Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνικές Εορτές και Επέτειοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνικές Εορτές και Επέτειοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαρτίου 17, 2022

Νίκη ή Θάνατος. Η Μάνη επαναστατεί. [17 Μαρτίου 1821]

 

shmaia epanastashs manhs 01

Νίκη ή Θάνατος. Η Μάνη επαναστατεί. [17 Μαρτίου 1821]

Μαργαρίτα Κουτσιλέου

Η Ελληνική Επανάσταση οργανωμένη με πίστη και τόλμη από τη Φιλική Εταιρεία, αποτελεί κορύφωση της εθνικής επαναστατικής συνείδη­σης και παράδοσης, το ενδοξότερο γεγονός της νεότερης ιστορίας του Ελληνισμού και από τα σπουδαιότερα πολιτικά γεγονότα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Στη διάρκειά της η Μάνη, βασικός συντελε­στής της απελευθέρωσης, παρέμεινε απόρ­θητη στους Τούρκους. Εννέα χρόνια μετά τον ηρωικό αγώνα, δημιουργείται το ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος.

 ΜΑΝΗ: Καταφύγιο και Ορμητήριο

Η περιοχή της Μάνης σ’ όλη την περί­οδο της Τουρκοκρατίας παρέμεινε στην πραγματικότητα απόρθητη, παρά τις επανειλημμένες απόπειρες των Τούρκων για την υποδούλωσή της. Μάλιστα, από το 1776, μετά τα Ορλωφικά, ανακηρύ­χθηκε σε ημιανεξάρτητη φόρου υποτελή ηγεμονία υπό την άμεση δικαιοδοσία του Καπουδάν Πασά. Τη διοίκησή της αναλάμ­βανε ένας από τους καπεταναίους της περιοχής, που διοριζόταν μπέης και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης. Η Μάνη είχε γίνει «το μεγαλύτερον ΦΟΒΗΤΡΟΝ των Τούρκων και το καταφύγιον των Ελλήνων», καθώς λόγω του ιδιότυπου αυτού καθεστώτος στην επικράτειά της υπήρχαν μόνιμες ανεξέλεγκτες δυνάμεις ενόπλων ανδρών, που αποτελούσαν και τους μοναδι­κούς έμπειρους πολεμιστές στην Πελοπόν­νησο. Η φήμη των κατοίκων, σε συνδυασμό με τη σχετική αυτοτέλεια της περιοχής και το κατάλληλο έδαφος της χερσονήσου, που μπορούσε να λειτουργήσει ως ορμητήριο και παράλληλα ως καταφύγιο, είχαν καταστήσει τη Μάνη στη συνείδηση τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων, ως την πιο κατάλληλη πε­ριοχή για την έναρξη του μεγάλου αγώνα. Πράγματι, παρά τις αντιπαλότητες και τις διαμάχες μεταξύ των μεγάλων οικογε­νειών της περιοχής κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας, σημειώ­θηκαν αρκετά επαναστατικά κινήματα και οργανώθηκε η καθολική συμμετοχή των Μανιατών στη μεγάλη επανάσταση. Τον Οκτώβριο του 1819, οι αρχηγοί συ­γκεντρώθηκαν στις Κιτριές στο σπίτι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του τελευταίου μπέη της Μάνης και υπέγραψαν συμφωνία για συνεννόηση και κοινή προετοιμασία.Επί πλέον, πολλοί Μανιάτες καπεταναίοι, και ο ίδιος ο Πετρόμπεης έσπευσαν να μυηθούν στη Φιλική Εταιρεία, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι, οποιαδήποτε καθολική εξέγερση των Ελλήνων έπρεπε να στηρι­χθεί στη Μάνη. Μάλιστα, το αρχικό σχέδιο του Υψηλάντη ήταν να μεταβεί ο ίδιος εκεί για την κήρυξη της επανάστασης, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω των κινδύνων που υπέκρυπτε η μετακίνησή του στο ευρωπαϊκό έδαφος. Η ματαίωση του σχεδίου αυτού αντί να απογοητεύσει τους Μανιάτες μάλλον ενέτει­νε το επαναστατικό τους φρόνημα. Ήδη, από τις αρχές του 1821 επικρατούσε πολεμικός αναβρασμός στην περιοχή, όπως και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Ακολουθώντας τις εντολές της Φιλικής Εταιρείας είχαν έλθει στη Μάνη ο Παπαφλέσσας και σπουδαίοι οπλαρχηγοί όπως ο Αναγνωσταράς και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, οι οποίοι περι­φέρονταν στα χωριά και στρατολογούσαν τους κατοίκους. Οι προετοιμασίες διεξάγο­νταν εντελώς απροκάλυπτα στην Ανατολική Μάνη, όπου η παρουσία της εξουσίας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη και πιο ήπια στη Δυ­τική, όπου βρισκόταν η έδρα του μπέη. Ο Πετρόμπεης είχε με επιτυχία κατορθώσει να καλύψει την παρουσία και τη δράση των οπλαρχηγών, αλλά και να αποφύγει τη μετάβασή του στην Τρίπολη στα τέλη Φεβρουαρί­ου, όταν ο Τούρκος διοικητής της Πελοπον­νήσου προκειμένου να αποδυναμώσει το ενδεχόμενο της εξέγερσης στην επικράτειά του κάλεσε όλους τους αρχιερείς και τους προκρίτους της Πελοποννήσου με το πρό­σχημα της σύσκεψης, στην πραγματικότητα όμως για να τους κρατήσει εκεί. Προφασιζόμενος ασθένεια ο Πετρόμπεης έστειλε το γιο του Αναστάσιο, καθησυχάζοντας έτσι την τουρκική ηγεσία και εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη δράση των καπεταναίων.

Από τις αρχές Μαρτίου σ’ όλη τη Μάνη επικρατούσε εμφανής πολεμικός συναγερ­μός. Οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τις εργα­σίες τους, συναθροίζονταν στις πλατείες των χωριών ετοιμάζοντας «μπαρουτόβολα» και συγκεντρώνοντας τρόφιμα για τους πολεμι­στές, ενώ οι οπλαρχηγοί κατέβαλαν αγωνιώ­δεις προσπάθειες να εξασφαλίσουν μολύβι και μπαρούτι, να συγκεντρώσουν πολεμι­στές και να συγκροτήσουν σώματα. Αυτή η ζωηρή και απροκάλυπτη προετοιμασία σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες διαμάχες μεταξύ των ισχυρών οικογενειών της Μάνης, είχαν σοβαρά ανησυχήσει τον Πετρόμπεη, ο οποίος φοβόταν ότι μια πρόωρη εξέγερση θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και στην αντίδραση των Τούρκων με τη λήψη σκληρών μέτρων κατά της Μάνης. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του στους Γρηγοράκηδες, αρχηγούς της Ανατολικής Μάνης, την 11η Μαρτίου 1821, με την οποία τους συνιστά να αποφεύγουν τις βεβιασμένες κινήσεις που μπορεί να βλά­ψουν την υπόθεση του αγώνα και τις συνεν­νοήσεις «δια το κοινόν όφελος». Όπως φαί­νεται από έγγραφα που σώζονται σε αρχεία επιφανών οικογενειών της Μάνης, στις αρχές Μαρτίου όλοι οι καπεταναίοι επικοινωνούσαν μεταξύ τους και με τον Πετρόμπεη είτε με κρυπτογραφημένες επιστολές ή με προσωπι­κές επαφές, με σκοπό τη συνεννόηση για την προετοιμασία και τον κοινό τρόπο δράσης. Γύρω στα μέσα Μαρτίου, οι τελικές αποφά­σεις φαίνεται ότι είχαν ήδη ληφθεί, καθώς οι συναντήσεις και οι ανταλλαγές επιστολών διακόπηκαν εντελώς. Οι αρχηγοί είχαν πια αφοσιωθεί αποκλειστικά στην προετοιμασία των δυνάμεών τους. Η ανύψωση της πρώτης επανα­στατικής σημαίας. Από τις γραπτές πηγές παραδίδεται ότι, τις παραμονές της επανάστασης οι αρχιε­ρείς και πρόκριτοι της Αχαΐας, που επίσης είχαν αποφύγει την κράτησή τους στην Τριπολιτσά, ζήτησαν από τον Πετρόμπεη να αρχίσει πρώτη η Μάνη τον αγώνα. Έτσι, ακολούθησε η συγκέντρωση όλων των Μα­νιατών οπλαρχηγών ύστερα από πρόσκληση του Πετρόμπεη την 17η Μαρτίου 1821, στην Τσίμοβα, τη σημερινή ΑΡΕΟΠΟΛΗ, που ήταν η πρωτεύουσα των Μαυρομιχαλαίων. Εκεί «συνεννοήθησαν να λάβωσι τα όπλα κατά των Τούρκων», όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης Κο­λοκοτρώνης και ο παριστάμενος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ανέλαβε να διαβιβάσει την απόφαση αυτή στους οπλαρχηγούς της Μεσ­σηνίας, της Αρκαδίας και της Αχαΐας. Στην τοπική παράδοση, το γεγονός διασώθηκε σαν θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της πόλης μπροστά στο ναό των Ταξιαρχών και στη θέση «Κοτρώνι» ύψωσαν την πρώτη ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ, πρόχειρα κατασκευα­σμένη από λευκό ύφασμα, με γαλάζιο σταυ­ρό στο κέντρο. Στην επάνω πλευρά έγραφε «Νίκη ή Θάνατος» (και όχι «ελευθερία», γιατί η Μάνη θεωρείτο ελεύθερη), και στην κάτω «Ταν ή επί Τας». Η σημαία ευλογήθηκε από τους ιερείς και όλοι οι αρχηγοί, μαζί με τον Πετρόμπεη, ορκίσθηκαν ότι ενωμένοι θα αγω­νιστούν για την ελευθερία του έθνους.

