Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Αυγούστου 06, 2016

Πατὴρ Ἰωάννης Ῥωμανίδης: «Τὸ ἄκτιστο Φῶς, εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως»

Εἰκόνα τοῦ «Ῥωμαίικου Ὁδοιπορικοῦ»
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὴ Θεολογία», τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Σ. Ῥωμανίδου (†)
Ὅταν κάποιος δῆ τὸν Θεόν, ἡ πίστις καὶ ἡ ἐλπὶς καταργοῦνται καὶ μένει μόνον ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ λέγει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παύλος. Ἡ πίστις δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεὸν μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ νοήματά της, καθὼς καὶ ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ νοήματά της καταργοῦνται, ὅταν κανεὶς βλέπη τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τὰ νοήματα ἀντικαθίστανται τότε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν θέα τοῦ ἀγαπωμένου. Τότε ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται, δηλαδὴ βλέπει τὸν Χριστὸ ἐν δόξῃ, και μετέχει στήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὑφίσταται μέθεξι Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἀντιμετωπίζουν τοὺς συνανθρώπους των μὲ βάση τὶς ἤδη διαμορφωμένες γι’ αὐτοὺς ἀντιλήψεις. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος ποὺ ἀντικρύζει τὸν Χριστὸν κατὰ τὴν...
ἐμπειρία τῆς θεώσεως, δηλαδὴ ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστὸς μὲ τὴν δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του φύσι, δὲν μπορεῖ νὰ κρατήση τότε στὸν νοῦ του κανένα ἀνθρώπινο νόημα ἢ προηγούμενη γνώμη, ποὺ ἐνδεχομένως εἶχε σχηματίσει γιὰ τὸν Χριστό, διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως στὴν ὑλικὴ ἢ ἄϋλη δημιουργία, τίποτε τὸ κτιστὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ νὰ μοιάζη μὲ τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς δόξης τοῦ δεδοξασμένου Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον τώρα ἀντικρύζει. 

Ἁπλῶς δέχεται τὸν Χριστὸ ὅπως τὸν βλέπει. Οὔτε νὰ Τὸν περιγράψη μπορεῖ οὔτε νὰ μιλήση γι’ Αὐτὸν μὲ ἀντικειμενικότητα μπορεῖ. Διότι δὲν ὑπάρχουν ἀνθρώπινες λέξεις, ποὺ νὰ μποροῦν νὰ περιγράψουν τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ, τῆς θεϊκῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότης μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε τὸ ἑξῆς: Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως στὴν Χριστιανικὴ παράδοσι δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ κανενὸς εἴδους ἔκστασι. Δὲν εἶναι ἔκστασις οὔτε ἔχει νὰ κάνη μὲ τὸ λογιστικό τοῦ ἀνθρώπου μόνο, διότι κατὰ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως μετέχει ὅλος ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σῶμα του δηλαδή, μὲ ὅλες τὶς αἰσθήσεις του ἐν πλήρει λειτουργία. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βλέπη τὸν Χριστὸν ἐν δόξῃ, βρίσκεται σὲ κατάστασι πλήρους ἐγρηγόρσεως. Ὁπότε δὲν βλέπει μόνο ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ βλέπει καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.

…Τὸ ἄκτιστο Φῶς, ὅταν ὀρᾶται, εἶναι πολὺ πιὸ φωτεινὸ σὲ ἔντασι ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ διαφορετικῆς φύσεως ἀπὸ αὐτό. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Ἀλλὰ τὸ Φῶς αὐτὸ δὲν εἶναι κἂν φῶς, ὅπως τὸ ἐννοοῦμε, ὅπως τὸ γνωρίζομε ἐμεῖς τὸ φῶς. Γιατί; Διότι ὑπερβαίνει τὸ φῶς!

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὴν κατάστασι αὐτὴ τοῦ δοξασμοῦ, ὅταν παρέλθη ἡ ὅρασις τοῦ Φωτός, συνεχίζει νὰ συναναστρέφεται κανονικὰ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του, γιὰ ὅσο διάστημα συνεχίζεται αὐτὴ ἡ θεωτικὴ ἐνέργεια ἐπάνω του. Αὐτὸ τὸ βλέπομε καθαρὰ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Βλέπομε δηλαδὴ ὅτι, ὅταν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σὲ ὑπὲρ φύσιν κατάστασι, συνεχίζει νὰ συναναστρέφεται τοὺς ἄλλους γύρω του μὲ μόνη τὴ διαφορὰ ὅτι δὲν τρώγει, δὲν πίνει, δὲν κοιμᾶται, δὲν πηγαίνει γιὰ φυσική του ἀνάγκη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς καταστάσεως αὐτῆς, διότι βρίσκεται σὲ ὑπὲρ φύσιν κατάστασι καὶ τὸν συντηρεῖ στὴν ζωὴ μόνη ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Ὁπότε, ἂν αὐτὴ ἡ κατάστασις διαρκέση π.χ. 40 ἡμέρες καὶ 40 νύχτες, ὅπως συνέβη στὸν Μωϋσῆ στὸ ὅρος Σινά, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ τόσες ἡμέρες καὶ νύχτες δὲν κοιμᾶται, δὲν κουράζεται, δὲν τρώει, δὲν πίνει κλπ. Εἶναι δηλαδὴ ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ ἀδιάβλητα πάθη, τὰ φυσικὰ πάθη τοῦ σώματος. Καὶ τοῦτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τοῦ πεπτικοῦ συστήματος καθὼς καὶ τοῦ ὕπνου καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐπίγειος ἄγγελος. Κατὰ τὰ ἄλλα ὅμως συμπεριφέρεται ὅπως οἱ ἄλλοι. Περπατάει, μιλάει, συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἄλλους, μπορεῖ νὰ διδάσκη κλπ. καὶ ταυτόχρονα νὰ βρίσκεται καὶ στὴν κατάστασι αὐτή.

