Πέμπτη, Ιουλίου 28, 2011

Η εδραίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας

Στράτος Θεοδοσίου
Αληθινά, ποια είναι η σχέση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης; ή μάλλον θρησκευτικού δόγματος και επιστήμης; Σύγκλιση ή αντιπαλότητα; Σχέση παράλληλη ή ασύμβατη; Είναι πραγματικά άβολη η σχέση θρησκείας και επιστήμης; Πάνω σ’ αυτό το ερώτημα, προκειμένου να δώσουμε μια εμπεριστατωμένη απάντηση θα πρέπει αρχικά να αντιδιαστείλουμε τις δύο αυτές πρωτογενείς έννοιες.
Σε ένα θρησκευτικό δόγμα η πίστη πρέπει να είναι απόλυτη. Το δόγμα είναι μια αυτοαποδεικνυόμενη θεωρία και δύναμή του είναι η μη ύπαρξη της αμφιβολίας.
Αντιθέτως, στην επιστήμη, σύμφωνα με τη φιλοσοφική θεώρηση του Καρτέσιου, σε κάθε πρόβλημα που ανακύπτει, πρέπει να υπάρχει η αμφιβολία, προς αποφυγή τυχόν σφαλμάτων και προκαταλήψεων. Και έτσι μέσω της αμφιβολίας να οδηγούμαστε στην εύρεση μιας αδιαφιλονίκητης-αδιαμφισβήτητης αλήθειας. Επομένως, η καρτεσιανή αμφιβολία στην επιστήμη αποτελεί την κύρια μεθοδολογική αφετηρία, η οποία και μας οδηγεί στην απόδειξη.
Σ’ αυτήν την έννοια έγκειται η διαφορά του δόγματος με την επιστήμη, ή μάλλον η διαφορά των θρησκευτικών θεωριών ή δοξασιών με τις αντίστοιχες επιστημονικές θεωρίες.
Η θρησκεία είναι πίστη και απόλυτη αλήθεια. Αντιθέτως, η επιστήμη είναι αμφιβολία και διαψευσιμότητα. O Karl Raimund Popper, για παράδειγμα, στάθηκε κριτικός με τις επαγωγικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην επιστήμη. Όλες οι επαγωγικές αποδείξεις είναι περιορισμένες, έλεγε, ενώ δίδασκε ότι η διαψευσιμότητα πρέπει να αντικαταστήσει την επαληθευσιμότητα ως κριτήριο της διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτό που είναι επιστημονικό και σ’ αυτό που δεν είναι. Η επιστήμη νοείται περισσότερο στο σχήμα μιας ατέλειωτης αναζήτησης προς την αντικειμενική γνώση, παρά σε ένα σύστημα γνώσης. Η αρχή της διαψευσιμότητας αποτελεί –για τον Πόππερ– κριτήριο για τον επιστημονικό ή τον μη επιστημονικό χαρακτήρα μιας θεωρίας. Έτσι, η Αστρολογία, η Μεταφυσική και η μαρξιστική θεωρία χαρακτηρίζονται ως ψευδοεπιστήμες, εξαιτίας της αδυναμίας τους να δεχτούν την εφαρμογή της αρχής της διαψευσιμότητας. Στο πλαίσιο του θρησκευτικού οικοδομήματος δεν υφίσταται κανένα φαινόμενο που να διαψεύδει τον πυρήνα της θεωρίας και δεν υπάρχει τίποτα που να κλονίζει τα θεμέλια αυτού του οικοδομήματος.
Στην επιστήμη εάν ανακαλυφθεί κάτι καινούργιο, το οτιδήποτε, το οποίο όμως να αμφισβητεί την κρατούσα επιστημονική θεωρία, τότε αργά ή γρήγορα η θεωρία καταρρίπτεται. Εξάλλου, σύμφωνα πάλι με τον Πόππερ, οι επιστήμονες θα έπρεπε μάλλον να προσπαθούν να αναιρέσουν τις θεωρίες τους παρά να τις επιβεβαιώνουν συνεχώς (Θεοδοσίου Ε., 2009, Η φιλοσοφία της Φυσικής, σελ. 232).
Ας αναφερθούμε όμως στο κυρίως θέμα μας, που είναι η επικράτηση του ηλιοκεντρικού συστήματος και η διαπάλη που δημιουργήθηκε μεταξύ επιστήμης και εκκλησίας. Τη χρονική περίοδο, λοιπόν, που ο Γαλιλαίος παρατήρησε, με το τηλεσκόπιό του, τους τέσσερις δορυφόρους του Δία, στις αρχές του 17ου αιώνα, η θεωρία του γεωκεντρισμού είχε αμετάκλητα καταρριφθεί – παρά τις σπασμωδικές κινήσεις που ακολούθησαν από διαφόρους λογίους και την Εκκλησία, η οποία είχε αποδεχτεί τον γεωκεντρισμό ως δόγμα της. Η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, που αναφέραμε παραπάνω, έκανε πάντα –ιδιαίτερα στη Δύση– άβολη τη σχέση μεταξύ τους. Ένα διάστημα μάλιστα η σχέση αυτή ήταν και αιματηρή. Όχι απλώς η σχέση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης, αλλά ουσιαστικά η σχέση μεταξύ του κρατούντος δόγματος και της μεταρρύθμισης ή της επερχόμενης αλλαγής.