Το νέο της κήρυξης της επανάστασης διαδόθηκε από τη Μάνη στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Ακολούθησαν λίγες ημέρες για τη συγκέντρωση των πολεμιστών και την οργάνωση των σωμάτων και αμέσως ση­μειώθηκαν δύο εξορμήσεις των Μανιατών. Η πρώτη, από τους αρχηγούς της Ανατολι­κής Μάνης υπό τους Γρηγοράκηδες προς τη Μονεμβασιά και το Μυστρά το απόγευμα του Σαββάτου 19 Μαρτίου, όπως πιστοποιεί­ται από επιστολή του Πρωτοσύγκελλου Γεράσιμου προς τον Παναγιώτη Κοσονάκο, όπου γνωστοποιείται η έναρξη του πολέμου και μεταφέρεται η προτροπή για τη διάδοση της είδησης. Οι αρχηγοί της Δυτικής Μάνης υπό τον Πετρόμπεη κινήθηκαν προς την Κα­λαμάτα. Πρώτος μπήκε στην πόλη την 20ή Μαρτίου ο γιος του Πετρόμπεη Ηλίας, ηγού­μενος σώματος Μανιατών, με την πρόφαση ότι θα ενίσχυε την τοπική τουρκική φρουρά. Την επόμενη ημέρα ακολούθησαν όλοι οι οπλαρχηγοί και την 23η Μαρτίου κατέλαβαν αναίμακτα την πόλη και παρακολούθησαν την πρώτη επίσημη δοξολογία. Στη συνέ­χεια, συνέταξαν την προκήρυξη, που υπέ­γραφε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης φέρο­ντας τον τιμητικό τίτλο του «Αρχιστρατήγου των σπαρτιατικών δυνάμεων», με την οποία γνωστοποιούσαν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις την απόφαση του ελληνικού έθνους να απο­τινάξει τον τουρκικό ζυγό και ζητούσαν τη συνδρομή τους.

tideon.org

πηγή

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2018

ΜΑΡΙΝΟΣ ΑΝΤΥΠΑΣ. ΑΠΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ ΣΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ


                                                                                                         



Αποτέλεσμα εικόνας για αντυπας μαρινος Κείμενο ομιλίας που εκφωνήθηκε στο Ομόλιο (πρώην Λασποχώρι) του Δήμου Ευρυμενών του Νομού Λάρισας
στις 23-3-2003, στο πλαίσιο κοινών για τον Μ. Αντύπα εκδηλώσεων των Δήμων Πυλαρέων και Ευρυμενών.
Εμπλουτισμένο με παραπομπές δημοσιεύτηκε στο έντυπο της Ζησιματείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Πυλάρου
Η Βιβλιοθήκη μας, φ. 4, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2003, σ. 1, και φ. 5, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, σσ.1-2.

Βρίσκομαι ανάμεσά σας καλεσμένος ευγενικά από το Δήμαρχό σας, τον οποίο ευχαριστώ θερμά, για να σας μιλήσω για τον Κεφαλονίτη του Θεσσαλικού κάμπου Μαρίνο Αντύπα.
Είναι τιμή για σας, τους κατοίκους τούτης της περιοχής, των οποίων οι πατέρες και οι παππούδες ένιωσαν την έγνοια του Μ. Αντύπα για τα προβλήματά τους, άκουσαν το Λόγο του και δέχτηκαν την ευεργετική επίδραση της Πράξης του, είναι τιμή, λέω, για σας, που δε θέλετε να λησμονήσετε την υπέροχη εκείνη μορφή.
Αλλά είναι τιμή και για μας που ερχόμαστε από την Κεφαλονιά του Ιονίου, για το Δήμαρχο δηλαδή Πυλαρέων Κεφαλονιάς, στο Δήμο του οποίου υπάγεται το χωριό του Αντύπα, και για μένα, που τώρα σας μιλώ, είναι τιμή, επαναλαμβάνω, για μας, να βρισκόμαστε κοντά σας, για να σας μεταφέρουμε την εκτίμησή μας στη θαυμαστή προσφορά του συμπατριώτη μας αγωνιστή και ταυτόχρονα τις ευχαριστίες μας για τούτη τη συνάντησή μας προς τιμή του Κεφαλονίτη Μ. Αντύπα, που καθαγιάστηκε στα δικά σας τα χώματα. Σε αυτά τα χώματα, που σκεπάζουν τον συμπατριώτη μας μάρτυρα, σας έφερα, κ. Δήμαρχε των Ευρυμενών, να προσθέσετε λίγο χώμα από το πατρικό σπίτι του Μ. Αντύπα στα Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς.

Ο Μ. Αντύπας όρμησε στου Αγώνα το στίβο με ιδέες και οράματα εξαίσια, έτοιμος να παλέψει με θάρρος και πείσμα. Εμφανίστηκε τότε που η Ελλάδα πάσχιζε να βρει διεξόδους στα σύνθετα οικονομικά – πολιτικά και κοινωνικά της προβλήματα.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα γίνονται στη χώρα μας συντονισμένες προσπάθειες για οικονομική ανόρθωση, διαμορφώνονται νέοι πολιτικο-κοινωνικοί συσχετισμοί, διαδίδονται οι σοσιαλιστικές ιδέες, ενώ στα Βαλκάνια είναι σε έξαρση οι εθνικοί ανταγωνισμοί. Οι τελευταίοι έχουν ματαιώσει κάθε προσπάθεια για βαλκανική συνεννόηση και έτσι η χερσόνησος του Αίμου θα καταστεί πεδίο οξύτατων πολιτικών και διπλωματικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των Μ. Δυνάμεων με δυσμενείς επιπτώσεις για τους λαούς της ευρύτερης περιοχής.
Το ελληνικό κράτος βρίσκεται κάτω από το απεχθές καθεστώς του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου μετά την πτώχευση του 1893 και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ανικανότητα της πολιτικής ηγεσίας και τα ανοικτά εθνικά θέματα (Κρήτη, Μακεδονία) καθιστούν το θρόνο και ειδικά το Γεώργιο Α’ παράγοντα των εσωτερικών εξελίξεων, ο οποίος ωστόσο έχει μετατραπεί σε όργανο των Άγγλων, εχθρό των συνταγματικών ελευθεριών και εστία μηχανορραφιών. Παράλληλα, το φεουδαλικό κατεστημένο εξακολουθεί να επιβιώνει και να παγιδεύει, λόγω της γενικότερης ιδεολογικής σύγχυσης και πνευματικής ανεπάρκειας, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού.
Εντωμεταξύ, οι ρυθμοί αστικοποίησης έχουν αυξηθεί. Το ελληνικό κεφάλαιο της διασποράς, που είχε στενούς δεσμούς με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, επενδύεται στη χώρα μας σε εμπορικές, τραπεζικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, σε επιχειρήσεις μεταλλείων, σε εταιρείες εκτέλεσης δημόσιων έργων, καθώς και σε μεγάλες εκτάσεις γης στη Θεσσαλία αμέσως μετά την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος το 1881.
Η εκβιομηχάνιση, όμως, της Ελλάδας φέρνει στο προσκήνιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής τους εργαζόμενους. Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα (1870-1885) η εργατική τάξη ωρίμαζε πολιτικοκοινωνικά κάτω από την επίδραση των νέων κοινωνικών – σοσιαλιστικών ιδεών, που από την Ευρώπη μεταφέρονταν στον ελληνικό χώρο και δραστήρια άρχιζε να διεκδικεί την ικανοποίηση των αιτημάτων της. Αυτή η διαμόρφωση της συνείδησης των εργατών διαφάνηκε με τις απεργίες στην Αθήνα, τον Πειραιά, το Λαύριο (1896) και τη συγκρότηση των πρώτων εργατικών σωματείων.(1)
Οξύτατο, επίσης, παρέμενε το αγροτικό πρόβλημα, ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881). Με την υποστήριξη του Χ. Τρικούπη οι πλούσιοι ομογενείς των ελληνικών παροικιών ήρθαν στη Θεσσαλία και κατόρθωσαν να τσιφλικοποιήσουν το θεσσαλικό κάμπο, πέτυχαν δηλαδή να αποκτήσουν την πλήρη και απόλυτη κυριαρχία και κυριότητα της θεσσαλικής γης. Αντίθετα, ο αγροτόκοσμος ήλπιζε ότι η απελευθέρωση της περιοχής θα συνεπαγόταν τη διανομή της γης στους κολλήγες, που χρόνια καλλιεργούσαν αυτή τη γη. Διαψεύσθηκαν όμως. κι έτσι, σε σύντομο διάστημα οι καλλιεργήσιμες γαίες της Θεσσαλίας πέρασαν από τους μουσουλμάνους μπέηδες σε Έλληνες κεφαλαιούχους του εξωτερικού. Κάτω από τους νέους τσιφλικάδες η ζωή των κολλήγων χειροτέρευσε. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με το ελληνικό αστικό δίκαιο, οι κολλήγες έχαναν τα προνόμια που τους παρείχαν τα φεουδαρχικά θέσμια της Τουρκοκρατίας, μένοντας ταυτόχρονα ακτήμονες. Τώρα, ο τσιφλικάς αποκτά το δικαίωμα να τους κατάσχει το σπόρο, τα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία λόγω χρεών. Τώρα, με βάση τρικουπικό νόμο, ο φόρος για την καλλιεργούμενη γη, που βάρυνε τους γαιοκτήμονες, αντικαταστάθηκε από το φόρο για τα «αροτριώντα ζώα», που τον πλήρωνε ο καλλιεργητής. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τη χαρακτηριστική άποψη του Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, προοδευτικού δικηγόρου από το Βόλο: «Η Ελλάς ήλθεν εις την Θεσσαλίαν ως λυτρωτής και μετεβλήθη εις δεσμώτην του λαού της». Οι συνθήκες, λοιπόν, ζωής και εργασίας των κολλήγων του θεσσαλικού κάμπου έγιναν άθλιες. Γι’ αυτό και ο αναβρασμός ήταν αναμενόμενος: διεκδικούν και απαιτούν την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τη διανομή τους στους ακτήμονες. Στον αγώνα αυτό ψυχή θα καταστεί ο Μ. Αντύπας.
Και όλο αυτό το κλίμα των προβληματισμών, των ζυμώσεων, της έντασης και των αναταραχών στον εργατικό και αγροτικό κόσμο σχετίζεται με τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στην πατρίδα μας. Η σοσιαλιστική ιδεολογία, συνακόλουθη της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδας και της εμφάνισης της εργατικής τάξης αλλά και των άλυτων αστικών αιτημάτων, όπως η διανομή της γης στους ακτήμονες αγρότες, είχε διάφορες εκφράσεις και τάσεις. Σημειώνουμε την αναρχική τάση με κέντρο την Πάτρα και τον Πύργο. την ουμανιστική με έντονα τα στοιχεία του χριστιανισμού, που ζητούσε τον κοινωνικό μετασχηματισμό όχι βίαια αλλά σταδιακά και με την παράλληλη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού, με κύριους εκπροσώπους τον Πλ. Δρακούλη από την Ιθάκη, τον Αρ. Οικονόμου από τα Καλάβρυτα και το Ρόκκο Χοϊδά από την Κεφαλονιά. και την επιστημονική σοσιαλιστική τάση, όχι βέβαια απαλλαγμένη από ουμανιστικά – χριστιανικά στοιχεία, που κήρυττε τη μαχητική δράση για τη διεκδίκηση των αιτημάτων των εργαζομένων της πόλης και της υπαίθρου αλλά και τη γενικότερη ανάπλαση της κοινωνίας, με κύριο εκπρόσωπο το Στ. Καλλέργη από την Κρήτη, με τον οποίο συνεργάστηκε ο Μ. Αντύπας.(2)

