Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 31, 2015

Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς κι’ οἱ Μάρτυρες τῆς Ὀρθοδοξίας

(28 Μαρτίου)

Ὁ πολὺς ὁ κόσμος ξέρει μοναχὰ τὰ κακὰ τῶν παπάδων καί, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποιους διεφθαρμένους, σαρώνει γενικὰ ὅσους φορᾶνε ράσο. M' αὐτὸν τὸν τρόπο, κοντὰ στὶς ἄλλες δοκιμασίες ποὺ ὑποφέρουνε οἱ καλοὶ κληρικοί, τραβᾶνε καὶ τὸ μαρτύριο τῆς διαπόμπευσης, πληρώνοντας τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάνουνε οἱ ἀνάξιοι συνάδελφοί τους.

Ἔτσι καὶ γιὰ τοὺς κληρικοὺς τῆς παλιᾶς Ρωσίας ἔχουμε τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε ὅλοι παληανθρώποι κι' ὑποκριτές, ποὺ βάζανε τὸ ράσο γιὰ νὰ ἐκμεταλλεύωνται τοὺς μουζίκους ἢ καὶ τοὺς ἀφεντάδες, ὅπως ἔκανε ὁ διαβόητος ὁ Ρασπούτιν. Αὐτὴ ὅμως ἡ γνώμη εἶναι ἄδικη, γιατί, ὅπως γίνεται πάντα, ἀνάμεσα στοὺς ἀνάξιους κληρικοὺς τῆς Ρωσίας σταθήκανε καὶ πολλοὶ ἄξιοι ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα κάποιοι ποὺ ἁγιάσανε. Αὐτοὶ λάμπουνε σὰν τὰ διαμάντια ποὺ βρίσκονται ἀνακατεμένα μὲ τὰ σκουπίδια. Μὲ τοὺς ἀγῶνες τους, μὲ τὰ μαρτύρια ποὺ περάσανε καρτερικὰ γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μπορέσανε καὶ ἡμερέψανε ἐκεῖνες τὶς ἄγριες ψυχές, ποὺ εἶναι σκληρὲς σὰν τὸν παγωμένο τὸ βοριὰ ποὺ φυσᾶ στοὺς ἔρημους τόπους ποὺ γεννιοῦνται. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι τῆς στέππας σπείρανε σ' αὐτὴ τὸ σπόρο τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ ἀβάσταχτους κόπους "τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησαν" καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τους, καθὼς καὶ μὲ τὸ κήρυγμα, μαλακώσανε ἐκεῖνα τὰ ἄγρια καὶ σκληρὰ θηρία, πληρώνοντας συχνὰ μὲ τὴ ζωὴ τους ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς ποὺ φέρανε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Πολλοὶ ἀπ' αὐτοὺς μποροῦνε νὰ ὀνομασθοῦνε Ὁμολογητές, γιατί βασανισθήκανε ἀπὸ σκληροὺς τσάρους, μ' ὅλο ποὺ ἐκεῖνοι οἱ βασιλιάδες ἤτανε χριστιανοί, σὰν τοὺς δικούς μας εἰκονομάχους, ποὺ καταδιώξανε ὅσους ὑπερασπιζόντανε τὴν Ὀρθοδοξία.

Τέτοιοι ἅγιοι δὲν λείψανε ποτὲ ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, οἱ περισσότεροι ὅμως φανήκανε στὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερός. Αὐτὸς ὁ παράξενος ἄνθρωπος, ποὺ μέσα στὴν ψυχὴ του παλεύανε τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, ὁ Θεὸς μὲ τὸ διάβολο, κάθισε στὸ θρόνο τῆς Ρωσίας στὰ 1530, σὲ ἡλικία τριῶν χρονῶν, κάτω ἀπὸ τὴν κηδεμονία τῆς μητέρας του Ἑλένης. Παπποὺς του ἤτανε ὁ Ἰβὰν ὁ Τρίτος, ἄνθρωπος σκληρός, πλὴν σωτῆρας γιὰ τὸ ἔθνος του, γιατί μπόρεσε καὶ ἕνωσε ὅλους τοὺς Ρώσους σ' ἕνα κράτος καὶ γλύτωσε τὴν πατρίδα του ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ποὺ τὴν εἴχανε βασανίσει κ' ἤτανε ὁ βραχνάς της. Σὰν πέθανε ἡ γυναῖκα του, παντρεύτηκε γιὰ δεύτερη φορὰ τὴ Σοφία, ποὺ ἤτανε κόρη τοῦ Θωμᾶ Παλαιολόγου, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ τελευταίου βασιλιᾶ τῆς Κωνσταντινούπολης. Αὐτὴ ἡ γυναῖκα ἤτανε πολὺ ἔξυπνη κι' ὁ Ἰβὰν ζητοῦσε τὴ συμβουλή της σὲ ὅ,τι ἐπιχειροῦσε καὶ πάντα ἔβγαινε σὲ καλό. Τέτοιον φόβο εἴχανε πάθει οἱ Ρώσοι ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ποὺ κ' ἐκεῖνος ὁ φοβερὸς κι' ἄφοβος Ἰβὰν δὲν ἀποτολμοῦσε νὰ τοὺς χτυπήση. Μὰ ἡ γυναῖκα του ἡ Σοφία μὲ τὰ λόγια της τὸν ἔκανε ν' ἀποφασίση τὸν πόλεμο καὶ δικαιώθηκε. Γιατί τοὺς νίκησε κατὰ κράτος καὶ τοὺς ἔβαλε νὰ πληρώσουνε φόρο, αὐτοὶ ποὺ πρωτύτερα ἤτανε οἱ ἀφεντάδες τῆς Ρωσίας. 

Ὓστερ' ἀπ' αὐτούς, πολέμησε καταπάνω στοὺς Λιθουάνους καὶ πῆρε τὶς χῶρες ποὺ βαστούσανε ἀπὸ τὴ Ρωσία. Καὶ τόσο δυνάμωσε τὸ σκῆπτρο του, ποὺ ζητούσανε τὴ φιλία του ὅλα τὰ βασίλεια ποὺ ἤτανε δυνατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνον, οἱ Τοῦρκοι, οἱ Γερμανοί, οἱ Βενετσιάνοι, οἱ Οὐγγαρέζοι κ. ἄ. Ἔτσι, ἡ Ἑλληνίδα γυναῖκα του ἐκδικήθηκε γιὰ τὴν ἀτίμωση ποὺ εἶχε πάθει ἡ οἰκογένειά της κ' ἡ πατρίδα της, βλέποντας τοὺς Τούρκους νὰ παρακαλοῦνε τὸν ἄνδρα της νὰ τοὺς δώση τὴ φιλία του. Ἡ ἴδια, ὓστερ' ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, εἶχε καταφύγει προσφυγοπούλα στὴν Ἰταλία, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της, τὸν προκομμένο Θωμᾶ, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο παίρνοντας μαζί του καὶ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, γιὰ νὰ τὸ δωρήση στὸν πάπα. Μὲ τὴ συμβουλὴ της ὁ Ἰβὰν κάλεσε στὸ παλάτι τοῦ πολλοὺς Ἕλληνες σπουδασμένους, προπάντων καλόγερους, ποὺ μεταφράσανε στὰ ρούσικα τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ γιατρούς, μηχανικούς, ἀρχιτέκτονες κι' ἁγιογράφους.

Λοιπόν, ὁ Ἰβὰν ὁ Τέταρτος, ὁ λεγόμενος Τρομερός, ἤτανε ἔγγονας τοῦ Ἰβὰν τοῦ Τρίτου καὶ γυιὸς τοῦ τσάρου Βασίλη, ποὺ διαδέχτηκε τὸν πατέρα του καὶ ποὺ ἤτανε γυιὸς τῆς Σοφίας. Ὥστε ἐκεῖνος ὁ περιβόητος τσάρος εἶχε καὶ λίγο ἑλληνικὸ αἷμα στὶς φλέβες του. Ἀνακηρύχθηκε τσάρος σὰν ἦρθε σὲ ἡλικία, στὰ 1547. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν κυβέρνηση τῆς χώρας του, νίκησε τοὺς Τατάρους, κυρίεψε τὸ Καζὰν καὶ τὸ Ἀστραχάν, ἔφταξε ὥς τὴ Σιβηρία μὲ τοὺς καβαλλάρηδες Κοζάκους. Ἔδωσε ἄδεια στοὺς τυχοδιῶκτες ἐμπόρους Ἐγγλέζους κι' Ὁλλαντέζους νὰ κάνουνε σκάλες γιὰ τὰ καράβια τους στὸν παγωμένον Ἀρχάγγελο κ' ἔτσι ἔφερε τὴ Ρωσία σὲ συνάφεια μὲ τὴν Εὐρώπη, ποὺ ἤτανε χωρισμένη ἀπ' αὐτὴ παραπάνω ἀπὸ τρακόσια χρόνια. Μὰ σκόνταψε ἀπάνω στὴ συμμαχία ποὺ εἴχανε κάνει καταπάνω του ἡ Πολωνία, ἡ Λιθουανία κ' ἡ Σουηδία. Ὅπως ἤτανε σκληρὸς καὶ θυμώδης, ἐξαγριώθηκε ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς νικήση κι' ἄρχισε νὰ βλέπῃ παντοῦ προδότες. Ξεχαλινώθηκε ὁλότελα καὶ παραδόθηκε στὶς ἀσωτεῖες καὶ στὰ κακουργήματα. Γίνηκε ἄστατος, ἡ γνώμη του ἄλλαζε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα. Ἐκεῖ ποὺ μετάνοιωνε, ξανάπιανε τὴν αἱματοχυσία, θέλοντας νὰ ἐκδικηθῆ, πολλὲς φορές, ἀθῴους ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ὑποπτευότανε. Ὕστερα, πάλι, τὸν ἔπιανε ἡ εὐλάβεια καὶ κλεινότανε σ' ἕνα μοναστῆρι ποὺ τὸ εἶχε γιὰ τὸν ἑαυτό του, λεγόμενο Ἀλεξαντρόβσκαγια Σλομπόντα, μαζὶ μὲ τοὺς μπιστεμένους του, ποὺ ἤτανε ὅλοι φονιάδες καὶ βασανιστὲς καὶ κεῖ μέσα στεκόντανε ὧρες ἀτελείωτες, ἀκούγοντας τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὶς λειτουργίες, ντυμένοι μὲ ράσα, ὅπως ἤτανε μὲ ράσο κι' ὁ ἴδιος ὁ Ἰβάν. Μάταια ἀντιστεκόντανε σ' αὐτὲς τὶς τρέλες οἱ ἄνθρωποι τῆς θρησκείας, ἀψηφώντας τὴ ζωή τους, ὅπως ἔκανε ὁ μητροπολίτης Μακάριος κ' οἱ διάδοχοί του Ἀθανάσιος καὶ Γερμανός.

M' αὐτὰ καὶ μὲ ἄλλα τέτοια καμώματα, ἔβγαλε τὸ ὄνομα "Τρομερός". Ὁ κόσμος τὸν ἔτρεμε. Γιὰ νὰ ἐξοντώση τοὺς ἄρχοντες Μπογιάρους, ποὺ ἐξουσιάζανε πρὶν στὴ Ρωσία, τοὺς ἔστειλε στὰ πιὸ μακρινὰ μέρη, προστάζοντας νὰ ἀλλάζουνε τόπο βιαστικά, μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους καὶ τοὺς παραγυιούς τους. Τὶς διαταγὲς του τὶς κάνανε οἱ σωματοφυλάκοι του ποὺ τοὺς λέγανε "ὀπρίτσνικους", ὡς ἕξι χιλιάδες καβαλλάρηδες, ποὺ τρέχανε σὰν νὰ πετούσανε σὲ κάθε μεριὰ τῆς Ρωσίας, ἔχοντας κρεμασμένα ἀπὸ τὶς σέλλες τους ἕνα σκυλίσιο κεφάλι καὶ μία σκούπα κι' ἀπ' ὅπου περνούσανε δὲν φύτρωνε χορτάρι. Βάζανε φωτιὰ στ' ἀρχοντικά, ἀτιμάζανε τὶς γυναῖκες, σφάζανε καὶ μπομπεύανε χωρὶς νὰ λογαριάσουνε τίποτα. Ὅλοι σκύβανε τὸ κεφάλι στὶς προσταγὲς τοῦ τσάρου κι' ὁ θυμὸς του ἤτανε γιὰ τὸ λαὸ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Μοναχὰ ἡ Ἐκκλησία ἔπαιρνε τὸ θάρρος νὰ φωνάξη.

Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἤτανε πνευματικὴ κόρη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου καὶ καυχιότανε γι' αὐτὴ τὴν καταγωγὴ της κ' ἤτανε πάντα ὑπάκουή της. Ἀλλά, σὰν ἄρχισε ἡ Κωνσταντινούπολη νὰ κολακεύη τὴν αἱρετικὴ Ρώμη καὶ πῆγε ὁ βασιλιὰς Ἰωάννης στὴ Φλωρεντία γιὰ νὰ κάνῃ τὴν Ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους, οἱ Ρῶσοι τὸ δεχτήκανε ἄσχημα καὶ χάσανε τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ εἴχανε στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ μητροπολίτης τοῦ Κιέβου Ἰσίδωρος, ποὺ ἤθελε τὴν ἕνωση καὶ πῆγε στὴ Μόσχα τὶς ἀποφάσεις ποὺ εἴχανε πάρει οἱ ἑνωτικοὶ στὴ Φλωρεντία, ἀναγκάσθηκε νὰ φύγη, γιατί ὁ μεγάλος πρίγκιπας Βασίλειος ἔβγαλε διάγγελμα καὶ τὸν ἔλεγε "υἱὸν τοῦ σατανᾶ καὶ προδότην τῆς ἀρχαίας Ὀρθοδόξου πίστεως". Καὶ μ' ὅλο ποὺ δὲν ἔγινε ἡ ἕνωση καὶ σώθηκε ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸν Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, ὡστόσο, σὰν πάρθηκε, σὲ λίγο, ἡ Πόλη ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὰ 1453, οἱ Ρῶσοι εἴπανε πὼς αὐτὸ ἤτανε ἡ τιμωρία ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς στοὺς Ἕλληνες γιὰ τὴν ἀπιστία τους. Ἀπὸ τότε ὑψώθηκε μέσα στὴ ρούσικη ψυχὴ τὸ θρησκευτικὸ φρόνημα, μ' ὅλο ποὺ ὥς τὰ σήμερα ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία νοιώθει σεβασμὸ στὴ μητέρα της τὴν Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία, ποὺ τῆς πρωτόδωσε τὴν πίστη. Ἀπὸ τότε οἱ Ρῶσοι πιστέψανε πὼς ὁ Χριστὸς ἔχρισε τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία σὰν διάδοχο τῆς Ἑλληνικῆς, τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὓστερ' ἀπὸ τὸ σχίσμα τῆς Παλαιᾶς Ρώμης κ' ὕστερα ἀπὸ τὸ τούρκεμα τῆς Νέας Ρώμης. Ἡ Μόσχα ὀνομάσθηκε Τρίτη Ρώμη κ' οἱ τσάροι διαδεχθήκανε τοὺς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου.

Γιὰ τοῦτο κι' ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς πίστευε πὼς εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ βλογημένος ἀπ' αὐτόν. Ἤτανε σπουδασμένος στὴ θεολογία καὶ γνώριζε καλὰ τὰ ἔργα ποὺ γράψανε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Διάβαζε τοὺς βίους τῶν ἁγίων ποὺ ἤτανε γραμμένοι στὰ Μηναῖα ποὺ εἶχε κάνει ὁ μητροπολίτης Μακάριος καὶ ποὺ λέγανε ρούσικα "Βελίκιγια Τσέτγκι Μινέγι". Συζητοῦσε μὲ τοὺς θεολόγους ἀπάνω σὲ ζητήματα θεολογικά, ταχτικὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ στεκότανε ἀκίνητος στὴ λειτουργία, γονατίζοντας κάθε τόσο. Στὰ νεανικὰ χρόνια του εἶχε δασκάλους δύο εὐλαβέστατους κληρικούς, τὸν ξομολόγο Σίλβεστρο καὶ τὸ μητροπολίτη Μακάριο. Μὰ σὰν ἔπεσε στὴν παραλυσία κι' ἄρχισε νὰ ζῇ μὲ κακὴ συναναστροφή, περηφανεύθηκε καὶ νόμισε πὼς αὐτὸς ἤτανε ὁ κεχρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι' ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας. Σημείωσε πὼς οἱ κληρικοὶ τῆς Ρωσίας στεκόντανε πάντα μακριὰ ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια κι' ἀπὸ τὴν πολιτική. Ἀλλά, βλέποντας τὶς παρανομίες ποὺ κάνανε οἱ κυβερνῆτες, ἀναγκασθήκανε νὰ ἀλλάξουνε τὴ στάση τους καὶ νὰ ἐλέγχουνε τοὺς δυνατούς. Αὐτὸ γίνηκε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰβὰν τὸν Τρομερό. Γιὰ τοῦτο, ἀπὸ τοὺς ἐννιὰ μητροπολῖτες τῆς Μόσχας, ποὺ περάσανε ἀπὸ τὸ θρόνο της κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ τσάρου Βασιλείου καὶ τοῦ γυιοῦ του Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ, μονάχα οἱ τρεῖς πεθάνανε ἔχοντας τὸ ἀξίωμά τους, ἐνῷ οἱ ἄλλοι πεθάνανε σὰν ἁπλοὶ καλόγηροι στὴν ἐξορία, στὰ πιὸ ἀπόμακρα καὶ στὰ πιὸ φτωχὰ μοναστήρια.

Τότε φανερωθήκανε καὶ στὴ Ρωσία, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Βυζαντίου, κ' οἱ λεγόμενοι "διὰ Χριστὸν σαλοί", δηλαδὴ κάποιοι ἀσκητές, σὰν τοὺς μωχαμετάνους ντερβίσηδες, ποὺ κάνανε τὸν τρελό, γιὰ νὰ δοκιμασθῆ πιὸ σκληρὰ ἡ πίστη τους, καὶ ποὺ γυρίζανε κουρελιασμένοι. Ρούσικα τοὺς λέγανε "γιουροντίβι". Κάνανε ὅ,τι κάνανε οἱ προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ, κηρύχνοντας στὸ λαὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, λέγοντας φωναχτὰ τὴν ἀλήθεια, χωρὶς νὰ φοβηθοῦνε κανέναν, ἀφοῦ καταφρονούσανε κάθε καλοπέραση καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους. Γυρίζανε μέσα στοὺς δρόμους τῆς Μόσχας κι' ὁ λαὸς τοὺς ἄκουγε καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Τόση δύναμη εἴχανε ἀπάνω στὸν κόσμο, ποὺ ἡ κυβέρνηση φυλαγότανε νὰ τοὺς πειράξη, ὅπως ἔκανε κι' ὁ Ἀλῆ Πασᾶς μὲ τοὺς ντερβισάδες. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς ἔχτισε μία μεγαλοπρεπέστατη ἐκκλησιὰ στ’ ὄνομα ἑνὸς ἀπ' αὐτοὺς ποὺ τὸν λέγανε "Βασίλειον τὸν Μακάριον" καὶ ποὺ στάθηκε "ὁ κορυφαῖος τῶν Ρώσων τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν". Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἐκκλησία στέκεται σήμερα ὄρθια μπροστὰ στὸ Κρεμλίνο, ἀπάνω στὴν Κόκκινη Πλατεῖα καὶ λογαριάζεται σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ στολίσματα τῆς Μόσχας. 

Ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἁγίους τῆς Ρωσίας εἶναι ὁ ἅγιος Φίλιππος τοῦ Σολόβκι. Μπορεῖ νὰ πῇ κανένας πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ὁ Χρυσόστομός τῆς Ρωσίας, ἐπειδὴ κι' αὐτὸς βασανίσθηκε, ἐξωρίσθηκε καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες, γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶχε πεθάνει κι' ὁ Χρυσόστομος στὰ Κόμανα.

Ὁ ἅγιος Φίλιππος ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ. Τὸ οἰκογενειακό του ὄνομα ἤτανε Κολύτσωφ καὶ τὸ λαϊκό του Θεόδωρος. Οἱ γονιοὶ του βαστούσανε ἀπὸ ἀρχοντικὸ αἷμα, δηλαδὴ ἤτανε μπογιάροι. Ἤτανε γενιὰ μὲ τοὺς Ρωμανὼφ καὶ μὲ τοὺς Σερεμενέτεφ. Ὁ παπποὺς τοῦ Θεόδωρου εἶχε κάνει πρεσβευτὴς στὴν Κριμαία καὶ φρούραρχος τοῦ Νοβγκορόντ. Ὁ πατέρας του ἤτανε διοικητὴς καὶ παιδαγωγὸς τοῦ μεγάλου δοῦκα Γιούρι, ποὺ ἤτανε ἀδελφός τοῦ τσάρου Ἰβὰν τοῦ Τρομεροῦ. Ὁ θεῖος του ἤτανε συμβουλάτορας τοῦ πρίγκιπα Ἀνδρέα, ποὺ ἤτανε ἀδελφός τοῦ τσάρου Βασίλη τοῦ Τρίτου, τοῦ πατέρα τοῦ Ἰβάν. Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, οἱ ἄρχοντες μπογιάροι καταδιωχθήκανε, ἀργότερα, ἀπὸ τοὺς τσάρους κ' ἡ οἰκογένεια τοῦ Κολύτσωφ ἤτανε ἀνάμεσα στὶς τριάντα πρῶτες τοῦ Νοβγκορόντ, ποὺ κρεμασθήκανε στὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει ἀπὸ τὸ Νόβγκοροντ στὴ Μόσχα.

Ὁ Θεόδωρος ἤτανε τότε τριάντα χρονῶν. Οἱ γονιοὶ του τὸν εἴχανε σπουδάσει κ' ὕστερα ἐπιδόθηκε στὰ πολεμικά. Φαίνεται πὼς πολέμησε καταπάνω στοὺς Λιθουάνους καὶ στοὺς Τατάρους τῆς Κριμαίας. Εἶχε μεγάλη περιουσία. Ἡ μητέρα του εἶχε μεγάλα κτήματα στὴν ἐπαρχία τοῦ Νόβγκοροντ.

Μία μέρα, στὶς 7 Ἰουλίου 1537, μέρα ποὺ γιορτάζει ἡ ἁγία Κυριακή, ὁ Θεόδωρος πῆγε στὴ λειτουργία, κι' ἐκεῖ ἄκουσε τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἔλεγε "οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν, Θεῷ καὶ Μαμωνᾷ". Αὐτὸ τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση, τυπώθηκε στὸ νοῦ του, τόσο πού, δίχως δισταγμό, ἀποφάσισε νὰ ἀφήση τὸν κόσμο. Σημείωσε πὼς ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἡ οἰκογένειά του βρισκότανε σὲ μεγάλη ἀκμή. Ὁ πατέρας του ἤτανε φίλος καὶ συμβουλάτορας τῆς βασίλισσας Ἑλένης Γκλίνσκα καὶ παιδαγωγὸς τοῦ μεγάλου γυιοῦ της. Ὁ Θεόδωρος ἀπὸ πολὺ νέος εἶχε κλίση στὴν καλογερικὴ καὶ γιὰ τοῦτο δὲν παντρεύθηκε, ἕνα πρᾶγμα σπάνιο γιὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνον. Κάποιοι ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατία γινόντανε μοναχοὶ κατὰ τὴν τότε συνήθεια, μὰ ζούσανε σὰν ἄρχοντες μέσα σὲ ἀρχοντικὰ μοναστήρια, τρώγοντας καὶ πίνοντας. Ὁ Θεόδωρος ὅμως εἶχε ἀληθινὴ ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ δὲν πῆγε νὰ καλογερέψη σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πλούσια μοναστήρια ποὺ ὑπήρχανε γύρω στὴ Μόσχα, ἀλλὰ διάλεξε τὸ πιὸ μακρινὸ καὶ τὸ πιὸ αὐστηρὸ μοναστῆρι, τὸ Σολόβκι, ποὺ βρισκότανε ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, στὴν παγωμένη Ἄσπρη Θάλασσα. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι τους, δίχως ν' ἀποχαιρετήση τοὺς γονιούς του. Πῆρε μοναχὰ μαζί του λίγα ροῦχα, πῆρε τὸ μακρινὸ δρόμο μὲ τὰ πόδια.

Ὁ δρόμος ποὺ πῆρε ἤτανε γεμάτος λίμνες καὶ βαλτότοπους, κι' ἐπειδὴ ἤτανε τότε καλοκαίρι, περίμενε νὰ χειμωνιάση γιὰ νὰ παγώσουνε κι' ἔτσι νὰ μπορῇ νὰ περπατᾷ ἀπάνω στὸν πάγο. Ὓστερ' ἀπὸ πολλὴ ταλαιπωρία, ἔφταξε σ' ἕνα ξεχασμένο χωριό, ποὺ βρισκότανε κοντὰ στὴ λίμνη Ὀνέγκα. Ἐκεῖ ἔγινε τσομπάνης καὶ φύλαγε τὰ πρόβατα ἑνὸς χωριάτη. Ἔτσι ἄρχισε νὰ μαθαίνῃ τὴν ταπείνωση ὁ χτεσινὸς ἄρχοντας καὶ πολεμιστής. Ἀφοῦ πέρασε κι' ἄλλα βάσανα, περπατώντας μέρα-νύχτα, δίχως τέλος, ἔφταξε στὴν Ἄσπρη Θάλασσα κι' εἶδε τὸ περιπόθητο μοναστῆρι τοῦ Σολόβκι, ταπεινό, φτωχό, μία-δύο μικρὲς ἐκκλησιὲς καὶ λίγα κελλιά, ὅλα κανωμένα ἀπὸ ξύλα μαυρισμένα ἀπὸ τὶς παγωμένες βροχὲς κι' ἀπὸ τὶς ἀνεμοζάλες. Κείνη τὴν ὥρα βασίλευε ἡσυχία ἀπάνω στὰ σιωπηλὰ νερὰ καὶ στὰ πυκνὰ δάση.

