Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Τρείς Ιεράρχες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Τρείς Ιεράρχες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιανουαρίου 29, 2018

Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα» μιας γιορτής...

''Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα» μιας γιορτής...''

Του Χριστόφορου Γ. Παπασωτηρόπουλου 
Εκπαιδευτικoύ - θεολόγου

Έπρεπε να μιλήσω για τους Τρεις Ιεράρχες, όμως είχα κουραστεί... ν’ ακούω μεγάλες κουβέντες και να μιλώ για ανθρώπους άγιους, πανάκριβους, ανεκτίμητους σαν να διαφημίζω ένα προϊόν στο ραδιόφωνο...

Είναι κι η εποχή που πάσχει από πολυλογία, κι έτσι βάλθηκα να περπατώ στα σοκάκια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, με προσοχή να μη χαθώ και με σκοπό να φτάσω στην πλατεία, στο ξέφωτο της παρουσίας των Αγίων, που και σήμερα τιμά η παιδεία μας - Του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιερού Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου - και να ψηλαφίσω τη σχέση τους με τον σημερινό μας βίο. 

Προχώρησα κι είδα ένα λαό να έχει κάνει την πίστη του στο Θεό ζήτημα προσωπικού γούστου. Μια θάλασσα από άγνοια, ημιμάθεια ή αδιαφορία, μια που ο λόγος της Εκκλησίας φαίνεται να μην προκαλεί πια κανένα ενδιαφέρον. Φταίει άραγε μόνον η Εκκλησία ή κι η δική μας τρυφηλότητα; 

Προχώρησα κι είδα ανθρώπους να τρέχουν να προλάβουν τη ζωή τους, να τυραννιούνται από το κυνήγι του χρόνου για να είναι «εντάξει».

Και θυμήθηκα τον Ελύτη: «Δώσε δωρεάν το χρόνο σου, αν θέλεις να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια». 

Είδα τους άρχοντες, εκκλησιαστικούς και μη, να μας μαλώνουν, να μας κουνάνε το δάχτυλο επιτακτικά στο πρόσωπο μπροστά μας, γιατί δεν είμαστε αρκετά υπάκουοι, δεν είμαστε όσο θα έπρεπε υποτακτικοί, γιατί δεν τους σεβόμαστε όσο θα έπρεπε και θυμήθηκα ένα παλιό σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: «Αγάπη που’ ναι η εκκλησιά σου; Βαρέθηκα πια στα μετόχια». 

Είδα ανθρώπους σκυφτούς να κλαίνε, να πεινούν, ν’ απελπίζονται, να μαζεύονται φοβισμένοι, να βράζουν από θυμό και πόνο και να περιμένουν πότε ο πόνος θα γίνει δημιουργία. 

Είδα παιδιά να με κοιτούν καχύποπτα, σαν προδομένα από εμάς τους μεγαλύτερους, που τους παραδίνουμε αυτόν τον κόσμο, θυμωμένα, που σκοτώνουμε «κατά λάθος» παιδιά στα Εξάρχεια, που σιχαινόμαστε τους «λαθραίους» ανθρώπους που ζητούν καταφύγιο στη χώρα μας κυνηγημένοι, που ξεπουλήσαμε χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε τις αξίες μας για μια περίοπτη θέση σε μια εταιρία, για ένα τζιπ, για μια βίλλα παραπάνω... 

Είδα δασκάλους να κάνουν αυτό που «πρέπει», να είναι αρκούντως υπηρεσιακοί - με καθαρά, μεν αλλά άδεια χέρια! - να τρέχουν να προλάβουν την ύλη τους, να οδηγούν με ταχείς ρυθμούς τους μαθητές τους στην κρεατομηχανή της επιτυχίας, στις εξετάσεις. 

Με την ψυχή αφυδατωμένη, τσακισμένη και την αγάπη και το μεράκι καλά κρυμμένο βαθιά μέσα τους, μη τύχει και κατασπαταληθεί τσάμπα, μια που η καρδιά και το συναίσθημα χρειάζεται κι έξω από τη δουλειά.

Και σκέφτηκα τον Μίλτο Κουντουρά: «όποιος αγωνίζεται για τα παιδιά, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα». 

Κι είδα γονείς πιο κάτω, στραμένους στα παιδιά τους να τους μιλούν με φόβο κι αγωνία για το αύριο που έρχεται σαν καταιγίδα καταπάνω τους. Κι όταν αυτά ζητούσαν «μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο», μια ελπίδα για να παλέψουν, ο πατέρας δάκρυζε κι η μάνα σιωπηλή αγκάλιαζε. Η κραυγή της σιωπής σκέφτηκα… 

Κι είδα γονείς να ορμούν στους καθηγητές των παιδιών τους - με θάρρος ή με θράσος; - γιατί δε δίνουν όσα θα ήθελαν κι όχι γνώσεις μόνο μα κι αγωγή και κοινωνικοποίηση κι ιδέες κι ελπίδες και οράματα κι αξίες … κι όλα αυτά που οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να δώσουν. Και βρήκαν κι έβαζαν στο στόμα τους τους τεμπέληδες που δουλεύουν λίγο, που δεν ελέγχει κανείς τη δουλειά τους, που ρουφάνε άδειες και διακοπές για να βολεύονται και σκέφτηκα και πάλι τον Ελύτη: «Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο». 

Κι είδα την Εκκλησία να ταπεινώνεται, να απαξιώνεται μες στις κραυγές του ορθού λόγου και της συλλογικής λήθης και να πληρώνει σκληρά το τίμημα χρόνιων παθογενειών, ακέραιων καρκινωμάτων στο σώμα της που άλλες φορές η αγάπη της κι άλλες φορές η αδυναμία της, τα σκέπαζε για να μη φαίνονται. Κι έτσι βαυκαλιζόταν πως δεν υπήρχαν… 

Κι είδα πιο κάτω ένα φως αχνό, μάλλον σα φωτοστέφανο, 
αλλά δεν ήμουν σίγουρος.. (λες κι έχω δει φωτοστέφανο για να ξέρω; )… 

Ένας παπάς μοίραζε τη νύχτα φαγητό και κουβέρτες στους άστεγους που είχαν κάνει τα παγκάκια σπίτια τους, ένας άλλος τραβούσε από μια τρύπια βάρκα μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της που έφτασαν από απέναντι, πεθαμένοι σχεδόν από το φόβο κι από τα παγωμένα μαύρα νερά του Αιγαίου...

κι ένας άλλος μέχρι αργά τη νύχτα φόρτωνε στο πετραχήλι του καημούς κι απελπισία από πρεζόνια κι αλαφιασμένους απόκληρους... 

Και σκέφτηκα τη μωρία του σταυρού, τη σαλότητα των αγίων, την πίστη στην Ανάσταση, όταν όλα μυρίζουν θάνατο… Κι έκανα «ένα βήμα πιο γρήγορο απ’ τη φθορά». 

Κι είδα στο ξέφωτο τρεις δεσποτάδες...


χωρίς πλουμιστά άμφια και μίτρες χρυσοκέντητες,
μα με ράσα φθαρμένα αλλά καθαρά...

και μια μαγκούρα ξύλινη ο καθένας για να ακουμπάει. 

 
Κοιτούσαν σιωπηλοί κι ολόμονοι, κρυμμένοι θαρρείς, κουρασμένοι, μα μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο, αυτό που έχουν οι άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν. Εκεί πλησίασα, γονάτισα κι αφέθηκα στην παραμυθία τούς:

Μου ψιθύρισε ο άγιος Γρηγόριος, για το Θεό που κρύβεται - «Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!» - στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που προσπερνάμε, στο σπόρο που φυτεύουμε περιμένοντας ν’ ανθίσει. Μου είπε για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που δεν απλώνουν το χέρι τους να μοιραστούν. Για την απελπισία της φτώχιας, της ορφάνιας, της ερήμωσης. 

Κι ο Μέγας Βασίλειος, μου θύμισε για τους ψευτο-ευλαβείς που αρκούνται στην ελεημοσύνη - άλλοθι της αδικίας και για τους πλούσιους που χαρίζουν για να βολέψουν τη συνείδησή τους. 

Κι ο ιερός Χρυσόστομος, αργά και σταθερά μου διηγήθηκε ιστορίες για την Εκκλησία,που πάντα στους κόλπους της μέσα είχε κι ανθρώπους που της τρώγανε τις σάρκες και για το Χριστό που πάντα μεταμόρφωνε το σώμα της με την πεισματάρικη αγάπη του... 

Μου είπαν για τους ανθρώπους τους αμόρφωτους, - όχι αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα - τους άλλους, που ξέρουν ότι έχουν πάντα δίκιο και κρίνουν με άνεση κάθε στραβό ανθρώπινο σα να μη είδαν ποτέ τις δικές τους συμφορές, γερασμένοι δικαστές μιας ζωής τσιγγούνικης… Μου είπαν για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου, τις ουτοπίες που δεν έχουν ακόμη τόπο. 

Για τον Καινούργιο Κόσμο του Θεού που αγκαλιάζει όλους, κι αυτούς που θέλουμε κι αυτούς που θ’ αποφεύγαμε ακόμη και καλημέρα να τους πούμε, για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται όχι για να κερδίσει, αλλά από έρωτα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει... 

Για το σταυρό που παραλάβαμε όχι για να τον κάνουμε κόσμημα, μα για να προκαλέσουμε την ανάσταση εδώ και τώρα. 

Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, αγαπούν. 

Με παρηγόρησαν, όλες οι εποχές μοιάζουν, μου είπαν, μη σκιάζεσαι γιατί ο θάνατος είναι πάντα προσωρινός, φαίνεται δυνατός μα είναι σκόνη μπροστά στη χάρη του Θεού! Και μου ψιθύρισαν κι ένα στιχάκι για τους δασκάλους που πάντα παλεύουν μαζί με τους μαθητές τους, σ’ αυτά τα σχολεία, μ’ αυτές τις συνθήκες, μ’ αυτές τις ανημποριές: «και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…». 

Σηκώθηκα να φύγω, μου δώσαν την ευχή τους κι ένα χαρτί τυλιγμένο να το διαβάζω κάθε φορά που θα φοβόμουν και θα δείλιαζα. Απομακρύνθηκα, το άνοιξα με λαχτάρα και το διάβασα. Ήταν δυο στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ (!): «Κι όταν θα έχετε καλυτερέψει τον κόσμο, Να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε αυτόν τον καλύτερο κόσμο. Κι αν καλυτερεύοντας τον κόσμο, συμπληρώσετε την αλήθεια λοιπόν, συμπληρώστε κι άλλο τη συμπληρωμένη αλήθεια. Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια, αλλάξατε την ανθρωπότητα, Λοιπόν, αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα.» 

Πάτρα, Ιανουάριος 2011 

σημείωση: ευτυχώς που για να γραφτούν αυτές οι λιγοστές αράδες εκτός από τους Τρεις Ιεράρχες, τα όσα είπαν και κυρίως τα όσα έκαναν και μας άφησαν κληρονομιά, βοήθησαν και ο Οδυσσέας Ελύτης (Μαρία Νεφέλη), ο Μίλτος Κουντουράς (Κλείστε τα σχολειά), ο Γιώργος Σεφέρης (Fog), ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Παύλος Σιδηρόπουλος (εν Κατακλείδι). 

''Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα» μιας γιορτής...''

Του Χριστόφορου Γ. Παπασωτηρόπουλου 
Εκπαιδευτικoύ - θεολόγου

Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2018

Γιατί η σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών είναι τόσο σπουδαία και ξεχωριστή


Ομιλία που εκφωνήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Βασιλεωνοίκου Χίου στα πλαίσια του σχολικού εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών από τον Θεολόγο Καθηγητή του 1ου ΕΠΑΛ Χίου Κωνσταντίνο Γεωργ. Καρατζά.