Και ενώ αυτή είναι η οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, μπαίνει ορμητικά στο προσκήνιο ο Μ. Αντύπας. Θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία των ιδεών του για το καλό του λαού, στην υπηρεσία των αδικημένων για την ανάταση και ανάπλασή τους, στην εγρήγορση των ναρκωμένων συνειδήσεων για την υπέρβασή τους.
Γίνεται ο Μ. Αντύπας ένα βουερό ποτάμι, που ασυγκράτητο θα ξεχυθεί στον κάμπο της Θεσσαλίας, για να παρασύρει αφέντες και υποκλίσεις, αγγαρείες και καταπιέσεις, μύθους και άγνοια – όλα αυτά δηλαδή που εμπόδιζαν το καθαρό νερό του να τρέξει και να δροσίσει τα στεγνά χείλη των ανθρώπων του κάμπου, που κρατούσαν διψασμένες τις καρδιές των κολλήγων της γόνιμης πεδιάδας της Θεσσαλίας. Για να στήσουν χορό τα νερά του Πηνειού, για να χαμογελάσει από ψηλά ο Όλυμπος…
Έρχεται από την Κεφαλονιά ο Μ. Αντύπας, κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του τη σκυτάλη των Ριζοσπαστών του νησιού του. Και ενώ εκείνοι πάλεψαν και τραγούδησαν παλεύοντας «Πάρα πολύ υπέφερα τον Άγγλο στην πατρίδα, / θα λάβω τη φροντίδα, ο ξένος να διωχθεί», ο Αντύπας θα παλέψει και θα τραγουδήσει μαζί με τους φίλους και συντρόφους του «θα λάβουμε όλοι μαζί τη φροντίδα, ο εκμεταλλευτής, ο τσιφλικάς να διωχθεί».

Ο Μ. Αντύπας γεννήθηκε στο χωριό Φερεντινάτα της Πυλάρου Κεφαλονιάς το 1872. Ήταν ένα από τα 18 παιδιά που απέκτησαν οι γονείς του.(3) Ικανότατος στα γράμματα αλλά και βοηθός του επιπλοποιού – ξυλογλύπτη πατέρα του, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στο Αργοστόλι, έφυγε για την Αθήνα. Εκεί εγγράφηκε στη Νομική σχολή, χωρίς όμως ποτέ να πάρει το πτυχίο του, γιατί σύντομα ήρθε σε επαφή με τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του πρώιμου ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος και αφοσιώθηκε στον αγώνα.
Το 1896 είναι ήδη στέλεχος του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» του Στ. Καλλέργη και εμπνεύστηκε από τις αρχές της αδελφοποίησης των λαών, της ελευθερίας και της ισότητας, της αλληλεγγύης και της κοινοκτημοσύνης, που πρέσβευε ο Σύλλογος αυτός. Οι επαφές του Αντύπα με στελέχη άλλων σοσιαλιστικών ομάδων δεν έχουν απόλυτα διευκρινιστεί. Φαίνεται, όμως, ότι είχε γνωριστεί με τον Κεφαλονίτη Παναγή Δημητράτο, συνεργάτη του Πλ. Δρακούλη και πρόεδρο αργότερα της προσωρινής ομοσπονδίας των σοσιαλιστικών οργανώσεων της Ελλάδας.(4) Τη χρονιά αυτή (1896, Φεβρουάριος) πραγματοποιεί την πρώτη δημόσια ομιλία του στο χωριό Βιτρινίτσα της Δωρίδας σε συγκέντρωση 200 περίπου χωρικών.
Το 1897 συμμετέχει ως εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση (του 1896), που τραυματίστηκε σοβαρά στον πνεύμονα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα κρητικά πεδία των μαχών και να επιστρέψει στην Αθήνα για θεραπεία. Την ίδια χρονιά (1897, 14 Σεπτεμβρίου) παίρνει δραστήριο μέρος στη διοργάνωση λαϊκού συλλαλητηρίου στην Αθήνα, και μιλάει ο ίδιος στην πλατεία Ομόνοιας, καταγγέλλοντας τα ανάκτορα για την ηττοπαθή στάση τους απέναντι στο κρητικό ζήτημα και για την πολιτική τους στον «ατυχή» πόλεμο του 1897. Γι’ αυτή του μάλιστα την ομιλία καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή ενός έτους στις φυλακές της Αίγινας και της Ακροναυπλίας.(5)
Το 1898, μετά την αποφυλάκισή του, επιστρέφει στην Κεφαλονιά, την οποία σκέφτεται να καταστήσει κέντρο των δραστηριοτήτων του. Εκεί με τη στήριξη ενός πυρήνα φίλων και ομοϊδεατών θα εκδώσει την εφημερίδα «Ανάστασις», με υπότιτλο «εφημερίς εβδομαδιαία ανθρωπιστική» (1900) και θα ιδρύσει το Λαϊκό Αναγνωστήριο «Η Ισότης» (1904).
Το τελευταίο ήταν ουσιαστικά ένα λαϊκό μορφωτικό κέντρο στην πόλη του Αργοστολιού, το οποίο χαρακτηριζόταν από τον ίδιο «Λαϊκόν Σχολείον». Σκοπός της ίδρυσης ήταν η ανάπτυξη του πνευματικού επιπέδου του λαού, η πολιτική και κοινωνική αφύπνιση των συμπολιτών του. Στην αίθουσα διαλέξεων της «Ισότητας» η είσοδος ήταν ελεύθερη για άνδρες, γυναίκες και μαθητές. Από το βήμα της δίδαξαν και μίλησαν έγκριτα μέλη της κεφαλονίτικης κοινωνίας με ποικίλη θεματολογία: από εθνικά προβλήματα και κοινωνικά ζητήματα μέχρι οικονομικές αναλύσεις και επιστημονικές ανακοινώσεις. Οι δραστηριότητες μάλιστα αυτής της μορφωτικής εστίας έγιναν αντικείμενο θετικού σχολιασμού στον αθηναϊκό τύπο.(6)
Σύντομα το Λαϊκό Αναγνωστήριο του Αργοστολιού εξελίχθηκε σε κέντρο δημιουργίας και ανάπτυξης κόμματος αρχών, συνεχίζοντας έτσι την παράδοση των Ριζοσπαστών στα χρόνια της Αγγλοκρατίας με τις δικές τους τότε πολιτικές λέσχες. Γύρω από το κόμμα αυτό, που το ονόμασε ο Μ. Αντύπας «Κοινωνιστικό – Ριζοσπαστικό», συσπειρώθηκαν φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές της Κεφαλονιάς και κυρίως εργατικά και αγροτικά στοιχεία. Με τη σημαία τούτου του κόμματος ο Αντύπας κατέβηκε στις εκλογές του Μαρτίου 1906 ως υποψήφιος της επαρχίας Κραναίας του νησιού του. Αν και συγκέντρωσε σοβαρό αριθμό ψήφων (2.550 ψήφους) δεν κατόρθωσε να εκλεγεί λόγω της καλπονοθείας και των δολοπλοκιών των πολιτικών του αντιπάλων.(7)
Στις 29 Ιουλίου 1900 εκδίδει και κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της «Ανάστασης», το περιεχόμενο του οποίου όμως προκαλεί την εισαγωγή του σε δίκη με συνέπεια της διακοπή της έκδοσης, για να επανεκδοθεί το 1904 και να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια, χωρίς διακοπή, ακόμη και μετά τη δολοφονία του, μέχρι τις 27 Απρ. 1907. Πρόκειται για ένα έντυπο μαχητικό. Μέσα από τις γραμμές του ο Κεφαλονίτης αγωνιστής διατυπώνει τις ιδέες του με τόλμη και σαφήνεια. διαφωτίζει το λαό στα τρέχοντα εθνικά και κοινωνικά θέματα. καταγγέλλει το πολιτικό – οικονομικό κατεστημένο. αναδεικνύει τα αίτια των εθνικών και πολιτικών κρίσεων. παροτρύνει τους αναγνώστες του σε δράση για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Πάντως, αυτά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα (1903-1904), που το σοσιαλιστικό κίνημα βρισκόταν σε τέλμα, η Κεφαλονιά με τον Αντύπα και την «Ανάσταση» αποτελούσαν τη μόνη εστία «ζωντανότερης δράσης» κατά τον ιστορικό Κ. Μοσκώφ.(8)

