Τετάρτη, Ιουνίου 01, 2011

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ



ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΒΒΑ
ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ  
Πρεσβυτέρου Χαραλάμπους Νεοφύτου 

     Με τούτον το θαυμάσιο αγωνιστή, ήμουν, (λέγει ο Ηρακλείδης), και εγώ, Όταν ήταν πρεσβύτερoς των λεγομένων κελιών. Στα κελιά αυτά έζησα 9 χρόνια τα τρία με τούτον το θαυμαστό Μακάριο. Μερικά από τα μεγάλα και εξαίσια θαύματά του είδα με τα μάτια μου και άλλα μου διηγήθηκαν αυτοί που έζησαν μαζί του και άλλα ανάφεραν πολλοί πατέρες του όρους.
Αυτός ο Όσιος μία φορά επισκέφθηκε το Μ. Αντώνιο και όταν είδε τα φύλλα φοινικιάς που έπλεκε και ήταν τόσο καλά ζήτησε από τον Αντώνιο να του δώσει λίγα. Αλλά ο Όσιος του απάντησε: "είναι γραμμένο στη Γραφή, ότι δεν πρέπει να επιθυμήσεις κανένα πράγμα του γείτονά σου" και μόλις τέλειωσε το λόγο αυτό, όλα τα φύλλα κάηκαν και έγιναν στάχτη. Βλέποντας το γεγονός ο Μ. Αντώνιος είπε στο Μακάριο. Πραγματικά, αδελφέ, γνώρισα ότι αναπαύεται σε σένα η Χάρη του αγίου Πνεύματος και για τούτο θα γίνεις κληρονόμος των αγώνων μου. Φεύγοντας ο Μακάριος, στο δρόμο, συνάντησε το διάβολο ο οποίος βλέποντάς το Όσιο κουρασμένο από το δρόμο, του είπε. "Τώρα που πήρες και την ευλογία του Αντωνίου γιατί δεν μεταχειρίζεσαι τη δύναμή σου και να ζητήσεις με θάρρος από το Θεό να σου στείλει φαγητό και ποτό και να σου δώσει δύναμη να συνεχίσεις την οδοιπορία;" Και ο Όσιος απάντησε στο διάβολο. Για μένα δύναμη και δόξα είναι αυτός ο Κύριος˙ εσύ όμως δεν έχεις καμιά εξουσία να πειράζεις τους δούλους του Θεού. Αυτός ο πονηρός, έδειξε και μία φαντασία στον Όσιο. Έφερε μπροστά του μία καμήλα φορτωμένη με πολλά και διάφορα χρειαζόμενα και φαινόταν το ζώο σαν περιπλανόμενο μέσα στην έρημο και μόλις είδε τον Όσιο πήγε και γονάτισε μπροστά του. Τότε ο Όσιος επιδόθηκε στην προσευχή και άνοιξε η γη και χάθηκε το ζώο.
Μια άλλη φορά ο Αββάς αυτός πεθύμησε να φάει σταφύλια φρέσκα, την ώρα εκείνη κάποιος αδελφός έτυχε να του στείλει ωραία και φρέσκα σταφύλια. Όμως για να βασανίσει την όρεξή του τα πήρε και τα έδωσε σε άλλο αδελφό που ήταν άρρωστος στο στρώμα και είχε και αυτός τη επιθυμία να φάει σταφύλια, ο οποίος όταν τα είδε χάρηκε πολύ αλλά, χωρίς καθόλου να τα αγγίσει διάταξε και τα έδωσαν σε άλλο αδελφό, προσποιούμενος πως δεν τα επιθυμούσε. Άλλα και ο άλλος αδελφός, παρ’ όλο που ήταν στερημένος από φρούτα τα έστειλε σ’ άλλον αδελφό. Έτσι τα σταφύλια αυτά έκαμαν το γύρο σε πολλούς αδελφούς και κανένας δεν τα έφαγε και γύρισαν πάλιν στο Μακάριο που ήταν τα είδε δόξασε το Θεό για τη εγκράτεια των αδελφών, χωρίς και αυτός να τα δεχτεί για τελείαν ταπείvωση του διαβόλου.