Πέμπτη, Ιουνίου 02, 2016

Τό ρωμαΐικον φιλότιμον ἒγινε δουλοπρέπεια!

πό τό βιβλίο «Ρωμῃοσύνη» το  π. Ἰωάννου Ρωμανίδου 
Τό ρωμαΐικον φιλότιμον μετετράπῃ εἰς γραικυλιστικήν ἀφέλειαν ἐξ αίτίας τῆς ἐσφαλμένης ὑψηλῆς ἐκτιμήσεως καί τῆς ἀβασίμου ἐμπιστοσύνης τοῦ Γραικοῦ εἰς τόν δυτικόν πολιτισμόν. Ὁ νεοέλληνας μέ τήν ἐμπιστοσύνην του εἰς τό ἀνύπαρκτον φιλότιμον τῶν ξένων ἔχει τήν πνευματική δομή τοῦ προδότου. Ἀρκεῖ νά τοῦ δοθῆ ἡ εὐκαιρία νά συνάψῃ φιλίαν μέ «φιλότιμον φιλέλληνα». Ἀπό πατριωτικόν ἐνθουσιασμόν θα θελήσῃ νά ὠφελήσῃ καί νά σώσῃ τήν Ἑλλαδίτσα του καί νά ἐξασφαλίσῃ τήν ὑποστήριξιν τοῦ φιλέλληνος τούτου, τοῦ τά λέγει ὅλα. Ἀλλά ἀντί νά ἀποκτήσῃ ὄργανον, γίνεται ὄργανον. Δέν ἀρκεῖ τούτου, ἀλλά καί πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι ἡ προδοσία του αὐτή εἶναι ὁ ὑψιστός πατριωτισμός. Οἱ ἔχοντες σχέσεις μέ τούς Γραικύλους Εὐρωπαῖοι καί Ἀμερικάνοι βλέπουν σαφῶς τό φιλότιμον, ἀλλά δυστυχῶς στη δουλοπρεπῆ του μορφή, καί....
τό ἐκλαμβάνουν ὀρθῶς ὡς δουλοπρέπεια ἀδυνάτου καί ὡς μορφήν φαινομενικῆς μεγαλοψυχίας. Εἰς τήν οὐσίαν ὁ Γραικός καί ὁ Ρωμῃός ἔχουν τόν ἴδιον φιλότιμον καί ἑπομένως τόν ἰδιον ἡρωισμόν καί τήν ἰδιαν ἀνδρείαν. Ἡ διαφορά μεταξύ των εἶναι ὅτι ὁ Γραικός ἔχει αἰσθήματα κατωτερότητος ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων καί Ἀμερικάνων, διότι ὑπεδουλώθη πολιτιστικῶς δεχόμενος τόν Γραικισμόν, ἐνῶ ὁ Ρωμῃός τοὐναντίον γνωρίζει τήν ἀνωτερότητα τῆς Ρωμῃοσύνης του καί οὐδέποτε ἐδέχθῃ νά γίνῃ ὁ Γραικύλος ξένου πολιτισμοῦ.

Πέμπτη, Απριλίου 28, 2016

Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία

 

Πού βρίσκεται ο Χριστός και πώς σώζει;

 Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική».

Είναι Μία γιατί είναι το Σώμα του Χριστού· είναι Αγία, γιατί αγιάζεται από την Κεφαλή της και όσοι συνδέονται με αυτήν αγιάζονται· είναι Καθολική, γιατί αυτή διαθέτει «πάσαν την αλήθειαν» και την ολοκληρωμένη πράξη, αλλά και γιατί βρίσκεται απλωμένη σε όλο τον κόσμο· και είναι Αποστολική, γιατί στηρίζεται στους Αποστόλους και όσοι είναι μέλη της Εκκλησίας έχουν την Αποστολική παράδοση και οι Κληρικοί έχουν την Αποστολική διαδοχή.

Όπως προ αναφέρθηκε, η Εκκλησία υπήρχε και προ της ενσαρκώσεως, αλλά ήταν άσαρκη, πνευματική, η άκτιστη Βασιλεία και δόξα του Τριαδικού Θεού, μετά δε την ενσάρκωση του Χριστού και την Πεντηκοστή η Εκκλησία έγινε Σώμα Χριστού.

