Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2016

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΑΣ ΠΑΝΗΓΥΡΕΩΣ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟΥ ΝΕΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΕΥΒΟΙΑΣ





 Η Ιερά Πανήγυρη του Οσίου Ιωάννου του Ρώσσου, θα λάβει χώρα στο Νέο Προκόπιο Ευβοίας την 27η Μαΐου 2015, σύμφωνα με το ακόλουθο πρόγραμμα:


Πέμπτη 26 Μαΐου 2016:
ώρα 7.00 μ.μ. Μέγας Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός.
Κατά την διάρκεια της νύκτας θα τελεσθεί Ιερά Αγρυπνία.
Παρασκευή 27 Μαΐου 2016
ώρα 7.00 π.μ. Έναρξη Όρθρου.
ώρα 7.30 π.μ. Αρχιερατική Χοροστασία.
ώρα 8.30 π.μ. Έναρξη Πολυαρχιερατικής Θείας Λειτουργίας.
ώρα 10.30 π.μ. Λιτανεία του Ιερού Σκηνώματος του Οσίου Ιωάννου, Δέηση στην Πλατεία του Νέου Προκοπίου και Ομιλία.
   
           
Στην Ιερά Πανήγυρη θα λάβουν μέρος οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος, Κορίνθου κ. Διονύσιος, Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιος, Αργολίδος κ. Νεκτάριος, Βελεστίνου κ. Δαμασκηνός και ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Χαλκίδος, Ιστιαίας και Βορείων Σποράδων κ. Χρυσόστομος.

ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΘΑ ΕΠΕΙΔΗ ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ




Ἐνοχλοῦνται διότι, ὄχι μόνον δέν συμφωνοῦμε μέ τά πραττόμενα ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί δέν ἀποδεχόμαστε τίς κατά καιρούς αἱρετίζουσες θέσεις καί πρακτικές του. Πῶς ὅμως νά συμφωνήσουμε μέ τίς θέσεις καί τίς πρακτικές αὐτές τοῦ Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος σέ μόνιμη βάση ἀποκαλεῖ τόν αἱρετικό Πάπα «ἀδελφό» του καί ἀναγνωρίζει στήν Παπική αἵρεση ἐκκλησιαστικότητα; Ὁλόκληρες Σύνοδοι, ὅπως Η’ ἐπὶ Μ. Φωτίου (879-880), οἱ Ἡσυχαστικὲς Σύνοδοι τοῦ 1341, 1347, 1451 (Θ΄ Οἰκουμενική), οἱ νεότερες Πατριαρχικὲς Σύνοδοι τῆς ΚΠόλεως (1722, 1727, 1838 κ.ἄ), ἀλλὰ καὶ οἱ θεοφώτιστοι ἅγιοι Πατέρες ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου, ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως μὲ εὐαγγελική, πατερικὴ καὶ ἁγιοσυνοδικὴ θεολογικὴ τεκμηρίωση καταδικάζουν ἀπερίφραστα ὡς αἱρετικούς τους Λατίνους ἢ τοὺς Λατινόφρονες.

Δέν εἶναι ἑπομένως ὁ Πατριάρχης ὑπόλογος ἐνώπιον τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων αὐτῶν Συνόδων; Δέν ὁμιλεῖ καί πράττει ἀντίθετα απ' ὅσα οἱ προμνημονευθέντες Ἅγιοι (καί πλῆθος ἄλλων) ἐδίδαξαν; Οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν ἐπαπειλοῦν καθαίρεση πρός ὅσους συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς; Ἡμεῖς τί ἀπό αὐτά πράξαμε; Καταπατήσαμε μήπως κάποιον ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες καί δέν τό ξέρουμε; Αὐτοί πού τούς καταπατούν τυγχάνουν τιμῆς καί ἐμεῖς πού συμμορφούμεθα πρός αὐτούς (Ἱερούς Κανόνες) θά τύχουμε καταδίκης καί ὀνειδισμοῦ;

Άγιον Όρος,διακοπή μνημοσύνου του Βαρθολομαίου:.Όλη η επιστολή των Αγιορειτών και οι υπογραφές οι οποίες πληθαίνουν ανά ημέρα!!!



Προς:
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, τας λοιπάς αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας, την Ιεράν Κοινότητα Αγίου Όρους, το χριστεπώνυμον πλήρωμα της Εκκλησίας:


«Πραγμάτων επιδρομαί… τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά. Ο πλούς εν νυκτί, πυρσός ουδαμού. Χριστός καθεύδει, τι χρη παθείν;…»
ΑΓΙΟΝΟΡΟΣΣΣΣΣΣΣΣΣ555.jpg

(Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος).
Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά από την εκκλησιαστική ιστορία, η σύγκληση μιάς Συνόδου αφορά πρωτίστως στην θέσπιση και την στερέωση των Δογμάτων της Εκκλησίας και την οριοθέτησή της από την αίρεσιν. Δηλαδή, η Εκκλησία θεωρεί ως καθήκον της, εκ των ων ουκ άνευ, την καταπολέ­μηση κάθε αιρέσεως και την ορθοτόμηση του λόγου της αληθείας. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μέγας Διδάσκαλος και Πατέρας της Εκκλησίας, σαφώς τονίζει «το να είναι πάντα τα εκτιθέμενα παρ᾿ αυτών δόγματα και οι κανόνες Ορθόδοξα ευσεβή και σύμφωνα ταίς θείαις Γραφαίς, ή ταίς προλαβούσαις Οικουμενικαίς Συν­όδοις», και «Αύτη εστί τα αιώνια όρια, α έθεντο οι πατέρες ημών και νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα…τους οποίους σύνοδοι Οικουμενικαί τε και Τοπικαί διά Πνεύματος Αγίου εθέσπισαν». (Πηδάλιον, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 16). Συμβάλλοντες, λοιπόν και εμείς, ως Αγιορείτες Μοναχοί και ως ζωντανά μέλη της Εκκλησίας προς τον σκοπό της πνευματικής αφυπνήσεως και ενισχύσεως του Ορθοδόξου φρονήματος του πιστού λαού, επιθυμούμε να καταθέσουμε και δημοσίως την ιδικήν μας μαρτυρία.
Η λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», η οποία ως γνωστόν, πρόκειται να λάβει χώρα τον προσεχή Ιούνιο στην Κρήτη (19-6-2016, με το παλαιό ημερολόγιο 6–6-2016), αποτελεί ένα στάδιο του προγράμματος του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού ή της Θρησκευτικής Παγκοσμιοποίησεως της Νέας Τάξεως Πραγμάτων, η οποία ως γνωστόν επιδιώκει να υποτάξει ολόκληρη την ανθρωπότητα με τρία μεθοδευμένα σχέδια, α) με μία παγκόσμια κυβέρνηση β) με μία παγκόσμια οικονομία και γ) με μία παγκό­σμια θρησκεία. Η εφαρμογή αυτού του στόχου για μια παγκόσμια θρησκεία, εγκαινιάστηκε πρώτα στον προτεσταντικό κόσμο με την λεγομένη “Οικουμενική κίνηση”, και στον ορθόδοξο κόσμο ξεκίνησε με τον ενθρονιστήριο λόγο του Πατριάρχου Κων/πόλεως Μελετίου Μεταξάκη (1923) και επηυξήθη με τον επίσης Πατριάρχη Κων/πόλεως Αθηναγόρα Σπύρου (1948-1972).
Αντί να καταδικάσει η λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» τις υφιστάμενες και καθημερινώς δρώσες αιρέσεις, οι οποίες πλανούν τους πιστούς, επιδιώκει πρωτίστως να αναγνωρίσει την Παναίρεση, κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, όπως έπραξαν και οι Παπικοί στην Β’ Βατικάνεια Σύνοδό τους (1962-1965). Ότι η λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» επιδιώκει να αναγνωρίσει τον Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό και Διαθρησκειακό Οικουμενισμό, αποδεικνύεται από τα κατωτέρω:
1) Το προσυνοδικό κείμενο της Συνάξεως των Προκαθημένων το οποίο παραπέμπεται προς υιοθέτηση από τις Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, στη λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», στο άρθρο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» αναγνωρίζει ότι οι Παπικοί και οι Προτεστάντες δεν είναι αιρετικοί, αλλά εντάσσονται στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας–Κωνσταντινουπόλεως, υπερτονίζοντας την ιστορικότητά τους ως εκκλησίες και παραβλέποντας σκανδαλωδώς την αίρεσή τους, λέγοντας ότι «Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ᾿ αυτής», παραβλέποντας έτσι την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, έστω και αν η Η’ Οικουμενική Σύνοδος, επί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου (879-880) και με τις ψήφους των αντιπροσώπων του τότε Πάπα της Δύσεως, είχε καταδικάσει το αιρετικό filiogue ( και εκ του Υιού). Έτσι προσβάλλεται το Εκκλησιολογικό Δόγμα της Εκκλησίας και δημιουργείται Εκκλησιολογική αίρεση, διότι η Εκκλησία οριοθετείται από τα Δόγματα της πίστεως και ταυτίζεται με τους πραγματικούς πιστούς, τους αποτελούντας το Σώμα του Χριστού, με Κεφαλή αυτόν τον ίδιον τον Σωτήρα, μέσω της ακριβούς Ορθοδόξου Πίστεως, καθώς επίσης και της ορθής και μη παραποιημένης πνευματικής ζωής και της εν μετανοία συμμετοχής τους στα Μυστήρια της Αγίας μας Εκκλησίας.
2) Το ίδιο προσυνοδικό κείμενο, αναγνωρίζει το Παγκόσμιο Συμβούλιο των «Εκκλησιών» (ή ακριβέστερα αιρέσεων), το οποίο έχει ιδρυθεί το 1948 από την Νέα Τάξη Πραγμάτων, για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της θρησκευτικής παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή την Παγκόσμια Θρησκεία του Αντιχρίστου. Το Π.Σ.Ε. αρχικά είχε ως σκοπό του τον Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό Οικουμενισμό, ενώ στη συνέχεια, τις τελευταίες δεκαετίες, διεύρυνε τις επιδιώξεις του και στην προώθηση του Συγκρητιστικού Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Αναγνωρίζει τα διάφορα κείμενα του Π.Σ.Ε. ως δεσμευτικά για την Μεγάλη Σύνοδο και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τα κείμενα αυτά « είναι μετέωρα. Τα διαχειρίζονταν κάποιοι αντιπρόσωποι, οι οποίοι είπαν τις απόψεις τους, υπέγραψαν τα κείμενα εξ ονόματος των Τοπικών βέβαια Εκκλησιών, πλην όμως οι Ιεράρχες των Εκκλησιών αυτών δεν είχαν ιδέα, ποιες ήταν οι αποφάσεις των αντιπροσώπων τους» (καθηγ. Α.Π.Θ. Δημ. Τσελεγγίδης). Αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω προσυνοδικό κείμενο προσβάλλει και το σωτηριολογικό δόγμα της Εκκλησίας, κατά το οποίο μόνο μέσα στην Αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την ανωτέρω έννοια, ο πραγματικός πιστός, διά του ελέους της Θείας Χάριτος και των ακτίστων ενεργειών του Αγίου Τριαδικού Θεού, επιτυγχάνει τη σωτηρία του και συγκεκριμένα έχει τη θέα του Θεανδρικού Προσώπου του Χριστού και την εξ αυτής ατελεύτητη Θεογνωσία και μακαριότητα. Διότι το ίδιο προσυνοδικό κείμενο αναγνωρίζοντας το Π.Σ.Ε. αποδέχεται την θεωρία ότι όλες οι «εκκλησίες» ή ακριβέστερα αιρέσεις, και όλα τα θρησκεύματα, κατά την πρόσφατη διεύρυνσίν του, «σώζουν» ή κατά την δική του νοοτροπία, οδηγούν αορίστως και σοφιστικώς στην ίδια Υπερβατική Πραγματικότητα (Ultimate Reality) η οποία περιλαμβάνει όλους τους ψευδο-θεούς και τα ψευδο-σεβάσματά τους, τα οποία είναι δημιουργημένα κατ’ ανθρωπίνη επίνοια υποβαλλομένη από τον σατανά.
3) Η αναγνώρισι από το εν λόγω προσυνοδικό κείμενο των Παπικών ως δήθεν «εκκλησίας» οδηγεί αναπόφευκτα στο επόμενο στάδιο του Εωσφορικού Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, το οποίο είναι η συγκρητιστική «ένωσις» των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών με τους Παπικούς μέσω του επακόλουθου «κοινού ποτηρίου» και της υποταγής αυτών στο πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο του αιρεσιάρχη Πάπα, δηλαδή στην μετατροπή των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών σε Ουνιτικές. Αυτό σημαίνει την δογματική και διοικητική υποταγή των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών ως Ουνιτικών στον Πάπα, με βάση τις επιδιώξεις του Βατικανού και τον κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Καθολικών (Ουνιτικών) Εκκλησιών, που εκδόθηκε από τον Πάπα Ιωάννη – Παύλο Βʹ το 1990. Ως γνωστόν, ο Κώδικας αυτός προβλέπει τα εξής τέσσαρα είδη Ουνιτικών Εκκλησιών ιδίου δικαίου (sui generis), στα οποία θα υποταχθούν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες: 1) Πατριαρχικές Εκκλησίες ιδίου δικαίου (εδώ θα υπαχθούν όσες Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι Πατριαρχεία), 2) Αρχιεπισκοπικές Εκκλησίες ιδίου δικαίου (εδώ θα υπαχθούν όσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν είναι Πατριαρχεία), 3) Μητροπολιτικές Εκκλησίες ιδίου δικαίου και 4) Άλλες Εκκλησίες ιδίου δικαίου (κανόνες 55, 511 και 155 του ιδίου κώδικα).
4) Το Πατριαρχείο Κων/πόλεως, ως Προεδρεύον στην Σύναξη των Προκαθημένων, απέρριψε αυθαίρετα και δεν προώθησε στην λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» την πρόταση της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του έτους 2015 για την τυπική αναγνώριση της Συνόδου επί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου ως Η’ Οικουμενικής, η οποία καταδίκασε το filiogue και το παπικό πρωτείο εξουσίας και της Συνόδου επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως Θ’ Οικουμενικής (1351), η οποία καταδίκασε την Λατινική κακοδοξία ότι η Θεία Χάρις είναι κτιστή. Η ησυχαστική θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά του Αγιορείτου, έχει κεφαλαιώδη σημασία για την ορθόδοξη θεολογία διά τούτο και μισείται θανάσιμα υπό των παπικών.Η αυθαίρετη αυτή απόρριψη σηματοδοτεί σαφώς τον προσανατολισμό της λεγομένης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» όχι προς την Ορθοδοξία αλλά προς την παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία αποδομεί την Ορθόδοξη Θεολογία μέσω της νομιμοποιήσεως όλων των αιρέσεων.
5) Ενώ, στην παράδοση της Εκκλησίας οι Άγιες και Μεγάλες Σύνοδοι ή οι Οικουμενικές Σύνοδοι συγκαλούνταν με αντιπροσωπίες των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου ψήφιζαν όλοι οι Συνοδικοί Αρχιερείς δυνάμει της ισότητος της Επισκοπικής τους χειροτονίας, στην λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Συν­οδο», σύμφωνα με τον κανονισμό της τον οποίο υιοθέτησε η Σύναξη διά των προκαθημένων τους, δεν ψηφίζουν όλοι οι Συνοδικοί Αρχιερείς, αλλά μόνον οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες διά των Προκαθημένων τους. Δηλαδή, ενώ μέλη των Συνόδων είναι όλοι οι Επαρχιούχοι Αρχιερείς, στην λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» μέλη είναι μόνον οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, πράγμα το οποίο αντίκειται πλήρως στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και στο Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
6) Ενώ οι αποφάσεις των Αγίων και Μεγάλων Συνόδων ή των Οικουμενικών Συνόδων οι οποίες αφορούν σε θέματα πίστεως, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και κατά το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, πρέπει να έρχονται εις κρίσιν και να εγκρίνονται ή να απορρίπτονται, τόσο από τους Επαρχιούχους Αρχιερείς, όσο και από τον κλήρο, τους μοναχούς και τον ορθοδοξο λαό, κανονισμός της λεγομένης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», αντιθέτως προς την ορθόδοξη εκκλησιολογία καθιστά υποχρεωτικές και επιβάλλει τις αποφάσεις της εν λόγω Συνόδου για όλα τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μάλιστα, δε προειδοποιεί ότι θα τιμωρήσει όλες τις τάξεις του Χριστεπωνύμου Πληρώματος, για την μη αποδοχή των αποφάσεών της. Τοιουτοτρόπως, καταλύουν πλήρως την συνοδικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και αφαιρούν, το αγιοπνευματικό χάρισμα «της διακρίσεως των πνευμάτων», το οποίο χαρίζεται σε κάθε αληθινά πιστό που έχει διέλθει από τα στάδια της καθάρσεως των παθών, του φωτισμού και έχει αξιωθεί να λάβει την κατά χάριν θέωσιν, και το οποίο δίδεται σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας και όχι μόνον στους επισκόπους. Διά τούτο όφειλε να κληθούν, από την Πανορθόδοξο Σύνοδο, ως μέλη της Συνόδου, και κατηξιωμένα αγιοπνευματικά πρόσωπα, από τον κλήρο, τον μοναχισμό και από τα πιστά λαικά μέλη της Εκκλησίας, όπως πάντοτε γινόταν σε όλες τις Συνόδους. Η ορθόδοξη εγκυρότητα όμως μιάς Συνόδου πρώτον εξαρτάται από την ορθότητα και την ορθοδοξότητα των δογμάτων της, «εκείνας οίδε αγίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών, ας ορθότης δογμάτων έκρινεν» (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής PG 90, 148).
Τέλος για να θεωρηθεί μία Οικουμενική Σύνοδος όντως Ορθόδοξη, θα πρέπει οι αποφάσεις της να γίνουν αποδεκτές όχι μόνον από τους ιεράρχες, αλλά και από όλο το ορθόδοξο πλήρωμα. Όπως ευστόχως το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας έχει διαχρονικώς θεσπίσει λέγοντας: «….υπερασπιστής της Θρησκείας εστί αυτό το σώμα της Εκκλησίας ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές των Πατέρων αυτού». ( Εγκύκλιος 6ης Μαΐου 1848).
7) Ένα από τα θέματα της Συνόδου θα έπρεπε να είναι και το ημερολογιακό ζήτημα το οποίο έχει διχάσει μέχρι σήμερα εορτολογικά την Ορθόδοξη Εκκλησία, και είναι το πρώτο χτύπημα του οικουμενισμού κατά της Ορθοδοξίας.
Κατόπιν των ανωτέρω καθηκόντως ενημερώνουμε το Πατριαρχείο Κων/πόλεως, τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, την Ιεράν Κοινότητα Αγίου Όρους, καθώς και το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι ως Αγιορείτες Πατέρες, αγωνιζόμενοι να διατηρήσουμε μέσω της ακριβούς Ορθοδόξου Πίστεώς μας τον οργανικό σύνδεσμό μας με την Κεφαλή της Εκκλησίας, τον Θεάνθρωπο Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι, δεν θα αποδεχθούμε και θα απορρίψουμε εκ των υστέρων την λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»:
1 Αν η εν λόγω Σύνοδος δεν απορρίψει πλήρως το προσυνοδικό κείμενο «σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμο».
2) Αν δεν καταδικάσει την παναίρεση, κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, του Εωσφορικού Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού.
3) Αν δεν αναγνωρίσει τις Συνόδους επί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου και αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως Οικουμενικές (Η´ και Θ´ αντιστοίχως), οι οποίες είναι ήδη αναγνωρισμένες στη συνείδηση του Χριστεπωνύμου Πληρώματος.
4) Αν δεν ψηφίσουν τις αποφάσεις της λεγομένης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» όχι οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες διά των Προκαθημένων τους, όπως προβλέπει ο Κανονισμός της, αλλά όλοι οι Συνοδικοί Αρχιερείς αυτής, όπως προβλέπει η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία και το Ορθόδοξο Δίκαιο.
5) Αν δεν αποσύρουν τον κανονισμό περί υποχρεωτικής αποδοχής εκ των υστέρων των αποφάσεων της Συνόδου, από όλες τις τάξεις του Χριστεπωνύμου Πληρώματος, προσβάλλοντας κατ᾿ αυτόν τον τρόπον το ορθόδοξο δογματικό και εκκλησιολογικό κριτήριό μας, το οποίο είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα όλων των μελών της Εκκλησίας.
6) Αν δεν αποσύρουν τα θέματα περί της νηστείας και του δευτέρου γάμου των κληρικών, τα οποία και μόνον που σκέφθηκαν να τα θέσουν είναι ακόμη μια απόδειξις, ότι η εν λόγω Σύνοδος σκοπόν έχει την σταδιακή κατάργηση της νηστείας, μιμούμενοι και σε αυτό τους παπικούς. Εκκλησία, όμως χωρίς άσκηση και σταυρικό βίο δεν οδηγεί ποτέ στην Ανάσταση, αλλά στον πνευματικό θάνατο, φυγαδεύοντας το Άγιον Πνεύμα και οδηγώντας στην πλήρη εκκοσμίκευση.