Η 24η Αυγούστου του 1572, έμεινε στην ιστορία ως η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, αφού ξημερώματα της γιορτής του Αγίου, στη Γαλλία, φανατικοί καθολικοί κατέσφαξαν χιλιάδες διαμαρτυρόμενους ουγενότους. Οι Γάλλοι βασιλείς πολεμούσαν λυσσαλέα τη μεταρρύθμιση, που εκφραζόταν από τους ουγενότους, επειδή ο δογματικός Καθολικισμός τους, τούς επέτρεπε να κρατούν γερά στα χέρια τους την εξουσία.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η στρατιωτική και πολιτική ισχύς της Αγίας Έδρας, εμπόδισε για μεγάλο χρονικό διάστημα την ανάπτυξη της γνώσης και κατά συνέπεια της επιστήμης. Ο Τζορντάνο Μπρούνο κάηκε ζωντανός γιατί δίδασκε τους άπειρους κόσμους του Μητρόδωρου του Χίου και του Επίκουρου, και αμφισβητούσε το ισχύον γεωκεντρικό σύστημα. Ομοίως, ο Γαλιλαίος ανακρίθηκε από την Ιερή Εξέταση και καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό γιατί το ηλιοκεντρικό σύστημα που υποστήριζε ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την Παλαιά Διαθήκη, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς του Ναυή διέταζε τον Ήλιο να σταματήσει… και όχι τη Γη. Όταν ο Iησούς του Nαυή προστάζει τον Ήλιο να σταθεί, στη μάχη που έδωσαν οι Iσραηλίτες στην πόλη Γαβαών, εναντίον των Xαναναίων, αυτό ως γεγονός σημαίνει ότι οι σύγχρονοι προς αυτόν σοφοί πίστευαν στην ακινησία της Γης και στην περί αυτήν κίνηση του Ήλιου. Δηλαδή σε ένα γνήσιο γεωκεντρικό σύστημα.
H πόλις Γαβαών και άλλες αναφορές των Γραφών
Bορειοδυτικά της Bηθλεέμ υπήρχε η αρχαία πόλις Γαβαών, εκεί όπου κατά τη μάχη που έκανε ο Iησούς του Nαυή για τη σωτηρία της από τους Xαναναίους πολιορκητές της «σταμάτησε» τον Ήλιο, έως ότου οι Iσραηλίτες συνέτριψαν τους εχθρούς τους: Στήτω ο Ήλιος κατά Γαβαών και η σελήνη κατά φάραγγα Aιλών. και έστη ο ήλιος και η σελήνη εν στάσει, έως ημύνατο ο Θεός τούς εχθρούς αυτών. και έστη ο ήλιος κατά μέσον του ουρανού, ου προεπορεύετο εις δυσμάς εις τέλος ημέρας μιάς (Iησούς του Nαυή I΄, 12-13). Που μεταγράφεται ως εξής: O Ήλιος βρισκόταν πάνω από την πόλη Γαβαών και η Σελήνη πάνω από το φαράγγι Aιλών. Kαι σταμάτησαν την κίνησή τους ο Ήλιος και η Σελήνη, μέχρις ότου ο Θεός να συντρίψει τους εχθρούς τους. Kαι σταμάτησε ο Ήλιος καταμεσής του ουρανού και δεν προχώρησε προς τη δύση του.
Η ακινησία της Γης και η αντίστοιχη κίνηση του Ήλιου γίνεται φανερή και από ορισμένα άλλα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως στους Ψαλμούς και στον Εκκλησιαστή: Kαι γαρ εστερέωσεν την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσεται (Ψαλμός 92:1). Που σημαίνει: Kαθώς αποδεικνύεται από το ότι εστερέωσε την οικουμένην, η οποία θα παραμείνη ασάλευτος (Tρεμπέλα, Π. N., 1976).
Eποίησε σελήνη εις καιρούς, ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού (Ψαλμός 103:19). Που αποδίδεται ως εξής: Eποίησεν ο Kύριος την σελήνην προς προσδιορισμόν των εποχών και των καιρών του έτους και των εορτών, ο ήλιος δε, ως να ήτο δια νου προικισμένος, γνωρίζει και την ώραν και το σημείον της δύσεώς του (Tρεμπέλα, Π. N., 1976).
Kαι ανατέλλει ο ήλιος και δύει ο ήλιος και εις τον τόπον αυτού έλκει (Eκκλησιαστής, κεφ. A΄, στίχ. 5). Που μεταγράφεται ως εξής: Kαι ο ήλιος ανατέλλει και βασιλεύει ο ήλιος και κατευθύνεται εις τον τόπον από τον οποίον ανέτειλε (Tρεμπέλα, Π. N., 1976).
Γιατί δεν ήταν αρεστή στην Εκκλησία η ηλιοκεντρική θεωρία
Ο Κοπέρνικος (1473-1543), έκρυψε ή μάλλον δεν ήθελε να δημοσιευτεί για χρόνια το θεμελιώδες σύγγραμμά του Περί της Περιφοράς των Ουρανίων σφαιρών, ακριβώς επειδή δεν τολμούσε και ταυτόχρονα δεν ήθελε, ως ιερωμένος, να έρθει σε σύγκρουση με την Καθολική Εκκλησία στην οποία ανέκαθεν ανήκε. Η έρευνά του υποστήριζε τον ηλιοκεντρισμό σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία που είχε αναγορεύσει τον γεωκεντρισμό σε κυρίαρχο δόγμα της.
Το ίδιο, αιώνες αργότερα, ο Κάρολος Δαρβίνος, ο οποίος για αρκετά χρόνια δεν κυκλοφορούσε το πρωτοποριακό σύγγραμμά του Περί της καταγωγής των ειδών, είτε επειδή φοβόταν την ισχύ της Εκκλησίας είτε επειδή δεν ήθελε να έρθει σε σύγκρουση μαζί της. Αυτό ακόμα και στην προτεσταντική Αγγλία!