Σ' αὐτὸ τὸ ἔρημο μέρος ποὺ βρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, στὰ βορινά τῆς Ρωσίας, μέσα στὸν ἀπέραντο κόρφο ποὺ ἔχει σκάψει ἡ Ἄσπρη Θάλασσα, βρίσκεται ἕνα ἀρχιπέλαγο ἀπὸ κάμποσα νησιά. Τὸ πιὸ μεγάλο ἔχει μάκρος ὡς δέκα μίλια καὶ τὸ λένε Σολοβέτς. Ἄχαρο μέρος, πετραδερό, στέρφο. Τὸ χειμῶνα οἱ νύχτες εἶναι ἀτελείωτες καὶ κατὰ τὴν ἄνοιξη φανερώνονται οἱ λεγόμενες ἄσπρες νύχτες μὲ κείνη τὴν κρύα τὴν ἀντιφεγγιὰ ποὺ λὲς πὼς ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο. Μία βαρειὰ μελαγχολία, μέσα σὲ κεῖνο τὸ σύθαμπο, πλακώνει τὴν καρδιὰ τ' ἀνθρώπου. Ὡστόσο, ἐκείνη ἡ νεκρὴ ἐρημιὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ζῷα κι' ἀπὸ πολλὰ ψάρια ποὺ ζοῦνε μέσα στὴ θάλασσα καὶ στὶς τρακόσιες λίμνες μὲ γλυκὸ νερὸ ποὺ βρίσκουνται ἀνάμεσα στὰ πιὸ μεγάλα ξερονήσια.

Ὥς τὰ 1400 αὐτὰ τὰ νησιὰ ἤτανε ἔρημα. Στὰ 1429 πήγανε κατὰ κεῖ δύο εὐλαβέστατοι καλόγηροι λεγόμενοι Σαββάτιος καὶ Γερμανός. Γυρεύανε ν' ἀσκητέψουνε στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει μήτε ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο. Στήσανε λοιπὸν ἕνα σταυρὸ κι' ἀποφασίσανε νὰ κατοικήσουνε ἐκειπέρα, μπιστεμένοι στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρὸ κοιμήθηκε ὁ Σαββάτιος κι' ἀντὶς αὐτὸν πῆγε ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Ζωσιμᾶς. Αὐτὸς ἔκανε μία μικρὴ ἐκκλησία μὲ ξύλα καὶ τὴν ἐγκαινίασε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ. Χειροτονήθηκε παπὰς κι' αὐτὸς στάθηκε ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ.

Ἡ ἁγιότητά του ξακούσθηκε στὰ γύρω μέρη κι' οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ ζούσανε σὲ κείνους τοὺς τόπους, Φίννοι, Καρελιάνοι, καθὼς καὶ Νορβηγέζοι, τρέξανε στὸ μοναστῆρι καὶ βαφτισθήκανε. Μάλιστα κάποιοι ἀπ' αὐτοὺς γινήκανε καὶ καλόγεροι κ' ἔτσι κεῖνο τὸ φτωχομονάστηρο καταστάθηκε σπουδαῖο καὶ πῆρε στὴν ἐξουσία του ὅλα τὰ νησιά. Ἀπὸ παντοῦ στέλνανε ταξίματα. O τσάρος Ἰβὰν ὁ Τρίτος τὸ πῆρε στὴν προστασία του, τοῦ δώρισε κάμποση γῆ ἀπάνω στὴ στεριὰ καὶ δικαιώματα στὰ ψάρια ποὺ πιάνανε οἱ ψαράδες. Μὰ κάηκε δύο φορές. Ὡστόσο, τὸ ξανάχτισε ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερός, στὰ 1538 καὶ τοῦ παραχώρησε τὶς ἁλυκὲς ποὺ βρισκόντανε κοντά του.

Τότε λοιπὸν ποὺ πῆγε στὸ μοναστῆρι ὁ Θεόδωρος Κολυτσώφ, τὸ μοναστῆρι ἤτανε παραπάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρονῶν. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο Ἀλέξιο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν πάρη γιὰ δόκιμο, χωρὶς νὰ τοῦ πῇ ἀπὸ τί οἰκογένεια ἤτανε. Τὸν βάλανε στὶς πιὸ βαρειὲς δουλειές. Πότε ἔκοβε ξύλα, πότε ἔσκαβε, πότε κουβαλοῦσε τόνα καὶ τάλλο. Ὅλα τὰ ἔκανε μὲ προθυμία. Τὸν μαλώνανε καὶ καμμιὰ φορὰ τὸν χτυπούσανε.

Μετὰ ἕνα χρόνο κουρεύθηκε μοναχὸς καὶ πῆρε τ’ ὄνομα Φίλιππος. Ἡ δουλειὰ του ἤτανε φούρναρης καὶ μάγερας, ἔτρωγε καὶ καμμιὰ ξυλιά. Γιὰ γέροντά του εἶχε ἕνα σεβάσμιο ξομολόγο ποὺ τὸν λέγανε Ἰωνᾶ κ' ἐκεῖνος ἤτανε ὁ πνευματικὸς ὁδηγός του. Τοῦ ἔμαθε τὴ διάταξη καὶ τὸ τυπικό τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ δίδαξε τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Κατόπιν ἔγινε ἐκκλησιάρχης. Τότε ἔφυγε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι καὶ πῆγε κι' ἀσκήτεψε μέσα στὸ δάσος κ' ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν προσευχή. Κάθισε ἐκεῖ πέρα κάμποσα χρόνια. Ὁ ἡγούμενος Ἀλέξιος ποὺ εἶχε γεράσει τὸν πρότεινε γιὰ διάδοχό του κι' ὅλοι οἱ πατέρες τὸ παραδεχθήκανε, μ' ὅλο ποὺ ὁ Φίλιππος δὲν ἤθελε νὰ γίνῃ ἡγούμενος. Μετὰ πολλὰ ὑπάκουσε.

Τότε πῆρε τὸ μακρινὸ δρόμο γιὰ νὰ πάγη στὸ Νόβγκοροντ γιὰ νὰ χειροτονηθῆ ἱερεὺς καὶ γιὰ νὰ πάρη τὴν εὐλογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ. Τὸν καιρὸ ποὺ ἔμεινε σ' αὐτὴ τὴν πολιτεία, ἦρθε σὲ συνάφεια μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ πῆρε τὸ μερίδιο τῆς κληρονομιᾶς του. Ὕστερα γύρισε στὸ μοναστῆρι κι' ἀφιέρωσε σ' αὐτὸ τὴ μεγάλη περιουσία του. Μὰ δὲν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία, ἀλλὰ ἔφυγε καὶ πῆγε πάλι μέσα στὸ δάσος κ' ἐκεῖ, κατάμονος, μιλοῦσε μὲ τὸ Θεό. Ὤ! Τί μεγάλη δύναμη εἶχε ἐκείνη ἡ ψυχὴ καὶ βάσταξε μέσα σὲ κείνη τὴν παγωμένη ἐρημιά, ἀνάμεσα στὶς πυκνὲς ὀξιές, πρὸ πάντων τὶς ἀτελείωτες νύχτες ποὺ βογκούσανε ἀπὸ τὸν ἄνεμο ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὸ βόρειο Πόλο! Κατάμονος! Τέτοια ἀνδρεία δίνει στὸν ἀδύναμο τὸν ἄνθρωπο μοναχὰ ἡ πίστη κ' ἡ ἐλπίδα του στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖ, μέσα στὸ πυκνὸ δάσος κάθισε ὥς ποὺ κοιμήθηκε ὁ ἡγούμενος Ἀλέξιος. Τότε τὸν ξαναεκλέξανε ἡγούμενον οἱ μοναχοὶ γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ ξαναπῆγε στὸ Νόβγκοροντ γιὰ νὰ ἀνανεώση τὸ διορισμό του ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο. Γυρίζοντας πίσω στὸ μοναστῆρι ἐπιδόθηκε μὲ πολὺν ζῆλο στὰ χρέη του.

Κι' ἀληθινά, τὸ μοναστῆρι τὸ ἔκανε ἀγνώριστο. Μὲ τὴ διοίκησή του μεγάλωσε, οἱ μοναχοὶ πληθύνανε. Κατὰ πρῶτο, ἀπὸ ξύλινο το ’χτισε μὲ πέτρα καὶ μὲ τοῦβλα, ποὺ τὰ ψήνανε οἱ ἴδιοι οἱ μοναχοὶ σ' ἕνα καμίνι. Μὲ φοβερὴ καὶ σκληρὴ δουλειὰ ἕνωσε πενηνταδυὸ βαλτόλακκους, πῆγε τὸ νερὸ στὸ μοναστῆρι κι' ἔσκαψε μία λίμνη ποὺ εἶχε μάκρος χίλια πεντακόσια μέτρα γιὰ νὰ βάλῃ σὲ κίνηση ἕνα μύλο. Ἔχτισε ἀραξιὲς στὸ λιμάνι καὶ μεγάλες κόρδες ἀπὸ κελλιά. Μέσα σὲ πέντε χρόνια ἔχτισε μία πολὺ μεγάλη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ μία τράπεζα ποὺ τρώγανε ὅλοι μαζὶ οἱ πατέρες καὶ σ' αὐτὰ ξόδεψε τὰ πατρογονικὰ χρήματά του. Ὁ τσάρος ἔστειλε ἕνα μαλαματένιο σταυρὸ στολισμένον μὲ μαργαριτάρια καὶ μὲ ἀκριβὰ πετράδια, γιὰ νὰ στολίσουνε τὴν ἅγια Τράπεζα. Ὁ Φίλιππος σὲ ὅλα τοῦτα δούλεψε σὰν ἕνας ἁπλὸς ἐργάτης. Ἀκόμα ἔκανε κάποια κελλιὰ ἀπάνω σ' ἕνα ἀπὸ τὰ κοντινὰ νησάκια γιὰ τοὺς πατέρας ποὺ ἐπιθυμούσανε νὰ ἀποτραβηχθοῦνε καὶ νὰ ἀσκητέψουνε μονάχοι τους. Ὁ ἴδιος ἀποτραβιότανε κάθε τόσο κοντὰ σὲ μία μικρὴ λίμνη κ' ἐκεῖνο τὸ μέρος τὸ λένε ἀκόμα "ἔρημο τοῦ Φιλίππου".

Τὸ μοναστῆρι εἶχε, κεῖνον τὸν καιρό, διακόσιους μοναχοὺς ἀπάνω κάτω καὶ τρακόσους ἐργάτες. Παρεκτὸς ἀπὸ τὰ λαχανικὰ ποὺ καλλιεργούσανε, κάνανε καὶ κοπάδια ἀπὸ ζωντανά, ποὺ βοσκούσανε στὰ βοσκοτόπια ποὺ ἀνοίξανε στὸ δάσος. Ὁ ἡγούμενος ἔφερε κοπάδια ἀπὸ κάτι μεγάλα ἐλάφια μὲ μεγάλα παράξενα κλαδωτὰ κέρατα, ποὺ τὰ λένε ἐλάνους καὶ ποὺ ζοῦνε στὰ παγωμένα μέρη. Ἔκανε καὶ ἐργαστήρια ταμπάκικα γιὰ νὰ δουλεύουνε τὰ πετσιά, κι' ἄλλα γιὰ νὰ κατεργάζονται τὰ χαυλιόδοντα ἀπὸ τὶς μεγάλες φῶκες ποὺ τὶς λένε ἐλέφαντες τῆς θάλασσας.

Τὸ μοναστῆρι τοῦ Σολόβκι, αὐτὴ ἡ παγωμένη Θηβαΐδα, ἤτανε ὁ φάρος τοῦ Χριστοῦ στὸ πιὸ βορινὸ μέρος τοῦ κόσμου. Μαζὶ μὲ τὴ θρησκεία πήγανε καὶ ἥμεροι ἄνθρωποι σὲ κείνη τὴν ἄγρια ἔρημο ποὺ δὲν εἶχε καμμιὰ παρηγοριὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Συστήθηκε μία ἀποικία ἀπὸ Ρώσους ἀπάνω στὴ μεγάλη στεριά, μὲ μεγάλα κτήματα καὶ βοσκότοπους. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι κυβερνιόντανε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι, ποὺ εἶχε βάλει νόμους καὶ σύμφωνα μ' αὐτοὺς δικαζόντανε. Αὐστηρὰ ἀπαγορευόντανε τὰ πιοτὰ καὶ τὰ χαρτιά. Οἱ ἁλυκὲς βγάζανε πολὺ ἁλάτι καὶ τὰ κέρδη ἀπὸ τὴν πούλησή του γινόντανε τὸ περισσότερο ἡ συντήρηση τοῦ μοναστηριοῦ. Μεγάλα καραβάνια κουβαλούσανε τ' ἁλάτι ἀπὸ τὸ ποτάμι Ντβίνα καὶ τὸ πηγαίνανε μέσα στὴ Ρωσία, παρεκτὸς ἀπὸ τὰ καράβια, καὶ τὸ κάνανε τράμπα μὲ σιτάρι.