Σεβαστέ πατέρα, κύριοι Δημοτικοί Σύμβουλοι, κύριε Πρόεδρε του Τοπικού Συμβουλίου Βασιλεωνοίκου, κύριοι Τοπικοί Σύμβουλοι, κύριε Διευθυντά του Σχολικού Κέντρου Καμποχώρων, κύριοι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, αγαπητές μαθήτριες και μαθητές, κυρίες και κύριοι˙ κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους υπάρχουν κάποιες ημέρες, που αντί να γίνεται μάθημα πραγματοποιούνται σχολικές εορτές. Κάποιες απ’ αυτές συνδέονται με νικηφόρες πολεμικές αναμετρήσεις του Έθνους μας (28η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου και 11η Νοεμβρίου), κάποιες με σημαντικά γεγονότα απ’ τη ζωή του Χριστού, του Σωτήρα όλων των ανθρώπων (Χριστούγεννα και Πάσχα) και η γιορτή του Πολυτεχνείου την 17η Νοεμβρίου με την αντίσταση της τότε ελληνικής νεολαίας ενάντια στη Χούντα των Συνταγματαρχών.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια σχολική εορτή, η οποία έχει ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, μιας και συνδέεται με κατακτήσεις του Έθνους μας στο χώρο του πνεύματος και της παιδείας. Έτσι, λοιπόν, ήρθαμε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε την ιερή μνήμη Τριών μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων, του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου (του γνωστού σ’ όλους μας Άγιου Βασίλη), του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ή Ναζιανζηνού και του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Να μνημονεύσουμε και να τιμήσουμε με τον δέοντα τρόπο το καλύτερο δείγμα του πνευματικού θησαυρού που διαθέτει ο Ορθόδοξος Ελληνισμός, όπως αυτό έχει κατοχυρωθεί στη συνείδηση της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Ήρθαμε, επίσης, εδώ σήμερα για να εορτάσουμε την ημέρα των Γραμμάτων, μιας και οι Τρείς Ιεράρχες έζησαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα, τον χρυσό, όπως ονομάστηκε, αιώνα των χριστιανικών γραμμάτων.
Φέτος, μάλιστα, συμπληρώνονται 173 χρόνια από τότε που με απόφαση της η τότε Σύγκλητος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε την 30η Ιανουαρίου και ως τέτοια ημέρα. Επιπλέον, τη σημερινή μέρα τιμάμε και όλους όσους έχουν διατελέσει δάσκαλοι, καθηγητές, δωρητές και ευεργέτες των σχολείων μας.
Βέβαια, ο εορτασμός από κοινού της μνήμης των τριών Αγίων κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου, παρόλο που για τον καθένα υπάρχει χωριστή γιορτή, προϋπάρχει της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους. Δεν απέχουμε, μάλιστα, πολύ από την συμπλήρωση χιλίων ετών από την εποχή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού (1048/1056 – 15 Αυγούστου 1118), οπότε και καθιερώθηκε να τιμώνται τη σημερινή ημέρα με εορταστικές εκδηλώσεις ο μέγας ιεροφάντορας Βασίλειος, ο θεορρήμονας Γρηγόριος και ο χρυσούς την γλώτταν Ιωάννης.
Ποιοι είναι, όμως, οι λόγοι εκείνοι που κάνουν τη σημερινή σχολική εορτή τόσο σπουδαία και ξεχωριστή για τον εκπαιδευτικό κόσμο της χώρας μας κι όχι μόνο; Κατ’ αρχάς, οι τρεις αυτοί άνδρες πέτυχαν να θεμελιώσουν και να πραγματώσουν τη σύνθεση του οικουμενικού ελληνικού πνεύματος με το επαναστατικό πανανθρώπινο κήρυγμα της χριστιανικής αγάπης, της αρχαιοελληνικής κλασικής παιδείας με τον χριστιανικό τρόπο σκέψης και ζωής. Η σύνθεση αυτή απετέλεσε τον μεγαλύτερο ίσως σταθμό στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος και του παγκοσμίου πολιτισμού. Χάρη στην παιδευτική εκείνη ευρύτητα των Τριών Ιεραρχών το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν καταστράφηκε, η αρχαία ελληνική γραμματεία σώθηκε μέχρι και σήμερα.
Επίσης, μιας και στην εποχή μας, δυστυχώς, παιδεία σημαίνει λίγες γενικές γνώσεις κι εξειδίκευση, μαθαίνουμε δηλαδή κάτι καλά κι αυτό μας αρκεί, το παράδειγμά των Τριών Ιεραρχών με τις πολυετείς και πολύπλευρες σπουδές τους είναι επίκαιρο, μιας και μαρτυρεί την μεγάλη εμπιστοσύνη που οι τρεις αυτοί Δάσκαλοι είχαν στην αναμορφωτική δύναμη της παιδείας, την οποία παιδεία σπούδασαν ως μια συνολική πρόταση ζωής. Γι’ αυτούς η παιδεία δεν ήταν μόνο Φιλοσοφία ή Ρητορική ή Αστρονομία ή Θεολογία ή Ψυχολογία, αλλά ήταν όλα αυτά μαζί, δηλαδή μόρφωση σώματος και ψυχής.
Και οι τρεις Άγιοι άνδρες ήταν επιμελείς, φιλομαθείς και επιλεκτικοί, σε σημείο που να αναδειχθούν ως πρότυπα μίμησης και θαυμασμού από τους συμφοιτητές, αλλά και από τους ίδιους τους καθηγητές τους. Ο Μέγας Βασί- λειος τόσο είχε εντυπωσιάσει τους συμμαθητές του με την ευστροφία και τις γνώσεις του, ώστε εκείνοι να προσπαθούν να τον μιμηθούν ακόμη και στην ομιλία, στη γενειάδα και στις κινήσεις. Μόλις τελείωσε τις σπουδές του, θέλησαν να τον ανακηρύξουν καθηγητή τους. Στην ίδια απαίτηση υπέκυψε ο Γρηγόριος, ο οποίος και έγινε καθηγητής στην Αθήνα για έναν μόλις χρόνο. Τέλος, τον Ιωάννη, ο ειδωλολάτρης καθηγητής του, ο περίφημος ρήτορας Λιβάνιος, λυπήθηκε που τον κέρδισαν οι Χριστιανοί και δεν κατάφερε να τον αφήσει διάδοχό του στη ρητορική έδρα.
Απόρροια των παραπάνω ήταν οι Τρείς Ιεράρχες να σχηματίσουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες με συνέπεια να μην διακριθούν μόνο σ’ έναν τομέα, αλλά σε πλειάδα πεδίων. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική, αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Ήθελαν την Εκκλησία κοντά στους ανθρώπους να αφουγκράζεται τα μηνύματα των καιρών, να δίνει σύγχρονές απαντήσεις, να είναι μέσα στον κόσμο και όχι στον κόσμο της.
Σήμερα, μάλιστα, όπου τα προγράμματα για την παιδεία, όλα πιστές αντιγραφές των αντιστοίχων ευρωπαϊκών, είναι σε πρώτη γραμμή, κι η ψυχολογική βιβλιογραφία έχει κορεσθεί, ο λόγος των Τριών Ιεραρχών για την παιδεία, τους παιδαγωγούς και τους παιδαγωγούμενους είναι απίστευτα σύγχρονος, δημιουργικός κι επίκαιρος.
Επιπλέον, οι τρεις αυτοί Άγιοι, παρόλο που έζησαν 1700 περίπου χρόνια πριν, οφείλουμε όλοι μας ακόμη και σήμερα να τους έχουμε ως παραδείγματα και άξια πρότυπα προς μίμηση, γιατί δεν έμειναν στη θεωρία, αλλά παρουσίασαν ένα τεράστιο κοινωνικό έργο. Αυτό πρωτίστως οφείλεται στο γεγονός ότι είχαν  συνειδητοποιήσει ότι, όσο πιο πολύ προσεγγίζει κάποιος το Θεό, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτει και πλησιάζει τον συνάνθρωπό του. Μετά από σκληρό, δύσκολο και γεμάτο εμπόδια πνευματικό αγώνα είχαν πετύχει να ριζώσει στην καρδιά τους η θεϊκή εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, την οποία και έμπρακτα τήρησαν στη συνέχεια. Γι’ αυτούς ο κάθε άνθρωπος αποτελούσε μία, μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα. Ήταν εικόνα του Θεού.        
Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι και οι Τρεις Ιεράρχες, πιστοί στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής περί δικαιοσύνης, πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την επικράτηση της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης, καλλιεργώντας το κοινωνικό – κοινοτικό πνεύμα και πολεμώντας, με πάθος κάθε τάση ατομικισμού ως διαστροφή της ουσίας της χριστιανικής κοινωνικής διδασκαλίας και του χριστιανικού τρόπου ζωής. Αντιτάχθηκαν, έτσι, σε κάθε μορφή αδικίας, πήραν εμπράκτως το μέρος των φτωχών και των αδυνάτων, τους οποίους θεωρούσαν ότι ήταν «θύματα» των πλουσίων εκείνων που δεν έκαναν σωστή χρήση του πλούτου τους ή δεν τον αποκτούσαν με νόμιμα μέσα. Διατυπώνοντας μάλιστα και υψηλές κοινωνικές αρχές, αποδείχτηκαν τολμηρότεροι και ριζοσπαστικότεροι απ’ όλους τους εκφραστές των συγχρόνων κοινωνικών συστημάτων (κομμουνισμού, σοσιαλισμού κ. λπ.).
Το γεγονός, μάλιστα, ότι πιστά υπηρέτησαν τον Θεό και τον άνθρωπο, προσφέροντας λύσεις στα προβλήματα του κόσμου, τους καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού μας, ως τα αιώνια πρότυπα αγάπης και κοινωνικής προσφοράς.
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν δίστασαν, ακόμη, να μιλήσουν ανοιχτά και να καταγγείλουν τους υπευθύνους των συγκρούσεων και των πολέμων. Για τον Χρυσόστομο, η πλεονεξία των πλουσίων, που έχει σαν συνέπεια την ανισοκατανομή των αγαθών, είναι η αιτία των κοινωνικών συγκρούσεων. Υπογράμμισαν πως η ειρήνη συμπορεύεται με τη δικαιοσύνη και την αγάπη. Ξεκαθάρισαν στα κείμενά τους, ότι μιλούν για την αληθινή ειρήνη, αυτή που ενώνει πραγματικά τους ανθρώπους μεταξύ τους και με το Θεό.
Οι Τρείς Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται, έτσι, κανείς, όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μία μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την συνεχή προσπάθεια απαξίωσής τους, που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας.
Σήμερα, ειδικά, που αντί για την αγάπη προβάλλεται το συμφέρον, που αντί για την προσευχή στο Θεό προβάλλεται η λατρεία των σύγχρονων ειδώλων, που αντί για την ταπείνωση προβάλλεται ως πρότυπο ο εγωισμός και ο ατομικισμός, γεγονός που δεν επιτρέπει τελικά στην παιδεία μας να ακολουθήσει έναν πιο ουσιαστικό δρόμο, οι Τρεις Ιεράρχες μπορούν να αποτελέσουν τους αληθινούς φάρους, τα πρότυπα εκείνα που θα μας δείξουν τον δρόμο του αγώνα και της αντίστασης.
Κλείνοντας, αυτά ήταν τα τρία άγια και οικουμενικής ακτινοβολίας πρόσωπα που το 1843/44, το νέο ελληνικό κράτος αποφάσισε να κάνει σύμβολα της εκπαίδευσής του και να καθιερώσει τη γιορτή τους, της 30ης Ιανουαρίου ως επίσημη σχολική εορτή των Γραμμάτων και της Παιδείας κι όχι μέρα που απλώς χάνουμε μάθημα ή πάμε για καφέ ή μένουμε σπίτι μας. Και μιας και η περίοδος που διανύουμε εμείς, οι Νεοέλληνες ως κοινωνία είναι δύσκολη και αβέβαιη, για να προχωρήσουμε δυναμικά μπροστά θα ήταν καλό να μην πετάξουμε, κινούμενοι από ιδεοληπτικά ελατήρια, στην κάλαθο των αχρήστων, αλλά να συνεχίσουμε να προβάλλουμε στη νέα γενιά ως πρότυπα προς μίμηση αξιόλογες οικουμενικού χαρακτήρα προσωπικότητες από το τρισχιλιετές εθνικό μας παρελθόν, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων των Τριών Ιεραρχών. Οφείλουμε να αντλήσουμε και να αξιοποιήσουμε δημιουργικά στο παρόν σημαντικά και χρήσιμα στοιχεία τόσο από τη ζωή και τη δράση τους, όσο και από το χαρακτήρα και το έργο τους. Θα είναι λυπηρό, αν όχι εγκληματικό, τέτοιες προσωπικότητες μεγάλου και παγκοσμίου βεληνεκούς να τις βάλουμε στο περιθώριο, ίσως γιατί ενοχλούν κάποιους (άραγε ποιους;) με τα λεγόμενα και τις πράξεις τους. Μήπως ήρθε η ώρα να ανακοπούν οι ενέργειες εκείνες που ως κεντρικό στόχο έχουν να διχάσουν τους Νεοέλληνες και βίαια να τους αποκόψουν από τις ρίζες και τη μακραίωνη εθνική τους παράδοση, ειδικά τώρα που ως κοινωνία οι καταστάσεις που βιώνουμε είναι τραγικές; 