Η άσκηση του Οσίου αυτού ήταν πολύ μεγάλη, γιατί όποιο κατόρθωμα άκουε έβαζε στόχο να το κατορθώσει και αυτός. Έμαθε ότι οι Ταβεννησιώτες μοναχοί, τη Μ. Τεσσαρακοστή δεν τρώνε φαγητό που περνά από τη φωτιά. Eπήρε και αυτός την απόφαση και για 7 ολόκληρα χρόνια έτρωγε μόνο χόρτα ωμά και όσπρια βρεγμένα. Μετά από αυτό, άκουσε ότι κάποιος αδελφός τρώει μόνο μια ουγκιά ψωμί την ημέρα. Ετσι και αυτός πήρε ένα πήλινο αγγείο με στενό λαιμό όσο που χωρούσε το χέρι του. Στο δοχείο αυτό έβαλε παξιμάδι σπασμένο και έβαζε το χέρι του και έπαιρνε όσο χωρούσε η κλειστή χούφτα του και όχι παραπάνω. Πολλές φορές μας έλεγε ο ευλογημένος, αστειευόμενος, ότι συχνά τον ανάγκαζε ο κακός τελώνης, η πείνα, και έβαζε το χέρι του και έπαιρνε πολλά κομάτια, αλλά δε χωρούσε να βγει από το στενό στόμα του αγγείου. Στον αγώνα αυτό έκαμε τρία χρόνια και όσο ψωμί έτρωγε τόσο νερό έπινε και αυτό με το μέτρο. Μια μέρα μας διηγήθηκε ο ίδιος, πως κάποτε θέλησε να μπει στο κηποταφείο των Μάγων, Ιανοί και Ίαμβρη, που έζησαν τον καιρό του Φαραώ, για να δει το μέρος και να διώξει το πλήθος των δαιμόνων που κατοικούσαν εκεί. 
Εκείνοι οι μάγοι ήταν δυνατοί και πλούσιοι άρχοντες κοντά στο Φαραώ. Το κηποταφείο εκείνο το έκτισαν με πέτρα ως τέσσερα πόδια ύψος και μέσα σ' αυτό έθαψαν τους μάγους όταν πέθαναν και έβαλαν μέσα πολύ χρυσό, φύτεψαν διάφορα δένδρα και είχε και πηγάδι με νερό και ήταν ένα θαυμάσιο μέρος. Όλα αυτά τα έκαμαν οι πλανεμένοι μάγοι για να χαίρονται μετά το θάνατό τους εκεί μέσα. Θέλοντας λοιπόν ο Όσιος να επισκεφθεί το μέρος εκείνο και επειδή δεν γνώριζε το δρόμο, πήρε ένα δέμα καλάμια και σε κάθε μίλι έμπηγε και ένα καλάμι για σημάδι όταν θα επέστρεφε. Είχε περπατήσει 9 μέρες στην έρημο και έφτασε στο μέρος που ζητούσε. Είχε νυκτώσει και ξάπλωσε να κοιμηθεί έξω από το κηποταφείο των μάγων. Δεν άρεσε στο σατανά η επίσκεψη του Οσίου στο μέρος εκείνο και πήγε και μάζεψε όλα τα καλάμια που έβαζε για σημάδι ο Όσιος και τα έκανε δεμάτι και τα τοποθέτησε στο προσκέφαλο του Μακαρίου ενώ κοιμόταν. Όταν ξύπνησε και είδε τα καλάμια όλα μαζεμένα κοντά του κατάλαβε την πονηρία του σατανά, αλλά δεν ταράχτηκε καθόλου γιατί είχε βοηθό του τον Κύριο. Ο ίδιος αργότερα μας έλεγε: «Όταν πλησίασα το κηποταφείο εκείνο, βγήκαν και με συνάντησα 70 περίπου δαίμονες οι οποίοι έκαναν διάφορα σχήματα˙ άλλοι φώναζαν, άλλοι πηδούσαν