Ὁ πάτερ Φίλιππος, μ' ὅλες αὐτὲς τὶς σκοτοῦρες, βρῆκε τὸν καιρὸ καὶ πῆγε στὶς συνόδους ποὺ γινήκανε στὴ Μόσχα κατὰ τὸ 1550 καὶ 1551. Ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερὸς εἶχε ἀκόμα τὸ μυαλὸ του καθαρὸ κ' ἔδειχνε μεγάλο ζῆλο γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικά. Ὁ πάτερ Φίλιππος εὐχαριστοῦσε τὸ Θεὸ ποὺ ἔστειλε στὴ Ρωσία ἕναν τσάρο θεοφοβούμενο καὶ ἄξιο.

Μὰ σὲ λίγα χρόνια ἄλλαξε ὁ χαρακτῆρας τοῦ Ἰβάν. Μία μέρα πῆγε στὸ μοναστῆρι γιὰ νὰ βρῇ καταφύγιο ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐλαβεῖς καὶ σπουδαίους κληρικούς, λεγόμενος Σύλβεστρος, ποὺ ἤτανε ὁ ἐξομολόγος τοῦ τσάρου, γιατί εἶχε πέσει σὲ δυσμένεια. Ἀπ' αὐτὸν ἔμαθε ὁ Φίλιππος ὅσα εἴχανε γίνει στὴ Μόσχα, πὼς ὁ Ἰβὰν εἶχε γίνει ἄγριος, πὼς ὁ κόσμος φοβότανε μήπως νικηθῆ ἡ Ρωσία στὸν πόλεμο ποὺ εἶχε ἀρχίσει μὲ τὴ Λιβόνια, τὶς πρῶτες καταδίκες ποὺ εἶχε κάνει ὁ τσάρος κι' ἄλλα τέτοια. Ὁ Σύλβεστρος πῆγε στὸ μοναστῆρι στὰ 1562. Στὰ 1566 ἔφταξε στὸ Σολόβκι ἕνας ταχυδρόμος κ' ἔφερε στὸν ἡγούμενο μία διαταγὴ τοῦ τσάρου ποὺ τὸν πρόσταζε νὰ πάγη γρήγορα στὴ Μόσχα. Ἐκεῖ, ὁ μητροπολιτικὸς θρόνος ἤτανε ἄδειος, ἐπειδὴ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ἅγιος ἄνθρωπος, εἶχε κοιμηθῆ ἀπὸ τὰ 1564 καὶ στὴ θέση του εἶχε μπῆ ὁ Ἀθανάσιος. Μὰ κι' αὐτός, ἐπειδὴ δὲν ἐπικροτοῦσε τὶς ἀπάνθρωπες πράξεις τοῦ τσάρου, ἀναγκάσθηκε νὰ παραιτηθῆ καὶ νὰ ἀποτραβηχθῆ σ' ἕνα μοναστῆρι. Ἀλλὰ κι' ὁ διάδοχός του Γερμανός, μητροπολίτης τοῦ Καζάν, ἔδωσε τὴν παραίτησή του, γιατί δὲν ἔστεργε στὰ κακὰ καμώματα τοῦ φοβεροῦ τσάρου. Τότε ὁ Ἰβὰν ἔβαλε στὸ νοῦ του τὸν Φίλιππο κ' ἔστειλε καὶ τὸν κάλεσε στὴ Μόσχα. Τὸν ἤξερε ἀπὸ παιδὶ κ' ἐχτιμοῦσε τὴ φρόνηση ποὺ ἔδειξε στὴ σύνοδο τοῦ 1551 κ' εἶχε μάθει τὸ μεγάλο ἔργο ποὺ ἔκανε στὴν Ἄσπρη Θάλασσα. M' ὅλα τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔκανε, ὁ Ἰβὰν εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ λάμψη ἡ Ἐκκλησία μ' ἕναν ἱεράρχη ἁγιασμένον καὶ δραστήριο. Νόμιζε πὼς ὁ Φίλιππος θὰ περιοριζότανε στὰ ἐκκλησιαστικὰ χρέη του καὶ δὲν θὰ τὸν μπόδιζε σὲ ὅ,τι ἤθελε νὰ κάνῃ. Ποῦ νὰ ξέρῃ πὼς ὁ νέος ἀρχιεπίσκοπος ἤτανε πιὸ αὐστηρὸς ἀπ' ὅσους εἶχε διώξει γιὰ τὸν ἔλεγχο ποὺ τοῦ κάνανε.

Μόλις ἔφταξε ὁ Φίλιππος στὴν πρωτεύουσα, οἱ μητροπολῖτες κ' οἱ ἀρχιεπίσκοποι κάνανε σύνοδο καὶ τὸν ἐκλέξανε μὲ ὅλους τοὺς κανόνες, στὶς 20 Ἰουλίου 1566. Ἀλλὰ τὴν ἴδια μέρα ἦρθε σὲ διάσταση μὲ τὸν τσάρο, γιατί ζήτησε ἀπ' αὐτὸν νὰ διαλύση τοὺς ὀπρίτσνικους, δηλαδὴ τὴ φρουρὰ ποὺ εἴπαμε πὼς εἶχε συστήσει ἀπὸ ἕξι χιλιάδες σκληροὺς σωματοφύλακες, καὶ νὰ ἑνώση τὸ ἔθνος ὅπως ἤτανε πρίν. Καὶ τοῦ εἶπε πὼς ἂν δὲν θελήση ὁ τσάρος νὰ τὸ πράξη, αὐτὸς δὲν δεχότανε νὰ γίνῃ μητροπολίτης τῆς Μόσχας. Ὁ Ἰβὰν σκύλιασε ἀπὸ τὸ θυμό του. Μά, ὅπως συνήθισε, τοῦ πέρασε θυμὸς καὶ παραδέχθηκε νὰ τοῦ δίνη τὶς συμβουλές του. Ἔτσι, παραδέχθηκε ὁ Φίλιππος νὰ ἀνεβῇ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Μόσχας. H ἐνθρόνισή του ἔγινε στὶς 25 Ἰουλίου στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἀναλήψεως καὶ σ' αὐτὴν πήρανε μέρος δέκα ἀρχιεπίσκοποι. Ὁ Ἰβὰν τοῦ ἔδωσε τὴ χρυσὴ ράβδο καὶ τοῦ εἶπε: "H παντοδύναμος Ἁγία Τριάς, ἡ ὁποία μᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν αὐτοκρατορικὴν διακυβέρνησιν ὁλοκλήρου τῆς Ρωσίας, σοὶ παραδίδει τὸν ἱερὸν θρόνον τοῦ ἁγίου ἀρχιεπισκόπου καὶ μητροπολίτου Πέτρου. Ἀνάβηθι ἐπὶ τῆς καθέδρας ταύτης καὶ ἱκέτευε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἁγίους του δι' ἡμᾶς, διὰ τὰ τέκνα μας καὶ δι' ὅλον τὸν ὀρθόδοξον λαόν. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ σοὶ χαρίζῃ ὑγείαν καὶ μακροημέρευσιν. Ἀμήν". 

Μετὰ τὴν ἱεροτελεστία, ὁ νέος ἀρχιεπίσκοπος ἔκανε τὸ γῦρο τοῦ Κρεμλίνου βαστώντας στὸ χέρι του ἕνα σταυρὸ καὶ καθισμένος σ' ἕνα γαϊδούρι, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸ ὡδηγούσανε δύο μπογιάροι. Μπροστὰ πηγαίνανε οἱ ψαλτάδες, τὰ ἑξαφτέρουγα κ' οἱ λαμπάδες. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος βλόγησε τοὺς ἄρχοντες, τὸν κλῆρο καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἤτανε μαζεμένος στὶς πλατεῖες κ' ὕστερα μπῆκε στὴν κατοικία του καὶ κάθισε σὲ μία μεγαλόπρεπη τράπεζα ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ τσάρος.

Ἀπὸ κείνη τὴ μέρα ἐπὶ δεκαοχτὼ μῆνες δὲν ἀκούσθηκε πὼς σκοτώθηκε κατὰ διαταγὴ τοῦ τσάρου κανένας κατάδικος. Ὁ Φίλιππος ἐκτελοῦσε μὲ ζῆλο τὰ καινούρια χρέη του, χειροτόνησε ἐπισκόπους, παρακολουθοῦσε τὶς πράξεις τους καὶ κάθε χρόνο ἔκανε τὴ σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιὰ νὰ ἀνακουφίση τὸ λαὸ ἀπὸ τὴν πανοῦκλα ποὺ φανερώθηκε στὴ Ρωσία. Ὡστόσο, δὲν λησμόνησε τὸ μοναστῆρι του. Τοῦ ἔστελνε δωρεὲς καὶ φρόντισε νὰ τελειώσουνε τὰ ἔργα ποὺ εἶχε ἀρχίσει.

Κατὰ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1567 ὁ Ἰβὰν γύρισε ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία στεναχωρημένος γιατί δὲν πέτυχε αὐτὰ ποὺ ἤθελε. Καὶ σὰν ξεσκεπάσθηκε μία προδοσία, ἄρχισε νὰ σκοτώνῃ πάλι τοὺς ὕποπτους, πού, ὅπως φάνηκε, εἴχανε δοσοληψία μὲ τὸ βασιλιὰ τῆς Πολωνίας, τὸ μεγάλο ἐχθρό τῆς Ρωσίας. Οἱ ὀπριτσνίκοι τρέχανε μέσα στοὺς δρόμους τῆς Μόσχας, ντυμένοι μὲ σιδεροπουκάμισα κι' ἁρματωμένοι μὲ τσεκούρια, βαστώντας γραμμένους στὸ χαρτὶ τοὺς ὕποπτους, ποὺ τοὺς σκοτώνανε μέσα στὸ δρόμο.

Ὁ Φίλιππος, βλέποντας αὐτὴ τὴν κατάσταση, πῆγε γρήγορα στὸ παλάτι καὶ σὰν εἶδε τὸν τσάρο, τοῦ μίλησε ἀπότομα γιὰ τὰ κακουργήματά του: "Ἰσχυρὲ βασιλιά, τοῦ εἶπε, ἔχεις ἀπάνω σου τὴν πιὸ μεγάλη ἐξουσία, μία ἐξουσία σχεδὸν θεϊκή. Μὰ τὸ σκῆπτρο σου εἶναι πολὺ ἀδύνατο, ἕνας ἴσκιος μπροστὰ στὸ σκῆπτρο τοῦ Θεοῦ. Δίνοντάς σου ὁ Θεὸς αὐτὸ τὸ σκῆπτρο, σὲ κατέστησε ὑποχρεωμένον νὰ διδάσκῃς τοὺς ἀνθρώπους νὰ ζοῦνε σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια. Νὰ εἶσαι πιστὸς στὸ θεϊκὸ νόμο, νὰ κυβερνᾷς εἰρηνικά, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους. Ἡ θέση σου εἶναι ὑψηλή, ἀλλὰ τὸ σῶμα σου εἶναι σὰν τὸ σῶμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖ νὰ λέγεται αὐτοκράτορας μοναχὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐξουσιάζει τὸν ἑαυτό του, ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι δοῦλος στὰ πάθη του, ἀλλὰ τὰ νικᾷ μὲ τὴν ἀγάπη. Ἄκουσες ποτὲ πὼς οἱ εὐσεβεῖς τσάροι μολύνανε τὴ δύναμή τους, ὅπως κάνεις ἐσύ;" 

Ὁ Ἰβὰν ἔγινε θηρίο καὶ φώναξε: "Τί ἔχεις, παλιοκαλόγερε κι' ἀνακατεύεσαι στὶς ὑποθέσεις μου; Δὲν ἔχεις νὰ κάνῃς ἄλλο παρὰ νὰ σωπάσης, νὰ ἐγκρίνῃς τὶς πράξεις μου καὶ νὰ μοῦ δίνης τὴν εὐλογία σου". 

Τοῦ λέγει ὁ Φίλιππος: "Εἶμαι ὁ ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κ' ἔχω τὸ χρέος, ὅπως ἔχεις κι' ἐσύ, νὰ ξαγρυπνῶ γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου. Δὲν μπορῶ νὰ σωπαίνω. Ἂν σώπαινα, σὰν νά ’λεγα πὼς ἐγκρίνω τὰ σφάλματά σου. Ἂν δὲν φωνάξω τὴν ἀλήθεια, γίνουμαι ἀνάξιος νὰ ἔχω τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου. Ἂν ὑποκλίνομαι μπροστὰ σὲ κάθε ἀνθρώπινη θέληση, τί θ' ἀποκριθῶ στὸν Χριστὸ κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως; σὲ παρακαλῶ νὰ διώξης ἀπὸ κοντά σου ἐκείνους ποὺ σὲ σπρώχνουν στὴν ἀπώλεια, ἐσένα καὶ τὸ βασίλειό σου". 

Τότε ὁ Ἰβᾶν γίνηκε ἀληθινὰ φοβερὸς καὶ τοῦ εἶπε: "Μὴν πολεμᾷς τὴν ἐξουσία μου, ἂν δὲν θέλῃς νὰ τραβήξης τὴν ὀργή μου. Εἰδ' ἀλλιῶς, ἄφησε τὸν τίτλο τοῦ μητροπολίτη". 