Ωστόσο, η μελέτη των δημοσιευμένων άρθρων του Μ. Αντύπα στην «Ανάσταση» αλλά και στην «Πανθεσσαλική» του Βόλου, αποκαλύπτει τις βασικές ιδεολογικές αρχές του. Είναι βέβαια προφανές ότι στις κοινωνικές απόψεις του εμφανιζόταν με αντιφάσεις και σοβαρές ουτοπιστικές αποκλίσεις. Η κριτική που του ασκήθηκε συνίσταται κυρίως στην έλλειψη προτάσεων για την αγωνιστική συσπείρωση των εργατικών και αγροτικών πληθυσμών και τη συντονισμένη δράση τους. Θα ήταν, όμως, άδικο να κριθεί το όλο θέμα ανεξάρτητα από το πολιτικό τοπίο της εποχής του.
Επιζητούσε ο Μ. Αντύπας την κοινωνική αλλαγή, την οποία θεωρούσε σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Αντιμαχόταν τις κοινωνικές διακρίσεις και έκανε λόγο για το καθολικό δικαίωμα και καθήκον της εργασίας και για τη μία και μόνη αδιαίρετη κοινωνική τάξη των ευτυχισμένων και μορφωμένων εργατών.
Υποστήριζε με περηφάνεια πως ήταν κοινωνιστής ριζοσπάστης: «Είμαι επαναστάτης», θα γράψει στο τελευταίο άρθρο της ζωής του το Φεβρουάριο 1907, «υποσκάπτων το άγριο καθεστώς μεθ’ όλων μου των δυνάμεων, θεωρώ τους συντηρητικούς αξίους σεβασμού ως άτομα, αξίους θεραπείας ως μέλη του κοινωνικού σώματος, τους θεωρώ όχι ενόχους, αλλά ασθενείς, έχοντας ανάγκην της περιθάλψεως των σοσιαλιστών και όχι της βόμβας των αναρχικών, προτιμών τας ενέσεις από τας καυτηριάσεις, τας εγχειρήσεις και τας αφαιμάξεις, αίτινες είναι αναγκαίαι άτε υπό της επιστήμης επιβαλλόμεναι».(9)
Ήταν σφοδρός αντίπαλος της μοναρχίας, την οποία θεωρούσε θεσμό απαρχαιωμένο, και αντιπρότεινε το δημοκρατικό πολίτευμα, θεμελιωμένο στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αναγνώριζε το λαό ως το μοναδικό άρχοντα του κράτους, ο οποίος μπορεί να επιφέρει το θάνατο των τυράννων: «Ζήτω ο εις και μόνος Άρχων Λαός, η μία και μόνη προνομιούχος τάξις των εργατών».(10)
Χτυπούσε τη μικροπολιτική και τους κομματάρχες, ζητούσε την κατάργηση του ρουσφετιού και κατάγγελνε τα σκάνδαλα και τις καταχρήσεις των κρατικών φορέων. Διεκδικούσε την ουσιαστική οικονομική βελτίωση των κατώτερων στρωμάτων και απαιτούσε την κατάργηση όλων των φόρων, αντιπροτείνοντας τη φορολογία του κεφαλαίου και του συνολικού εισοδήματος. Ζητούσε η νομοθεσία να προστατεύει τους εργάτες και τους αγρότες. Απαιτούσε καθορισμό του εργατικού ημερομίσθιου και ίδρυση ταμείων σύνταξης για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Απαιτούσε, επίσης, διανομή των τσιφλικιών της Θεσσαλίας στους φυσικούς κατόχους τους με αποζημίωση καθώς και των μοναστηριακών περιουσιών.
Θεμελιώδης αρχή της ιδεολογίας του παρέμενε η απεριόριστη αγάπη του προς τον άνθρωπο και κυρίως τον άνθρωπο του μόχθου. Γι’ αυτό καταφερόταν κατά της αλληλοσφαγής των λαών, την οποία προκαλούν οι τύραννοι για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών και συμφερόντων τους.
Αλλά και η κοσμοπολιτική διάσταση της ιδεολογίας του Αντύπα είναι ενδιαφέρουσα. Βροντοφώναζε «υπέρ της Παγκοσμίου Ελευθερίας – Ισότητος και Αδελφότητος. Υπέρ της καταργήσεως των Φυλών και των Πατρίδων, των Αφέντων και των Δούλων».(11) Και για να επιτευχθούν αυτά, υποστήριζε, πρέπει ο άνθρωπος να πολεμήσει τον πόλεμο. Σοσιαλιστής και ανθρωπιστής ο ίδιος, ήταν απόλυτος εχθρός των πολεμικών εξοπλισμών και των αδελφοκτόνων πολέμων. Υπογράμμιζε ότι «ο σίδηρος και τα τηλεβόλα και αι ανθρωποκτόνοι μηχαναί και αι εκρηκτικαί ύλαι και όλα τα άλλα μέσα της σφαγής και του αίματος»μοναδικό σκοπό έχουν «την αλληλοκτονίαν των λαών, δια να ανέρχονται υψηλά οι τύραννοι» και να επεκτείνουν την τυραννία τους στους λαούς.(12)
Είναι χαρακτηριστικά όσα ο πρωτοπόρος αυτός αγωνιστής έγραφε στο τελευταίο άρθρο της ζωής του, το Φεβρουάριο 1907, αναρωτώμενος: «Διατί τα εις τον πόλεμον, την πολυτέλειαν, τας επιδείξεις, τας θρησκευτικάς προλήψεις, δαπανώμενα δεσεκατομμύρια να χρησιμεύωσιν ούτω διά την αλληλοσφαγήν, τας ματαιότητας των αργών βασιλέων και αρχόντων, γεννώντα τον πόνον, την δυστυχίαν, το έγκλημα τέλος, αντί να χρησιμεύωσι διά την κίνησιν και την ζωήν παράγοντα πρόοδον και ευτυχίαν; Διατί ο νους και το χέρι του πνευματικού εργάτου και του χειρώνακτος ν’ ασχολώνται, αυξάνοντα τον αριθμόν των λογχών, της δυναμίτιδος, των θωρηκτών, των στρατώνων, των φυλακών, των μονών, αντί τα εκατομμύρια ταύτα των χειρών και διανοιών, ο κολοσσός ούτος της δυνάμεως και της ζωής, ν’ ασχολήται ίνα αυξήση και τελειοποιή τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα μεταλλεία, την συγκοινωνίαν;».(13) Αλήθεια, πόσο επίκαιρα είναι όλα αυτά…
Ωστόσο, τόσο ο ανθρωπισμός όσο και ο κοσμοπολιτισμός του Μ. Αντύπα φαίνονται επηρεασμένα από τη χριστιανική ηθικολογία,  απαλλαγμένη όμως από μεταφυσικές αγωνίες. Τον έθελγε η χριστιανική διδασκαλία και την επαινούσε, μόνο στο βαθμό που συντελούσε στην καθιέρωση της πανανθρώπινης αγάπης. Επιζητούσε «την αντικατάστασιν του Θεού, ον κηρύσσουσι οι τύραννοι και δεσπόται διά του Αληθούς Θεού, ον εκήρυξεν ο Χριστός και όστις καλείται Θεός της Αγάπης, Ελευθερίας και Αλληλοβοηθείας, και όχι Θεός σκληρότητος, δακρύων και δουλείας».(14) Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η επωνυμία της εφημερίδας του. Ο τίτλος «Ανάστασις» συμβόλιζε προφανώς την ανάσταση του ανθρώπου, την πανανθρώπινη ανάσταση.
Επιπλέον, ο Αντύπας υπήρξε φλογερός πατριώτης. Είχε συνείδηση της καταγωγής του και της ιστορίας της πατρίδας του. Δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει το λαμπρό ελληνικό ιστορικό παρελθόν, που γέννησε Λυκούργους και Θεμιστοκλείς, Πλάτωνες και Σωκράτες αλλά και Φερραίους και Μιαούληδες. Γι’ αυτό καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί και να θυμηθεί πως σε αυτόν μόνο ανήκει η Ελλάδα, πως αυτός είναι ο κληρονόμος του Ρήγα και του Διάκου, οι οποίοι μας άφησαν τη γη τούτη «ιεράν παρακαταθήκην» και που μέρος της εμείς οι Νεοέλληνες «επωλήσαμε εις τους ημετέρους τιτλοφόρους και κηφήνας».(15) Ο ίδιος, μάλιστα, είχε κάνει πράξη την πατριωτική διάσταση της ιδεολογίας του, όταν πολεμούσε το 1897 στην Κρήτη, ή μιλούσε το 1905 σε λαϊκό συλλαλητήριο υπέρ της Επανάστασης του Θέρισσου και της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα ή όταν εργαζόταν για τον Μακεδονικό Αγώνα.
Γενικότερα, η ιδεολογία του Μ. Αντύπα διαπνεόταν από ένα ιδιαίτερο επαναστατικό πνεύμα, που μερικές φορές τον οδηγούσε σε απρόβλεπτες ενέργειες και απροσδόκητες εκδηλώσεις, τις οποίες ωστόσο αξιοποιούσαν οι αντίπαλοί του, για να πλήξουν τον ίδιο και το πρόγραμμά του. Υποστήριζε, πάντως, ότι με την επανάσταση θα καταρριφθεί το φαύλο καθεστώς και θα καταργηθεί η κοινωνική ανισότητα. Ηθική ήταν κυρίως η επανάστασή του. Να τι έγραφε το 1905: «Ζητούμεν Επανάστασιν ιδεών, Επανάστασιν αισθημάτων, Παγκόσμιον Επανάστασιν Διοικητικού και Πολιτικού και Θρησκευτικού Συστήματος. Θέλομεν δηλαδή να επαναστατήση ο Εργάτης κατά του Κηφήνος, ο Χωρικός κατά του Αφέντου, ο Δούλος κατά του Κυρίου. Ο Γενναίος Στρατιώτης κατά του διεφθαρμένου Αξιωματικού, ο αισθηματίας Αξιωματικός κατά του φαύλου Στρατηγού. Ο έντιμος Πολίτης κατά του δημοκόπου Βουλευτού, ο θαρραλέος Βουλευτής κατά του λαοπλάνου Κυβερνήτου, ο τολμηρός Κυβερνήτης κατά του δεισιδαίμονος Καθεστώτος και του κληρονομικού Άρχοντος. Ο καλός και απλούς Ιερεύς κατά του χρυσοφόρου και υλόφρονος Αρχιερέως, ο ιδεώδης και ευαγγελικός Αρχιερεύς κατά του δεισιδαίμονος και συμφεροντολογικού θρησκευτικού Καθεστώτος».(16)