και άλλοι έτριζαν τα δόντια με πολύ θυμό εναντίον μου˙ άλλοι σαν κόρακες πετούσαν και με κτυπούσαν στο πρόσωπο λέγοντάς μου» «Τί θέλεις εδώ Μακάριε, πειρασμέ των καλογήρων; Τι ζητάς στο δικό μας μέρος, μήπως εμείς πήγαμε και ενοχλήσαμε κανένα καλόγερο; Δε σε φτάνει που μας πήρες την έρημο και μας έδιωξες όλους απ’ εκεί, γιατί τώρα καταπατείς και το δικό μας μέρος; Εσύ είσαι αναχωρητής κάθου στην έρημο, εδώ είναι δικό μας μέρος και δε μπορείς να κατοικήσεις εδώ. Δε μπορείς να μπεις στο κηποταφείο, γιατί μέχρι τώρα δε μπήκε μέσα ζωντανός άνθρωπος.» Και ο Μακάριος λέγει τους˙ δεν ήλθα να κατοικήσω εδώ, ήλθα μόνο να δω το μέρος και πάλι θα φύγω. Και οι δαίμονες του είπαν˙ αυτό θέλομε να μας υποσχεθείς μέσα στη συνείδησή σου.
Ο Αββάς Μακάριος και ο Φύλακας Άγγελος
«Βλέπω δαίμονας να τον έχουν κυκλώσει και να τον κρατάνε»

Είπε ο αββάς Μακάριος, ότι όταν ήλθα στην Κωνσταντινούπολι μου γεννήθηκε η επιθυμία να την γνωρί­σω. Και περπατώντας σε κάποια γειτονιά, και η συνείδησίς μου βεβαιώνει την αλήθεια για όσα λέγω, βλέπω με τα νοητά μάτια, τα οποία μου δώρησε ο Κύριος για να κατανοώ τα θαυμάσιά του, βλέπω κάποιον άνθρωπο, σαν να ήταν ευνούχος και να στέκεται έξω από πορνικό καταγώγιο. Φαινόταν πολύ στενοχωρημένος και έκρυβε με τις δύο παλάμες το πρόσωπό του, και έκλαιγε έτσι που νόμιζες ότι και ο ουρανός θρηνούσε μαζί του.

Αφού τον πλησίασα και τον ρώτησα. Ποιος είναι ο λόγος για τέτοιο θρήνο και τόση στενοχώρια; Και γιατί δεν φεύγεις από εδώ, που είναι καταγώγιο πορνών και α­σελγών γυναικών; Πες μου, σε παρακαλώ, διότι προκα­λεί μεγάλη συμπάθεια ο θρήνος σου.

Και απαντώντας μου λέγει: Ως προς την φύσι μου εί­μαι, ένδοξε δούλε του Θεού, άγγελος, όπως όλοι οι χρι­στιανοί κατά την ώρα του βαπτίσματος ο καθένας παίρ­νει από τον Θεό έναν φύλακα άγγελο, για προστασία και σκέπη αυτού του ανθρώπου που τώρα είναι εδώ, και πολύ θλίβομαι που τον βλέπω να διαπράττη την ανομία και να ασωτεύη, όπως βλέπης, με αυτήν την πόρνη. Και πώς να μη θρηνήσω όταν βλέπω την εικόνα του Θεού να χά­νεται σε τέτοιο σκοτάδι;

Του λέγω τότε εγώ. Και γιατί δεν τον νουθετείς και διδάσκεις να ξεφύγη από το σκοτάδι αυτής της αμαρ­τίας;

Και μου είπε ο άγγελος. Επειδή δεν έχω περιθώρια να τον πλησιάσω, διότι από την στιγμή που αρχίσει να διαπράττη την αμαρτία γίνεται δούλος των δαιμόνων, και δεν έχω καμμία εξουσία πάνω του.