Ὁ Φίλιππος ἀποκρίθηκε: "Δὲν ἔκανα τίποτα γιὰ ν' ἀποκτήσω αὐτὸν τὸν τίτλο. Ἐσὺ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴ μοναξιὰ ποὺ ζοῦσα στὴν ἔρημο. Λοιπόν, κάνε ὅ,τι θελήσεις".

Ὕστερα ἀπὸ τὴ λογομαχία ποὺ ἔγινε ἀνάμεσα στὸν Ἰβὰν τὸν Τρομερὸ καὶ στὸν ἀρχιεπίσκοπο Φίλιππο, ἡ κατάσταση σκοτείνιασε. Ὁ τσάρος καταλάβαινε πὼς ἔπαθε μεγάλη προσβολὴ ἀπὸ τὸ δεσπότη ποὺ τὸν μάλωσε γιὰ ὅσα εἶχε κάνει καὶ ποὺ τοῦ ἔδειξε ποιὰ εἶναι ἡ δικαιοσύνη κι' ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔπρεπε νὰ κρατᾷ ἕνας βασιλιάς. Κι' ὁ θυμὸς του μεγάλωνε σὰν συλλογιζότανε πὼς ὁ Φίλιππος βαστοῦσε ἀπὸ ἀρχοντικὸ γένος, ἀπὸ τοὺς μπογιάρους ποὺ τοὺς ἐχθρευότανε πολύ.

Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ὅμως δὲν δειλίασε καθόλου. Κάθε φορὰ ποὺ συναπαντοῦσε τὸν τσάρο, τοῦ μιλοῦσε μὲ παρρησία, λέγοντάς του πὼς ἔπρεπε νὰ δείχνῃ ἐπιείκεια καὶ συγγνώμη, καὶ κάθε φορὰ ἐκφραζότανε μὲ περισσότερη αὐστηρότητα, φοβερίζοντας τὸν Ἰβὰν καὶ λέγοντάς του πὼς θὰ τὸν τιμωροῦσε ὁ Θεός. Βλέποντας ὅμως πὼς ὁ τσάρος ἀπέφευγε στὸ τέλος νὰ τὸν δῆ καὶ πὼς κρυβότανε ἀπ' αὐτόν, ἀποφάσισε νὰ ἐκθέση τὴν ἀντιγνωμία του μὲ τὸν τσάρο σ' ὅλο τὸ ἔθνος.

Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1568, ὁ Ἰβὰν κ' ἡ βασιλικὴ συνοδεία μπήκανε στὴ μητρόπολη γιὰ νὰ ἀκούσουνε τὴ λειτουργία. Ὁ τσάρος ἤτανε ντυμένος μ' ἕνα μαῦρο ράσο σὰν καλόγερος. Οἱ σωματοφύλακοί του, οἱ φοβεροὶ ὀπρίτσνικοι, φορούσανε στὰ κεφάλια τοὺς κάτι σιδερένιες περικεφαλαῖες ποὺ τοὺς κάνανε νὰ φαίνονται ἴδιοι Χαλδαῖοι, ὅπως εἶχε γράψει ἕνας χρονογράφος ποὺ τοὺς εἶδε. Ὁ Ἰβὰν πῆγε κοντὰ στὸν ἀρχιεπίσκοπο τρεῖς φορές, μὰ ἐκεῖνος στεκότανε χωρὶς νὰ σαλέψη καὶ χωρὶς νὰ δώση προσοχὴ στοὺς μπογιάρους ποὺ τοῦ λέγανε μὲ σιγανὴ φωνή: "Ὁ τσάρος εἶναι ἐκεῖ, περιμένει τὴν εὐλογία σου". Δὲν ἀκουγότανε ἀνασαμιά. Ἄξαφνα ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ μητροπολίτη: "Μεγαλειότατε, σὲ σένα δὲν ἀναγνωρίζει πιὰ κανένας ἕναν τσάρο. Ἡ ὄψη τοῦ προσώπου σου εἶναι σκοτεινή. Ἀπὸ τότε ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος στὸν οὐρανό, ποτὲ δὲν εἶδε ὁ κόσμος τοὺς εὐλαβεῖς βασιλιάδες νὰ θαμπώνουνε μ' αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἐξουσία τους. Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὑποφέρουν. Ἐπιτελοῦμεν ἐδῶ, σ' αὐτὴ τὴν ἁγία Τράπεζα, μία ἀναίμακτη θυσία γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία χύνονται αἵματα, πεθαίνουν ἀθῷοι ἄνθρωποι. Λησμόνησες πὼς καὶ σὺ ἔχεις ἀπάνω σου τὴ μοῖρα ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ πὼς ἔχεις χρέος νὰ ζητήσῃς τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σου; Οἱ Τάταροι κ' οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουνε ἕνα νόμο καὶ μία δικαιοσύνη. Μὰ στὴ Ρωσία δὲν ὑπάρχει πιὰ δικαιοσύνη. Σ' ὅλον τὸν κόσμο, οἱ κατάδικοι ζητοῦν νὰ τοὺς σπλαγχνισθοῦν οἱ βασιλιάδες καὶ τοὺς δίνουνε συγχώρηση. Ἀλλὰ στὴ Ρωσία δὲν ὑπάρχει πιὰ εὐσπλαγχνία, μήτε γιὰ τοὺς ἀθῴους καὶ γιὰ τοὺς δίκαιους. Ὁ Θεὸς σὲ ὕψωσε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, ἐν τούτοις εἶσαι πάντα ἕνας ἄνθρωπος θνητὸς καὶ θὰ σοῦ ζητήσῃ ἀπόκριση γιὰ τὸ αἷμα τῶν ἀθῴων. Οἱ πέτρες ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου θὰ φωνάξουν, ἂν οἱ ζωντανοὶ σωπαίνουν, γιὰ νὰ σὲ κατηγορήσουν καὶ νὰ σὲ κρίνουν. Ἔχω χρέος νὰ σοῦ μιλήσω μ' αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ νὰ σοῦ πῶ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ κι' ἂν ἀκόμα ὁ θάνατος θὰ εἶναι ἡ πληρωμὴ γι' αὐτὸ ποὺ κάνω".

Ὁ Ἰβὰν ἔγινε κατακίτρινος καὶ φώναξε: "Θαρρεῖς, Φίλιππε, πὼς θὰ λυγίσης τὴ θέλησή μου; Σήκωσες κεφάλι καταπάνω μου; Ὥς τώρα ἔδειξα ἐπιείκεια γιὰ σένα καὶ γιὰ τοὺς συντρόφους σου, μὰ τώρα θὰ μάθετε ποιὸς εἶμαι". Λέγοντας αὐτά, χτύπησε τὴ γῆ μὲ τὴ ράβδο του ποὺ εἶχε σιδερένια μύτη. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀποκρίθηκε: "Εἶμαι ἕνας περαστικὸς ἀπὸ τὴ γῆ. Ἦρθα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες μου, ἕτοιμος νὰ πεθάνω γιὰ τὴν ἀλήθεια". Ὁ τσάρος, μελανὸς ἀπὸ τὸ θυμό του, βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ κι' ἀπὸ πίσω του οἱ φοβεροὶ σωματοφυλάκοι του.

Τὴν ἄλλη μέρα ξαναρχίσανε οἱ σκοτωμοὶ κατὰ διαταγὴ τοῦ Ἰβάν. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μπογιάρους κι' ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς μητρόπολης μπήκανε στὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ ὁμολογήσουνε πὼς εἴχανε κάνει συνωμοσία μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, μὰ ἄδικα. Μεγάλη τρομοκρατία σκέπασε τὴ Μόσχα ὅλο τὸ καλοκαίρι τοῦ 1568. Οἱ γενιτσάροι τοῦ Ἰβᾶν ρημάξανε τὰ χωριὰ ποὺ ἤτανε γύρω στὴν πρωτεύουσα. Γκρεμνίσανε σπίτια, σφάξανε ζωντανά, ἀτιμάσανε γυναῖκες. Σφάξανε κ' ἕναν ἀνηψιὸ τοῦ ἀρχιεπισκόπου. Μὰ ὁ Ἰβὰν δὲν τολμοῦσε ἀκόμα νὰ χτυπήση τὸν ἴδιο τὸ μητροπολίτη. Τὰ λόγια, ποὺ εἶχε πῇ μὲ τόσο θάρρος στὸν τσάρο, μαθευτήκανε γλήγορα σ' ὅλη τὴ Ρωσία κι' ὁ λαὸς τὸν θαύμαζε.

Στὶς 28 Ἰουλίου ὁ τσάρος πῆγε μὲ τὴ συνοδεία του νὰ λειτουργηθῆ στὸ μοναστῆρι τῆς Παναγίας ποὺ βρισκότανε σ' ἕνα προάστιο τῆς Μόσχας. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀπὸ τὸ θρόνο του εἶδε μέσα στοὺς σωματοφύλακες ἕναν ποὺ δὲν ἔβγαλε τὴν κάσκα του μπαίνοντας στὴν ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε. Ὁ τσάρος γύρισε νὰ δῆ, μὰ στὸ μεταξὺ ὁ στρατιώτης ξεσκουφώθηκε κι' ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν τόλμησε κανένας νὰ τὸν δείξη. Ὁ τσάρος τότε φώναξε στὸν ἀρχιεπίσκοπο: "Ψεύτη! Ἐπαναστάτη!". Κανένας δὲν ἔβγαλε ἀνασαμιὰ κ' ἡ λειτουργία ἐξακολούθησε.

Μὰ ὁ τύραννος εἶχε πάρει ἀπόφαση νὰ παιδέψη τὸν Φίλιππο καί, γιὰ νὰ φανῆ πὼς κράτησε τοὺς τύπους, κάλεσε μία ψευτοσύνοδο γιὰ νὰ βρῇ κάποια κατηγορία καταπάνω στὸν ἅγιο. Μὴ βρίσκοντας κανένα φταίξιμο σ' αὐτόν, κάνανε μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ τρία πρόσωπα καὶ τὴ στείλανε στὸ μοναστῆρι τοῦ Σολόβκι γιὰ νὰ ἐξετάσουνε τί ἔκανε ὁ Φίλιππος τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε ἡγούμενος. Μὰ οἱ μοναχοὶ καταθέσανε ὑπὲρ τοῦ Φιλίππου. Τότε οἱ ἀνακριτὲς φοβερίξανε τὸν ἡγούμενο κ' ἴσως τοῦ τάξανε πὼς θὰ γινότανε ἐπίσκοπος, κ' ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος κατηγόρησε τὸν Φίλιππο γιὰ ἕνα σωρὸ ἐγκλήματα, χωρὶς νὰ φέρνῃ καμμιὰ ἀπόδειξη. Σὰν γυρίσανε πίσω στὴ Μόσχα, ἡ σύνοδος συνεδρίασε μὲ μεγάλη ἐπισημότητα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἀναλήψεως, παρὼν κι' ὁ Φίλιππος, ποὺ ἄκουγε τὶς κατηγόριες δίχως νὰ μιλήσῃ, πρᾶος κ' ἥσυχος. Κατόπι σηκώθηκε καὶ δήλωσε πὼς δίνει τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου. Ἀλλὰ ὁ τσάρος, μὲ μία προστακτικὴ χειρονομία, τὸν σταμάτησε. Τὴν ἄλλη μέρα, ὁ ἀρχιεπίσκοπος λειτούργησε ὅπως πάντα. Στὸ μεταξύ, ἡ σύνοδος συνεδρίασε, χωρὶς νὰ εἶναι παρὼν ὁ κατηγορούμενος κ' ἔβγαλε τὴν ἀπόφαση πὼς καταδικάζεται σὲ ἐκθρόνιση καὶ σὲ κλείσιμο σὲ μοναστῆρι.

Τὴν ὥρα ποὺ τελείωσε ἡ λειτουργία, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικοὺς τῶν ὀπρίτσνικων, ὁ Ἀλέξης Μπασμάνωφ, τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του, μπαίνει στὴ μητρόπολη, βαστώντας μία μεμβράνα καὶ διαβάζει φωναχτὰ τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου. Παρευθύς, οἱ στρατιῶτες προχωροῦνε πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο, τραβᾶνε ἀποπάνω του τὰ ἄμφια, τοῦ ρίχνουν στὴν πλάτη του ἕνα κουρελιασμένο καλογερίστικο ράσο καὶ τὸν ἀνεβάζουνε ἀπάνω σὲ μία καζάκα (ἕλκηθρο) χωριάτικη, βρίζοντάς τον καὶ χτυπώντας τον μὲ τὶς σκοῦπες τους. Ὁ ἅγιος γύρισε καὶ βλόγησε τὸ λαὸ ποὺ ἔκλαιγε κ' εἶπε πὼς εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνη γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ δίδαξε ὁ Κύριος. Στὸ τέλος φώναξε: "Ἡ ἀγάπη σας θὰ μοῦ πλέξη ἕνα στέφανον ἀμάραντον στοὺς αἰῶνες".

Οἱ κακοῦργοι τὸν σέρνανε ἀπὸ τὸ ’να μοναστῆρι στ' ἄλλο, γύρω στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ μὴ μάθη ὁ κόσμος ποῦ τὸν πήγανε. Στὸ τέλος τὸν χώσανε σ' ἕνα μπουντροῦμι, ἁλυσοδεμένον. Λένε πὼς ὁ τσάρος τοῦ ἔστειλε, τυλιγμένο σ' ἕνα τσουβάλι, τὸ κεφάλι ἑνὸς συγγενῆ του κ' οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ εἴπανε στὸν ἅγιο: "Βλέπεις πὼς οἱ μαγεῖες σου δὲν γλυτώσανε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγαποῦσες τόσο πολύ".

Ὡστόσο, πλῆθος λαὸς μαζεύθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ τὸν εἴχανε φυλακισμένον καὶ θέλανε νὰ τὸν δοῦνε, λέγοντας μὲ δάκρυα τὰ τελευταῖα λόγια του. Γι' αὐτὸ ὁ Ἰβὰν ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν πάρουνε καὶ νὰ τὸν πᾶνε μακριά, σ' ἕνα μοναστῆρι κοντὰ στὸ Τβέρ.

Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς κι' ὁ φοβερὸς τσάρος ξεστράτεψε γιὰ νὰ τιμωρήση τὸ Νόβγκοροντ καὶ χάλασε ὅλες τὶς πολιτεῖες ποὺ εὕρισκε στὸ δρόμο του. Καήκανε ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, σφαχτήκανε παπάδες καὶ καλόγεροι. Οἱ γενίτσαροί του φτάξανε καὶ στὸ Τβέρ, ποὺ βρισκότανε τὸ μοναστῆρι ποὺ ἤτανε φυλακισμένος ὁ ἅγιος Φίλιππος. Τότε ὁ τσάρος ἔστειλε ἕναν Μαλιούτα Σκουράτωφ, τὸν πιὸ θηριόψυχον ἀπὸ τοὺς ὀπρίτσνικους, γιὰ νὰ ζητήσῃ τάχα τὴν εὐλογία του, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν θανατώση.

Ὁ ἅγιος ἀπὸ μέρες εἶχε νοιώσει πὼς πλησίαζε τὸ τέλος του καὶ το ’λεγε στοὺς καλόγερους. Στὶς 23 Δεκεμβρίου μετάλαβε καὶ σὲ λίγο ἔφταξε ὁ Μαλιούτας, μπῆκε στὸ κελλί του καὶ τοῦ ’δωσε τὴ διαταγὴ τοῦ τσάρου. Ὁ ἅγιος τοῦ εἶπε μοναχά: "Τέκνον μου, κάμε τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο ἦλθες". Εἶπε μία σύντομη προσευχὴ καὶ πρὶν τὴν τελειώση, ὁ κακοῦργος τὸν ἔπνιξε μ' ἕνα μαξιλάρι.

Ἔτσι μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Φίλιππος, ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ρωσίας, ὅπως εἶχε μαρτυρήσει κι' ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, πρὶν ἀπὸ 1160 χρόνια.

Ὁ Ἰβάν, κατὰ τὰ συνηθισμένα του, μετάνοιωσε γιὰ τὸ κακούργημά του. Φυλάκωσε τὸ συκοφάντη ἡγούμενο τοῦ Σολόβκι σ' ἕνα ἄλλο μοναστῆρι καὶ τιμώρησε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατηγόρους τοῦ ἁγίου Φιλίππου.

Ὓστερ' ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἀφοῦ πέθανε ὁ Ἰβάν, ὁ ἡγούμενος τοῦ Σολόβκι Ἰακώβ, σταλμένος ἀπὸ τὴν κοινότητά του, πῆγε καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου ἀπὸ τὸν Θεόδωρο, τὸ γυιὸ τοῦ Ἰβάν, ποὺ βασίλεψε ὓστερ' ἀπὸ τὸν πατέρα του. Τὸ ἅγιο λείψανο ἤτανε θαμμένο πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τῆς ἐκκλησιᾶς στὸ μοναστῆρι ποὺ μαρτύρησε. Σὰν τὸ ξεθάψανε, τὸ βρήκανε ἄβλαβο καὶ ἀπείραχτο. Τὸ μεταφέρανε στὸ Σολόβκι καὶ τὸ βάλανε στὸ μέρος ποὺ εἶχε διαλέξει ὁ ἴδιος γιὰ τὸν τάφο του, μέσα στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Σαββατίου καὶ τοῦ Ζωσιμᾶ. Ἀμέσως γινήκανε πολλὰ θαύματα, ἄρρωστοι θεραπευτήκανε καὶ πολλοὶ προσκυνητὲς εἴδανε τὸν ἅγιο ζωντανόν. Ἀπὸ τὰ 1636 ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ γιορτάζῃ στὴ μνήμη του σὲ ὅλη τὴν ἀπέραντη ἐκείνη χώρα. Στὰ 1652 τὸ ἅγιο λείψανο τὸ μεταφέρανε στὴ Μόσχα, στὴ μητρόπολη τῆς Ἀναλήψεως.

Ὁ τσάρος Ἀλέξιος Μιχαήλοβιτς, ποὺ βασίλεψε στὰ 1645, ἄνθρωπος εὐσεβής, ποὺ σεβότανε τὴν Ἐκκλησία καὶ εἶχε σὲ μεγάλη τιμὴ τοὺς Ἕλληνες πατέρες, πῆγε στὴν Ἄσπρη Θάλασσα μαζὶ μὲ τοὺς πρίγκιπες καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ μὲ τὸν Νίκωνα, τὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ, ποὺ ἔγινε ὕστερα πατριάρχης, καὶ μὲ μεγάλη πομπὴ βάλανε ἀπάνω στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Φιλίππου μία ἐπιγραφὴ ποὺ περιλάβαινε μία προσευχὴ τοῦ τσάρου πρὸς τὸν ἅγιο. Ὁ τσάρος τὸν παρακαλοῦσε νὰ συγχωρήση τὰ παραπτώματα ποὺ ἔκανε ὁ πρόγονός του καὶ γονάτιζε μπροστά του γιὰ νὰ στείλη τὴ χάρη του καὶ γιὰ νὰ ξαναγυρίση τὸ πνεῦμα του στὴν παλιὰ πρωτεύουσα.

Στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1652, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου στὸ Κρεμλίνο κ' ἡ πομπὴ πέρασε ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς Μόσχας, ποὺ ἤτανε γεμάτοι κόσμο. Τὴ λειψανοθήκη τὴ βαστοῦσε ὁ ἴδιος ὁ τσάρος μὲ το ’να χέρι καὶ μὲ τ' ἄλλο τὸ σκῆπτρο. Τὸ ἴδιο βράδυ ἔγραψε ἕνα γράμμα συγκινητικὸ καὶ γεμάτο ἀπὸ πίστη στὸ συμβουλάτορά του τὸν πρίγκιπα Ὀντόβσκι, γιὰ νὰ τοῦ περιγράψη τὶς θεραπεῖες ποὺ γινήκανε τὴν ἴδια μέρα μέσα στὴν ἐκκλησία τῆς μητροπόλεως. Τοῦ ἔγραφε ἀκόμα τὴ μεγάλη χαρὰ του γιατί ἀποκαταστάθηκε ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Φιλίππου, ποὺ ὑπόφερε τόσα βάσανα γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δωρήση τὴν πίστη καὶ τὴ δύναμη γιὰ ν' ἀκολουθήση τὸ παράδειγμά του.

Οἱ ὕμνοι, ποὺ ψέλνει ἴσαμε σήμερα ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Φιλίππου, τὸν ὀνομάζουνε "στῦλον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀγωνιστὴν τῆς Ἀληθείας, καλὸν ποιμένα, ὅστις ἔδωσε τὴν ζωὴν του ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου του".
πηγή

Ο π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ως Πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών

Εφέτος, 43 χρόνια μετά την εκδημία του, οι συγχωριανοί του Νυμφάσιοι κάτοικοι της γύρω περιοχής, αλλά και πολλοί Πατρινοί, κατέκλυσαν την Κυριακή 22 Απριλίου τον ναό της Αγίας Τριάδος της γενέτειράς του και προεξάρχοντος του μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου τέλεσαν μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στη θέση «Σκουρτέικα», όπου σώζονται τα ερείπια του σπιτιού του, και εψάλη επιμνημόσυνη δέηση. Για τον π. Γερβάσιο, τον εκλεκτό αυτό άνθρωπο του Θεού, που ο Ύψιστός και ζώντα και κεκοιμημένο τον χαρίτωσε με πολλές αρετές και άρρητες δωρεές, αλλά και με θαυμαστά «σημεία», έχουν γραφεί πολλά. Από αυτά παραθέτουμε στη συνέχεια ελάχιστα, επιμένοντας κυρίως σε όσες αυθεντικές μαρτυρίες κάνουν λόγο ιδίως για τη δραστηριότητά του στην πόλη των Αθηνών.
 paidgervpar2
  • Το επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία»:
«Ο εκλυπών έχει να παρουσιάση λαμπράν εκκλησιαστικήν και πνευματικήν δράσιν. Υπήρξε σύγχρονος ασκητής, γενναίος αγωνιστής, ενθουσιώδης διδάσκαλος και στοργικός πατήρ των ορφανών και των ενδεών. Παροιμιώδης υπήρξεν η ανιδιοτέλεια αυτού».
  • Το περιοδικό «Ζωή»:
«Ο Αρχιμανδρίτης Γερβάσιος έκλεισε τα μάτια του την ημέραν των αγίων Αποστόλων. Ολόκληρος όμως η ζωή του ήτο αποστολική. Αισθάνθηκε βαθειά την κλήσιν, το ειδικό κάλεσμα, που του απηύθυνε προσωπικά ο εσταυρωμένος Αρχηγός. Δεν το επήρε στα ελαφρά. Και νεαρός ιεροσπουδαστής και λευκός πρεσβύτης ήτο πλημμυρισμένος από την επιτακτικότητα της επιστρατεύσεως. Εφαίνετο αυτό ολοκάθαρα εις τον τρόπον με τον οποίον ησθάνετο την Αγίαν Γραφήν. Ήτο πολεμική κραυγή: στα όπλα! Ήτο συναγερμός και ξεσηκωμός. Ο λόγος του Θεού διά τον Γερβάσιον ήτο «πυρ εκ πυρός προϊόν». Ήτο πυρκαϊά, που τον έκαιγε και έπρεπε να γίνη κήρυγμα, έργον, κίνησις, δράσις. Όταν ελειτουργούσε ο αείμνηστος, δεν επατούσε εις την γην. Συνεκλονίζετο, εφτερούγιζε εις τον κόσμο των αγγέλων και των πνευμάτων εις την σφαίραν του μυστηρίου και της Χάριτος. (…)
Αλλ’ αυτός ο άκαμπτος στρατιώτης είχεν εις το βάθος τόσην τρυφερότητα. Πίσω από το πύρινο παρουσιαστικό εκρύβετο μία τόσον στοργική καρδιά! Διά πόσους έπαλλε αυτή η πατρική καρδιά! Διά πόσα παιδιά, διά πόσα ορφανά, διά πόσους πονεμένους! Διά πόσες χιλιάδες ανθρώπων ο π. Γερβάσιος ήτο πραγματικός πατέρας, ο πονετικώτατος προστάτης, ο ακούραστος και ακοίμητος κηδεμών, ο φροντιστής των κατασκηνώσεων, ο εμπνευστής των ασύλων ο προνοητής των εγκαταλελειμμένων!».
  • Ο μητροπολίτης Πειραιώς Χρυσόστομος ο Ταβλαδωράκης (ο από Αργολίδος):
«Ηυτύχησα να γνωρίσω τον αοίδιμον και μεγέθους πρώτου εργάτην της Αγιωτάτης Εκκλησίας και «Ιερόν ταμείον πάσης αρετής» γενόμενον πατέρα Γερβάσιον και να υπάρξω εκ των στενωτέρων συνεργατών αυτού, όταν εκείνος μέν διώκει ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος τα Γραφεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, εγώ δε υπηρέτουν εις το εν αυτή τμήμα του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
Ο αείμνηστος όμως πατήρ Γερβάσιος, ο μικρός το δέμας αλλά πελώριος το πνεύμα, συνεκέντρωνεν έξοχα διοικητικά χαρίσματα, άτινα κατά την τριετίαν της εν τη λίαν δυσδιοικήτω Αρχιεπισκοπή υπηρεσίας του, εξήστραψαν και αφήκαν Ευαγγελικώς ωραίαν, αλησμόνητον αγίαν εποχήν (…).
Αλλά τι να είπω διά το ακαταπόνητον του αοιδίμου εκείνου εργάτου, όστις όρθρου βαθέος περιέτρεχε τους ιερούς ναούς της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, με συγκοινωνιακά μέσα κατά την εποχήν εκείνην σχεδόν ανύπαρκτα και με τροφήν το οικτρόν «πληγούριον» -είχον πολλάκις μετ’ εκείνου συμφάγει εις την εν τη Ιερά Μονή Πετράκη πτωχοτάτην τράπεζάν του, οσάκις παρίστατο ανάγκη να συνεργαζώμεθα- διά να διαπιστώση εξ εφόδου, εάν οι Ιερείς ήσαν εις το καθήκον των και ετέλουν ανελλιπώς τας ιεράς ακολουθίας· εάν η εις το φρικτόν και Πανάγιον Θυσιαστήριον στάσις των και τελετουργία των ήτο η δέουσα· εάν οι Ναοί ήστραπτον εκ καθαριότητος και αν γενικώς οι εν αυτοίς υπηρετούντες Ψάλται, Νεωκόροι και Επίτροποι ετέλουν ευόρκως τα εαυτών καθήκοντα. (…) Εσταδιοδρόμησε δε και έκλεισε την Ιεράν Αρχιεπισκοπήν, σοφώς οιακοστροφήσας ταύτης ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος «τη του βίου καθαρότητι και τη του λόγου (νουθεσίας) ικανότητι», ρυθμίσας τον βίον και την πολιτείαν πάντων των μετ αγαθής συνειδήσεως πλησιασάντων αυτόν εν τη Ιερά Αρχιεπισκοπή πατάξας δε παραδειγματικώς πάντα απειθή και ευτράπελον».