Άγιοι Αρχιερείς, κατόπιν όλων τούτων τα οποία, για εμάς είναι θέματα σωτηριολογικά, σας παρακαλούμε πολύ εις την Παν­ορθόδοξον αυτήν Σύνοδον να ορθοτομήσετε «τον Λόγον της Αληθείας» και μη επιτρέψετε να ζήσουμε μία νέα Φερράρα–Φλωρεντία. Εάν ούτως πράξετε άγιοι Αρχιερείς τότε, ο ουρανός και η γη θα ευφρανθούν, άγγελοι και άνθρωποι πνευματικώς θα πανηγυρίσουν. Τα ονόματά σας θα γραφούν εν βίβλω ζωής και τότε όντως θα είσθε «και τρόπων μέτοχοι και θρόνων διάδοχοι» των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων. Παρακαλούμε μείνατε σταθεροί, σταθείτε αντάξιοι της ιστορίας και της Αρχιερωσύνης σας, με την οποίαν σας ετίμησε η Εκκλησία.
Εάν τουναντίον δεν ορθοτομήσετε τον Λόγον της αληθείας, τότε ας γνωρίζετε:
Α) Ότι έχετε σχίσει, τον άρραφο χιτώνα του Κυρίου, έχετε ατιμάσει την πανάσπιλον και παναμώμητον Νύμφην του Χριστού, την ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. Εάν όντως ούτως εξελιχθούν τα πράγματα, τότε εσείς θα είστε εκείνοι, οι οποίοι θα δημιουργήσετε σχίσμα στην Εκκλησία και επάνω σας θα φέρετε ολόκληρη την ιστορική ευθύνη για τις συνέπειες και τα αποτελέσματά του. Τότε ας γνωρίζετε ότι με βάση την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, διά την συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος έχετε αφορισθεί, «θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας». (“Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού”, Σύναξις κληρικών και μοναχών 2009).
Ο Κύριος δε ως καλώς επίστασθε μας παραγγέλλει να μη ακολουθούμε αλλοτρίους ποιμένας,: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο μη εισερχόμενος διά της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής· ο δε εισερχόμενος διά της θύρας ποιμήν εστι των προβάτων. Τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά. και όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασιν την φωνήν αυτού· αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ᾿ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν» (Ιωάν. Ι, 1-5).
Β). Ως εκ τούτου, είμεθα υποχρεωμένοι και εμείς να εφαρμόσουμε τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, τον γνωστόν ΙΕʹ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, σύμφωνα με τον οποίον οφείλουμε να κάνουμεν διακοπή της μνημονεύσεως όλων των αιρετικών λατινοφρόνων–φιλοενωτικών Οικουμενιστών. Επομένως κατ᾿ ανάγκη θα διακόψουμε την διαμνημόνευσιν του ονόματός τους, κατά την προσκομιδή από το άγιον δισκάριον, που συμβολίζει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, όλων εκείνων των Επισκόπων, κληρικών και λαικών που θα υπογράψουν αυτήν την αιρετικήν Σύνοδον. Καθώς και όλων όσων συμφωνούν μαζί τους και θα ακολουθήσουν συνειδητά αυτή την αίρεση. Με όλους αυτούς, οι οποίοι καθίστανται πλέον αιρετικοί διά την Εκκλησίαν δεν ημπορούμεν να έχουμε εκκλησιαστική κοινωνία, έως ότου δημοσίως μετανοήσουν και αποκηρύξουν την αίρεση του Οικουμενισμού καθώς θα ορίσει η Ορθόδοξος Εκκλησία διά Συνόδου.
Οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας έχουν Οικουμενικό, διαχρονικό και αιώνιον κύρος και ισχύν και ουδεμία Σύνοδος, πατριάρχης ή επίσκοπος δύνανται να τους ακυρώσουν. Σύμφωνα με αυτούς:
«Ει τις ακοινωνήτω καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω» (Κανών Ιʹ, Των Αγίων Αποστόλων).
Επίσης, «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, ΜΟΝΟΝ, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω». (Κανών ΜΕʹ, των Αγίων Αποστόλων).
Μόνον απ᾿ αυτούς τους δύο Κανόνες που επισημαίνουμε ας αναλογισθεί κάθε επίσκοπος, κληρικός, μοναχός και χριστιανός ορθόδοξος πόση ακρίβεια οφείλουμε όλοι μας να έχουμε στην εφαρμογή των Ιερών Κανόνων. Οι Ιεροί Κανόνες είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες της Εκκλησίας και ως διαχρονικοί, δεν είναι πρέπον να παραβιάζονται και οφείλουν να εφαρμόζονται υφ’ όλων των πιστών.
ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
Σεβαστή Ιερά Κοινότης και Άγιοι Καθηγούμενοι, τα εκατόν χρόνια άκρας οικονομίας και ανοχής απέναντι σε οικουμενιστές–λατινόφρονες και φιλενωτικούς επισκόπους είναι υπεραρκετά. Η ζημία και η αλλοίωσι που έχει προκαλέσει αυτή η ψευδεπίγραφη “οικονομία” στο Ορθόδοξο κριτήριο κλήρου και λαού είναι ήδη τεραστίων διαστάσεων. Στο Άγιον Όρος όμως έχουμε την διαχρονική και αγιοπνευματική παράδοση, ως ιερά παρακαταθήκη των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων και των Γερόντων, εκ των οποίων διδασκόμεθα, ότι οσάκις υπάρχει αίρεσις εντός της Εκκλησίας, πρέπει να προχωρούμε στην διακοπή μνημοσύνου, όλων εκείνων που πρεσβεύουν αίρεσιν και ή από φόβον και δειλίαν ακολουθούν τους αιρετικούς επισκόπους και δεν διακόπτουν το μνημόσυνό τους εν τοις μυστηρίοις.
Υπενθυμίζουμε ότι το Άγιον Όρος από το 1924 έως το 1974 είχε διακόψει την μνημόνευση του Πατριάρχου, πρώτον λόγω της εισαγωγής της καινοτομίας της αλλαγής του ημερολογίου και δεύτερον, λόγω της άρσεως των αναθεμάτων επί πατριαρχίας Αθηναγόρου.
Εσείς, Άγιοι Καθηγούμενοι, ερχόμενοι οι περισσότεροι εξ υμών μετά των μοναστικών συνοδειών σας εκ του κόσμου, διά να επανδρώσετε τις Ιερές Μονές λόγω λειψανδρίας, επαναφέρατε και το μνημόσυνον του Πατριάρχη, καίτοι δεν άλλαξε τίποτε προς το καλύτερον, ούτε ο πρώην Πατριάρχης Δημήτριος ούτε ο νυν Πατριάρχης κ.Βαρθολομαίος. Οι παλαιοί αγιορείτες στην αρχή, όταν ανέλαβε ο Πατριάρχης Δημήτριος, είχαν χρηστές ελπίδες ότι θα ορθοτομήσει την Πίστη. Όταν όμως εδήλωσε επισήμως, ότι θα ακολουθήσει απαραλλάκτως την γραμμή του μεγάλου προκατόχου του Αθηναγόρα, τότε όλοι σχεδόν, επανέλαβαν ότι θα συνεχίσουν την διακοπή του μνημοσύνου. Σεβομένη η Ιερά Κοινότης το αγιορείτικο και ορθόδοξο αυτό φρόνημα σε έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη αποφάσισε σχετικώς με το θέμα: “Επαφίεται εις την συνείδησιν εκάστης Μονής, η διαμνημόνευσις του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου”. (ΝΒʹ Συνεδρία εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως, 13 Νοεμβρίου 1971).
Το δικαίωμα, λοιπόν της διακοπής μνημοσύνου, εκτός από τους Ιερούς Κανόνες, μας το παρέχει και η ίδια η Ιερά Κοινότητα, ακολουθούσα την ιερά παράδοση του ιερού ημών Τόπου. Είναι, όμως ποτέ δυνατόν, να υπάρχει Ιερά Μονή και Μοναχός που να μη έχει ορθόδοξη συνείδηση και ευαίσθησία;
Η διακοπή του μνημοσύνου γίνεται εις ένδειξιν διαμαρτυρίας με απώτερον σκοπόν την καταδίκη της αιρέσεως και την καθαίρεση των αιρετικών επισκόπων, εάν δεν μετανοήσουν.
Η Ιερά Μονή Καρακκάλου εις απάντησίν της προς την Ιερά Κοινότητα, είχε γράψει ως εξής: «Η καθ᾽ ημάς Ιερά Μονή υπό στοιχεία ΙΔ΄ εν τη σημερινή Συνάξει 21.9.1972 εξήτασε και αύθις το επίμαχον θέμα του μνημονεύματος, και παρ᾽ όλον τον σεβασμόν και τα ωραία λόγια του αγίου προέδρου, άτινα εμελετήσαμεν μετά προσοχής εν τη εγκυκλίω του… ήχθη εις την απόφασιν να πληροφορήση υμάς, την υμετέραν Σεβασμιότητα, γραπτώς τα κάτωθι, εν σχέσει με το σοβαρόν εκκλησιαστικόν θέμα.
Επιθυμούμε να επαναλάβωμεν την εν πεποιθήσει και αμετάθετον απόφασιν ημών περί συνεχίσεως της διακοπής του Πατριαρχικού Μνημοσύνου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, εφ᾽ όσον ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος ο Α΄ θα συνεχίση την τηρουμένην υπό της Ιεράς Συνόδου Γραμμής, την οποίαν είχε χαράξει ο Αθηναγόρας. (βλ. Ο.Τ.α.φ 213, 1-7-1974).
Η Ι.Μ. Αγίου Παύλου επί Ηγουμενίας του Γέροντος Ανδρέα, απήντησε ωσαύτως: «…η απόφασις ημών είναι ότι δεν δυνάμεθα να προχωρήσωμεν εις συζήτησιν παρά μόνον εφ᾽ όσον δηλωθή υπό της Α. Παναγιότητος διά του τύπου ότι δεν θα ακολουθήση την πορείαν του προκατόχου Αυτού».
Επίσης ο Ηγούμενος της Ι. Μονής π.Ανδρέας απήντησε προς την Ι.Κοινότητα: «Λόγοι εκκλησιαστικής συνειδήσεως δεν μου επιτρέπουν να επαναλάβω το μνημόσυνον, διότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι νεωτεριστής, βαδίζει τα ίχνη του Οικουμενιστού Αθηναγόρου του οποίου τας απόψεις και τα αιρετικά φρονήματα δεν κατεδίκασεν». (βλ. Ο.Τ. α.φ. 213, 1-7-1974).
Αυτό ήταν το παλαιό Άγιον Όρος άγιοι Καθηγούμενοι, το οποίον κάποιοι από εσάς το προλάβατε και κάποιοι από εσάς πολλές φορές λειτουργήσατε χωρίς να μνημονεύσετε το όνομα του Πατριάρχου, όπως έκαναν σχεδόν και όλοι οι αγιορείτες μοναστηριακοί και κελλιώτες, πολλούς εκ των οποίων σήμερα τιμούμε ως λίαν εναρέτους, πνευματικούς Γέροντες και αγίους. Γιατί όμως δεν τους μιμούμεθα και στο θέμα αυτό της διακοπής του μνημοσύνου των οικουμενιστών επισκόπων, όπως έκανε και ο άγιος Γέροντας Παίσιος; Μήπως πιστεύετε ότι τα μυστήρια είναι άκυρα, όταν δεν μνημονεύουμε το όνομα του πατριάρχη; Τόσα χρόνια και τόσες χιλιάδες θείες λειτουργίες που είχαν τελεσθεί ήταν λοιπόν άκυρες; Άπαγε της βλασφημίας!
Μετά από όλα αυτά Σεβαστή Ιερά Κοινότης και Άγιοι Καθηγούμενοι, επιθυμούμε να σας ενημερώσουμε και να σας καταστήσουμε υπευθύνους, ότι εάν η μελετωμένη Πανορθόδοξος Σύνοδος δεν καταδικάσει την Παναίρεση του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, εμείς σας γνωστοποιούμε ότι θα ακολουθήσουμε την παράδοση του Αγίου Όρους και τους παλαιούς Οσίους Αγιορείτες Πατέρες οι οποίοι από την εποχή του αιρετικού λατινόφρονος – ενωτικού πατριάρχου Βέκκου (1272) και πάλιν από το 1924 έως το 1974 είχαν διακόψει το μνημόσυνον.
Εμείς ως Αγιορείτες Πατέρες και ως μέλη της Εκκλησίας, δηλώνουμε ότι δεν έχουμε καμμία σχέση με κάθε «ζηλωτική» παράταξη ή ακρότητα ή φανατισμό, αλλά επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι και συστοιχούμενοι στην διαχρονική Αγιορειτική παράδοση την σφραγισθείσαν με το αίμα τόσων αγίων Οσιομαρτύρων, επιθυμούμε με τον οφειλόμενο σεβασμό να σας προετοιμάσουμε και να σας επιστήσουμε την προσοχή σχετικά με το θέμα αυτό. Θεωρούμε τούτο ως οφειλόμενον καθήκον μας έναντι των αγίων Οσιομαρτύρων και της ιεράς παραδόσεως. Θα σταματήσουμε, λοιπόν επισήμως και εμείς την διαμνημόνευση του οικουμενικού πατριάρχη.
Δεν επιθυμούμε ποτέ να ακολουθήσουμε μία εκκοσμικευμένη “εκκλησία”. Διότι μία τοιαύτη, “Πανορθόδοξος Σύνοδος”, η οποία θα παρέχει εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς, και νομιμοποίηση των αιρέσεων, ακυρώνει το Σύμβολον της Πίστεως και γκρεμίζει όλη την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και αντεισάγει μια εκκοσμικευμένη «εκκλησία». Μία, όμως εκκοσμικευμένη “Εκκλησία”, όπως γνωρίζουμε δεν δύναται να παράσχη σωτηρία σε όσους θα την ακολουθήσουν. Μήπως το Βατικανό και ο παπισμός και όλες οι άλλες πανσπερμίες των Προτεσταντών κλπ. δεν είναι εκκοσμικευμένες “εκκλησίες”;
Η Εκκλησία του Χριστού ούτε σχίζεται, ούτε διαιρείται, όπως πιστεύει ο Πατριάρχης, με την αιρετική του θεωρία περί “Διηρημένης Εκκλησίας”, και ούτε έχει ανάγκη η Εκκλησία από τους οικουμενιστές για να την ενώσουν. Η Εκκλησία δεν διαιρείται ποτέ, γιατί είναι ο ίδιος ο Χριστός ως κεφαλή της, όστις είναι πάντοντε ενωμένος με το σώμα Του. Οι αιρετικοί αποκόβονται από την άμπελο-Εκκλησία. «Εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα, και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά, και εις πυρ βάλλουσι, και καίεται». (Ιωάν., 15, 6).
Τοιουτοτρόπως μία τοιαύτη Σύνοδος, η οποία θα αναγνωρίσει ως “εκκλησίες”, τους αιρετικούς, παύει να είναι Σύνοδος και αποβαίνει ληστρική, αιρετική και ψευτοσύνοδος. Όσοι την υπογράψουν και όσοι την αποδεχθούν θα καταδικαστούν ως έσχατοι αιρετικοί χείρονες πάντων των προγενεστέρων. Εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της Κρίσεως, η έκπτωσή τους θα είναι πιο φοβερή και από την πτώση του Ιούδα, του Αρείου και του Πάπα, διότι αυτοί δεν γνώριζαν καλά ποίον ηρνούντο, «ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν». (Α΄Κορ.Βʹ8). Οι σημερινοί Οικουμενιστές και κυρίως οι πρωτοστατούντες γνωρίζουν πολύ καλά ποίον σταυρώνουν, τον Αναστάντα ΚΥΡΙΟΝ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ διά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού.
Πως είναι δυνατόν Άγιοι Πατέρες, από την μία να εορτάζουμε με λαμπρά αγρυπνία στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου την μνήμην του Αγίου Οσιομάρτυρος Κοσμά του Πρώτου, ο οποίος απαγχονίσθηκε, καθώς και των άλλων Οσιομαρτύρων που μαρτύρησαν από τους λατινόφρονες της εποχής εκείνης, και από την άλλη να υποδεχόμεθα με τιμές και δοξολογίες στον ίδιο Ιερό Ναό του Πρωτάτου, τόσους και τόσους συγχρόνους οικουμενιστές λατινόφρονες φιλενωτικούς Αρχιερείς; Δεν το χωράει ο νούς μας, δεν το αντέχει η συνείδησή μας. Ο Μέγας Προφήτης Ηλίας, ο πυρφόρος και ζηλωτής του Κυρίου είπε στον βασιλέα Αχαάβ και στον λαό του Ισραήλ, που παρέπαιαν: « Έως πότε υμείς χωλανείτε επ᾿ αμφοτέραις ταίς ιγνύαις υμών; Ει έστι Κύριος ο Θεός, πορεύεσθε οπίσω αυτού· ει δε ο Βάαλ αυτός, πορεύεσθε οπίσω αυτού». Εάν ο πάπας είναι Εκκλησία, ω ταλαίπωροι οικουμενιστές, πορεύεσθε λοιπόν οπίσω αυτού, πηγαίνετε στον Πάπα να σας κάνει και καρδιναλίους, όπως έγινε και εκείνος ο δυστυχισμένος πρώην Νικαίας Βησσαρίων, και αφήστε μας ησύχους να υπηρετήσουμε την ταπεινή και καθημαγμένη από τα αίματα των Μαρτύρων Ορθοδοξία μας. Άγιοι Πατέρες έως πότε θα ζούμε αυτήν την πνευματική, εκκλησιαστική σχιζοφρένια των οικουμενιστών;
Αυτή η προδοσία της Ορθοδοξίας, ποτέ Κύριε μη επιτρέψεις να γίνη. Αλλά σήμερα η εκκλησιαστική κατάσταση είναι όσο ποτέ άλλοτε κρίσιμη. Όλα είναι πιθανά και πρέπει όλοι μας να είμαστε έτοιμοι για όλα. Ίσως ζήσουμε για άλλη μία φορά μία νέα ΦΕΡΡΑΡΑ-ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ, με όλες τις πνευματικές και εθνικές συμφορές που θα επακολουθήσουν, λόγω της προδοσίας της πίστεως. Εμείς ευχόμεθα όλοι μας να σταθούμε αντάξιοι των περιστάσεων και με την χάρη του Χριστού και της Παγαγίας μας, να ομολογήσουμε την Ορθόδοξο πίστη μας μέχρι και αίματος, εάν χρειασθεί.
Ευχόμεθα η Χάρις του Αγίου Τριαδικού Θεού, διά πρεσβειών της Εφόρου του Αγιωνύμου Όρους, Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, να φωτίσει τους αγίους Αρχιερείς και να προστατεύσει εμάς και το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα από την πλάνη του σατανά των εσχάτων χρόνων, που είναι η Παναίρεση του εωσφορικού, Συγκρητιστικού, Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Αμήν.
Διά την Συντακτική Επιτροπή των Αγιορειτών Πατέρων
Γέρων Γαβριήλ, Ι.Κ.Αγίου Χριστοδούλου, Ι.Μ.Κουτλουμουσίου.
Γέρων Σάββας Λαυριώτης, Ι.Μ.Μ.Λαύρας.
Γέρων Ιλαρίων, Ι.Κ.Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ι.Μ.Κουτλουμουσίου.
Μοναχός Δοσίθεος, Ι.Κ.Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ι.Μ.Κουτλουμουσίου.
Γέρων Κύριλλος, Ι.Η.Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Καρούλια, Ι.Μ.Μ.Λαύρας.
Γέρων Χαρίτων Ιερομ. Ι.Κ.Αναλήψεως, Ι.Μ.Βατοπαιδίου.
Γέρων Χερουβείμ, Ι.Κ.Αρχαγγέλων, Ι.Μ.Μ.Λαύρας.
Η συλλογή υπογραφών συνεχίζεται, και θα δημοσιευθούν
εις επόμενον φύλλον του Ο.Τ.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ: Νά σωπαίνουμε στούς κινδύνους τῆς Πίστεως ἐκ τῶν αἱρέσεων;