Και πάλι λέγω προς αυτόν. Από πού γίνεται φανερό ότι δεν έχεις καμμία εξουσία πάνω του, αφού ο Θεός σου τον εμπιστεύθηκε;

Μου είπε ο άγγελος. Ο Θεός μας, που είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, έκανε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και τον άφησε να πορεύεται την οδό που του αρέσει, αφού πρώτα του έδειξε και τις δύο οδούς, την στενή δηλ. και την πλατεία. Και βεβαίως αφού πρώτα του φανέρωσε το τέρμα και των δύο οδών, ότι δηλ. το βάδισμα της στενής και θλιμμένης οδού περνάει μέσα από πόνους προσωρι­νά, αλλά οδηγεί στην ατελεύτητη μέσα στους αιώνες των αιώνων ανάπαυσι, η δε πλατεία στην αιώνιο κόλασι και στο πυρ της γεέννης και σε όλες τις άλλες τιμωρίες. Επομένως τί άλλη νουθεσία μένει να κάνω εγώ στον δι­κό μου άνθρωπο, τον οποίο μου εμπιστεύθηκε ο Θεός να σκεπάζω; Εξ άλλου ο ίδιος ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος νουθετεί και παρακαλεί και τους διδάσκει όλους να μη μετέχουν σε αισχρές πράξεις, και μόλις κάποιοι σπανίως σκέπτονται με σεβασμό τα θεία του λόγια.

Του λέγω πάλι. Γιατί σηκώνεις με κλάματα τα χέρια σου προς τον ουρανό;

Μου απαντάει ο άγγελος. Βλέπω δαίμονας να τον έ­χουν κυκλώσει και να τον κρατάνε, άλλους να τραγου­δάνε και άλλους να γελάνε χαρούμενοι, και γι' αυτό κλαίγοντας και αλαλάζοντας σήκωσα τα χέρια μου σε προσευχή προς τον Θεό, για να λύτρωση το πλάσμα του από τους δαίμονες. Και να μου δωρήση μία ήμερα να χα­ρώ για την μετάνοιά του και την επιστροφή από τα έργα του, για την εξομολόγησί του, και να με αξιώση να πα­ραδώσω την ψυχή του, μετά από εξομολόγησι και μετά­νοια, αψεγάδιαστη και καθαρή στον Κύριο, χωρίς καμμία κατηγορία στην αγαθότητα του Θεού. Και αφού μου τα είπε αυτά έγινε άφαντος από μπροστά μου ο άγγελος. Σας λέγω λοιπόν, αδελφοί μου, πως γνωρίζω με α­κρίβεια ότι δεν υπάρχει άλλη πιο βρωμερή αμαρτία, πα­ρά μόνον η πορνεία και η μοιχεία και η καταραμένη των Σοδόμων. Και εάν θέλει να μετανοήση αυτός που σέρνε­ται σε αυτές τις αμαρτίες, τον δέχεται ο Θεός με περισ­σότερη και μεγαλύτερη θερμότητα από όλους τους αμαρ­τωλούς, διότι το πάθος είναι της δικής μας επιλογής, αλ­λά το πολλαπλασιάζει ο διάβολος με τους ερεθισμούς. Και εάν κάποιος θέλει να απαλλαγή από αυτά τα πάθη μπορεί να τα ξηράνη με την αγρυπνία και την εγκρά­τεια.