Άγιος Ιννοκέντιος, ο Ιεραπόστολος της Αλάσκας

Τη 31η του αυτού μηνός μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Ιννοκεντίου, Μητροπολίτου Μόσχας και Ιεραποστόλου της Αλάσκας († 1879).
Ο Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αύγουστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας της επαρχίας Ιρκούτσκ από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβιο και την Θέκλα Ποπλώφ. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού (2 Σεπτεμβρίου).
Στην συνέχεια σπούδασε στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Ένα χρόνο πριν τελειώση τις σπουδές του, το 1817, νυμφεύθηκε την Αικατερίνα, θυγατέρα ιερέως. Στις 13 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε διάκονος και διωρίσθηκε στον ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ιρκούτσκ. Στις 28 Μαΐου 1821 ο Άγιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Μετά από λίγο, το 1823, ανεχώρησε με την οικογένειά του για την Αμερική. Έφθασε στο νησί Ουναλάσκα, στην Αλάσκα, και άρχισε το ιεραποστολικό του έργο. Έμαθε την γλώσσα των Αλλεούτιων σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αργοπορία μετέφρασε λειτουργικά κείμενα και περικοπές της Αγίας Γραφής. Στην συνέχεια σύνταξε την πρώτη γραμματική της γλώσσας των ιθαγενών και συνέχισε το ιεραποστολικό συγγραφικό έργο του. Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στην Ουναλάσκα δεν έμεινε ούτε ενας ιθαγενής ειδωλολάτρης. Η Ιεραποστολή προχώρησε και στην ευρύτερη περιοχή. Πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Innocentios
Ο Άγιος επέστρεψε με την οικογένειά του στην Μόσχα το 1838 και τοποθετήθηκε στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1838 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πέθανε. Ο Άγιος με την συμβουλή του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου εκάρη μοναχός στις 27 Νοεμβρίου 1840 και έλαβε το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου Ιννοκεντίου του Ίρκουτσκ (26 Νοεμβρίου). Η κουρά του έγινε από τον ίδιο το Μητροπολίτη Μόσχας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1840 εκλέχθηκε Επίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλλεουτίων Νήσων, ενώ συγχρόνως του δόθηκε η κανονική εξουσία για όλες τις απομακρυσμένες ιεραποστολικές περιοχές. Η έδρα του ήταν η πόλι Σίτκα.
Το έργο του εδώ τώρα είναι τεράστιο. Ίδρυσε ιερατική σχολή. Εργάσθηκε μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και κινδυνεύοντας συνεχώς. Για τρία χρόνια περιώδευε μαζί με έναν συνεργάτη του, διανύοντας περισσότερο από πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα στις παγωμένες εκτάσεις της Καμτσάκας με έλκηθρο ή και πεζός. Η ίδρυσι σχολείων αποτέλεσε κύριο μέλημά του. Έγραψε γι’ αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Αν οι Αλλεουτιανοί με αγαπούν, το κάνουν μόνο επειδή τους έχω διδάξει».
Την ίδια περίοδο, περί το 1850, με απόφασί της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας, η Επισκοπή του Αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη την Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από την πόλι Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας και του δόθηκε ο βαθμός του Αρχιεπισκόπου, έχοντας στην δικαιοδοσία του περισσότερες από 200.000 ψυχές. Εκεί ακολουθούν νέοι ιεραποστολικοί αγώνες. Το 1857 ο Άγιος Ιννοκέντιος συμμετείχε στην Γενική Σύνοδο των Επισκόπων στην Αγία Πετρούπολι, όπου του δόθηκαν και δύο Βοηθοί Επίσκοποι για το ιεραποστολικό του έργο.
Ο Άγιος Ιννοκέντιος είναι πλέον 70 ετών και έχει χάσει τις σωματικές του δυνάμεις υποφέροντας πολύ από τα μάτια του. Η επιθυμία του είναι να παραιτηθή και να εγκαταβιώση σε κάποιο Μοναστήρι. Όμως ο Θεός, που κηδεμονεύει την ιστορία του κόσμου, οικονόμησε αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐ’ου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Και από τη νέα αυτή έπαλξι εργάσθηκε σκληρά. Προσβλήθηκε από ολική τύφλωσι και μή έχοντας λάβει από τον τσάρο άδεια παραιτήσεως, συνέχισε να μετέχη ενεργά στην εκκλησιαστική ζωή, τελώντας από μνήμης την Θεία Λειτουργία και τις άλλες ιερές Ακολουθίες. Παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο το Μέγα Σάββατο, στις 31 Μαρτίου του έτους 1879, αφού ιερούργησε τον λόγο του Θεού για πενήντα οκτώ ολόκληρα χρόνια και ενταφιάσθηκε στην Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Σεργίου.

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου


Kαρπούς Bλάσιε αρετών εκβλαστάνεις,
Oύς περ τρυγάς νυν εν πόλω μετ’ Aγγέλων.

Ο Όσιος Βλάσιος καταγόταν από το Αμόριο της Μικράς Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ. εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο (βλέπε23 Οκτωβρίου). Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.

Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο (βλέπε 12 Φεβρουαρίου).

Περί το 896 μ.Χ., «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό. Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».

Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».

Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του, το έτος 909 ή 912 μ.Χ.. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.

Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 μ.Χ. από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος».

Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ἐπίσκοπος Γαγγρῶν




Ὁ Ὑπάτιος ἦταν μορφὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δόξασαν τὴν Ἐκκλησία στοὺς πρώτους αἰῶνες της καὶ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὸ θρίαμβο τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἦταν ἐπίσκοπος Γαγγρῶν στὰ χρόνια του Μεγ. Κων/νου καὶ συμμετεῖχε στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, κατὰ τῆς πλάνης τοῦ Ἀρείου. Στὸ ποιμαντικό του ἔργο, ἐξακολούθησε νὰ διδάσκει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ κυρίως ἀντιμαχόταν τὶς αἱρέσεις, καὶ ἰδιαίτερα τὴν αἵρεση τῶν Ναυτιανῶν.

Ἡ ἐπιτυχία μὲ τὴν ὁποία καταπολεμοῦσε τοὺς Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τὰ ἄγρια πάθη τους καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐξόντωσή του. Τότε, οἱ προβατόσχημοι αὐτοὶ λύκοι μὲ δόλιο τρόπο, ἀφοῦ χρησιμοποίησαν σὰν ὄργανα ἀχρείους εἰδωλολάτρες, στὴν κατάλληλη εὐκαιρία, σὲ μία κρημνώδη περιοχή, μὲ ρόπαλα, μαχαίρια καὶ ξύλα, χτύπησαν τὸν Ὕπάτιο μέχρι θανάτου.

Ἔτσι, ἀποδήμησε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδήμησαν οἱ περισσότεροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον». Δηλαδή, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, πέθαναν μὲ θάνατο ἀπὸ μαχαῖρι. Ἀλλὰ σημασία ἔχει ὅτι στὸ τέλος τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ περίτρανη νίκη τους.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν. 

Άγιος Θεόφιλος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες εν Κρήτη


Άγνωστος στους Συναξαριστές. Τη μνήμη του βρίσκουμε στον Παρισινό Κώδικα 1575 και στους Λαυριωτικούς Η 76, Δ 25 και Δ 45, οπού υπάρχει και πλήρης ακολουθία του.

Ο Άγιος Θεόφιλος μαρτύρησε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Στο α' στιχηρό του Εσπερινού υπάρχει πληροφορία περί του μαρτυρίου της συζύγου του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…».. Στο α' τροπάριο της γ' Ωδής του Κανόνος γίνεται λόγος περί μαρτυρίου και των τέκνων του. Προφανώς έχουμε περίπτωση οικογενειακού μαρτυρίου ανάλογο προς εκείνου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου (τιμάται 20 Σεπτεμβρίου) και του Αγίου Εσπέρου (τιμάται 2 Μαΐου). Πιθανότατα οι Άγιοι μαρτύρησαν κατά την εποχή των διωγμών της αρχαίας Εκκλησίας.

Άγιος Αυδάς επίσκοπος Περσίας, Βενιαμίν ο Διάκονος και οι μαζί μ' αυτούς εννέα Μάρτυρες και άλλοι πολλοί Άγιοι, που μαρτύρησαν στην Περσία


Eις τον Aυδάν.
Αὐδᾶς, ἐνισχύοντος ὑψίστου Λόγου,
Καθεῖλεν ἰσχὺν δυσσεβῶν, τμηθεὶς κάραν.

Eις τον Βενιαμίν.
Ἀθλητικῷ κλυστῆρι, τῷ πάλῳ λέγω,
Πᾶν Βενιαμὶν ψυχικὸν κενοῖ βάρος.

Eις τους εννέα Mάρτυρας.
Ἐν τοῖς ὄνυξι κάλαμον δεδεγμένοι,
Σφᾶς Μάρτυρας γράφουσιν ἄνδρες ἐννέα.

Eις τους άλλους πολλούς Aγίους.
Ζῴων ταμεῖα Μαρτύρων τὰ σαρκία,
Μῦς ἐτρέφοντο, καὶ γαλαῖ ἐν τῷ βόθρῳ.

Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αυδάς, ο επίσκοπος της Περσίας και οι μαζί μ' αυτόν εορταζόμενοι Άγιοι Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια του βασιλιά των Ρωμαίων Θεοδοσίου του Μικρού (408-450) και Ισδιγέρδου του βασιλιά των Περσών (399-420). Το έτος 412 ο Ισδιγέρδης κίνησε σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών, με την έξης αφορμή: ο Αυδάς, που ήταν στολισμένος με πολλά είδη αρετών, από ιερή αγανάκτηση, γκρέμισε τον ναό, στον όποιο οι Πέρσες λάτρευαν τη φωτιά. Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς από τους μάγους, έστειλε και έφεραν μπροστά του τον Αυδά. Στην αρχή κατηγόρησε με ηπιότητα την πράξη του και τον πρόσταξε να ξανακτίσει τον ναό. Ο Αυδάς όμως αρνήθηκε. Τότε ο Ισδιγέρδης γκρέμισε όλες τις εκκλησίες των χριστιανών και θανάτωσε τον Αυδά μαζί με άλλους εννιά προκρίτους χριστιανούς. Μετά 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμός κατά των χριστιανών, όπου πολλοί Άγιοι θυσιάστηκαν στο βωμό της αληθινής πίστης. Όπως λ.χ. ο ευγενικής καταγωγής Ορμίσδης, ο διάκονος Βενιαμίν ο μεγαλομάρτυρας κ.ά. Όλων αυτών, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν κατά τον διωγμό αυτό, όρισε μνήμη τιμητική ή αγία μας Εκκλησία μαζί μ' αύτη του Επισκόπου Αυδά, για να δείξει, ότι γνωστοί και άγνωστοι στους ανθρώπους ήρωες της πίστης, έχουν κοινή τιμή στον ουρανό και κοινά θα απολαύσουν τα στεφάνια των μεγάλων αγώνων και της αθάνατης δόξας τους. (Να σημειώσουμε εδώ, ότι η μνήμη του Αγίου Αυδά, επαναλαμβάνεται - σαν Αβδαΐος - και την 5η Σεπτεμβρίου).

Οσιος Ακακιος Ο Ομολογητης Επισκοπος Μελιτηνης

Ἀκακίῳ θνῄσκοντι τῷ γῆς Ἀγγέλῳ,
Χώραν ἑτοιμάζουσιν Ἄγγελοι πόλου
.

Ο Όσιος Ακάκιος έζησε τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. (γεννήθηκε περί το 431 μ.Χ.). Διακρινόταν πολύ για τις αρετές του, την παιδεία του και τον ορθόδοξο ζήλο του.

Όταν τάραξε την Εκκλησία η αίρεση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριου, ο Ακάκιος διακρίθηκε για την επιμελημένη και συστηματική εργασία του, για την προφύλαξη του ποιμνίου του απ' αυτή την αιρετική πλάνη. Επιθυμώντας μάλιστα να προσβάλει αυτή ευρύτερα και να συντελέσει στη γενική απόκρουση της από την Εκκλησία, έγραψε κατά του Νεστορίου. Ο Ακάκιος ήταν και ικανότατος ομιλητής και διδάσκάλος του λάου. Σώζεται δε μια ομιλία του, η οποία εξεφωνήθη στην Έφεσο.