Με αυτόν, λοιπόν, τον ιδεολογικό εξοπλισμό ο Μ. Αντύπας αγωνίστηκε σταθερά σε όλη του τη ζωή για τη διέγερση των συνειδήσεων και για την ενεργοποίηση των λαϊκών στρωμάτων στη διεκδίκηση και κατάκτηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων τους. Με αυτά τα οράματα ο Μ. Αντύπας  εγκατέλειψε στα μέσα του 1906 το νησί της Κεφαλονιάς για τη Θεσσαλία, όπου θα την καθαγιάσει με το αίμα του, όπου θα κλείσει την καρδιά του μες στο χώμα της.
Ερχόμενος εδώ, ανέλαβε τη διεύθυνση του τσιφλικιού του θείου του Γεώργιου Σκιαδαρέση, αφότου ο τελευταίος, μετά από συζήτηση και με τον ανεψιό του, ήρθε από τη Ρουμανία και επένδυσε τα κεφάλαιά του στη θεσσαλική γη. Ο Γ. Σκιαδαρέσης μαζί με τον επίσης Κεφαλονίτη Αριστείδη Μεταξά αγόρασαν από κοινού κοντά στα Τέμπη έκταση 300.000 στρεμμάτων. Από αυτά ο θείος του Αντύπα είχε στην ιδιοκτησία του το 1/4, στο οποίο ο Μαρίνος τοποθετήθηκε επιστάτης. Τα κτήματα εκτείνονταν στον Πυργετό και στο Λασποχώρι Τεμπών.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με έρευνα του ιστορικού Σπ. Λουκάτου, ο Γ. Σκιαδαρέσης όχι μόνο συμμεριζόταν τις ιδέες του ανεψιού του, αλλά και συμπαραστεκόταν στις προσπάθειές του για τη χειραφέτηση των Θεσσαλών κολλήγων. Γιατί ο Σκιαδαρέσης συμφώνησε να έρθει στην Ελλάδα και να αγοράσει τα κτήματα στη Θεσσαλία, για να συντείνει στη λύση του αγροτικού ζητήματος υπέρ των χωρικών.(17) Συμπαραστάτες, επίσης, στο πρωτόγνωρο έργο του Κεφαλονίτη αγωνιστή στη θεσσαλική πεδιάδα υπήρξαν ο ξάδελφός του Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, που ήταν παρών και στη δολοφονία του, και ο Κεφαλονίτης τηλεγραφητής στη Λάρισα Τζανάτος (που θα καταθέσει στεφάνι στη σορό του Αντύπα εκ μέρους των Κεφαλονιτών της Λάρισας).
Ο μαχητικός και ασυμβίβαστος επιστάτης αμέσως ασχολήθηκε με ένα και μοναδικό θέμα: το ξύπνημα του κολλήγα, το ξύπνημα του κάμπου. Βίωνε καθημερινά τις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας των αγροτών, γνώριζε καλά την κρατική πολιτική απέναντι στο αγροτικό ζήτημα, υποψιαζόταν με σιγουριά τις προθέσεις του κατεστημένου. Αυτός, όμως, ήθελε να σπείρει το σπόρο του. Περιόδευε στο θεσσαλικό κάμπο και ενημέρωνε τους δουλευτάδες της γης για τα δικαιώματά τους, ίδρυε σχολεία για τα αγροτόπαιδα, προπαγάνδιζε την απαλλοτρίωση, με αποζημίωση βέβαια, των τσιφλικιών και τη διανομή στους καλλιεργητές τους.(18) Και σε αυτό το δύσκολο και σύνθετο έργο είχε την αρωγή του προοδευτικού Βολιώτη δικηγόρου και εκδότη της εφημερίδας «Πανθεσσαλική» Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη.
Με τη μεσολάβηση του Αντύπα και τη σύμφωνη γνώμη του Σκιαδαρέση αποφασίστηκε να ισχύσει από το 1906 η παρακάτω ρύθμιση: Κάθε χρόνο οι κολλήγες θα παραδίνουν στον ιδιοκτήτη το 25% και όχι το 75% της σοδειάς, όπως γινόταν μέχρι τότε. Όσοι, επίσης, επιθυμούσαν θα μπορούσαν να αγοράσουν γη με κάποια λογική τιμή και έτσι θα μετατραπούν σε μικροϊδιοκτήτες.(19)
Όπως ήταν επόμενο, οι διαφωτιστικές αυτές ενέργειες προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των τσιφλικάδων της περιοχής, που τις χαρακτήριζαν προπαγανδιστικές και επαναστατικές. Φοβήθηκαν για τα κτήματά τους και θέλησαν να προφυλάξουν τα συμφέροντά τους από τον «κακούργον δημαγωγόν και λαοπλάνον» Αντύπα.(20) Την πρωτοβουλία της αντεπίθεσης ανέλαβε ο βουλευτής Αγυιάς και μεγαλοκτηματίας Αγαμέμνων Σλήμαν, ο οποίος απαίτησε από το Νομάρχη της Λάρισας να επιπλήξει τον επικίνδυνο επιστάτη. Ο Νομάρχης, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, με δημόσιες δηλώσεις του κατέκρινε τον Αντύπα για την «αντικοινωνικήν και αυταρχικήν δράσιν του παρά τοις χωρικοίς».
Το γεγονός αυτό ώθησε τον Αντύπα να επιδιώξει συνάντηση με το Σλήμαν στην Αθήνα, για να του ζητήσει εξηγήσεις. Μετά από έντονη λογομαχία ο πρώτος χαστούκισε το βουλευτή στην πλατεία Συντάγματος μπροστά σε αρκετόν κόσμο. Αυτό, όμως, το επεισόδιο προκάλεσε την παραπομπή του Αντύπα σε δίκη και καταδίκη του σε εικοσαήμερη φυλάκιση για εξύβριση. Η απολογία, ωστόσο, του διωκόμενου αγωνιστή μετατράπηκε σε κατηγορητήριο κατά των εκμεταλλευτών και τυραννίσκων των Θεσσαλών χωρικών. «Εκεί, θα υπογραμμίσει απολογούμενος, η κατάστασις ήτο αθλία και η εικών απαισία. Έλληνες αδελφοί μας γυμνοί και κάτισχνοι, εφ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως τα φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων, εν ω η ασπλαχνία παρεσκεύασε την γενικήν μετανάστευσιν των Ελλήνων συνεπεία της οποίας βεβαίως η αύριον θα ανατείλη πολύ συννεφώδης και παραπολύ τρομακτική». Ταυτόχρονα με θάρρος απαράμιλλο θα υποστηρίξει το έργο του και την αγροτική ιδέα: «Ήρχισα λοιπόν και έργω και λόγω να παρέχω εις τους χωρικούς πάσαν δυνατήν ευκολίαν, απαλλάσσων τούτους από τας δουλικάς αγγαρείας, ας καθιέρωσεν η τετρακοσαετής τυραννία των Τούρκων και εξηκολούθησε συνεχίζουσα λίαν ασυστόλω η τεσσαρακονταετής των Ελλήνων τσιφλικούχων απληστία». Και θα καταλήξει λέγοντας: «Παρέβην τον ποινικόν νόμον, αλλ’ ο άνθρωπος υποκύπτει περισσότερον εις τον φυσικόν νόμον […] Μη λησμονήσητε όμως [κύριοι δικασταί] ότι είσθε και Έλληνες και οφείλετε επίσης να συνογορήσητε υπέρ του ιδρώτος των χωρικών και υπέρ του μέλλοντος της Ελλάδος. Υπεράνω του ποινικού νόμου ίσταται το εθνικόν συμφέρον και υπεράνω τούτου ο ανθρωπιστικός νόμος. Καταδικάσατε αυστηρώς τον κατηγορούμενον Αντύπαν, αλλ’ αθωώσατε ασμένως τον συνήγορον της εργασίας και της προόδου».(21)

Επιστρέφοντας, μετά την αποφυλάκισή του, στη Θεσσαλία, συνεχίζει ο Μ. Αντύπας τη δράση του. Το όνομά του έχει καταστεί γνωστό και συγκλονίζει τον κάμπο. Οι αγρότες αναθαρρεύουν και κινούνται δραστήρια με την καθοδήγηση του αδιαμφισβήτητου ηγέτη τους. Αντίθετα, οι τσιφλικάδες και το θεσσαλικό κατεστημένο ετοιμάζεται να επιτεθεί. Για άλλη μια φορά ο Νομάρχης τον προσβάλλει δημόσια στην πλατεία της Λάρισας, κατηγορώντας τον για πλημμελή διαχείριση των κτημάτων του Γ. Σκιαδαρέση. Και ο Αντύπας απτόητος τον προκαλεί σε μονομαχία. Φυσικά δε δέχτηκε κάτι τέτοιο ο Νομάρχης και μηνύει τον Αντύπα. Η καθορισμένη για την 31η Ιανουαρίου 1907 δίκη αναβάλλεται για τις 7 Μαρτίου. Υπερασπιστές του διωκόμενου μαχητή ο δικηγόρος Βασ. Μουμούλης, ο ξάδελφός του Παν. Σκιαδαρέσης, ο αμαξάς Κ. Αγγελόπουλος, ο προεστός Δημ. Πατσιαβάς, οι Γ. Αμίλης, Ν. Χουλιάρας, Σπ. Τσιάρας, Β. Κορομηλάς και πολλοί άλλοι κάτοικοι του Λασποχωρίου. Επίσης ήρθαν να καταθέσουν ο προεστός του Πυργετού Βασ. Μούρος, οι αδελφοί Κολλάτου, οι Ν. Ρήγας, Λιάκος, Καρπούζας, κ.ά.
Ο Αντύπας δικαιώνεται και οι δραστηριότητές του συνεχίζονται. Οι γαιοκτήμονες, όμως, φοβούνται εξέγερση των χωρικών. Οι εντολές τώρα γίνονται σαφείς: Να δοθεί τέλος στην υπόθεση Αντύπα, διατάζει από τα ανάκτορα ο αυλάρχης Θων. Σε σύσκεψη σχεδιάζεται η δολοφονία του.(22) Εκτελεστικό όργανο επιλέγεται ο Ιωάννης Κυριακός, επιστάτης στο τσιφλίκι του Αριστείδη Μεταξά, συνεταίρου του Γ. Σκιαδαρέση.(23)
Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Μαρτίου 1907 ο Κυριακός πυροβολεί στον Πυργετό πισώπλατα τον Μαρίνο Αντύπα μετά από λογομαχία. Οι ισχυρισμοί του δράστη περί προσωπικής αντιδικίας και προσβολής της τιμής του από τον Αντύπα, δεν έπεισαν κανέναν και κυρίως τους Θεσσαλούς αγρότες, οι οποίοι είχαν υποψιαστεί το επικίνδυνο για τον Αντύπα κλίμα, που είχε τελευταία διαμορφωθεί. Άλλωστε, η δίκη παρωδία και η αθώωση του Ιω. Κυριακού επιβεβαίωσαν, λίγο αργότερα, τις υπόνοιες για προσχεδιασμένο έγκλημα.(24)
Έτσι, λοιπόν, ο Πυργετός της Θεσσαλίας, θα πει ο σύντροφός του δάσκαλος Χαρ. Αμούργης στο Αργοστόλι, κατά την τέλεση του μνημοσύνου «μετεβλήθη εις Γολγοθάν καθαγιασθείς διά του τιμίου αίματος του μεγάλου αλτρουιστού».(25) Οι χωρικοί συγκλονίστηκαν. Έχασαν τον ηγέτη τους. Ο νεκρός μεταφέρεται από το χωριό της δολοφονίας, τον Πυργετό, στη Λάρισα στις 10 Μαρτίου και εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Η κηδεία γίνεται μεγαλόπρεπη. Η νεκρική πομπή με πάνδημη συμμετοχή περνά από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Και στη συνέχεια, ύστερα από απαίτηση των χωρικών, ο ενταφιασμός γίνεται στις 12 Μαρτίου στο Λασποχώρι. Η γη των Τεμπών, η γη του Λασποχωρίου έκλεισε μέσα της «την μεγάλην καρδίαν, εις ην ενεκλείετο η αγάπη, η αλληλεγγύη ολοκλήρου της ανθρωπότητος».(26)
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι μετά την κηδεία τα πνεύματα παρέμεναν οξυμμένα. Οι κάτοικοι του Λασποχωρίου, θεωρώντας συνυπεύθυνους για τη δολοφονία τους κατοίκους του Πυργετού επιτέθηκαν εναντίον τους. Δημιουργήθηκε έκρυθμη κατάσταση, αλλά η επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων αποκατέστησε την ηρεμία. Πάντως, αυτές οι λαϊκές αντιδράσεις αποτελούν σαφή απόδειξη της λαϊκής οργής για τη δολοφονία του πρωτοπόρου αγροτιστή.
Το θλιβερό αυτό γεγονός, βέβαια, συγκλόνισε το πανελλήνιο και ιδιαίτερα τους σοσιαλιστικούς και προοδευτικούς κύκλους. Οι Αθηναίοι σοσιαλιστές οργάνωσαν πολιτικό μνημόσυνο στους στύλους του Ολυμπίου Διός (18 Μαρτίου 1907), ενώ στον Πειραιά, με πρωτοβουλία των εργατικών σωματείων της πόλης τελέσθηκε θρησκευτικό μνημόσυνο. Ο λαός της γενέτειράς του συγκλονίστηκε σύσσωμος με την είδηση της δολοφονίας του. Διοργανώθηκαν ομιλίες και συγκεντρώσεις στη μνήμη του από το Λαϊκό Αναγνωστήριο. Μεγαλοπρεπές θρησκευτικό μνημόσυνο τελέσθηκε στο ναό της Παναγίας της Σισσιώτισσας στο Αργοστόλι στις 18 Μαρτίου 1907 με ομιλίες και καταθέσεις στεφανιών.(27)

Το έργο του Αντύπα σταμάτησε μαζί με τη ζωή του. Η διδασκαλία του όμως όχι, δεν τάφηκε. «Τα λόγια του, θα γράψει η εφημερίδα «Εργάτης» του Βόλου (25-3-1908), όπου ακούστηκαν, άφηκαν σπόρο, π’ άρχισε πια να φυτρώνη και να καρποφορή». Και ο σπόρος βλάσταινε στο νου και την καρδιά των απόκληρων της υπαίθρου. Η αγροτική ιδέα ρίζωσε για τα καλά, χάρη στο «λεοντόκαρδο παλικάρι» της Κεφαλονιάς, χάρη στο μάρτυρα του ηρωικού κάμπου της Θεσσαλίας. Ο ξεσηκωμός του Κιλελέρ στα ίδια χώματα, με τα ίδια πρόσωπα τρία χρόνια αργότερα, θα ξαναστήσει μπροστά μας τον πρωτοπόρο μαχητή της αγροτικής ιδέας.
Η προσφορά του Μ. Αντύπα στο αγροτικό κίνημα της πατρίδας μας, αν και δε μνημονεύεται επαρκώς στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η όλη περίοδος δράσης του Αντύπα στο θεσσαλικό κάμπο συνιστά την αρχή του τέλους του αγροτικού ζητήματος.
Στη μνήμη μας και την καρδιά μας θα διεκδικεί τη θέση του συνεπή, του μαχητικού, του ασυμβίβαστου αγωνιστή, του μάρτυρα της ιδέας, όπως εύστοχα έγραψε ο ιστορικός Γ. Κορδάτος, που έκανε τον πόνο των αδικημένων δικό του πόνο, που έγινε πρωτοπόρος στον τραχύ αγροτικό αγώνα, που έδωσε τη ζωή του για να μπορέσουν οι αδύναμοι και αδικημένοι της κοινωνίας μας να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους για μόρφωση, ανθρώπινη διαβίωση και αξιοπρέπεια, που έγινε ολοκαύτωμα στην επανάσταση και το σύμβολο για τη συνέχιση και την επιτυχία της.
Και έπεσε ο Κεφαλονίτης αυτός αγωνιστής στον ηρωικό και μαρτυρικό κάμπο της Θεσσαλίας για το δίκιο και την ανθρωπιά, για πάντα σκεπασμένος στοργικά απ’ τα δικά σας χώματα, αγαπητοί φίλοι του Ομολίου. Γι’ αυτή τη στοργή και την αγάπη σας προς τον Κεφαλονίτη ήρωα και μάρτυρα του θεσσαλικού κάμπου σας είμαστε ευγνώμονες εμείς οι Κεφαλονίτες.

  
  