(Μακαρίου Αιγυπτίου, Πράξεις, ΡG 34, 221Α-224Β) πηγη
Μετά την υπόσχεση αυτή του Οσίου, οι δαίμονες έγιναν άφαντοι. Έτσι μπήκε μέσα ο άγιος περιεργαζόταν το μέρος. Περπατώντας, συνάντησε το διάβολο με γυμνό σπαθί να τον απειλεί. Ο Όσιος τότε λέγει: εσύ διάβολε, έρχεσαι με σπαθί, αλλά εγώ έρχομαι εναντίον σου εν ονόματι Κυρίου Σαβαώθ, και εν παρατάξει Θεού Ισραήλ. Υπεχώρησε ο διάβολος και προχωρώντας ο Μακάριος είδε εκείνα τα ωραία φυτά και τα δένδρα ξηραμένα και ένα πηγάδι με το κάδο του κρεμασμένο με σιδερένια αλυσίδα λυόμενα από τη πολυκαιρία. Είδε επίσης πολλά αφιερώματα από καθαρό χρυσάφι. Αφoύ είδε τα πάντα εκεί πήρε το δρόμο για το κελί του, περπατώντας είκοσι ολόκληρες μέρες. Επειδή δεν είχε ούτε ψωμί ούτε νερό εξαντλήθηκε και έγινε σαν νεκρός, (όπως ο ίδιος έλεγε). Σε απόσταση τριών ημερών δρόμο από το κελί του φάνηκε μια λευκοντυμένη κόρη κρατώντας ένα ποτήρι γεμάτο νερό που έσταζε, αλλά έμενε σε απόσταση από το διψασμένο Μακάριο και τον καλούσε να τη φθάσει, με την ελπίδα ότι έβλεπε το νερό, έτρεχε να φθάσει την κόρη για να πιει και έτσι πέρασαν οι τρεις μέρες. Τότε φάνηκε ένα κοπάδι βουβάλια και μία βουβάλα με το μοσχάρι της ξέκοψε και πλησίασε το διψασμένο οδοιπόρο, ενώ το βυζί της έτρεχε γάλα. Τότε μια φωνή πρόσταζε,"Μακάριε, πήγαινε προς τη βουβάλα και βύζαξε" Υπάκουσε ο Όσιος και πήγε και βύζαξε γάλα και έλαβε δύναμη. Το ζώο ακολούθησε το Μακάριο δίνοντάς του το βυζί της και έπινε γάλα μέχρι που έφτασε στο κελί του σώος.
Κάποτε είχε ακούσει ότι οι Ταβεννησιώτες μοναχοί είχαν ανώτερη πνευματική ζωή και ότι στους αγώνες τους είναι αμίμητοι. Έτσι ντύθηκε σαν ένας κοσμικός εργάτης και περπάτησε 15 μέρες στην έρημο και έφτασε στη Θηβαΐδα και από εκεί πήγε στα Μοναστήρια των Ταβεννησιωτών, ζητώντας να δει το Μέγα Παχώμιο που ήταν ο Προεστός και είχε Χάρη Θεού και πνεύμα προφητείας, κατ’ οικονομία Θεού δεν του αποκαλύφθηκε ο ερχομός του Μακαρίου.
Όταν είδε τον Παχώμιο, ο Μακάριος, άρχισε να τον παρακαλεί για να τον δεχτεί σαν καλόγηρο στο Μοναστήρι, λέγοντάς του: «Δέομαί σου πάτερ να με δεχτείς στην ποίμνη σου για να γίνω καλόγερος. Λέγει του ο Παχώμιος· «Εσύ τώρα που γέρασες μπορείς να υποφέρεις την άσκηση; Εδώ είναι αδελφοί που από τη νεότητά τους συνήθησαν και υπομένουν τους κόπους και την άσκηση, αλλά εσύ γέρασες και είσαι και ασυνήθιστος και γρήγορα θα φύγεις και θα μας κακολογούν» Έμεινε για λίγες μέρες ο Μακάριος εκεί αλλά δεν τον δέχτηκε ο Παχώμιος για μοναχό.