Βασική βιβλιογραφία: Αργυρόπουλου Ανδρέα Χ. , Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, Αθήνα Δεκέμβριος 2009.

Οι Τρεις Ιεράρχαι διδάσκαλοι της Οικουμένης και ίδια των Ελλήνων

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Παναγιώτου I. Μπρατσιώτου, Ακαδημαϊκού, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών (+21.1.1982)
 Υπό την σκέπην των τριών τούτων μεγάλων του Ελληνισμού διδασκάλων έθεσαν οι πατέρες ημών την εκπαίδευσιν της νεολαίας του δούλου γένους μαζί με την αναζωπύρησιν της ελληνικής παιδείας δια της πληθύνσεως των σχολείων, ήδη κατά τον ιζ' και ιη' αιώνα, άφ' ης εποχής φαίνεται ότι καθιερώθη και η κοινή των Τριών Ιεραρχών εορτή, ως εθνική σχολική και των γραμμάτων εορτή.

 Εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία οι Τρεις Ιεράρχαι γεραίρονται και υμνούνται ευλόγως «ως φωστήρες και διδάσκαλοι της Οικουμένης». Σκοπός δε του παρό­ντος άρθρου είναι να δειχθή δι' ολίγων άφ' ενός μεν ότι ο τοιούτος χαρακτηρι­σμός αυτών ισχύει και δια σήμερον, άφ' ετέρου δε ότι προ παντός οι Ιεροί ούτοι άνδρες είναι οι κατ' εξοχήν διδάσκαλοι του ελληνικού έθνους.

