Τη Γέννηση του Χριστού αφηγούνται οι δυο από τους τέσσερες ευαγγελιστές της Καινής Διαθήκης: Ο Ματθαίος, ο οποίος αμέσως μετά τη γενεαλογία του Ιησού αναφέρει την προφητεία του Ησαΐα για την εκ Παρθένου γέννησή του και αμέσως κατόπιν την προσκύνηση των Μάγων και τη φυγή κατόπιν αγγελικής εντολής του νεογέννητου βρέφους στην Αίγυπτο καθώς και την επάνοδό του στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Ο Λουκάς περιγράφει την επί Καίσαρος Αυγούστου απογραφή της οικουμένης (προφανώς της Ελληνορωμαϊκής), τη γέννηση στη φάτνη, τον αγγελικό ύμνο «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ….», και την προσκύνηση των ποιμένων. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της εορτής των Χριστουγέννων προέρχεται από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (2,1-12), που αφηγείται την προσκύνηση των Μάγων:
 «'Οταν γεννήθηκε ο Ιησούς στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, στα χρόνια του βασιλιά Ηρώδη, έφτασαν στα Ιεροσόλυμα σοφοί μάγοι από την Ανατολή και ρωτούσαν: ‘Πού είναι ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων; Είδαμε ν' ανατέλλει το άστρο του και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε’.  'Οταν έμαθε το νέο ο Ηρώδης, ταράχτηκε, και μαζί του όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων. Φώναξε λοιπόν όλους τους αρχιερείς και τους γραμματείς του λαού, και ζήτησε να τον πληροφορήσουν πού θα γεννηθεί ο Μεσσίας. Κι αυτοί του είπαν: ‘Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί έτσι γράφει ο προφήτης:
Κι εσύ Βηθλεέμ, στην περιοχή του Ιούδα,
δεν είσαι διόλου ασήμαντη
ανάμεσα στις σπουδαιότερες πόλεις του Ιούδα,
γιατί από σένα θα βγει αρχηγός,
που θα οδηγήσει το λαό μου, τον Ισραήλ’.
Ο Ηρώδης τότε κάλεσε κρυφά τους μάγους κι έμαθε απ' αυτούς από πότε ακριβώς φάνηκε το άστρο.  'Επειτα τους έστειλε στη Βηθλεέμ λέγοντάς τους: ‘Πηγαίνετε και ψάξτε καλά για το παιδί· μόλις το βρείτε, να με ειδοποιήσετε, για να έρθω κι εγώ να το προσκυνήσω’.
Οι μάγοι άκουσαν το βασιλιά κι έφυγαν. Μόλις ξεκίνησαν, ξαναφάνηκε το άστρο που είχαν δει ν' ανατέλλει με τη γέννηση του παιδιού, και προχωρούσε μπροστά τους· τελικά ήρθε και στάθηκε πάνω από τον τόπο όπου βρισκόταν το παιδί. Χάρηκαν πάρα πολύ που είδαν ξανά το αστέρι.  'Οταν μπήκαν στο σπίτι, είδαν το παιδί με τη Μαρία, τη μητέρα του, κι έπεσαν στη γη και το προσκύνησαν. 'Υστερα άνοιξαν τους θησαυρούς τους και του πρόσφεραν δώρα: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα. Ο Θεός όμως τους πρόσταξε στο όνειρό τους να μην ξαναγυρίσουν στον Ηρώδη· γι' αυτό έφυγαν για την πατρίδα τους από άλλο δρόμο» (Ματθ.2,1-12).
Στη σημασία του γεγονότος της Γεννήσεως του Χριστού για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά ας στρέψουμε σήμερα την προσοχή μας.
Μέσα σε ατμόσφαιρα χαράς και αγαλλιάσεως πανη­γυρίζει η Εκκλησία μας κάθε χρόνο τη Γέννηση του Χριστού και ψάλλει ωραίους ύμνους προς τον ενανθρωπήσαντα και αναπλάσαντα τη φθαρμένη ανθρώπινη φύση Θεό. Γιατί κατά βάθος η Γέννηση του Χριστού υποδηλώνει την αναδημιουργία του ανθρώπου. Η Ορθόδοξη υμνογραφία και θεολογία εξαίρουν τη μεγάλη ανθρωπολογική σημασία της θείας ενανθρωπήσεως: Από την απελπιστική φθορά και από το χάος του καταστροφικού μίσους σώζει τον άνθρωπο η φιλανθρωπία του Θεού που παίρνει σάρκα και οστά μέσα στην ιστορία στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού- κι όχι μόνο τον λυ­τρώνει από τη σίγουρη καταστροφή, αλλά και τον οδηγεί στο «ἀρχαῖον κάλλος», τον θεώνει, κατά τη γνωστή πατερική ορολογία.
Αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει ο άνθρω­πος ένεκα της υποδουλώσεώς του στη δύναμη της φθοράς και της αμαρτίας, προσφέρεται από τον γεννηθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και εκ της Παρθένου Μα­ρίας. Ακριβώς δε η εκ Πνεύματος Αγίου προέλευση του Σωτήρα δείχνει με τρόπο εύγλωττο ότι η σωτηρία δεν ήταν δυνατό να προέλθει από τα χαλάσματα και τα συν­τρίμμια της αναπόφευκτα καταδικασμένης σε θάνατο ανθρωπότητας, αλλά από τον ουρανό, από το Πνεύμα του Θεού, από την πηγή της ζωής.
Μιλάμε πολλές φορές για τη σημαντική ανθρωπολογική αλλαγή που σημαίνει η Γέννηση του Χριστού σαν να είναι μόνο μια σχετική βέβαια με μας αλλά και ανεξάρτητη από μας αντικειμενική κατάσταση και ξεχνάμε να συ­σχετίσουμε άμεσα και ζωντανά, δυναμικά και υπαρξιακά ο καθένας ξεχωριστά τον εαυτό του με το σημαντικό γεγο­νός της Γεννήσεως. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι σ’ αυτήν την προσωπική του καθενός παράλειψη οφείλεται η τρα­γική αντίφαση κατά την οποία, ενώ ο Χριστός γεννήθηκε για να σώσει τον άνθρωπο από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου, οι άνθρωποι καθημερινά φθείρονται, καταστρέφονται και καταστρέφουν τους άλλους. Ενώ οι άγ­γελοι ψάλλουν το χαρμόσυνο μήνυμα ότι «ἐτέχθη ἡμῖν Σωτήρ» και ήλθε «ἐπὶ γῆς εἰρήνη» (Λουκ. 2, 11. 14), παράλληλα τα μέσα επικοινωνίας και ενημερώσεως μάς μεταφέρουν θλιβερές ειδήσεις πολέμων και καταστροφών.
Ή Γέννηση του Χριστού αποκτά νόημα ως υπαρξιακό γεγονός του κάθε ανθρώπου στην ιδιαιτερότητα και μοναδικότητά του, στο προσωπικό πρόβλημα και την αγωνία του, στον φόβο του για τον αφανισμό του και στην ελπίδα του για τη ζωή. Όσο ο «ήλιος της δικαιοσύνης» δεν ανατέλλει μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, άδικα αυτός περιμένει τον φωτισμό της ανθρωπότητας στη γενικότητά της· όσο η σωτηρία δεν γίνεται γεγονός προσωπικό του, αδικαιολόγητη θα είναι η απορία και διαμαρτυρία του για τη γενική επικράτηση του μίσους, του εγκλήματος, του πολέμου· κι όσο η Γέννηση του Χριστού μένει απλώς ένα σημαντικό πλην όμως μακρινό ιστορικό γεγονός ή μια συγκινητική μόνο γιορτή της Εκκλησίας και δεν συντελείται μέσα στον κάθε άνθρωπο, μάταια θα αναζητούμε τις εμφανείς συνέπειές της.
O Θεός της αγάπης και της ειρήνης σαρκώνεται μέσα στην ιστορία τέμνοντάς την αποφασιστικά σαν φω­τεινό ορόσημο σε προχριστιανικό σκότος και σε χριστια­νικό φως, σε προχριστιανική ατμόσφαιρα «οσμής θανά­του» και σε χριστιανική ελπίδα αναστάσεως. Αν η ζωή των ανθρώπων σήμερα φέρει τα παραπάνω προχριστιανικά χαρακτηριστικά, η αιτία δεν βρίσκεται έξω από τον εαυτό τους. Η Γέννηση του Χριστού δεν σημαίνει αναγκαστική επικράτηση της αγάπης και της ειρήνης, αλλ’ αποτελεί αφετηρία και δυνατότητα αλλαγής του ανθρώπου σε τρόπο ώστε, αν ακούσει και ενστερνισθεί το θείο μή­νυμα, να μεταβληθεί ριζικά: Να παύσει να βλέπει τον συ­νάνθρωπό του σαν εχθρό έναντι του οποίου αμύνεται συ­νεχώς και μάλιστα πολλές φορές επιτιθέμενος για να εξασφαλίσει περισσότερο την οντότητά του, αλλά να τον βλέπει σαν αδελφό για τον οποίο επίσης γεννήθηκε, σταυ­ρώθηκε και αναστήθηκε ο Υιός του Θεού.
Πολλοί ξένοι θεολόγοι χαρακτηρίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία σαν κατ’ εξοχή «Εκκλησία της Αναστά­σεως». Κι είναι σωστό. Εξίσου σωστό όμως είναι ότι οι Πατέρες και θεολόγοι της Εκκλησίας μας στρέφουν συ­νεχώς τις σκέψεις τους γύρω από το «μυστήριο» της ενανθρωπήσεως που αποτελεί το θεμέλιο και το επίκεντρο της θεολογίας τους, που συνιστά την προϋπόθεση της σωτη­ρίας των ανθρώπων, που σημαίνει την αλλαγή και ανακαίνιση των πάντων. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τη γιορτή της Γεννήσεως του Χριστού ως «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν».
Πέρα όμως από τις χρήσιμες ασφαλώς θεολογικές διατυπώσεις για το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου, πέρα από την αναγνώριση της ανθρωπολογικής σπουδαιότητας και της αναπλαστικής δυνάμεώς της, πέρα και μέσα από την πανηγυρική ατμόσφαιρα των ωραίων εκκλη­σιαστικών ύμνων εκείνο που χρειάζεται για τη φανέρωση των συνεπειών της Γεννήσεως του Χριστού είναι το προ­σωπικό ταπεινό γονάτισμα του καθενός μπροστά στη φάτνη, η απόφαση διαλόγου υπαρξιακού με τον γεννηθέντα και πάντοτε παρόντα μέσα στον κόσμο Σωτήρα. Άλλωστε η μεγάλη αυτή γιορτή παρά τη λειτουργική επανάληψή της κάθε χρόνο δεν χάνει την αξία της, δεδομένου ότι, καθώς σημειώνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Χριστός «ἐφάπαξ κατὰ σάρκα  γεννηθεὶς ἀεὶ γεννᾶται τοῖς θέλουσι».