Μετά από 7 ημέρες πηγαίνει πάλιν ο Μακάριος και παρακαλεί τον Παχώμιο να τον δεχτεί μοναχό λέγοντάς του· δέξου με Αββά και αν δε νηστεύω και δεν κοπιάζω το ίδιο με τους άλλους αδελφούς δίωξε με. Τελικά πείσθηκε ο Παχώμιος και δέχτηκε το Μακάριο στο Μοναστήρι. Στο Μοναστήρι αυτό ζούσαν 1400 μοναχοί. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και άρχισε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο Μακάριος παρακολουθούσε πόση άσκηση έκανε ο κάθε αδελφός. Ο ένας έτρωγε από βράδυ σε βράδυ, άλλος νήστευε δύο μέρες, άλλος στεκόταν όλη τη νύχτα στην προσευχή και την ημέρα έκανε το εργόχειρό του. Ο Μακάριος μάζεψε πάρα πολλά φύλλα φοινίκων, τα έβρεξε και κάθισε σε μια γωνιά της Μονής και έπλεκε σειρά. Έτσι πέρασε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή χωρίς να φάει καθόλου ψωμί ούτε και να βάλει στο στόμα του νερό, ούτε πλάγιασε να κοιμηθεί όλες αυτές τις μέρες. Όλη του η τροφή ήταν ωμά φύλλα λαχάνων, τα οποία έτρωγε από Κυριακή σε Κυριακή. Εργαζόμενος και προσευχόμενος και με σιωπή πέρασε όλες τις μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Οι αδελφοί της Μονής όταν είδαν τέτοια άσκηση από το Μακάριο, γόγγυσαν εναντίον του Ηγούμενου τους λέγοντες· «Πόθεν μας έφερες εδώ άσαρκο άγγελο και γίναμε παίγνιο ενώπιόν του; Ή τον διώχνεις ή φεύγουμε όλοι από το Μοναστήρι». Ο Παχώμιος όταν άκουσε αυτά, εξέτασε και έμαθε την άσκηση που έκαμε στο Μοναστήρι τους και έπεσε σε προσευχή να του αποκαλυφθεί ποιός είναι ο άνθρωπος αυτός, και ο Κύριος αποκάλυψε στον Παχώμιο ότι είναι ο Μέγας Μακάριος από την Αλεξάνδρεια. Τότε ο Παχώμιος έπιασε τον Μακάριο και τον οδήγησε στο ιερό Βήμα της Εκκλησίας, έκαμαν τον εν Χριστώ ασπασμό και του λέγει: «Έλα καλόγερε, εσύ είσαι ο Μακάριος και δε μου το φανέρωσες; Εγώ από πολύ καιρό πεθυμούσα να σε συναντήσω ακούγοντας τις αρετές σου. Σου χρεωστώ μεγάλη χάρη που παίδευσες τα τέκνα μου για να μην κενοδοξούν πως κάνουν μεγάλη άσκηση. Τώρα πήγαινε στο κελί σου και εύχου για μας· αρκετά μας εδιόρθωσες». Και αναχώρησε ο Μακάριος για το Μοναστήρι του.
Αυτός ο πραγματικά απαθής Όσιος, μας έλεγε, ότι με τη βοήθεια του Θεού όποια άσκηση πεθύμησε την κατόρθωσε. Κάποτε, λέγει, πεθύμησα να κάνω 5 μερόνυχτα να φαντάζομαι τα ουράνια κάλλη και να μη σκέφτομαι κανένα γήινο πράγμα. Για το σκοπό αυτό έκλεισα την αυλή και την πόρτα μου για να μη με ενοχλήσει κανένας. Αφού λοιπόν κλείστηκα μέσα στο κελί μου, άρχισα από τη δεύτερη μέρα να λέγω στο νου μου· στοχάζου τα ουράνια ψηλά και λείπε τελείως από τα επίγεια χαμηλά. Έχεις εκεί τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, όλες τις δυνάμεις των ουρανών. Έχεις εκεί να στοχάζεσαι Αυτόν τον Ύψιστο και τον απάντων Θεό, μην κατέβεις λοιπόν κάτω και πέσεις εξ ανάγκης σε μάταιους και πονηρούς λογισμούς. Πέρασα δυο μέρες με το λογισμό στα ουράνια, αλλά τόσο πολύ θύμωσε ο διάβολος ώστε να γίνει φλόγα πυρός και να καϊσί όλα όσα ήταν μέσα στο κελί μου. Τελευταία έβαλε φωτιά στο ψαθί που στεκόμουν για να με κάψει. Βλέποντας να με ζώνει παντού η φωτιά φοβήθηκα και έπαυσε ο λογισμός μου τη φαντασία των ουρανών. Νομίζω τούτο ήταν οικονομία Θεού για να μην υπερηφανευτώ.