Και οι τρεις ούτοι μεγάλοι της Εκκλησίας πατέρες ήκμασαν κατά το δεύτερον ήμισυ του δ' αιώνος. Ήδη όμως από του ε' αιώνος άρχεται όχι μό­νον η τελετουργική αυτών τιμή ανά την οικουμενικήν Εκκλησίαν, κατ' αρχάς εν τη Ανατολή και συν τω χρόνω και εν τη Δύσει, αλλά και εις τας γλώσσας πάντων των χριστιανικών λαών μετάφρασις και διάδοσις και επίδρασις των συγγραμμά­των αυτών. Τι λέγω; Ήδη καθ' ον χρόνον έζων ούτοι είχε εξέλθει των ορίων της πε­ριοχής της δράσεως αυτών η φήμη και η ακτινοβολία αυτών. Ούτω π.χ. ο άγιος Βασίλειος καλείται ήδη υπό των συγχρό­νων του «μέγας» και δέχεται την επίσκεψιν ανδρών της περιωπής Ευφραίμ του Σύρου και φιλολογικήν ασκεί επίδρασιν επί τον κλεινόν των Μεδιολάνων επίσκοπον Αμβρόσιον (Εξαήμερος), μεθ’ ου και επιστολάς ανταλλάσσει. Ήδη δε περί τα τέλη του δ' αιώνος μεταφράζεται λατινιστί και διαδίδεται ανά την Δύσιν η «Εξαήμερος» αυτού και επιδρά επί τον Αυγουστίνον, και μετά τινα χρόνον επα­κολουθεί και νέα μετάφρασις του έργου τούτου και πολλών άλλων έργιοων του ανδρός όχι μόνον εις την λατινικήν, αλλά και εις πολλάς ανατολικάς γλώσσας.
Προς τοις άλλοις και ο μοναχικός της Δύσεως βίος εδέχθη ζωηράν την επίδρασιν του Βασιλείου, την οποίαν εδέχθη γενικώτερον και η Σχολαστική θεολογία. Κατά δε τους νεωτέρους χρόνους όχι μό­νον επανειλημμένως εκδίδονται ελληνι­στί τα έργα του (αρίστη παραμένει η έκδοσις των Gamier και Maran, διωρθωμένη υπό του L. De Sinner), αλλά και εις πάσας τας ευρωπαϊκάς γλώσσας μετα­φράζονται επανειλημμένως πολλά τού­των, υπό δε του Wendel γερμανιστί τα άπαντα αυτού (1776-78).
Εκ των έργων του την μεγαλυτέραν διάδοσιν και επίδρασιν έσχεν η περίφημος πραγματεία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», όπερ έργον πλείστους απέκτησε και εν τη Δύσει θαυμαστάς, μάλιστα κατά τους χρόνους της Αναγεννήσεως, ότε εντός 40 ετών (1449-1500) εξεδόθη εικοσάκις, διότι εθεωρείτο ως η σπουδαιότα­τη μαρτυρία περί της αξίας των ανθρωπι­στικών σπουδών.
Αλλά και κατά τους νε­ωτέρους χρόνους είναι περιζήτητα και θαυμάζονται εκ πάσης επόψεως τα έργα του Μ. Βασιλείου, συμπεριλαμβανομέ­νων και των υπέροχων επιστολών του, και περί αυτά έχει δημιουργηθή πλουσιωτάτη γραμματεία. Εκ των νεωτέρων αξιόλογων δημοσιευμάτων περί αυτού το πλέον πρόσφατον είναι το του Lukas Vischer υπό τον τίτλον Basilius der Grosse. Untersuchungen zu einem Kirchenvater des 4 Jahrhunderts (1953). Ουδέ θα έλεγε τις υπερβολήν ότι ισχύει και μέχρι σήμε­ρον περί του ιερού τούτου ανδρός εν τη Ανατολή και τη Δύσει η φωνή της ημετέ­ρας Εκκλησίας: «Ζη Βασίλειος και θανών εν Κυρίω, ζη και παρ' ημίν ως λαλών εκ των βίβλων» και «εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ως δεξαμενήν τον λόγον σου».
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο μετά του αποστόλου Ιωάννου επικληθείς θεολόγος, ήδη ζων εδέχθη εν Κωνσταντινουπόλει, της οποίας επί τινα χρόνων διετέλεσεν Αρχιεπίσκοπος, εδέχθη, λέγω, την επίσκεψιν και ακρόασιν των λόγων του υπό του επιφανούς της Λατινικής Εκκλησίας πατρός Ιερωνύμου, όστις και μεταξύ των επιφανών ανδρών εν τω φερωνύμω βιβλίω του (De viris illustribus) τον συγκαταλέγει και ως διδάσκαλόν του τον αναγνωρίζει. Ήδη εν τη Γ' εν Εφέσω Οικουμενική Συνόδω εχαρακτηρίσθη ο Γρηγόριος ως «μέγας». Ολίγα δε έτη μετά τον θάνατόν του ο Ρουφίνος μεταφράζει λατινιστί (περί το 400) εννέα λόγους του. Θαυμασταί του δε αναφαίνοται εν τη Δύσει άλλοι τε και ο πάπας Λέων ο μέγας και ο Αυγου­στίνος, όστις τον χαρακτηρίζει ως «μεγαλώνυμον» και ως «επιφανή επίσκοπον ενδοξότατης φήμης». Από του στ' έως ιγ' αιώνος κυκλοφορούν πλήθος σχο­λίων εις τους λόγους του, οι οποίοι και επί την ελληνικήν υμνογραφίαν ασκούν ζωηράν επίδρασιν, αφού και τμήματα όλα εξ αυτών παραλαμβάνονται αυτολεξεί υπό των Ελλήνων υμνογράφων (Χριστός γεννάται δοξάσατε, Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει κ.λπ., Πεντηκοστήν εορτάζομεν κ.λπ.).
Ζωηρότατη εν γένει είναι η επίδρασις των έργων του Γρηγορίου εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει κατά τον Μεσαίωνα και κατά τους νεωτέρους χρόνους. Άπαντα τα έργα του εκδίδονται μετά πολλής φιλοτιμίας εν τη Δύσει ελληνιστί. Και αρίστη μεν πασών παραμένει η έκδοσις των Μαυρίνων εν Παρισίοις (1778-1840), ήτις ανετυπώθη και εν τη ελληνική Πατρολογία του Migne. Κατά δε τας παραμονάς του β' παγκοσμίου πολέμου είχεν αναγγελθή η προπαρασκευή νέας εκδόσεως αυτών υπό της Ακαδημίας της Κρακοβίας. Αλλά και πολλαί μεταφρά­σεις των κυριωτέρων έργων του Γρηγορί­ου εκυκλοφόρησαν εν τη Δύσει εις τας κυριωτέρας ευρωπαϊκάς γλώσσας και πλούσια βιβλιογραφία πέριξ πάντων των έργων του έχει δημιουργηθή και εξακο­λουθεί να πλουτίζεται μέχρι των ημερών ημών. Εξ αυτών αναφέρομεν το μάλιστα πρόσφατον και περισπούδαστον έργον του Ρωμαιοκαθολικού καθηγητού του Στρασβούργου J. Plagnicux (1952).
Αρά γε θα ωνειρεύθη ποτέ, ότι τοσούτους και τηλικούτους έμελλε να εύρη θαυμαστάς και υμνητάς ο μελαγχολικός πως την διάθεσιν και φιλήσυχος πατήρ, όστις απευ­θυνόμενος προς τον Μ. Βασίλειον εν τω εις αυτόν επιταφίω του (κεφ. πβ') ως εξής κατέκλειε τον λόγον του; «Σοί μεν ουν ούτος παρ' ημών ο λόγος. Ημάς δε τις επαινέσεται μετά σε τον βίον απολίποντας, ει και τι παράσχομεν επαίνου τοις λόγοις άξιον;»
Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήδη υπό μεν του συγχρόνου του Θεοδωρήτου επισκόπου Κύρρου χαρα­κτηρίζεται ως «μέγας διδάσκαλος της οικουμένης», υπό δε του επίσης συγχρόνου του Λατίνου εκκλησιαστικού πατρός Ιερωνύμου συγκαταλέγεται και αυτός μεταξύ των «επιφανών ανδρών» και θεωρείται ύπ' αυτού ως αυθεντία εκκλησια­στική. Μετά δε χρόνον όχι μόνον ο Αυγουστίνος επικαλείται τας μαρτυρίας του και τον χαρακτηρίζει ως «μέγαν άνδρα» και τον συγκαταλέγει μεταξύ των «αγίων», αλλά και ο Πάπας Ρώμης Καιλεστίνος λέγει περί αυτού, ότι «ο λόγος του εξεχύθη εις πάντα τον κόσμον», ενώ ο Κασσιανός τον παρέβαλε προς τον επιπεσόντα εις το στήθος του Κυρίου απόστολον Ιωάννην.
Ήδη από της εν έτει 438 ανακομιδής του ιερού του λειψάνου εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων εν Κωνσταντινουπόλει υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β' και του οικουμενικού πατριάρχου Πρόκλου άρχεται ο εορτασμός της μνή­μης του εν τη Ανατολική Εκκλησία και έκτοτε πληθύνονται και οι προς αυτόν έπαινοι και τα εγκώμια.
Εν τη Δ' Οικου­μενική Συνόδω αναγνωρίζεται επισήμως ως «διδάσκαλος της Εκκλησίας» και εν ταίς λοιπαίς Οικουμενικαίς Συνόδοις αναφέρεται ως αυθεντικός μάρτυς της ορθής πίστεως. Τα έργα του διαδίδονται καταπληκτικώς ανά την Ανατολήν και την Δύσιν εις το πρωτότυπον και εις με­ταφράσεις, ο δε αριθμός των σωζόμενων ελληνικών χειρογράφων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος των άλλων εκκλησιαστικών πατέρων, υπερβαίνων τας 2000. Ανθολογίαι εκ των έργων του, ως και των άλλων δύο μεγάλων ιεραρχών, συντάσσονται προς εποικοδομήν είτε ιδιωτικήν είτε λειτουργικήν. Οι «Μαργαρίται» του Χρυσο­στόμου αναγιγνώσκονται εν τη θεία Λει­τουργία αντί κηρύγματος. Ακόμη και σχολικαί ανθολογίαι συντάσσονται. Ο Χρυσόστομος είναι το κλασσικόν ανά­γνωσμα των Βυζαντινών.
Αλλ' η επίδρασίς του δεν περιωρίσθη εις το Βυζάντιον. Τα βιβλία του μεταφρασθέντα εις τε τας γλώσσας των χριστιανικών λαών της Ανατολής και εις την Λατινικήν εγένοντο λίαν ενωρίς κτήμα όλης της Εκκλησίας τόσον εις την Ανατολήν όσον και εις την Δύσιν. Δέκα περί­που έτη μετά τον θάνατόν του εφιλοτεχνήθη η πρώτη, ως φαίνεται, μετάφρασις χρυσοστομείων έργων, των επτά ομιλιών του εις τον απόστολον Παύλον, και επηκολούθησεν η μετάφρασις και άλλων έργων του και συν τω χρόνω και των απάντων αυτού εις την Λατινικήν.
Δια την έκδοσιν και ευρυτέραν διάδοσιν των συγγραμμάτων του Χρυσοστόμου εν τω πρωτοτύπω ημιλλήθησαν Άγγλοι και Γάλλοι λόγιοι. Εκ τούτων άξια μνείας μάλιστα τα ονόματα άφ' ενός του Sir Savile, περί του οποίου αναφέρε­ται ότι ελάτρευε κυριολεκτικώς τον Χρυσόστομον, μέχρι του σημείου να προκαλέση την ζηλοτυπίαν της συζύγου του και την απόπειραν αυτής όπως πυρπολήση τα σχετικά χειρόγραφα αυτού, άφ' ετέρου δε του Montfaucon και του Bareille. Πο­λυάριθμοι είναι και αι μεταφράσεις πλεί­στων έργων του εις τας ευρωπαϊκάς γλώσσας, ως απέραντος είναι η περί αυτού σχηματισθείσα βιβλιογραφία και ανυπολόγιστος η επίδρασις αυτού ως ιεροκήρυκος και ηθικολόγου και εξηγητού και δογματικού επί την νεωτέραν σχετικήν θεολογικήν γραμματείαν, μάλιστα δε την ρωμαιοκαθολικήν.
Εν έτει 1908 επί τη συμπληρώσει 1500 ετών από του θανάτου του εξεδόθη εν Ρώμη ειδικός αναμνηστικός τόμος περιέ­χων ποικίλας περί αυτού μονογραφίας υπό τον ελληνικόν τίτλον «Χρυσοστομικά» και κατά το αυτό έτος ανεκηρύχθη υπό του Πάπα Πίου του Χ εις «προστάτην των χριστιανικών ιεροκηρύκων». Πάντως αν δεν είναι ακριβές, διότι δεν ανταποκρίνεται προς τα πράγματα, το υπό του αρίστου των συγχρόνων βιογρά­φων του ρωμαιοκαθολικών Χρυσοστ. Baur λεχθέν ότι «οι κράτιστοι των υπέρ του ιερού ανδρός επαίνων ηκούσθησαν εν τη Δύσει», δύναται όμως να θεωρηθή ως λίαν εύστοχος ο ισχυρισμός αυτού ότι ο Χρυσόστομος «εξακολουθεί δια των συγ­γραμμάτων του να ζη και σήμερον ακό­μη», ότι «ο άμβων της Αντιοχείας και της Κωνσταντινουπόλεως επεξετάθη εις παγκόσμιον άμβωνα» και ότι «καθώς οι Απόστολοι κατά την ημέραν της Πεντη­κοστής, ούτω και ο Χρυσόστομος λαλεί μέχρι σήμερον προς πάντας τους λαούς τη ιδία εκάστω αυτών διαλέκτω». Παρεμ­φερές τι (αν και ουχί βεβαίως το αυτό) θα ηδύνατο να λεχθή και περί των δύο προμνημονευθέντων μεγάλων πατέρων και διδασκάλων, οίτινες, ως ο Χρυσόστομος, αναγνωρίζονται ως τοιούτοι και υπό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατά δε τους τελευταίους χρόνους στρέφεται προς αυτούς μετ' ιδιάζοντος σεβασμού και ο προτεσταντικός κόσμος, τουλάχι­στον ο συντηρητικώτερος και εκκλησιαστικώτερος, ως αποδεικνύει προς τοις άλλοις και η υπάρχουσα και διαρκώς πληθυνομένη σχετική γραμματεία.
Προς παντός όμως άλλου οι τρεις ιε­ράρχαι υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι οι αυθεντικοί και οι προσφιλέστα­τοι πατέρες και διδάσκαλοι της Ορθοδό­ξου Εκκλησίας και μάλιστα του ελληνι­κού λαού, όχι μόνον κατά τους βυζαντι­νούς χρόνους, αλλά και επί τουρκοκρα­τίας και μέχρι σήμερον. Τι άλλο εσήμαινε και ο επί Αλεξίου του Κομνηνού θεσμός της κοινής αυτών εορτής αγομένης κατά την 30 Ιανουαρίου και η κατά τε τους Βυζαντινούς χρόνους και επί Τουρκοκρατίας και μετά την εθνικήν ημών παλιγγενεσίαν σύνταξις σχολικών Ανθολο­γιών ή «Χρηστομαθειών», εν ταις οποίαις -παραλλήλως προς τους λόγους του Δημοσθένους και του Λυσίου και του Ισοκράτους και άλλων θύραθεν Ελλή­νων συγγραφέων- παρετίθεντο και λόγοι των Τριών Ιεραρχών, ίνα μη αναφέρω το πλήθος των νεοελληνικών μεταφράσεων μάλιστα έργων του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου;
Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και υπό την σκέπην των τριών τούτων μεγάλων του Ελληνισμού διδασκάλων έθεσαν οι πατέρες ημών την εκπαίδευσιν της νεο­λαίας του δούλου γένους μαζί με την αναζωπύρησιν της ελληνικής παιδείας δια της πληθύνσεως των σχολείων, ήδη κατά τον ιζ' και ιη' αιώνα, άφ' ης εποχής φαίνεται ότι καθιερώθη και η κοινή των Τριών Ιεραρχών εορτή, ως εθνική σχολι­κή και των γραμμάτων εορτή. Εντεύθεν δ' εξηγείται, ότι τέσσαρα έτη μετά την ίδρυσιν της εορτής ταύτης, ήδη το 1841, η πανεπιστημιακή του Εθνικού ημών Πα­νεπιστημίου Σύγκλητος, ή το «Ακαδημαϊκόν Συμβούλιον», ως ελέγετο αύτη τότε, ώρισεν ίνα κατά την εορτήν ταύτην, συμφώνως προς παλαιόν έθος, τελήται και το μνημόσυνον υπέρ της αναπαύσεως των ψυχών των ευεργετών αυτού. Η ιστορική δε εκείνη απόφασις εγένετο και αφετηρία της παλινορθώσεως της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως πανελληνίου εορτής των σχολείων και των γραμμάτων όχι μόνον εν τω ελληνικώ κράτει, αλλά και εν τω υποδούλω και τω απανταχού της γης Ελληνισμώ. Και κατεβλήθησαν μεν προσπάθειαι εις ωρισμένην εποχήν απομακρύνσεως από την εθνικήν ημών παράδοσιν προς παραμερισμόν της εορ­τής ταύτης, άλλ' είναι ευχάριστον ότι κα­τά τα τελευταία έτη αναζωογονείται αύτη και πάλιν και τείνει εις την επαναφοράν του παλαιού της μεγαλείου εν τη πνευμα­τική του έθνους ημών ζωή, ως κατ' εξο­χήν εορτή των γραμμάτων, εορτή συμβολίζουσα τα ιδανικά του ελληνοχριστιανι­κού πολιτισμού, τα οποία και εν τω 16ω άρθρω του νέου Ελληνικού Συντάγματος ορίζονται ως τα ιδανικά της ελληνικής παιδείας. 
 Περιοδικό ΤΟΛΜΗ (τεύχος 59 – Ιανουάριος 2006)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 26, 2018

Άρθρο του Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Χρυσοστόμου για την εορτή των Τριών Ιεραρχών

Άρθρο του Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Χρυσοστόμου  για την εορτή των Τριών Ιεραρχών
Ἡ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν δὲν συνιστᾶ ἁπλῶς ἕνα τυπικὸ ἑορτασμὸ πρός τιμήν τριῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι προσέφεραν κάποια πράγματα στὴν κοινωνία, μάλιστα, στὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησαν, τὸν τέταρτο δηλ, αἰῶνα μ. Χ.
 
Αὐτὴ ἡ ἑορτὴ εἶναι ἡμέρα μνήμης καὶ τιμῆς τῶν τριῶν μεγίστων Ἱεραρχῶν καί Φωστήρων, ὄχι μόνο τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ τῆς οἰκουμένης ὁλοκλήρου, ἀφοῦ ἀνεδείχθησαν ἀστέρες ὑπέρλαμπροι τῆς ὑφηλίου ἁπάσης.
 
Αὐτὸ τὸ ἐπέτυχαν οἱ ἃγιοι τρεῖς Ἱεράρχες, Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέσα ἀπὸ πολλούς καὶ κοπιώδεις κατά Θεόν ἀγῶνες, ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ μελέτη, ὄχι μόνο τῆς χριστιανικῆς σοφίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνικῆς γνώσεως καὶ παιδείας. Κυρίως ὅμως ἔφθασαν σὲ αὐτὸ τὸ ὕψος διότι ἦσαν θεούμενοι, ὡς ἔχοντες βαθειὰ ἐμπειρικὴ βιωματικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὡς ἐμφορούμενοι ἀπὸ θυσιαστικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸν δημιουργηθέντα «κατ΄ εἰκόνα καὶ καθ΄ ὁμοίωσιν Θεοῦ».
 
Μὲ τὴν ὅλη ζωὴ καὶ ἁγία πολιτεία τους, ἀνεμόρφωσαν καὶ κατεκόσμησαν τὰ ἀνθρώπινα ἦθη, σὲ ἐποχὲς ἀθεΐας καὶ αἱρέσεων καὶ σὲ χρόνους  ἀπανθρωπίας.
 