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_YokQruXLe3nAHWOELY_Gj8c6ojUYG2gSefAd0jzHTZCu7eo1R1w_80-yD5XkEHlKe53l6NyA40j_S8kA2r2iGgBkq-Gx1tIidbYcHTBk3ReJrrCwZ0H_crHeQ8rFoppUt7H7DLbigdKN/s400/juda_christ.jpg

Μέγας Ἀθανάσιος:
 "Εἶναι δίκαιο νά ἀγανακτήσετε γιατί ἄν αὐτά ἀντιμετωπιστοῦν διά 
τῆς σιωπῆς θά ἐπεκταθεῖ λίγο-λίγο τό κακό καί στίς ἄλλες ἐκκλησίες
 καί θά καταντήσει ἡ διδασκαλία μας ἐμπόριο πού πωλεῖται καί ἀγοράζεται"*

Ἅγιος Κύριλλος: "...ποιός θά μπορέσει νά μᾶς σώσει κατά τήν ἡμέρα
 τῆς Κρίσεως, ἄν σιωπήσουμε, ἤ ποιά ἀπολογία θά βροῦμε ἀφοῦ τηρήσαμε
 τόσο μακροχρόνια σιωπή ἀπέναντι στούς δυσεβεῖς λόγους σου ἐναντίον 
Του;"... 
"Ὅταν ἀδικεῖται ἡ πίστις πρός τόν Θεό, ἄς παύσει ὁ σεβασμός πρός τούς
 γονεῖς ὡς ἀβάσιμος καί ἐπισφαλής, ἄς μένει δέ ἀργός ὁ νόμος τῆς
 φιλοστοργίας πρός τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς. Ἄς εἶναι τότε λοιπόν
 γιά τούς εὐσεβεῖς τιμιώτερος ὁ θάνατος ἀπό τήν ζωή"* 
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: "Ὅταν οἱ Θεῖοι νόμοι ὑβρίζονται
 καί ἐμεῖς διατελοῦμε ἐν σιγῇ καί ἀδιαφορία, τότε, ἡ κόλαση μᾶς περιμένει"*. 
  

* Ὅ.ἄ. Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, 6, 25.
* Ἐπιστολή ιζ΄ P. G. 77, 105C-108A.
* Joaonnes ChrysostomusScr. Eccl., De Babyla contra Julianum et gentiles (2062-373).

Περί τῆς ἡσυχίας καί τῆς τάξης κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας.


Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει ως εξής για εκείνους που δημιουργούν ταραχή μέσα στην
 εκκλησία και που αποχωρούν από την εκκλησία πριν ολοκληρωθεί η Θεία Λειτουργία του Θεού:
«Μερικοί δεν πλησιάζουν την Θεία Κοινωνία τρεμάμενοι αλλά με ταραχή, σπρώχνοντας
 ο ένας τον άλλον, πυρωμένοι από θυμό, φωνασκούντες, μαλώνοντες, σπρώχνοντες τον διπλανό
 τους, γεμάτοι ταραχή. Περί αυτού σας έχω μιλήσει πολλές φορές και δεν θα παύσω να μιλώ για αυτό.
Δεν βλέπετε την τάξη στην συμπεριφορά στους παγανιστικούς Ολυμπιακούς αγώνες,
 όταν ο «Ταξιθέτης» περνά μέσα από την αρένα φορώντας στεφάνι στο κεφάλι, ντυμένος
 με μακρύ ένδυμα, κρατώντας ραβδί στο ένα χέρι, καθώς ο κήρυκας αναγγέλλει να γίνει ησυχία 
τάξη;   Δεν είναι χυδαίο, εκεί – όπου κυβερνά ο διάβολος – να γίνεται τόση ησυχία και εδώ, που ο 
Χριστός μας προσκαλεί σε Αυτόν τον Ίδιον, να γίνεται τόση φασαρία;
  Στην αρένα, ησυχία – και στην εκκλησία, αναστάτωση!  
Γαλήνη στην θάλασσα, και φουρτούνα στο λιμάνι!

Όταν σας προσκαλούν σε γεύμα, δεν πρέπει να αποχωρείτε πριν από τους άλλους,
 παρ’ ότι έχετε χορτάσει πριν από τους άλλους, και εδώ, που τελείται το γεμάτο δέος 
μυστήριο του Χριστού, και ενώ ακόμη συνεχίζουν οι ιερατικές πράξεις, εσύ φεύγεις 
εν μέσω αυτών και εξέρχεσαι;  Πώς μπορεί να συγχωρηθεί αυτό;  
Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί αυτό;
Ο Ιούδας, μόλις εκοινώνησε στον Μυστικό Δείπνο εκείνη την τελευταία βραδιά, 
έφυγε βιαστικός ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν στο τραπέζι.  Βλέπετε, 
ποίων το παράδειγμα ακολουθούν εκείνοι που βιάζονται να αποχωρήσουν πριν
 από την τελευταία ευχαριστία;»

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 
Την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου, η Ορθόδοξη Εκκλησία καθόρισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής, η οποία και θεωρείται ως Δεσποτική εορτή. Κατά την Μεσοπεντηκοστή σημειώνεται η 25η μέρα από την Ανάσταση και η 25η πριν την Πεντηκοστή. Η εορτή αυτή, δηλαδή, αποτελεί ένα ενδιάμεσο σταθμό. Γι’ αυτό και συνδυάζει πασχάλια θέματα με τα γεγονότα της Πεντηκοστής, αλλά και μας προϊδεάζει για την εορτή της Ανάληψης του Κυρίου, με σημείο αναφοράς την Σοφία του Θεού που είναι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι η Σοφία και η ζώσα Βουλή του Θεού Πατέρα. Η εορτή αυτή, λοιπόν, αποτελούσε μεγάλο γεγονός για την Κωνσταντινούπολη, γιατί κατά την ημέρα αυτή πανηγύριζε ο Ναός της του Θεού Σοφίας. Τον λαμπρό χαρακτήρα της παλαιάς αυτής εορτής διασώζουν τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, τα οποία είναι εμπλουτισμένα με αναγνώσματα, σπουδαία τροπάρια, κανόνες και έργα μεγάλων υμνογράφων όπως του Αγίου Ανδρέου Κρήτης.
Σε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της.
Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ αυτήν, και περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Και όμως κάποτε η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, και συνέτρεχαν κατ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξη την Έκθεσι της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, για να ιδή το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες, και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωϊ της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του, ξεκινούσε από το ιερό παλάτιο για να μεταβή στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγει την βασιλείαν υμών», και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερόν παλάτιον.
Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασί της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές, και με την παράτασι του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.
Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό.
Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει δηλ. το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτασίμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο τροπάριο του εσπερινού της εορτής:
«Πάρεστιν η μεσότης ημερών,
των εκ σωτηρίου αρχομένων εγέρσεως
Πεντηκοστή δε τη θεία σφραγιζομένων,
και λάμπει τας λαμπρότητας
αμφοτέρωθεν έχουσα
και ενούσα τας δύο
και παρείναι την δόξαν προφαίνουσα
της δεσποτικής αναλήψεως σεμνύνεται».
Χωρίς δηλαδή να έχη δικό της θέμα η ημέρα αυτή, συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ ενός και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος αφ ετέρου, και «προφαίνει»
την δόξαν της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορτασθή μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσσίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της
ημέρας, η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθή ο Χριστός σαν Μεσσίας – μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Δια ταύτην την αιτίαν την παρούσαν εορτήν εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες, τον Μεσσίαν τε ανυμνούμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο. Σ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που εξελέγη για την ημέρα αυτή (Ιω. 7, 14-30). Μεσούσης της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα, ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρά αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων.
Είναι Μεσσίας ο Ιησούς η δεν είναι; Είναι η διδασκαλία του Ιησού εκ Θεού η δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα, κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού, η κατασκευάσασα τον κόσμον. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στον ναό, στο μέσον των διδασκάλων του Ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας,
ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του, είναι η του Θεού Σοφία. Εκλέγομε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια, το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού του πλ. δ’ ήχου:
Μεσούσης της εορτής
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
έλεγον οι Ιουδαίοι.
Πως ούτος οίδε γράμματα, μη μεμαθηκώς;
αγνοούντες ότι συ ει η Σοφία
η κατασκευάσασα τον κόσμον.Δόξα σοι».
Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «Της εορτής μεσούσης»,
έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έλαβε χώραν μεταξύ Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία μεγαλήγορο φράσι του Κυρίου.«Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω.ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού
ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιω. 7, 37-38). Και σχολιάζει ο Ευαγγελιστής.«Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν»
(Ιω. 7, 39). Δεν έχει σημασία ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξ άλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθή πιο παραστατική εικόνα για να δειχθή ο χαρακτήρ του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος, η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος
που εδρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες
από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές.«Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος» (Ιω. 7, 38). «Και
γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στην Σαμαρείτιδα (Ιω. 4, 14). Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίησι και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαιρέτους ύμνους.
Διαλέγομε τρεις, τους πιο χαρακτηριστικούς: Το κάθισμα του πλ. δ’ ήχου προς το «Την Σοφίαν και Λόγον», που ψάλλεται μετά την γ’ ωδή του κανόνος στην ακολουθία του όρθρου:
«Της σοφίας το ύδωρ και της ζωής
αναβρύζων τω κόσμω, πάντας, Σωτήρ,
καλείς του αρύσασθαι
σωτηρίας τα νάματα•
τον γαρ θείον νόμον σου
δεχόμενος άνθρωπος,
εν αυτώ σβεννύει
της πλάνης τους άνθρακας.
Όθεν εις αιώνας
ου διψήσει, ου λήξει,
του κόρου σου δέσποτα, βασιλεύ επουράνιε.
Δια τούτο δοξάζομεν
το κράτος σου, Χριστέ ο Θεός,
των πταισμάτων άφεσιν αιτούμενοι,
καταπέμψαι πλουσίως
τοις δούλοις σου».
Το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής, το πρώτο του πλ. δ’ και το δεύτερο του δ’ ήχου:
«Μεσούσης της εορτής
διψώσάν μου την ψυχήν,
ευσεβείας πότισον νάματα•
ότι πάσι, Σωτήρ εβόησας•
Ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω.
Η πηγή της ζωής, Χριστέ ο Θεός, δόξα σοι».
«Της εορτής της νομικής μεσαζούσης,
ο των απάντων ποιητής και δεσπότης,
προς τους παρόντας έλεγες, Χριστέ ο Θεός•
Δεύτε και αρύσασθαι ύδωρ αθανασίας.
Όθεν σοι προσπίπτομεν και πιστώς εκβοώμεν•
Τους οικτιρμούς σου δώρησαι ημίν,
συ γαρ υπάρχεις πηγή της ζωής ημών».
Και τέλος το απαράμιλλο εξαποστειλάριο της εορτής:
«Ο τον κρατήρα έχων
των ακενώτων δωρεών,
δος μοι αρύσασθαι ύδωρ
εις άφεσιν αμαρτιών•
ότι συνέχομαι δίψη,
εύσπλαγχνε μόνε οικτίρμον».
Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψις ιστορικού υποβάθρου, της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν
την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακενώτου ύδατος. Συνέβη με αυτή, κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περιφήμους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανηγέρθησαν, κατήντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής, ή του αγίου Πνεύματος, ή της αγίας Τριάδος, ή των Εισοδίων, ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Μεσοπεντηκοστή-Κωνσταντινούπολη

Ο ναός Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη τιμόταν στην Σοφία του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Χριστό και πανηγύριζε στην εορτή της Μεσοπεντηκοστής.
Ας ακούσουμε αυτούσια την αναφορά ενός διπλωμάτη, πού πραγματικά έπλευσε προς το Βυζάντιο τον 10ο αιώνα. Ταξιδεύοντας ανά την γή σε αναζήτηση της καταλληλότερης θρησκείας πού θα ένωνε τον ρωσικό λαό, οι απεσταλμένοι του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου τελικά έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Η αναφορά τους προς αυτόν ήταν καθοριστικής σημασίας και αναφέρεται σε κάθε ιστορία της Ρωσίας: Μετά πήγαμε στο [Βυζάντιο] και οι Έλληνες μάς οδήγησαν στα κτίρια [Αγία Σοφία] όπου τιμούσαν τον Θεό τους και δεν γνωρίζαμε εάν βρισκόμασταν στον Παράδεισο ή στην Γή. Και αυτό γιατί στην γή δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα ή τέτοια ομορφιά, και τα είχαμε χαμένα για το πώς θα την περιγράφαμε. Το μόνο πού γνωρίζαμε ήταν ότι ο Θεός κατοικεί εξίσου μεταξύ των ανθρώπων και οι λειτουργίες τους είναι ομορφότερες των τελετών άλλων λαών. Και αυτό γιατί δεν μπορούμε να ξεχάσουμε εκείνη την ομορφιά. Κάθε άνθρωπος, αφού γευτεί κάτι γλυκό, μετά είναι απρόθυμος να δεχτεί κάτι που είναι πικρό.

Δευτέρα, Μαΐου 23, 2016

Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας Χρῆστος Γιανναρᾶς

Χρῆστος Γιανναρᾶς - Ὀρθοδοξία καὶ Δύση (ἀποσπάσματα)
Ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας


  Σπουδάζουμε τὴν ἱστορία τοῦ «νεώτερου» Ἑλληνισμοῦ μὲ ἀφετηρία συνήθως, τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453). Ἦταν ἡ τελικὴ πράξη στὴν κατάρρευση τοῦ «βυζαντινοῦ» -ὅπως λέμε σήμερα- Ἑλληνισμοῦ, τὸ τέλος τῶν «μέσων» καὶ ἡ ἀρχὴ τῶν νεώτερων χρόνων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Ἀπὸ τὴν σκοπιά, ὡστόσο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ὁρόσημο ἡ ἀφετηρία τῶν «νεώτερων» χρόνων δὲν εἶναι τὸ 1453. Εἶναι μᾶλλον τὸ 1354: ἡ χρονιὰ ποὺ ὁ Δημήτριος Κυδώνης, μὲ προτροπὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Κατακουζηνοῦ, μεταφράζει στὰ ἑλληνικὰ τὴ Summa Theologiae τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη. Ἐκστασιασμένος ὁ Κυδώνης ἀπὸ τὸ καινούργιο «φῶς» ποὺ ἔρχεται «ἐξ ἑσπερίας», ἀναλαμβάνει νὰ τὸ μεταδώσει στοὺς συμπατριῶτες του Ἕλληνες.
Τὸ γεγονὸς ὁριοθετεῖ μία καινούργια ἐποχὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, μιὰ νέα ἱστορικὴ περίοδο. Περίοδο ὅπου τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἑλλήνων μετατίθεται προοδευτικὰ ἀπὸ τὴ δική τους παράδοση καὶ τὸν δικό τους πολιτισμὸ σὲ κάποιο ἄλλο πρότυπο καὶ ὅραμα βίου.
Σίγουρα ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν πάντοτε ἕνα σταυροδρόμι πολιτισμῶν, ἀντιλήψεων καὶ ἰδεῶν, ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας. Ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα κιόλας χρόνια οἱ Ἕλληνες ἐνδιαφέρονται μὲ πάθος γιὰ ἀλλότριες παραδόσεις, προσλαμβάνουν στοιχειὰ ἀπὸ ξένους πολιτισμούς. Ὅμως τὸ βασικὸ γνώρισμα τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἱκανότητά τους νὰ ἀφομοιώνουν τὶς προσλήψεις καὶ τὰ δάνεια. Κάθε ξένο στοιχεῖο νὰ γίνεται ἀφορμὴ ἐμπλουτισμοῦ καὶ ἀνανεώσης τῆς ἑλληνικῆς αὐτοσυνειδησίας. Στὴν περίοδο ποὺ ἐγκαινιάζεται μὲ τὶς μεταφράσεις τοῦ Κυδώνη, αὑτὴ ἡ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μοιάζει ὑποτονικὴ ἢ ὁλότελα χαμένη. Τὰ δάνεια καὶ οἱ προσλήψεις δὲν ὑποτάσσονται πιὰ στὸν ἑλληνικὸ τρόπο τοῦ βίου, στὴν ἑλληνικὴ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ τοῦ βίου. Ἀντίθετα, ὑποτάσσουν οἱ προσλήψεις καὶ ἀμβλύνουν προοδευτικὰ τὴν πολιτιστικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλοτριώνουν τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα. Εἴτε ὑποταγμένοι στὶς βαρβαρικὲς ὀρδὲς τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια, εἴτε συγκροτημένοι σὲ κράτος μὲ συμβατικὰ γεωγραφικὰ σύνορα, μετὰ τὸ 1827, οἱ Ἕλληνες ζοῦν πιὰ μὲ τὸ βλέμμα καὶ τὸ πνεῦμα τους στραμμένα στὰ «φῶτα» τῆς Δύσης.
Ὅσο κι ἂν λογαριάσει κανεὶς τὶς ἀντιστάσεις τοῦ λαϊκοῦ σώματος σὲ αὐτὴ τὴν προοδευτικὴ ἀλλοτρίωση, ἢ καὶ τὶς ἐπώνυμες ἀντιδράσεις κάποιων ἐλάχιστων λόγιων, τὸ στοιχεῖο ποὺ τελικὰ κυριαρχεῖ εἶναι ἡ αὐξανόμενη ἄγνοια τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν πολιτιστική τους παράδοση, οἱ παραποιημένες ἀντιλήψεις, συχνὰ ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ περιφρόνηση γιὰ τὴν ἑλληνικότητα. Αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸν πολιτισμὸ ποὺ διαμορφώνεται στὴ Δύση καὶ ποὺ μονοπωλεῖ στὶς συνειδήσεις τὴν ἔννοια τῆς προόδου. Ἀκόμα καὶ τὴν ὅποια πληροφορήση γιὰ τὴν πολιτιστική τους κληρονομία τὴν ἀντλοῦν πιὰ οἱ Ἑλληννες ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς μελετητὲς -τοὺς «οὐμανιστὲς» καὶ ἀρχαιολάτρες τῆς Εὐρώπης- ἀνυποψίαστοι γιὰ τυχὸν παρανοήσεις ἡ καὶ ἐσκεμμένες διαστρεβλώσεις.
Ὅμως ἐδῶ θὰ χρειαστεῖ μία πρώτη παρένθεση: ἕνα ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖ τὸ ὁρόσημο τοῦ 1354.
Εἶναι ἄραγε θεμιτὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ Ἑλληνισμὸ καὶ γιὰ ἑλληνικὸ πολιτισμὸ στὸν 14ο αἰώνα; Ἦταν λοιπὸν Ἕλληνες οἱ «Βυζαντινοί», οἱ κάτοικοι τῆς ἀνατολικῆς καὶ πολυεθνικῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας;
Ὁ τρόπος ποὺ σπουδάζουμε σήμερα τὴν Ἱστορία προϋποθέτει - σχεδὸν αὐτονόητα- κάποιες σχηματοποιήσεις: ἴσως ἀναπόφευκτες προκειμένου νὰ τιθασεύσουμε τὸ ἱστορικὸ ὑλικό. Διαιροῦμε σχηματικὰ τὸν ἱστορικὸ χρόνο σὲ περιόδους καὶ διαστέλλουμε, ἐπίσης σχηματικά, τοὺς πολιτισμοὺς ἢ τὶς ἐθνότητες. Καὶ ἡ λογικὴ τῶν ἱστορικῶν μας σχηματοποιήσεων, πολὺ συχνά, πειθαρχεῖ σὲ κριτήρια ποὺ ἔχουμε σήμερα γιὰ τὸν «πολιτισμὸ» ἢ τὴν «ἐθνότητα»- καὶ ποὺ δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὰ κριτήρια καὶ οἱ ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐξετάζουμε.
Ἔτσι καὶ στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ κράτος, γιὰ πολλὲς δεκαετίες, οἱ Ἕλληνες διδάσκονταν στὰ σχολεῖα τὴν ἱστορία τους χωρισμένη σὲ τρεῖς μεγάλες καὶ μᾶλλον σχηματικὲς περιόδους: Τὴν περίοδο τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν πρωτοελλαδικὴ καὶ πρωτομινωικὴ ἐποχὴ (2900 π.Χ.) ὡς τὴν κατάκτηση τῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους (146 π.Χ.) ἢ ὡς τὸ κλείσιμο τῶν τελευταίων φιλοσοφικῶν σχολῶν τῆς Ἀθηνᾶς (529 μ.Χ.). Τὴν περίοδο τῆς «βυζαντινῆς» ἡ μεσαιωνικῆς Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης (325 μ.Χ.) ὡς καὶ τὴν πτώση της (1453). Καὶ τὴν περίοδο τῆς νεώτερης Ἑλλάδας- ἀπὸ τὸ 1453 ὡς σήμερα.
Αὐτὴ ἡ ἐκπαιδευτικὰ παγιωμένη διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀπηχοῦσε μίαν ἀντίληψη διαχρονικῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ-καὶ μάλιστα μὲ βάση τὴν ἐθνοφυλετικὴ ὁμοιογένεια. Ἑνὸς Ἑλληνισμοῦ φυλετικὰ ἑνιαίου μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν γενεῶν: μὲ συνέχη βιολογικὴ διαδοχὴ ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια ὡς σήμερα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν πολὺ ἔγκαιρα, στὸν 19ο αἰώνα, κάποιος ἀσήμαντος γερμανὸς ἱστορικός, ὁ Φαλλμεράυερ, ἀμφισβήτησε τὴν ἀπευθείας καταγωγὴ τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ἡ ταραχὴ ποὺ προκλήθηκε στὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο ἦταν ἀποκαλυπτικὴ μιᾶς βαθύτερης συγχύσης. Οἱ Νεοέλληνες δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ὁρίσουν τὴν ἑλληνικότητά τους. Καὶ τὸ μεγαλύτερο σκάνδαλο ἦταν ἡ βυζαντινὴ ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τους: Μὲ ποιὸ κριτήριο νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς Ἕλληνες οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πανσπερμίας τῶν φυλῶν ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν Ἀνατολικὴ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία -μίαν αὐτοκρατορία ὡστόσο μὲ κυρίαρχη γλῶσσα τὴν ἑλληνική, μὲ φιλοσοφία καὶ τέχνη ποὺ συνέχιζε ὀργανικὰ καὶ ἀνέπλαθε δημιουργικὰ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κληρονομία. Σίγουρα οἱ βυζαντινοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας -κάποιοι μὲ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα- συνέχιζαν τὸν προβληματισμὸ καὶ τὸν λόγο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῆς Στοᾶς καὶ τῶν Νεοπλατωνικῶν, ὅμως παράλληλα ἔγραφαν λόγους «κατὰ Ἑλλήνων», ἀφοῦ στὴν ἐποχή τους ἡ λέξη Ἕλληνας σημαῖνε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο εἰδωλολάτρης. Ἀλλὰ καὶ ὁ συνολος πληθυσμὸς πρέπει νὰ γνώριζε ἀρκετὰ καλὰ τὰ κείμενα τῶν εἰδωλολατρῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἐπὶ χίλια περίπου χρόνια ἀλφαβητάρι γιὰ τὴν ἐκμάθηση ἀνάγνωσης καὶ γραφῆς ἦταν ὁ Ὅμηρος.
Τὸ δυσεπίλυτο πρόβλημα ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας διαιωνίζεται στὸ νεοελληνικὸ κρατίδιο ὡς σήμερα.
Ὑπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοὶ» διανοούμενοι, ποὺ θεωροῦν ὑποτιμητικὴ κάθε ἐπιμειξία τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀμφισβητοῦν πεισματικὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας. Ὅπως ὑπάρχουν καὶ κάποιοι χριστιανοὶ διανοούμενοι, μὲ ἰδεολογικὰ ἐπεξεργασμένη πίστη, ποὺ προτιμᾶνε τὸ ὄνομα τοῦ «Ῥωμιοῦ» καὶ τῆς «Ῥωμιοσύνης» στὴ θέση τοῦ Ἕλληνα καὶ τῆς ἑλληνικότητας. Ὑπῆρξε καὶ νεοέλληνας Πρωθυπουργὸς καὶ Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ποὺ δὲν δίσταζε νὰ μιλάει γιὰ τὶς πολλαπλὲς ὑποδουλώσεις ποὺ γνώρισαν οἱ Ἕλληνες: πρῶτα στοὺς Ῥωμαίους, ὕστερα στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ μετὰ στοὺς Τούρκους!...
Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσεγγίσουμε τὴ σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴ Δύση στὰ νεώτερα χρόνια, χωρὶς νὰ διατυπώσουμε καταρχὴν μιὰ πρόταση ἐξόδου ἀπὸ τὴν πελώρια αὐτὴ συγχύση-πρόταση κάποιου ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας. Ἡ πρόταση εἶναι νὰ δοῦμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει κανεὶς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπέκτησε γεωγραφικὰ σύνορα γιὰ πρώτη φορὰ στὸν 19ο αἰώνα -μόλις πρὶν ἀπὸ ἑκατὸν ἑξήντα χρόνια. Καὶ ὅτι αὐτὰ τὰ σύνορα- τοῦ συμβατικοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση ἐνάντια στοὺς Τούρκους- ἄφηναν ἀπέξω τὰ τρία τέταρτα τῶν ἑλληνόφωνων πληθυσμῶν τῆς τότε Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα δὲν εἶχε ἑνιαία κρατικὴ ὑπόσταση, οὔτε καὶ σύνορα. Ἦταν τὸ σύνολο τῶν «ἑλληνίδων πόλεων» -ἀνεξάρτητες πόλεις- κράτη, ποὺ ἁπλωνόταν ἀπὸ τὴν Μακεδονία ὡς τὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ τὴν Ἰωνία ὡς τὴν Σικελια, τὴν κάτω καὶ κεντρικὴ Ἰταλία. Οἱ πόλεις αὐτὲς ἀναγνωρίζονταν ὡς «ἑλληνίδες» ὄχι μόνο γιὰ τὴν κοινή τους ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κοινὸ τρόπο τοῦ βίου, δηλαδὴ τὸν κοινὸ πολιτισμό τους [Ἡ κοινὴ ἑλληνικὴ συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικὰ ἔκδηλη στὶς περιπτώσεις τῶν κοινῶν ἑορτῶν καὶ ἀγώνων (στὴν Ὀλυμπία, στὴν Νεμέα, στὸν Ἰσθμὸ τῆς Κορίνθου καὶ στοὺς Δελφούς), ὅπου μόνο Ἕλληνες μποροῦσαν νὰ συμμετάσχουν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πόλη καταγωγῆς τους]. Θὰ ἀπαιτοῦσε μία ἐκτενῆ ἀναπτύξη τὸ περιεχόμενο τῆς λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ ταύτιση μὲ τὸν ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας καταρχὴν ὁρισμός.
Στὸν 4ο π.Χ. αἰώνα ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἑνώνει κάτω ἀπὸ τὴ στρατιωτική του ἰσχὺ τὶς περισσότερες ἑλληνίδες πόλεις, προκειμένου νὰ ἐπιχειρήσει μία μεγαλεπίβολη ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν. Κατατροπώνει τοὺς Περσες, ἀλλὰ συνεχίζει τὴν ἐκσταρατεία του ὡς τὴν Βακτριανὴ καὶ τὶς Ἰνδίες. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀλέξανδρος ἀντιλαμβάνεται τὴν κατάκτηση αὐτῶν τῶν ἀπέραντων περιοχῶν -ἀπὸ τὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Κασπίας ὡς τὴν Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αἴγυπτο καὶ ὡς τὸν Ἰνδικὸ ὠκεανό- εἶναι νὰ ἱδρύει παντοῦ καινούργιες ἑλληνίδες πόλεις, ποὺ μεταφέρουν τὸν ἑλληνικὸ ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Ἔτσι γεννιέται ὁ «μέγας κόσμος» τῆς ἑλληνικῆς οἰκούμενης- ἕνα ἐκπληκτικὸ φαινόμενο πολιτισμικῆς ἔκρηξης ποὺ δὲν ἔχει τὸ ὅμοιο στὴν Ἱστορία.
Ὅταν ἀργότερα ἡ Ῥώμη, ἀκολούθωντας τὸ ὅραμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, θὰ ἑνοποιήσει μὲ τὶς δικές της κατακτήσεις καὶ κάτω ἀπὸ τὸ δικό της διοικητικὸ σύστημα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐξελληνισμένων ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο περιοχῶν, τὸ κοινὸ καὶ συνεκτικὸ στοιχεῖο τῆς αὐτοκρατορίας της θὰ παραμείνει ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Συνειδητοποιοῦμε ὄχι μόνο τὴν ἔκταση, ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος ἡ τὴν ποιότητα ἐξελληνισμοῦ τῆς ῥωμαϊκῆς «οἰκούμενης», ὅταν διαβάζουμε τὰ ἑλληνικὰ κείμενα ἑνὸς φανατικὰ συντηρητικοῦ Ἑβραίου: τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν λαὸς ποὺ ἀντιστάθηκε σθεναρὰ καὶ μὲ αἱματηρὸ τίμημα στὸν ἐξλληνισμό του, καὶ ὁ Παῦλος ἀνῆκε στὴν πιὸ συντηρητικὴ κοινωνικὴ ὁμάδα τῶν Ἑβραίων, στοὺς Φαρισαίους. Κι ὅμως ὁ ἐθνοφυλετικὸς συντηρητισμός του δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ χειρίζεται τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὶς ἑλληνικὲς φιλοσοφικὲς ἔννοιες, ἀλλὰ καὶ κάποιους ἕλληνες συγγραφεῖς, μὲ μίαν εὐχέρεια ποὺ δύσκολα θὰ τὴν συναγωνιζόταν ὁποιοσδήποτε Ἀλεξανδρινὸς ἢ καὶ Ἀθηναῖος της ἐποχῆς του.
Ἀπὸ τὸν 2ο κιόλας π.Χ. αἰώνα, ἡ ἴδια λατινικὴ ἀριστοκρατία τῆς Ῥώμης προτιμάει στὶς κοινωνικὲς ἀναστροφὲς τὴ χρήση τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας, καὶ ὅταν τὸν 1ο μ.Χ. αἰώνα ὁ Παῦλος καὶ πάλι γράφει τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους, δὲν διανοεῖται νὰ χρησιμοποιήσει τὰ λατινικά. Δυόμισι αἰῶνες ἀργότερα, ἡ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα τοῦ Διοκλητιανοῦ θὰ διακρίνει ὅτι τὸ κέντρο τῶν ἱστορικῶν ἐξλιξεων ἔχει ὁριστικὰ μετατεθεῖ στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, γι' αὐτὸ καὶ θὰ περάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς βασιλείας του στὴν Νικομήδεια. Ἔτσι ἔχει προετοιμασθεῖ καὶ τὸ τολμηρὸ ἐγχείρημα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου νὰ μεταθέσει τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας σὲ μιὰ καινούργια ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, τὴ Νέα Ῥώμη, ποὺ ὁ λαὸς θὰ τὴν ἀποκαλέσει Κωνσταντινούπολη.
Μὲ κέντρο πιὰ τὴν Νέα Ῥώμη, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ διανύσει μία θαυμαστὴ σὲ κάθε φάση τῆς ἱστορικὴ διαδρομὴ ὁλόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, ἡ πολιτισμική της ταυτότητα δὲν εἶναι οὔτε ἀμιγῶς ῥωμαϊκή, οὔτε ἀμιγῶς ἑλληνική. Εἶναι τὸ χριστιανικὸ στοιχεῖο ποὺ πρωτεύει, καὶ μάλιστα ἡ ἐμμονὴ καὶ πιστότητα στὴν ὀρθόδοξη πρωτοχριστιανικὴ παράδοση. Μὲ ἄξονα βίου τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ ἀναχωνεύσει ὀργανικὰ καὶ δημιουργικὰ τὴ ῥωμαϊκὴ παράδοση τοῦ δίκαιου καὶ τῆς διοίκησης, καὶ παράλληλα τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τέχνη. Μετὰ τὸν 6ο αἰώνα θὰ εἶναι καὶ ἐπίσημα μία ἑλληνόφωνη αὐτοκρατορία, καὶ μετὰ τὸν 10ο αἰώνα θὰ υἱοθετήσει καὶ τοὺς ὅρους Ἕλληνας καὶ ἑλληνικός, φορτισμένους πιὰ μὲ ἀξιολογικὸ περιεχόμενο, γιὰ νὰ ἀντιπαρατάξει τὴ δίκη τῆς πολιτισμικὴ ταυτότητα στὸν καινούργιο πολιτισμὸ ποὺ γεννιέται στὴν κατακτημένη ἀπὸ βάρβαρα φύλα καὶ φυλὲς Δύση.
Αὐτοὶ οἱ καινούργιοι κάτοικοι τῆς δυτικῆς καὶ κεντρικῆς Εὐρώπης, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔχουν ὑποτάξει καὶ ἐξουθενώσει τοὺς λατινόφωνους Ῥωμαίους, φιλοδοξοῦν νὰ σφετερισθοῦν, μὲ τὴ λογικὴ τῆς γεωγραφικῆς ὁριοθετήσης, τὸν τίτλο καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Ῥωμαίου στοὺς πολίτες τῆς ἀνατολικῆς καὶ ἐξελληνισμένης αὐτοκρατορίας. Τοὺς ἀποκαλοῦν χλευαστικὰ «Γραικούς», καὶ ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα ἡ ἱστοριογραφία τους θὰ ἐπινοήσει τὸ πρωτοφανὲς ὄνομα Βυζάντιο καὶ «Βυζαντινός». Βέβαια τὸ Βυζαντιο ὑπῆρξε ἱστορικά: ἦταν ἡ πολίχνη στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου -ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀποικία- ποὺ στὴν θέση της ὁ Κωνσταντῖνος ἔχτισε τὴ Νέα Ῥώμη. Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀνάκληση τοῦ παλαιοῦ τοπωνυμίου ἐνδιέφερε τοὺς Δυτικοὺς μόνο γιὰ νὰ ὑποκατασταθεῖ τὸ ὄνομα τῆς Νέας Ῥώμης. Γιὰ τοὺς ἐλληνοφώνους Ῥωμαίους, ἀκόμα ὡς τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ ὄνομα «Βυζαντινὸς» θὰ ἦταν μᾶλλον ἀκατανόητο -θὰ ἠχοῦσε τόσο παράλογα, ὡς ἂν ἀποκαλοῦσε κάποιος τὸν σημερινὸ κάτοικο τῆς Ἑλλάδας «Πλακιώτη» (ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς παλιᾶς συνοικίας ποὺ γύρω χτίστηκε ἡ καινούργια πόλη τῶν Ἀθηνῶν). Κι ὅμως τὸ αὐθαίρετο ἐπινόημα τῶν Δυτικῶν κυριάρχησε τελικά, καὶ εἶναι σήμερα καθιερωμένο στὴν κοινὴ συνείδηση καὶ στὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη.
Στὸ μεταξύ, στὸν 2ο π.Χ. αἰώνα ὡς τὸν 19ο, ἡ γεωγραφικὴ περιοχὴ ὅπου ἄνθισαν οἱ ἀρχαῖες ἑλληνίδες πόλεις, γνώρισε διαδοχικὰ περίπου δεκαεπτὰ ἐπιδρομὲς βάρβαρων φύλων καὶ φυλῶν. Ἀπὸ τὶς παραδουνάβιες περιοχὲς ὡς τὴν Κρήτη, καὶ ἀπὸ τὴν νότια Ἰταλία ὡς τὰ βάθη τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τὸν Πόντο, οἱ ἑλληνόφωνοι πληθυσμοὶ δοκιμάστηκαν σκληρὰ ἐπὶ αἰῶνες ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν κατακτήσεων, ποὺ σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες ἐπιμειξίες μὲ τοὺς γηγενεῖς Ἕλληνες. Ἔτσι, ὁποιοσδήποτε ἰσχυρισμὸς γιὰ φυλετικὴ ὁμοιογενεια καὶ «καθαρότητα αἵματος» τῶν νεώτερων Ἑλλήνων θὰ εἶχε ἐρείσματα μᾶλλον περιορισμένα ἡ συγκεχυμένα, καὶ σὲ μεγάλο ποσοστὸ θὰ ἦταν μόνο ῥομαντικὴ αὐθαιρεσία. Ἀλλὰ τὸ ἱστορικὸ παράδοξο εἶναι αὐτὸ ποὺ μὲ τὴν ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ὁ στρατηγὸς Μακρυγιαννης στὸν 19ο αἰώνα: «ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε τοὺς Ἕλληνες καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά». Αὕτη ἡ «μαγιὰ» τῶν ἑλληνίδων πόλεων καὶ ἀργότερα τῶν κοινοτήτων, μέσα ἀπὸ τὶς κατακτήσεις καὶ ἐπιμειξίες, ἔσῳζε τελικὰ τὴν ἑλληνικὴ ἰδιαιτερότητα: τὴ γλώσσα, τὴ νοοτροπία, τὴν ἑλληνικὴ νοηματοδοτήση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς· ἀπὸ κάποια ἐποχὴ καὶ μετὰ ἑνωμένα ὅλα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀρθοδοξία.
Βέβαια μία τέτοια «μαγιὰ» δυναμικῆς καὶ ἀδιάκοπα ἀνανεουμενης ἑλληνικότητας δὲν ἀνιχνεύεται μὲ ἀναφορὰ σὲ γενεαλογικὰ δέντρα - στὴ συνεχῆ ἱστορικὴ διαδοχὴ οἰκογενειῶν καὶ ὀνομάτων. Ἀνιχνεύεται στὴ λαϊκὴ ποίηση, στὸ λαϊκὸ ἦθος, στὸν τρόπο ποὺ ἔχτιζαν καὶ εἰκονογραφοῦσαν τὶς ἐκκλησιὲς ὡς τὴν πιὸ ἀπομακρυσμένη ἑλληνικὴ κοινότητα, ἀνιχνεύεται στὴ μουσική, στὶς λαϊκὲς φορεσιές, στὰ προικοσύμφωνα καὶ στὰ συνεταιρικὰ συμβόλαια. Κυρίως στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, ἦταν ἡ ΠΡΑΞΗ τῆς ζωῆς, ἐκφράση τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης (ὄχι ἰδεολογικὰ ἢ φυλετικὰ κριτήρια), ποὺ ξεχώριζαν τὸν ὀρθόδοξο Ἕλληνα ἀπὸ τὸν ἀλλόθρησκο Τοῦρκο ἡ τὸν ἑτερόδοξο «Φράγκο»: Ἦταν ἡ νηστεία, ἡ γιορτή, ὁ χορὸς στὸ πανήγυρι, τὸ ἀναμμένο καντήλι στὸ οἰκογενειακὸ εἰκονοστάσι, τὸ ζύμωμα τοῦ προσφόρου, ὁ ἁγιασμὸς κάθε μήνα.
Ἔτσι, ὅταν τὸν δεύτερο χρόνο τῆς ἐξέγερσής τους ἐνάντια στὴν τουρκικὴ τυραννία (1822) οἱ Ἕλληνες συγκροτοῦν τὴν πρώτη καὶ ἱδρυτικὴ τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, δὲν ἔχουν ἄλλο τρόπο νὰ ὁρίσουν τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα, παρὰ μόνο καταφεύγοντας στὴν θρησκευτική του πίστη. Στὸ τμῆμα Β´ #β τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου διαβάζουμε: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσιν Ἕλληνες».
Εἶναι μᾶλλον ἡ πιὸ ἀπερίφραστη δικαίωση τῆς πρότασης νὰ ὁρίζουμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ βίου.

Στὶς βασικὲς θέσεις αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου συγκλίνουν συμπερασματικὲς μαρτυρίες ἀπὸ διαφοροποιημένες θεωρητικὲς προοπτικές. Πρβλ. ἐνδεικτικά:

Κ.Θ. Δημαρᾶς: «Ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ μεγάλους πολιτισμικοὺς ὄγκους, ποὺ ξεχωρίζουν πάντα, ὅσο κι ἂν οἱ τροπὲς τῆς ἱστορίας τυχαίνει νὰ προκαλέσουν μετατοπίσεις. Ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση σμίγουν ἐπάνω στὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη, ποὺ γίνονται ἔτσι ἕνα σταυροδρόμι ὅπου ἀδιάκοπα συγκρούονται δυὸ πρωταρχικὲς μορφὲς πολιτισμοῦ. Προγεφύρωμα καὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου πολιτισμοῦ στὶς ἀντίθετες διευθύνσεις τους, ὁ ἑλληνικὸς χῶρος δοκιμάσθηκε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν κατάκτηση. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ δράμα τῆς φυλῆς μας, εἶναι καὶ μία ἀπὸ τὶς δόξες της ἀπὸ τὴν ἄποψη τὴν πολιτισμική: ὁ ἑλληνισμὸς δέχθηκε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν πλούσιες καὶ ποίκιλες ἐπιδράσεις, ποὺ προκάλεσαν τὴν ἰδιοτυπία του. Ἡ θέση του ἀνάμεσα σὲ πολιτισμοὺς ποὺ τὸν ἐπηρεάζουν, τοῦ ἐπέτρεψε ἀνέκαθεν νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὶς ἰδιότητές του, νὰ ἀσκήσει τὴν ἀφομοιωτική του δύναμη. Ἐξ ἄλλου ἡ γεωγραφικὴ θέση τοῦ ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐπέφερε κι ἕνα ἄλλο σταθερὸ χαρακτηριστικό της φυλῆς. Θυμίζω τὴν παρατήρηση τοῦ Ἀριστοτέλη: οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης τοῦ φαίνονται δραστήριοι, ἀλλὰ χωρὶς ὀξύτητα τοῦ νοῦ; οἱ Ἀσιάτες τὸ ἀντίθετο. Κι ὁ Ἀριστοτέλης, ἔτσι, καταλήγει νὰ θεωρεῖ ὅτι οἱ Ἕλληνες, ζῶντας σ᾿ ἕνα κλίμα ποὺ μετέχει καὶ ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, συνδυάζουν καὶ τῶν δυὸ ὁμάδων τὰ προτερήματα. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, λοιπόν, ἐκφράζεται μέσα στὴν ἀδιάκοπη ἀνανέωση τὴν ὁποία προκαλοῦν οἱ ἐπαφὲς μὲ τοὺς ξένους πολιτισμούς, καὶ στὴν ἀδιάκοπη ἀκτινοβολία ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰδιοτυπίας του καὶ τᾶν ἐπαφῶν του... Οἱ λαοί, ὅπως κάθε ὀργανισμός, ἀφομοιώνουν ὅσο εἶναι ζωντανοί, καὶ ἀφομοιώνουν τόσο περισσότερο καὶ τόσο καλύτερα ὅσο πιὸ ζωντανοὶ εἶναι. Ἡ ἐλάττωση τῆς ἀφομοίωσης ἐκφράζει βιολογικὴ πτώση τοῦ ὀργανισμοῦ; μόνο οἱ νεκροὶ ὀργανισμοὶ παύουν νὰ ἀφομοιώνουν... Ἐκεῖνο ποὺ προέχει εἶναι ἡ ἱκανότητα γιὰ πραγματικὴ ἀφομοίωση, γιὰ δημιουργία δηλαδὴ νέου στοιχειοῦ, ἰδοτυπου, ἀπὸ τὸ ξένο.» (Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, Ἀθήνα 1968, Πρόλογος, σελ. ιγ-ιδ).
Νίκος Σβορῶνος: «Θεωρῶ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ ὡς ἕνα δυναμικὸ φαινόμενο μὲ διαφορετικὲς φάσεις. Δὲν πιστεύω βέβαια στὴ φυλετικὴ συνέχεια. Δὲν κάνω ζωολογία, κάνω ἱστορία. Δὲν ξέρω τί εἶναι ἀνθρωπολογικὰ ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ ἢ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἢ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. Εἶναι ἀνακατεμένα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους τους ἱστορικοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου. Γιὰ τὸ ὅτι ὑπάρχει, ὅμως, ἀπὸ παλιά, πολὺ παλιά, ἕνας ἑλληνικὸς λαὸς ποὺ ἔχει συνείδηση τῆς ἑνότητάς του καὶ τῆς διαφορᾶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς, καὶ ἔχει συνείδηση τῆς ἰδιαιτερότητάς του καὶ τῆς πολιτισμικῆς του συνέχειας, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία... Καὶ ἐδῶ μπορῶ νὰ ἐπαναλάβω, σύντομα καὶ ἁπλουστευτικά, ὁρισμένες προτάσεις ποὺ ἔχω διατυπώσει: Τὴν ὕπαρξη -ἕως τὴν ἐπικράτηση τῆς ῥωμαϊκῆς ἰδέας, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς Ῥώμης καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ- ἑνὸς ἑλληνικοῦ λαοῦ, φυλετικὰ ἀνάμεικτου, ὅπως ὅλοι οἱ ἱστορικοὶ λαοί, μὲ κοινὰ πολιτισμικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ μὲ συνείδηση τῆς ἑνότητάς του καὶ τῆς συνέχειάς του. Τὴ βαθμιαία ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ συνειδησιακὸ περιεχόμενο τῆς ἑλληνικότητας, μὲ τὴν ἐπικράτηση δυὸ πλατύτερων ἰδεῶν, τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ῥωμαϊκότητας, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἰδεολογία συνεκτικὴ τοῦ βυζαντινοῦ κράτους- πράγμα ποὺ δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη, συγχρόνως, καὶ μιᾶς ἰδιαίτερης συνείδησης τῆς ἰδιαιτερότητας σὲ κάθε λαό, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ πολυεθνικὸ αὐτὸ πολιτικὸ καὶ πολιτισμικὸ συγκρότημα. Τέλος, τὴ σταδιακὴ πολιτισμικὴ ἐπανασυνδέση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἰδέα καὶ τὸ παλιὸ ἑλληνικό του παρελθόν, ὅπως κατὰ τὸν 11ο αἰώνα, καὶ τὴν κατάκτηση μιᾶς καθαρὰ ἑλληνικῆς συνείδησης, ποὺ συντελεῖται κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια του Βυζαντιου, καὶ καταλήγει μὲ τὴν διαμόρφωση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ ἔθνους, μέσα στὴν Τουρκοκρατία, καὶ τὴν διακήρυξη τῆς βούλησής του νὰ δημιουργήσει ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση... Ὁ ἑλληνισμὸς βρέθηκε σὲ τέτοιες ἀντικειμενικὲς καταστάσεις, ὥστε νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους λαοὺς οἱ ὁποῖοι ἀπόκτησαν ἐθνικὴ συνείδηση ἀκριβῶς μέσα σε εὐρύτερα σύνολα καὶ σὲ ἀντιπαραθέση μὲ αὐτά. Κυρίως σὰν κατακτημένος λαός. Καὶ τὸ ὅτι διατήρησε τὴ γλώσσα του, τὴν ἐθνική του συνείδηση, γιὰ μενα τοῦτο εἶναι ἀντιστασιακὸ φαινόμενο... Δὲν θεωρῶ ἀντίσταση ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ πάρεις τὰ ὅπλα καὶ νὰ ἀνέβεις στὰ βουνά. Αὐτὸ εἶναι εὔκολο πράγμα, σχετικὰ εὔκολο. Τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ μείνεις αὐτὸ ποὺ εἶσαι, καὶ αὐτὸ βέβαια συνδυάζεται μὲ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ. Μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν κατακτήθηκε ὁ ἑλληνικὸς λαός, εἴτε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἀρχικὰ εἴτε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, εἶχε ἐθνικὴ ἑνότητα καὶ συνείδηση τῆς ἑνότητας αὐτῆς. Ὑπῆρχε μία λαϊκὴ ἑνότητα μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, καὶ εἶχε συνείδηση τῆς ταυτότητάς του αὐτῆς, ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἀπορρόφηση ἀπὸ ἄλλους λαούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ κατακτητές του.» (Συνέντευξη στὸ περιοδικὸ Σύγχρονα θέματα, τεῦχος 35-37, Δεκέμβριος 1988).
Εὐάγγελος Παπανοῦτσος: «Ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Ἔθνους τὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος ἄξονάς της καὶ ποὺ δικαιολογημένα πρέπει νὰ εἶναι τὸ καμάρι μας:τὴν ἰδέα τῆς ἀκατάλυτης διάρκειας, τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας ποὺ παρουσιάζει αὐτὸς ὁ μικρὸς καὶ βασανισμένος λαὸς στὴ μακρὰ καὶ γεμάτη ἀπὸ ὡραῖες σελίδες πνευματική του ἱστορία. Καὶ ἀλήθεια ἀναμφισβητη καὶ χρέος ἐθνικὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα εἶναι νὰ τονίζουμε στὶς γενεὲς ποὺ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τοὺς μέσα στὸν ἐθνικὸ στίβο, ὅτι ποτὲ δὲν ἔπαψε αὐτὴ ἡ φυλὴ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐκδηλώνεται πνευματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ ἔργα ἀξιόλογα. Ὅτι σὲ ὅλες τὶς φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ βίου της τραγούδησε, ἐρεύνησε καὶ στοχάστηκε, ἔγραψε καὶ φιλοσόφησε, ζωγράφισε ἔπλασε κ᾿ ἔχτισε, δηλαδὴ ἔζησε καὶ πνευματικὰ καταξίωσε τὴ ζωή της, ὅπως ζοῦν καὶ πνευματικὰ καταξιώνουν τὴ ζωὴ τοὺς οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν καὶ δημιουργοῦν παράδοση... Τὸ ἄμεσο ἐθνικὸ παρελθὸν στὴν πνευματική μας ἱστορία διαγράφεται μὲ μία φοβερὴ γιὰ τὶς συνέπειές της μονοκοντυλιά. Ἀφήνοντας τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα διασκελίζουμε βιαστικὰ καὶ μὲ συγκατάβαση δέκα αἰῶνες βυζαντινῆς ἱστορίας καὶ ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο μὲ συναίσθημα πικρίας ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς Τουρκοκρατίας, προσπαθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν μετὰ τὸ Εἰκοσιένα ἐλεύθερο ἑαυτό μας μέσα ἀπὸ τὴν ἰταλική, τὴν ἀγγλική, τὴ γαλλικὴ καὶ τὴ γερμανικὴ Ἐπιστήμη καὶ Φιλοσοφία τῶν τετρακοσίων τελευταίων ἐτῶν. Νὰ ξανακολλήσομε στὴν Εὐρώπη γίνεται ἡ ἔγνοια μας καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνακουφίσουμε τὸν πληγωμένο μας ἐθνικὸ ἐγωισμὸ μὲ τὴν προσπάθεια νὰ ἀποδείξομε, ὅτι οἱ προχωρημένοι στὸν πολιτισμὸ Εὐρωπαῖοι ὀφείλουν τὰ φῶτα τους στοὺς ἀρχαίους μας προγόνους. Πῶς δημιουργήθηκε, καὶ ἰδίως πῶς διαδόθηκε καὶ ἔπιασε αὐτὸς ὁ μύθος; πῶς ἡ ἐλεύθερη μετὰ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση πατρίδα ἔπεσε σ᾿ αὐτὴ τὴ θανάσιμη πλάνη καὶ ἔκανε τὴν ἀσύγγνωστη ἀδικία νὰ σκίσει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χεριὰ τόσες ἑκατοντάδες λαμπρῶν σελίδων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκρωτηριάσει τὴν πνευματική της ἱστορία. Ἕνα πάντως εἶναι βέβαιο: ὅτι τὸ κακὸ ἔγινε, ὅτι ἡ πλάνη ἐξακολουθεῖ σὲ πολλοὺς νὰ ὑπάρχει.» (Νεοελληνικὴ Φιλοσοφία, Ἀθῆναι-Βασικὴ Βιβλιοθήκη τόμος 35- Εἰσαγωγή, σελ. 7 καὶ 8).
Ζήσιμος Λορεντζᾶτος: «συνεχίζουμε τὸ ὄνομα ἑνὸς ἄνισου τόπου, ποὺ ὑπάρχει πολὺ περισσότερο στὸ χρόνο παρὰ στὸ χῶρο, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ μοίρα μας δὲν καταλαβαίνει τὴ μοίρα τῶν λαῶν τοῦ χώρου, ἀλλὰ κλώθεται ὁλοένα τριγύρω στὸ ἄλυτο πρόβλημα τῶν δυὸ διαστάσεων. Εἴμαστε οἱ μνηστῆρες τοῦ χρόνου καὶ οἱ καταδικασμένοι τοῦ χώρου. Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ θὰ πρέπει νὰ συλλογιστοῦμε μήπως μέσα στὴν ἐποχὴ ποὺ μπαίνουμε δὲ μᾶς ἀπομένει ἄλλο ἐμπόρευμα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπίδοσή μας... Ἡ δική μας ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ἀνατολῆς -ἄμεσα ἢ ἔμμεσα- ἔδωσε στὴ Δύση ὅ,τι βαθύτερο ἀκριβῶς ἔχει νὰ παρουσιάσει ἐκείνη πνευματικά. Καὶ ὅταν λέμε δική μας δὲν ἐννοοῦμε πὼς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δώσαμε στοὺς ἄλλους τίποτα ἢ πὼς ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀνήκει σὲ μᾶς, εἶναι ἐθνικὴ ἡ φυλετική, ἀλλὰ πὼς ἐμεῖς ἀνήκουμε σὲ αὐτὴ κατὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ γινόμαστε ἡμεῖς, λαὸς ἅγιος Χριστοῦ, καθὼς ἔγραφε ὁ Φώτιος ἀπὸ τὴν ἐξορία (Ἐπιστολὴ 126), καὶ μόνο κατὰ τὸ ποσοστὸ αὐτό, ὅσο τὴν ἔχουμε ἢ τὴν ἀκολουθοῦμε, μποροῦμε τὴν ὀρθόδοξη παράδοση νὰ τὴ λεμὲ δική μας; ποτὲ ἐθνικὰ ἢ φυλετικά.» (Μελέτες, Ἀθήνα, Ἐκδ. Γαλαξίας, 1967, σελ. 17 καὶ 160).


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...