στην πολυθρόνα του και σκέφτηκε πως όλα τελικά ήταν μόνο ένα όνειρο...
Τότε ακούγεται η φωνή του Χριστού, για να του αποκαλύψει: «Εγώ είμαι που πεινούσα και μουέδωσες να φάω. Διψούσα και μου έδωσες να πιω. Κρύωνα και με πήρες μέσα και με ζέστανες… Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που βοήθησες σήμερα, ήμουνα Εγώ! Εμένα βοήθησες. Εμένα δέχθηκες σήμερα, μπαρμπα-Πανώφ!»
«Ω, Θεέ μου», σιγομουρμούρισε ο γερο-τσαγκάρης,
με μάτια που έλαμπαν από χαρά και ευτυχία...
«Ήρθε τελικά! Ήταν εδώ, λοιπόν, όλη τη μέρα!»

Tο μεταφέρουμε από εδώ

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2022

Πάω μαζί με αυτούς! Τους διώξατε τους αδελφούς σας, θα φύγω κι εγώ!"


 Κάποτε σε ένα μοναστήρι, λέει μία ιστορία, έδιωξαν κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι πήγαιναν και ζητούσαν διάφορα πράγματα και έκαναν ακαταστασίες και αταξίες. 

Τους έδιωξαν. 

Τους είπαν:

 "Να φύγετε, μας κάνετε ακαταστασίες, μας βρωμίζετε το Αρχονταρίκι μας". 

Πράγματι ήταν προβληματικοί τύποι... Και οι άνθρωποι αφού τους έδιωξαν έφυγαν.

 Το βράδυ ένας γέροντας διορατικός που ήταν εκεί στο μοναστήρι, είδε ότι μαζί με εκείνους έφυγε και η Παναγία από το μοναστήρι.

 Και της λέει: 

"Μα που πας εσύ;". 

Λέει η Παναγία: 

"Πάω μαζί με αυτούς!

 Τους διώξατε τους αδελφούς σας, θα φύγω κι εγώ!".

 Και μετά ο γέροντας μάζεψε τους μοναχούς και τους είπε:

 "Άλλη φορά δεν θα ξανακάνετε τίποτα από όλα αυτά, θα δεχόμαστε τους ανθρώπους όπως είναι. Και όσο μπορούμε να τους κάνουμε υπομονή και να τους ανεχόμαστε, θα το κάνουμε".

 Όπως βλέπετε και όπως ακούσαμε και στο Τριώδιο, η κρίση του Θεού τι είναι; 

Είναι κρίση αγάπης, κρίση ευσπλαχνίας τελικά.


Τι είπε ο Χριστός; 
Δεν μας είπε:

-Φάγατε λάδι τη μεγάλη Σαρακοστή;

-Όχι, Κύριε, δεν φάγαμε λάδι.

-Μπράβο σας, περάστε στον παράδεισο!

-Πήγατε στο απόδειπνο τη Μεγάλη Σαρακοστή;

-Πηγαίναμε Κύριε, κάναμε και μετάνοιες!
-Περάστε στον παράδεισο!

-Πήρατε λουλούδια για τον επιτάφιο;

-Πήραμε λουλούδια!

-Περάστε στον παράδεισο!

Δεν είπε τίποτα από όλα αυτά.

Τι είπε; 
"Ήμουν φτωχός και Με ελεήσατε. Ήμουν ξένος και Με παρηγορήσατε.

Ήμουν άρρωστος και Με επισκεφτήκατε.

Ήμουν στη φυλακή και ήρθατε προς Με,

ήμουν γυμνός και Με ενδύσατε.

Αυτή είναι η κρίση!

Και γιατί αυτή είναι η κρίση;

Γιατί αυτό το γεγονός μάς κάνει πραγματικά παιδιά του Θεού! Τι να σε κάνω αν δεν έφαγες λάδι και έφαγες τον άλλο από τη γλώσσα; Δεν έφαγες μία κουταλιά λάδι και ήπιες μία μπουκάλα αίμα, το αίμα του αδερφού σου!Προσεύχεσαι, λες. Προσεύχομαι, προσεύχομαι, προσεύχομαι αλλά δεν έχεις μέσα στην καρδιά σου ευσπλαχνία. Τι προσεύχεσαι; Που προσεύχεσαι; Έλεγε και ο γέροντας μας: "καλά ρε παιδί μου, που προσεύχονται αυτοί οι άνθρωποι; Στον Κρόνο; Στο θεό Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του; Γίνεται να προσεύχεσαι στο Θεό, τον πλήρη ευσπλαχνίας και αγάπης, και η καρδιά σου να'ναι πέτρα; Κι η καρδιά σου να'ναι ξύδι; Κι εσύ να'σαι έτοιμος να φας τον άλλο από την γλώσσα γιατί δεν κάνει αυτά που εσύ θέλεις;

π. Αθανάσιος Μητρ. Λεμεσού

Σάββατο, Φεβρουαρίου 02, 2019

ΕΝΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΗΡΥΓΜΑ


Αποτέλεσμα εικόνας για κηρυγμα εκκλησιας



Ένας μοναχός της αρχαίας Ανατολής πεζοπορούσε στην έρημο. Στο δρόμο, τον πιάνει μιά συμμορία ληστών. Του ζητούν να τους δώσει το πουγγί του.
- Τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, του λένε άγρια. 
- Δεν έχω ούτε πεντάρα πάνω μου,τους απαντά. 
Η ματιά του ήταν γλυκειά, όλο καλωσύνη. Τους έκανε εντύπωση, κι ο αρχηγός τους τον λυπήθηκε.
- Θάπρεπε να σε σκοτώσουμε, του λέει, αφού δεν μας δίνεις τίποτε. Αλλά ίσως έχεις κάτι να μας δώσεις. Κάνε μας ένα κήρυγμα κι αν το πετύχεις, σ αφήνουμε να φύγεις.
Αλλοιώς......
Ο μοναχός δεν τους χάλασε το χατήρι. Σκέφθηκε λίγο κι ύστερα τους είπε:
- Αδελφοί μου, η ζωή σας μοιάζει με τη ζωή του Χριστού μας. Όπως Εκείνος, έτσι κι εσείς γεννηθήκατε σ ένα στάβλο ή κάπου αλλού χειροτερα.
Σαν Εκείνον, περάσατε τα νιάτα σας χωρίς να έχετε που να γείρετε το κεφάλι.
Σαν Εκείνον, όταν μεγαλώσετε, γίνατε ο φόβος κι ο τρόμος των ασπλάχνων πλούσιων.
Σαν Εκείνον θα πεθάνετε, καρφωμένοι σ ένα ξύλο, μέσα στους χλευασμούς του όχλου.
Και σαν Εκείνον θα κατεβείτε στον Αδη. Μόνο, που θα μείνετε εκεί, χωρίς ν αναστηθείτε όπως Αυτός. Είναι η μόνη διαφορά που βλέπω. Μετανοιώστε, αδελφοί μου, τώρα που ειναι καιρός. Αυτό σας εύχομαι, για να λείψει κι αυτή η διαφορά.
Τα λόγια του έπιασαν στις καρδιές τους. Φιλοτιμήθηκαν να μοιάσουν σε όλα με το Χριστό. Κι άλλαξαν, από εκείνη τη στιγμή ζωή. 