 Ὡς ποταμοὶ μελίρρυτοι τῆς κατὰ Θεὸν γνώσεως καὶ τῆς κατὰ κόσμον σοφίας καὶ ὡς Πατέρες ποὺ ἕνωσαν τὸν ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ κόσμο μὲ τὴν ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, διασώσαντες ὅσα ὡραῖα στοιχεῖα τῆς θύραθεν γνώσεως καὶ σοφίας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἐν καιρῷ μάλιστα ποὺ αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς ἔπνεε τὰ λοίσθια, ὁρίσθησαν καὶ δικαίως ὡς προστάτες τῆς Παιδείας καὶ τῶν Γραμμάτων, τιμώμενοι ἀπὸ ὅλες τὶς βαθμίδες τῆς Ἐκπαιδεύσεως.
 
Μέχρι τώρα ὁ ἑορτασμός γινόταν μέ ἐκκλησιασμό τῶν μαθητῶν, κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων καί μέ ὁμιλίες στά Σχολεῖα καί ἀναφορά στούς μεγάλους Διδασκάλους τῆς Οἰκουμένης.
 
 Ὅμως μὲ Ὑπουργικὴ ἀπόφαση τῶν τελευταίων ἡμερῶν, ἡ ἡμέρα τῶν Τριῶν Ἱεράρχων ὁρίστηκε ὡς ἀργία. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ  ἑορτὴ αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τιμηθῇ ὡς μέχρι τώρα συνέβαινε, ἀφοῦ δὲν θὰ ἐκκλησιασθοῦν οἱ Μαθηταὶ μὲ τοὺς Δασκάλους, ὃπως ἐκκλησιάζονταν ἓως τὸν τελευταῖο ἑορτασμό, διότι αὐτό δέν προβλέπεται στήν Ἐγκύκλιο.
 
Διερωτώμεθα, εἰς τί ἐξυπηρετεῖ μιά ἀπόφαση, γιά μιά τέτοια ἀργία, ἀφοῦ οὐδεμία μέριμνα λαμβάνεται γιὰ οὐσιαστικὴ τιμὴ τῶν τρισμεγίστων Φωστήρων καὶ Πατέρων  τῆς οἰκουμένης, τῶν προστατῶν τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ τῆς παιδείας;
 
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κάνομε ἔκκληση,  ἀφ’ ἑνὸς μὲν στοὺς γονεῖς τῶν μαθητῶν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στοὺς ἐκπαιδευτικοὺς νὰ συστήσουν στὰ παιδιά μας, στοὺς μαθητάς, ὥστε νὰ τιμήσουν τοὺς τρεῖς Ἁγίους Πατέρας, μὲ τοὺς συμμετοχή τους στὴ Θεία Λειτουργία κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τους, στὶς 30 Ἰανουαρίου καὶ νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ βίου τους, ἀντλώντας πολύτιμα στοιχεῖα ὡς ἐφόδια γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία τους καὶ τὴν ἐν γένει πρόοδό τους.
 
 Ἀλλὰ καὶ στὰ παιδιά μας στοὺς μαθητάς ἀπευθυνόμεθα πατρικά καί τούς προτρέπωμε νὰ ἐκκλησιασθοῦν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τιμώντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τοὺς Οἰκουμενικοὺς αὐτοὺς Διδασκάλους καὶ Πατέρας.
 
 Πιστεύομε ὅτι οἱ οἰκογένειες πρέπει νὰ ἔχουν ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τους τὶς μεγάλες πανανθρώπινες ἀξίες ὅπως τὶς ὑπηρέτησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, κάνοντας τὴν ὑπέρβαση τῶν γηΐνων καὶ φθαρτῶν καὶ ἀφήνοντας πολύτιμη παρακαταθήκη περί τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί περί τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μιά ἁπλῆ βιολογικὴ ὕπαρξη ἀλλὰ, «μικτὸς προσκυνητὴς, ἐπόπτης τῆς ὁρωμένης κτίσεως καὶ μύστης τῆς νοουμένης». (Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
 
 Σᾶς περιμένομε λοιπόν, τούς Δασκάλους, τούς μαθητάς καί τούς γονεῖς μὲ πολλὴ ἀγάπη  καὶ χαρὰ στὸν οὐσιαστικὸ ἑορτασμὸ τῆς ἑορτῆς, τῶν τριῶν Μεγάλων Πατέρων καὶ Ἱεραρχῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς κέντρο τὴν Θεία Λειτουργία, γύρω  ἀπὸ τὴν ὁποία ὑφαίνονται ὅλες οἱ ἄλλες ἐκδηλώσεις γιὰ  τοὺς Ἁγίους.
 
Ἐλᾶτε ἀδελφοί μου νὰ τιμήσωμε τοὺς Ἁγίους μας. Δὲν ὠφελεῖ ἡ ἀργία μὲ τὴν ἒννοια τῆς πνευματικῆς ραστώνης καὶ ἀδιαφορίας, ἀλλὰ μὲ τὴν συμμετοχὴ στὶς ἱερὲς τελετουργίες γιὰ τοὺς μεγάλους αὐτούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας καί φωστῆρες τῆς οἰκουμένης.

Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2017

Ἡ παιδεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς, εἶναι ἡ παιδεία ποὺ χρειάζεται ἡ Εὐρώπη σήμερα, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὰ ὑπαρκτικὰ καὶ πνευματικὰ θεμέλιά της

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, 
Ὁμοτίμου καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

1. Ἡ ἀποκτηθεῖσα ἐμπειρία ἀπὸ τὴν προενταξιακὴ διαδικασία (ἀπὸ τὸ 1958) καὶ τὴν μετέπειτα ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ὁδήγησε σὲ κάποιες ἀξιωματικὲς ἀρχές, ὡς σταθερές τῆς πορείας μας μέσα σ' αὐτήν. Ἡ πρώτη ἀρχὴ εἶναι, ὅτι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἡ Εὐρώπη, ὅπως δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πρόβλημα κάθε ἀναγκαστικὸς ἀναπροσανατολισμὸς τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς σ' ὅλη τὴν ἱστορική μας διάρκεια. Τὸ πρόβλημα εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ δική μας...
δηλαδὴ παρουσία μέσα στὴν Εὐρώπη. Ἡ δεύτερη ἀρχὴ εἶναι, ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς Εὐρώπης δὲν εἶναι πρώτιστα πολιτικὸ ἢ οἰκονομικό, ἀλλὰ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικό. Διότι τὸ ἀμείλικτο ἐρώτημα εἶναι, ποιὸν ἄνθρωπο καὶ ποιὰ κοινωνία μπορεῖ νὰ παραγάγει ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη, καὶ τελικὰ ποιὸν πολιτισμό.

Εἶναι πράγματι γεγονός, ὅτι μέσα στὴν νέα μεγάλη μας Πατρίδα κρίνεται ἡ ταυτότητά μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορική μας συνέχεια καὶ συνεπῶς ἡ ἱστορικὴ (μὲ ὅ,τι σημαίνει αὐτὸ) ἐπιβίωσή μας. Ἡ ἀποτίμηση ὅμως τῆς Εὐρώπης, ὡς μητέρας τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, εἶναι θέμα προοπτικῆς. Ὑπάρχουν δύο προοπτικές: ἡ ἑλληνορθόδοξη καὶ ἡ οὐνιτίζουσα τῶν εὐρωπαϊστῶν μας. Οἱ πρῶτοι διαπιστώνουν στὸν πολιτισμὸ διαφοροποιήσεις καὶ ἀποστασιοποίηση. Οἱ δεύτεροι, συμπτώσεις καὶ ταύτιση. Τὸ tertium comparationis, τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς, εἶναι ὁ πολιτισμός.

Καὶ εἶναι γνωστό, ὅτι καρδιὰ τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ παιδεία, ὡς καλλιέργεια καὶ διάπλαση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στὴν συλλογικὴ πραγμάτωσή του παράγει τὸν πολιτισμό, ὡς ὀργάνωση καὶ διευθέτηση τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς του. Διότι, ὅπως εἶπε ὁ γνωστὸς ἱστορικὸς τῶν πολιτισμῶν καὶ διακεκριμένος διπλωμάτης Arnold Toynbee «ψυχὴ τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ὁ πολιτισμὸς τῆς ψυχῆς»! Ἀκριβῶς τὸ περιεχόμενο τῆς ψυχῆς διαμορφώνεται μὲ τὴν Παιδεία, τὴν ὅλη ἀγωγὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου.


2. Ἡ Εὐρώπη, τῆς προκαρλομάγνειας περιόδου, ξεκίνησε μὲ τρία βασικὰ θεμέλια: τὸν Ρωμαϊκὸ Κρατικὸ φορέα, ποὺ βαθμιαία ἐκχριστιανίσθηκε (ὅσο μπορεῖ νὰ ἐκχριστιανισθεῖ τὸ Κράτος). τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, μὲ σταθερὸ φορέα του τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. καὶ τὸν Χριστιανισμό, ὡς ἀποστολικοπατερικὴ Ὀρθοδοξία. Οἱ παράγοντες αὐτοί, μὲ τὴν σύνθεσή τους, παρήγαγαν τὸν πολιτισμὸ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἡ Εὐρώπη, στὴν ὁποία ζοῦμε καὶ κινούμεθα σήμερα, προῆλθε ἀπὸ τὴν διαλεκτικὴ διαφόρων ἰδεολογικοφιλοσοφικῶν συστημάτων, ποὺ διαμορφώθηκαν στὸν δυτικὸ μεσαίωνα: 


α) τοῦ σχολαστικισμοῦ, τῆς ἐκφιλοσόφησης καὶ ἐκκοσμίκευσης τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς μετατροπῆς του σὲ σύστημα ἐπιστημονικό. β) τοῦ νομιναλισμοῦ, ποὺ ἐκφράζεται ὡς δυαλισμὸς (φιλοσοφικὰ) καὶ ἀτομισμὸς (ὠφελιμισμὸς) κοινωνικὰ καὶ εἶναι τὸ DΝΑ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς συνείδησης. γ) τοῦ οὐμανισμοῦ τῆς Ἀναγέννησης καὶ δ) τοῦ διαφωτισμοῦ, τῆς αὐτοθεοποίησης δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλες τὶς σχετικὲς συνέπειες. Ἀπὸ τὸ «credo, ut intelligam» (πιστεύω, γιὰ νὰ κατανοήσω) τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἔφθασε ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη στὸ «cogito, ergo sum» τοῦ Καρτεσίου, τὴν ἀπολυτοποίηση τῆς διάνοιας καὶ τῆς λογικῆς, ὡς ἀπόλυτου κριτηρίου τῶν ἀνθρωπίνων. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς διαφωτιστικῆς συγκρότησης τῆς Εὐρώπης ἐκφράσθηκε μὲ μία συμβολικὴ πράξη τοῦ Ροβεσπιέρου: Μία κοινὴ γυναίκα τοποθετήθηκε γυμνὴ στὴν «ἁγία Τράπεζα» τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ λατρεύθηκε ὡς Θεὰ Λογικὴ (Raison).

Ἡ ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ ὡς ἕνα σημεῖο ὅλη ἡ ἀρχαία Ἑνωμένη Εὐρώπη, μὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς παιδευτικὲς προϋποθέσεις, ἔφθασαν σὲ ἕναν πολιτισμό, ποὺ βιώνεται ὡς σήμερα στοὺς ὑπαρκτικοὺς θύλακες τῆς παράδοσής μας, κυρίως στὰ μοναστήρια.

