Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Sourozh Aντώνιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτης Sourozh Aντώνιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Δεκεμβρίου 25, 2022

Χριστούγεννα († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)

 

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρεται ὅτι μέχρι πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε παρακμάσει στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε χάσει τὴν ἐπαφή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἡ κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων εἶχε καταστεῖ ἀμυδρή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει ὅτι στὸ ἑξῆς (μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου), ὁλόκληρη ἡ δημιουργία προσμένει μὲ λαχτάρα τὴν τελικὴ ἔλευση καὶ ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, προσμένει δηλαδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχει γίνει πραγματικὰ ἄνθρωπος μὲ πληρότητα, μὲ ὅλη τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ δόξα ποὺ περικλείει αὐτὴ ἡ ἀποστολή του.

Καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ ἑορτάζουμε τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐποχῆς ἦρθε. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε παρακμάσει καὶ γεράσει (ἐξαιτίας τῆς πορείας της στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων), ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Θεὸς ὡς παντοδύναμος προξενοῦσε μὲν τὸ δέος ἀλλὰ φαινόταν ἀπόμακρος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔφτασε στὸ τέλος της. «Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝ ΜΕΣΩ ΗΜΩΝ», αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξης «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ», ὁ Θεὸς δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσά μας.Ἔκτοτε ὁ κόσμος δὲν εἶναι ὁ ἴδιος. Μένουμε σὲ ἕνα κόσμο ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά μας, εἶναι ἡ ζῶσα ἰσχύς, ἡ ἔμπνευση, ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἡ αἰωνιότητα ἔχει ἤδη ἔρθει. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὸ Ἱερὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «τέλος», χρησιμοποιώντας στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα ὄχι τὸ οὐδέτερο γένος ποὺ θὰ ἦταν σωστὸ Γραμματικὰ ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸ γένος, ἐπειδὴ στὴ λέξη τέλος δὲν ἀποδίδει τὴν ἔννοια τῆς μιᾶς δεδομένης στιγμῆς μέσα στὸ χρόνο, οὔτε τὴν ἔννοια ἑνὸς συμβάντος, ἀλλὰ «Τέλος» εἶναι ὁ ἐρχόμενος Κύριος.

Ναὶ ὅλοι περιμένουμε τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος θὰ ἐπιστρέψει μὲ δόξα, τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας ὅπου θὰ γίνει ἡ κρίση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπ’ ἀρχῆς, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ εἶναι τὰ πάντα (ἡ μοναδικὴ πραγματικότητα καὶ ἡ μοναδικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὰ πάντα δηλαδή). Ἤδη ὅμως ὁ Θεὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας καὶ ἔχουμε ὀπτική τοῦ προορισμοῦ ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ τί μπορεῖ νὰ γίνει ἐφόσον ἔχει κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ τὴν προσφορά του πρὸς ἐμᾶς. Ὁ Θεὸς προσφέρει τὴν ἀγάπη του, ὁ Θεὸς προσφέρει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ – ὄχι μόνο μέσω τῶν Τιμίων Δώρων στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας -, ἀλλὰ μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ εἰσέλθει στὴ ζωή μας, νὰ γεμίσει τὶς καρδιές μας, νὰ «ἐνθρονισθεῖ» στὸ νοῦ μας, νὰ ὁδηγήσει τὴ θέλησή μας ὥστε νὰ ταυτίζεται μὲ τὴ δική του θέληση, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτό, γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε ἐμεῖς νὰ τὸ πράξει, πρέπει νὰ τοῦ παραδώσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη μὲ ἀγάπη, στὴν πίστη ποὺ ἔχει αὐτὸς σὲ ἐμᾶς μὲ πίστη, δηλαδὴ πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σὲ Αὐτὸν καὶ ἐντιμότητα ἀπέναντί Του. Καὶ σιγὰ-σιγά, κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ σύμπνοια θὰ γίνουμε τὸ πανίσχυρο Βασίλειο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται, ἡ ἀρχὴ τοῦ πληρώματος τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἔνδοξης καὶ τελικῆς νίκης.

Δὲν ἀξίζει γιὰ αὐτὸ τὸ σκοπὸ νὰ ἀγωνιζόμαστε; Δὲν ἀξίζει νὰ ἀποστραφοῦμε κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πληρότητα ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει τὸ εἶναι μας, κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν πλησίον μας, κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ γίνουμε στὸ ἑξῆς καινούργιοι ἄνθρωποι;

Τώρα λοιπὸν ποὺ ἤδη ἡ ἀρχὴ ἔχει γίνει καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὸ τέλος τῆς παρούσης μορφῆς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς δηλαδή, εἶναι ἤδη ἀνάμεσά μας, ἂς κάνουμε τὰ ἑξῆς: Ἂς ὑπερνικήσουμε ὅλα τὰ δεδομένα αὐτῆς τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἀνώφελα καὶ δὲν ἔχουν πραγματικὴ ἀξία γιά μᾶς καὶ τὸν προορισμό μας καὶ ἂς ἐπιτρέψουμε στὸ Θεὸ θριαμβευτικὰ νὰ μεταμορφώσει τὴ ζωή μας.

Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του σὲ ἐμᾶς! Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πίστη ποὺ ἔχει πρὸς ἐμᾶς, γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ γιὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχει ἐναποθέσει σὲ μᾶς! Ἀμήν!


(Πηγή και μετάφραση: agiazoni.gr)

https://alopsis.gr

https://paterikos.blogspot.com/2022/12/bloom.html#more

πηγή

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2022

Μνήμη θανάτου- Θάνατος και Απώλεια π. Αντώνιος Μπλουμ Μητροπολίτης Σουρόζ

 ὲ παλιότερες ἐποχές, ὅταν οἱ Χριστιανοί βρίσκονταν πλησιέστερα στὶς παγανιστικές τους ρίζες καὶ στὴ φοβερή καὶ συνταρακτικὴ ἐμπειρία τῆς μεταστροφῆς τους, μιλοῦσαν γιὰ τὸ θάνατο ὡς μιὰ γέννηση στὴν αἰώνια ζωή.

Δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονταν ὡς τέλος, ὡς μιὰ ἔσχατη ἧττα, ἀλλὰ ὡς μιὰ ἀρχή.

Θεωροῦσαν τὴ ζωὴ ὡς ἄνοδο πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸ θάνατο ὡς τὴν πύλη ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ εἰσέλθουμε σ' αὐτήν.

Αὐτὸ μάλιστα ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί, τόσο συχνά, οἱ πρῶτοι Χριστιανοί συνήθιζαν νὰ ὑπενθυμίζουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸ θάνατο μὲ φράσεις ὅπως «ἔχε μνήμη θανάτου», ἐνῶ στὶς εὐχὲς ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς πολύτιμη κληρονομιὰ ὑπάρχει μιὰ αἴτηση, μὲ τὴν ὁποία ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει «μνήμη θανάτου».

Ὅταν ἀναφέρονται αὐτὲς οἱ λέξεις στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἡ ἀντίδρασή του εἶναι συνήθως ἡ ἀπόρριψη καὶ ἡ ἀποστροφή.

Μήπως σημαίνουν αὐτὲς οἱ λέξεις ὅτι θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε πὼς ὁ θάνατος εἶναι σὰν τὴ Δαμόκλειο σπάθη, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ τρίχα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας καὶ πώς, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, μπορεῖ τὸ συμπόσιο τῆς ζωῆς νὰ τερματιστεῖ τραγικά;
Σημαίνουν μήπως πὼς ὁποτεδήποτε βροῦμε μιὰ χαρά, θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι αὐτὴ θὰ ἔχει ἕνα τέλος;

Πρέπει μήπως νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ συσκοτίζεται τὸ φῶς κάθε μέρας μὲ τὸ φόβο ἑνὸς ἐπικείμενου θανάτου;
Ὄχι, δὲν αἰσθάνονταν ἔτσι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί.
Αὐτὸ ποὺ αἰσθάνονταν εἶναι ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μιὰ ἀποφασιστικὴ στιγμή, ὅταν ὅσα μποροῦμε νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ φθάνουν σ' ἕνα τέλος.

Πρέπει λοιπόν νὰ βιαστοῦμε νὰ ἐπιτύχουμε πάνω στὴ γῆ ὅσα μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ, κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο, ἕνα σκοπὸ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε στὴ ζωή, γιὰ νὰ γίνουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο ποὺ κληθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνουμε, γιὰ νὰ πλησιάσουμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε αὐτὸ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», γιὰ νὰ γίνουμε ὅσο τὸ δυνατόν καλύτερα μιὰ ἀπαραμόρφωτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του λέει ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ ζήσουμε, ἐπειδὴ ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός. Ζοῦμε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μας σὰν νὰ γράφουμε βιαστικά, ἀπρόσεχτα, ἕνα πρόχειρο γραφτὸ ποὺ μιὰ μέρα θὰ καθαρογραφεῖ.
Εἶναι σὰν νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ κτίσουμε καὶ μαζεύουμε ὅλα τὰ χρειώδη ποὺ ἀργότερα θὰ ὀργανωθοῦν σὲ ὀμορφιά, ἁρμονία καὶ νόημα. Ζοῦμε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, δίχως νὰ ὁλοκληρώνουμε ἢ νὰ τελειοποιοῦμε αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστά μας.

Λέμε στὸν ἑαυτό μας: ἀργότερα θὰ κάνω κάτι, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀργότερα, κάποια μέρα θὰ κάνω τὸ καθαρὸ γράψιμο. Ἀλλὰ τὰ χρόνια περνοῦν καὶ δὲν κάνουμε τίποτε.

Αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο ἐπειδὴ πλησιάζει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἐπειδὴ σὲ κάθε περίοδο τῆς ζωῆς μας δὲν ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ κάνουμε ὅσα ἡ προηγούμενη περίοδος μᾶς ἔχει ἐπιτρέψει νὰ κάνουμε.

Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε μιὰ ὄμορφη καὶ γεμάτη νεότητα κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὡριμότητας, ὅπως δὲν μποροῦμε, σὲ μεγάλη ἡλικία, νὰ ἀποκαλύψουμε στὸν Θεό καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ πιθανῶς θὰ ἤμασταν στὰ χρόνια τῆς ὡριμότητας.
Ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ἀλλά, μόλις περάσει, δὲν εἶναι πλέον δυνατόν νὰ γίνουν αὐτὰ.

Ὁ Βίκτωρ Οὐγκὼ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει φωτιὰ στὰ μάτια τῶν νέων, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει καὶ φῶς στὰ μάτια τῶν γερόντων.

Ὁ καιρὸς τῆς δυνατῆς φωτιᾶς περνᾶ, ὁ καιρὸς τοῦ φωτὸς πλησιάζει, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ γίνουμε φῶς, δὲν μποροῦμε πλέον νὰ κάνουμε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶχαν γίνει τὴν ἐποχὴ ποὺ ἤμασταν φωτιά.

Ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός.
Ὅταν μᾶς λένε ὅτι πρέπει νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο, δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς δώσουν φόβο γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ ζήσουμε μὲ ὅλη τὴν ἔνταση ποὺ θὰ εἴχαμε ἂν συνειδητοποιούσαμε ὅτι κάθε στιγμὴ εἶναι μόνο ἡ στιγμὴ ποὺ κατέχουμε, καὶ ὅτι ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς πρέπει νὰ εἶναι τέλεια: μᾶς ὑποδεικνύεται ὄχι τὸ βάθος ἀλλὰ ἡ κορυφὴ τοῦ κύματος, ὄχι μιὰ ἧττα ἀλλὰ ἕνας θρίαμβος.

Ἔτσι, ἡ μνήμη θανάτου φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ κάνει τελικὰ τὴ ζωὴ ἔντονη.

Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσουν γιὰ κάποια περίοδο μ' ἕναν ἑτοιμοθάνατο, μ' ἕνα πρόσωπο ποὺ γνωρίζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ θανάτου, καὶ ἔχουν συνειδητοποιήσει κι αὐτοὶ αὐτὸ τὸ γεγονός, θὰ πρέπει νὰ κατανοήσουν τὸ τὶ μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ μιὰ σχέση ἡ παρουσία τοῦ θανάτου.

Σημαίνει πὼς κάθε λέξη ὀφείλει νὰ περιλαμβάνει ὅλο τὸ σεβασμό, ὅλη τὴν ὀμορφιά, ὅλη τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πιθανῶς νὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση νάρκης σ' αὐτὴν τὴ σχέση.

Σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀσήμαντο, ἐπειδὴ ὅσο ἀσήμαντο κι ἂν εἶναι κάτι, μπορεῖ νὰ γίνει εἴτε ἔκφραση ἀγάπης ἢ ἀκόμη καὶ ἄρνησή της.

Αὐτὸ εἶναι κάτι πολύ σημαντικό, ἐπειδὴ χρωματίζει ὅλη μας τὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ μεγάλη πρόκληση, σὲ κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτυχθοῦμε στὸ πλῆρες μέτρο τῆς ἡλικίας καὶ στὸ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ εἴμαστε ὅλα ὅσα μποροῦμε νὰ γίνουμε, χωρίς ἐλπίδα νὰ βελτιωθοῦμε ἀργότερα ἂν δὲν φροντίσουμε νὰ εἴμαστε σωστοὶ ἀπὸ σήμερα.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ, στοὺς "Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ", μιλᾶ γιὰ τὴν κόλαση.
Λέει πὼς ἡ κόλαση μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ σὲ δύο λέξεις: «πολὺ ἀργά!»

Μόνο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῆς τῆς φοβερῆς συνειδητοποίησης:
εἶναι πολύ ἀργά.

Λέξεις ἢ χειρονομίες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γεμίσουν μιὰ σχέση δὲν μποροῦν πλέον νὰ λεχθοῦν ἢ νὰ πραγματοποιηθοῦν.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ στὸ τέλος, ἀλλὰ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παρὰ μόνο μ' ἕναν ἄλλο τρόπο, μὲ πολύ πόνο.

Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ἦρθε νὰ μὲ δεῖ ἕνας ἡλικιωμένος γύρω στὰ ὀγδόντα πέντε. Ἤθελε νὰ μὲ συμβουλευτεῖ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ μὲ τὴν ἀγωνία μὲ τὴν ὁποία εἶχε ζήσει γιὰ περίπου ἑξῆντα χρόνια. Στὸν ἐμφύλιο πόλεμο τῆς Ρωσίας εἶχε σκοτώσει τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ποὺ καὶ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσε. Ἀγαποῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο πολύ. Σκόπευαν νὰ παντρευτοῦν, ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς σκοποβολῆς, αὐτὴ εἶχε τρέξει ξαφνικὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴ γραμμὴ σκόπευσης καὶ ἔτσι ἦταν πολύ ἀργὰ γιὰ νὰ ἐκτρέψει τὴ βολή του.

Γιὰ ἑξῆντα χρόνια δὲν εἶχε μπορέσει νὰ βρεῖ εἰρήνη.
Ὄχι μόνο εἶχε κόψει τὸ νῆμα μιᾶς ζωῆς ποὺ τοῦ ἦταν ἄπειρα πολύτιμη, ἀλλὰ μιᾶς ζωῆς ποὺ ἄνθιζε καὶ ποὺ ἦταν ἐξίσου πολύτιμη καὶ γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε.

Μοῦ εἶπε ὅτι προσευχόταν, ζητοῦσε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Κύριο, εἶχε ἐξομολογηθεῖ, εἶχε μετανοήσει, εἶχε λάβει τὴν ἄφεση καὶ τὴ Θεία Κοινωνία - εἶχε κάνει ὅλα ὅσα ἡ φαντασία του καὶ ἡ φαντασία αὐτῶν ποὺ εἶχε στραφεῖ γιὰ συμβουλὲς εἶχε προτείνει, ποτὲ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ εἰρήνη.

Μὲ μιὰ ἔμπνευση ἔντονης καὶ δυνατῆς συμπάθειας, τοῦ εἶπα:
«Στρέφεσαι στὸν Χριστὸ ποὺ δὲν ἔχεις δολοφονήσει, στοὺς ἱερεῖς ποὺ δὲν ἔχεις πληγώσει. Γιατί δὲν ἔχεις σκεφτεῖ νὰ στραφεῖς στὸ κορίτσι ποὺ σκότωσες;»

Ἐξεπλάγη. Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει;
Δὲν εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων πάνω στὴ γῆ;
Καὶ ὅμως, ἔτσι εἶναι.

Τοῦ εἶπα λοιπόν πὼς, ἂν τὸ κορίτσι ποὺ πυροβόλησε μποροῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει, νὰ μεσολαβήσει γι' αὐτὸν, τότε ἀκόμη κι ὁ Θεὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν προσπεράσει ἀσυγκίνητος.

Ὑπάρχει μιὰ ἱστορία γιὰ τὸν προφήτη Δανιήλ.
Ὁ Δανιὴλ προσεύχεται καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέει ὅτι ἡ προσευχή του εἶναι μάταιη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι μιὰ ἡλικιωμένη γυναῖκα, ποὺ τὸν φθονεῖ, προσεύχεται ἐνάντια στὴν προσευχὴ τοῦ Δανιήλ καὶ ἔτσι ἡ προσευχή της εἶναι σὰν δυνατὸς ἄνεμος ποὺ σβήνει τὴ φλόγα τῆς προσευχῆς ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔλπιζε πὼς θὰ φθάσει στὸν οὐρανό.

Αὐτὴ ἦταν ἡ εἰκόνα ποὺ πιθανῶς μοῦ ἦρθε ὑποσυνείδητα. Τοῦ πρότεινα νὰ κάθεται μετὰ τὴ βραδυνὴ προσευχή καὶ νὰ διηγεῖται στὴν κοπέλα γι' αὐτὰ τὰ ἑξῆντα χρόνια πνευματικῆς ἀγωνίας, γιὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ σπαταλήθηκε, γιὰ τὸν πόνο ποὺ εἶχε ὑπομείνει, καὶ νὰ τῆς ζητήσει συγγνώμη καὶ κατόπιν νὰ τῆς ζητήσει νὰ μεσολαβήσει γι' αὐτὸν στὸν Κύριο νὰ στείλει εἰρήνη στὴν καρδιά του, ἂν βεβαίως τὸν εἶχε κι αὐτὴ συγχωρήσει.

Τὸ ἔκανε, καὶ ἦλθε ἡ εἰρήνη.
Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὅ,τι ἔχει μείνει ἀτέλειωτο στὴ γῆ. Ὅ,τι ἔχει ἀποτύχει στὴ γῆ μπορεῖ νὰ θεραπευθεῖ ἀργότερα, ἀλλὰ τὸ τίμημα μπορεῖ νὰ εἶναι πολλὰ χρόνια πόνου καὶ τύψεων, δακρύων καὶ μοναξιᾶς.

Τώρα, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ θάνατο, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν φανταστοῦμε οὔτε ὡς ἕνα ἔνδοξο οὔτε ὡς ἕνα ἄθλιο γεγονός.

Ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς στὴ Βίβλο καὶ στὰ Εὐαγγέλια εἶναι πιὸ περίπλοκη ἀπ' αὐτήν.
Νὰ τὸ θέσω ἀλλιῶς: ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δημιούργησε γιὰ τὸ θάνατο καὶ γιὰ τὴν καταστροφή.
Μᾶς δημιούργησε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Μᾶς κάλεσε στὴν ἀθανασία - ὄχι μόνο στὴν ἀθανασία τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ σὲ μιὰ ἀθανασία ποὺ δὲν γνωρίζει θάνατο.

Ὁ θάνατος εἰσῆλθε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας.
Εἰσῆλθε ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Θεό, στράφηκε μακριὰ ἀπ' Αὐτόν, ἔψαξε νὰ βρεῖ τρόπους μὲ τοὺς ὁποῖους θὰ μποροῦσε νὰ κάνει πράγματα μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Τὴ γνώση ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε μέσω τῆς κοινωνίας μὲ τὴ γνώση καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ τὴν ἀποκτήσει μόνος του.
Ἀντὶ νὰ ζεῖ κοντὰ στὸν Θεό, διάλεξε τὴ δική του ἀνεξαρτησία.

Ὁ Γάλλος πάστορας Ρολλάν ντε Κυρί γράφει κάπου, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἀποτελεῖ ἴσως μιὰ καλὴ εἰκόνα, ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔστρεφε τὴν πλάτη του στὸν Θεό καὶ κοίταζε τὸ ἄπειρο μπροστά του, τὴ στιγμὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχε Θεὸς γι' αὐτὸν καὶ, καθὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ζωῆς, δὲν γινόταν παρὰ νὰ πεθάνει.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ θάνατο ὑπάρχει μιὰ τραγωδία.
Ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ ὁ θάνατος εἶναι τερατώδης, δὲν θὰ ἔπρεπε κἂν νὰ ὑπάρχει, Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως, μιά, ἀτέλειωτη διάρκεια χρόνου χωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεό, πολλὲς χιλιάδες χρόνων ζωῆς δίχως καμιὰ ἐλπίδα ὅτι θὰ ὑπάρξει ἕνα τέλος σ' αὐτὸν τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἦταν κάτι τὸ πολύ τρομακτικότερο κι ἀπὸ αὐτὴν τὴ διάλυση τοῦ σωματικοῦ μας πλαισίου, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα τέλος σ' αὐτὸν τὸ φαῦλο κύκλο.

Ἔτσι, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη πλευρὰ τοῦ θανάτου: ὅσο στενὴ πύλη κι ἂν εἶναι, εἶναι ὡστόσο ἡ μόνη πύλη ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀποδράσουμε ἀπὸ τὸν φαῦλο κύκλο τοῦ ἀτελείωτου χρόνου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό - ἕνας κτιστὸς ἀτελείωτος χρόνος, ὅπου δὲν ὑπάρχει, χῶρος γιὰ νὰ ξαναγίνουμε μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ μέτοχοι τῆς Θείας φύσης.

Γι' αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μπόρεσε νὰ πεῖ: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστός καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος». Ἐπειδὴ ὅσο ζῶ ἀτέλειωτη σ' αὐτὸ τὸ σῶμα θὰ εἶμαι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστό.

Γι' αὐτὸ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο λέγει ὅτι γι' αὐτὸν τὸ νὰ πεθάνει δὲν σημαίνει ὅτι ἁπλῶς ρίχνει ἀπὸ τοὺς ὤμους του τὴν πρόσκαιρη ζωή, σημαίνει ὅτι ἐνδύεται τὴν αἰωνιότητα.

Ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ ἕνα τέλος, εἶναι μιὰ ἀρχή.
Εἶναι μιὰ πόρτα ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν ἀπεραντωσύνη τῆς αἰωνιότητας, ποὺ θὰ ἦταν κλειστὴ γιὰ μᾶς γιὰ πάντα ἂν ὁ θάνατος δὲν μᾶς ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὴν ἐνσωμάτωσή μας στὰ γήινα πράγματα.

Αὐτὲς οἱ δυὸ πλευρὲς πρέπει νὰ παίξουν ἕναν σημαντικὸ ρόλο στὴ στάση μας ἀπέναντι στὸ θάνατο. Ὅταν πεθαίνει κάποιος, νομιμοποιούμαστε νὰ εἴμαστε συντετριμμένοι.

Μποροῦμε νὰ παρατηροῦμε μὲ τρόμο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἁμαρτία σκότωσε τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε.
Μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ θάνατο ὡς τὴν τελευταία λέξη, τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς.
Ἔχουμε δίκιο ὅταν κλαῖμε πάνω στὸν κεκοιμημένο, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ συμβεῖ. Τὸ πρόσωπο αὐτὸ σκοτώθηκε ἀπὸ τὸ κακό.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μποροῦμε νὰ χαιρόμαστε ἐπειδὴ μιὰ νέα ζωή, ἀπεριόριστη, ἐλεύθερη, ἄρχισε γι' αὐτὸν ἢ γι' αὐτήν.

Καὶ πάλι, μποροῦμε νὰ κλαῖμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ τὴν ἀπώλεια ποὺ νιώθουμε, τὴ μοναξιά μας, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ πρέπει νὰ μάθουμε τὶ εἶχε ἤδη προβλέψει καὶ προείπει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη:
«κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη».

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ξεθωριάσει ἡ μνήμη τοῦ ἀγαπημένου, ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ μὴ μιλοῦμε γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἀγαπημένο στὸν ἀόριστο:
«Τὸν ἀγαποῦσα, ἤμασταν τόσο κοντά»,
ἀλλὰ μᾶς κάνει νὰ σκεφτόμαστε στὸν ἑνεστῶτα:
«Τὸν ἀγαπῶ, εἴμαστε τόσο κοντά».

Στὴν Καινὴ Διαθήκη, βρίσκουμε κάτι ἀκόμη σπουδαιότερο ἀπ' αὐτὸ. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος οὐσιαστικὰ κατεβλήθη.
Ὁ θάνατος ἔχει καταβληθεῖ μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους.

Κατεβλήθη, ἐπειδὴ γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ τὴν τελευταία λέξη καὶ καλούμαστε νὰ ἐγερθοῦμε ξανά καὶ νὰ ζήσουμε.

Ὁ θάνατος νικήθηκε ἐπίσης μὲ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ κατὰ τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου, μὲ τὴν εἰς Ἄδου κάθοδο, ἐπειδὴ ἡ φρικτότερη ἄποψη τοῦ θανάτου, ὅπως τὴ συνέλαβε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἦταν ὅτι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶχε ἐπιφέρει τὸ θάνατο, εἶχε γίνει ὁριστικός, ἀκατάλυτος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.

Ὅσοι εἶχαν πεθάνει -καὶ αὐτὸ ἐφαρμόζεται σὲ ὅλους- ὅσοι λοιπόν εἶχαν πεθάνει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ, Τὸν ἔχασαν γιὰ πάντα στὸ θάνατο.
Ἡ Σεόλ τῆς Παλαιάς Διαθήκης εἶναι ὁ τόπος ὅπου δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ τόπος τοῦ χωρισμοῦ, τῆς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπανόρθωτης ἀπουσίας.

Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἄδη, ὁ θάνατος ἔφθασε στὸ τέλος του.
Ὑπάρχει ὁ χωρισμὸς πάνω στὴ γῆ καὶ ὁ πόνος τοῦ χωρισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἀντίθετα, ὁ θάνατος εἶναι ἡ στιγμή καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο, ὅσο κι ἂν ἤμασταν χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο κι ἂν ἤμασταν ἀτελῶς ἑνωμένοι ἢ ἐναρμονισμένοι μαζί Του, παρουσιαζόμαστε μπροστά Του.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου.
Δὲν μᾶς λέει συνεχῶς,
«Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμο, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον»;
Στεκόμαστε λοιπόν μπροστὰ σ' Αὐτόν, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία.

Ἔτσι, ὁ θάνατος διαθέτει μιὰ περιπλοκότητα -θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε ἕναν διφορούμενο χαρακτῆρα-, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα, ἂν εἴμαστε λαὸς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ παραβλέψει τὴ γέννηση τοῦ κεκοιμημένου στὴν αἰωνιότητα, ἐπειδὴ εἴμαστε τόσο πληγωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπώλεια καὶ ἀπὸ τὴ γήινη μοναξιά μας.

Ὑπάρχει στὸ θάνατο καὶ μιὰ δύναμη τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἐγγίζει. Ἂν ἡ ἀγάπη μας εἶναι πιστή, ἂν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ θυμόμαστε, ὄχι μόνο μὲ τὸ μυαλὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά μας, αὐτούς ποὺ ἔχουμε ἀγαπήσει πάνω στὴ γῆ, τότε, σύμφωνα μὲ τὸν Χριστό:
«ὅπου γἀρ ἐστίν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».