Αυτή η άκτιστη δόξα είναι εκείνη που σώζει τους πιστούς, οι οποίοι δια των Μυστηρίων είναι ενωμένοι με την Εκκλησία.

«Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το οποίο αποτελείται από τους πιστούς στον Χριστό, που μετέχουν στην πρώτη ανάσταση, έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος ή και προγεύονται την θέωση».

Πρώτη ανάσταση είναι η μέθεξη τής ακτίστου Χάριτος του Θεού δια των Αγίων Μυστηρίων, ενώ ο άνθρωπος ακόμη ζει την βιολογική ζωή και είναι μέλος της Εκκλησίας, και δεύτερη ανάσταση είναι η βίωση της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετά θάνατο.

«Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος και οι Θεούμενοι». 

Στην Εκκλησία ανήκουν οι ζώντες Χριστιανοί, που λαμβάνουν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος ως σε αρραβώνα, και οι κεκοιμημένοι Άγιοι, που βιώνουν τον πνευματικό γάμο και λέγονται Θεούμενοι.

«Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι το κατοικητήριο τής ακτίστου δόξης του Θεού. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Χριστό από την Εκκλησία ούτε και την Εκκλησία από τον Χριστό.

Στον Παπισμό και Προτεσταντισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος και της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να μετέχει του Σώματος του Χριστού, χωρίς να είναι μέλος της Παπικής Εκκλησίας. Αυτό για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδύνατον».

Γι' αυτό δεν υπάρχουν Εκκλησίες έξω από την Μία Εκκλησία, όπως δεν μπορεί να ζει ένα μέλος του σώματος όταν αποκοπή από όλον τον οργανισμό του σώματος.

«Η Εκκλησία είναι ορατή και αόρατη. Στους Διαμαρτυρομένους επικρατεί η γνώμη ότι η Εκκλησία είναι μόνον αόρατη, τα δε Μυστήρια του Βαπτίσματος και της θείας ευχαριστίας είναι μόνον συμβολικές πράξεις και ότι μόνον ο Θεός γνωρίζει τα πραγματικά μέλη της. Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία τονίζει και το ορατό της Εκκλησίας».

Οι Άγιοι γνωρίζουν εκ πείρας την συνύπαρξη ορατού και αοράτου στοιχείου της Εκκλησίας. Η εμφάνιση πολλών Αγίων σε ζώντα Θεούμενα μέλη της Εκκλησίας δείχνει αυτήν την πραγματικότητα. Γι' αυτό και αληθινή γνώση του τι είναι η Εκκλησία έχουν όσοι έχουν προσωπική εμπειρία.

«Κατά τους Καλβινιστάς, ο Χριστός μετά την Ανάληψη κατοικεί στον ουρανό και, επομένως, είναι αδύνατη η μετατροπή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα του Χριστού. Υφίσταται παντελής απουσία του Χριστού. Το ίδιο περίπου τονίζεται και στην Παπική Εκκλησία, διότι δια της ευχής του ιερέως, ενώ ο Χριστός δεν ήταν παρών, τώρα κατέρχεται εκ των ουρανών και γίνεται παρών. Άρα, ο Χριστός απουσιάζει από την Εκκλησία». 

Στον Παπισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος του Χριστού, στο οποίο αντιπρόσωπος του Χριστού είναι ο Πάπας, και του ευχαριστιακού Άρτου. Αυτή όμως η άποψη δεν ευσταθεί κατά την πατερική παράδοση. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχει ταυτότητα μεταξύ Σώματος της Εκκλησίας και ευχαριστιακού Άρτου.

Η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται από κάθε τοπική Εκκλησία. Το κάθε επί μέρους είναι το όλο. Αυτό γίνεται και στο Μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Όταν κοινωνούμε έναν «μαργαρίτη», ένα μέρος του ευχαριστιακού Άρτου, τότε κοινωνούμε ολόκληρο τον Χριστό. Το ίδιο συμβαίνει και με την Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Χριστού.

Κάθε τοπική Εκκλησία είναι εν σμικρογραφία ολόκληρη η Εκκλησία. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι κάθε τοπική Εκκλησία, για να είναι καθολική, πρέπει να διασώζει «την πάσαν αλήθειαν» και την πάσα πράξη, που επιβεβαιώνει την αλήθεια και οδηγεί στην βίωσή της

«Στην αρχαία Εκκλησία, όταν ομιλούσαν περί του Σώματος του Χριστού και περί του Χριστού ως Κεφαλής της Εκκλησίας, δεν εννοούσαν ότι ο Χριστός είναι εξαπλωμένος σωματικώς σε όλον τον κόσμο και ότι π.χ. Είχε την κεφαλή στη Ρώμη, το ένα χέρι στην Ανατολή και το άλλο στην Δύση, αλλά ότι ολόκληρος ο Χριστός υπάρχει σε κάθε επί μέρους Εκκλησία με όλα τα μέλη της, ήτοι τους Αγίους και πιστούς της οικουμένης.