3. Θεμελιακὰ συστατικά του ἑνιαίου αὐτοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι:
α) Ἡ ἰσορροπία τῶν σχέσεων μὲ τὸν Θεό, τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸν ἑαυτό μας, σὲ ἕνα τρισορθογώνιο σύστημα βιωματικῆς ἀναφορᾶς, ποὺ συνιστᾶ τὴν ἀκεραιότητα καὶ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως φαίνεται στὴν περίπτωση τοῦ «Ἁγίου», ποὺ εἶναι τὸ βιοκοινωνικὸ πρότυπο τῆς ὀρθοδοξίας. Οἱ λειτουργικὲς φράσεις «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἠμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ἢ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἴνα ἐν ὁμονοία ὁμολογήσωμεν. Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα...», εἶναι οἱ συντεταγμένες αὐτῆς τῆς συνείδησης, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀνάλογο ἦθος.


β) Ἡ ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καὶ τῆς θρησκειοποίησης τῆς πίστεως, ὡς τρόπου ὑπάρξεως καὶ ἀναφορᾶς ὅλου τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ μὲ συνεχῆ ζήτηση τῆς Χάρης Του. Ὄχι φυσικὰ μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἔννοια τῆς δοσοληψίας, (do ut des), ἀλλὰ ὡς βίωση καὶ ἔκφραση τῆς συνειδήσεως, ὅτι «ἐν αὐτῶ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν» (Πράξ. 17, 28) καὶ ὅτι «χωρὶς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. 15, 5).

γ) Ἡ προτεραιότητα τῆς καρδιᾶς, ὄχι μόνο ὡς πηγῆς τῶν συναισθημάτων, ἀλλὰ ὡς κέντρου τῆς ὑπάρξεως, στὸ ὁποῖο συντελεῖται ἡ κοινωνία μὲ τὴν θεϊκὴ Χάρη, ποὺ παράγει τὸ Χριστοειδὲς ἦθος. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν θέωση, τὸν ἀπόλυτο σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν δυνατότητα σχέσης ἀνιδιοτέλειας μὲ τοὺς συνανθρώπους. Στὸ πανηγύρι ἢ τὸ γλέντι του ὁ Ἕλληνας εὔχεται: «καλὴ καρδιά», ποὺ παραπέμπει στὸν ἀναστάσιμο ὕμνο «ἐν καθαρὰ καρδία Σὲ δοξάζειν». Χωρὶς «καθαρὴ»-«καλὴ»-φιλόθεη δηλαδὴ καὶ φιλάνθρωπη καρδία, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγκροτηθεῖ αὐθεντικὴ διανθρώπινη κοινωνία. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐκφράζει ἡ μοναδικὴ στὸν κόσμο ἑλληνικὴ παροιμία: «κάμε τὸ καλὸ καὶ ρίξ' το στὸν γυαλό», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ νεώτερη ἀπόδοση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου: «μακάριον ἐστίν διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. 20, 25). 


Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ μήτρα, ποὺ γεννᾶ στοὺς αἰῶνες τὸ ἑλληνορθόδοξο ὁλοκαύτωμα, ὡς ἑκούσια αὐτοθυσία γιὰ τοὺς ἄλλους. Θερμοπύλες, Ἀλαμάνα, Μανιάκι, Κούγκι, Ζάλογγο, Ἀρκάδι εἶναι ὁριακὲς στιγμὲς τοῦ ἑλληνικοῦ ὁλοκαυτώματος. Αὐθεντικὸς ἄνθρωπος στὴν κοινὴ εὐρωπαϊκὴ παράδοση εἶναι ὁ Ἅγιος, ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος, τὸ ἀρχετυπικὸ πρότυπο τῆς ἀρχαίας Ἑνωμένης Εὐρώπης. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ χαρισματικὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρὸ τοῦ πάθους Του: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἴνα τὶς θῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. 15, 13).

4.Αὐτὸ τὸ φρόνημα καλλιεργοῦσαν οἱ Ἅγιοι τῆς προσχισματικῆς Εὐρώπης καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ καρπὸς τῆς παιδείας καὶ ἀγωγῆς, ποὺ προσφερόταν ἀπὸ τοὺς ἁγίους τῆς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, μὲ πρωτοπόρους τούς τιμώμενους σήμερα Τρεῖς Ἱεράρχες. Ἡ ἐπιλογὴ καὶ κοινὴ ἑορταστικὴ τιμὴ τους τὴν 30η Ἰανουαρίου ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα, συνιστᾶ ἀναγνώρισή τους ὡς αὐθεντικῶν μαρτύρων τῆς σώζουσας πίστης καὶ προβολέων τῆς γνήσιας ἑλληνοχριστιανικῆς ἀγωγῆς, ἀλλὰ προπάντων τῆς παιδείας τῆς παράδοσής μας. Τὸ ἴδιο νόημα εἶχε καὶ ἡ συνέχιση τῆς σημερινῆς Ἑορτῆς στὰ Ἀνώτατα Πνευματικά μας Ἱδρύματα, ἤδη ἀπὸ τὸ 1826 στὸ πρῶτο ἑλληνικὸ Πανεπιστήμιο, τὴν περίλαμπρη «Ἰόνιο Ἀκαδημία» (Κέρκυρα) καὶ ἀπὸ τὸ 1842 στὸ Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ λόγος καὶ ἡ πράξη τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι τὸ παιδευτικὸ καὶ παιδαγωγικὸ Ἐγκόλπιο, ὄχι μόνο τοῦ Ἔθνους μας, ἀλλὰ καὶ συνόλης τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τιμᾶ ἐξ ἴσου μὲ μᾶς σήμερα τοὺς Μεγάλους αὐτοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους.

5. Τὸ πρόβλημα τῆς παιδείας ἐπικεντρώνεται στὴν νοηματοδότηση τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι προβάλλεται στὸν λόγο καὶ τὴν ποιμαντικὴ διακονία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ συνοψίζονται στὰ ἀκόλουθα σημεῖα:
α) Δὲν εἶναι ἁπλὴ ἐκπαίδευση, μύηση δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ μία ἀναπαραγόμενη γνώση, ποὺ τὸν καθιστὰ γρανάζι τῆς κρατικῆς μηχανῆς (ὂν παραγωγικό). Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον εἶναι γιὰ τὴν τελειοποίηση τῶν μηχανῶν καὶ ΟΧΙ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χριστιανικὴ παιδεία εἶναι ἀγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ μορφωτικὸ πρότυπο ὄχι τὸν καλὸν καγαθὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν Θεάνθρωπο. Αὐτὸ εἶχε κατὰ νοῦν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν ἔλεγε: «Πάντα δεύτερα ἔστω τῆς προνοίας τῶν παίδων» (ΡG 62, 151). Αὐτὴ ἡ παιδεία συνδέεται ἄμεσα πρῶτα μὲ τὸν χῶρο τῆς οἰκογένειας. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες γνώρισαν στὰ πρόσωπα τῶν γονέων τους, καὶ μάλιστα τῶν μητέρων τους, ἀπαράμιλλα πρότυπα ἀγωγῆς. 


Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁμολογεῖ, ὅτι ἡ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του δὲν ἦταν παρὰ ἐποικοδομῆ στὶς καταβολές, ποὺ ἔθεσαν ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια καὶ ἡ γιαγιὰ του Μακρίνα: «ἢν ἐκ παιδός, γράφει, ἔλαβον ἔννοιαν περὶ Θεοῦ παρὰ τῆς μακαρίας μητρός μου καὶ τῆς μάμμης μου Μακρίνης, ταύτην αὐξηθεῖσαν ἔσχον ἐν ἐμαυτῶ» (32, 825). Στὸ σημεῖο αὐτὸ συναντῶνται οἱ Πατέρες μας μὲ τὸν τραγικὸ Εὐριπίδη: «ἂν κρηπὶς μὴ καταβληθῆ γένους ὀρθῶς, ἀνάγκη δυστυχεῖν τοὺς ἐκγόνους» (Ἡρακλῆς μαινόμενος, 1261). Ἡ διαχρονικότητα δὲ αὐτῆς τῆς νοηματοδότησης τῆς παιδείας στὴν ἑλληνικὴ παράδοσή μας φαίνεται ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Πατροκοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πρὸς τοὺς γονεῖς: «Ἁμαρτάνετε πολὺ νὰ τὰ ἀφήνετε (δηλ. τὰ παιδιὰ σας) ἀγράμματα καὶ τυφλά, καὶ μὴ μόνον φροντίζετε νὰ τοὺς ἀφήνετε πλούτη καὶ ὑποστατικά, καὶ μετὰ τὸν θάνατόν σας νὰ τὰ τρῶν καὶ νὰ σᾶς πισολογοῦν (νὰ σᾶς τὰ ψέλνουν) κι ὄλας. Καλύτερα νὰ τὰ ἀφήνετε πτωχὰ καὶ γραμματισμένα, παρὰ πλούσια καὶ ἀγράμματα»!

β) Ἡ παιδεία συνδέεται ὅμως καὶ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ διδασκάλου. Στὸ σημεῖο αὐτὸ γίνεται ταύτιση ποιμαντικῆς καὶ παιδαγωγίας. Τὸ δυαδικὸ σχῆμα τῆς πνευματικῆς μας παράδοσης: πνευματικὸς πατέρας - πνευματικὸ τέκνο ἐκφράζεται ἐξ ἴσου καὶ μὲ τὴν δυάδα: Διδάσκαλος - Μαθητής. Ναὸς καὶ σχολεῖο στὸν πολιτισμὸ μας βρίσκονται σὲ σχέση ἀμοιβαιότητας καὶ συμπληρωματικότητας, ὡς χῶροι διαποίμανσης καὶ διαμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ βάρος πέφτει ὅμως στὸ ἦθος καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ διδάσκοντος. «Ὁ γὰρ μὴ ποιῶν καὶ διδάσκων (πρβλ. Ματθ. 6, 19) ἀναξιόπιστος ἐστιν εἰς ὠφέλειαν», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο (ΡG 30, 497), ὁ ὁποῖος δὲν παραλείπει νὰ διατυπώσει τὸν σκεπτικισμό του γιὰ τοὺς διδασκάλους τῆς ἐποχῆς του: «Πολλῶν μὲν ἀκήκοα λόγων ψυχωφελῶν, πλὴν παρ' οὐδενί (!) τῶν διδασκάλων εὗρον ἀξίαν τῶν λόγων τὴν ἀρετὴν» (ΡG 32, 358).

γ) Εἶναι παιδεία θεοκεντρική. O σκοπὸς τῆς παιδευτικῆς λειτουργίας εἶναι κατὰ τoν Μ. Βασίλειο «ὁμοιωθῆναι Θεῶ κατὰ τo δυνατὸν ἀνθρώπου φύσει. Ὁμοίωσις δὲ οὐκ ἄνευ γνώσεως, ἡ δὲ γνῶσις οὐκ ἐκτὸς διδαγμάτων» (ΡG 32, 69). Σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀναδύεται ἡ προβληματική τῆς στοχοθεσίας τῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμματισμῶν. Ἡ προτεραιότητα τοῦ οἰκονομισμοῦ καὶ μίας ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας, μέσα σὲ χιλιαστικὰ ὁράματα εὐημερίας, ὁδηγεῖ στὸ ἀνθρωποείδωλό του «homo oeconomicus». Ἡ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν πρωταρχικὰ ἀποβλέπει στὴν ἐν Χριστῷ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. 