Αυτόν τον ασκητή επισκέφτηκα κι εγώ και όταν πήγα να τον συναντήσω βρήκα έξω από το κελί του ένα ιερέα από την πόλη του οποίου την κεφαλή έτρωγε ο καρκίνος μέχρι που φαινόταν το γυμνό κόκκαλο. Πήγε ο δυστυχής για να τον θεραπεύσει ο Μακάριος, αλλά δεν τον δεχόταν καθόλου. Λυπήθηκα τότε τον άνθρωπο και παρακάλεσα τον Όσιο να τον θεραπεύσει. Ο Όσιος μου λέγει: «Δεν είναι άξιος να θεραπευτεί, γιατί η παίδευσή του είναι από το Θεό. Αν θέλει να θεραπευτεί να τον πείσεις να σταματήσει από σήμερα να λειτουργεί και θα θεραπευτεί. Ρώτησα τον άγιο για την αιτία της παίδευσης του ιερέα και μου είπε ότι πόρνευε και λειτουργούσε, για τούτο του ήλθε η φοβερή παιδεία. Λέγοντας εγώ το λόγο του Όσιου στον ιερέα, εκείνος υποσχέθηκε ότι σταματά αμέσως να λειτουργεί και τότε τον δέχτηκε ο Μακάριος ο οποίος τον εξέτασε, τον δίδαξε αρκετά και ο ιερέας εξομoλoγήθηκε αφού υποσχέθηκε ότι θα ζήσει πλέον όχι σαν ιερέας, αλλά σαν κοσμικός άνθρωπος φυλάγοντας τις εντολές του Κυρίου. Μετά από αυτά ο άγιος έβαλε τα χέρια του στη κεφαλή του ιερέα και αμέσως έπαψαν οι πόνοι και άρχισε και το δέρμα να δένει και σε λίγες μέρες βλάστησαν και τα μαλλιά του δοξάζοντας το Θεό και ευχαριστώντας τον Όσιο.
Η μεγάλη και υπεράνθρωπη άσκηση του τον έκαμε απαθή αλλά και αγαπητό στο Θεό που του έδωσε πολλά χαρίσματα και τη δύναμη της θαυματουργίας να διώχνει τους δαίμονες από τους ανθρώπους. Για τούτο μια μέρα το πνεύμα της κενοδοξίας, για να τον βγάλει από κελί του και να τον ρίξει, του έβαλε το λογισμό να πάει στη Ρώμη να θεραπεύσει τους ανθρώπους που υπέφεραν από διάφορες ασθένειες. Έτσι μέρα νύχτα τον εβίαζεν ασταμάτητα ο δαίμονας διά του λογισμού, αλλά ο άγιος εναντιωνόταν και δεν ήθελε να βγει από το κελί του. Ξάπλωσε κάτω στη γη κοντά στη θύρα και άπλωσε τα πόδια του προς αυτή λέγοντας: σύρετε με δαίμονες, γιατί εγώ δε βγαίνω να πάω σε άλλο μέρος προτιμώ να είμαι εδώ ξαπλωμένος παρά να σας ακολουθήσω. Κατά το βράδυ σηκώθηκε, αλλά πάλιν ο λογισμός τον ενοχλούσε.