Τοιουτοτρόπως, όταν τελούμε την Θεία Ευχαριστία, κατά την διδασκαλία των Πατέρων, είναι παρών όχι μόνον ο Χριστός, αλλά και όλοι οι Άγιοι, όπως είναι παρόντες και οι Χριστιανοί όλης της οικουμένης. Όταν δε κοινωνούμε ένα μικρό τεμάχιο του Αγίου Άρτου, λαμβάνουμε εντός μας ολόκληρο τον Χριστό. Συνερχόμενοι οι Χριστιανοί επί τω αυτώ, συνέρχεται ολόκληρη η Εκκλησία και όχι ένα μέρος αυτής. Για τον λόγο αυτόν έχει επικρατήσει στην πατερική παράδοση, η Εκκλησία ενός Μοναστηριού να ονομάζεται "Καθολικό"».

Τα δόγματα, που είναι η διατύπωση της αποκαλυπτικής αληθείας, συνδέονται στενότατα με τα Μυστήρια. Υπάρχει μια ταυτότητα μεταξύ Ορθοδόξου θεολογίας και Μυστηρίων,

«Όπου δεν υπάρχει το Ορθόδοξο δόγμα, η Εκκλησία δεν είναι σε θέση να αποφανθεί περί της εγκυρότητος των Μυστηρίων. Κατά τους Πατέρες, το Ορθόδοξο δόγμα ουδέποτε χωρίζεται από την πνευματικότητα. Όπου υπάρχει εσφαλμένο δόγμα, υπάρχει εσφαλμένη πνευματικότητα και αντιθέτως. Πολλοί χωρίζουν το δόγμα από την ευσέβεια. Αυτό είναι σφάλμα. Όταν ο Χριστός λέγει "γίνεσθε τέλειοι όπως ο Πατήρ", σημαίνει ότι πρέπει να γνωρίζει κανείς ποια είναι η έννοια της τελειότητος.

Το κριτήριο της εγκυρότητας των Μυστηρίων για μας τους Ορθοδόξους είναι το Ορθόδοξο δόγμα, ενώ για τους ετεροδόξους είναι η Αποστολική διαδοχή. Για την Ορθόδοξη παράδοση δεν αρκεί να ανάγουμε την χειροτονία στους Αποστόλους, αλλά να έχουμε Ορθόδοξο δόγμα. Ευσέβεια και δόγμα είναι μια ταυτότητα και δεν χωρίζεται. Όπου υπάρχει ορθή διδασκαλία, υπάρχει και ορθή πράξη. Ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα και ορθή πράξη».

Η μετοχή των πιστών στο Σώμα της Εκκλησίας και η μέθεξη τής ακτίστου Χάριτος του Θεού, δια των Μυστηρίων και της προσευχής, τους σώζει από τον θάνατο, τον διάβολο και την αμαρτία.

Ο Χριστός σώζει τους ανθρώπους δια της Εκκλησίας Του και με οποιονδήποτε άλλον τρόπο Εκείνος γνωρίζει, αλλά εμείς γνωρίζουμε τον τρόπο που σώζεται κανείς, ήτοι δια των Μυστηρίων της Εκκλησίας και της Ορθοδόξου ευσεβείας, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση ή, όπως αλλιώς λέγεται, πράξη και θεωρία.

«Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Ο Χριστός προσφέρει την σωστική Χάρη σε όλους τους ανθρώπους. Όταν σώζεται κανείς εκτός της ορατής Εκκλησίας, αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο Χριστός σώζει αυτόν. Εάν αυτός είναι μέλος ετερόδοξο, τότε σώζεται αυτός διότι τον σώζει ο Χριστός και όχι η "παραφυάς", στην οποία ανήκει. Η σωτηρία του, λοιπόν, δεν επιτελείται από την "Εκκλησία" - "παραφυάδα" στην οποία ανήκει, διότι μία είναι η Εκκλησία που σώζει, δηλαδή ο Χριστός».
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
πηγή

Τετάρτη, Ιουλίου 15, 2015

Τό ρωμαΐικον φιλότιμον ἒγινε δουλοπρέπεια!