Καληνύχτα σας,φίλες και φίλοι μου, αγώνα να κάνουμε να μοιάσουμε το Χριστό. 
Καλη δύναμη καλη επιτυχία.
π Βασίλειος Σάββας Εξουζίδης
το είδαμε εδώ

Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2018

ΟΤΑΝ ΣΚΟΝΤΑΨΕΙΣ

Όταν σκοντάψεις πάνω σε ένα εμπόδιο, μην στέκεσαι
 εκεί και λες:
γιατί βρέθηκες μπροστά μου?
πως είναι δυνατόν? γιατί σε μένα?
τί να κάνω? γιατι αυτό, γιατί το άλλο?
γιατί, γιατί, γιατί?

Κάνε κάτι διαφορετικο......

-ΣΗΚΩ / ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

-ΤΙΝΑΞΕ ΤΗΝ ΣΚΟΝΗ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΣΟΥ

-ΠΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟΣ

-ΑΝΑΘΕΣΕ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΟ

-ΑΝΑΠΑΥΣΟΥ

-ΜΗ ΓΥΡΙΖΕΙΣ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ

-ΠΡΟΧΩΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΕ ΕΙΡΗΝΗ

-ΣΥΓΧΩΡΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ

Ο ΘΕΟΣ ---Σ Ι Γ Ο Υ Ρ Α--- ΘΑ ΣΟΥ ΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΛΥΣΗ!!!
 ΘΑ ΣΕ ΑΝΑΛΑΒΕΙ !!!



 !!!! Ο ΘΕΟΣ ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤHΝ ZΩΗ ΣΟΥ ΠΟY ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ
 ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ !!!!

*****............ ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ ! .............*****

Παρασκευή, Ιουνίου 15, 2018

ΧΟΡΟΣ… ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ!