Σε πιο κοντινές εποχές, είναι γνωστό ότι ορισμένοι θρησκευόμενοι λόγιοι και εκκλησιαστικοί παράγοντες επιχείρησαν ακόμα και να σταματήσουν την αποκρυπτογράφηση των ιερογλυφικών της Μεσοποταμίας και των χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας, επειδή υπήρχε η πιθανότητα, να αποκαλυφθεί από αυτά ότι ο κόσμος μας είναι παλαιότερος από τα 6000 περίπου χρόνια, γεγονός –που κατά τη γνώμη τους– προκύπτει από την Παλαιά Διαθήκη, ασχέτως αν αυτός ο εσφαλμένος υπολογισμός του αρχιεπισκόπου του Άρμαγκ Τζέημς Άσερ (James Ussher, 1581-1656), που υπολόγισε ότι η Γη δημιουργήθηκε την 23η Οκτωβρίου του 4004 π.Χ., και πολλών άλλων μετά από αυτόν, έχει προ πολλού καταρριφθεί από τη σύγχρονη επιστήμη (Ε. Θεοδοσίου & Ε. Δανέζη, Η Οδύσσεια των ημερολογίων, Α΄ τόμος, 1996, σελ. 126).
Η επανάσταση στην παρατήρηση των ουρανών ήρθε από τον Γαλιλαίο το 1609, όταν για πρώτη φορά στην Ιστορία της Αστρονομίας, χρησιμοποίησε ένα δυναμικό και πρωτοποριακό όργανο για εκείνη την εποχή, το τηλεσκόπιο, που του έδωσε τη δυνατότητα να ανακαλύψει θαυμάσια πράγματα στο στερέωμα: από τις φάσεις της Αφροδίτης έως τους τέσσερις δορυφόρους του Δία, ένα πλανητικό σύστημα σε μικρογραφία.
Αναφέροντας το έτος 1609, ουσιαστικά μιλάμε για την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα. Ενός αιώνα που αποτέλεσε μια χρονική περίοδο πολλαπλής κρίσεως. Η φιλοσοφία, η θρησκεία και η ίδια η επιστήμη βρέθηκαν σε μία δίνη που συντάραξε τα θεμέλια των κοινωνιών εκείνης της εποχής. Η δίνη αυτή παρέσυρε στην περιδίνησή της και τα θεμέλια της Αστρονομίας, της επιστήμης των ουρανών. Το γαλήνιο γεωκεντρικό και συνάμα εγωκεντρικό σύστημα που ίσχυε για αιώνες έδωσε τη θέση του στο σωστό ηλιοκεντρικό.
Στη Δύση, κατά τον 17ο αιώνα, με τη φιλοσοφική κάλυψη του Καρτέσιου, το πνεύμα του οποίου διαπότισε όλους τους σύγχρονούς του διανοητές, η νέα Φυσική –έτσι όπως ορίστηκε από τον Γαλιλαίο και τον Κέπλερ– αδιαφορούσε για την αναζήτηση των σκοπών, ενώ αντίθετα ως στόχο της έβαζε την αναζήτηση των αιτίων. Συνεπώς, το τελολογικό πρότυπο της αντίληψης του κόσμου ξέφυγε τελείως από τα δεσμά της αριστοτελικής φιλοσοφίας και εκτόπισε οριστικά το μηχανιστικό πρότυπο.
Εμείς οι μελετητές της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών θεωρούμε ότι εκείνη ακριβώς τη χρονική περίοδο το υποκείμενο τοποθετείται πλέον ως κεντρικό πρόσωπο στη φιλοσοφική σκηνή, αλλά η θέση του αυτή δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη, παρά τα πλήγματα που δέχτηκε η παραδοσιακή αντίληψη –για τη φύση και τον άνθρωπο– από τη νέα επιστήμη. Έτσι είναι…
Μπορεί σ’ αυτή τη ρήξη με τον Αριστοτελισμό ή αν θέλετε σ’ αυτήν την επανάσταση των Φυσικών Επιστημών να έπαιξε πρωταρχικό ρόλο η δυναμική εμφάνιση της Νέας Αστρονομίας, που τοποθέτησε στη θέση της Γης τον Ήλιο, ωστόσο συν τω χρόνω προτάθηκαν πολλές ερμηνείες που εδράζονταν σε μια πολύ γενικότερη εξήγηση της μεγάλης αλλαγής που σημειώθηκε στη δυτική ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η Δύση, τουλάχιστον δύο με τρεις αιώνες πριν το 1609, ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Μεγάλοι διανοητές, όπως ο Ζαν Μπουριντάν (14ος αιώνας), ο Νικόλ Ντ’ Ορέμ (1323-1382), ο Νικόλαος Κουζάνος (1401-1464), ο Νικόλαος Κοπέρνικος (1473-1543) και πολλοί άλλοι, για να αναφέρουμε κυρίως εκείνους των θετικών επιστημών, πολύ πριν από τον Γαλιλαίο και τον Κέπλερ, με αφετηρία τους Πυθαγόρειους και τους Προσωκρατικούς Έλληνες φυσιολόγους φιλοσόφους, είχαν βάλει το δικό τους πετραδάκι στην οικοδόμηση της νέας Φυσικής, ενώ παράλληλα είχαν δώσει το έναυσμα της αλλαγής στη Φυσική και στο τρόπο αντιμετώπισης των φυσικών φαινομένων. Μιας αλλαγής, η οποία με εφαλτήριο την αλλαγή νοοτροπίας στην Αστρονομία, επικεντρωνόταν πλέον στη μεταστροφή της ευρωπαϊκής επιστημονικής νοοτροπίας από τη θεωρητική στην πρακτική μορφή της, μέσω του πειράματος και της μαθηματικής μεθοδολογίας (Ε. Θεοδοσίου, H εκθρόνιση της Γης, 2008, σελ. 202-204). Έτσι και έγινε…
Ο Γαλιλαίος (1564-1642), ο πρώτος φυσικός με τη σύγχρονη έννοια του όρου, απέρριψε –μέσω των πειραμάτων του– την κοινή αντίληψη για την κίνηση, θεμελιώνοντας τη σύγχρονη Μηχανική, ενώ παράλληλα ο Καρτέσιος (1596-1650) γενίκευσε την επανερμηνεία των καθημερινών εμπειριών και πρότεινε μια νέα εικόνα της πραγματικότητας πέρα από την εμπειρία. Ο Καρτέσιος προσπάθησε να δείξει, μέσω της φιλοσοφίας του, ότι η πραγματικότητα της φύσης δεν είναι κατ’ ουδένα τρόπο όμοια με όσα μας παρουσιάζουν οι αισθήσεις μας. Ο κόσμος μας δεν είναι ένα πεπερασμένο όλον με άρτια εσωτερική διάταξη, όπως παρουσιαζόταν στο κοσμοείδωλο του Αριστοτέλη και αργότερα στην ελαφρά μεταλλαγή του από τον Δάντη.