Εἶναι δύσκολο, ἂν ὄχι καὶ ἀδύνατο, νὰ μιλοῦμε γιὰ τὰ ζητήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἂν αὐτὰ δὲν εἶναι προσωπικά.

Συναντοῦμε τὸ θάνατο πρῶτα ἀπ' ὅλα στὴ ζωή μας, ὄχι ὡς ἕνα θέμα πάνω στὸ ὁποῖο στοχαζόμαστε, ἂν καὶ συμβαίνει κι αὐτὸ, ἀλλὰ κυρίως ὡς ἀποτέλεσμα κάποιας ἀπώλειας, δικῆς μας ἢ κάποιου ἄλλου.
Μάλιστα, αὐτὴ ἡ ὑποκατάστατη ἐμπειρία τοῦ θανάτου εἶναι ποὺ λειτουργεῖ ὡς ὑπόβαθρο γιὰ νὰ στοχαζόμαστε ἐκ τῶν ὑστέρων πάνω στὴ βεβαιότητα τοῦ δικοῦ μας θανάτου, καὶ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετιζόμαστε μ' αὐτὸν.

Ὁ πατέρας μου ἦταν ἕνας ντροπαλὸς ἄνθρωπος.
Μιλοῦσε λίγο, καὶ ἔτσι μιλούσαμε λίγο καὶ μεταξύ μας.
Ἀνήμερα τὸ Πάσχα αἰσθάνθηκε λίγο ἀδιάθετος καὶ ξάπλωσε.

Κάθισα κοντά του καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μας μιλήσαμε τελείως ἀνοιχτά.
Δὲν ἦταν τόσο τὰ λόγια μας ποὺ ἦταν σημαντικά.
Ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
Οἱ πόρτες ἄνοιξαν.
Ἡ σιωπὴ ἦταν τόσο ἀνοιχτή καὶ βαθιὰ ὅσο καὶ οἱ λέξεις.

Κατόπιν ἔπρεπε νὰ φύγω.
Χαιρέτησα ὅλους ὅσοι ἦταν στὸ δωμάτιο, ἀλλὰ ὄχι αὐτὸν, ἐπειδὴ αἰσθάνθηκα πώς, ἔχοντας συναντηθεῖ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴχαμε συναντηθεῖ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποχωριστεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Δὲν ὑπῆρξε χαιρετισμός.
Δὲν ὑπῆρξε κἂν ἕνα «εἰς τὸ ἐπανιδεῖν», ἐπειδὴ εἴχαμε συναντηθεῖ, καὶ αὐτὸ ἦταν γιὰ πάντα.

Πέθανε τὴν ἴδια νύχτα.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο ὅπου ἐργαζόμουν καὶ μοῦ εἶπαν πὼς εἶχε πεθάνει, προχώρησα στὸ δωμάτιό του καὶ ἔκλεισα τὴν πόρτα πίσω μου.

Αὐτὸ ποὺ ἀντιλήφθηκα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἦταν ἡ ποιότητα καὶ τὸ βάθος τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἦταν μιὰ ἀπουσία θορύβου, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ Γάλλου συγγραφέα Ζώρζ Μπερνανός, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μυθιστορήματά του -«μιὰ σιωπὴ ποὺ ἦταν παρουσία».
Ἔπιασα μάλιστα τὸν ἑαυτό μου νὰ λέει:
«καὶ οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος. Τὶ ψέμα».

Αὐτὸ ἴσως ἐξηγεῖ τὸ γιατί ἡ στάση μου ἀπέναντι στὸ θάνατο εἶναι τόσο μονόπλευρη: ἐπειδὴ βλέπω τὴ δόξα του καὶ ὄχι μόνο τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπώλεια.
Ἡ ἐμπειρία μου ἀναφέρεται στὸν ξαφνικὸ θάνατο, στὸν ἀπροσδόκητο θάνατο, στὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται σὰν «κλέφτης ἐν νυκτί».

Ἂν τέτοιες ἐμπειρίες βρεθοῦν μπροστά σας, θὰ καταλάβετε ἴσως τὸ γιατί κάποιος μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ χαίρεται, ὅταν ἡ καρδιά του βρίσκεται σὲ ἔντονο πόνο καὶ ἀγωνία, καὶ τὸ πώς -σ' αὐτὸ θὰ ἐπιστρέψουμε ἀργότερα- μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε στὴν ἐξόδια ἀκολουθία μας:
«Μακαρία ἡ ὁδός, ᾗ πορεύει σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως».
Γι' αὐτὸ καὶ χρησιμοποιοῦμε τὰ λόγια ἑνὸς ψαλμοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια ἀκολουθία, ὡσὰν ὁ κεκοιμημένος, στρεφόμενος πρὸς ἐμᾶς, νὰ μᾶς ἔλεγε:
«Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε».

Πολύ συχνότερα, ὅμως, ἀντὶ γιὰ ἕναν ξαφνικὸ θάνατο, ἀντιμετωπίζουμε μιὰ μακρόχρονη ἢ ὁλιγόχρονη ἀρρώστια, ἢ γηρατειά, ποὺ σταδιακὰ μᾶς φέρνουν εἴτε στὸν τάφο, εἴτε στὴν ἐλευθερία μας, ἀνάλογα ἀπὸ ποιὰ πλευρὰ θὰ τὸ δεῖ κανείς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη συνάντηση ποὺ λαχταρᾶ ὁ καθένας μας, συνειδητά ἢ ἀσυνείδητα, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίζεται σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του, ποὺ εἶναι ἡ πρόσωπο μὲ πρόσωπο συνάντησή μας μὲ τὸν ζῶντα Θεό, μὲ τὴν Αἰώνια Ζωή, καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του.

Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς ἀρρώστιας, ἢ τῶν προϊόντων γηρατειῶν, πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ καὶ νὰ κατανοηθεῖ δημιουργικὰ καὶ χρήσιμα.

Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς, ποὺ φέρνει μεγάλη πνευματικὴ ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὅταν βλέπουν ἕνα ἀγαπημένο τους πρόσωπο νὰ γερνάει, νὰ χάνει, τὶς σωματικές καὶ πνευματικές του ἱκανότητες, νὰ φαίνεται πὼς χάνει ό,τι ἦταν τὸ πιὸ πολύτιμο πρᾶγμα: τὸ καθαρὸ μυαλό, τὴν πνευματώδη ἀνταπόκριση στὴ ζωή.

Πολύ συχνά, αὐτὴ ἡ πορεία βρίσκεται στὴ μία πλευρά. Κλείνουμε τὰ μάτια μας γιὰ νὰ μὴ βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε νὰ δοῦμε καὶ νὰ προβλέψουμε.
Μὲ ἀποτέλεσμα, ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, νὰ εἶναι ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ ὄχι μόνο διαθέτει τὸν τρόμο τοῦ ἀπροσδόκητου θανάτου, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιπλέον τρόμο νὰ μᾶς κτυπᾶ στὴν πλέον εὐαίσθητη χορδή μας.

Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ὁ πόνος, ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγωνία ἔχουν ἀνεβάσει τὴν ἔντασή τους μέσα μας, ἀφοῦ ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε νὰ τοὺς δώσουμε ἐλευθερία ἔκφρασης καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ὡριμάσουν.
Τὸ κτύπημα γίνεται ἀκόμη πιὸ ὀδυνηρό καὶ καταστροφικὸ ἀπ' ὅ,τι στὴν περίπτωση ἑνὸς ξαφνικοῦ θανάτου, ἐπειδὴ, χώρια ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας ποὺ δημιουργεῖ, στὴ συνέχεια μεμφόμαστε καὶ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ὅτι δὲν κάναμε ὅλα ὅσα θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε κάνει.

Ἂν τὰ εἴχαμε κάνει, αὐτὸ θὰ μᾶς ὠθοῦσε στὴν ἀλήθεια καὶ θὰ ξεσκέπαζε σὲ μᾶς καὶ στὸν θνήσκοντα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος ἄνοιγε σιγὰ - σιγὰ τὴν πόρτα - καὶ πὼς αὐτὴ ἡ πόρτα θὰ ἄνοιγε διάπλατα μιὰ μέρα καὶ τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ διαβεῖ δίχως νὰ κοιτάζει πίσω.

Εἶναι σημαντικὸ γιὰ ὅλους μας, ὁποτεδήποτε ἀντιμετωπίζουμε αὐτὴ τὴν ἀπώλεια ποὺ πλησιάζει σταδιακά, νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε ἀπ' ἀρχῆς μὲ ἐκεῖνον τὸν ὄμορφο καὶ ἰσορροπημένο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε ὅσο τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο βρίσκεται ἀκόμη ἐν ζωῇ καὶ ἀνάμεσά μας.
Ἀπέναντι στὴ σκέψη τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου ὑπάρχει ἡ πραγματικότητα μιᾶς ζωντανῆς παρουσίας.
Μποροῦμε κάθε στιγμὴ νὰ ἀκουμπᾶμε στὴν ἀσφάλεια αὐτῆς τῆς παρουσίας ἐνῶ ὅλο καὶ περισσότερο θὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν περιπλοκότητα τῆς ἐπερχόμενης ἀπώλειας.
Αὐτὴ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴ δύναμη τῆς πραγματικότητας καὶ στὴν ἀστάθεια τῆς σκέψης εἶναι ποὺ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὸ θάνατο πολύτιμων γιὰ μᾶς ἀνθρώπων.

Αὐτὴ ἡ προετοιμασία συνεπάγεται ἐπίσης -ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως- μιὰ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο ποὺ νὰ ἀναγνωρίζει ἀφ' ἑνὸς τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας, ἀλλὰ νὰ ἀναγνωρίζει ἐπίσης καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μιὰ πύλη ποὺ ἀνοίγει στὴν αἰώνια ζωή.
«Τὸ νὰ πεθάνω δὲν σημαίνει νὰ ἀπεκδυθῶ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ νὰ ἐνδυθῶ τὴν αἰωνιότητα», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Μποροῦμε τώρα νὰ δώσουμε λίγα παραδείγματα γι' αὐτὴ τὴν περίοδο προετοιμασίας.

Ἡ μητέρα μου πέθανε ἀπὸ καρκίνο ποὺ τὴ βασάνισε γιὰ μιὰ περίοδο περισσότερο ἀπὸ τρία χρόνια.
Ἐγχειρίστηκε, ἀλλὰ ἀνεπιτυχῶς.
Ὁ γιατρὸς μοῦ μίλησε γι' αὐτὸ καὶ κατόπιν πρόσθεσε:
«Φυσικά, δὲν θὰ πεῖς τίποτε στὴ μητέρα σου».
Τοῦ εἶπα: «Θὰ τὸ πῶ». Καὶ τὸ εἶπα.
Θυμᾶμαι πὼς τὴν πλησίασα καὶ τῆς εἶπα ὅτι εἶχε τηλεφωνήσει ὁ γιατρός καὶ μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἡ ἐγχείρηση δὲν εἶχε πετύχει.
Σιωπήσαμε γιὰ ἕνα λεπτό καὶ κατόπιν ἡ μητέρα μου εἶπε:«Καὶ ἔτσι θὰ πεθάνω».
Τῆς εἶπα: «Ναί».
Κατόπιν ἔμεινα κοντά της, ἐντελῶς σιωπηλός, ἐπικοινωνῶντας μαζί της δίχως λέξεις.
Δὲν νομίζω ὅτι κάναμε τίποτε σκέψεις.
Εἴχαμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε κάτι ποὺ εἶχε εἰσβάλει στὴ ζωή μας καὶ τὴν εἶχε ἀλλάξει τελείως.
Αὐτὸ δὲν ἦταν κάποια σκιά, ἕνα κακό, κάποιος τρόμος.
Ἦταν τὸ ἔσχατο.
Καὶ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτὸ τὸ ἔσχατο χωρίς ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε πὼς θὰ ἐκτυλισσόταν.
Μείναμε μαζί ὅσο αἰσθανθήκαμε ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνουμε.
Καὶ μετὰ ἡ ζωὴ συνεχίστηκε.

Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ μὴν κλειστοῦμε οὔτε γιὰ μιὰ στιγμή, ἡ μητέρα μου κι ἐγώ, σ' ἕνα ψέμα, νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε σὲ μιὰ κωμωδία, στερημένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε βοήθεια.
Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ νὰ μπῆκα στὸ δωμάτιο τῆς μητέρας μου μ' ἕνα ψεύτικο χαμόγελο, ἢ λέγοντας κάτι τὸ ψεύτικο.
Δὲν ὑπῆρξε καμία στιγμὴ ποὺ νὰ παίξαμε τὴν κωμωδία μιᾶς ζωῆς ποὺ κατακτᾶ τὸ θάνατο, ποτὲ δὲν ἰσχυριστήκαμε ὅτι ἡ ἀρρώστια θὰ φύγει, ὅταν καὶ οἱ δυὸ γνωρίζαμε ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ συμβεῖ.
Δὲν ὑπῆρξε καμιὰ στιγμὴ ποὺ νὰ στερήθηκε ὁ ἕνας τὴ βοήθεια τοῦ ἄλλου.
Ὑπῆρξαν στιγμὲς ποὺ ἡ μητέρα μου αἰσθάνθηκε νὰ χρειάζεται βοήθεια.
Θὰ κτυποῦσε τότε τὸ κουδούνι καὶ θὰ ἐρχόμουν, καὶ θὰ μιλούσαμε γιὰ τὸν ἐπερχόμενο θάνατο καὶ τὸ αἴσθημα ἀπώλειας ποὺ εἶχα.
Ἀγαποῦσε τὴ ζωή. Τὴν ἀγαποῦσε βαθιά.
Λίγες μέρες πρὶν πεθάνει ἔλεγε ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ ζήσει 150 χρόνια ὑποφέροντας, ἀντί νὰ πεθάνει.
Μᾶς ἀγαποῦσε.
Θλιβόταν γιὰ τὸν χωρισμό: «Ω! Γιὰ τὸ ἄγγιγμα ἑνὸς χαμένου χεριοῦ καὶ τὸν ἦχο μιᾶς φωνῆς ποὺ ἀκόμη ὑπάρχει».