Τό ρωμαΐικον φιλότιμον μετετράπῃ εἰς γραικυλιστικήν ἀφέλειαν ἐξ αίτίας τῆς ἐσφαλμένης ὑψηλῆς ἐκτιμήσεως καί τῆς ἀβασίμου ἐμπιστοσύνης τοῦ Γραικοῦ εἰς τόν δυτικόν πολιτισμόν. Ὁ νεοέλληνας μέ τήν ἐμπιστοσύνην του εἰς τό ἀνύπαρκτον φιλότιμον τῶν ξένων ἔχει τήν πνευματική δομή τοῦ προδότου. Ἀρκεῖ νά τοῦ δοθῆ ἡ εὐκαιρία νά συνάψῃ φιλίαν μέ «φιλότιμον φιλέλληνα». Ἀπό πατριωτικόν ἐνθουσιασμόν θα θελήσῃ νά ὠφελήσῃ καί νά σώσῃ τήν Ἑλλαδίτσα του καί νά ἐξασφαλίσῃ τήν ὑποστήριξιν τοῦ φιλέλληνος τούτου, τοῦ τά λέγει ὅλα. Ἀλλά ἀντί νά ἀποκτήσῃ ὄργανον, γίνεται ὄργανον. Δέν ἀρκεῖ τούτου, ἀλλά καί πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι ἡ προδοσία του αὐτή εἶναι ὁ ὑψιστός πατριωτισμός. Οἱ ἔχοντες σχέσεις μέ τούς Γραικύλους Εὐρωπαῖοι... καί Ἀμερικάνοι βλέπουν σαφῶς τό φιλότιμον, ἀλλά δυστυχῶς στη δουλοπρεπῆ του μορφή, καί τό ἐκλαμβάνουν ὀρθῶς ὡς δουλοπρέπεια ἀδυνάτου καί ὡς μορφήν φαινομενικῆς μεγαλοψυχίας. Εἰς τήν οὐσίαν ὁ Γραικός καί ὁ Ρωμῃός ἔχουν τόν ἴδιον φιλότιμον καί ἑπομένως τόν ἰδιον ἡρωισμόν καί τήν ἰδιαν ἀνδρείαν. Ἡ διαφορά μεταξύ των εἶναι ὅτι ὁ Γραικός ἔχει αἰσθήματα κατωτερότητος ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων καί Ἀμερικάνων, διότι ὑπεδουλώθη πολιτιστικῶς δεχόμενος τόν Γραικισμόν, ἐνῶ ὁ Ρωμῃός τοὐναντίον γνωρίζει τήν ἀνωτερότητα τῆς Ρωμῃοσύνης του καί οὐδέποτε ἐδέχθῃ νά γίνῃ ὁ Γραικύλος ξένου πολιτισμοῦ.



π.Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμῃοσύνη
πηγή

Παρασκευή, Απριλίου 17, 2015

Το έργο των Πατέρων: Οδοδείκτες θεραπείας

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!


π. Ι. Ρωμανίδης

Οι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων ονομάσθηκαν Πατέρες και μάλιστα Αποστολικοί Πατέρες, και οι διάδοχοι των τελευταίων είναι εκείνοι που χαρακτηρίσθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας. Ουσιαστικά, οι Πατέρες είναι η γέφυρα που ενώνει την Αποστολική εποχή με κάθε εκκλησιαστική εποχή, γι’ αυτό, και όπως λέγεται, η Εκκλησία είναι Αποστολική, επειδή είναι πατερική.

Οι Πατέρες δεν είναι απλώς οι μεγάλοι επιστήμονες που γνώρισαν την ανθρώπινη γνώση και σοφία, αλλά εκείνοι που έλαβαν το άγιον Πνεύμα, είχαν μεθέξει της θεοποιού ενεργείας του Θεού, απέκτησαν την υπαρξιακή γνώση του Θεού και την διατύπωσαν, με τα ιδιαίτερα χαρίσματα και την παιδεία που είχαν.

Η πατερική εποχή είναι η Αποστολική εποχή σε κάθε εποχή, που σχετίζεται με την αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Ουσιαστικά, Αποστολική και πατερική εποχή είναι η εκκλησιαστική ζωή.
Σε τι διαφέρουν οι Πατέρες από τους Αποστόλους;

«Πρέπει να χαρακτηρίσουμε τι είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τής Αποστολικής εποχής. Τι είναι Απόστολος, τι είναι ενορία στην Αποστολική εποχή, τι είναι θεολογία, τι είναι ο σκοπός της θεολογίας, ποιες είναι οι διαβαθμίσεις της θεολογικής κατανόησης και τι είναι οι Άγιοι, τι είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας, και τι είναι η διαφορά μεταξύ Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι διάδοχοι των Αγίων Αποστόλων και έχουν την ίδια εμπειρία με αυτούς. Αυτοί είχαν προσωπική εμπειρία και γέννησαν πνευματικά παιδιά που τα αναγέννησαν εν Χριστώ. Η καθοδήγηση και η αναγέννησή τους συνδέεται με την πορεία προς την θέωση.

Αυτή ουσιαστικά είναι η Ορθόδοξη ποιμαντική. Αλλά για να καθοδηγήσει κανείς τα πνευματικά του παιδιά προς την θέωση, πρέπει να γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά αυτήν την πορεία, διαφορετικά η εξάσκηση της ποιμαντικής είναι εξωτερική-ηθικολογική. Οι Πατέρες είναι οι θεολόγοι στην Εκκλησία, αφού έχουν φθάσει στον φωτισμό και την θέωση, γι’ αυτό και η ποιμαντική των ανθρώπων πρέπει να γίνεται θεολογικά.

«Προκύπτει το θέμα, τι είναι αυτός ο Πατέρας της Εκκλησίας, γιατί λέγεται Πατέρας της Εκκλησίας και τι είναι αυτοί οι Άγιοι και όλοι αυτοί οι θεολόγοι και πώς θεολογούν; Αυτό είναι ένα θέμα που θέλει πολύ μεγάλη προσοχή».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας έφθασαν στην βίωση του μυστηρίου της Πεντηκοστής. Η δε θεοπνευστία συνδέεται αναπόσπαστα με την Πεντηκοστή. «Διερωτάται κανείς, θεόπνευστα είναι μόνο τα συγγράμματα της Αγίας Γραφής ή και τα συγγράμματα και των θεοπνεύστων της ιστορίας;».