 
Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπόσωσε τήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Ὄρθιος στό μικρό καί παλιό ἀναλόγιο τοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ κελλιοῦ του, τό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, ἔκλεισε τίς φυλλάδες τῶν προσευχῶν του, τίς φίλησε μέ μεγάλη κατάνυξη καί τίς ἔβαλε στή θέση τους μέ ἰδιαίτερη προσοχή. Στάθηκε στό μέσον κι ἄρχισε νά μετανίζει μέ δάκρυα στά μάτια γιά ὥρα πολλή. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ἔλεγαν τά χείλη του, ἐνῶ ἔπεφτε στή συνέχεια κάτω στό δάπεδο μέ μεγάλες μετάνοιες, ἀκουμπώντας κάθε φορά τό κεφάλι του στό παλιό δάπεδο. Τό λιγοστό φῶς ἀπό τά καντηλάκια τοῦ τέμπλου καί τό μεγάλο κερί πού ἔκαιγε μπρός στόν ἅγιο Πρόδρομο δημιουργοῦσε μία ὑποβλητική ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ταίριαζε ἀπολύτως μέ τό ἱλαρό φῶς πού ἔλαμπε στήν καρδιά του.
Σταμάτησε κάποια φορά, ἔκανε μετάνοια μπρός στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί τίς ἀσπάστηκε μέ πάθος καί ἔρωτα. «Δόξα σοι ὁ Θεός», ψιθύρισε, κάνοντας σταθερά καί ἀργά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω του. Ἔκλεισε τή θύρα τοῦ ναοῦ, διάβηκε τό μικρό διάδρομο πού ἔβγαζε στήν ἐξώθυρα καί βγῆκε στή μικρή ἁπλωταριά τοῦ καθίσματός του. Ἕνας μεγάλος πεῦκος πού δέσποζε στό ἅπλωμα κούνισε τά κλωνάρια του ἀπό τό ἐλαφρό ἀεράκι, δίνοντάς του τήν πρώτη καλημέρα γιά τήν καινούργια ἡμέρα πού ὅπου νά ‘ναι ἀνέτελλε. Χαμογέλασε καί τόν κοίταξε μέ ἀγάπη. «Εἰ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;»  ἦλθαν στόν νοῦ του τά λόγια τοῦ Κυρίου. «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ξανάπε καί εὐλόγησε τή φύση τοῦ Θεοῦ.
Τό μικρό κελλάκι του, δίπλα στόν ναΐσκο τοῦ καθίσματός του, θά τόν ἔβρισκε πολύ σύντομα στή θέση του γιά τό ἐργόχειρό του, ἀλλά πρῶτα ἤθελε νά ρουφήξει τόν πρωϊνό ἀέρα καί τά μάτια του νά ἀναπαυθοῦν γι’ ἀκόμη μία φορά στούς ἅγιους τόπους τῆς περιοχῆς πού βρέθηκε. Γιατί ὁ γέροντας ζοῦσε καί ἀσκεῖτο πάνω στό ψηλό βουνό μέ τά πολλά καί μεγάλα πεῦκα, ἀνατολικά τῆς ἅγιας πόλης Βηθλεέμ, πού σημαίνει ὅτι  ἀπό τή μιά ἀτένιζε τήν ἔρημο  τῆς Ἰουδαίας καί καί ἀπό τήν ἄλλη τίς ἅγιες πόλεις τῆς Βηθλεέμ καί τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἔκανε ἕνα γύρο τή μικρή ἁπλωταριά καί πρίν μπεῖ καί πάλι στό σπιτάκι του στάθηκε προσανατολισμένος πρός τό μεγάλο μοναστήρι τοῦ ἀββᾶ Θεόγνιου, σταυροκοπήθηκε κι εὐλόγησε τούς ἐκεῖ καλογέρους καί ἀσκητές. «Κύριε, εὐλόγησε τούς δούλους σου καί δυνάμωνέ τους στόν ἀγώνα τῆς ἀγάπης Σου», ψιθύρισε γιά πολλοστή φορά.
Χρόνια πολλά στήν ἄσκηση ὁ γέρο-Ἰωνᾶς, πρῶτα στό κεντρικό μοναστήρι κι αὐτός τοῦ ὁσίου Θεόγνιου κι ἔπειτα στό ἡσυχαστικό κάθισμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀρκετά πέρα ἀπό αὐτό, εἶχε πολλά νά διηγηθεῖ γιά τήν πνευματική ζωή, τίς εὐκολίες καί τίς δυσκολίες της, τίς χάρες πού ὁ Κύριος τῆς ἐπιφυλάσσει, ἀλλά καί τίς παγίδες πού στήνει ὁ Πονηρός, πάντα ἀσφαλῶς κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτές οἱ τελευταῖες εἶναι τόσες πολλές κι ἐπικίνδυνες γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἀφιέρωσης καί τῆς ἄσκησης, πού μόνο ἡ ἀκλόνητη πίστη στόν Κύριο καί ἡ γενναιότητα τῆς καρδιᾶς δίνουν τήν ὑπομονή νά ἀντέξει κανείς καί νά μή τό βάλει στά… πόδια.
«Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός!» εἶπε καί προχώρησε πρός τό κελλάκι του. Πῆρε τά ὑλικά γιά τό ἐργόχειρό του – καλάθια ἔφτιαχνε ὁ γέροντας -  καί κάθισε στό μικρό κάθισμά του. Τό φῶς τῆς ἡμέρας πού ἔμπαινε ἀπό τό στενό παραθύρι τοῦ κελλιοῦ ἦταν ἀρκετό γιά νά μήν ἔχει πρόβλημα μέ τά μάτια του, μολονότι τελευταῖα ἔβλεπε πώς θολώνει λίγο ἡ ὅρασή του καί ἔπρεπε νά τραβιέται λίγο μακρύτερα γιά νά βλέπει καλύτερα. Τά χέρια του ἄρχισαν μέ μεγάλη ἐπιτηδειότητα νά δουλεύουν τό ἔργο του, σχεδόν ἀσυναίσθητα ἔκαναν τό πλέξιμο, ἐνῶ τά χείλη του ἤδη εἶχαν ξεκινήσει νά λένε τίς ἀγαπημένες του προσευχές, κυρίως τό ψαλτήρι τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ. Τόσα χρόνια στήν ἄσκηση εἶχε μάθει ἀπέξω ὅλους τούς ψαλμούς, «τά λόγια πού θέλει νά ἀκούει ὁ ἴδιος ὁ Θεός», ὅπως συνήθιζαν νά τούς λένε οἱ παλαιότεροι ἀσκητές, καί ἀπορροφήθηκε τόσο μέ τό ψάλσιμο, ὥστε δέν ἄκουσε ἕναν θόρυβο πού ἐρχόταν ἔξω ἀπό τό μικρό παραθύρι. Μόνον ὅταν εἶδε νά σκοτεινιάζει λίγο ὁ χῶρος ἀνασήκωσε τά μάτια του καί… ἔφριξε! Ἕνα παιδί πολύ μαυριδερό, φορώντας ἕνα ἔνδυμα ψάθινο, ἔμπαινε ξεδιάντροπα στό κελλί του ἀπό τό παράθυρο.
Σάν νά φοβήθηκε λίγο πού εἶδε τόν ἀπρόσκλητο ἐπισκέπτη καί πῆγε νά ἀποθέσει τό ἐργόχειρό του. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε. Ἡ ἐμπειρία του καί ὁ φωτισμός ἀπό τόν Θεό τόν ἔκαναν νά καταλάβει περί τίνος ἐπρόκειτο. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ», ψιθύρισε κι ἔσκυψε καί πάλι πάνω στό ἐργόχειρο, δείχνοντας πλήρη περιφρόνηση στή δαιμονική παρουσία. Εἶχε ἀκούσει ἀλλά καί ἡ δική του πεῖρα εἶχε βεβαιώσει ὅτι τίποτε δέν διώχνει τόσο τόν Πονηρό ἀπό τίς ὅποιες ἐπιθέσεις του ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ περιφρόνηση ἀπέναντί του. Νά συνεχίζει κανείς τό ἔργο του, κυρίως τήν προσευχή του καί τήν ἐνατένιση τοῦ Κυρίου του, χωρίς νά διασπᾶται ὁ νοῦς του ἀπό τίς δαιμονικές φαντασίες καί τά ὁράματά του.
Ὁ Πονηρός στάθηκε γιά ὥρα μπροστά του χωρίς νά λέει ἤ νά κάνει τίποτε. Τό ἴδιο ὅμως καί ὁ ἀσκητής: συνέχιζε τό ἐργόχειρό του καί τά ψαλσίματά του. Ἀπό ὥρα εἶχε ξεπεράσει τόν ψαλμό τῆς μετανοίας, τόν 50ό ψαλμό, καί συνέχιζε ἀκάθεκτος σάν νά μήν ἔχει κανέναν μπροστά του. Ὁ δαίμονας ἄρχισε νά… ὀργίζεται. Ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν προσευχή. Χωρίς νά πεῖ καί πάλι τίποτε, ἄρχισε νά χορεύει μπροστά στόν ἀσκητή, ἐνῶ ἐκεῖνος συνέχισε νά ψάλλει. «Γέροντα», ἄκουσε τό μαῦρο παιδί νά τοῦ λέει κάποια στιγμή, «καλά χορεύω»; Τσιμουδιά ὁ γέροντας. Ἡ προσευχή του καί τό ψάλσιμό του μόνον ἀκούγονταν. «Γέροντα, σοῦ ἀρέσει ἔτσι ὅπως χορεύω;», ξανάκουσε τή δαιμονική φωνή, ἐνῶ εἶδε τρελλές φιγοῦρες νά διαγράφονται ἀπό τόν ἐξαποδῶ, ὁ ὁποῖος εἶχε βαλθεῖ μέ τίς πολλές κινήσεις του νά τοῦ διασπάσει τήν προσοχή.
Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπολύτως βέβαιος γιά τόν τρόπο ἀντίδρασής του συνέχισε τήν πλήρη ἀδιαφορία του. Θυμήθηκε γιά ἀκόμη μία φορά αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντάς του στό μοναστήρι: «Παιδί μου, πρόσεχε μέ τίς δαιμονικές ἐμφανίσεις καί ἐπήρειες. Μή σέ κοροϊδέψει ὁ Πονηρός καί σοῦ ἀποσπάσει τήν προσοχή, ὥστε νά ἀρχίσεις μαζί του διάλογο. Πρέπει κανείς νά εἶναι στό ὕψος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ἤ τῶν μεγάλων ἁγίων γιά νά στήσεις διάλογο, ἔστω καί ἀντιρρητικό, μαζί του. Ἐκεῖνος μέ πολλῶν χρόνων καί αἰώνων ἐμπειρία, τελικά θά σέ τουμπάρει. Τό μόνο πού κυριολεκτικά… δαιμονίζει τόν δαίμονα, εἶναι ἡ πλήρης ἀδιαφορία καί ἡ ἀπόλυτη περιφρόνηση. Ἐσύ θά λές τίς προσευχές σου, καί εἰ δυνατόν νά ψάλλεις. Κάτι τέτοιο δέν τό ἀντέχει ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Πονηροῦ, γι’ αὐτό καί γρήγορα θά σέ ἀφήσει».
Τά σοφά λόγια τοῦ Γέροντά του ἐφαρμόστηκαν καί τώρα πολύ γρήγορα καί ἄμεσα. Νευριασμένος ὁ Πονηρός σκέφτηκε νά ἐπιτεθεῖ στόν Γέροντα ἐκ… δεξιῶν. Νά ἀμφισβητήσει τίς προσευχές του καί τή σωστή ἐκφορά τους. «Τί νομίζεις, κακόγερε;», τοῦ εἶπε τώρα σφυριχτά. «Νομίζεις ὅτι μ’ αὐτά πού ψέλνεις κάνεις κανένα μεγάλο πράγμα;         Ἄκου λοιπόν νά μάθεις: Σοῦ λέω ὅτι καί στόν ἑξηκοστό πέμπτο καί στόν ἑξηκοστό ἕκτο καί στόν ἑξηκοστό ἕβδομο ψαλμό ἔκανες λάθος. Δέν λές σωστά τούς ψαλμούς, δέν κάνεις σωστά τήν προσευχή. Μή νομίζεις λοιπόν ὅτι σέ ἀκούει ὁ Θεός σου!»  
Τοῦ ‘ρθε νά ἀπαντήσει καί νά βάλει τόν σατανᾶ στή… θέση του. Νά τοῦ ἐξηγήσει ὅτι ὁ Κύριος δέν κοιτάζει τήν ἀκρίβεια τῶν συλλαβῶν, ἀλλά τήν προαίρεση τῆς καρδιᾶς, τή διάθεση τῆς ἀγάπης πού Τοῦ ἔχουμε. Ἀλλά ἀμέσως καί πάλι συνῆλθε. «Μά αὐτό θά εἶναι ἡ νίκη του διαβόλου: τό ξεκίνημα διαλόγου μαζί του, ἔστω καί γιά λόγους ἀλήθειας. Ὄχι, Πονηρέ, δέν θά γίνει τό θέλημά σου». Σιωπή καί πάλι ὁ Γέροντας. Ἐνέτεινε περισσότερο τήν προσοχή του στή μυστική παρουσία τοῦ Κυρίου καί δυνάμωσε τίς ψαλμωδίες του. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔλεγε ἐπίσης νοερά. Καί τότε ἔκανε κάτι πού ἔδιωξε ἀμέσως τόν Πονηρό. Σηκώθηκε ὄρθιος, χωρίς νά δίνει καμία σημασία στόν κακό ἐπισκέπτη του, κι ἔβαλε μετάνοια στόν Θεό. Δέν πρόλαβε σχεδόν νά ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά του κι εἶδε τόν διάβολο νά ἐξαφανίζεται ὡς καπνός. Ἡ μετάνοια στόν Κύριο καί ἡ ἀπόλυτη συγκέντρωση τοῦ νοῦ του μόνον σ’ Αὐτόν ἔκαναν τόν διάβολο ἄφαντο.
Ὁ γέροντας ἔσυρε τά βήματά του γρήγορα στόν μικρό ναό τοῦ ἁγίου Προδρόμου γιά νά ἀποδώσει κι ἐκεῖ, μπροστά στίς εἰκόνες, τή δέουσα στόν Κύριο δοξολογία. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ Κύριος, ἡ Παναγία καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος τοῦ χαμογελοῦσαν. Ἀναλύθηκε σέ δάκρυα…