Τα πράγματα άλλαξαν και στη νέα Αστρονομία, όπως θεμελιώθηκαν από τον Γαλιλαίο και τον Κέπλερ, οι λόγιοι μίλαγαν, απελευθερωμένοι από τις ασφυχτικά ισχυρές και κλειστές κρυστάλλινες σφαίρες, για ένα άπειρο Σύμπαν που δεν είχε ή δεν ελεγχόταν από καμιά φυσική ιεραρχία, ενώ και η ενότητά του ήταν αποτέλεσμα κάποιων νόμων που το διέπουν και οι οποίοι ισχύουν για όλα τα επιμέρους τμήματα που το αποτελούν.

Γιατί καταδιώχτηκαν οι ηλιοκεντριστές;
Το ερώτημα βέβαια που ανακύπτει είναι, το γιατί καταδιώχτηκαν οι ηλιοκεντριστές;
  • Ο αναβιωτής του ηλιοκεντρισμού, ο Κοπέρνικος ήταν σύμφωνα με τον Λούθηρο: Ο ηλίθιος που ήθελε να ανατρέψει την επιστήμη της αστρονομίας.
  • Στη συνέχεια ο Τζορντάνο Μπρούνο κάηκε ζωντανός για τις ιδέες του και ο Γαλιλαίος περιορίστηκε κατ’ οίκον.
  • Γιατί;
Η απάντηση βρίσκεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι όλοι αυτοί οι επιστήμονες, αποδεικνύοντας το αβάσιμο του γεωκεντρισμού, ταυτόχρονα υπονόμευαν κατά ουσιαστικό τρόπο τον εγωκεντρισμό ή ανθρωποκεντρισμό. Δηλαδή τη βασική παραδοχή της χριστιανικής κοσμοαντίληψης, κατά την οποία ο άνθρωπος είναι το κέντρο και ο σκοπός της δημιουργίας. Πράγματι, ο Γερμανός νεοκαντιανός φιλόσοφος και ιστορικός της Φιλοσοφίας Βίλχελμ Βίντελμπαντ (Wilhelm Windelband, 1848-1915) απέδωσε στη χριστιανική κοσμοθεωρία έναν «ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα», γιατί σ’ αυτήν – διαφορετικά από ό,τι στην αρχαία ελληνική σκέψη– ο άνθρωπος και η ιστορία γίνονται επίκεντρο του Σύμπαντος. Ο ανθρωποκεντρισμός ξεκίνησε μέσα από την πτολεμαϊκή αντίληψη του Σύμπαντος –με τη Γη στο κέντρο του– και τη θρησκευτική άποψη πως ο άνθρωπος είναι το κεντρικό πλάσμα του Δημιουργού και όλα τα άλλα στρέφονται γύρω από αυτόν.
Η σπάνια ανεξαρτησία σκέψης σε συνδυασμό βέβαια με μια ολοκληρωμένη γνώση της Αστρονομίας και της Κοσμολογίας, γνώση που δεν ήταν εύκολα προσιτή την εποχή εκείνη, αποτέλεσαν τα αναγκαία εφόδια ώστε ο Κοπέρνικος, ο Τζορντάνο Μπρούνο, ο Γαλιλαίος και ο Κέπλερ να εκθέσουν με πειθώ την ανωτερότητα της ηλιοκεντρικής εκδοχής τους. Αυτή η μεγαλειώδης πρόταση του Κοπέρνικου, που αναβίωσε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου του Σάμιου, δεν προετοίμασε μόνο τον δρόμο για τη σύγχρονη Αστρονομία, αλλά παράλληλα βοήθησε στο να επιτευχθεί μια αποφασιστική αλλαγή στον τρόπο που ο άνθρωπος αντιμετώπιζε το Σύμπαν. Όταν έγινε κατανοητό ότι η Γη δεν ήταν το κέντρο του Σύμπαντος, αλλά ένας από τους πλανήτες του Ήλιου στο ηλιακό πλέον σύστημα, η ψευδαίσθηση για την κεντρική σπουδαιότητα του ίδιου του ανθρώπου, έχασε το στήριγμά της. Επομένως, η ηλιοκεντρική θεωρία δεν ήταν αρεστή στη Δυτική Εκκλησία γιατί δεν συμβάδιζε με τις «θέσεις» της Βίβλου, αντίθετα με τις αρχαία ελληνική γεωκεντρική θεωρία. Όταν λοιπόν η επιστήμη κατέρριψε τον ανθρωποκεντρικό μύθο, πρώτα δείχνοντας πως η Γη, το ενδιαίτημα του ανθρώπου, δεν κατέχει το κέντρο του Σύμπαντος και στη συνέχεια αποδεικνύοντας πως ακόμα και ο άνθρωπος είναι προϊόν εξέλιξης, τότε η ρήξη της με την Καθολική Δυτική Εκκλησία ήταν οριστική.
Κηρύχτηκε λοιπόν ένας άγριος πόλεμος εναντίον των ηλιοκεντριστών, όχι μόνο επειδή το σύστημα το οποίο υποστήριζαν ερχόταν σε ουσιαστική σύγκρουση με τις Γραφές, αλλά και γιατί η γεωκεντρική θεωρία, που υποστήριζε την απόλυτη ακινησία της Γης, βρισκόταν σε συμφωνία και με την ουράνια μηχανική του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη. Επειδή λοιπόν ο Αριστοτέλης είχε επηρεάσει βαθιά τη θεολογία του Καθολικισμού του Μεσαίωνα, η απόρριψη της γεωκεντρικής θεωρίας θα ελάττωνε τόσο κύρος του μεγάλου φιλόσοφου, όσο και τη θεολογική θέση της Εκκλησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έγινε φανερό ότι η υποστήριξη της γεωκεντρικής θεωρίας ήταν ουσιαστικά θέμα εκκλησιαστικής εξουσίας. Αυτός λοιπόν ήταν και ο κύριος λόγος που παρακίνησε τον Πάπα Ουρβανό Η΄ (1623-1644) να κινήσει τη διαδικασία εναντίον του Γαλιλαίου και να περάσει τη θεωρία και το βιβλίο του Κοπέρνικου στο Index Librorum Prohibitorum.
Ο χώρος του Σύμπαντος, με τη Νέα Αστρονομία και Φυσική, αρχικά ξεφεύγει από το σύνολο των αριστοτελικών διαφοροποιημένων χώρων, ταυτίζεται στη συνέχεια με τον χώρο όπως αυτός ορίζεται από την Ευκλείδεια γεωμετρία, δηλαδή χώρος ομογενής και ισότροπος, για να καταλήξει τελικά, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, στον αδιευκρίνιστο, για τον κοινό ανθρώπινο νου, χώρο των μη Ευκλείδειων γεωμετριών.
Ο Κέπλερ, μυστικιστής και θρησκόληπτος, πίστευε ότι το Σύμπαν έβριθε από άρρητες και μυστικές δυνάμεις. Είχε την πεποίθηση ότι από τη στιγμή που μετέφερε τις μαθηματικές αρμονίες στη μελέτη της ουράνιας σφαίρας, ταυτόχρονα συνέδεε τις πλανητικές τροχιές με τέλεια γεωμετρικά σχήματα. Σύμφωνα με αυτόν τον χαρισματικό Γερμανό αστρονόμο, μόνον οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, αέναες και τέλειες, προσφέρονταν για μαθηματική και γεωμετρική ανάλυση, εφόσον υποστήριζε ότι η Αστρονομία έπρεπε να βασίζεται στις αρχές της γεωμετρικής απλότητας. Ωστόσο, ο Κέπλερ ήταν προτεστάντης και ως τέτοιος δεν αισθάνθηκε ποτέ την πίεση του Καθολικισμού και της Ιεράς Εξέτασης.
Ύστερα από τις παρατηρήσεις και τις θεωρητικές μελέτες των δύο αυτών σπουδαίων αστρονόμων, του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, η εκθρόνιση της Γης από την πλανητική πρωτοκαθεδρία της ήταν γεγονός. Μετά από χιλιάδες χρόνια ηγεμονίας του μικρού πλανήτη μας, το ηλιοκεντρικό σύστημα εδραιώθηκε και ο Ήλιος κατέλαβε δικαιωματικά τη θέση που κατείχε η Γη στο αντίστοιχο γεωκεντρικό σύστημα. Οι άφθαρτες κρυστάλλινες σφαίρες στο κλειστό αριστοτελικό γεωκεντρικό σύστημα με την άρτια εσωτερική διάταξη και την αδιατάραχτη ιεραρχία αντικαταστάθηκαν από τη νέα Κοσμολογία, που υιοθετούσε ένα άπειρο, άνευ ουδεμιάς φυσικής ιεραρχίας Σύμπαν.