Βεβαίως και τα συγγράμματα τών Πατέρων είναι θεόπνευστα, γιατί «η εμπειρία της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται και μετά την Πεντηκοστή».

Έτσι, οι Πατέρες γνώρισαν την διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος, αλλά το σπουδαίο είναι ότι οι Πατέρες γνώρισαν και τον δρόμο για να οδηγήσουν τα πνευματικά τους παιδιά στην εμπειρία και την γνώση του Τριαδικού Θεού.

«Υπάρχουν εκείνοι που γνωρίζουν και πού πάνε και πώς να φθάσουν. Είναι εκείνοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ήξεραν την διδασκαλία, περί της Αγίας Τριάδος, αλλά ήξεραν και την οδό».

Το θεμέλιο της πατερικής θεολογίας συνδέεται με την ουσία της εκκλησιαστικής ζωής, που συγκεκριμενοποιείται στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δει κανείς και την διδασκαλία των Πατέρων για την κοινωνία και τα κοινωνικά φαινόμενα. Η διδασκαλία τους δεν πρέπει να εξετάζεται από ιδεολογικής, στοχαστικής και κοινωνιολογικής πλευράς. Για να καταλάβει κανείς τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι Άγιοι Πατέρες, πρέπει να δει τον τρόπο ζωής του συγχρόνου Ορθοδόξου μοναχισμού, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση.

«Στην πατερική θεολογία τα θεμέλια της Ορθοδόξου αντιλήψεως περί κοινωνίας, δηλαδή, εκκλησιαστικής κοινωνίας που εκφράζεται κατ' εξοχήν σήμερα στον μοναχισμό, είναι η κάθαρση, η φώτιση και η θέωση».

Η προσευχή, και μάλιστα η νοερά προσευχή, είναι δείγμα ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στο στάδιο του φωτισμού, αφού είχε περάσει προηγουμένως το στάδιο της καθάρσεως και τώρα οδεύει στην θεοπτία. Τότε αναδεικνύεται κανείς θεολόγος στην Εκκλησία. Ορθόδοξος θεολόγος είναι αυτός που προσεύχεται, και μάλιστα νοερά, και αξιώνεται της θείας εμπειρίας. Δεν πρόκειται για θεολογικό στοχασμό, αλλά για έκφραση της εμπειρικής ζωής.

Αυτό φαίνεται καθαρά στα συγγράμματα των Πατέρων και, μάλιστα, στην Ορθόδοξη ανθρωπολογία τους. Δεν είναι δυνατόν να αναλύει κανείς πατερικά έργα και να αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα.

«Εάν κανείς δεν ανατρέξει στα συγγράμματα των Πατέρων να δει την ανθρωπολογία τους, να δει τα θεμέλια της πνευματικότητας τους, να δει τι είναι αυτή η κατάσταση του φωτισμού κατά τους Πατέρες και τι είναι οι επιπτώσεις τής καταστάσεως τού φωτισμού επί τής σωματικής αγωγής του ανθρώπου, με όλους αυτούς τους ηρωισμούς που εκάνανε οι καλόγεροι στις ερήμους, επάνω στις στήλες, χωρίς φαΐ και τους κρατούσε ο Θεός επάνω σε μια θεωμένη κατάσταση, δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι η Ορθόδοξη θεολογία».

«Είναι πολύ επικίνδυνο κανείς να ασχολείται με πατερικά κείμενα, εάν δεν έχει μια σαφή ιδέα περί των πλαισίων της πατερικής παραδόσεως, επίσης, εάν κανείς φαντάζεται ότι οι Πατέρες ήσαν στοχαστές. Οι Πατέρες δεν είναι στοχαστές».

Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μερικοί Πατέρες που ασκούνται στα Μοναστήρια και τις ερήμους είναι νηπτικοί-ησυχαστές, ενώ οι άλλοι που διακονούν στον κόσμο είναι κοινωνικοί. Όμως, «όλοι οι θεολόγοι Πατέρες της Εκκλησίας είναι ησυχαστές». Όλοι οι Χριστιανοί στην αρχαία Εκκλησία, όπως φαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές των Αποστόλων, ήταν ησυχαστές. Ακόμη, ησυχαστές ήταν και οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και οι Απόστολοι και οι Πατέρες στην ζωή της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να χωρισθούν οι Πατέρες της Εκκλησίας σε Μεγάλους Πατέρες και σε ησυχαστές Πατέρες. «Όλοι οι Πατέρες ήταν νηπτικοί, ασκητικοί». «Η ασκητική παράδοση είναι η ουσία της Αγίας Γραφής».