Κατόπιν, ὑπῆρξαν ἄλλες στιγμὲς ποὺ αἰσθάνθηκα τὸν πόνο, καὶ πήγαινα τότε καὶ μιλοῦσα γι' αὐτὸν στὴ μητέρα μου.
Μὲ στήριζε καὶ μὲ βοηθοῦσε νὰ ἀντικρύσω τὸν θάνατο.
Αὐτὴ ὑπῆρξε μιὰ βαθιά καὶ ἀληθινὴ σχέση, δίχως κανένα ψέμα μέσα της.
Σ' αὐτὴν τὴ σχέση εἶχε βρεῖ θέση ὁτιδήποτε εἶναι ἀληθινό.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἄλλη πλευρά, ποὺ τὴν ἀνέφερα προηγουμένως.
Ἐπειδὴ ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ ἐπέλθει ἀνὰ πᾶσα στιγμή, καὶ τότε θὰ εἶναι πολύ ἀργὰ νὰ διορθωθεῖ κάτι ποὺ ἦταν στραβό, ὅλη ἡ ζωὴ πρέπει κάθε στιγμὴ νὰ γίνεται μιὰ ἔκφραση, ὅσο τὸ δυνατόν τελειότερη καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένη, σχέσης σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης.
Μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ μετατρέψει ὅσα πράγματα φαίνονται μικρά καὶ ἀσήμαντα σὲ σημεῖα μεγάλα καὶ σημαντικά.

Ὁ τρόπος ποὺ προετοιμάζεις ἕνα φλιτζάνι τσάϊ πάνω σ' ἕνα δίσκο, ποὺ τοποθετεῖς τὰ μαξιλάρια κάτω ἀπὸ ἕναν ἄρρωστο, ὁ τρόπος ποὺ ἠχεῖ ἡ φωνή σου, ὁ τρόπος ποὺ κινεῖσαι - τὰ πάντα μποροῦν νὰ γίνουν ἔκφραση ὅλων ὅσων ὑπάρχουν σὲ μία σχέση.

Ἂν ὑπάρχει μιὰ λανθασμένη παρατήρηση, ἂν ὑπάρχει ἕνα ρῆγμα, ἂν κάτι ἔχει στραβώσει, πρέπει νὰ διορθωθεῖ ἀμέσως, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ἀναπόφευκτη βεβαιότητα ὅτι ἀργότερα θὰ εἶναι πολύ ἀργά.
Ὁ θάνατος μᾶς κάνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, μὲ μιὰ ἁδρότητα καὶ σαφήνεια ποὺ τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ μεταδώσει.

Εἶναι σημαντικό, εἴτε ἀντικρύζοντας τὸ θάνατό μας εἴτε ἀντιμετωπίζοντας τὸ θάνατο κάποιου ἄλλου, νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν αἰωνιότητα.

Πρὶν ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια, ἕνας ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε στὸ νοσοκομεῖο, μὲ μιὰ φαινομενικὰ συνηθισμένη ἀρρώστια.
Μετὰ τὶς ἐξετάσεις βρέθηκε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χειρουργηθεῖ.
Τὸ πληροφορήθηκε ἡ ἀδελφή του καθώς καὶ ἐγώ, ἀλλὰ ὄχι αὐτός. Αἰσθανόταν ἀκμαῖος, δυνατός καὶ πάρα πολὺ ζωντανός.

Μοῦ εἶπε: «Ἔχω τόσα νὰ κάνω καὶ βρίσκομαι ἐδῶ, καθηλωμένος στὸ κρεβάτι, γιὰ πόσο ἀκόμη;»
Τοῦ εἶπα: «Πόσο συχνὰ δὲν μοῦ ἔχεις πεῖ ὅτι ὀνειρεύεσαι τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ σταματήσεις τὸ χρόνο ὥστε νὰ μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀντὶ νὰ φτιάχνεις; Ποτὲ δὲν τὸ ἔκανες.
Ὁ Θεὸς τὸ κάνει τώρα γιὰ σένα. Τώρα εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ εἶσαι».

Ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ «εἶναι», σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ θὰ τὴν ἀποκαλούσαμε ἐντελῶς θεωρητική, ἔμεινε ἔκπληκτος καὶ εἶπε: «Τὶ πρέπει νὰ κάνω;»

Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος δὲν καθορίζονται μόνο ἀπὸ φυσιολογικὲς ἀλλαγὲς -ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ τὴν παθολογία -ἀλλά καὶ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ καταστρέφουν τὴν ἐσωτερική μας ἐνέργεια.
Αὐτὰ εἶναι ὅλα ὅσα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἀποκαλέσει ἀρνητικὲς σκέψεις καὶ αἰσθήματα, τὸ καθετὶ ποὺ ἐξασθενίζει τὴ ζωὴ μέσα μας, τὸ καθετὶ ποὺ ἐμποδίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ νὰ ξεχυθεῖ σὰν ποτάμι, καθαρό καὶ ἐλεύθερο.

Τοῦ πρότεινα λοιπόν νὰ τακτοποιήσει ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλά καὶ μέσα του ὅλα ὅσα ὑπῆρξαν λανθασμένα στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸν ἴδιο, σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς του, καὶ νὰ ἀρχίσει ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή.
Ὅταν μάλιστα τὸ κάνει αὐτὸ γιά, τὸ τώρα, ἂς προχωρήσει πίσω στὸ παρελθὸν γιὰ νὰ τὸ καθαρίσει, γιὰ νὰ κάνει εἰρήνη μὲ τοὺς πάντες, λύνοντας τοὺς κόμβους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει κάθε κακό, γιὰ νὰ μετανοήσει, γιὰ νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ εὐγνωμονήσει μὲ ὅλη του τὴ ζωή - πράγματι, ἡ ζωή του εἶχε σταθεῖ σκληρή.

Ἔτσι, μέρα μὲ τὴ μέρα, μῆνα μὲ τὸ μῆνα, περάσαμε ἀπὸ ὅλη αὐτὴν τὴ διαδικασία.
Ἔκανε εἰρήνη μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή.
Καὶ τὸν θυμᾶμαι στὸ τέλος, ξαπλωμένο στὸ κρεβάτι του, τόσο ἀδύνατο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὸ κουτάλι, νὰ μοῦ λέει μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν:
«Τὸ σῶμα μου ἔχει, κιόλας πεθάνει, καὶ ὅμως ποτὲ δὲν ἔνιωσα τόσο πολὺ ζωντανός, ὅπως νιώθω τώρα».
Εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἦταν μόνο τὸ σῶμα του, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἦταν τὸ σῶμα του, καὶ ὅτι διέθετε μιὰ πραγματικότητα ποὺ ὁ θάνατος τοῦ σώματός του δὲν μποροῦσε νὰ καταστρέψει.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ πολὺ σπουδαία ἐμπειρία.
Εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας, σὲ κάθε στιγμή, ἂν θέλουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ δύναμη τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα μας καὶ συνεπῶς νὰ ἀποβάλουμε τὸ φόβο γιὰ ὁτιδήποτε συμβεῖ στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ποὺ ἐπίσης μᾶς ἀνήκει.


 Ἀντώνιος (Μπλουμ)
Μητροπολίτης Σουρόζ (Σουγδαίας)
Andrew Walker - Κώστας Καρράς (επιμ.),
Ζωντανὴ Ὀρθοδοξία στὸν σύγχρονο κόσμο,
μτφρ Ἰωσήφ Ροηλίδης, εκδ. 
Ἑστία, Ἀθήνα 2001.

Πηγή: Μυριόβιβλος

πηγ'η

Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2020

Μετὰ τὰ Χριστούγεννα

 



Εἰς το ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υιοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Με τὴν φαντασία μας, ἄς πᾶμε πίσω 2.000 χρόνια. Τὶ θαυμάσιο μᾶς συμβαίνει: σὲ μιὰ ἑβδομάδα κι ὁ κόσμος εἶναι διαφορετικός. Ὁ κόσμος ἦταν γιὰ χιλιάδες χρόνια σὰν ἕνα χαμένο πρόβατο, καὶ τὸ χαμένο πρόβατο τώρα βρέθηκε καὶ τὸ πῆρε στοὺς ὤμους Του, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, σὰν τον υἱό τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἀγεφύρωτο κενό, ποὺ ἡ ἁμαρτία δημιούργησε ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό, ἄρχισε ἐπιτέλους νὰ γεφυρώνεται· ὁ Θεός μπῆκε στὴν ἱστορία, ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ Θεός ἔλαβε σάρκα καί ὅλα ἔγιναν ὁρατά, αὐτό που ἀντιλαμβανόμαστε μεσ’ τὴν τυφλότητα μας σὰν κάποιο ἀδιάφορης σημασίας γεγονός μπορεί μέσα ἀπό Κεῖνον νὰ τὸ δούμε σαν δόξα. Κάτι ἀπόλυτα νέο συνέβη· ὁ κόσμος δὲν εἶναι πιά ὁ ἴδιος. 


Ὡστόσο, ὑπάρχει καὶ μιά ἄλλη διάσταση στὴν Ἐνανθρώπιση. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Θεός σὰν Χριστός εἶπε ἀλήθειες καταλυτικές, ποὺ σταδιακά σὰν μαγιά ἔπεσαν στήν ζύμη καὶ ἄλλαξαν τὸν κόσμο· ὁ Θεός μᾶς ἀποκάλυψε το μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος ἦταν ἀπόδειξη, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἀπόδειξη, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο πλατύς, τόσο βαθύς, τόσο μυστηριωδῶς βαθύς, ποὺ θὰ μποροῦσε ὄχι μόνο νὰ γίνει ναός τῆς θείας παρουσίας, ἀλλά νὰ ἑνωθεῖ με τὸν Θεό (Ἐκείνον), νὰ γίνει μέτοχος τῆς θείας φύσης Του, ὅπως τὸ ἔθεσε ὁ Ἀπ. Πέτρος στὴν ἐπιστολή του. Καὶ πάλι, ὁ ἄνθρωπος εἶναι σπουδαῖος, κι ὅσο κι ἄν πέφτουμε κι ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τὸν προορισμό μας, ὅσο ἀνάξιοι κι ἄν γινόμαστε γι’ αὐτόν, ὁ Θεός δὲν θὰ ἀποκαθιστοῦσε μαζί μας μιά σχέση, κατώτερη ἀπ’αὐτήν τῆς πατρότητας, της δικῆς Του, καὶ τῆς δικῆς μας θυγατρικῆς ἤ υἱκής ἰδιότητας στὴν ὑψηλότερη μορφή της. Ὁ ἄσωτος υἱός ζήτησε ἀπ’τὸν πατέρα του νὰ τὸν πάρει σαν μισθωτό, γιατί ἦταν ἀνάξιος νὰ λέγεται γυιός· ἀλλά ὁ πατέρας δὲν τὸ δέχτηκε. Ὅταν ὁ γυιός ὁμολόγησε, ὁ πατέρας τὸν σταμάτησε προτού προφέρει αὐτά τὰ λόγια, γιατί ὁ Θεός δὲν θέλει τὸν ἐξευτελισμό μας, δὲν εἴμαστε σκλάβοι ἤ μισθωτοί. Δὲν τὸ εἶπε ο Κύριος στους μαθητές Του «Δὲν σᾶς καλῶ πιὰ ὑπηρέτες, γιατί ὁ ὑπηρέτης δὲν γνωρίζει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου Του, κι ἐγώ θὰ σὰς πῶ τὰ πάντα»;

Να καὶ πάλι ἡ δήλωση ἀπό τὸν Χριστό καὶ μέσα ἀπό Ἐκεῖνον ὅτι τὸν νοιάζει ὁ καθένας ἀπό μᾶς, δὲν εἶναι γιὰ τὸ σύνολο ποὺ ἐνδιαφέρεται, ἀλλά γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς, λέει στὴν Ἀποκάλυψη, θὰ πάρει ἀπό τὸν Θεό ἕνα ὄνομα, ἕνα ὄνομα ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ στὸ τέλος τῶν καιρῶν, ἀλλά ποὺ κανείς δὲν θὰ τὸ γνωρίζει παρά μόνο ὁ Θεός καὶ αὐτός ποὺ τὄχει, γιατί αὐτό τὸ ὄνομα θὰ εἶναι ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, μοναδική κι ἀνεπανάληπτη. Ὁ καθένας εἶναι μοναδικός γιά Ἐκεῖνον. Τὶ θαῦμα! Ὁ ἀρχαῖος κόσμος γνώριζε ἔθνη καὶ φυλές, ἤξερε ἡγεμόνες καὶ δούλους, ἤξερε κατηγορίες ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸν σύγχρονο κόσμο αὺτό γίνεται ὄχι μόνο κοσμικά ἀλλά εἰδωλολατρικά διακρίνουν κατηγορίες καὶ τύπους καὶ ὁμάδες· ὁ Θεός γνωρίζει μόνο ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ ζοῦν.