Ο Σ. Εύστρατιάδης, ισχυρίζεται ότι υπήρξε και Ακάκιος Β' επίσκοπος Μελιτηνής και τοποθετεί τη γιορτή του στίς 18 Απριλίου.

Συναξαριστής της 31ης Μαρτίου

Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ἐπίσκοπος Γαγγρῶν



Ὁ Ὑπάτιος ἦταν μορφὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δόξασαν τὴν Ἐκκλησία στοὺς πρώτους αἰῶνες της καὶ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὸ θρίαμβο τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἦταν ἐπίσκοπος Γαγγρῶν στὰ χρόνια του Μεγ. Κων/νου καὶ συμμετεῖχε στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, κατὰ τῆς πλάνης τοῦ Ἀρείου. Στὸ ποιμαντικό του ἔργο, ἐξακολούθησε νὰ διδάσκει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ κυρίως ἀντιμαχόταν τὶς αἱρέσεις, καὶ ἰδιαίτερα τὴν αἵρεση τῶν Ναυτιανῶν.

Ἡ ἐπιτυχία μὲ τὴν ὁποία καταπολεμοῦσε τοὺς Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τὰ ἄγρια πάθη τους καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐξόντωσή του. Τότε, οἱ προβατόσχημοι αὐτοὶ λύκοι μὲ δόλιο τρόπο, ἀφοῦ χρησιμοποίησαν σὰν ὄργανα ἀχρείους εἰδωλολάτρες, στὴν κατάλληλη εὐκαιρία, σὲ μία κρημνώδη περιοχή, μὲ ρόπαλα, μαχαίρια καὶ ξύλα, χτύπησαν τὸν Ὕπάτιο μέχρι θανάτου.

Ἔτσι, ἀποδήμησε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδήμησαν οἱ περισσότεροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον». Δηλαδή, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, πέθαναν μὲ θάνατο ἀπὸ μαχαῖρι. Ἀλλὰ σημασία ἔχει ὅτι στὸ τέλος τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ περίτρανη ΝΊΚΗ τους.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.



Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς

Ἔζησε τὸν πέμπτο αἰῶνα μ.Χ. περίπου τὸ 431. Διακρινόταν πολὺ γιὰ τὶς ἀρετές του, τὴν παιδεία του καὶ τὸν ὀρθόδοξο ζῆλο του. Ὅταν τάραξε τὴν Ἐκκλησία ἡ αἵρεση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ὁ Ἀκάκιος διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπιμελημένη καὶ συστηματικὴ ἐργασία του, γιὰ τὴν προφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ πλάνη.

Ἐπιθυμώντας μάλιστα νὰ προσβάλει αὐτὴ εὐρύτερα καὶ νὰ συντελέσει στὴ γενικὴ ἀπόκρουσή της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔγραψε κατὰ τοῦ Νεστορίου. Ὁ Ἀκάκιος ἦταν καὶ ἰκανότατος ὁμιλητὴς καὶ διδάσκαλος τοῦ λαοῦ. Σῴζεται δὲ μία ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη στὴν Ἔφεσο.

Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης, ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπῆρξε καὶ Ἀκάκιος Β´ ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς καὶ τοποθετεῖ τὴν γιορτή του στὶς 18 Ἀπριλίου.



Οἱ Ἅγιοι Αὐδᾶς ἐπίσκοπος, οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν Ἐννέα Μάρτυρες καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἅγιοι, ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Αὐδᾶς, ὁ ἐπίσκοπός της Περσίας καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ἑορταζόμενοι Ἅγιοι Μάρτυρες ἦταν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ τῶν Ῥωμαίων Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450) καὶ Ἰσδιγέρδου τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν (399-420). Τὸ ἔτος 412 ὁ Ἰσδιγέρδης κίνησε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὴν ἑξῆς ἀφορμή.

Ὁ Αὐδᾶς, ποὺ ἦταν στολισμένος μὲ πολλὰ εἴδη ἀρετῶν, ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, γκρέμισε τὸν ναό, στὸν ὁποῖο οἱ Πέρσες λάτρευαν τὴν φωτιά. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τοὺς μάγους, ἔστειλε καὶ ἔφεραν μπροστά του τὸν Αὐδᾶ. Στὴν ἀρχὴ κατηγόρησε μὲ ἠπιότητα τὴν πράξη του καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ξανακτίσει τὸν ναό. Ὁ Αὐδᾶς ἀρνήθηκε. Τότε ὁ Ἰσδιγέρδης γκρέμισε ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν χριστιανῶν καὶ θανάτωσε τὸν Αὐδᾶ μαζὶ μὲ ἄλλους ἐννιὰ προκρίτους χριστιανούς.

Μετὰ 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὅπου πολλοὶ Ἅγιοι θυσιάστηκαν στὸ βωμὸ τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ὅπως λ.χ. ὁ εὐγενικῆς καταγωγῆς Ὀρμίσδης, ὁ διάκονος Βενιαμὶν ὁ μεγαλομάρτυρας κ.ἄ.

Ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν κατὰ τὸν διωγμὸ αὐτό, ὅρισε μνήμη τιμητικὴ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τοῦ Ἐπισκόπου Αὐδᾶ, γιὰ νὰ δείξει, ὅτι γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι στοὺς ἀνθρώπους ἥρωες τῆς πίστης, ἔχουν κοινὴ τιμὴ στὸν οὐρανὸ καὶ κοινὰ θὰ ἀπολαύσουν τὰ στεφάνια τῶν μεγάλων ἀγώνων καὶ τῆς ἀθάνατης δόξας τους.

(Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Αὐδᾶ ἐπαναλαμβάνεται - σὰν Ἀβδαῖος - καὶ τὴν 5η Σεπτεμβρίου).



Ὁ Ἅγιος Μένανδρος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔσυραν γυμνό, πάνω σὲ αἰχμηρὲς πέτρες. [Στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα 170 ἡ μνήμη του φέρεται κοινὴ μετὰ τοῦ Ἁγίου Σαβίνου (βλ. 16 Μαρτίου) τὴν 28η Μαρτίου].



Ὁ Ὅσιος Βλάσιος

Γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.



Οἱ Ἅγιοι τριάντα ὀκτὼ (38) Μάρτυρες

Ἦταν ὅλοι συγγενεῖς μεταξύ τους καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.



Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργός

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισμένα Μηνολόγια, τοποθετοῦν τὴν μνήμη του καὶ τὴν 28η Δεκεμβρίου).



Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ποὺ μαρτύρησε στὴν Κρήτη

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Τὴ μνήμη του βρίσκουμε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1575 καὶ στοὺς Λαυριωτικοὺς Η 76, Δ 25 καὶ Δ 45, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρης ἀκολουθία του.



Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης πασῶν τῶν Ῥωσιῶν



Γνωστὸς στὴ ῥωσικὴ Ἐκκλησία, ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Εἶναι γιὰ τοὺς Ῥώσους ὅ,τι εἶναι γιὰ μᾶς ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς (1375-1461). Τὴν ἀκολουθία του συνέταξε ὁ Ἱεροδιάκονος Θεόφιλος Πασχαλίδης καὶ τὴν ἐξέδωσε στὴν Πετρούπολη τὸ 1897.



Ὁ Ὅσιος Ἰννοκέντιος Βενιαμίνωφ Μητροπολίτης, Μέγας Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας



Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ († 2 Σεπτεμβρίου).

Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ.

Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ

Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει».

Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς κόλπους της ὅλη τὴ Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα στὸ Γιακοὺτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες.

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «ΑΛΑΣΚΑ-Ὀρθόδοξο Συναξάρι» τοῦ Γεωργίου Ε. Πιπεράκη, τῶν ἐκδόσεων «ΠΑΡΟΥΣΙΑ».



Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ πρίγκιπας 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Ντανίλοβιτς), ὁ ἀποκαλούμενος Καλιτά, ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, πρίγκιπα τῆς Μόσχας († 4 Μαρτίου) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1290. Τὸ ὄνομά του ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ λειτουργικὰ Μηναῖα τοῦ Νόβγκοροντ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1296 – 1297, ὅπου διαβάζουμε, πὼς ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς κάλεσαν τὸν πρίγκιπα Δανιὴλ τῆς Μόσχας νὰ καταλάβει τὸν θρόνο της, αὐτὸς τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του Ἰωάννη. Πιθανόν, ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1299, ὁ Ἰωάννης ἐγκαταλείπει τὸ Νόβγκοροντ καὶ ἐπιστρέφει στὴ Μόσχα.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατὰ τὸ ἔτος 1303, ὁ Ἰωάννης ὑποχρεώθηκε ἀρχικὰ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε ἀργότερα ὡς πρίγκιπας τῆς Μόσχας, στὴν διαμάχη τῆς μελλοντικῆς πρωτεύουσας μὲ τὴν ἀνταγωνίστρια πόλη Τβέρ. Τὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα τῆς διαμάχης, ἀποδιδόμενο στὴν πολιτικὴ ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἰωάννου, θὰ καθορίσει τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τῆς Μόσχας.

Μὲ μὶα πρώτη ΝΊΚΗ ἐναντίων τῶν στρατευμάτων τῆς Τβέρ, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν πόλη τοῦ Περεγιασλάβλ, ὁ Ἰωάννης τὴν ἀνακαταλαμβάνει τὸ ἔτος 1304/1305. Κατὰ τὰ ἔτη 1320 – 1326, μὲ ἀφορμὴ τοὺς γάμους τῶν θυγατέρων τῶν ἡγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες μὲ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Ροστώβ, Μπελοζὲρκ καὶ Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους ἐναντίων τῆς Τβέρ.

Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1327, στὴν Τβέρ, σκοτώνεται σὲ μία λαϊκὴ ἐξέγερση, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἅγιο πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ Κόλχαν. Ὁ Ἀλέξανδρος καταφεύγει στὸ Πσκὼφ καὶ ἡ πόλη τῆς Τβὲρ καταλαμβάνεται καὶ ἀνατίθεται στὸν Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιᾶς ἀνεψιᾶς τοῦ Ἰωάννου. Τὸ 1329 ὁ Ἰωάννης ἀποστέλλει τὸν στρατό του ἐναντίον τοῦ Πσκώφ, ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος ἀναθεματίζει τοὺς κατοίκους της, ἐπειδὴ ἔδωσαν ἄσυλο στὸν πρίγκιπα Ἀλέξανδρο, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μιχαήλοβιτς ἐξαναγκάζεται νὰ ἐγκατασταθεῖ ἀρχικὰ στὴ Λιβονία καὶ ἀργότερα στὴ Λιθουανία.

Τὸ ἔτος 1331 ὁ Ἰωάννης ἀποκτᾶ ἀπὸ τὸ χάνη τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου πρίγκιπα. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν θὰ ἡσύχαζαν. Τὸ ἔτος 1338 ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Τβὲρ πέτυχε τὴν συγγνώμη τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ καὶ ἐπανῆλθε στὸν θρόνο. Τὸ 1339 ὁ Ἰωάννης πηγαίνει στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ κατηγορεῖ τὸν Ἀλέξανδρο πὼς σκευωρεῖ ἐναντίον τοῦ Χάνη. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ υἱός του Θεόδωρος ἔρχονται κατηγορούμενοι στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ δικάζονται. Γιὰ νὰ ταπεινώσει τὴν Τβέρ, ὁ Ἰωάννης ἀφαιρεῖ τὶς καμπάνες ἀπὸ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ τὶς μεταφέρει στὴν Μόσχα.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννου ἐκδίδεται ἕνα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστὸ ὡς Sijskoe Evangelie, στὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ ἕνας πανηγυρικὸς λόγος γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη στὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται ἡ οἰκοδόμηση μὲ πέτρα ὁλόκληρου τοῦ ἀρχιτεκτονήματος τοῦ Κρεμλίνου. Στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1326, ἀκολουθώντας τὴν συμβουλὴ τοῦ ἡλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ὁ Ἰωάννης θὰ ἀποτολμήσει τὴν κατασκευὴ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Μόσχα θὰ συνεχίσει τὴν παράδοση τῆς προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, ὅπου ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶχε ἰδιαίτερα καλλιεργηθεῖ.

Ὁ Ἰωάννης θὰ διατηρήσει στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Μητροπολίτη Πέτρο καὶ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του θὰ κινήσει τὴν διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του, ἀποστέλλοντας στὴ Σύνοδο τοῦ Βλαντιμίρ, τὸ ἔτος 1327, μία ἐπιστολή, ποὺ κατέγραφε τὰ πραγματοποιηθέντα θαύματα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Μαρτίου 1340 ἢ 1341, ἀφοῦ ἤδη εἶχε γίνει μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀνανίας. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Κρεμλίνο.
Ἤδη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε ἀναπτυχθεῖ θρησκευτικὴ εὐλάβεια γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνας κυβερνήτης δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος. Τὸ Πατερικὸν τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Βολοκολάμκ, τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ., μεταφέρει τὴν ἀφήγηση τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μπορόφκ, κατὰ τὸν ὁποῖο μία μοναχὴ εἶδε σὲ ὅραμα τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μέσα στὴν δόξα τοῦ Παραδείσου, νὰ βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα του (καλιτά) θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς μοιράζει στοὺς πτωχούς.


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...