Οι Πατέρες θεραπεύθηκαν οι ίδιοι, γνώρισαν τον Θεό και στην συνέχεια θεράπευαν την πνευματική ασθένεια των ανθρώπων. Η πατερική θεολογία είναι πνευματική ιατρική.

«Η πατερική θεολογία είναι γεμάτη από ιατρικές παραστάσεις. Αρκεί μόνο τα τροπάρια της Εκκλησίας να κοιτάξουμε, τις ακολουθίες, και θα δούμε πως είναι γεμάτα από αυτές τις εκφράσεις, «ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών» κλπ. Τον ίδιο τον Χριστό τον παριστάνουμε σαν γιατρό, τα Μοναστήρια ως νοσοκομεία και τους Πνευματικούς Πατέρες, ως γιατρούς, όχι σαν ηθικοπατέρες».

Ο άνθρωπος μετά την πτώση ασθένησε πνευματικά, εισήλθε μέσα στην ύπαρξη του η θνητότητα και παθητότητα και οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματος ενεργούν παρά φύση. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται θεραπεία.

«Οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, όπως είναι αυτήν την στιγμή σήμερα, διότι εκείνο που χρειάζεται θεραπεία είναι ο άνθρωπος».

Η πατερική θεολογία είναι ένα είδος ψυχιατρικής, αλλά όμως διαφέρει σαφέστατα από την σύγχρονη ψυχιατρική, μάλιστα δε την υπερβαίνει, διότι «έχει πράγματα τα οποία η ψυχιατρική ούτε τα φαντάζεται ότι υπάρχουν, ούτε η ψυχολογία».

Έτσι, οι Πνευματικοί Πατέρες βρίσκονται μέσα στον ρου της Παραδόσεως, γνωρίζουν εκ πείρας τον Θεό και βοηθούν και άλλους ανθρώπους να μεθέξουν αυτής της εμπειρίας. Γι’ αυτό ο Πνευματικός Πατέρας ταυτίζεται με τον θεολόγο, αφού η πνευματική πατρότητα συνδέεται με την θεραπεία της νοσούσης προσωπικότητος του ανθρώπου.

«Η Ορθοδοξία, τώρα, τι είναι; Είναι ένα συγκρότημα από Πνευματικούς Πατέρες, οι οποίοι ξεύρουν ότι καθένας έχει αυτόν τον θησαυρό μέσα του, την νοερά ενέργεια. Και το έργο του Πνευματικού Πατέρα τι είναι; εκεί που στα κάρβουνα υπάρχει μια μικρή σπίθα, παίρνεις το φυσερό, το φυσάς και μετά από λίγο γίνεται μια φλόγα. Αυτό είναι το έργο του. Εκείνος που είναι φωτισμένος και, επειδή είναι φωτισμένος, ξέρει να φωτίσει τον άλλον, πιάνει τον άλλον και παίρνει την σπίθα που έχει μέσα του, και αυτήν την σπίθα την κάνει φωτιά πλέον και μέχρι θέωση μπορεί να φθάσει κανείς.

Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας. Αλλά, όπως έχει εξελιχθεί η Εκκλησία, αντί να είναι ένα συγκρότημα από Πνευματικούς Πατέρες, όπως ένα νοσοκομείο, που έχει ας πούμε πενήντα γιατρούς, πέρασαν δύο χιλιάδες χρόνια και βρέθηκε νοσοκομείο χωρίς γιατρούς, αλλά λέγονται γιατροί αυτοί που είναι μέσα και δεν θεραπεύουν τίποτα. Δηλαδή, κινδυνεύουμε να φθάσουμε σε αυτό το σημείο και το μόνο πράγμα που θα μάς γλυτώσει είναι η επάνοδος στους Πατέρες της Εκκλησίας».

Οι Πνευματικοί Πατέρες, ως πνευματικοί ιατροί, κάνουν κατ' αρχάς πνευματική διάγνωση της ασθενείας. Στην συνέχεια, ο Πνευματικός Πατέρας βοηθά τα πνευματικά παιδιά να περνούν από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση.
Διάγνωση είναι ότι «η καρδιά του ανθρώπου έχει αμαυρωθεί». Και θεραπεία «είναι να φύγουν οι λογισμοί από την καρδιά και να μένη ένας λογισμός, που θα είναι η αέναη μνήμη του Θεού, ώστε όταν κανείς εργάζεται, διαβάζει, γράφει, περπατάει, δουλεύει στο εργοστάσιο, πάει για ψώνια και όταν κοιμάται ακόμη, η ευχή να λειτουργεί μέσα του αυτομάτως. Οπότε, αυτή η ευχή ανεξαρτητοποιείται από την λογική φαιά ουσία, που είναι στον εγκέφαλο, και συνέχεια εργάζεται».

Ο έμπειρος Πνευματικός Πατέρας γνωρίζει την πνευματική κατάσταση του Χριστιανού που βρίσκεται στην κάθαρση και τον φωτισμό και τον καθοδηγεί καταλλήλως. Υπάρχουν δε σαφή τεκμήρια ότι ο άνθρωπος θεραπεύθηκε, όταν γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και προσεύχεται αδιαλείπτως. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να γίνεται λόγος για υπακοή. Η υπακοή γίνεται στον Πνευματικό Πατέρα, που γνωρίζει από αυτήν την εσωτερική πλευρά της πνευματικής ζωής και με σκοπό να περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση.

«Σήμερα έχει γίνει μια διαστροφή της εννοίας της υπακοής. Και κάποιος διδάσκει ότι οι Πατέρες λένε να κάνης υπακοή στον Πνευματικό Πατέρα. Ναι, σε ποιόν Πνευματικό Πατέρα; Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν θα κάνης υπακοή σε οποιονδήποτε Πνευματικό Πατέρα. Διότι, αν κάνης υπακοή σε έναν Πνευματικό Πατέρα, ο οποίος ιδέα δεν έχει από κάθαρση του νοός, ασφαλώς δεν θα αποκτήσεις κεκαθαρμένο νου. Δεν θα καθαρισθεί ποτέ ο νους σου».

Η πνευματική πατρότητα εξασκείται παράλληλα και σε συνδυασμό με την Ιεροσύνη, διότι ο άνθρωπος προοδεύει πνευματικά με την ασκητική, αλλά και την μυστηριακή ζωή. Αυτό σημαίνει ότι για να γίνει κάποιος Πνευματικός Πατέρας πρέπει να είναι αναγεννημένος πνευματικά, να έχει την Χάρη του Θεού μέσα του.

«Η χειροτονία ήταν μία πράξη της Εκκλησίας, με την οποία η Εκκλησία πιστοποιούσε ότι αυτός κάνει για Πρεσβύτερος, επειδή είχε φθάσει κάπου και γι’ αυτό κάνει και για Πνευματικός Πατέρας. Αν, όμως, δεν έφθανε, δεν κάνει για Πνευματικός Πατέρας, οπότε δεν μπορεί να φθάσει σε χειροτονία Πρεσβυτέρου, χειροτονία Επισκόπου».

Βέβαια, ο κατ' εξοχήν διδάσκαλος στην Εκκλησία και ο κατ' εξοχήν Πνευματικός Πατέρας είναι ο Επίσκοπος.

«Ξέρουμε πολύ καλά ότι ο Επίσκοπος είναι ο κατ' εξοχήν διδάσκαλος της Εκκλησίας και Πνευματικός Πατέρας. Αυτό είναι ο Επίσκοπος, γι’ αυτό και ο Επίσκοπος ελέγετο Πατέρας. Όταν λέγανε «Πάτερ» στην αρχαία Εκκλησία, δεν εννοούσαν τους Πρεσβυτέρους, εννοούσαν τους Επισκόπους.
Γι’ αυτό και οι Επίσκοποι της Εκκλησίας, ως Πνευματικοί Πατέρες, λέγονται Πατέρες και όταν λάμβαναν μέρος σε μία Σύνοδο και όταν γίνονται Άγιοι της Εκκλησίας, λέγονται Πατέρες. Τώρα αυτή η διάκριση μεταξύ Αγίων και Πατέρων δεν υπάρχει στους Πατέρες. Στους Πατέρες της Εκκλησίας οι Άγιοι είναι Πατέρες και Πατέρες είναι οι Άγιοι. Αλλά κατ' εξοχήν Πατέρες είναι οι Επίσκοποι. Αυτό που σήμερα τον Επίσκοπο τον λέμε: Σεβασμιώτατε, Θεοφιλέστατε, Μακαριώτατε κλπ. Εκείνα τα χρόνια τον λέγανε Πατέρα, ήταν ο Πνευματικός Πατέρας».

Μέσα από την πνευματική αυτή θεραπεία, κατά την οποία πρέπει να θεραπευθεί ο νους του ανθρώπου, πρέπει να δούμε και την διδασκαλία των Πατέρων για τα κοινωνικά ζητήματα.

«Δεν προσευχόμαστε για να γίνει η φώτιση στην μέλλουσα ζωή. Η όλη προσπάθεια της φώτισης είναι γι’ αυτή την ζωή. Και σε αυτή την ζωή πρέπει να γίνει η αλλαγή της ανθρώπινης προσωπικότητος. Και επομένως, εφ’ όσον σε αυτή την ζωή γίνεται η προσπάθεια αλλαγής της ανθρώπινης προσωπικότητος, συνεπάγεται ότι η όλη προσπάθεια γίνεται και για την αλλαγή της κοινωνικής δομής. Δηλαδή, δεν περιορίζεται η αλλαγή μόνο για την μέλλουσα ζωή.

Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ορθόδοξοι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν τεράστια επίδραση επί των κοινωνικών θεμάτων της εποχής τους. Γι’ αυτό και η νομοθεσία της Κωνσταντινουπόλεως που είναι η ρωμαϊκή νομοθεσία, για το είδος της, για την εποχή της, έφθασε στα ύψη. Και καμιά νομοθεσία δεν μπορεί να συγκριθεί με την νομοθεσία της Κωνσταντινουπόλεως, κυρίως στα χρόνια του Ιουστινιανού και μετά τον Ιουστινιανό».


πηγή
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...