Προεκτείνοντας τὸν λόγο τοῦ Μενάνδρου («ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ἦ») ὁ Χρυσόστομος διακηρύσσει: «ἄνθρωπον γὰρ ἐκεῖνον ἂν καλέσαιμι τὸν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ διασώζοντα... Τὸ ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου κατακολουθεῖν, τοῦτο ἄνθρωπος» (ΡG 53, 201). Κάθε ἄνθρωπος, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο εἶναι «Θεὸς κεκελευσμένος», ἔχει δηλαδὴ μέσα του τὴν ἐντολὴ νὰ γίνει Θεὸς κατὰ χάρη. Ἡ ἀξία, συνεπῶς, ἡ ἀπαξία τοῦ ἀνθρώπου ὁρίζεται ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό. «Ψυχῆς δὲ ἀνθρωπίνης οὐδὲν οὕτω τεκμήριον ὡς τῶν θείων ἐρᾶν λογίων» (Ἰω. Χρυσοστόμου, ΡG 51, 113). Σ' αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ζοῦμε μόνιμα οἱ Ἕλληνες, ὅταν, ἀξιολογώντας τὸν ἄνθρωπο, διερωτώμεθα «ἂν ἔχει Θεὸ μέσα του» καὶ δὲν εἶναι «ἀθεόφοβος» ἢ «θεομπαίχτης». Κατὰ τὸν Χρυσόστομο, «εἰ τοὺς παίδας ἐπαιδεύομεν φίλους εἶναι τῷ Θεῷ, πάντα ἂν ἀνεπήδησε τὰ λυπηρὰ καὶ μυρίων ἀπηλλάγη κακῶν ὁ βίος ὁ παρὼν» (ΡG 51, 327).

δ) Σκοπὸς τῆς παιδείας δὲν εἶναι ἡ πολυμάθεια, ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ μόρφωση τοῦ νέου ἀνθρώπου. Αὐτὸ βέβαια δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἀμάθεια. Μὲ τὸ νὰ σᾶς προτρέπω, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ διδάσκετε στὰ παιδιὰ σας τὴν Ἁγία Γραφή, «μὴ νομιζέτω μὲ νομοθετεῖν ἀμαθεῖς τούς παίδας γίνεσθαι. Οὐ κωλύων παιδεύειν ταῦτα λέγω, ἀλλὰ κωλύων ἐκείνοις μόνοις προσέχειν» (ΡG 47, 368). Στὸν Πλάτωνα, ἄλλωστε, ἀποδίδεται ὁ παράλληλος λόγος: «ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία».

ε) Ἡ παιδεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν βοηθεῖ στὴν ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τὴν δημιουργία ρεαλιστικῆς φιλοσοφίας ζωῆς. Ἀρχὴ γίνεται μὲ τὴν αὐτογνωσία. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μικρὸς εἰμὶ καὶ μέγας, ταπεινὸς καὶ ὑψηλός, θνητὸς καὶ ἀθάνατος, ἐπίγειος καὶ οὐράνιος» (ΡG 35, 785). Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μετοχή του στὸ Ἄκτιστο, γίνεται «μέγας κόσμος ἐν μικρῷ» (ΡG 36, 524). Τότε μόνο ἀκολουθεῖ ἡ εὔστοχη ἱεράρχηση τῶν ἀνθρωπίνων: «Ὑπερορᾶν μὲν σαρκὸς -προτρέπει ὁ Μ. Βασίλειος- παρέρχεται γάρ. ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου» (ΡG 31, 204). Καὶ ὁ Χρυσόστομος συχνὰ ἐπαναλαμβάνει: «Ἀποδημία ὁ παρὼν βίος... ὀδίτης εἰ... Πανδοχεῖον ἐστίν ὁ παρὼν βίος» (ΡG 52, 401). Εἶναι ἡ συνείδηση, ποὺ φθάνει μέχρι τοὺς νεώτερους Πατέρες μας, ὅπως ὁ Πατροκοσμᾶς: «Ἠμεῖς, Χριστιανοί μου, ἔλεγε, δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Δία τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔβαλε τὸν νοῦν μας εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθα πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας».

ς) Ἡ εὐρύτητα τῆς σκέψης τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν φαίνεται ἀπὸ τὴν θετικὴ ἀξιολόγηση τῆς τεχνικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας δέχονται τὴν χρησιμότητα καὶ σπουδαιότητα. Σὲ ἐποχὴ ποὺ οἱ χειρωνακτικὲς τέχνες ὀνομάζονταν «βάναυσοι», θὰ πεῖ ὁ Χρυσόστομος: «Μὴ καταφρονῶμεν τῶν ἀπὸ χειρῶν τρεφομένων, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτοὺς μακαρίσωμεν διὰ τοῦτο» (ΡG 51, 193). Προτρέπει μάλιστα, νὰ θαυμάζουμε τὸν λασπωμένο καὶ μουτζουρωμένο ἐργάτη (ΡG 61, 1017). Ἐντροπὴ πρέπει νὰ προκαλοῦν μόνο «οἱ εἰκῆ τρεφόμενοι καὶ ἀργοῦντες», ὅσοι χρησιμοποιοῦν ὑπηρέτες καὶ ζοῦν μὲ τὸν κόπο τῶν ἄλλων (ΡG 61, 47).

ζ) Ἡ παιδεία κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι ζήτηση τῆς Ἀλήθειας καὶ μύηση σ' αὐτήν. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ὁ ἑλληνικὸς ὅρος φιλοσοφία. Ἡ ζητούμενη δὲ σοφία εἶναι κατ' αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ἔνσαρκη Παναλήθεια. Ἡ ἐπιστήμη θεραπεύεται ὡς λειτουργία ψηλάφησης τῶν θείων ἐνεργειῶν μέσα στὴν Κτίση. Οἱ τέχνες ἀσκοῦνται ὡς πραγμάτωση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀλληλοδιακονία. Ἡ ζήτηση τῆς Ἀλήθειας (φιλοσοφία), ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ ὡραῖο (φίλο-καλία), ἡ θεραπεία τοῦ δικαίου, ἀστασίαστα συστατικά τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, καταφάσκονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο, ποὺ κατεῖχε σὲ ὑπέρτατο βαθμὸ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες στὴν ἐποχὴ του (ΡG 31, 389-392. 416).

η) Ὁ ἀπώτερος ὅμως σκοπὸς τῆς παιδείας εἶναι κατὰ τοὺς Πατέρες μας ἡ ὁλοτελὴς ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὸ συλλογικὸ-κοινωνικὸ σῶμα. Εἶναι, συνεπῶς, παιδεία κοινωνική, ἀνατρεπτικὴ κάθε πραγματικῆς ἢ ὑποθετικῆς σύγκρουσης προσώπου καὶ κοινωνίας. Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι ὁ ὀργανωτὴς τοῦ κοινοβίου, ὡς συνέχειας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν «κοινῶν», τὰ ὁποία ἐθαύμαζε («αἰδεσθῶμεν τὰ τῶν Ἑλλήνων κοινά», ἔλεγε).
Ἡ παιδεία ποὺ ἐνσάρκωσαν καὶ ὑπηρέτησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες θεμελιώνει καὶ ὑποστασιώνει ἕνα πολιτισμό, ποὺ βρίσκεται στὰ πνευματικοκοινωνικὰ θεμέλια τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης. Τὸ ἐρώτημα ὅμως, ποὺ προκύπτει εἶναι, ποιὰ σχέση ἔχει ἡ σημερινὴ Εὐρώπη, σ' ὅλο τὸ φάσμα της, μὲ τὴν πολιτιστικὴ αὐτὴ παράδοση. Φοβοῦμαι ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι διασώζουμε ἀκόμη ἁπτὰ ἴχνη αὐτοῦ τοῦ ἤθους, στὸν δυτικὸ κόσμο ἡ Παιδεία αὐτὴ ἔχει πιὰ χαθεῖ.

6. Ἡ Εὐρώπη, σχεδὸν στὸ σύνολό της, ἔχει χάσει τὸν Θεὸ τῶν πατέρων της. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς Εὐρώπης. Ἐντασσόμενος μέσα σὲ δικανικὰ καὶ φιλοσοφικὰ σχήματα, ἔγινε ἀγνώριστος. Μετὰ τὴν ἔξωση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο (Deismus), ἔφθασε ὁ δυτικὸς κόσμος τὸν 20ο αἰώνα στὴν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ» (τοῦ νεκροῦ Θεοῦ), ἑνὸς Θεοῦ ποὺ δὲν ἔχει πιὰ σχέση μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Μαζὶ ὅμως μὲ τὸν Θεὸ χάθηκε καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ δυνατότητα σύμπηξης ἀδελφικῆς κοινωνίας, παρὰ τὴν καύχηση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης, ποὺ καταντᾶ ἐπιστημοπληξία. Διότι, ὅπως παρατήρησε ὁ Μακρυγιάννης: «Αὐτεῖνοι ( = οἱ Εὐρωπαῖοι) εἶναι ἄνθρωποι χωρὶς ἠθικὴ καὶ πίστη, καὶ κρίμα στὰ φῶτα τους. ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα καὶ ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπο»!

Ὅπως εὐστοχότατα ἔχει ἐπισημάνει καὶ ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστίνος Πόποβιτς, Σέρβος ὀρθόδοξος Θεολόγος καὶ πρώην Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βελιγραδίου: «Ἰδοὺ εἰς τί μετεβάλλετο καὶ τελικῶς μετεβλήθη ἀπὸ τὴν Ἀναγέννησιν ἕως σήμερον ἡ Εὐρώπη. εἰς ἐργαστήριον ρομπότ. Τὸ δὲ ρομπὸτ εἶναι ὁ ἀθλιώτερος τύπος ἀνθρώπου. Ὅστις ἔχει ὀφθαλμοὺς διὰ νὰ βλέπη, ἂς ἴδη. δὲν ὑπῆρξεν ἐπὶ τοῦ πλανήτου ἀθλιώτερος, ἀσχημότερος καὶ ἀπανθρωπότερος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ εὐρωπαϊκὸ ρομπότ... Ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ καὶ χωρὶς ψυχήν... Ἀφοῦ ἐφόνευσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχὴν μέσα του ὁ τύπος κάθε εὐρωπαίου ἀνθρώπου... βαθμηδὸν αὐτοκτονεῖ. Διότι ἡ αὐτοκτονία εἶναι ὁ ἀναπόφευκτος ἀκόλουθος τῆς Θεοκτονίας». Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς διεκτραγωδήθηκε ἀπὸ τὸν μεγάλο Charly Chaplin, ὡς ὁ «ἀνθρωπάκος τοῦ ἐργοστασίου» στὴν πρωτοποριακὴ ταινία τοῦ «Modern Times» (Μοντέρνοι καιροί). Μετὰ τὴν αὐτοϋποδούλωσή του στὴν τεχνολογία του ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος, αὐτοϋποδουλώνεται σήμερα καὶ στὴν ἐπιστήμη του (λ.χ. τὴν Βιοτεχνολογία ἢ τὴν Γενετικὴ Μηχανική).

Ἔτσι ὅμως φθάσαμε στὸν «ἀνθρωπισμὸ» τῆς Pax Americana καὶ τοῦ ΝΑΤΟ καὶ τὴν «ἀνθρωπιστικὴ βοήθεια» τῶν Νεοεποχιτῶν. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴν φραγκικὴ φεουδαρχία, τὴν κρατικοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση, τοὺς Σταυροφόρους, τὸν Ναπολέοντα, τὸν Χίτλερ καὶ τὸν Στάλιν. Εἶναι τὸ παράγωγο μίας παιδείας, ποὺ ἔχασε τὴν πνευματικὴ λειτουργία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, δίνοντας ἀπόλυτη προτεραιότητα στὸν κατ' ἐπίφαση «ὀρθὸ λόγο» (τὴν Raison), ποὺ παρουσιάζει τὴν σχιζοφρένεια νὰ διανοεῖται μὲν βαθυστόχαστα ἢ νὰ δημιουργεῖ στὴν Τέχνη, ἀλλὰ παράλληλα νὰ κατεργάζεται τὴν ἐξόντωση ἀθώων, ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς χιτλερικοὺς στρατιωτικοὺς-καλλιτέχνες καὶ ὅπως συμβαίνει σήμερα μὲ τὶς ληστρικὲς ἐπεμβάσεις στὸ Κόσοβο, τὸ Ἀφγανιστᾶν, τὸ Ἰρὰκ καὶ ὅπου ἀλλοῦ.