Καὶ τώρα μιά νέα νομοθεσία δημιουργήθηκε, ἤ μᾶλλον διακηρύχθηκε ἀπό Ἐκεῖνον, ὄχι δικαιωτικός καὶ τιμωρητικός νόμος, ἀλλά μιά ἄλλη δικαιοσύνη. Ὅταν ὁ Χριστός μᾶς εἶπε «ἄς ἀφήσουμε τὴν δικαιοσύνη πέρα ἀπ’ ὅσα οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι λένε». Μιλοῦσε γιά τὸν τρόπο ποὺ θὰ φερόταν ὁ Θεός στὸν καθένα μας. Δέχεται τὸν καθένα μας ὅπως εἶναι. Δέχεται καλό καὶ κακό. Ἀγάλλεται στὸ καλό καὶ πεθαίνει ἐξαιτίας καὶ γιά χάρη αὐτοῦ ποὺ εἶναι τὸ κακό. Κι αὐτό που μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός νὰ θυμόμαστε, κι αὐτό που μᾶς καλεῖ νἄμαστε καὶ νὰ ἀντανακλοῦμε μὲ τὴν συμπεριφορά μας, ὄχι μόνο μέσα στὸν χριστιανικό μας κύκλο, ἀλλά σ’ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ βλέπουμε τὸν καθένα μ’ αὐτή τὴν δικαιοσύνη· ὄχι κρίνοντας καὶ καταδικάζοντας, ἀλλά νὰ βλέπουμε σε κάθε πρόσωπο τὴν ὀμορφιά πού ὁ Θεός ἐντύπωσε πάνω σ’αὐτόν, καὶ πού ὀνομάζουμε «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο». Νὰ σεβαστοῦμε αὐτή τὴν ὀμορφιά, νὰ δουλέψουμε γιά νὰ λάμψει σ΄ ὅλη της τὴν δόξα, διαλύοντας αὐτό ποὺ εἶναι κακό καὶ σκοτάδι και νὰ τὸ κάνουμε δυνατό, ἀναγνωρίζοντας ὀμορφιά στὸν καθένα, γιά να γίνει ἡ ομορφιά πραγματικότητα καὶ νὰ νικήσει.

Μᾶς δίδαξε τῆν ἀγάπη πού στὴν ἀρχαιότητα ἀγνοοῦσαν, καὶ ὁ σύγχρονος κόσμος, ὅπως κι ὁ παλιός, τὸν φοβᾶται: μιά ἀγάπη ποὺ δέχεται νὰ εἶναι εὐάλωτη, ἀβοήθητη, δοτική, θυσιαστική· μιά ἀγάπη ποὺ δίνει χωρίς να μετρᾶ, μιά ἀγάπη ποὺ δίνει ὄχι μόνο ὅ,τι κατέχει ἀλλά τὸν ἑαυτό της. Αὐτό εἶναι ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἐνανθρώπιση, ἔφερε στὸν κόσμο, καὶ παρέμεινε στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός εἶπε: «τὸ φῶς λάμπει στὸ σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι δὲν μπορεῖ να τὸ καταλάβει», ἀλλά δὲν μπορεῖ να τὸ ἐκδιώξει. Κι αὐτό τὸ φῶς λάμπει καὶ θὰ νικήσει ἀλλά μόνο ἄν ἀναλάβουμε να γίνουμε οἱ κήρυκες και αὐτοί που ὑλοποιοῦν τις ἐντολές τῆς δικαιοσύνης και τῆς ἀγάπης, ἄν δεχτοῦμε την θεϊκή ὀπτική τοῦ κόσμου καὶ φέρουμε σ’αυτόν τὴν πίστη μας, γιατί αυτή εἶναι ἡ βεβαιότητα καὶ ἡ ἐλπίδα μας, αὐτή εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ μπορεῖ να βοηθήσει κι ἄλλους νὰ ἀναγεννηθούν· ἀλλά γιὰ να ξαναγεννηθεῖ πρέπει να δεῖ τὴν ἀναγέννηση σε μᾶς.

Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ αρχίσει νὰ ἀναγεννᾶται, με μιά ἕνωση τοῦ Θεοῦ με τὸν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ Λόγος πῆρε σάρκα· ἦταν γιά μᾶς μιά ἀποκάλυψη ανανέωσης, μεγαλοπρέπειας και λάμψης του Θεού στο σκοτάδι και τὴν σκοτεινιά αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Μακάρι νὰ μᾶς χαρίσει ὁ Θεός ἀνδρεία καὶ ἀγάπη καὶ μεγαλεῖο ψυχῆς να γίνουμε ἀγγελιαφόροι Του καὶ μάρτυρες Του, καὶ μακάρι το ἔλεος τοῦ Κυρίου να εἶναι μαζί σας καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ χάρη Του γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, τώρα καὶ πάντα μέχρι το τέλος τοῦ κόσμου.

Ἀμήν.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Xριστούγεννα

 


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐπιθυμῶ τώρα ν’ ἀπευθυνθῶ σ’ ἐκείνους ἀπὸ ἐσᾶς ποὺ δὲν μιλοῦν Ρωσσικὰ, καὶ πέρα ἀπὸ τούτη τὴν Ἐκκλησία, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μποροῦν νά ἀκούσουν τὴν λειτουργία μας καὶ νὰ προσευχηθοῦν μὲ μᾶς καὶ νὰ γίνουν ἕνα μὲ μᾶς.

Σὲ μιὰ νύχτα σὰν αὐτὴ, μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα, σὲ μιὰ φάτνη γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς φέρει μιὰ νέα διάσταση ζωῆς, νὰ μᾶς κηρύξει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὄχι μόνο νὰ τὴν κηρύξει, ἀλλὰ νὰ γίνει δυνατὸ σὲ μᾶς νὰ μετέχουμε σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔφερε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας καὶ κήρυξε τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅρους σπουδαίους, πέρα ἀπὸ κάθε φαντασία ποὺ εἶχε διαμορφώσει ὁ ἄνθρωπος στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων, πέρα ἀπὸ κάθε του ὄνειρο. Ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, καθὼς ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο τῆς Λυών, κλήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν τελειοποίηση καὶ ὁλοκλήρωσή του νὰ γίνει ἡ δόξα, ἡ λάμψη καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Καλούμαστε νὰ κηρύξουμε τὰ καλὰ νέα· ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ὅτι εἴμαστε γιοὶ καὶ κόρες τοῦ αἰώνιου Πατέρα μας. Πρέπει νὰ κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἀκεραιότητά του μὲ τρὸπο ἀνόθευτο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ μᾶς μιλᾶ, ὁ Θεὸς κηρύττει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἐπιδέχεται καμία διόρθωση.

Οἱ μάγοι ποὺ ἦλθαν στὴν φάτνη ἦλθαν κουβαλώντας ὅλη τὴ σοφία τῆς γῆς, ὅλη τὴν μέχρι τότε γνώση, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν στὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, τὸν σαρκωμένο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν λατρέψουν σὰν βασιλιὰ καὶ Θεὸ τους ἐπειδὴ εἶχαν προετοιμαστεῖ νὰ ἐπιτρέψουν στὴ θεϊκὴ σοφία νὰ κυριαρχήσει στὴ σοφία ὅλης τῆς γῆς. Ὄχι μάταια ὁ Ἅγιος Παῦλος εἶπε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σοφία συγκρινόμενη μὲ τὴν Θεϊκὴ, δὲν εἶναι παρὰ μωρία, κάτι φτωχὸ, ἄν συγκριθεῖ μὲ τὸ μεγαλεῖο τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε τὴ θέληση νὰ ἀνοιχτοῦμε στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κρίνουμε τὰ πάντα στὴ γῆ ἀπὸ τὴ πλευρὰ τοῦ ζῶντος Θεοῦ· οἱ σκέψεις, τὰ συναισθήματα, οἱ τρόποι μας ὑπόκεινται στὴν Θεία κρίση. «Διότι οἱ δικὲς μου βουλὲς καὶ ἀποφάσεις, λέγει ὁ Κύριος, δὲν εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικὰς σας βουλές· οὔτε οἱ ἰδικοὶ μου τρόποι ἐνεργείας καὶ οἱ ὁδοί, τὰς ὁποίας σᾶς ὑποδεικνύω, εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικὰς σας ὁδοὺς».

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο ἡ σοφία, εἶναι καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ μποροῦν, μὲ ἄπειρη τόλμη, νὰ βλέπουν τὸν Θεό, νὰ Τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν. Οἱ ποιμένες ἦλθαν ἐπειδὴ οἱ καρδιὲς τους ἦταν ἀνοιχτὲς, ἐπειδὴ ἦταν ἕτοιμοι νὰ καταλάβουν ὅτι ὑπάρχουν πράγματα πιὸ σπουδαῖα ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν, ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ ὀνειρευτοῦν. Καὶ τὰ ὄνειρα τῶν ἀνθρώπων βγῆκαν ἀληθινά: ὁ θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πρωτοπόροι στὴ Βασιλεία Του. Μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ κηρύξουμε τὴν ἀλήθεια Του, ἁγνή, ἀκηλίδωτη· μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ζήσουμε ἔτσι ποὺ ὁ καθένας ποὺ θὰ συναντάει ἕναν Χριστιανὸ καὶ θὰ τὸν κοιτάζει στὰ μάτια, ποὺ θὰ κοιτάζει τὴ ζωή του, ἤ γνωρίζοντας μιὰ χριστιανικὴ κοινότητα, θὰ ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ μετέχουν ἤδη στὸ μυστήριο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Πρέπει ὁ καθένας καὶ ὅλοι μας νὰ εἴμαστε συνεχὴς ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. Πρέπει νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παῦλο συνάμα τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῶν Χριστιανικῶν μας ἐνεργειῶν. Μᾶς λέει: «Γίνεστε μιμητὲς μου, ὅπως εἶμαι ἐγὼ τοῦ Χριστοῦ... Ἦταν διώκτης, ἄπιστος καὶ ἀφοῦ συνάντησε κατὰ πρόσωπο τὸν Χριστὸ, τὸν ἀναστημένο Χριστό, ποὺ γνώριζε ὅτι δολοφονήθηκε στὸν Γολγοθᾶ ἀπὸ τὸν λαό Του, διάλεξε νὰ ζήσει γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ὅλη του ἡ ζωὴ ἄλλαξε· διωγμοὶ, κίνδυνοι, ραβδίσματα, ἀπόρριψη ἔγιναν ἡ μοίρα του προκειμένου νὰ γίνει μόνο δικός Του˙ καὶ γιὰ νὰ γίνει δικός Του καθὼς τὸ θέτει, σημαίνει ὅτι ὅλη ἡ ζωή του δὲν ἦταν παρὰ Χριστὸς, κάθε τι ποὺ ὑπέμεινε, ποὺ δίδασκε, ποὺ ἔζησε ποὺ πέθανε.

Καὶ ὁ θάνατος δὲν μᾶς φοβίζει, ἐπειδὴ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς στερήσει τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς πρόσκαιρης ζωῆς δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Λέει: «Πεθαίνω δὲν σημαίνει ἀπεκδύομαι τὴν ἐπίγεια ζωὴ, ἀλλὰ ὅτι ἐνδύομαι τὴν αἰωνιότητα...» Ἀδημονεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ καταδίωξε στὴ γῆ καὶ γιὰ τὸ ὄνομα, τὴ χάρη τοῦ ὁποίου ζεῖ, καὶ διδάσκει καὶ μᾶς προειδοποιεῖ νὰ μὴν ἀφαιρέσουν ἤ νὰ προσθέσουν κάτι στὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό. Καὶ μᾶς καλεῖ χάριν τῆς λαχτάρας μας γιὰ αἰωνιότητα νὰ δεχτοῦμε νὰ ζήσουμε ὅσο χρειάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους, ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν αἰώνια ζωὴ, τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς· μιὰ ἀγάπη μέχρι τέλους, μιὰ σταυρωμένη καὶ ἀναστημένη ἀγάπη. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος μας, ὁ Θεὸς μας, ὁ Σωτήρας μας γιὰ πάντα. Ἀμήν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 04, 2020

Θαύματα τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου

 





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ξανὰ καὶ ξανὰ διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ὀργὴ ποὺ προκάλεσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγματοποιώντας μιὰ πράξη ἐλέους, ἕνα θαῦμα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Καὶ δὲν βοηθάει σὲ κάτι ἄν θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὴν ἐρώτηση: Γιατί τὸ ἔκανε αὐτὸ συνεχῶς, μὲ τέτοια ἐπιμονή; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γίνει γιὰ νὰ ἀμφισβητήσει ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν γύρω Του; Γιὰ νὰ τοὺς προκαλέσει; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἁπλὰ μιὰ παιδαγωγικὴ πράξη;

Πιστεύω ὅτι κρύβονται πολὺ περισσότερα στὴν πράξη Του. Ὁ Κύριος δημιούργησε τὸν κόσμο σὲ ἕξι ἡμέρες· τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύτηκε ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸν μόχθοΤου. Ἀλλὰ τι συνέβη τότε στὸν κόσμο; Ἡ ἕβδομη ἡμέρα ἦταν ἡ μέρα ποὺ ὁ κόσμος περιῆλθε στὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁλοκλήρωση του καὶ ἡ ἕβδομη ἡμέρα, τὸ Σάββατο τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία καταρέει ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐργασθεῖ μόνος του, καθὼς λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, «Ὁ πατὴρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι», δείχνει τὴν ἐργασία Του στὸν Υἱό Του γιὰ νὰ τὴν ὁλοκληρώσει. Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο μᾶς διδάσκει, μᾶς λέει ὅτι ἡ κρίση Του εἶναι ἀληθινὴ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ δική Του κρίση· ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Πατέρα καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση ποὺ κηρύττει.

Καὶ ἔτσι, ἡ ἱστορία εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὴ σοφία, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Συμβαίνει αὐτὸ ἐπειδὴ τόσο συχνὰ ἀναζητοῦμε τοὺς δικούς μας δρόμους, ἐπειδὴ δὲν ἀναρωτιόμαστε ποιὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, πῶς ὁ κόσμος ἔχει γίνει τόσο ἄσχημος, τόσο τρομακτικὸς, καὶ τραγικός.