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰωάννη Μόσχου, κεφ. 160)

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2018

Παραμύθι για πολύ… τρανούς!


                   Αθανάσιου Γκάτζιου
Μια φορά κι έναν καιρό  ήταν ένας Βασιλιάς που πάντα ονειρευόταν  να αγγίξει το φεγγάρι. Δε σκεφτόταν τίποτε άλλο και αδιαφορούσε παντελώς για το βασίλειό του. Μια μέρα κάλεσε τον ξυλουργό του και του είπε: «Η επιθυμία μου είναι να αγγίξω το φεγγάρι. Πρέπει να μου κατασκευάσεις έναν πύργο τόσο υψηλό, ώστε να μπορέσω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου».
Ο ξυλουργός ήξερε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, αλλά   ό,τι διέταξε ο Βασιλιάς. Έτσι άρχισε να εργάζεται για την κατασκευή του πύργου. Σύντομα όμως τελείωσαν όλα τα ξύλα των εργαστηρίων του βασιλείου καθώς  χρησιμοποιήθηκαν για τον πύργο. Εξήγησε την κατάσταση στο Βασιλιά, αλλά εκείνος επέμενε: «Εγώ πρέπει να αγγίξω το φεγγάρι. Έχω μια ιδέα. Κάθε πρόσωπο του βασιλείου μου θα φέρει στο Παλάτι μου  όσα  κιβώτια  διαθέτει  και έτσι θα κατορθώσουμε να τελειώσουμε τον πύργο».
 Κάθε  πολίτης του βασιλείου έφερε τα ξύλινα κιβώτιά του στο Παλάτι. Συγκεντρώθηκαν εκατομμύρια  κιβώτια και ο ξυλουργός στρώθηκε στη δουλειά τοποθετώντας τα το ένα πάνω στο άλλο. ‘Όταν ο βασιλιάς αντίκρισε τον πύργο, ούρλιαξε: «Δεν είναι αρκετά ψηλός. Πελεκήστε όλα τα δέντρα του Βασιλείου μου και φτιάξτε όσα περισσότερα κιβώτια μπορείτε». Κάθε δέντρο στο Βασίλειο κόπηκε. Όλα   έγιναν κιβώτια που τοποθετήθηκαν στον πύργο, ο οποίος  έφτασε  πλέον ως τα σύννεφα.
Ο Βασιλιάς άρχισε να σκαρφαλώνει στον πύργο. Σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό, ώσπου μπήκε μέσα στα σύννεφα. Επιτέλους ο βασιλιάς έφτασε στην κορυφή του πύργου! Το φεγγάρι φαινόταν πολύ κοντά. Άπλωσε το χέρι του για να το αγγίξει , αλλά  ήταν ακόμη μερικά εκατοστά πιο ψηλά.  Ένα ακόμη κιβώτιο και το όνειρό του θα γίνει πραγματικότητα!
Ο Βασιλιάς έγινε έξαλλος,  μα ξαφνικά ηρέμησε. «‘Έχω μια λαμπρή ιδέα∙   πάρε το κιβώτιο από το κάτω μέρος του πύργου και φέρε το   επάνω σ’ εμένα», είπε στον ξυλουργό.
«Τι; Ένα από το κάτω μέρος;», απάντησε  με κομμένη την ανάσα του ο ξυλουργός.
«Ναι, ένα  από το κάτω μέρος και καν’ το αμέσως, προτού σου πελεκήσω το κεφάλι», ξεφώνησε  ο Βασιλιάς απ’ την κορυφή.
Έτσι, ο ξυλουργός έκλεισε τα μάτια του, τράβηξε από τη λαβή το τελευταίο κιβώτιο και απομακρύνθηκε γρήγορα.  
Ο πύργος σωριάστηκε!
 Και κάπου, κάτω από τα εκατομμύρια   κιβώτια ήταν εγκλωβισμένος  ο Βασιλιάς. Κανείς δε γνωρίζει τι  συνέβη με το Βασιλιά! 
Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά  ότι δεν άγγιξε ποτέ το φεγγάρι!
Θαρρώ ότι δεν διαφέρουμε και πολύ από τη φιγούρα του άφρονα βασιλιά της Καραϊβικής Παράδοσης. 
Πασχίζουμε στη ζωή μας να ακροβατούμε στον απατηλό και ονειρικό παρόντα χωροχρόνο, στηριζόμενοι πάνω στα ποικιλόχρωμα «κιβώτιά» μας στα οποία στηρίζουμε την «απογείωσή» μας για να γίνουν κάποια στιγμή τα «μπάζα» που θα εξαφανίσουν την ύπαρξή μας, ακόμη και αυτό το   στίγμα μας από τη ζωή!  Γινόμαστε όμως ζωντανό παράδειγμα βαβελικής αλαζονείας κυρίως για τα παιδιά μας,  τα οποία ζυγίζουν και σταθμίζουν κάθε λόγο, κίνηση, πράξη και συμπεριφορά μας! Την καταγράφουν στο «σκληρό» δίσκο της ψυχής τους και όλως ασυνείδητα σε δύσκολες στιγμές της ζωής τους την μιμούνται! Εμείς όμως απτόητοι συνεχίζουμε το χτίσιμο  του «πύργου» μας  για να  επαληθευθεί για μια ακόμη φορά και προσωπικά  για μας ο λόγος του Θεού:
« Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον, και ιδού ουκ ην, και εζήτησα αυτόν, και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού». (Ψαλμ.λστ΄, 35-37).

Ένας Άγιος άστεγος - Αληθινή Ιστορία

astegos
Η ματιά του με διαπερνούσε ενοχλητικά στο αργό περπάτημα μου λίγα μέτρα πιο πέρα…
Αναζητούσα κάτι άλλο, αλλά προέκυψε αυτό το βλέμμα, που σαν να μου μιλούσε χωρίς ήχο με καθήλωσε και με γέμισε ενοχές…
Εγώ κρατώντας μια τυρόπιτα και ένα μπουκάλι νερό αμέριμνος αλλά και ψυχρός, εκείνος ένας πεινασμένος και κομματιασμένος ψυχικά περίμενε όχι την τυρόπιτα, αλλά το τέλος που δεν ερχόταν…
Τον κοίταξα άλλη μια φορά και του την πρόσφερα μαζί το νερό…Την πήρε στα χέρια αλλά δεν την έφαγε…
«Ένα τσιγάρο έχεις να μου δώσεις;»
«Δεν καπνίζω», του λέω, αλλά τρέχω στο περίπτερο δίπλα του και αγοράζω ένα πακέτο, δεν θυμάμαι και ποια μάρκα…
Το προσφέρω χαμογελώντας και καθώς απομακρύνομαι μη έχοντας να δώσω κάτι άλλο, ξεκίνησε η δική του προσφορά!!! 
«Το τσιγάρο με σκοτώνει, ενώ η τυρόπιτα ανανεώνει το ραντεβού με την κόλαση για αργότερα…».
Τον κοίταζα σιωπηλός και ακίνητος δείχνοντάς του το ενδιαφέρον που ζητούσε για να συνεχίσει…
«Δεν με παίρνει ρε φίλε η Παναγιά, με αφήνει εδώ να ταλαιπωρούμαι, να βλέπω την πατρίδα, να στοιχειώνει και να μη μπορώ να τη βοηθήσω…
Τα παιδιά και τους νέους να χάνονται στην απελπισία, χωρίς προοπτική και όνειρα και λιώνω…Τους αρρώστους αβοήθητους, τους γέροντες πεταμένους και εκείνα τα ορφανά ξεχασμένα στα ιδρύματα και μαυρίζει η καρδιά μου…
Ο Χριστός είναι εδώ συνέχεια δίπλα μου και όσο τον παρακαλάω να με πάρει μαζί του με αφήνει να κοιμηθώ και ξανάρχεται μόλις ξυπνήσω… 
Δεν έχω και άλλη παρέα αλλά ούτε και παράπονο…Όποτε Τον φωνάξω τρέχει συνέχεια να με ακούσει…
Αν ζητήσεις από τον πρωθυπουργό ακρόαση δεν θα τον δεις ποτέ…Ο άρχοντας όμως όλου του κόσμου έρχεται αμέσως…»
 Δακρύζει και σταματάει να μιλάει κοιτώντας αλλού…
 Κάθισα δίπλα του και περίμενα να συνεχίσει, ήταν τόσο ζεστά, παρά το κρύο, που νόμιζες ότι έχει σόμπα κοντά του… 
Τώρα με κοιτάζει και χαμογελάει…
 «Δώρο από τον Χριστό είναι η σόμπα, μη σου πω ότι το βράδυ ξεσκεπάζομαι».
Χλόμιασα γιατί διάβασε τη σκέψη μου…! Κατάλαβα ότι δεν είναι τυχαίος άνθρωπος…
«Η δικαιοσύνη του Θεού είναι πιο μεγάλη από ότι φαντάζεσαι…
Αν κάνεις φόνο, η ανθρώπινη επιείκεια του δικαστηρίου θα σε βγάλει από τη φυλακή σε λίγα χρόνια, ενώ για το ίδιο αδίκημα σου λένε ότι θα πας στην κόλαση αιώνια…
Είναι δυνατόν ο άνθρωπος να είναι ποιο επιεικής από τον Θεό;
Αν μετανοήσεις για τις πράξεις που σε βαραίνουν, θα συγχωρεθείς αμέσως από τον Χριστό, γι’ αυτό να μην είσαι τόσο αυστηρός με τον εαυτό σου…
Δώσε του την ευκαιρία να διορθωθεί και μη καταδιώκεσαι από τους τύπους και το καθήκον… Κάνε την προσευχή σου πάντα και μην αφήνεις τον εαυτό σου έξω από την ευλογία του Χριστού…»
«Θέλω αν μπορείς να προσευχηθείς για εμένα», του ζητώ…
«Αν εγώ φάω την τυρόπιτα που μου πρόσφερες, εσύ θα χορτάσεις; Να προσεύχεσαι στον Χριστό όπως και εγώ και να έχεις πίστη…»
Καθώς σηκώνομαι να φύγω, ενώ εκείνος πήρε την τυρόπιτα στα χέρια με κοιτάζει χαμογελώντας και μου λέει:«Τόση ώρα οι τρεις μας θα μπορούσαμε να παίξουμε και ξερή (παιχνίδι με χαρτιά), αλλά μάλλον εσύ ήθελες μόνο να ακούσεις…
Ο φίλος μου θα σε βοηθήσει να βρεις αυτό που ζητάς…»Ποτέ δεν περίμενα ότι παίρνοντας ένα πακέτο τσιγάρα και μια τυρόπιτα θα δεχόμουν σαν αντίτιμο την σοφία ενός άγνωστου άστεγου, τη δωρεάν ακτινογραφία των ανησυχιών μου και τη διαβεβαίωση ότι ο φίλος του ο Χριστός θα μου τις απαλύνει…
Οι άνθρωποι του Θεού βρίσκονται ανάμεσα μας και όποιος έχει ανοικτά μάτια μπορεί να δει το θέλημα Του, αλλά και την χάρη Του, αυτήν που μεταμορφώνει έναν άστεγο σε σοφό, έναν άγνωστο σε φίλο, έναν άνθρωπο σε αδελφό !!!