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Βλ. Γ. Κορδάτος, Ιστορία του Ελληνικού εργατικού κινήματος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1972, σσ. 21-22, 30-34.
  2. Βλ. Μιχάλης Δημητρίου, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, τόμ. Α’, Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1985, σσ. 85-243. Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, εισαγωγή, επιλογή κειμένων, υπομνηματισμός Παν. Νούτσος, τόμ. Α’ 1875-1907, εκδ. Γνώση. Αθήνα 19952, σσ. 21-106.
  3. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Μαρίνος Σπ. Αντύπας. Η ζωή, η εποχή, η ιδεολογία, η δράση και η δολοφονία του, έκδοση Ομοσπονδίας Κεφαλληνιακών και Ιθακησιακών Σωματείων, Αθήνα 1980, σ. 11, σημ. 7.
  4. Βλ. Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην Ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 19883, σ. 388, σημ. 1. Μιχ. Δημητρίου, ό.π., σ. 301.
  5. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 15-16. Νικ. Τζουγανάτος, Ο Μαρίνος Αντύπας και οι σοσιαλιστικές εξελίξεις στην Κεφαλονιά, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιώς, 1978, σ. 26.
  6. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Το λαϊκό αναγνωστήριο «Η ισότης» του Μαρίνου Αντύπα. Κεφαλονιά 1904-1907, έκδοση Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Πειραιά, Αθήνα 1984.
  7. Βλ. Σπ. Λουκάτος, Μαρίνος Σπ. Αντύπας…, ό.π., σ. 19.
  8. Βλ. Κ. Μοσκώφ, ό.π., σ. 197, σημ. 1.
  9. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907. αναδημοσίευση από την εφ. του Βόλου Πανθεσσαλική, 26-27 Φεβρουαρίου 1907. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 152.
  10. Εφ. Ανάστασις, φ. 12, 23-4-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 123.
  11. Εφ. Ανάστασις, φ. 49, 11-3-1906. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 130.
  12. Εφ. Ανάστασις, φ. 1, 29-7-1900. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 58-59.
  13. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907. αναδημοσίευση από την εφ. του Βόλου Πανθεσσαλική, 26-27 Φεβρουαρίου 1907πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 152.
  14. Εφ. Ανάστασις, φ. 25, 17-9-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 127.
  15. Εφ. Ανάστασις, φ. 4, 20-11-1904. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 58.
  16. Εφ. Ανάστασις, φ. 25, 17-9-1905. πρβλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 126.
  17. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σ. 74.
  18. Βλ. Γ. Κορδάτος, ό.π., σ. 103.
  19. Βλ. Γιάννης Καψάλης, Μαρίνος Αντύπας. Ο πρωτομάρτυρας σοσιαλιστής και πρόδρομος του Κιλελέρ, εκδ. Γ. Ήβος, Αθήνα χ.χ., σ. 230.
  20. Βλ. Γεώργιος Καββαδίας, «Μαρ. Αντύπας. Οι αναμνήσεις του μαθητού του», περ. Ιόνιος Ηχώ, τεύχ. 234-235, Ιαν. – Φεβρ. 1966.
  21. Βλ. Ν. Τζουγανάτος, ό.π., σ. 83. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 136-137.
  22. Βλ. Γιάννης Καψάλης, ό.π., σσ. 263-265.
  23. Ο Γ. Καψάλης, ό.π., σσ. 142-185, υποστηρίζει ότι ο Ιωάννης Κυριακός υπήρξε ένας από τους δυο δράστες της σκηνοθετημένης απόπειρας δολοφονίας κατά του βασιλιά Γεωργίου Α’ στις 14 Φεβρουαρίου 1898 στην Αθήνα. Για εκείνη την απόπειρα κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός ο Μ. Αντύπας. Βλ. επίσης Μιχ. Δημητρίου, ό.π., σσ. 212-219.
  24. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., 88-90. Βλ. επίσης Τα της δολοφονίας του Μαρίνου Αντύπα, εν Αθήναις 1908.
  25. Βλ. Εφ. Ανάστασις, φ. 55, 24-3-1907.
  26. Βλ. ό.π.
  27. Βλ. Σπ. Λουκάτος, ό.π., σσ. 94-98.

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2016

Μπροστά στους ήρωες. - 25 Μαρτίου 2016

kantili
    Κάθε φορά που -εδώ κι 196 χρόνια- πλησιάζει η επέτειος της εθνικής μας επανάστασης του 1821 τρέχουμε να ξεσκονίσουμε τη μνήμη μας, να θυμηθούμε εκείνα που συνέβησαν τότε για να αλλάξει ο ρους της ιστορίας μας.
Φοράμε την φορεσιά της αγάπης στην πατρίδα, κρεμάμε πάνω στο στήθος μας τα στολίδια της συγκίνησης, ασκούμε το μυαλό και το λόγο μας σε λόγους εθνικής περηφάνιας και στεκόμαστε δίπλα σε κείνους που πολέμησαν για να μας χαρίσουν  τη λευτεριά μετρώντας το μπόι μας δίπλα στο δικό τους σαν τα παιδιά που κοιτάζουν πόσο μεγάλωσαν μετρώντας το ύψος τους με μέτρο το μπαμπά τους. 
Έπειτα, βάζουμε ξανά τις φορεσιές της ψυχής μας στη ντουλάπα της λήθης και βιαστικά ξαναχωνόμαστε  στα ρούχα της καθημερινότητας με την ίδια συστολή και ενοχή με την οποία θα εμφανιζόμασταν σε μια τράπεζα με φουστανέλα για να διαπραγματευτούμε το δάνειό μας.
Μεγάλοι λόγοι, μικρά ή καθόλου έργα. Ιδανικά που ξέμεινα απελπιστικά άδειες λέξεις, ήρωες που μοιάζουν να μιλούν μια ακαταλαβίστικη διάλεκτο, ιδέες που μοιάζουν να μας είναι τόσο χρήσιμες στην καθημερινότητά μας όσο και οι μαγικές ικανότητες των ηρώων των παραμυθιών. Ίσως γι αυτό στις μέρες μας βαλθήκαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως οι πατεράδες μας, οι άνθρωποι που γέννησαν, που πραγμάτωσαν το 21 δεν ήταν στʼ αλήθεια τίποτε διαφορετικό από το κακομοίρικο παρόν μας.  Συστηματικά πληθαίνουν οι φωνές που επιμένουν στανικώς να μας πείσουν πως ήταν γεμάτοι ελαττώματα, πως άλλο δεν έκαναν παρά να τρώγονται μεταξύ τους όπως καληώρα εμείς, πως πάνω απʼ όλα βάζαν το μικροσυμφέρον τους σα γνήσιοι δικοί μας πρόγονοι,  πως δανείζονταν ξεδιάντροπα απʼ τους ξένους κι ύστερα τρώγανε τα δανεικά σε μισθούς και σε λαδώματα.
Από την άλλη πάλι υψώνονται φωνές που επιμένουν πως κείνοι που μεγαλούργησαν το 21 ήταν καθʼ όλα άμεμπτοι όντα υπερκόσμια, χωρίς ελαττώματα, με μόνο σκοπό τους το κοινό καλό. Πώς στην ευχή τα παιδιά και τα εγγόνια τους, όλοι μείς, πήραμε το στραβό το δρόμο; και κυρίως πώς εξηγούνται όσα λάθη εκείνοι αποδεδειγμένα έκαναν; Πού είναι λοιπόν η αλήθεια;
Νομίζω πως σαν έθνος περνάμε στην εφηβεία μας. Από την παιδική μας βεβαιότητα πως οι πατεράδες μας ήταν τέλειοι και υπέροχοι, περάσαμε στο άλλο άκρο, στην απόλυτη αμφισβήτησή τους, στην απομυθοποίηση και στον έλεγχό τους μέχρι υπερβολής.
Καιρός είναι να σκεφτούμε ως ώριμοι. Να κατανοήσουμε ότι οι ήρωες, αλλά και οι καθημερινοί άνθρωποι της επαναστάσεως του 1821 ήταν όπως όλοι οι ήρωες όλης της ανθρωπότητας. Είχαν τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους, είχαν τις διχόνοιες και τις έριδές τους, είχαν τα συμφέροντα και τις υστεροβουλίες τους. Ως εδώ μας έμοιαζαν και θα μας μοιάζουν, όπως μοιάζουν και σε κάθε άνθρωπο, όπου κι αν γεννήθηκε πάνω σε τούτον τον πλανήτη. Ωστόσο είχαν μια θεμελιώδη διαφορά απʼ όλους όσοι  παραμένουν απλοί καθημερινοί άνθρωποι μακριά από το ηρωικό πνεύμα. Είχαν μια διαφορά που ναι μεν δεν εξαφανίζει τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες τους τις υπερβαίνει ωστόσο σε βαθμό που στην πράξη να τις καθιστά ασήμαντες. Ποια είναι αυτή η διαφορά;
Ότι την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή της αλήθειας, τη μεγάλη ώρα κατά τον ποιητή, βάζουν στην άκρη όλα αυτά τα πάθη, όλες τις αδυναμίες, όλες τις ευτέλειες  και προτάσσουν το κοινό καλό, το μείζον έναντι του ελάσσονος, τη λευτεριά αντί της ζωής.
Αυτή η υπέρβαση έστω και στιγμιαία, έστω και περιοδική τους δίνει επάξια το στεφάνι του ήρωα, τους καταξιώνει ως όντα υπέροχα και εξαιρετικά, ως άξιους τιμής και σεβασμού στους αιώνες. Να λοιπόν ποιοι ήταν οι ήρωές μας του 21. Άνθρωποι σαν κι εμάς μα άνθρωποι που κάποια στιγμή έβαλαν πρώτους εμάς και μετά τους εαυτούς τους. Σκέφτηκαν τις γενιές που θα ρθουν  όχι τη δική τους τη βολή.
Κι εδώ τίθεται το δεύτερο ερώτημα: Ποια ιστορία λοιπόν θα διδάξουμε  στα παιδιά μας; Στους μαθητές μας; Μια ιστορία ωραιοποιημένη όπου όλα θα εμφανίζονται τέλεια και υπέροχα; Ή μια ιστορία «απομυθοποιημένη» όπου ο Κολοκοτρώνης κι ο Καραϊσκάκης θα προβάλλουν με τα ελαττώματά τους σε πρώτο πλάνο;
Νομίζω πως χρειάζεται να διδάξουμε μια ιστορία που να τα έχει και τα δυο και μάλιστα στη σωστή αναλογία. Και κυρίως μια ιστορία που θα πρέπει να εμπεριέχει οπωσδήποτε ένα «γιατί».   Εξηγούμαι:
Η ιστορία των μαθητών μας δεν πρέπει να είναι ωραιοποιημένη. Τι θα μας βοηθήσει καλύτερα να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος από την επισήμανση και την αναλογία προς τη σημερινή κατάσταση; Τι θα μας επιτρέψει καλύτερα να προβλέψουμε το μέλλον μας από τη μελέτη των επιπτώσεων των ενεργειών των προγόνων μας;
Από την άλλη πλευρά αν μείνουμε αποκλειστικά στα λάθη και στα ελαττώματα αν κοντύνουμε τους ήρωές μας τόσο που στανικώς να τους φτάσουμε κεφάλι με κεφάλι ποιος θα μας οδηγήσει και ποιος θα μας εμπνεύσει; Ποιος θα μας δείξει το δρόμο για ένα καλύτερο αύριο; Τους χρειαζόμαστε ψηλά τους ήρωες όχι τόσο γι αυτό που ήταν όσο για αυτό που τελικά πέτυχαν. Τους χρειαζόμαστε για να μας δείχνουν τι μπορούμε κι εμείς να πετύχουμε.
Έρχομαι τέλος στο «γιατί». Κείνο που χρειάζεται να διδάξουμε στα παιδιά μας είναι η ερμηνεία της αιτίας που οδήγησε τους προγόνους μας να γίνουν ήρωες. Μια αιτία βαθιά παγιωμένη μέσα στον πολιτισμό τους. Είναι η νοηματοδότηση της ζωής μέσα από μια βεβαιότητα ύπαρξης του επέκεινα. Είναι η νοηματοδότηση που κατανοεί -και μάλιστα με τρόπο όχι εγκεφαλικό αλλά βαθειά βιωματικό- πως ο θάνατος μπορεί να υπηρετεί την όντως ζωή με τρόπο πολύ ανώτερο από την υποταγή στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Δεν είναι ιδεολόγοι οι έλληνες του 21 που βροντοφωνάζουν Ελευθερία ή Θάνατος. Κι αυτό γιατί καμιά ιδεολογία δεν μπορεί να αντισταθεί σε ένα υπαρξιακό τέλος. Είναι αντίθετα απόλυτα πραγματιστές, με έναν πραγματισμό που τους επιτρέπει να θυσιάζουν τα βλεπόμενα, τα αισθητά προς χάριν των μη βλεπομένων αλλά προσωπικά και κοινωνικά βιωμένων έστω κι αν αυτά βρίσκονται στο χώρο της πίστεως. Θα αναρωτηθεί κανείς πού αντλούν αυτή τη βεβαιότητα. Θεωρώ πως με μια βιωμένη αποφατικότητα οδηγούνται στη σιγουριά της επιλογής τους μέσα από την κατανόηση της παρανοϊκότητας ενός τέλους του θαυμαστού ταξιδιού της ύπαρξης στο χείλος ενός τάφου. Η ζωή είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και εξαιρετικά υπέροχη για να τελειώνει τόσο άδοξα.
Η μεταφυσική βεβαιότητα της όντως ζωής οδηγεί έναν πολιτισμό στο ύψος του Ελευθερία ή Θάνατος. Κι αν δεν οδηγηθούμε ξανά στη βεβαιότητα αυτή -τόσο ως πρόσωπα όσο και ως κοινωνία- μάταια θα αναζητούμε ξανά ήρωες.  Κι ας τους χρειαζόμαστε τόσο απεγνωσμένα. Όχι για να επιζήσουμε αλλά για να μη ζήσουμε μάταια.
Γ.Δ. Μαρκάκης

Η γενιά του 1821 και εμείς



35000 mesologΑργούσε πολύ να ξημερώσει η ασέληνη νύχτα που άπλωσε στη χώρας μας η τουρκική ημισέληνος. Ο λαός μας, που είχε διδάξει τον κόσμο να ζει ελεύθερος, σήκωνε στενάζοντας επί αιώνες τον σκληρό της τυραννίας ζυγό. Ένας λαός που εκπολίτισε και φώτισε με το φως του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού την οικουμένη ζούσε τετρακόσια χρόνια στο πηχτό σκοτάδι της τουρκοκρατίας. Οι απόγονοι του Σωκράτη, του Περικλή, του Μιλτιάδη, του Μεγαλέξανδρου και όλων των αγίων και μαρτύρων της Πίστεώς μας είχαν καταντήσει αξιοθρήνητοι ραγιάδες. Και ζούσαν μέσα στη φρικτή ατίμωση.
Δεν είχαν χάσει όμως τελείως την ελπίδα τους. Βαθιά μέσα τους πίστευαν στο θαύμα της νεκραναστάσεως του Γένους. Η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού, που οι Τούρκοι τους επέτρεπαν να γιορτάζουν, γεννούσε και φτέρωνε στις καρδιές τους την ελπίδα και της αναστάσεως του Γένους. Τα τραγούδια της κλεφτουριάς – «ακόμα τούτη την Άνοιξη…ραγιάδες, ραγιάδες»- τροφοδοτούσαν σαν το λάδι το καντήλι την ελπίδα της εθνικής ελευθερίας.
Και η Άνοιξη, που την καρτερούσαν τόσο υπομονετικά, ήλθε στην ώρα της, την ώρα που είχε ορίσει Εκείνος που ρυθμίζει την ιστορία προσώπων και λαών ολόκληρων, Ήταν η ευλογημένη Άνοιξη του 1821.
Τη ροδοδάκτυλη ανατολή της τη σήμανε στις 24 Φεβρουαρίου 1821 με την ιστορική προκήρυξή του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης καλώντας τους Πανέλληνες σε ξεσηκωμό και ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων: «Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες!... Ας αντηχήσουν λοιπόν όλα τα όρη της Ελλάδος από την τρομεράν κλαγγήν των όπλων μας… είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νεφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι΄ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιν από την ασεβή των βαρβάρων καταφρόνησιν…»
Και δεν άργησε να ανάψει η φωτιά. Ένα μήνα αργότερα ξεσηκώθηκε ο Μοριάς, η Καλαμάτα, η Μάνη, η Πάτρα και με την ευλογία του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ανήμερα του Ευαγγελισμού στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας, άρχισε επίσημα η εποποιία της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Η καταπίεση τόσων αιώνων ξέσπασε και τινάχθηκε σαν λάβα ηφαιστείου και απλώθηκε με τα φλάμπουρα των οπλαρχηγών από άκρη σε άκρη σε όλη τη χώρα. Παντού έπνεε άνεμος ελευθερίας και μια απόφαση δονούσε τις καρδιές όλων: «Ελευθερία ή θάνατος»! Είχε έλθει η ώρα να περάσει πλέον το Γένος μας από τον Γολγοθά του στην ανάσταση!
Η γενια των Ελλήνων του 1821 ευτύχησε να έχει ανάμεσα της γενναία παληκάρια που ρίχτηκαν ατρόμητοι στον υπέρ πάντων αγώνα Πόθος τους να αναστήσουν το Γένος, να γραφεί και πάλι το όνομά «Ελλάς» ανάμεσα στα κράτη του κόσμου.
Και με τη γενναία ορμή τους παρακινούσαν όλους να συμβάλουν στην πραγματοποίηση του μεγάλου αυτού οράματος, χωρίς να υπολογίζουν κανένα κίνδυνο, κανένα κόστος, ούτε την ίδια τους τη ζωή.
Επτά χρόνια πάλευαν γι΄αυτόν τον άγιο σκοπό. Επτά χρόνια μέρα – νύχτα χτυπούσαν σαν άλλα μανιασμένα κύματα τον τεράστιο βράχο της σκλαβιάς, που αντιστεκόταν με την σκληρότητά του. Και τελικά με τις συγκλονιστικές νίκες τους, τη μία μετά την άλλη, στη στεριά και στη θάλασσα, «μέριασε ο βράχος και διάβηκε το κύμα», για να θυμηθούμε τον μεγάλο ποιητή μας τον Βαλαωρίτη. Το «θεριό» που λυσσομανούσε αναγκάσθηκε να παραδεχθεί τη νίκη των ραγιάδων και με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830  να αναγνωρίσει και την υπόσταση του ελεύθερου μικρού κράτους της Ελλάδος.
Αιώνια δοξαστικά πρέπει να αναπέμπονται στον Κύριο και Θεό μας, ο Οποίος ανέδειξε την αντρειωμένη εκείνη γενιά του 1821, που με τις θυσίες της ύψωσε και πάλι τη σημαία του Σταυρού στο γαλανό ουρανό της πατρίδας μας.
Η γενιά του 1821 ήταν γενιά πιστών ανθρώπων. Οι καρδιές τους σκιρτούσαν για την αγάπη και λατρεία του Χριστού και νιώθοντας πίκρα και χύνοντας μαύρο δάκρυ για την ατίμωσή τους από τους οπαδούς του Μωάμεθ, άρπαξαν τα άρματα για να πάψει η καταφρόνια του Σταυρού.
Το διεκήρυξε τούτο ο πολέμαρχος βασικός συντελεστής της μεγάλης νίκης Γέρος  Μωριά μιλώντας λίγα χρόνια αργότερα στα νιάτα των Αθηνών στην Ακρόπολη: «Παιδιά μου! Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Να έχετε ομόνοια… Σε σας μένει να ίσασετε και να στολίσευε τον τόπο όπου εμείς ελευθερώσαμε…»
Τα λόγια του θρυλικού Κολοκοτρώνη προβάλλουν ενώπιόν μας, ενώπιον των ηγετών μας αλλά και όλων μας, όλων όσοι αποτελούμε τη σύγχρονη ελληνική γενιά, το μεγάλο και ιερό χρέος μας… Φλογερή αγάπη προς την Πίστη των πατέρων μας και προς την Πατρίδα μας. Χωρίς αυτή την αγάπη θα καταντήσουμε και πάλι θλιβεροί ραγιάδες. Κι αν ζούμε στις μέρες μας πολλά δείγματα ατιμώσεως της χώρας μας διεθνώς, είναι γιατί ορισμένοι ηγέτες μας και αρκετοί Νεοέλληνες ζουν και ενεργούν σαν να μην τους συγκινούν οι έννοιες της Πίστεως και της Πατρίδος και θέλουν να αλλάξουν και την Ιστορία μας.
Αν θέλουμε να ατενίζουμε χωρίς να ντρεπόμαστε, τις ηρωικές μεγάλες μορφές του 1821, πρέπει να ακολουθήσουμε τα ίχνη τους και να μιμούμαστε τις αρετές τους. Είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην αληθινή δόξα και στο ανυπέρβλητο και αιώνιο μεγαλείο την Ελλάδα μας! 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...