Ὑπάρχει ἕνα Ἑβραϊκὸ ποίημα ποὺ περιγράφει τὴν δυστυχία αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν φέρει τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ· λέει τὸ ποίημα ὅτι ὁ Ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη ἄφησε αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι κρεμάστηκαν στὰ δάση, πνίγηκαν στὶς λίμνες, στὰ ποτάμια. Ὀ Οὐρανὸς δὲν καθρεφτίζεται στὶς λίμνες, στὰ δάση· τὸ πουλὶ δὲν τραγουδάει πιὰ τραγούδια τοῦ παραδείσου, καὶ ἴδιος ὁ Προφήτης ἔγινε στὸ βάθρο του ἕνα ἁπλὸ ἄγαλμα.

Αὐτὸ δὲν ἔχουμε γίνει; Ὄχι ἀγάλματα ἀλλὰ τόσο ὅμοιοι μὲ τὴν γυναίκα τοῦ Λὼτ ποὺ στράφηκε πρὸς τὰ πίσω κι ἔγινε στήλη ἅλατος. Παραμείναμε ἁλάτι καὶ ἀκόμα εἴμαστε ἀπολιθωμένοι, ἀκίνητοι, δὲν φέρουμε εἰς πέρας τὸ ἔργο μας. Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς δείχνει ξανὰ καὶ ξανὰ, καθὼς ἐργάζεται μέσα ἀπὸ τὰ θαύματα Του, τὶς πράξεις τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνιας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὁ μόνος ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ πλήρη ἑνότητα μὲ τὸν Θεό, ποιὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ ρόλος μας: νὰ ἀναλάβουμε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας,σὲ ὅποια περίπτωση κι ἄν βρισκόμαστε, καὶ νὰ τὴν βαστάξουμε στοὺς ὤμους μας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης καὶ ἐλέους.

Ἕνας Δυτικὸς συγγραφέας ἔχει πεῖ ὅτι Χριστιανὸς εἶνει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔχει ἀναθέσει τὴν φροντίδα τοῦ κόσμου Του καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἐκπληρώνουμε τούτη τὴ βασικὴ, κεντρικὴ ἐντολή, νοιαζόμαστε; Ἴσως νοιαζόμαστε δείχνοντας φροντίδα, ἴσως νοιαζόμαστε μὲ αὐστηρότητα, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ἔννοια. Καὶ τότε, αὐτὴ ἡ ἕβδομη ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς ανέθεσε μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἐλέους καὶ ἀγάπης αὐτὸν τὸν κόσμο στὴν φροντίδα μας, μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμα ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ Πόλη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ χτίστηκε δίχως Θεό, ποὺ τόσο συχνὰ μοιάζει μὲ τὸν Πύργο τῆς Βαβέλ, ἴσως ἀκόμα ν’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Πόλης τοῦ Θεοῦ ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀληθινὸς Θεὸς ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος, καλεῖται νὰ γίνει πολίτης, νὰ γίνει ἡ καρδιά της, ἀλλὰ ἐπίσης ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς.

Δὲν εἶναι αυτὸ τὸ κάλεσμα ἀρκετὰ σπουδαῖο; Δὲν μᾶς ἐμπνέει ἀρκετὰ ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς; Πρόκειται ν’ ἀπορρίψουμε τὴν ἐλπίδα Του, ν’ ἀπορρίψουμε τὴν ἀγάπη Του γιὰ μᾶς ἤ γιὰ τοὺς ἄλλους; Ἤ πρόκειται νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Χριστὸς ἐκπληρώνει τὸν ἀνθρώπινο προορισμό Του τὴν ἡμέρα του Κυρίου, δὲν θὰ μάθουμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον νὰ κτίζουμε τὸν κόσμο ποὺ ὁ Θεὸς ὀνειρεύτηκε καὶ ποὺ ἀκόμα ἀγαπᾶ μέσα στὶς θλίψεις του καὶ τόσο συχνὰ στὴν προδοσία μας!

Ἄς μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἐνεργά, νὰ σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ν’ ἀκοῦμε τὸν ζωντανὸ Θεὸ ὅταν μιλάει, ν’ ἀκοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ἐνέργεια, νὰ κοιτάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς Του καὶ ἄς γίνουμε ἐκείνοι ποὺ θὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ θέλημα Του καὶ θὰ ὁδηγήσουν τὸν κόσμο στὴν τέλεια ὀμορφιὰ ποὺ εἶναι τὸ θέλημά Του! Ἀμὴν.

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2020

Παραβολὴ τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη (Λουκ ι΄25-37)

 


 
Κήρυγμα στὶς 30/11/1997

 
Εἰς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ἐν συντομίᾳ, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο ἐμπεριέχει ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ.

Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴ διάνοια, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη, μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας καὶ τὸν πλησίον μας ὡς τὸν ἑαυτὸν μας. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε σημαίνει νὰ προτιμοῦμε ὅλα ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ στὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀγαπητὰ σέ μᾶς. Τὸ ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι θὰ πρέπει νὰ ζήσουμε, καὶ νὰ εἴμαστε ἀληθινὰ ἔτσι ὥστε Αὐτὸς νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ὅτι δὲν θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει τίποτα ξένο σὲ Αὐτὸν στὶς ζωές μας.

Καὶ τότε ἔρχεται ἡ δεύτερη ἐντολή, τὴν ὁποία δὲν κατανοοῦσε ὁ νομικός: ὅτι θὰ πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας ὅπως τὸν ἑαυτό μας. Νὰ ξανα-ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας, ξεχνώντας τὸν ἑαυτό μας. Πολὺ συχνὰ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε ἄξιοι χριστιανοί, ἂν αἰσθανόμαστε μία ζεστασιὰ στὴν καρδιά μας, νομίζουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸ Θεό. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἡ δοκιμασία αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μοιρασιὰ τῆς μοναδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας.

Θυμᾶμαι μιὰ θλιβερὴ στιγμὴ στὴ ζωή, ὅταν ὁ πατέρας μου μὲ ρώτησε ποιὸ εἶναι τὸ ὄνειρο τῆς ζωῆς μου, ἤμουν νέος τότε, κι ἐγὼ εἶπα: «Νὰ εἶμαι μόνο μὲ τὸ Θεό», καὶ αὐτὸς μὲ κοίταξε λυπημένα καὶ μοῦ εἶπε: Δὲν ἔχεις ἀρχίσει ἀκόμη νὰ γίνεσαι χριστιανός. Ἐπειδὴ ἂν ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ πρέπει νὰ μοιραζόμαστε μαζί του ὅλες τὶς φροντίδες του γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ γιὰ κάθε πρόσωπο ξεχωριστὰ σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο.

Ἂς λάβουμε ὑπόψη μας λοιπὸν σὰν γνώμονα αὐτὸ τὸ σύντομο γεγονὸς στὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν παραβολή. Δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε ποτὲ πόσο πολὺ ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό. Εἶναι δύσκολο, γιατί εἶναι τόσο εὔκολο νὰ ξεγελάσεις κάποιον. Ἀκόμα κι ὅταν λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε κάποιον, μπορεῖ νὰ ἔρθει μία στιγμὴ ἐγωισμοῦ, διαφωνίας, ἕνας καυγᾶς μπορεῖ νὰ τελειώσει, τουλάχιστον γιὰ λίγο, μία κοινή μας φιλία καὶ ζεστασιὰ.

Ὑπάρχει ὡστόσο ἕνα ἀντικειμενικὸ κριτήριο. Πῶς συμπεριφέρεσαι στὸν πλησίον; Τί σημαίνει αὐτὸς γιὰ σένα; Ἂν δὲν σημαίνει τίποτα, ἂν εἶναι ἕνας περαστικός, ἂν εἶναι ἁπλὰ κάποιος στὸ δρόμο σου, ἢ ἂν εἶναι κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τραβήξει τὴν προσοχή σου, ὅταν ἐσὺ εἶσαι σὲ καλὴ διάθεση, τότε δὲν ἀρχίσαμε ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο μαζὶ μ’ Αὐτόν.

Ἂς τὸ ἀναλογιστοῦμε λοιπόν, ἂς κάνουμε στοὺς ἑαυτοὺς μας σχετικὲς ἐρωτήσεις, καὶ ἂς διορθώσουμε τὴ ζωή μας. Ἀμήν.

Σάββατο, Ιουνίου 27, 2020

Φῶς τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός Anthony Metropolitan of Sourozh

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.



Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προυπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.

Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἐντυπώσεις.

Ἀλλά τώρα ἡ ψυχή της εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κοιτάζει τὰ νερὰ τοῦ Τάμεση ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι, σάν ἕνα γεγονός· βλέπει τὰ νερὰ σὰν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, τὰ νερὰ ἑνὸς ποταμοῦ, ποὺ διασχίζει μιὰ μεγάλη πόλη, μαζεύοντας ὅλη τὴν βρωμιά της καὶ παρασύροντάς την μακριά. Κι ἐπειδὴ δὲν νοιώθει πιὰ τὴν φυσικὴ ἀποστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶχε πρίν, οὔτε τῆς φαντασίας, ἡ ψυχὴ της, μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιαφάνεια αὐτῶν τῶν νερῶν, μπορεῖ νὰ δεῖ σὲ αὐτὰ ἕνα νέο, ἀκόμα πιὸ καινούργιο βάθος· πιὸ βαθειὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἐπιφανειακὴ πυκνότητα, ἀνακαλύπτει ἕνα στρῶμα καθαρότερου νεροῦ, μιά ἡμιδιαφάνεια, καὶ πιὸ βαθιὰ - ἕνα διάφανο στρῶμα καὶ στὸν πυρήνα αὐτῶν τῶν νερῶν ποὺ διασχίζουν τὴν μεγάλη πόλη- κι αὐτή ἡ πόλη καλεῖται νὰ ὀνομαστεῖ μιὰ μέρα ἡ π ό λ η τοῦ Θεοῦ - βλέπει ἕνα ρεῦμα ἀπὸ ἀπίστευτα λαμπερὰ νερά· τὸ νερὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ἀρχέγονο νερὸ τῆς δημιουργίας, τὸ νερὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησε ὁ Χριστός στὴν Σαμαρείτιδα. Ἐπειδή ἦταν ἐλεύθερη ἀπό κάθε προσωπικὴ ἀπέχθεια καὶ ἀντίδραση, ἡ νεκρὴ γυναῖκα μπόρεσε νὰ δεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἐπιφανειακὸ σκοτάδι, τὰ αὐξανόμενα στρώματα φωτός.

Ἐπειδὴ ἐμπλεκόμαστε συνεχῶς σὲ καταστάσεις ποὺ ἔχουν σὰν κέντρο τὸν ἑαυτό μας, καταφέρνουμε νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ ἐπίπεδα φωτός, ἕνα σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κάποιες φορές δημιουργοῦμε ἤ φανταζόμαστε· ἐπειδὴ τὸ βλέμμα μας εἶναι σκοτεινό, βλέπουμε σκοτάδι καὶ εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ δοῦμε τὸ βάθος, τὴν διαύγεια καὶ τὴν λάμψη.

Μιάν ἄλλη εἰκόνα ποὺ βρίσκουμε στὸ ἴδιο βιβλίο εἶναι ἀκόμα πιὸ τραγική. Αὐτὴ ἡ νέα γυναῖκα βλέπει τὸν ἑαυτὸ της νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες γέφυρες· ξέρει ὅτι αὐτὴ ἡ γέφυρα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄδεια, ὅτι ἄνθρωποι περπατοῦν, λεωφορεῖα τρέχουν, ὑπάρχει ζωή τριγύρω, κι ὅμως δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τίποτα, ἐπειδὴ ἔχει χωριστεῖ ἀπὸ τό σῶμα της. Μπορεῖ τώρα νὰ δεῖ μόνο ἐκεῖνα τὰ πράγματα, κι ἐκεῖνους τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν ἀγαπητικά, κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀγαπήσει παρά μόνο τὸν ἄνδρα της, εἶναι τυφλὴ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο γύρω της, ὑπάρχει μονάχα ἕνα κενό, τίποτα.

Καὶ μόνο ὅταν σταδιακὰ ἀποκτᾶ ἐπίγνωση, μέσα ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὴ ζωή της καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὴ μοναδική της ἀγάπη, ὅσο μικρὴ κι ἄν ἦταν, τῆς σχέσης της μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ τῆς ἦταν ἀγαπητά, ἀρχίζει να βλέπει.

Αὐτός δὲν εἶναι κι ὁ τρόπος πού ζοῦμε; Ζοῦμε μέσα στὸ φῶς καὶ δὲν βλέπουμε τίποτα παρὰ σκιές ποὺ διαβαίνουν ἤ τὸ κενό· πόσες φορὲς ἕνας ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴ ζωή μας χωρὶς ν’ ἀφήσει κανένα ἴχνος; Περνᾶ ἀπαρατήρητος, παρόλο ποὺ ἔχει μιὰ ἀνάγκη, ἤ μιά ὀμορφιά ποὺ λάμπει· ἀλλὰ ἐπειδή δὲν εἶχε σχὲση μὲ μᾶς, ἡ καρδιά μας δεν βρῆκε κάτι γιὰ ν' ἀνταποκριθεῖ, κι ἐμεῖς εἴμαστε σὲ μιὰ ἐρημιά, ἀκόμα κι ὅταν μᾶς περιβάλλει πλοῦτος.

Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ κοιτᾶμε, δὲν βλέπουμε τίποτα, γιατὶ μόνο ἡ ἀγάπη μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ πράγματα· καὶ πάλι μποροῦμε νὰ βλέπουμε μ’ ἕνα σκοτεινὸ καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο· πόσο συχνὰ δίνουμε κακὴ ἑρμηνεία σ΄ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε; Ἀντί νὰ τὰ δοῦμε ὅπωςεἶναι, τὰ ἐξετάζουμε μὲ γνώμονα τὴν σκοτεινὴ ψυχὴ μας καὶ τὴ διεστραμμένη ἐμπειρία μας. Πόσο συχνά παρερμηνεύουμε τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ τὰ βλέπουμε μὲ ματιὰ ποὺ εἶναι ἤδη σκοτεινή.

Ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σήμερα μᾶς καλοῦν νὰ δείξουμε μιὰ στάση ἐξαιρετικὰ προσεκτική ὡς πρὸς τὸν τρόπο ποὺ κοιτάζουμε καὶ βλέπουμε. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἄν δὲν βλέπουμε τίποτα αὐτὸ προέρχεται πολὺ συχνὰ ἀπὸ τὴν τυφλότητα μας, ἄν βλέπουμε κακό, αὐτό ὀφείλεται στὸ σκοτάδι μέσα μας, ἄν νοιώθουμε μιάν ἀποστροφή ἀπέναντι σὲ πράγματα, συμβαίνει συχνά λόγω τοῦ τρόπου πού ἑστιάζουμε τὴ ζωὴ μας γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε μὲ ἠρεμία, μὲ καθαρότητα καρδιᾶς. Γιατὶ τελικά, δὲν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια μας ποὺ μεταφέρουν ἐντυπώσεις, βλέπουμε ἐπίσης καὶ μὲ τὴν καρδιὰ ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεὸ μόνο ὅταν εἶναι καθαρή, κι ὄχι μόνο τὸν Θεὸ στὴν μυστηριακή Του ὕπαρξη, ἀλλά τὸν Θεό μέσα ἀπὸ τὴν χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐλογία. Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καθαρὴ ματιὰ καὶ καθαρὴ καρδιὰ δὲν βλέπει πλέον τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν λάμψη τῆς θείας Χάριτος ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ὅσο σκοτεινὰ κι ἄν φαίνονται.

Ἄς πάρουμε τουλάχιστον αὐτὸ τὸ μάθημα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἄς φροντίζουμε νὰ βλέπουμε μὲ καθαρότητα, νὰ ἑρμηνεύουμε μὲ καθαρότητα καρδιᾶς καὶ νὰ ἐνεργοῦμε μέ ἀγάπη μέσα μας, καὶ τότε θὰ εἴμαστε ἱκανοί νὰ διακρίνουμε ἐλεύθερα τὴν διαύγεια καί τὴν λαμπρότητα τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὴν ἀγαπήσουμε, νὰ τὴν ὑπηρετήσουμε, καὶ νὰ βρισκόμαστε στὸν τόπο ποὺ μᾶς παραχώρησε ὁ Κύριος, εὐλογώντας στό ὄνομα Του, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας, δίχως ποτὲ νὰ σταματήσουμε ν’ ἀγαπᾶμε, ἀκόμα κι ὅταν ἀγάπη σημαίνει νὰ θυσιάζουμε τὴν ζωή μας, εἴτε τὴ ζωὴ τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει ὁ νέος Ἀδάμ, ἤ διαφορετικὰ, τὴ ζωή τοῦ Νέου Ἀδάμ ποὺ δίνει τὴ ζωή του γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κόσμος καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νὰ ζήσουν. Ἀμήν.





Πρωτότυπο Κείμενο



THE LIGHT OF THE BODY IS THE EYE
Matthew 6, 22-33.



In the name of the Father, of the Son and of the Holy Ghost.

We meet the world, we take cognisance of the world through our senses; and through all our senses we are not only aware of the world, but we are also involved in it, all our senses put us into contact with the world of objects, with all things around us, but also immediately introduce into us sensations and impressions which change us at times very deeply.

Our sight, of which the Lord speaks today in His Gospel, is the only way in which we can take cognisance of the world with serenity, in complete repose of all the powers of our human being, but also on condition, as the Lord puts it, that our eye be single, that it should be light, that is should allow only light to enter into our awareness through it.

One of the modern English writers gives us two images which I believe will allow us to understand something of this passage of the Gospel; in a novel ‘All Hallows Eve’, Charles Williams presents us with a young woman who had died in an accident and whose soul is gradually finding her way in the new world in which she has entered.

She finds herself standing on the banks of the Thames; she looks at the waters, and of a sudden she sees these waters of the Thames as she had never seen them in the past, when her soul was endowed with a body; (then) she had a revulsion against these dark, greasy, dirty waters because her imagination immediately connected them with touch and direct impressions of the body.

But now, this soul is free from the body and she sees these waters of the Thames freely, as they are, as a fact; she sees that these waters are exactly what they should be, being the waters of a river that runs through a great city, collecting all the dirt of it and carrying it away. And because she has no longer the usual revulsion of the body and of the imagination, this soul, through the opacity of these waters, begins to see in them new and new depth; deeper that this superficial opacity she discovers a layer of purer water, a greater translucence, and beyond and deeper again — a layer of transparency; and at the core of these waters that run across the great city — and this city is also called one day to become t h e city of God, — she sees a stream of incredibly shining water, the water of eternal life, the primordial water created by God, the water of which Christ speaks to the Samaritan woman; because she was free from personal reaction and revulsion, the dead woman could see across the superficial darkness, the (increasing?) layers of light.

Because we are continuously entangled in our own self-centred reactions, we manage to see through layers of light somewhere a darkness which at times, we create or imagine; because our eye is dark we see darkness and we are incapable of seeing the depth, the translucence and the shining.
Another image that we find in the same book is perhaps even more tragic. This young woman finds herself standing on one of the great bridges; she knows that this bridge cannot be empty, that people are walking, buses are running, there is life around, and yet, she sees and perceives nothing of it, because disengaged from the body she can see now only those things and those people with which, with whom she is connected through love, and as she loves no one except her husband, she is blind to all things around her, there is only emptiness, nothing.

And it is only when she becomes increasingly aware, through the small love she had in her life, of love altogether and through connection — with this unique love, however small, with other people and other things that were dear that she begins to see.

Is it not the way in which we live? We are surrounded with light and we see nothing but passing shadows or emptiness; how often a human being passes through our life without leaving any trace, passes unnoticed, in spite of the fact that there was a need, or there was a shining beauty; but it was irrelevant to us, our heart had nothing with which it could respond, and we are in a wilderness even when we are surrounded with richness.

This again comes from the way in which we look, we look without love and we see nothing because only love can reveal things to us; and again, we are capable of seeing in a dark and evil way: how often we put evil interpretations on things which we see? Instead of seeing them as facts we see them as we understand them from within our darkened soul and our distorted experience. How often we misinterpret the actions and words of people because we see with an eye which is already darkened!

So, that Christ's words today call us to an extremely careful attitude; to the way in which we look and see; we must remember that if we see nothing, it comes very often from our blindness; if we see evil — it comes from the darkness within; if we have a revulsion against things, it is so often from the way in which we are centred on ourselves and cannot look with serenity, with a purity of heart. Because ultimately, we see not only with our physical eyes which convey to us impressions, we see also with a heart that can see God only when it is pure and not only God in His mysterious being, but God in His presence through grace and beauty, and (blessing). Saint Isaac the Syrian says that a man who has got a clear eye and a pure heart does no longer see the darkness in the world because this darkness is superseeded by the shining of the divine grace at work and resting on all things, however dark they may appear.

Let us learn this lesson at least from the Gospel. Let us be so careful to see with purity, to interpret with purity of heart and to act from within love, and then we shall be able to see with freedom the transparenc(ies) and the shining of the world and in the world, and love it, and serve it, and be in this world in the place which Christ assigned us, blessing in His own name, believing things, hoping all things and never ceasing to love even if love means laying down our life, either the life of the old Adam who must die so that the new Adam should live, or else the life of the New Adam who gives his life that the world and others may live. Amen.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2018

Xριστούγεννα


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐπιθυμῶ τώρα ν’ ἀπευθυνθῶ σ’ ἐκείνους ἀπὸ ἐσᾶς ποὺ δὲν μιλοῦν Ρωσσικὰ, καὶ πέρα ἀπὸ τούτη τὴν Ἐκκλησία, σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μποροῦν νά ἀκούσουν τὴν λειτουργία μας καὶ νὰ προσευχηθοῦν μὲ μᾶς καὶ νὰ γίνουν ἕνα μὲ μᾶς. 

Σὲ μιὰ νύχτα σὰν αὐτὴ, μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα, σὲ μιὰ φάτνη γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς φέρει μιὰ νέα διάσταση ζωῆς, νὰ μᾶς κηρύξει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό Του καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὄχι μόνο νὰ τὴν κηρύξει, ἀλλὰ νὰ γίνει δυνατὸ σὲ μᾶς νὰ μετέχουμε σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔφερε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ λόγος τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας καὶ κήρυξε τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅρους σπουδαίους, πέρα ἀπὸ κάθε φαντασία ποὺ εἶχε διαμορφώσει ὁ ἄνθρωπος στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων, πέρα ἀπὸ κάθε του ὄνειρο. Ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, καθὼς ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο τῆς Λυών, κλήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν τελειοποίηση καὶ ὁλοκλήρωσή του νὰ γίνει ἡ δόξα, ἡ λάμψη καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Καλούμαστε νὰ κηρύξουμε τὰ καλὰ νέα· ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ὅτι εἴμαστε γιοὶ καὶ κόρες τοῦ αἰώνιου Πατέρα μας. Πρέπει νὰ κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν ἀκεραιότητά του μὲ τρὸπο ἀνόθευτο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ μᾶς μιλᾶ, ὁ Θεὸς κηρύττει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἐπιδέχεται καμία διόρθωση. 

Οἱ μάγοι ποὺ ἦλθαν στὴν φάτνη ἦλθαν κουβαλώντας ὅλη τὴ σοφία τῆς γῆς, ὅλη τὴν μέχρι τότε γνώση, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν στὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, τὸν σαρκωμένο Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τὸν λατρέψουν σὰν βασιλιὰ καὶ Θεὸ τους ἐπειδὴ εἶχαν προετοιμαστεῖ νὰ ἐπιτρέψουν στὴ θεϊκὴ σοφία νὰ κυριαρχήσει στὴ σοφία ὅλης τῆς γῆς. Ὄχι μάταια ὁ Ἅγιος Παῦλος εἶπε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σοφία συγκρινόμενη μὲ τὴν Θεϊκὴ, δὲν εἶναι παρὰ μωρία, κάτι φτωχὸ, ἄν συγκριθεῖ μὲ τὸ μεγαλεῖο τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε τὴ θέληση νὰ ἀνοιχτοῦμε στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κρίνουμε τὰ πάντα στὴ γῆ ἀπὸ τὴ πλευρὰ τοῦ ζῶντος Θεοῦ· οἱ σκέψεις, τὰ συναισθήματα, οἱ τρόποι μας ὑπόκεινται στὴν Θεία κρίση. «Διότι οἱ δικὲς μου βουλὲς καὶ ἀποφάσεις, λέγει ὁ Κύριος, δὲν εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικὰς σας βουλές· οὔτε οἱ ἰδικοὶ μου τρόποι ἐνεργείας καὶ οἱ ὁδοί, τὰς ὁποίας σᾶς ὑποδεικνύω, εἶναι ὡσὰν τὰς ἰδικὰς σας ὁδοὺς». 

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο ἡ σοφία, εἶναι καὶ ἡ ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς ποὺ μποροῦν, μὲ ἄπειρη τόλμη, νὰ βλέπουν τὸν Θεό, νὰ Τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦν. Οἱ ποιμένες ἦλθαν ἐπειδὴ οἱ καρδιὲς τους ἦταν ἀνοιχτὲς, ἐπειδὴ ἦταν ἕτοιμοι νὰ καταλάβουν ὅτι ὑπάρχουν πράγματα πιὸ σπουδαῖα ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ φανταστοῦν, ἀπ’ ὅ,τι μποροῦσαν νὰ ὀνειρευτοῦν. Καὶ τὰ ὄνειρα τῶν ἀνθρώπων βγῆκαν ἀληθινά: ὁ θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε πρωτοπόροι στὴ Βασιλεία Του. Μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ κηρύξουμε τὴν ἀλήθεια Του, ἁγνή, ἀκηλίδωτη· μᾶς στέλνει σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ζήσουμε ἔτσι ποὺ ὁ καθένας ποὺ θὰ συναντάει ἕναν Χριστιανὸ καὶ θὰ τὸν κοιτάζει στὰ μάτια, ποὺ θὰ κοιτάζει τὴ ζωή του, ἤ γνωρίζοντας μιὰ χριστιανικὴ κοινότητα, θὰ ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ μετέχουν ἤδη στὸ μυστήριο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Πρέπει ὁ καθένας καὶ ὅλοι μας νὰ εἴμαστε συνεχὴς ἀποκάλυψη στὸν κόσμο. Πρέπει νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παῦλο συνάμα τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῶν Χριστιανικῶν μας ἐνεργειῶν. Μᾶς λέει: «Γίνεστε μιμητὲς μου, ὅπως εἶμαι ἐγὼ τοῦ Χριστοῦ... Ἦταν διώκτης, ἄπιστος καὶ ἀφοῦ συνάντησε κατὰ πρόσωπο τὸν Χριστὸ, τὸν ἀναστημένο Χριστό, ποὺ γνώριζε ὅτι δολοφονήθηκε στὸν Γολγοθᾶ ἀπὸ τὸν λαό Του, διάλεξε νὰ ζήσει γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ὅλη του ἡ ζωὴ ἄλλαξε· διωγμοὶ, κίνδυνοι, ραβδίσματα, ἀπόρριψη ἔγιναν ἡ μοίρα του προκειμένου νὰ γίνει μόνο δικός Του˙ καὶ γιὰ νὰ γίνει δικός Του καθὼς τὸ θέτει, σημαίνει ὅτι ὅλη ἡ ζωή του δὲν ἦταν παρὰ Χριστὸς, κάθε τι ποὺ ὑπέμεινε, ποὺ δίδασκε, ποὺ ἔζησε ποὺ πέθανε.