7. Τὰ συστατικά τῆς ἀγωγῆς τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ συνοπτικὰ ἐξεθέσαμε παραπάνω, ἦταν κοινὴ κληρονομιὰ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης τὴν πρώτη χιλιετία. Ἡ Ἀνατολὴ ἐπὶ αἰῶνες ἦταν ἡ πνευματικὴ μητέρα καὶ τροφοδότρια τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας (ex Oriente lux). Μὲ τὴν ἀρχὴ ὅμως τῆς «μετακένωσης» τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ μάθαμε στοὺς τελευταίους αἰῶνες νὰ θαυμάζουμε τὰ «φῶτα τῆς Εὐρώπης» (ex Occidente lux). Ἡ μανία τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ, μάλιστα, μᾶς μετέβαλε σὲ ἀξιοθρήνητους οὐραγούς τῆς Εὐρώπης, ὄχι μόνο πολιτικὰ καὶ στρατιωτικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικὰ καὶ πολιτιστικά.

Ἡ παιδεία, συνεπῶς, τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ σώζει τὴν πεμπτουσία τῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς, εἶναι ἡ παιδεία, ποὺ χρειάζεται ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη σήμερα, γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὰ ὑπαρκτικὰ καὶ πνευματικὰ θεμέλιά της. Ὁ νομπελίστας τοῦ 2002 Ἴμρε Κέρτες, ὁ συγγραφέας τοῦ «μυθιστορήματος ἑνὸς ἀνθρώπου δίχως πεπρωμένο», ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπέζησε ἀπὸ τὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως τῶν Ναζί, ἀλλὰ πιστεύει ὅτι τραγωδίες σὰν αὐτὲς τοῦ ὁλοκαυτώματος καὶ τῶν γκουλὰκ μποροῦν νὰ ἐπαναληφθοῦν, ὑπεστήριξε πρόσφατα ὅτι «πρέπει νὰ δημιουργήσουμε νέες ἀξίες, ἕνα νέο σύστημα, γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὴν Εὐρώπη καὶ τὶς εὐρωπαϊκὲς ἰδέες (ἐφημ. «Ἐλευθεροτυπία» 9.1.2008). Ἡ σκέψη ὅμως ὅτι εὐρωπαϊκὲς ἰδεολογικὲς συλλήψεις ἦταν καὶ οἱ τραγωδίες, ποὺ αὐτὸς δίκαια καταδικάζει, μὲ κάνει νὰ πιστεύω, ὅτι αὐτὸ ποὺ χρειάζεται σήμερα ἡ Εὐρώπη, δὲν εἶναι νέες ἰδέες, ἀλλὰ ἐπανανακάλυψη τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της, μὲ βάση τὴν παλαιὰ πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἑνότητά της.

Τὸ κρίσιμο ὅμως ἐρώτημα εἶναι, ἂν χωρᾶ σήμερα ἡ παιδευτικὴ πρόταση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ ἀξιολογικὸ σύστημα τοῦ ἑνωμένου εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Διότι ὑπάρχουν δύο οὐσιαστικὲς παρακωλύσεις, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς ὁμάδες, ποὺ ἐξουσιάζουν τὴν Εὐρώπη καὶ κατευθύνουν τὴν παιδεία, ἀλλὰ καὶ σύνολη τὴ ζωή της:


Α) Εἶναι οἱ Εὐρωπαῖοι φορεῖς τοῦ καρλομάγνειου ἐπεκτατικοῦ καὶ ἐξουσιαστικοῦ πνεύματος καὶ τῆς σχετικῆς μὲ αὐτὸ νοοτροπίας. Ἀπὸ τὰ εὐρωπαϊκὰ κείμενα, ποὺ ἀναφέρονται σὲ θέματα παιδείας, διαπιστώνεται ἡ ἐπιδίωξη βαθμιαίας καθολικῆς ἐνιαιοποίησης, γιὰ τὴν δημιουργία ἑνιαίας εὐρωπαϊκῆς πολιτικῆς, πολιτισμικῆς καὶ ἱστορικῆς συνείδησης. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ ὑποστηριζόμενα ἀπὸ τὸν ἐκφραστὴ τῆς Νέας Ἐποχῆς καθηγητὴ Samuel Hantington καὶ τὴν κυρίαρχη θέση γιὰ νέα ἀνάγνωση, κατανόηση καὶ γραφὴ τῆς Ἱστορίας. (Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀνήκει καὶ ὁ βαθύτερος προβληματισμὸς τοῦ διαβόητου ἐγχειριδίου τῆς ΣΤ' Δημοτικοῦ). Ἡ πολιτιστικὴ πρόταση, συνεπῶς, τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς ἀρχαίας Εὐρώπης, δὲν γίνεται εὐχάριστα δεκτή, διότι ἀναιρεῖ καὶ ἀνατρέπει αὐτόχρημα ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς πραγματώσεις κατὰ τὴν β' χιλιετία. Γι' αὐτὸ ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς μόνον ὡς οὐνιτίζουσα γίνεται δεκτὴ στὸν διαχριστιανικὸ Διάλογο μὲ τὴν «Δύση», πρόθυμη δηλαδὴ νὰ ἀναγνωρίσει τὸν δυτικὸ πολιτισμὸ σ' ὅλο τὸ φάσμα του καὶ νὰ ὑποταχθεῖ σ' αὐτόν, αὐτοαναιρούμενη φυσικά. 


Ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι θεωρητικός, ὅπως δείχνουν τὰ ἴδια τὰ πράγματα. Τὸ 1996 τέθηκε τὸ θέμα δημιουργίας τοῦ «Μουσείου» τῆς Εὐρώπης τῆς μετακαρλομάγνειας περιόδου καὶ ἀποκλείσθηκε σ' αὐτὸ ὄχι μόνον ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Hantington μᾶς συγκατατάσσει μὲ τὸ Ἰσλάμ, ἀρνούμενος τὴν σχέση μας μὲ τὸν δυτικὸ πολιτισμό. Καὶ ναὶ μὲν σ' αὐτὸ ἔχει δίκιο, τὸ τραγικὸ ὅμως εἶναι, ὅτι φθάσαμε σὲ σημεῖο νὰ λυπούμεθα γιὰ τὴν στάση αὐτὴ τῆς Εὐρώπης ἀπέναντί μας καὶ νὰ διαμαρτυρόμεθα κι' ὄλας. 


Ἡ ἀπάντηση ὅμως, σὲ ἀνάλογη στιγμή, τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Γάλλο Μαλέρμπ, δείχνει τὴν ἐπιβίωση τοῦ πνεύματος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν: Ὅταν ὁ εὐρωπαῖος Μαλὲρμπ τοῦ εἶπε: «Ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου εἶναι αὐτήνη ἡ ἰδέα σ' ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη», ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Πράγμα τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο, ὁπού τὸ βαστήξαμεν εἰς τὴν τυραννία τοῦ Τούρκου, δὲν τὸ δίνομεν τώρα, οὔτε τὸ καταφρονοῦμε οἱ Ἕλληνες... Καὶ τί ἔχεις ἐσὺ διὰ μένα τί δοξάζω ἐγώ; ...Καὶ ὄχι τοῦ λόγου σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆς, δὲν σ' ἀκούγω, ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς ὁ δικός σου νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, δὲν σαλεύει τὸ μάτι μου»...

Β) Ἡ δεύτερη παρακώλυση προέρχεται ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀθεράπευτα εὐρωπαϊστές. Οἱ εὐρωπαϊστές, συνεχίζοντας τὴν παράδοση τῶν Ἑνωτικῶν τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου καὶ τῆς δουλείας, θεωροῦν τὴν ἀπόλυτη ταύτιση (καὶ τὴν πολιτιστικὴ) μὲ τὴν δυτικὴ Εὐρώπη ὡς σωτηρία. Σ' αὐτοὺς ὅμως ἀπάντησε ἤδη ὁ ἀείμνηστος ἑλληνομαθὴς καὶ ἑλληνολάτρης, αὐστριακὸς διανοούμενος Λαυρέντιος Γκεμερέϋ (†1992), ποὺ βλέποντας τὴν ἑλλαδικὴ ὑστερία γιὰ τὴν ἔνταξη στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἔγραψε: «Νομίζω πὼς τώρα, ποὺ ἡ Ἑλλάδα θὰ ἐνταχθεῖ στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα, μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμο γιὰ τὸν Ἕλληνα νὰ δεῖ τὸν περίφημο Εὐρωπαϊκὸ πολιτισμὸ μὲ πιὸ κριτικὸ μάτι, γιὰ νὰ χάσει λίγο ἀπὸ τὸν σεβασμό του πρὸς αὐτὸν τὸν πολιτισμό, ποὺ ἀκόμα τοῦ λείπει. Ἐγὼ εὔχομαι νὰ τὸν γλυτώσει...» (Λ. Γκεμερέϋ, Ἡ δύση τῆς Δύσης - ἡ ἀπομυθοποίηση τῆς Εὐρώπης καὶ ὁ Ἑλληνισμός, Ἀθήνα 1977, σ. 12). 


Βέβαια ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη Εὐρώπη, ποὺ ἔχει συνειδητοποιήσει τὰ παραπάνω καὶ ἀναγνωρίζει τὴν σημασία γι' αὐτὴν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Ὅταν τὸ 1981 ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἔνταξη τῆς Χώρας μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἡ ἔγκριτη γαλλικὴ ἐφημερίδα Le Monde ἔγραφε μὲ πηχυαία γράμματα: «Ἡ Χώρα τῆς Φιλοκαλίας εἰσῆλθε στὴν Εὐρώπη». Φιλοκαλία εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης. Πιστεύω ὅτι τὸ ἔλεγαν εἰλικρινὰ καὶ γιὰ νὰ μᾶς τιμήσουν. Πρὸς αὐτὴ τὴν Εὐρώπη ὀφείλουμε πρωταρχικὰ νὰ στραφοῦμε ὡς Ἔθνος γιὰ τὴν πολιτιστικὴ ὁλοκλήρωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, καὶ αὐτὸ εἶναι εὐκολότερο σήμερα, ὅταν χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καὶ τῶν Βαλκανίων, μὲ ζωντανὴ τὴν παράδοση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἀνήκουν πλέον στὰ τακτικὰ μέλη της. Αὐτὴ ἡ Εὐρώπη, ποὺ νοσταλγεῖ τὴν ἀρχαία ταυτότητά της, μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς γέφυρα πολιτιστικὴ γιὰ μία τελεσφόρα καὶ γόνιμη συνάντηση ὅλων τῶν Κρατῶν-Μελῶν της στὸ ἔδαφος τῆς κοινῆς κληρονομιᾶς καὶ ἑνότητας.


* * *
Βιβλιογραφικὴ ἐπισημείωση
Διεύρυνση τῆς παραπάνω θεματικῆς βλέπε στὶς ἀκόλουθες μελέτες τοῦ ἰδίου συγγραφέως:
1. Ἑλληνορθόδοξη παιδεία καὶ πολιτισμικὴ ταυτότητα στοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, στὸ: Ἰχνηλασία πνευματικῆς σχοινοβασίας (ψηλάφηση καίριων στιγμῶν στὴν πορεία τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ), Τέρτιος, Κατερίνη 1999, σ. 23-44.
2) Γιὰ τὴν Εὐρώπη μας μὲ ἀγάπη, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2003.
«ΟΦΕΙΛΗ ΑΓΑΠΗΣ»
π. Γ. Δ. Μεταλληνοὺ ὁμοτ. Κάθ. Πανεπ. Ἀθηνῶν ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...