Τότε γέμισε ένα ζεμπίλι δυο μόδια άμμο και φορτώνοντάς το στη ράχη του γύριζε μέσα στην έρημο για να περνά ο λογισμός. Σ' αυτή τη κατάσταση τον συνάντησε ο Ευσέβιος ο Αντιοχέας, ο λεγόμενος κοσμήτωρ και τον ρώτησε˙ τι σηκώνεις, Αββά, άφησε να πάρω εγώ το φορτίο, δεν κάνει για ένα να βασανίζεσαι. Και ο Όσιος απάντησε. εγώ βασανίζω εκείνον που με βασανίζει, γιατί αν μείνω ήσυχος θα με δουλώσει σε δρόμους ξενιτειάς. Ετσι με τον τρόπο αυτό, του βασανισμού του σώματος, κατάπαυσε το λογισμό της αναxώρησης.
Ο Παφνούτιος ο μαθητής του αγίου Μακαρίoυ μας διηγήθηκε και το εξής: «Μια μέρα ενώ προσευχόταν στο προαύλιο του κελιού του έφθασε μια λύκαινα με το μικρό της που ήταν τυφλό. Με το κεφάλι της κτύπησε τη θύρα του κελιού, άνοιξε και μπήκε μέσα ρίχνοντας το μικρό της στα πόδια του αγίου. Ο δε Μακάριος πήρε το μικρό στα χέρια του και έφτυσε χάμω και με τον πηλό έχρισε τα μάτια του κουταβιού κάνοντας ευχή, αμέσως άνοιξαν τα μάτια του ζώου, το πήρε η λύκαινα και έφυγε. Την άλλη μέρα, γύρισε η λύκαινα φέρνοντας στο Μακάριο ένα μεγάλο δέρμα προβάτου. Τότε ο Μακάριος ρώτησε τη λύκαινα μήπως έφαγε το ζώο κανενός φτωχού και έκαμε αδικία· εγώ, της λέει, δεν το δέχομαι. Το ζώο έσκυβε το κεφάλι και γονάτισε ρίχνοντας το δέρμα στα πόδια του αγίου. Έγινε αρκετός διάλογος Μακαρίου και λύκαινας μέχρι που η λύκαινα έπεισε το Μακάριο ότι δεν έκαμε καμιά αδικία και μόνο τότε το δέχτηκε.
Για το δέρμα εκείνο, έλεγε η Οσία Μελανή, ότι το πήρε από το Μακάριο και το ονόμασε «δώρο της λύκαινας» Και δεν είναι παράδοξο για ένα δούλο του Θεού, που σταύρωσε τον εαυτό του για τον κόσμο και έγινε ουράνιος, να ευεργετηθεί από ένα άγριο ζώο. Εκείνος που έδωκε διαταγή στα λιοντάρια να φυλάξουν σώο το Δανιήλ, έδωσε και τη σύνεση στη λύκαινα να καταφύγει στον άγιο Μακάριο.
Πρέπει, νομίζω, πριν τελειώσω να περιγράψω και το είδος του αγίου καθώς τον είδα ο ίδιος με τα μάτια μου. «Ήταν λίγο κυρτός και με πολύ λίγο γένι, γιατί από τη μεγάλη άσκηση δε φύτρωναν οι τρίχες.
Μια μέρα ανάφερα στον Όσιο ότι βρίσκoμαι σε μεγάλη αμέλεια και με συγχύζουν οι λογισμοί μου και μου λέγουν ότι εσύ εδώ δεν κατορθώνεις τίποτα, τι κάθεσαι; Φεύγε από τον τόπον αυτό. Και μου απάντησε: όταν σου έρχονται τέτοιοι λογισμοί για φυγή, λέγε σ' αυτούς ότι εγώ για το Χριστό μένω και φυλάγω τους τοίχους τούτους.


Από το βιβλίο:
ΒΙΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ  ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ - ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΟΔΟΔΕΙΧΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά