Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειτουργική Γλώσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειτουργική Γλώσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Οκτωβρίου 03, 2016

Η γλώσσα του Ευαγγελίου και της εκκλησιαστικής υμνογραφίας

Το καλύτερο και γνησιότερο δείγμα της Ελληνικής των χρόνων της Κοινής είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου. Είναι η Ελληνική όπως εξελίχθηκε στον προφορικό λόγο ως συνέχεια της Αττικής διαλέκτου που επικράτησε στην Κοινή. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της πρώτης πραγματικά Κοινής ελληνικής γλώσσας, αυτής που προέκυψε από την επικράτηση της Αττικής με βαθμιαία υποχώρηση των λοιπών διαλέκτων. Αυτής της κοινής προφορικής γλώσσας εξέλιξη υπήρξε η απλή προφορική γλώσσα, ή δημοτική, που διαρκώς μεταβαλλόμενη χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.
Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης έχει χαρακτηρίσει τη δημοτική του Ευαγγελίου, την προφορική κοινή γλώσσα των χρόνων του Χριστού, ως τον «πρώτο δημοτικισμό». Και θα άξιζε να αναλογισθούμε πόσο πιο ομαλή θα ήταν η μετέπειτα διαμόρφωση της Ελληνικής, αν είχε επικρατήσει αυτή η δημοτική του Ευαγγελίου και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, από τον 1ον αιώνα π,Χ. είχε κάνει την εμφάνισή του ο αττικισμόςη γλωσσική μίμηση της Ελληνικής της κλασικής περιόδου, που σιγά-σιγά επικράτησε ως η κυρία μορφή της γραπτής Ελληνικής και -για πολλούς λογίους- και της προφορικής έκφρασης. Το ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας υιοθέτησαν την αττικιστική γλώσσα αντί της γλώσσας του Ευαγγελίου ήταν μία καθοριστική αιτία για να εγκαταλειφθεί στον γραπτό λόγο η Κοινή του Ευαγγελίου. Έτσι χάθηκε μία καλή ευκαιρία να αποκτήσουν οι Έλληνες ενιαία μορφή γλώσσας, γραπτή και προφορική, ήδη από τα χρόνια του Χριστού.
Ωστόσο, η γλώσσα του Ευαγγελίου ως γλώσσα αναφοράς της χριστιανικής θρησκείας, που επηρέασε τη χριστιανική γλωσσική παράδοση σε όλες τις μορφές και σε όλη της την έκταση (στην πατερική θεολογία, στη Θεία Λειτουργία, στην υμνογραφία, στην αγιογραφία, στην απέραντη χριστιανική θεολογία, στο κήρυγμα, στην κατήχηση κ.λπ.), άσκησε μεγάλη επίδραση στην ελληνική γλώσσα, ομιλούμενη και γραπτή, σε όλα τα στάδια της εξέλιξής της. Η απλή καθημερινή γλώσσα είναι γνωστό ότι διασώζει πλήθος λέξεων και εκφράσεων που προέρχονται, άμεσα ή έμμεσα, από τη γλώσσα του Ευαγγελίου.
Αληθινή ποίηση γραμμένη σε απλούστερη λόγια γλώσσα, η εκκλησιαστική υμνογραφία υπηρετεί την επικοινωνία με τον Θεό, συγκινεί και συναρπάζει. Μολονότι θα περίμενε κανείς πως μία ποίηση γραμμένη στη λόγια γλωσσική παράδοση (ενίοτε και με αρχαϊστικά στοιχεία) θα άφηνε αδιάφορους τους πιστούς, εν τούτοις συμβαίνει το αντίθετο. Οι ύμνοι της Εκκλησίας ψάλλονται με κατάνυξη από το εκκλησιαζόμενο πλήρωμα της Εκκλησίας, ασχέτως μορφώσεως, ηλικίας, τόπου και χρόνου.
Είναι μία διαχρονική ελληνική ποίηση που συγκινεί, γιατί είναι γραμμένη σε λόγια αλλά απλούστερα Ελληνικά, που πλησιάζουν τη γλώσσα του Ευαγγελίου και κυρίως γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά τής ποίησης: ρυθμό, μεταφορά, εικόνα, διάλογο, αξιοποίηση όλων των μερών του λόγου, ιδίως δε στοιχείων όπωςτο επίθετο, το επίρρημα, η μετοχή. Τα τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος ή και της Θείας Λειτουργίας, αφ’ ενός μεν, υπηρετούν λειτουργικούς-λατρευτικούς σκοπούς, αφ’ ετέρου δε, αποτελούν «τραγούδια», τρόπους ποιητικής και μελωδικής συνάμα έκφρασης και συμμετοχής των πιστών στα εκκλησιαστικά δρώμενα.
Ο υμνογράφος της Εκκλησίας έχει διττό στόχο: να υπηρετήσει τα εκκλησιαστικά δρώμενα και συγχρόνως να λειτουργήσει ως κοινή έκφραση του λαού, ως γλωσσική και βιωματική μαζί συμμετοχή των πιστών στα δρώμενα. Ο υμνογράφος πρέπει να συγκινήσει ως ποιητής, αλλά και να αποτελέσει τη φωνή των πιστών που πρέπει να εκφράζονται μέσα από τη δική του ποίηση, από τα δικά του λόγια, με τη δική του φωνή.
Στα τροπάρια που περιγράφουν και σχολιάζουν με λόγο και με μέλος το Θείο Δράμα, ο πιστός συμμετέχει βιωματικά άλλοτε στο μοιρολόι της μάννας-Παναγίας για τον άδικα Εσταυρωμένο της γιό, άλλοτε στα γεμάτα πικρία λόγια του Χριστού για τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι του, άλλοτε στην αγανάκτηση του υμνογράφου για την αχαριστία του κόσμου, άλλοτε στη μεγαλοσύνη και την έμπρακτη αγάπη του Ιησού για τους διώκτες του και σε ποικίλα άλλα συναισθήματα που γεννώνται από την ποίηση του υμνογράφου. Γενικότερα, συγκινείται και συμμετέχει έντονα και βιωματικά ο αποδέκτης αυτής της ποίησης, ο πιστός, όπως συμβαίνει με κάθε μορφή μεγάλης ποίησης. Εδώ είναι που η υμνογραφία υπερβαίνει τον απλό τελετουργικό της χαρακτήρα, υπερβαίνει τη λειτουργική τεχνική, για να περάσει στον χώρο της τέχνης, της τέχνης του λόγου, στην τέχνη της ποίησης.
πηγή: Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Καθηγ. Παν/μίου Αθηνών, «Διαλογισμοί για τη γλώσσα και τη γλώσσα μας», σ. 152-156, εκδ. Καστανιώτη

 http://www.pemptousia.gr/

Δευτέρα, Μαρτίου 02, 2015

Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας



 



Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων.

Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.

Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".

Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.

Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.

Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.

Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.

Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.
πηγή

Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2014

Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας


 



Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων.

Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.

Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".

Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.

Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.

Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.

Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.

Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.

πηγή

Τρίτη, Μαρτίου 19, 2013

Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντῖνος Γανωτῆς






Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων.

Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.

Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".

Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.

Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.

Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.

Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.

Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.

Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.

πηγή

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2012

ΤΑΦΟΠΛΑΚΑ ΣΤΙΣ “ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ” (τῶν λειτουργικῶν κειμένων) ΑΣΤΕΙΟΤΗΤΕΣ


Ἔλαβε ἐπισήμως τέλος ἡ ἀνάρμοστη καὶ ἀντιεκκλησιαστικὴ πρακτικὴ ποὺ εἶχε στανικῶς καὶ ἀντισυνοδικῶς ἐπιβάλει ὁ μακαριστὸς Μητρ. Νικοπόλεως Μελέτιος. Κάποιοι σίγουρα θὰ ἔχουν θλιβεῖ γι᾽ αὐτὴ τὴν ἐξέλιξη. Ἤδη πρὸ διμήνου πάντως εἶχε προβλεφθεῖ ὀξυδερκῶς καὶ μελαγχολικῶς(!): «“δυστυχῶς” ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση πνέει τὰ λοίσθια… Ἡ ἐκλογὴ στὴν μητρόπολη Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης θὰ ἐπιβεβαιώσει ἂν θὰ μπεῖ καὶ ἡ ὁριστικὴ ταφόπλακα».

.        Ὁ νέος Μητροπολίτης Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης κ. Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στὸ σύνολο τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας του, ἀναφέρθηκε στὸ μεῖζον θέμα τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων στὴν νεοελληνική. «Δὲν ζητῶ τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἐσᾶς, παρὰ μόνο ὅσα προβλέπουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας», εἶπε χαρακτηριστικὰ ὁ Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος. Ζήτησε δὲ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ μὴν ἀποδίδουν πλέον στὴν νεοελληνικὴ γλώσσα τὰ λειτουργικὰ κείμενα. «Ὅπως ἐγὼ ὑπακούω στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, θὰ παρακαλοῦσα καὶ ἐσεῖς νὰ ἐπιδείξετε ὑπακοὴ  στὸ συγκεκριμένο ζήτημα, ὥστε νὰ μὴν μὲ φέρετε σὲ δύσκολη θέση», τόνισε. Καὶ προσέθεσε: «Ἄλλωστε καὶ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριάρχεῖο καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅλα τὰ μυστήρια καὶ οἱ εὐχὲς ἀποδίδονται στὸ πρωτότυπο κείμενο».

Τρίτη, Ιουλίου 03, 2012

ΠΑΥΣΗ ΤΩΝ “ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΝ” ΣΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ ΚΑΙ ΟΞΥΝΟΥΣΤΑΤΟΙ “ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ”



.          Ὡς συνήθως μετὰ τὴν ἐκδημία ἑνὸς ἱεράρχου λαμβάνουν χώρα μὲ πανομοιότυπα πληκτικὸ τρόπο οἱ ἴδιες «ἱστορίες»! Δημοσιεύματα φέρουν τὰ ἴδια νὰ συμβαίνουν ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐκδημίας τοῦ Νικοπόλεως κυροῦ Μελετίου.
.          Πρὸς τὸ παρὸν σημασία καὶ ἀξία ἔχει ὅτι συμφώνως πρὸς πληροφορίες -ποὺ δὲν ἔχουν διασταυρωθεῖ μὲν ἀλλὰ εἶναι ἀξιόπιστες- ὁ Τοποτηρητὴς τῆς Μητροπόλεως Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης Μητροπολίτης Ἄρτης Ἰγνάτιος φέρεται νὰ ἐξέδωκε Ἐγκύκλιο περὶ παύσεως τῆς ἀσχημίας τῶν «μεταφρασμένων Ἀκολουθιῶν», τὶς ὁποῖες ΑΝΤΙΣΥΝΟΔΙΚΩΣ καὶ στανικῶς εἶχε ἐπιβάλει στὴν ἐπαρχία του ὁ μακαριστὸς Μελέτιος, ὁ πεπαιδευμένος, πολύγλωσσος καὶ ἀσκητικοῦ ἤθους Ἱεράρχης μὲ τὶς ἐνίοτε ὅμως ἀντιφατικὲς καὶ αἰφνιδιαστικὲς θεολογικὲς καὶ πνευματικὲς «ἐκφράσεις».
.          Ἐνδεικτικὸ τὸ ἑξῆς ἀπολύτως ἐπιβεβαιωμένο γεγονὸς ὅτι –παρ᾽ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος, διάκονος ὢν στὴν Καλαμάτα, διεκδικοῦσε νὰ ἐξομολογεῖ! (πράγμα ἀντικανονικό, ποὺ αὐτονόητα τὸν ἀπομάκρυνε τῆς πνευματικῆς του ἀναφορᾶς)– κατ᾽ ἐπανάληψιν ὁ ἴδιος ὡς Μητροπολίτης δὲν καταδεχόταν νὰ συζητᾶ ἐπὶ θεολογικῶν θεμάτων μὲ «κατωτέρους» του, δηλ. ἀρχιμανδρίτες, ἡγουμένους ἢ ἁπλοὺς ἱερεῖς!, μὲ τὴν εὑρηματικῆς ἐμπνεύσεως θεολογικὴ αἰτιολογία πὼς «ὁ ἐπίσκοπος συζητᾶ μόνον μὲ ἐπισκόπους»!!!
.          Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη, ΑΠΟΛΥΤΩΣ ἐπιβεβαιωμένη, φανερώνει μία μικρὴ ὄψη τοῦ …«ὁράματος» τοῦ μακαριστοῦ γιὰ «ἀποκατάσταση τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ», καὶ τῆς «ὀξυνοίας του νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι τὸ βάρος μιᾶς δῆθεν “παράδοσης” συνθλίβει τὸ γνήσιο εὐαγγελικὸ μήνυμα».

Πέμπτη, Απριλίου 05, 2012

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ



Κάτι περίεργο συμβαίνει στά μυαλά τών ‘‘θεολόγων’’. Καί φανερώνεται στήν γλώσσα πού χρησιμοποιούν. Είναι μιά γλώσσα η οποία στηρίζεται σέ γενικεύσεις, σέ γενικολογίες, οι οποίες δέν λένε απολύτως τίποτε, οι οποίες δέν ορίζουν απολύτως τίποτε, οι οποίες όμως φαίνονται νά γίνονται κατανοητές από όλους, ενώ στήν ουσία δέν περιέχουν τίποτε. 
Η γλώσσα αυτή θυμίζει τίς εκθέσεις ιδεών πού γράφαμε στό παληό γυμνάσιο. Πρωταθλητής αυτής τής γενικολογίας φαίνεται νά είναι ο Καλαϊτζίδης. Π.χ. :

Ο κ. Καλαϊτζίδης υποστήριξε ότι η Εκκλησία μπορεί να παρεμβαίνει στο δημόσιο χώρο, έχοντας επίγνωση των ορίων και των όρων αυτού του χώρου (ιδεολογική, θρησκευτική και αξιολογική ουδετερότητά του), και στο βαθμό που σέβεται τις αξίες που έχουν καθιερωθεί στο χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων κεντρική θέση κατέχουν ο σεβασμός των θεμελιωδών κατακτήσεων της νεωτερικότητας και πρωτίστως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και πολιτείας.

Βλέπουμε ότι δέν αισθάνεται τήν υποχρέωση νά ορίσει πώς εννοεί τήν νεωτερικότητα, νά φέρει ένα παράδειγμα τής ισχύος τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου μέσα στήν εκκλησία, νά διευκρινίσει τί σημαίνει κατ’αρχάς ρόλος τής εκκλησίας.
Απορούμε λοιπόν, άνθρωποι μορφωμένοι στήν νεωτερικότητα καί στά δικαιώματα, στήν ελευθερία τού διαφωτισμού, πώς ανέχονται καί υποτίθεται κατανοούν, αυτό τό λυκόφως.
ΚΑΙ ΟΜΩΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Γ Ν Ω Σ Η.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΑΡΑΓΕ ΚΑΙ ΥΠΟΤΑΧΤΗΚΑΜΕ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΓΝΩΣΙΑ;;

Στη συνέχεια ο κ. Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος, Επ. Καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας ΑΠΘ μίλησε με θέμα «Θρησκεία, Πολιτική και Πλουραλισμός». Ο κ. Κωτσιόπουλος υποστήριξε πως σε αντίθεση με τις προβλέψεις που υποστήριζαν ότι στην εποχή της νεωτερικότητας, της ύστερης νεωτερικότητας και της εκκοσμίκευσης το θρησκευτικό φαινόμενο επρόκειτο να εκλείψει ή να παρακμάσει, διαπιστώνεται, αντιθέτως, ότι επανέρχεται ισχυρότερο στο κοινωνικό-πολιτικό χώρο. Με βάση το γεγονός ότι η «κοινωνία των πιστών» ανήκει και στην κοινωνία των πολιτών» χωρίς μανιχαϊκούς διπολισμούς και διαιρέσεις, ο κ. Κωτσιόπουος υποστήριξε ότι μπορούμε να αντιληφθούμε τις σχέσεις θρησκείας και πολιτικής ως σχέσεις αγαστής συλλειτουργίας και συναλληλίας και όχι ως καταστάσεις χωρισμού και ανταγωνισμού. Αυτό μάλιστα ισχύει ιδιαίτερα για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ο οποίος βλέπει τον κόσμο και την κοινωνία ενωτικά και συνθεϊκά και όχι διαιρετικά και πολωτικά. Σύμφωνα μάλιστα με το Ι-52 άρθρο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και το άρθρο 17 της Συνθήκης της Λισαβόνας γίνεται απολύτως σεβαστό, τόνισε ο κ. Κωτσιόπουλος, το καθεστώς των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας που επιθυμεί η κάθε χώρα μέλος της Ε.Ε να έχει στο θεσμικό της οικοδόμημα.
Τέλος ο κ. Παντελής Καλαϊτζίδης, Δρ Θεολογίας, Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, μίλησε με θέμα: «Η Εκκλησία και η θεολογία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας». Ο κ. Καλαϊτζίδης, αφού αναφέρθηκε εν συντομία τόσο στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης που καθορίζεται εν πολλοίς από το νεωτερικό πρόταγμα και από τις αλλαγές που έφερε η εκκοσμίκευση των κοινωνιών, όσο και στο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η συζήτηση για τη θέση της θρησκείας στο δημόσιο χώρο στην Ευρώπη και την Αμερική, επικεντρώθηκε στην ελληνική περίπτωση αναπτύσσοντας μια θεολογική προβληματική (επί τη βάσει της χαλκηδόνιας χριστολογίας) για την υπό προϋποθέσεις παρουσία της Εκκλησίας στο δημόσιο χώρο (που δεν ταυτίζεται με τον κρατικό). Ο κ. Καλαϊτζίδης υποστήριξε ότι η Εκκλησία μπορεί να παρεμβαίνει στο δημόσιο χώρο, έχοντας επίγνωση των ορίων και των όρων αυτού του χώρου (ιδεολογική, θρησκευτική και αξιολογική ουδετερότητά του), και στο βαθμό που σέβεται τις αξίες που έχουν καθιερωθεί στο χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων κεντρική θέση κατέχουν ο σεβασμός των θεμελιωδών κατακτήσεων της νεωτερικότητας και πρωτίστως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και πολιτείας. Τέλος αναφέρθηκε στην περίπτωση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ως παράδειγμα που δοκιμάζει τις παραπάνω αρχές και προτεραιότητες.
Υπόμνημα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδώνπρος την Διαρκή Ιερά Σύνοδο (αποσπάσματα)
3. Αναφορικά με τον επίμαχο όρο «μεταπατερική» θεολογία, που προκάλεσε ίσως σε πολλούς ερωτήματα, ενώ σε κάποιους άλλους έδωσε αφορμή για παρερμηνείες και επιθέσεις, θα επιθυμούσαμε να διασαφηνίσουμε τα εξής:
α) Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι εμπνευσμένοι ερμηνευτές της Γραφής, ακραιφνείς δογματικοί θεολόγοι, και αξεπέραστοι διδάσκαλοι της πνευματικής ζωής. Μελετούμε τα έργα τους με αγάπη και πνεύμα μαθητείας, και, φυσικά, θεωρούμε αδιανόητη κάθε είδους αμφισβήτηση, υποτίμηση, ή περιθωριοποίηση της θεολογίας τους.
β) Εμπνεόμενοι από τη θεολογία των Πατέρων, προσπαθούμε με τις ταπεινές μας δυνάμεις (και δεν είμαστε φυσικά οι μόνοι), μέσα από την οργάνωση θεολογικών συνεδρίων και άλλων σχετικών εκδηλώσεων, να βρούμε τρόπους όσο το δυνατόν προσφορότερης προβολής και αξιοποίησης της πατερικής θεολογίας, μέσα από το δημιουργικό συσχετισμό της με τα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου. Η θεματολογία των συνεδρίων αυτών καλείται κατά κύριο λόγο να διερευνήσει ερωτήματα και όχι να προωθήσει συγκεκριμένες θέσεις, οι δε ποικίλες και ενίοτε αντικρουόμενες απόψεις που διατυπώνονται από τους εισηγητές δεν εκφράζουν την Ακαδημία αλλά τους ίδιους προσωπικά.

Μαζί μέ τήν αοριστολογία καί γενικολογία τής συγχρόνου θεολογικής γλώσσας, εμφανίζεται σάν συστατικό στοιχείο  επίσης αυτής τής γλώσσας καί τό ψεύδος. Π.χ. ο Καλαϊτζίδης έχει παρουσιάσει λεπτομερέστατο σχέδιο μεταρρυθμίσεως τής εκκλησίας, αλλά παρόλα αυτά, στά ανωτέρω ψεύδεται.
ΕΜΕΙΣ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΜΟΙΡΑΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΟΥΝ, ΟΙ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΜΕΝΟΙ.
Αμέθυστος

Τρίτη, Απριλίου 03, 2012

Η Νοηματική στην υπηρεσία της Θείας Λατρείας


πηγή

Ο Ιερέας που «μεταφράζει» το Ευαγγέλιο στη Νοηματική
Πηγή: εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία», του Δημήτρη Ριζούλη

Μια φορά τον χρόνο, στον Εσπερινό της Αγάπης, ένας αρχιμανδρίτης, ο πατήρ Ιωάννης Καραμούζης, βγαίνει στην ωραία πύλη και αποδίδει το Ευαγγέλιο στη νοηματική γλώσσα προκειμένου να αντιληφθούν το κείμενο οι κωφοί. Πρόκειται για τη μοναδική ακολουθία (μέχρι στιγμής) όπου ο κληρικός ενδεδυμένος με τα άμφια «μεταφράζει» τα ιερά κείμενα. Ο παπα-Γιάννης έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη διακονία των κωφών και των βαρήκοων και είναι ένας από τους τέσσερις ιερείς σε όλη την Ελλάδα που γνωρίζει τη νοηματική.
«Η ενασχόλησή μου ξεκίνησε πριν από 11 χρόνια όταν με πλησίασε η μητέρα ενός κωφού παιδιού και μου ζήτησε να ασχοληθώ μαζί του διότι είχε τελειώσει το λύκειο των κωφών, είχε επιστρέψει στο σπίτι του στη Χαλκίδα, αλλά δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με κανέναν ακούοντα. Θεώρησα, λοιπόν, ότι ήταν ένα μήνυμα από τον Θεό να ασχοληθώ με τους κωφούς και να τους δώσω όλο το ενδιαφέρον και την ενέργειά μου» λέει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο αρχιμανδρίτης. Για τον π. Ιωάννη άνοιξε ένας νέος δρόμος στη ζωή του και αποφάσισε να ασχοληθεί όχι μόνο ποιμαντικά αλλά και επιστημονικά με το θέμα.
Οι σπουδές
Σπούδασε την ελληνική νοηματική γλώσσα, την οποία πλέον γνωρίζει σε επίπεδο διδασκαλίας και διερμηνείας, ενώ έκανε τη διατριβή του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με θέμα την ποιμαντική των κωφών. Είναι ιεροκήρυκας της Ιερής Μητρόπολης Χαλκίδας και συνεργάζεται με την επιτροπή διαχριστιανικών σχέσεων της Ιεράς Συνόδου. «Την τελευταία Κυριακή κάθε μήνα στην ενορία Αγίων Πάντων στην Καλλιθέα γίνεται Θεία Λειτουργία με ταυτόχρονη διερμηνεία στη νοηματική, από λαϊκό. Ερχονται κωφοί απ' όλα τα μέρη της Αθήνας σ’ αυτή τη σημαντική πρωτοβουλία» λέει ο π. Ιωάννης και συμπληρώνει: «Ταυτόχρονα σε διάφορες Μητροπόλεις γίνονται λειτουργικές συνάξεις και καλύπτονται σε έναν βαθμό οι ανάγκες, ίσως όχι στο επίπεδο που θα θέλαμε, αλλά έστω κι έτσι είναι μια σημαντική προσφορά».
Η προσέγγιση των κωφών είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Χρειάζεται εξειδίκευση, υπομονή και απεριόριστη αγάπη. «Είναι απαραίτητο να μάθουν περισσότεροι τη νοηματική γλώσσα» λέει ο π. Ιωάννης, προσθέτοντας: «Θα μπορούσε στις μέρες μας να ''μεταφράζεται'' όλη η Θεία Λειτουργία στη νοηματική από ιερείς, διότι μας δίνει τα ''όπλα'' η επιστήμη. Οι κωφοί δεν είναι μια κοινότητα ανάπηρων ανθρώπων, αλλά μια ''πολιτισμική μειονότητα'', σύμφωνα με τις νεότερες ιατρικές απόψεις. Αυτή η μειονότητα έχει τη δική της γλώσσα, που πρέπει να μάθουμε για να την πλησιάσουμε. Πιθανόν να χρειαστούν πολλά χρόνια για να γίνει αυτό, αλλά αξίζει να το προσπαθήσουμε».
Κλειστή κοινότητα
Η κοινότητα των κωφών είναι ιδιαίτερα κλειστή και επιφυλακτική. «Οταν πλησιάσεις έναν κωφό πρέπει να ξέρεις πώς να τον αντιμετωπίσεις για να γίνεις αποδεκτός. Για παράδειγμα, αν ένας κωφός έχει στραμμένη την προσοχή του κάπου και ένας ακούων έρθει και τον χτυπήσει στην πλάτη, ο κωφός το θεωρεί εχθρική και όχι φιλική ενέργεια. Αυτούς τους ''κώδικες'' οφείλεις να τους γνωρίζεις και αυτό γίνεται μόνο αν συναναστραφείς μαζί τους» λέει ο παπα-Γιάννης. Το στοίχημα του ιερέα είναι να αντιληφθεί την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των κωφών. Πρόκειται για ανθρώπους κοινωνικά απομονωμένους και καχύποπτους. Επιπλέον έχουν τον φόβο ότι δεν θα μπορέσουν να επικοινωνήσουν και θα απογοητευτούν.
Ο π. Ιωάννης μελετά με επιστημονικό τρόπο όλα αυτά τα δεδομένα για να τα εφαρμόσει αλλά και να τα διδάξει σε άλλους ιερείς. Οι προκαταλήψεις άλλωστε είναι πολλές. «Παλαιότερα υπήρχαν επιστήμονες που έλεγαν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται η νοηματική γιατί είναι μιμητική γλώσσα. Στη Γαλλία τη δεκαετία του '60 προκειμένου να αποτρέψουν τους κωφούς από το να χρησιμοποιούν τα χέρια τους, τους τα έδεναν για να επικεντρωθούν στο ''διάβασμα'' των χειλιών. Αυτό επιστημονικά κατέρρευσε ως απάνθρωπο. Μετά είπαν ότι η νοηματική τούς υποβαθμίζει νοητικά. Μόλις το 2000 η νοηματική αναγνωρίστηκε επίσημα» λέει ο π. Ιωάννης.
Στην Ελλάδα ο πρώτος κληρικός που αφιερώθηκε στους κωφούς ήταν ο μακαριστός μητροπολίτης Θηβών Νικόδημος, που έμαθε τη νοηματική και επικοινωνούσε μαζί τους από τη δεκαετία του '50, ενώ έδωσε και μέρος της προσωπικής του περιουσίας για να αγοραστεί το κτίριο του πρώτου συλλόγου, που ασχολήθηκε με την ποιμαντική των κωφών.
Η δυσκολότερη όμως στιγμή για τον παπα-Γιάννη είναι αυτή της εξομολόγησης. «Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του συναισθηματική φόρτιση και την ανάγκη να την εκφράσει με τέτοιον τρόπο που να φανεί η μετάνοιά του» μας λέει, προσθέτοντας: «Ο ποιμένας που θα ακούσει την εξομολόγηση πρέπει να γνωρίζει άριστα τη νοηματική, συναισθηματικά να είναι παρών και να γνωρίζει ότι οι αντιδράσεις του κωφού ενδεχομένως να είναι περισσότερο έντονες γιατί δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια αυτά που έχει μέσα του».
Αγνωστη η αμαρτία
«Ο ποιμένας χρειάζεται να ξέρει όλες τις παραμέτρους της ζωής ενός κωφού. Το βασικότερο όλων είναι ότι ο κωφός δεν έχει τις προσλαμβάνουσες των ακουόντων και είναι πιο επιρρεπής στη διάπραξη της αμαρτίας, επειδή κανείς δεν του εξήγησε τι είναι αμαρτία και τι όχι. Ο κληρικός έρχεται πολλές φορές σε αντιπαράθεση με μια ολόκληρη κοσμοθεωρία των κωφών. Για παράδειγμα, έχω εξομολογήσει κωφούς που δεν θεωρούσαν αμαρτία την έκτρωση γιατί κανένας δεν τους το είχε πει. Οταν τους το εξήγησα, ήταν πολύ δύσκολο να πειστούν. Αισθάνθηκα τη δυσκολία του να πείσεις έναν άνθρωπο ότι αυτό που σε όλη του τη ζωή έκανε, νομίζοντας ότι είναι σωστό, είναι αμαρτία και πρέπει να αλλάξει. Ουσιαστικά όταν έρχεσαι σε επαφή με έναν κωφό που δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία είναι σαν να αντιμετωπίζεις ένα μικρό παιδάκι που πρέπει να το διδάξεις».
Αφοσίωση
«Θέλει πάρα πολύ κόπο και αφοσίωση η διακονία των κωφών» δηλώνει ο αρχιμανδρίτης. Στη Χαλκίδα γίνονται εδώ και 9 χρόνια από τη Μητρόπολη σεμινάρια εκμάθησης της νοηματικής. Η φοίτηση διαρκεί 2 χρόνια και σε κάθε κύκλο περίπου 30 ακούοντες μαθαίνουν τον τρόπο επικοινωνίας με τους κωφούς. Επίσης έχει χειροθετηθεί ως αναγνώστης από τον μητροπολίτη Χαλκίδας ο Δημήτρης Μπουλέρος, που είναι ο πρώτος κωφός που τοποθετείται σε τέτοια θέση από την Ελλαδική Εκκλησία.
Κάθε Κυριακή ο π. Ιωάννης συγκεντρώνει όλους τους κωφούς της περιοχής του και συζητά μαζί τους για τα προβλήματα που έχουν. Κυρίως όμως είναι πάντα σε ετοιμότητα να βοηθήσει έναν κωφό στις συναλλαγές με το κράτος, τις υπηρεσίες και σε έκτακτες περιπτώσεις. «Υπάρχουν περιστατικά όπου ένας κωφός αρρωσταίνει και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Εκεί δεν μπορεί να εξηγήσει από τι πάσχει, ούτε να μάθει τι εξετάσεις και ποια θεραπεία θα του κάνουν οι γιατροί. Καταλαβαίνετε ότι βρίσκεται σε πανικό. Σκεφτείτε κάποιον που πρέπει να χειρουργηθεί και δεν ξέρει αν κινδυνεύει ή όχι. Σ' αυτές τις περιπτώσεις σπεύδω να αποκαταστήσω τη φωνή και την ακοή του και κυρίως να τον στηρίξω ψυχολογικά» αναφέρει ο π. Ιωάννης.
Νιώθουν θυμό για τον Θεό
Ο π. Ιωάννης πραγματοποιεί δυο σημαντικές επιστημονικές έρευνες που είναι σε εξέλιξη. Στην πρώτη μελετά κατά πόσο η κώφωση επηρεάζει τη θρησκευτικότητα και την κοινωνικότητα. Με ειδικά ερωτηματολόγια μελετάται αν η κώφωση επηρεάζει την πίστη και τη σχέση με τον Θεό. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δείχνουν ότι η κοινότητα των κωφών σε μεγάλο ποσοστό είναι μακριά από τον Χριστό, γιατί οι περισσότεροι μεγάλωσαν σε οικογένειες που δεν τους είχαν μιλήσει για το θέμα, αφού οι γονείς δεν ήξεραν τη νοηματική. Το 99% των κωφών γεννιούνται σε οικογένειες ακουόντων και μέχρι την ενηλικίωσή τους δεν είχαν επικοινωνία με τους γύρω ανθρώπους. «Πολλοί απαντούν ότι νιώθουν θυμό για τον Θεό λόγω του προβλήματός τους. Αρκετοί λένε ότι ο Θεός δεν τους ενδιαφέρει και κάποιοι άλλοι (λιγότεροι) λένε ότι πιστεύουν γιατί ελπίζουν ότι ο Θεός θα τους θεραπεύσει. Οπως και να έχει, πρέπει ως Εκκλησία να δούμε αυτά τα συμπεράσματα με προσοχή για να καταλάβουμε καλύτερα το πρόβλημα» καταλήγει ο π. Ιωάννης.
Η δεύτερη έρευνα σε δείγμα περίπου 500 ανθρώπων μελετά τις απόψεις ακουόντων που θρησκεύουν για το θέμα ώστε να φανεί η αντιμετώπιση των κωφών από ανθρώπους που έχουν ένα πνευματικό υπόβαθρο. Και σ' αυτή τα πρώτα αποτελέσματα προβληματίζουν, αφού σε μεγάλο βαθμό φαίνεται να υπάρχει αδιαφορία, ενώ πολλοί απαντούν ότι θα θεωρούσαν τιμωρία του Θεού το ενδεχόμενο να φέρουν στον κόσμο ένα κωφό παιδί. «Αρκετοί που θεωρούνται πιστοί δεν αντιμετωπίζουν ένα κωφό παιδί ως ευλογία του Θεού κι αυτό είναι απογοητευτικό» λέει ο π. Ιωάννης.

Τετάρτη, Αυγούστου 03, 2011

Η εισαγωγή της δημοτικής στην Θεία Λειτουργία και στις Ιεροτελεστίες. - Πασχάλης Τσακίρης

Σεβαστοί Πατέρες
με λύπη και αγωνία παρακολουθώ εδώ και αρκετό καιρό την εξέλιξη στην εκκλησία μας με την προώθηση της δημοτικής γλώσσας στις Ιεροτελεστίες και ιδιαίτερα στην Θεία Λειτουργία.

Με λύπη και αγωνία για τρεις κυρίως λόγους:

1ον) Ελληνορθόδοξη ιστορία, παράδοση και εκπαίδευση.
2ον) Αναγνώριση από τους ξένους των βιβλίων της Αγίας Γραφής και απαντήσεις που δίνουν ορθόδοξοι αλλόγλωσσοι.
3ον) Επαναφορά της λατινικής γλώσσας στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Για το 1ον λόγο  “Ελληνορθόδοξη ιστορία, παράδοση και εκπαίδευση”
Εάν φέρουμε στην σκέψη μας την ιστορία του έθνους  μας των τελευταίων 6 αιώνων και την υποδούλωση μέχρι τον 19ον αιώνα, θα πρέπει να παραδεχτούμε, πως η Εκκλησία και ιδιαίτερα ο κλήρος (από Διάκονο μέχρι και Πατριάρχη) ανέλαβε τον κύριο ρόλο στο να μην χαθούν το έθνος μας, η πατρίδα μας και η γλώσσα μας. Τότε τα σχολεία είχαν καταργηθεί, οι εκπαιδευτικοί είχαν σφαχτεί ή είχαν κλειστεί στα μπουντρούμια, οι λόγιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον ελληνικό χώρο και να σκορπίσουν στις χώρες της δυτικής, κεντρικής και βορείου Ευρώπης για να μπορέσουν να επιζήσουν και να εξασκούν το επάγγελμά τους. Τα δύσκολα και μαύρα εκείνα χρόνια η εκκλησία ανέλαβε το έργο της διατήρησης και εκμάθησης της γλώσσας μας, της διασώσεως και μεταδόσεως του πολιτισμού μας, των αξιών της ζωής μας και σε τελική ανάλυση την ανόρθωση και αναστήλωση του έθνους μας και πρωτοστάτησε στην απελευθέρωσή του. Τα μόνα βιβλία που υπήρχαν τότε (εάν και όπου υπήρχαν) ήταν τα βιβλία της εκκλησίας μας με πρώτα και καλλίτερα την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Όπως και τώρα  έτσι και τότε τόσο η Αγία Γραφή όσο και τα λειτουργικά βιβλία ήταν στην γλώσσα, που είχαν γραφεί από το 250 πΧ (Παλαιά Διαθήκη, Μετάφραση των Εβδομήκοντα) και μετέπειτα. Επομένως τα γράμματα που μάθαιναν τα παιδιά στα κρυφά σχολεία ήταν τα αρχαία ελληνικά, ήταν η γλώσσα που μιλούσαν ο Κύριος μας και οι μαθητές του. Ήταν η γλώσσα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, των μεγάλων αυτών Ιεραρχών.

Εάν δεν υπήρχε αυτή η γλώσσα και δεν υπήρχε η εκκλησία δεν θα υπήρχε κατά πάσα πιθανότητα ούτε το ελληνικό κράτος αλλά ούτε και το ελληνικό Έθνος. Γιατί λοιπόν προσπαθούμε να ξεριζώσουμε αυτήν την γλώσσα από την εκκλησία μας και να την αντικαταστήσουμε με την δημοτική; Τι θα μας προσφέρει αυτό; Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημά μας στην Ελλάδα; Είναι ακριβώς η κατάργηση των αρχαίων στα σχολεία μέσης και ανωτέρας εκπαίδευσης. Αυτό συνετέλεσε ίσως στην πτώση του επιπέδου της εκπαίδευσης. Εδώ στην Γερμανία μπορούν μαθητές να παρακολουθήσουν αρχαία ελληνικά για 6 με 8 χρόνια. Η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών είναι της γνώμης ότι μαθαίνοντας τα παιδιά αρχαία ελληνικά ή λατινικά, μαθαίνουν να σκέφτονται και να μελετούν. Γιατί δεν το κάνουμε και εμείς αυτό; Γιατί σεβαστοί πατέρες δεν προσπαθείτε να καθιερωθούν πάλι τα αρχαία στα σχολεία; Ντρέπομαι όταν βλέπω να μπορούν να διαβάζουν και να καταλαβαίνουν οι Γερμανοί, Ισπανοί (αλλά και άλλοι λαοί) την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και τα άλλα αρχαία λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα στην αρχαία ελληνική γλώσσα και εμείς να μην μπορούμε να κατανοήσουμε τίποτε.

Για το 2ον λόγο   “Αναγνώριση από τους ξένους των βιβλίων της Αγίας Γραφής και απαντήσεις που δίνουν ορθόδοξοι αλλόγλωσσοι.”
2α) Την 28η Ιανουαρίου 2009 στο Βερολίνο έγινε η παρουσίαση του βιβλίου “Η Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα στα γερμανικά. Η ελληνική Παλαιά Διαθήκη στα γερμανικά ”.  Ένα έργο που εργάστηκαν επί 10 χρόνια μέχρι 80 άτομα για να φτάσει στην έκδοσή του. Ερμηνευτές, θεολόγοι και κληρικοί της ευαγγελικής εκκλησίας, της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας της ελληνικής ορθοδόξου εκκλησίας της Γερμανίας καθώς επίσης Ιουδαίοι ραβίνοι εργάστηκαν για την ολοκλήρωση του έργου. Στους πανηγυρικούς που εκφωνήθηκαν κατά την παρουσίαση της Παλαιάς Διαθήκης στα Γερμανικά ακούστηκαν τα ακόλουθα:

Dr. Johannes Friedrich επίσκοπος της ευαγγελικής εκκλησίας της Βαυαρίας (Μόναχο) δήλωσε, ότι με την μετάφραση αυτή, δίνεται η δυνατότητα σε όσους ενδιαφέρονται, να γνωρίσουν ιουδαϊκά κείμενα (έγγραφα) από την εποχή της γεννήσεως και του έργου του Ιησού, τα οποία είχαν μεγάλη αξία και έπαιξαν μεγάλο ρόλο στους Χριστιανούς και την Εκκλησία του Χριστού που είχε αρχίσει να δημιουργείται.

Bischof Joachim Wanke, Bistum Erfurt αφού εξύμνησε την εργασία της μετάφρασης και την Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα, έκανε την πρόταση, να βρεθεί κάποιος τρόπος να καθιερωθεί η Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα στα γερμανικά σαν μάθημα τόσο στα σχολεία, όσο και στις θεολογικές και ανθρωπιστικές σχολές της ανωτέρας και ανωτάτης εκπαίδευσης. “Νωρίς θα πρέπει οι νέοι μετά από υπόδειξή μας στην Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα να γνωρίσουν μία από τις πιο σπουδαίες ρίζες του δυτικού Χριστιανικού πολιτισμού και  έτσι να τους ανοίξουμε μία θύρα πρόσβασης στην ωραιότητα της Βίβλου και στις διάφορες μορφές της Βιβλικής παραδόσεως”

Nikolaus Schneider Präses της ευαγγελικής εκκλησίας της Ρηνανίας (νυν πρόεδρος της ιερατικής συνόδου) είπε: “Για θεολόγους, φιλολόγους και την θρησκευτική ιστορία, η Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα είναι ανεκτίμητος θησαυρός. Πολλά θρησκευτικά νοήματα της χριστιανικής πίστης (όπως η γέννηση του Ιησού από μία παρθένο) γίνονται μόνο με την ελληνική Παλαιά Διαθήκη κατανοητά”.

Ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Γερμανίας και έξαρχος κεντρώας Ευρώπης Αυγουστίνος τονίζει  πως η Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα είναι το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης που χρησιμοποίησαν ο Ιησούς και οι Απόστολοί του.

Διαβάζοντας τα παραπάνω και έχοντας υπ όψιν ότι τόσο η ρωμαιοκαθολική λατινική μετάφραση  όσο και η μετάφραση του Λουθήρου βασίζονταν στα εβραϊκά κείμενα, βγάζουμε το συμπέρασμα, ότι η ελληνική Παλαιά Διαθήκη είναι για όλο τον κόσμο ανεκτίμητη. Εμείς, που έχουμε ακόμη το αυθεντικό κείμενο, το κείμενο που μιλούσαν οι μαθητές του Κυρίου μας, πρέπει να το θεωρούμε  καθήκον και υποχρέωση ταυτόχρονα να υπερασπιστούμε το κείμενο αυτό και να μην το αλλάξουμε. Είναι η γλώσσα του Κυρίου μας και των Αποστόλων. Είναι η γλώσσα της Καινής Διαθήκης. Είναι η γλώσσα των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Είναι η γλώσσα του κρυφού σχολείου. Είναι η γλώσσα που έσωσε το έθνος μας, τον πολιτισμό μας και την Ελλάδα. Αυτήν την γλώσσα θέλουμε να απαρνηθούμε; Αυτήν την γλώσσα θέλουμε να ξεριζώσουμε από την εκκλησία μας, από τις Ιεροτελεστίες της, από την Θεία Λειτουργία; Και τι θα λέει ο ψάλτης στο χερουβικό;
“Εμείς που εικονίζουμε μυστικά τα Χερουβείμ και ψάλλουμε στη ζωοποιό Τριάδα τον τρισάγιο ύμνο, ας αφήσουμε κάθε βιοτική φροντίδα, για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων, που αόρατα συνοδεύεται από τις αγγελικές τάξεις. Αλληλούια”;
Ή πως θα προσφωνούμε την Θεομήτορα αντί του “Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε”,  Γεια και χαρά σου γυναίκα (κόρη) άγαμη (ανύπαντρη)”;
Πως θα ακούγονται αυτά;

2β) Εκφράζω αυτές τις σκέψεις γιατί είχα ο ίδιος μου την τύχη (ατυχία) να βρεθώ δύο τρεις φορές σε Ναό, τόσο σε Θεία Λειτουργία, όσο και σε Εσπερινό, όταν ξαφνικά αναγνώσματα διαβάζονταν και  ψαλμοί ψάλλονταν στην δημοτική εν αλλάξει με τα γερμανικά και την αρχαία ελληνική. Τόσο η σύζυγός μου όσο και εγώ απορήσαμε και αναρωτηθήκαμε τι συμβαίνει και ποιος ψαλμός ή ποιο ανάγνωσμα ήταν εκείνο που ακούγαμε.
Την δεύτερη και την τρίτη φορά προσπάθησα να παρακολουθήσω την αντίδραση των υπολοίπων πιστών.
Στα αρχαία ελληνικά, στις προσευχές ή στις ευχές που κάνει ο πιστός τον σταυρό του (όπως Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι,...” ή “Τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν ...”), το 95 % των πιστών τον έκανε. Σε ότι λέγονταν ή ψάλλονταν στην δημοτική το 80 με 85 % έμενε απαθές. Σε αυτά που ψάλλονταν στα γερμανικά πάνω από το 95 % των πιστών έμενε απαθές. 

Με τα παραπάνω αναφερόμενα σεβαστοί πατέρες, γίνεται σαφές, ότι οι διαμαρτυρίες των πιστών σε τέτοιες περιπτώσεις (όπως έγιναν τελευταία στην Ελλάδα) δεν είναι  γιατί ορισμένοι είναι «βαλτοί να κάνουν φασαρία» ή είναι “ταραξίες”, είναι η φωνή της αγωνίας των πιστών, που βλέπουν και αισθάνονται να ξεριζώνονται και να κόβονται οι ρίζες της Ορθοδοξίας. Είναι η φωνή  των πιστών που είναι πιστοί στην Παράδοση. Είναι η φωνή των πιστών που βλέπουν να χάνεται το κατανυκτικό και η μυσταγωγία από την Θεία Λειτουργία.

2γ) Ρώτησα και Γερμανούς πιστούς που βαπτίστηκαν Ορθόδοξοι, αν προτιμούν την Θεία λειτουργία στα γερμανικά, στην δημοτική ή στην αρχαία ελληνική. Η απάντησή, που έδωσαν όλοι τους ήταν:
“Στα γερμανικά ίσως να καταλάβαινα περισσότερα, το ίδιο ίσως και στην δημοτική. Με την αρχαία ελληνική όμως νοιώθω και ζω την Θεία Λειτουργία. Αυτή είναι που σηκώνει την καρδιά μας και το νου μας στον ουρανό. Αυτή είναι που μας επιτρέπει να βιώνουμε τον Κύριό μας, τους Αγγέλους και τους Αγίους στην Θεία Λειτουργία. Αυτή είναι που μας εισάγει στην μυσταγωγία και την κατάνυξη”.
Τι μπορούμε να αντιτάξουμε σʼαυτήν την αποστομωτική απάντηση; 

Τι θέλουμε να πετύχουμε με την δημοτική (και εδώ στην Γερμανία με τα γερμανικά); Θέλουμε να φέρουμε τους νέους στην εκκλησία ή να διώξουμε τους μεγαλύτερους; Ήξεραν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας γράμματα και καταλάβαιναν τα αρχαία; Θα υπάρχουν πολλοί που θα απαντήσουν πως δεν τα καταλάβαιναν. Και πως μπορούν να ερμηνεύσουν το γεγονός ότι ήξεραν αν όχι όλους όμως τους περισσότερους ψαλμούς, τους παρακλητικούς κανόνες και πολλά άλλα από στήθους και έψαλλαν χαμηλόφωνα  μαζί;

Ας πάρουμε όμως και την σημερινή εποχή και τους νέους. Καταλαβαίνουν όλοι άριστα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ρωσικά, γερμανικά ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα; Και όμως ακούν και καταλαβαίνουν τα τραγούδια σε αυτές τις γλώσσες. Γιατί αυτό; Απλούστατα γιατί υπάρχει το ενδιαφέρον. Εκεί είναι το πρόβλημα. Πως μπορούμε να κινήσουμε το ενδιαφέρον τους. Αν το καταφέρουμε αυτό, πιστεύω ότι θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε αρκετούς.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι η εκπαίδευση. Πως θα μπορέσει η αρχαία ελληνική να καθιερωθεί σαν μάθημα στο σχολείο;
Το τηλεοπτικό κανάλι “4ε” στην εκπομπή του “Γράμματα Σπουδάματα” κάνει ορισμένες σκέψεις, κρητικές και υποδείξεις για την εκπαίδευση και το σχολείο. Τον Οκτώβριο του 2010 έγινε το 1ο
Εκπαιδευτικό Συνέδριο με θέμα "Επαναπροσδιορισμός του Σύγχρονου Σχολείου" της Ο.Χ.Α «Χριστιανική Ελπίς». Όλες οι εισηγήσεις ήταν ενδιαφέρουσες και ωφέλιμες. Η εισηγήτρια όμως Ζωή Γούλα με το θέμα “Ελληνορθόδοξη Παράδοση” παρουσίασε κάτι που αξίζει προσοχής και υποστήριξης, εάν θέλουμε να προχωρήσουμε εμπρός σαν έθνος, σαν λαός, σαν Έλληνες, σαν Ορθόδοξοι. Επίσης το τηλεοπτικό κανάλι “ο Λύχνος” έχει παρόμοιες εκπομπές, όπως “απόψεις” και την εισήγηση του κυρίου Χολέβα “Ελληνορθόδοξη παιδεία”. Πρέπει όμως να υποστηριχτούν αυτού του είδους οι εκπομπές και να γίνονται σε ευρύτερο κοινό γνωστές.
Ίσως να μπορέσουν αυτοί οι τηλεοπτικοί σταθμοί να βάλουν στο πρόγραμμα τους και μία εκπομπή “μαθαίνω αρχαία ελληνικά”.
Πως γίνεται στην Κίνα, στην Ταϊβάν και σε άλλες χώρες, που οι κληρικοί κάνουν αρχαία ελληνικά στους εκεί πιστούς και εκείνοι ενθουσιασμένοι λένε πως επί τέλους καταλαβαίνουν την Βίβλο και την Θεία Λειτουργία; Γιατί να μην γίνουν πάλι τα κρυφά σχολεία (σχολεία αρχαίων ελληνικών) με την βοήθεια και της εκκλησίας; Γιατί η Ιεραποστολή προοδεύει στο εξωτερικό σε ξένους λαούς και πάσχει στο εσωτερικό και στους Έλληνες; Εδώ θα πρέπει ίσως να τοποθετήσουμε τον μοχλό αν θέλουμε να αλλάξουμε κάποιες καταστάσεις.
Η ερμηνεία (όχι τόσο η μετάφραση) των αναγνωσμάτων εκτός της Θείας Λειτουργίας και των Ιεροτελεστιών (π. χ. στο σπίτι, στο κατηχητικό ή σε εκκλησιαστικές συγκεντρώσεις συζήτησης θεμάτων της Ορθοδοξίας) είναι καλό.
Το ίδιο ισχύει και για το κήρυγμα. Αυτό θα πρέπει να γίνεται στην ομιλούμενη γλώσσα και όχι στην καθαρεύουσα.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ξαναβρούμε τις ρίζες μας. Το σύνθημά μας θα πρέπει να είναι “ολοταχώς προς τις ρίζες μας” και όχι απομάκρυνση και αποκοπή από αυτές. Δεν πρέπει να μείνουμε χωρίς ρίζες, γιατί είναι γνωστό τι συμβαίνει στα δέντρα και τα φυτά που δεν έχουν ρίζες. Αρκεί ο παραμικρός άνεμος να τα ρίξει κάτω ή λίγη ζέστη να τα ξεράνει τελείως (παραβολή του Σπορέα). Θέλουμε να γίνει αυτό και με μας; Πιστεύω όχι.
Θέλουμε να παραμερίσουμε “Τον Ακρογωνιαίο Λίθο” της Εκκλησίας μας γιατί μας φαίνεται βαρύς  και τα θεμέλιά της και να χτίσουμε στην άμμο και χωρίς θεμέλια; Πιστεύω όχι.
Πιστεύω, πως όλοι μας θέλουμε να φέρουμε τόσο τους νέους, όσο και τους μεσήλικες και τους ηλικιωμένους στην Εκκλησία, να τους φέρουμε κοντά στον Κύριό μας, δίχως να επηρεάσουμε αρνητικά τους ήδη υπάρχοντες πιστούς. Πως θα το καταφέρουμε αυτό; Με την αγάπη μας, την κατανόησή μας για τα προβλήματά τους και προ παντός με το παράδειγμά μας, ζώντας την Ορθοδοξία και όχι ομολογώντας την μόνο με τα χείλη. Ας γίνουμε ο λύχνος που τοποθετείται σε υψηλό μέρος για να φέγγει πολλούς και ας πούμε σ᾿όλους "Δεύτε λάβετε Φως εκ του ανεσπέρου Φωτός...". Ας είμαστε σαν τις πόλεις (ακροπόλεις) που είναι χτισμένες στην κορυφή του λόφου και όλοι οι κάτοικοι της γύρω περιοχής τις βλέπουν. Ας προσπαθήσουμε να τους πλησιάσουμε με αυτόν τον τρόπο. Με τον τρόπο που μας δίδαξε ο Κύριος και τον λόγο του Κυρίου μας. Αμήν.


Για το 3ον λόγο  “Επαναφορά των λατινικών στην ρωμαιοκαθολική εκκλησία”
Στην μετασυνοδική αποστολική επιστολή “Sacramentum Caritatis“  (Μυστήριο της Αγάπης δηλ. “Η Θεία Ευχαριστία”) του ποντίφικα Βενεδίκτου του 16ου και μάλιστα στην παράγραφο 62 διαβάζουμε τα εξής:
“Για να μπορούν η ενότητα και η ομογένεια της εκκλησίας να προβάλλονται καλλίτερα, συνιστώ αυτό που προτείνει η σύνοδος σε ευθυγράμμιση με τους κανονισμούς του δευτέρου κονσιλίου του Βατικανού, ότι είναι καλό εκτός των περικοπών, του κηρύγματος και τις παρακλήσεις των πιστών, η θεία Λειτουργία (θεία Ευχαριστία) να τελείται στα λατινικά. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και με τις γνωστότερες προσευχές και τους ύμνους από την παράδοση της εκκλησίας να ψάλλονται στα λατινικά και, αν είναι δυνατόν, ορισμένοι από αυτούς να ψάλλονται σε Γρηγοριανό ρυθμό. Εν γένει παρακαλώ, οι μελλοντικοί ιερείς να προετοιμάζονται κατάλληλα στα σεμινάρια, για να μπορούν να τελούν την θεία ευχαριστία στα λατινικά, να χρησιμοποιούν λατινικά κείμενα και να ψάλλουν σε γρηγοριανό ρυθμό. Δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία να οδηγηθούν οι πιστοί στο να γνωρίζουν στα λατινικά τους γνωστούς ύμνους και τις γνωστές προσευχές και να τα ψάλλουν γρηγοριανά.”

Για το Θέμα αυτό γράφει η γερμανική εφημερίδα “Süddeutsche Zeitung“ στο άρθρο “Πάπας Βενέδικτος ο 16ος – πάτερ ημών – pater noster“ της 13.01.2007:
“... ο πάπας Βενέδικτος ο 16ος κάλεσε την (Ρωμαιο)καθολική εκκλησία, να κάνει χώρο στην θεία λειτουργία για τα λατινικά και την γρηγοριανή ψαλμωδία...”

Η εβδομαδιαία  εφημερίδα „die Welt“ στο άρθρο “Ο πάπας επιθυμεί περισσότερα λατινικά στην Λειτοργία” της 14.03.2007 αναφέρεται στο “Sacramentum Caritatis“

Το περιοδικό “Spiegel“ της 20.01.2007 στο άρθρο “Συζήτηση για την Λειτουργία – πρέπει να υπάρχουν τα λατινικά” γράφει: “Ο πάπας Βενέδικτος ο 16ος είπε ότι όποιος απαγορεύει τον αρχαίο τύπο της Λειτουργίας, παραγκωνίζει το παρελθόν και την παράδοση της εκκλησίας.

Ο καρδινάλιος του Schönborn Christoph (Αυστρία) αναφέρει τα εξής: “Τα λατινικά στην Αυστρία δεν είναι ένα τρωτό σημείο. Χάρις στην προνοητικότητα του προ-προηγουμένου καρδιναλίου König συνυπήρχαν οι λειτουργίες στα λατινικά με αυτές στην γερμανική γλώσσα. Έτσι σε αρκετές εκκλησίες της Βιένης γίνεται κάθε Κυριακή και γιορτή και μία λειτουργία στα λατινικά. Σε μία μάλιστα γίνεται από το 1962 μόνο στα λατινικά και μάλιστα βάσει με τον κανονισμό που ίσχυε το 1962 πριν από το κονσίλιο του Βατικανού και πριν από το νέο κανονισμό “Novus Ordo“, και γίνεται βάσει των αποφάσεων του κονσιλίου του Τρέντο (1545-1563).

Οι οπαδοί του αρχιεπισκόπου Marcel Lefebvre και ο ίδιος, αρνούμενοι να ακολουθήσουν τους όρους του κονσιλίου του Βατικανού ίδρυσαν την αδελφότητα των ιερέων του “Αγίου Πίου του 10ου” και μέχρι σήμερα όλες οι ακολουθίες και οι τελετές τους γίνονται με τους κανονισμούς του κονσιλίου του Τρέντο. Μια τέτοια εκκλησιαστική ενορία υπάρχει και εδώ στην Καρλσρούη της Γερμανίας.

Όπως είναι γνωστό με το κονσίλιο του Βατικανού του 1962, ουσιαστικά είχε καταργηθεί η λατινική γλώσσα και οι μέχρι τότε κανονισμοί στις τελετές της  ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Ο νύν Ποντίφικας όμως επαναφέρει την λατινική γλώσσα στην εκκλησία. Γιατί άραγε; Μία ερώτηση που πρέπει να τρέξει κάποιος δεκαετίες πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για να μπορέσει να δώσει την απάντηση. Με τους όρους του κονσιλίου του Τρέντο, ο τύπος της θείας λειτουργίας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, έμοιαζε με τον τύπο της Θείας Λειτουργίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά το 1962 (1970) είχε μεγάλη αλλαγή. Τα λατινικά καταργήθηκαν η γρηγοριανή  ψαλμωδία εξαφανίστηκε. Ο ιερέας στέκεται κατά την Θεία Λειτουργία με το πρόσωπο προς τους πιστούς και όχι προς την ανατολή κτλ.
Όπως επίσης είναι γνωστό ότι τα λατινικά είναι μία νεκρή γλώσσα. Σε αντίθεση με τα αρχαία ελληνικά η λατινική γλώσσα δεν έχει συνέχεια. Η νεοελληνική γλώσσα είναι η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής. Οι περισσότερες λέξεις έχουν τις ίδιες ρίζες, έτσι πού να μπορεί κάποιος να καταλάβει τι σημαίνει η κάθε μία από αυτές (αυτό ισχύει για τις περισσότερες αρχαίες ελληνικές λέξεις).
Και τώρα θα ήθελα να κάνω μία ερώτηση σεβαστοί πατέρες: Καταλαβαίνουν οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί,  οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί, οι  Άγγλοι και όλοι οι άλλοι λαοί της υφηλίου λατινικά και θέλει ο ποντίφικας να επαναφέρει τα λατινικά στην Θεία Λειτουργία; Καταλαβαίνουν και ξέρουν οι πιστοί της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας λατινικά και μπορούν να παρακολουθήσουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και να ψάλλουν και στα λατινικά; Δεν είναι παράδοξο να μην μπορούμε εμείς οι Έλληνες να καταλάβουμε την γλώσσα μας; Σε τι επίπεδο υποβιβάζεται ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική μόρφωση; Μέχρι τώρα μπορούσαμε να αντιτάξουμε, σε όσους έλεγαν, ότι τα αρχαία ελληνικά είναι μία νεκρή γλώσσα, ότι η εκκλησία μας στις τελετές και τα Θεία Μυστήρια χρησιμοποιεί την γλώσσα των προγόνων μας, την γλώσσα που μιλούσε ο Κύριος μας και οι μαθητές του, την γλώσσα με την οποία έγινε ο Ευαγγελισμός των λαών στην εκκλησία του Χριστού. Και αυτό γίνεται εδώ και 2000 χρόνια. Θέλουμε εμείς να αρνηθούμε αυτήν την παράδοση; Πιστεύω όχι. Τι θα μπορούμε να λέμε σε μερικά χρόνια, εάν τελικά επικρατήσει η νεοελληνική γλώσσα σε παρόμοιες ερωτήσεις; Ότι δεν καταλαβαίνουμε τα αρχαία; Και τι θα απαντούμε σε όσους μας  ρωτούν, “γιατί οι πιστοί των διαφόρων λαών της  ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας επανέφεραν τα λατινικά στην θεία λειτουργία τους, αν και κανείς τους δεν έχει τα λατινικά σαν  μητρική του γλώσσα;”. Θα δίνουμε σαν απάντηση, ότι αυτοί είναι εξυπνότεροι ή ότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος δρα περισσότερο σε αυτούς και τους καθιστά ικανούς να τα καταλαβαίνουν;
Σαν κατακλείδα παραθέτω μία παρακλητική προσευχή.
“Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, εσύ που δέχτηκες να κατέβεις στον κόσμο και να σταυρωθείς για να μας σώσεις και να μας ανεβάσεις στον ουρανό, δέξου και την παράκλησή μας και βοήθησέ μας να  κάνουμε πάντα το σωστό στην Εκκλησία Σου, της οποίας Εσύ Κύριε είσαι ο ακρογωνιαίος λίθος και που τόσο πολύ αγάπησες και που τόσο την προστατεύεις.  Σε ευχαριστούμε Κύριε για την μακροθυμία Σου αυτήν. Δόξασει ο Θεός ημών δόξασει.”

Βιβλιογραφία για την «Παλαιά Διαθήκη των εβδομήκοντα»

Kraus, Wolfgang (Hrsg.); Karrer, Martin (Hrsg.)
Die Septuaginta - Texte, Theologien, Einflüsse : 2. internationale Fachtagung, veranstaltet von
Septuaginta Deutsch (LXX.D), Wuppertal 23. - 27.7.2008. - Tübingen : Mohr Siebeck, 2010.

Karrer, Martin (Hrsg.); Kraus, Wolfgang (Hrsg.);
Die Septuaginta - Texte, Kontexte, Lebenswelten / internation Fachtagung, veranstaltet von Septuaginta Deutsch (LXX.D), Wuppertal 20. - 23. Juli 2006. Tübingen : Mohr Siebeck, 2008.

Fabry, Heinz-Josef; Böhler, Dieter (Hrsg.)
Studien zur Theologie, Anthropologie, Ekklesiologie, Eschatologie und Liturgie der griechischen Bibel.   Stuttgart : Kohlhammer, 2007. (Im Brennpunkt: die Septuaginta Bd. 3:)

Kreuzer, Siegfried / Lesch, Jürgen Peter (Hrsg.)
Studien zur Entstehung und Bedeutung der Griechischen Bibel. - Stuttgart : Kohlhammer, 2004. (Im Brennpunkt: die Septuaginta Bd. 2:)

Kraus, Wolfgang / Karrer, Martin (ed.): Septuaginta Deutsch. Das Griechische Alte Testament in deutscher Übersetzung. Stuttgart: Deutsche Bibelgesellschaft, 2 Aufl. 2010






Πασχάλης Τσακίρης
Χημικός – Επιστημονικός Τεκμηριωτής
Verkehrswasserbauliche Zentralbibliothek,
Informations- und Dokumentationsstelle des Bundes
 
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...