Καὶ ὁ θάνατος δὲν μᾶς φοβίζει, ἐπειδὴ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς στερήσει τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς πρόσκαιρης ζωῆς δὲν ἔχει σημασία γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Λέει: «Πεθαίνω δὲν σημαίνει ἀπεκδύομαι τὴν ἐπίγεια ζωὴ, ἀλλὰ ὅτι ἐνδύομαι τὴν αἰωνιότητα...» Ἀδημονεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ καταδίωξε στὴ γῆ καὶ γιὰ τὸ ὄνομα, τὴ χάρη τοῦ ὁποίου ζεῖ, καὶ διδάσκει καὶ μᾶς προειδοποιεῖ νὰ μὴν ἀφαιρέσουν ἤ νὰ προσθέσουν κάτι στὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν Θεό. Καὶ μᾶς καλεῖ χάριν τῆς λαχτάρας μας γιὰ αἰωνιότητα νὰ δεχτοῦμε νὰ ζήσουμε ὅσο χρειάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους, ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν αἰώνια ζωὴ, τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς· μιὰ ἀγάπη μέχρι τέλους, μιὰ σταυρωμένη καὶ ἀναστημένη ἀγάπη. Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος μας, ὁ Θεὸς μας, ὁ Σωτήρας μας γιὰ πάντα. Ἀμήν.

Χριστούγεννα Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρεται ὅτι μέχρι πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε παρακμάσει στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε χάσει τὴν ἐπαφή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἡ κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων εἶχε καταστεῖ ἀμυδρή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει ὅτι στὸ ἑξῆς (μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου), ὁλόκληρη ἡ δημιουργία προσμένει μὲ λαχτάρα τὴν τελικὴ ἔλευση καὶ ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, προσμένει δηλαδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχει γίνει πραγματικὰ ἄνθρωπος μὲ πληρότητα, μὲ ὅλη τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ δόξα ποὺ περικλείει αὐτὴ ἡ ἀποστολή του.

Καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ ἑορτάζουμε τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐποχῆς ἦρθε. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε παρακμάσει καὶ γεράσει (ἐξαιτίας τῆς πορείας της στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων), ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Θεὸς ὡς παντοδύναμος προξενοῦσε μὲν τὸ δέος ἀλλὰ φαινόταν ἀπόμακρος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔφτασε στὸ τέλος της. «Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝ ΜΕΣΩ ΗΜΩΝ», αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξης «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ», ὁ Θεὸς δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσά μας. Ἔκτοτε ὁ κόσμος δὲν εἶναι ὁ ἴδιος. Μένουμε σὲ ἕνα κόσμο ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά μας, εἶναι ἡ ζῶσα ἰσχύς, ἡ ἔμπνευση, ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἡ αἰωνιότητα ἔχει ἤδη ἔρθει. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὸ Ἱερὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «τέλος», χρησιμοποιώντας στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα ὄχι τὸ οὐδέτερο γένος ποὺ θὰ ἦταν σωστὸ Γραμματικὰ ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸ γένος, ἐπειδὴ στὴ λέξη τέλος δὲν ἀποδίδει τὴν ἔννοια τῆς μιᾶς δεδομένης στιγμῆς μέσα στὸ χρόνο, οὔτε τὴν ἔννοια ἑνὸς συμβάντος, ἀλλὰ «Τέλος» εἶναι ὁ ἐρχόμενος Κύριος.

Ναὶ ὅλοι περιμένουμε τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος θὰ ἐπιστρέψει μὲ δόξα, τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας ὅπου θὰ γίνει ἡ κρίση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπ’ ἀρχῆς, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ εἶναι τὰ πάντα (ἡ μοναδικὴ πραγματικότητα καὶ ἡ μοναδικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὰ πάντα δηλαδή). Ἤδη ὅμως ὁ Θεὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας καὶ ἔχουμε ὀπτική τοῦ προορισμοῦ ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ τί μπορεῖ νὰ γίνει ἐφόσον ἔχει κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ τὴν προσφορά του πρὸς ἐμᾶς. Ὁ Θεὸς προσφέρει τὴν ἀγάπη του, ὁ Θεὸς προσφέρει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ – ὄχι μόνο μέσω τῶν Τιμίων Δώρων στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας -, ἀλλὰ μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ εἰσέλθει στὴ ζωή μας, νὰ γεμίσει τὶς καρδιές μας, νὰ «ἐνθρονισθεῖ» στὸ νοῦ μας, νὰ ὁδηγήσει τὴ θέλησή μας ὥστε νὰ ταυτίζεται μὲ τὴ δική του θέληση, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτό, γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε ἐμεῖς νὰ τὸ πράξει, πρέπει νὰ τοῦ παραδώσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη μὲ ἀγάπη, στὴν πίστη ποὺ ἔχει αὐτὸς σὲ ἐμᾶς μὲ πίστη, δηλαδὴ πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σὲ Αὐτὸν καὶ ἐντιμότητα ἀπέναντί Του. Καὶ σιγὰ-σιγά, κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ σύμπνοια θὰ γίνουμε τὸ πανίσχυρο Βασίλειο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται, ἡ ἀρχὴ τοῦ πληρώματος τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἔνδοξης καὶ τελικῆς νίκης.

Δὲν ἀξίζει γιὰ αὐτὸ τὸ σκοπὸ νὰ ἀγωνιζόμαστε; Δὲν ἀξίζει νὰ ἀποστραφοῦμε κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πληρότητα ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει τὸ εἶναι μας, κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν πλησίον μας, κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ γίνουμε στὸ ἑξῆς καινούργιοι ἄνθρωποι;

Τώρα λοιπὸν ποὺ ἤδη ἡ ἀρχὴ ἔχει γίνει καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὸ τέλος τῆς παρούσης μορφῆς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς δηλαδή, εἶναι ἤδη ἀνάμεσά μας, ἂς κάνουμε τὰ ἑξῆς: Ἂς ὑπερνικήσουμε ὅλα τὰ δεδομένα αὐτῆς τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἀνώφελα καὶ δὲν ἔχουν πραγματικὴ ἀξία γιά μᾶς καὶ τὸν προορισμό μας καὶ ἂς ἐπιτρέψουμε στὸ Θεὸ θριαμβευτικὰ νὰ μεταμορφώσει τὴ ζωή μας.

Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του σὲ ἐμᾶς! Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πίστη ποὺ ἔχει πρὸς ἐμᾶς, γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ γιὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχει ἐναποθέσει σὲ μᾶς! Ἀμήν!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2018

Χριστούγεννα: Ὁμιλία στὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ από τον Μητροπολίτη Anthony Bloom

Χριστούγεννα

Κάθε χρόνο πρὶν τὰ Χριστούγεννα, διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Ματθαίου τὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ χρόνια ἀναρωτιόμουνα, γιατί; Γιατί πρέπει νὰ διαβάζουμε ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν τόσο λίγα πράγματα γιά μᾶς, ἐὰν δὲν σημαίνουν τίποτα; Καὶ τότε μοῦ ἔγινε αἰσθητὴ ἡ σημασία ποὺ ἔχουν γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ ὀνόματα
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι, ὅτι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους προέρχεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅλοι συγγενεῖς Του, καὶ αὐτὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς προκαλοῦν βαθιὰ συγκίνηση: ὁ Χριστὸς εἶναι αἷμα τους, ἀνήκει στὴν οἰκογένειά τους. Ὁ καθένας τους ὅταν σκέφτεται τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ πεῖ, «εἶναι παιδὶ τῆς οἰκογένειάς μας», καὶ γιὰ τὸν Χριστό, «καὶ Ἐκεῖνος εἶναι παιδὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας, ἂν καὶ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Σωτήρας μας, ἡ ἀληθινὴ Θεικὴ παρουσία ἀνάμεσά μας» . Ἐπιπλέον, κάποια ὀνόματα ξεχωρίζουν: ὀνόματα Ἁγίων, ἡρώων τοῦ πνεύματος, καὶ ὀνόματα ἁμαρτωλῶν.
Ἀνάμεσά τους οἱ Ἅγιοι θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς διδάξουν τί σημαίνει νὰ πιστεύουμε· ὄχι ἁπλὰ νὰ ἔχουμε μία πίστη διανοητική, μία ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ συμπίπτει, στὸ βαθμὸ ποὺ μπορεῖ, μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία πίστη ποὺ σημαίνει μία πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μία πίστη χωρὶς ὅρια, ποὺ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας γι’ αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει, γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐξαιτίας τῆς γνώσης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεό,. Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Ἀβραὰμ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη δοκιμάστηκε στὸ μέγιστο βαθμό. Πόσο δύσκολα προσφέρουμε στὸν Θεὸ κάτι δικό μας: Στὸν Ἀβραὰμ ζητήθηκε νὰ προσφέρει ὡς θυσία αἵματος τὸν γιό του, καὶ δὲν ἔχασε τὴν πίστη του ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἰσαάκ; Παραδόθηκε χωρὶς ἀντίσταση, ὡς δεῖγμα τέλειας ὑπακοῆς στὸν πατέρα του, καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸν- στὸν Θεό.
Μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὴν πάλη τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὸν Ἄγγελο στὸ σκοτάδι, ὅπως κάποιες στιγμὲς ποὺ παλεύουμε γιὰ τὴν πίστη μας, γιὰ τὴν ἀκεραιότητά μας, στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς ἀμφιβολίας μας, στὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς κυριεύει κάποιες φορὲς ἀπὸ παντοῦ.
Ἀλλὰ ἐπίσης μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε κάτι ἀπὸ ἐκείνους πού, στὴν ἱστορία, στὴν Ἁγία Γραφή, ἐμφανίζονται σὰν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἦταν ἄνθρωποι ἀδύναμοι, μὲ μιὰ ἀδυναμία ποὺ εἶχε καταλάβει τὴ ζωή τους, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἀντισταθοῦν στὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς παρορμήσεις τους, στὰ πολύπλοκα πάθη τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Καὶ ὅμως πίστεψαν μὲ πάθος στὸν Θεό. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἦταν ὁ Δαυίδ, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς του τὸ ἐκφράζει αὐτὸ τόσο καλά : «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε..» Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀπελπισίας του, τῆς ντροπῆς, τῆς πτώσης του, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀποξένωσής του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὰ πιὸ βαθιὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς του, δὲν σταμάτησε νὰ ἀναπέμπει κραυγὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Θεό. Δὲν κρύφτηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν ἔφυγε μακρυά Του, ἔρχεται σ’ Ἐκεῖνον μὲ τὴν ἀπελπισμένη κραυγὴ ἑνὸς ἀπελπισμένου ἀνθρώπου. Τὴν συγκεκριμένη συμπεριφορὰ ἔχουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ἡ Ραχάβ, ἡ πόρνη- καὶ τόσοι πολλοὶ ἄλλοι.
Ἐμεῖς, ὅταν περνᾶμε τὴν πιὸ σκοτεινὴ περίοδο τῆς ζωῆς μας, ὅταν εἴμαστε παγιδευμένοι στὸ σκοτάδι ποὺ ὑπάρχει μέσα μας – στρεφόμαστε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ποῦμε: Σὲ σένα, Κύριε, κραυγάζω! Ναὶ εἶμαι στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Εἶσαι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι καὶ Ἐσὺ ὑπάρχεις μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς· ὑπάρχεις στὸν θάνατο ὅπως καὶ στὴν ζωή· στὴν κόλαση ὅπως στὸν οὐράνιο Θρόνο Σου· καὶ μπορῶ νὰ σοῦ φωνάζω ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ βρίσκομαι.
Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα τελευταῖο πράγμα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σκεφτεῖτε. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἐμᾶς εἶναι ὀνόματα· γιὰ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς γνωρίζουμε λίγα πράγματα ἀπὸ τὴν Βίβλο, γιὰ ἄλλους δὲν γνωρίζουμε τίποτα. Ἀλλὰ ὅλοι ὑπῆρξαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες σὰν κι ἐμᾶς μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐλπίδες, τοὺς κλυδωνισμοὺς στὸ θέλημα καὶ τοὺς δισταγμούς τους, μ’ ὅλη τὴν ἀρχικὴ ἀγάπη ποὺ τόσο συχνὰ ἀμαυρώνεται κι ὅμως παραμένει φλογερὴ καὶ φωτεινή. Εἶναι ἀληθινὰ πρόσωπα καὶ μποροῦμε νὰ διαβάζουμε τὰ ὀνόματά τους νοιώθοντας, ὅτι, ναὶ-δὲν σᾶς γνωρίζω, ἀλλὰ εἶστε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ καὶ συγκεκριμένη οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παρὰ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἐξωτερικὲς ἢ ἐσωτερικές, ἀνήκουν στὸν Θεό. Κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ προσπαθήσουμε, καὶ νὰ μάθουμε, μέσα στὴν συγκεκριμένη ζωὴ ποὺ ἔχουμε, κατὰ πόσον εἴμαστε ἀδύναμοι ἢ δυνατοὶ σὲ μία δεδομένη στιγμὴ καὶ ἂν ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε δικοί Του.
Λοιπὸν ἂς σκεφτοῦμε τὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ ἔλθουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε, ἂς τὴν δεχτοῦμε μὲ μιὰ λάμψη στὰ μάτια, μὲ μιὰ ζεστὴ καρδιά· αὐτὸ θὰ εἶναι δυνατὸ μονάχα στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ γίνεται ὁλοένα πιὸ ἀληθινὸς στὴ ζωή μας καὶ μέσα ἀπὸ Ἐκεῖνον, θ’ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀνθρώπου εἶναι πρόσωπα ἀληθινά, ζωντανά, ποὺ ἀνήκουν σέ μᾶς καὶ στὸν Θεό. Ἀμήν.
πηγή: Μητρόπολη Βεροίας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...