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2018

Ο τρελός και η μαγκούρα ( Παραμύθι αληθινό για καλή Σαρακοστή ...)

πηγή


Παραμονές Σαρακοστής . Χαρούμενη είναι και φέτος η Μαρία …μα έχει μια αδιόρατη μελαγχολία το κάθε της χαμόγελο . Να ΄ ναι που στο σχολείο την κοιτάνε κάπως περίεργα οι άλλες μανάδες , από τότε  τους είπε πως τα μικρά  της τα "ακουμπάει" στο πετραχήλι του πνευματικού της    … Να ΄ναι που φέτος δεν τα στειλε σε κανένα χορό με μασκαράδες , που στα γενέθλια της μεγάλης το Σάββατο της Τυρινής δεν πρόσφερε κρεατάκι στα παιδάκια 
-Υπερβολική είσαι καημένη ! Στον δικό σου κόσμο ζεις και θέλεις πεισματικά να σε ακολουθήσουν ακόμα και τα μικρά παιδιά …Γιατί δεν έβαλες και κανένα κεφτεδάκι  και άσε τα  αυτά να αποφασίσουν ! Τα εισερχόμενα δεν βλάπτουν Μαρία ! μόνο τα εξερχόμενα ! Το είπε ο ίδιος ο Χριστός !
Δικοί της άνθρωποι της τα παν όλα τούτα … Και κείνη βάλθηκε να τους απαντά ήρεμα και   με  απλά λογάκια πως την Κυριακή της Τυρινής θυμόμαστε την …ξουρία των πρωτοπλάστων  που έλεγε και η γιαγιούλα της , που ο Θεός τους είπε μες σε χίλια δέντρα μόνο το ένα να μην ζυγώσουν …- Έτσι και εμείς την Τυρινή εβδομάδα σε ανάμνηση της θλιβερής εξώσεως , τρώμε τα πάντα πλην κρέατος …Και για  τα εισερχόμενα που είπε ο Κύριος , δεν εννοούσε ότι δεν πειράζει το να μην νηστεύουμε,  μα το είπε όταν  οι τυπολάτρες και υποκριτές  Φαρισαίοι, οι τυφλοί οδηγοί των τυφλών ,  τον  κατηγόρησαν ότι αφήνει τους μαθητάδες του να τρώνε με χέρια άνιπτα,  διδάσκοντάς τους έπειτα  για την καθαρή καρδιά …
Το βράδυ της Παραμονής της Συγχώρεσης  μετά την όμορφη γιορτούλα τους , θέλησε να πει  ένα παραμύθι στα παιδιά της πριν κοιμηθούν , μα πιο πολύ το είπε  για την δική της την ψυχή , που γύρευε  να γαληνέψει …

Ήτανε που λέτε παιδιά τα πολύ παλιά χρόνια μια πολιτεία μακρινή με δρόμους μεγάλους και σπίτια ψηλά  …Οι κάτοικοί της ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Όλο γιόρταζαν και τραγουδούσαν.  Έτρωγαν έπιναν και  συνεχώς γλεντούσαν . Μια ατέλειωτη γιορτή ήτανε η ζωή τους . Απ ' όποιο σπίτι και να περνούσες θα σου ' λεγαν : -  Πέρνα μέσα να φας να  πιεις και να χορέψεις και αύριο το πρωί μπορεί να ξεμπερδέψεις !  Κάθε χρόνο τέτοια εποχή  στην τεράστια πλατεία της πολιτείας , γινόταν το μεγάλο πανηγύρι . Εκεί μαζεύονταν όλοι οι  κάτοικοι ,  νέοι γέροι και παιδιά  και τρία ολόκληρα μερόνυχτα χορεύανε  , τρώγανε και πίνανε και καμιανού δεν δίνανε !  Την Τρίτη ημέρα,  όπως πάντα,  ήρθε και ο άρχοντας  ο βασιλιάς ο μέγας ! Κάθισε πάνω στον θρόνο του λοιπόν και απολάμβανε  και αυτός  τα γλέντια και τις χαρές …Έλεγε κάθε τόσο : Δώστε στον κόσμο να φάει και να πιεί με την ψυχή του !
Χορέψτε ! Τραγουδήστε ! Ξεφαντώστε ! φώναζε όλο ένα και δως του να πίνει και να τρώει κι εκείνος …
 Οι παρατρεχάμενοί του υπασπιστές , κόντηδες και κόμηδες με πλουμιστές στολές  , ενθουσιάζονταν που έβλεπαν τον βασιλιά τους τρισευτυχισμένο και τόσο μα τόσο  ….μπουκωμένο,    όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα ! Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον ικανοποιήσουν  πιότερο …μέχρι και τις καμπάνες βάλανε να χτυπάνε ολοένα για να μην μπορεί να κοιμηθεί κανείς και όλοι να συνεχίζουνε  το ατέλειωτο το γλεντοκόπι !
Είχε φτάσει η  νύχτα στο μέσο της,  μόλις   ο Βασιλιάς φώναξε : Εμπρός,  αγκαλιαστείτε όλοι και χορέψτε στον ρυθμό του βασιλικού ταγκό!   Εμπρός μουσικάντηδες αρχινήστε ! Ξεκίνησαν εκείνοι λοιπόν να παίζουν δυνατά την μουσική που διέταξε ο Βασιλιάς ! Κάνανε όλοι ζευγάρια και άρχισαν  να χορεύουν και να περνούν από  μπροστά του καμαρωτοί -καμαρωτοί  ! Κάποια στιγμή κάπου  στο βάθος , ο Βασιλιάς ξεχώρισε έναν άνθρωπο . Δεν ήταν αυτός σαν όλους τους άλλους , τους ξέφρενους πανηγυριστές κατοίκους . Αυτός ήταν θλιμμένος και σκυφτός ολοένα . Καθόταν πάντα μόνος του , κανείς δεν του μιλούσε ...Όλοι τον ελυπόντουσαν , γιατί ποτέ του δεν χαιρότανε , ποτέ του  δεν γλεντούσε .... Του'  χανε βγάλει και ένα σωρό παρατσούκλια και τον φωνάζανε άχαρο και αλλοπαρμένο και  γρουσούζη και βλαμμένο… Διέταξε λοιπόν ο Βασιλιάς να του τον φέρουνε μπροστά του ! Σηκώθηκε λοιπόν εκείνος και με βροντερή φωνή και  τα φρύδια του  σμιχτά του λέει  : -Γιατί άνθρωπε δεν γελάς και δεν γλεντάς  ; Γιατί δεν χορεύεις , πως τολμάς  ; Δεν ακούς αυτήν την ονειρεμένη μουσική που παίζουν τα βιολιά και οι τρομπέτες , τα πιατίνια κι οι κορνέτες , δεν βλέπεις πως λικνίζονται οι όμορφες κοκέτες  ; -Βασιλιά μου , του λέει ένας στρατηγός σοφός  , έτσι είναι πάντα τούτος ο ...πτωχός βοσκός! Γι αυτό κανείς  δεν τον πλησιάζει  και είναι όλο μόνος του εκεί πάνω στο μαντρί του  …-Ναι , μα σήμερα είναι μέρα ξεχωριστή , της χρονιάς η  διαλεχτή ! φώναξε  ο Βασιλιάς έξαλλος  .. Οι μουσικοί σταμάτησαν και όλοι γύρισαν να τον ακούσουν με προσοχή  :
 - Δεν επιτρέπεται να είσαι έτσι ! Απαγορεύω σήμερα να μην είσαι χαρούμενος ! Απαγορεύεται να μην γιορτάζεις  όπως όλοι ! 
Αυτά είπε και περίμενε την απόκριση του  ανθρώπου μας ... –Βασιλιά μου , είπε εκείνος με σιγανή φωνή , χαρούμενος είμαι , μα είναι αλλιώτικη η δική μου η χαρά !-  Χόρεψε λοιπόν  , τραγούδησε και εσύ για να μου το αποδείξεις!  του είπε ο Βασιλιάς . Ξεκίνησε λοιπόν ο άνθρωπός μας τότε  να λέει ένα τραγούδι , που κανείς δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει … Ελέησόν με ο Θεός ελέησόν με …την ουσίαν της ψυχής καταναλώσας ταις ασωτίαις έρημος ειμί αρετών ευσεβών …λιμώττων δε κράζω ο πατήρ των οικτιρμών προφθάσας συ με οίκτειρον ….
 Απότομα τον διέκοψε ένα χαχανητό που απλώθηκε σε όλην την τεράστια πλατεία …
- Τι είναι αυτά άνθρωπέ μου !!! έσκουξε ο Βασιλιάς και άρχισε να γελά τρανταχτά  .. Χα-χα-χα ! Αυτό δεν είναι τραγούδι ..αυτό είναι μοιρολόι ! είπε και όλοι γελώντας συμφώνησαν μαζί του …-Καλά εσύ σίγουρα είσαι τρελός! Λοιπόν από σήμερα είσαι επισήμως ο τρελός του Βασιλείου μου ! είπε και όλοι γέλασαν μέχρι δακρύων  ! Φέρτε μου αμέσως μια μαγκούρα!  είπε αυστηρά τώρα ο Βασιλιάς...Κόπασε η φασαρία και το χαρδαβαλιό  και όλοι νόμιζαν πως την ήθελε για να τιμωρήσει τον άνθρωπό μας που  δεν γιόρταζε σαν και κείνους ...Μα σε λίγο μόλις του την έφεραν,  άκουσαν τον Βασιλιά  να λέει : - Σε διατάζω από δω και στο εξής , να κρατάς συνέχεια  αυτήν την μαγκούρα και μόνο αν βρεθεί κάποιος άλλος πιο τρελός από σένα , που πολύ αμφιβάλλω , τότε και μόνο τότε θα την αποχωριστείς!  Φύγε τώρα από μπροστά μου τρελέ ,  γιατί  μας χαλάς την γιορτή ! Μουσικάντηδες ! ξαναρχίστε το ταγκό ! φώναξε και ο χορός ξεκίνησε και πάλι ! 
Κυλήσανε τα χρόνια και ο άνθρωπός μας,  πάντα από τότε γυρνούσε με την μαγκούρα που του' δωσε ο Βασιλιάς! Όλοι πλέον τον φωνάζανε τρελό και τον κορόιδευαν ! Εκείνος δεν κάκιωνε σε κανέναν , μόνο χαμογελούσε ...μα  είχε μια παράξενη μελαγχολία το κάθε του χαμόγελο …Πλησίαζε και ο καιρός της μεγάλης γιορτής ! Ετοιμασίες παντού !  Φορέματα , στολίσματα , μαγειρέματα και μυρουδιές , τύμπανα ,  και μουσικές και πρόβες εξαντλητικές  για τη μεγάλη γιορτή του χρόνου  ! Έξαφνα  μια είδηση διαδόθηκε σε όλη την πολιτεία . Ο Βασιλιάς έπεσε άρρωστος βαριά στο κρεβάτι και δεν σηκωνότανε…  Ήρθανε οι καλύτεροι γιατροί του βασιλείου και άλλοι  από πολύ μακριά , του δώσανε τα πιο δυνατά τους γιατροσόφια , μα ο Βασιλιάς δεν σηκωνόταν … Συμφορά  μας!  λέγανε οι άνθρωποι ... Τώρα πως θα γίνει το πανηγύρι μας δίχως τον Βασιλιά μας …Δυστυχία μας ! Όλοι μαζεύτηκαν έξω από το παλάτι ! Να σου και ο τρελός με την μαγκούρα του ..- Εσύ μας έλειπες του είπαν …Πήγε και αυτός και ζήτησε να δει τον Βασιλιά και επέμενε πολύ …Σαν το παν στον Βασιλιά πως τον ζητούσε ο τρελός με την μαγκούρα , εκείνος πάνω στην απελπισιά του,   σκέφτηκε πως ίσως να ξερε τούτος  κανένα ματζούνι θεραπευτικό εκεί στα βουνά  που τριγυρνούσε , για να τον κάνει καλά  και έτσι τους είπε να τον αφήσουν να ανέβει  …Πάει λοιπόν ο τρελός και στέκεται μπροστά στην Βασιλική κλίνη ..- Βασιλιά μου τι έχεις ;
- Ωχ ο δυστυχής πονάω και υποφέρω!  του απάντησε εκείνος .- Τι λένε οι γιατροί Βασιλιά μου ; -Εμένα δεν μου λένε τίποτε , μα φοβάμαι από τα πρόσωπά τους τα σκυθρωπά , πως λίγες είναι οι μέρες μου ,δεν θα τα καταφέρω …-Βασιλιά μου βλέπω πως  ετοιμάζεσαι για μεγάλο  ταξίδι ! είπε ο τρελός … -Δεν μου λες έχεις κανέναν να σε περιμένει εκεί που θα πας ;  Όχι… του αποκρίνεται εκείνος σαστισμένος,  δίχως να νογάει  όμως , για ποιο ταξίδι τον ρωτούσε ...
  -Βασιλιά μου έκλαψες ποτέ στην ζωή σου ; Δάκρυσες , μετάνιωσες για κάτι από όλα αυτά που έκανες και είπες σε ολάκερη τη ζήση σου  ; Τότε φάνηκε να καταλαβαίνει ο Βασιλιάς - Τι είναι αυτά που λες άνθρωπέ μου ! Φρουροί πετάξτε τον αμέσως έξω τον τρελό ! φώναξε με όσες δυνάμεις του  είχαν απομείνει…Τον πήραν τον άνθρωπό μας και τον πέταξαν έξω με τις κλωτσιές …Και έφυγε αυτός  για άλλη πολιτεία που ποτέ δεν μάθαμε ποια ήταν …Μόνο που κανείς δεν πρόσεξε πως μόλις τον βγάλανε από το παλάτι, για πρώτη φορά μετά από χρόνια  δεν βάσταγε  την μαγκούρα του ο… τρελός . Την είχε αφήσει πάνω  στο βασιλικό κρεβάτι δίπλα στον ετοιμοθάνατο βασιλιά   …όπως κάποτε εκείνος τον είχε διατάξει …