Ο Κέπλερ, με τη Νέα Αστρονομία, που συνέγραψε το 1609, ήρθε σε αντίθεση με τις καθεστηκυίες ιδέες. Η υιοθέτηση της υλικής κινητήριας δύναμης –που εισηγήθηκε– αποτέλεσε το κύριο πλήγμα στη θεϊκά δημιουργημένη κοσμική τάξη, την οποία είχε επιβάλει στη δυτική διανόηση η αριστοτέλεια Φυσική.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο χαρισματικός Γαλιλαίος με τις ανεπανάληπτες παρατηρήσεις του και ο ιδιοφυής Κέπλερ, με τις θεωρητικές μελέτες του, ήταν οι πραγματικοί θεμελιωτές του νεότερου ηλιοκεντρικού συστήματος και οι νομοθέτες του πλανητικού μας συστήματος. Ο μεν πρώτος, με τις παρατηρήσεις του το 1609 με το πρωτοεμφανιζόμενο τότε τηλεσκόπιο, ο δε δεύτερος πάλι το 1609 έγραψε τη Νέα Αστρονομία, που πραγματικά τοποθετούσε σε νέες βάσεις την επιστήμη των ουρανών, αφού σ’ αυτό το έργο του παρουσίαζε τους δύο από τους τρεις βασικούς νόμους του που διέπουν τις κινήσεις των πλανητών. Οι τροχιές των πλανητών είναι ελλείψεις τη μία εστία της οποίας κατέχει ο Ήλιος και η επιβατική ακτίνα, που συνδέει τον Ήλιο με τον πλανήτη, διαγράφει σε ίσους χρόνους ίσα εμβαδά. Επομένως, η παρατηρησιακή θεμελίωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας οφείλεται αποκλειστικά στον Γαλιλαίο, όπως η αντίστοιχη μαθηματική και αστρονομική θεμελίωσή της αποκλειστικά και μόνον στον Γιοχάνες Κέπλερ.
Μετά από όλα όσα αναφέραμε, η ηλιοκεντρική θεωρία, του Αρίσταρχου του Σάμιου και του αναβιωτή της, Νικόλαου Κοπέρνικου, ήταν –σύμφωνα με την Εκκλησία– βλασφημία γιατί έσπερνε νέες ιδέες για μια επιστήμη απαλλαγμένη από τον χαλινό του Καθολικισμού και της Ιερής Εξέτασης. Γι’ αυτόν τον λόγο το 1616, για να επανέλθουμε στο χρονικό μας πλαίσιο, η ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου και του Κοπέρνικου καταδικάστηκε από την Καθολική Εκκλησία ως παράλογη, ασεβής και «ψευδό-επιστημονική». Και αυτό έως το 1820, οπότε η ηλιοκεντρική θεωρία θεωρήθηκε από την Εκκλησία ως μάλλον «αποδεδειγμένη» και «επιστημονική», και σταμάτησαν τόσο η δίωξη όσο και οι διωγμοί εναντίον των υποστηρικτών της, που, όπως έχουμε αναφέρει, είχαν αρχίσει το 1616.
Υπάρχει λύση; Και βέβαια! Η λύση βρισκόταν και βρίσκεται στον διαχωρισμό των ρόλων. Έτσι κι αλλιώς ο Θεός είναι εκτός των ορίων της επιστήμης, ο Θεός φανερώνεται, δεν υπολογίζεται ούτε με εξισώσεις ούτε με θεωρίες. Οπότε η ενασχόληση των επιστημόνων με το θεϊκό, πιθανότατα εκτός από επικίνδυνη, είναι ταυτόχρονα και άγονη.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι τα ερωτήματα που εγείρονται δεν είναι σημαντικά μόνο λόγω του ότι οι όροι «επιστήμη» και «επιστημονικό» μας κατακλύζουν. Το πρόβλημα της οριοθέτησης της επιστήμης έχει επίσης μεγάλη κοινωνική και πολιτική σημασία. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην πάλαι ποτέ κραταιά Σοβιετική Ένωση, το κομμουνιστικό κόμμα διατηρούσε το δικαίωμα στο να αποφασίζει, ανά πάσα στιγμή, το τι είναι επιστήμη και τι όχι. Πέρα από αυτά, η αντίληψη περί του τι είναι ή δεν είναι επιστήμη, επηρεάζει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, την εκάστοτε κρατική επιστημονική πολιτική, με συνέπειες στην προώθηση ή τη στασιμότητα της επιστημονικής ή της αντίστοιχης τεχνολογικής έρευνας.
Έτσι, για παράδειγμα, μια εμπειριστική αντίληψη για το τι είναι επιστήμη ευνοεί την τυφλή εμπειρική έρευνα, χωρίς το αντίστοιχο ενδιαφέρον για τη θεωρητική της θεμελίωση και εμπέδωση. Για παράδειγμα, όλοι οι αστρονόμοι γνωρίζουμε ότι η Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών διατηρεί γραφείο υπεύθυνο για την συγκέντρωση και την ανάλυση πληροφοριών για τα Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (Α.Τ.Ι.Α ή UFO), που αψηφούν τους γνωστούς νόμους της Φυσικής και μεταφέρουν εξωγήινους! Επίσης, είναι γνωστό, ότι πολλά πανεπιστήμια διατηρούν εργαστήρια για την «παραψυχολογική έρευνα», η οποία συγκρούεται με την «επίσημη φυσική επιστήμη» και δεν έχει δώσει έως τώρα ούτε ένα νόμο γι’ αυτά τα «παραψυχολογικά φαινόμενα».
Ασφαλώς, μια κάποια απάντηση στο ερώτημα για το τι είναι επιστήμη και τι είναι αυτό που την κάνει να έχει κύρος και να είναι τόσο αποτελεσματική, θα ήταν – όπως στον Μεσαίωνα– η προσφυγή σε κάποια αυθεντία, όπως στην αυθεντία του Αριστοτέλη και κάποιων άλλων αρχαίων φιλοσόφων. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η λύση αυτή μάλλον προκαλεί προβλήματα. Γνωστός είναι ο μύθος του πειράματος της Πίζας, που έκανε ο Γαλιλαίος. Όπως λοιπόν θρυλείται, προκειμένου να καταρρίψει την αριστοτελική δοξασία που δίδασκε ότι τα βαρύτερα σώματα πέφτουν γρηγορότερα στη γη από τα ελαφρότερα, ο Γαλιλαίος, ανέβηκε στον πύργο της Πίζας με δύο σώματα, ένα ελαφρύ και το άλλο βαρύτερο από το πρώτο τα οποία άφησε την ίδια στιγμή να πέσουν στο έδαφος από την κορυφή του πύργου. Τα δύο σώματα έφτασαν ταυτόχρονα στη γη, αδιαφορώντας για την παράδοση αιώνων.
Οι σοφοί καθηγητές στο Πανεπιστήμιο, αντί μέσω του πειράματος να διακρίνουν το λάθος του Αριστοτέλη, είπαν ότι τα σώματα δεν έπεσαν ταυτόχρονα στη γη, ενώ όσοι είδαν το αντίθετο, θεώρησαν ότι τους γέλασαν τα μάτια τους μια κι ο Αριστοτέλης δεν ανέφερε κάτι τέτοιο. Επομένως, η προσφυγή στην οποιαδήποτε αυθεντία δεν δίνει απαραίτητα ικανοποιητική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Επιπλέον μάλλον δημιουργούνται και άλλα προβλήματα.
Στον παραπάνω μύθο με το πείραμα του πύργου της Πίζας διαφαίνεται μία διαδεδομένη αντίληψη της εποχής μας για το τι είναι επιστήμη. Είναι η αντίληψη του Eμπειρισμού. Δηλαδή ότι όλες οι γνώσεις δημιουργούνται μέσω της εμπειρίας, η οποία αποτελεί την άμεση αντίληψη αντικειμένων και φαινομένων μέσω των αισθήσεων. Ο Γαλιλαίος και ο Κέπλερ ήταν οι πρώτοι αστρονόμοι και φυσικοί, που ξέφυγαν από την αντίληψη ότι η αληθινή γνώση βρίσκεται στη μελέτη των αρχαίων κειμένων των αυθεντιών, όπως ο πανεπιστήμονας Αριστοτέλης.
Τέλος, σύμφωνα με τον Αlexandre Koyré η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα συνέτριψε την αρχαιοελληνική έννοια του Κόσμου, του «πάνω-κάτω» της αριστοτελικής θεώρησης, έναν κόσμο στηριγμένο στις εντυπώσεις των αισθήσεων, τον οποίο και αντικατέστησε με το αρχιμήδειο Σύμπαν της ακρίβειας, τη γεωμετρικοποίηση του χώρου, του μέτρου και του μονοσήμαντου προσδιορισμού. Ο πραγματικός κόσμος δεν θεωρείται μια κλειστή, πεπερασμένη και ιεραρχικά διατεταγμένη ολότητα έτσι ακριβώς όπως την οριοθετούσε η μεσαιωνική προσέγγιση που ερμήνευε τον κόσμο με βάση την Βίβλο και συμφωνούσε με την αρχαιο-ελληνική γεωκεντρική θεώρηση, αλλά ένα ανοιχτό, άπειρο, ακαθόριστο Σύμπαν προσδιορισμένο από τους νόμους και τα θεμελιώδη συστατικά του. Η σύγκρουση στο κρίσιμο πεδίο της κοσμολογίας με την αντιπαράθεση για τον τρόπο προσέγγισης της φύσης είναι και το σημείο μετάβασης προς το άπειρο Σύμπαν. Παράγοντες αυτής της σύγκρουσης υπήρξαν οι πνευματικές εργασίες σπουδαίων επιστημόνων και φιλοσόφων του 16ου και 17ου αιώνα όπως ο Κοπέρνικος, ο Τύχο Μπράχε, ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος, ο Καρτέσιος και ο Νεύτωνας.
Εξάλλου, όπως γράφει ο Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Russell): Ο Κέπλερ και ο Γαλιλαίος προχώρησαν από την παρατήρηση μεμονωμένων γεγονότων στη διατύπωση ακριβών ποσοτικών νόμων, που με τη βοήθειά τους μπορούσαν να προβλεφθούν μελλοντικά λεπτομερειακά γεγονότα. Αναστάτωσαν βαθιά τους σύγχρονούς τους, αφενός μεν επειδή τα συμπεράσματά τους έρχονταν σε τρομαχτική αντίθεση προς τις πεποιθήσεις της εποχής, αφετέρου δε γιατί η τυφλή πίστη σε μια αυθεντία επέτρεπε στους σοφούς να περιορίζουν τις έρευνές τους στις βιβλιοθήκες και οι καθηγητές πολύ ταράχτηκαν στην ιδέα ότι θα ήταν αναγκαίο να παρατηρούν τον κόσμο για να μάθουν πως ακριβώς είναι.
Με τις θέσεις του αυτές ο Μπέρτραντ Ράσελ μας δίνει αδρά τα χαρακτηριστικά που προσδίδουν στην επιστήμη οι λεγόμενοι θετικιστές φιλόσοφοι, όπως ο John Stuart Mill, ο Herbert Spencer, ή οι νεότεροι, όπως o Moritz Schlick, o Otto Neurath, o Kurt Gödel, o Rudolf Carnap κ.ά.