Τέλειωσε το παραμύθι,  μα μην είναι αληθινό ;
Αύριο το βράδυ  θα ρθω , άλλο πάλι  να σας πω !

Καληνύχτα ψυχούλες μου ! Καλή Σαρακοστή !

Κυριακή, Νοεμβρίου 26, 2017

Δύο μοναχοί συνομιλούσαν για τη σωτηρία.

Δύο μοναχοί συνομιλούσαν για τη σωτηρία. Ο ένας έλεγε:
-Η ψυχή μου δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την σκέψη ότι κάποιος θα χαθεί αιώνια. Νομίζω πως ο Κύριος θα βρει τρόπο να τους σώσει όλους.

Ο άλλος απάντησε:
-Οι άγιοι Πατέρες λένε ότι ο Θεός μπορούσε να δημιουργήσει τον άνθρωπο χωρίς τη συνέργεια του, αλλά να τον σώσει χωρίς τη συμφωνία και τη συνεργεία του ίδιου του ανθρώπου είναι αδύνατο. Η σωτηρία και η απώλεια βρίσκονται στην ελευθερία του ανθρώπου.

Ο πρώτος:
-Νομίζω ότι ο Θεός με το πλήθος της αγάπης Του θα υπερβεί την αντίσταση του κτίσματος , χωρίς να καταλύσει την ελευθερία του.

Ο δεύτερος:
-Μου φαίνεται πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι δυνητικά τόσο μεγάλη, που και στο επίπεδο του αιώνιου Είναι μπορεί να προσδιοριστεί αρνητικά απέναντι στο Θεό. Όσοι δεν το γνωρίζουν αυτό ή το λησμονούν ή τρέφονται με "ωριγενικό γάλα".

-Αλλά, πραγματικά, αυτό είναι μωρία!

-Ναι , μωρία.

Τι λοιπόν να κάνουμε;

-Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι, και εμείς πρέπει να σκεφτόμαστε τη σωτηρία όλων και να προσεύχομαστε για όλους . Αλλα ούτε η αποκάλυψη ούτε η πείρα μας μας δίνουν βάση να ισχυριστούμε ότι όλοι θα σωθούν.Η ελευθερία είναι μεγάλο δώρο, αλλά φρικτό.


Γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ.
πηγή 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...