Σε πολύ γενικές γραμμές, για τον Θετικισμό, επιστήμη σημαίνει η βέβαιη και αποδεδειγμένη γνώση. Είναι η μόνη μέθοδος προκειμένου να φτάσουμε στην απόλυτη βεβαιότητα. Οι επιστημονικές θεωρίες κτίζονται με βάση τέτοιες ατομικές και καθολικές προτάσεις. Σύμφωνα με τον Θετικισμό ξεκινάμε από το μερικό, δηλαδή τις ατομικές προτάσεις που καταγράφουν παρατηρήσεις, και καταλήγουμε στο γενικό δηλαδή στις καθολικές προτάσεις, που αποτελούν και τους νόμους της επιστήμης.
Έτσι, οι βασικές γνώσεις του πρωτογενούς Θετικισμού είναι:
  1. Κάθε γνώση που αφορά γεγονότα βασίζεται στα «θετικά» στοιχεία της εμπειρίας (ο όρος θετικό ταυτίζεται με το καταφατικό), και
  2. Πέρα από τον κόσμο των γεγονότων υπάρχει ο κόσμος της καθαρής Λογικής και των καθαρών μαθηματικών.
Ο Θετικισμός, ως κύρια συνιστώσα της φυσικής σκέψης, είναι: λαϊκός, εγκόσμιος, αντιθεολογικός και αντιμεταφυσικός –απόρριψη της Μεταφυσικής–, με αυστηρή εμμονή στη μαρτυρία της παρατήρησης και της εμπειρίας – γνώση και πείραμα.
Τελικά, ο Θετικισμός, απορρίπτοντας τη Μεταφυσική, βοήθησε να ξεπεραστούν προκαταλήψεις του παρελθόντος και προώθησε την ανάπτυξη της λογικής φυσικής σκέψης. Σε μια θετικιστική θέα του κόσμου, η επιστήμη θεωρείται ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια και να κατανοήσουμε τον κόσμο όσο το δυνατόν καλύτερα ούτως ώστε να καταφέρουμε είτε να τον προβλέψουμε είτε να τον αλλάξουμε (Ε. Θεοδοσίου, Η Φιλοσοφία της Φυσικής, 2009, σελ. 94).
Από ότι φαίνεται όλη η ανάλυσή μας αναφέρεται στη Δυτική Εκκλησία, τον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Η Ορθοδοξία, όπως άλλωστε αναφέρει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Θεολογική Σχολή Γ.Ν. Φίλιας, δεν έχει εμπλακεί σ’ αυτή την αντιπαλότητα: Στην ορθόδοξη παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας δεν μπορούν να αναπτυχθούν οι δύο «ακρότητες» που χαρακτηρίζουν τη θεώρηση των λειτουργημάτων στη δυτική χριστιανική παράδοση: τον κληρικαλισμλό του Ρωμαιοκαθολικισμού και τη «λαοκρατία» των προτεσταντικών ομολογιών…. Η Ορθοδοξία δεν γνώρισε ποτέ καταστάσεις όπως εκείνη του μεσαιωνικού Χριστιανισμού, όταν η είσοδος στις τάξεις του κλήρου εθεωρείτο αντίστοιχης σημασίας με την είσοδο στο μηχανισμό της κρατικής εξουσίας (Εφημέριος, τεύχος 7, 2009, σελ. 7-8).

Βιβλιογραφία
Holy Bible: The Gideons International. Ed. 1979.
Θεοδοσίου Στράτος, Η Φιλοσοφία της Φυσικής – Από τον Καρτέσιο στη θεωρία των Πάντων. Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2008.
Θεοδοσίου Στράτος και Δανέζης Μάνος, Η Οδύσσεια των ημερολογίων – Αναζητώντας τις ρίζες της γνώσης, Α΄ τόμος, Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 1996, σελ. 126.
Koyré Alexandre, From the Closed World to the Infinite Universe, Johns Hopkins University Press, Baltimore 1957, Reprint Harper Torch books, New York 1958.
Koyré Alexandre, The Astronomical Revolution: Copernicus-Kepler-Borelli. First ed. (in French), 1961.
Koyré Alexandre, Ο δυτικός πολιτισμός – Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής (μετ. Βασίλης Κάλφας – Ζήσης Σαρίκας). Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1991.
Kuhn Thomas S., The Structure of the Scientific Revolutions, 2nd ed. University of Chicago Press, Chicago 1983.
Kuhn Thomas S., H δομή των επιστημονικών επαναστάσεων. Μετ. Γ. Γεωργακόπουλος – Β. Κάλφας. ΄Εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη 1981.
Popper Karl Raimund, Logik der Forschung, Spinger, Vienna 1934.
Παλαιά Διαθήκη. Έκδοση Αδελφότητας Θεολόγων η «Ζωή». Υπό Ιωάννου Θ. Κολιτσάρα. Έκδοση δεύτερη. Αθήνα 1987.
Popper Karl Raimund, The Logic of Scientific Discovery, by Mohr Siebeck, Routledge Series, Taylor and Francis group Ltd, 1959.
Popper Karl Raimund, Gonjectures and Refutations, 1st ed. 1963, Reprinted Routledge Series, Taylor and Francis group Ltd, 2004.
Russell Bertrand, A History of Western Philosophy, George Allen and Unwin Ltd, London 1946.
Russell Bertrand, A History of Western Philosophy, Simon and Schuster, Inc., 1972
Tρεμπέλα, Π. N., Η Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας. Τόμος Α΄ (Ψαλμοί), Έκδοση Αδελφότητας Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι, Απρίλιος 1976.
Φίλιας, Γ.Ν., Εκκλησία και λειτουργήματα, Εφημέριος, τεύχος 58, έτος 7ο, Εκδόσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα Σεπτέμβριος 2009, σελ. 5-8.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά