Πέμπτη, Αυγούστου 11, 2011

Ὁ Πανταρώτας

Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος


Ναυτικὸν διήγημα



Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος διὰ νὰ πηδήσῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του.

Καλὰ ποὺ εὑρέθη κι αὐτὸ τὸ ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαιος, διὰ νὰ θαλασσοπνίγεται καὶ πορίζηται τὰ πρὸς τὸ ζῆν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Ἦτο πτωχός, πάμπτωχος. Τόσα χρόνια ποὺ ἐγύριζε στὴν ξενιτειὰ κ’ ἐταξίδευε μὲ ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπὴν δὲν εἶχεν ἰδεῖ. Παραπάνω ἀπὸ λοστρόμος, δὲν κατώρθωσε νὰ φθάσῃ. Ἄλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, ἀπέκτησαν σκοῦνες καὶ βρίκια, καὶ δύο-τρεῖς μάλιστα εὑρίσκοντο, τὸ-σήμερο, μὲ μπάρκα. Κι αὐτὸς δὲν εἶχε τὸ-σήμερο, οὐδ’ ἕνα κότερο, μόνον ἦτον ἠναγκασμένος μ’ αὐτὴν τὴν παλιόβαρκα ν’ ἀγωνίζεται νὰ πορισθῇ τὸν ἄρτον τῆς οἰκογενείας του. Καὶ εἶχεν οἴκοι δύο «ἀδύνατα μέρη», ἐν ὥρᾳ γάμου, καὶ οἱ γαμβροί, κατάλαβες, τὸ-σήμερο, γυρεύουν πολλά. Σπίτι, ἀμπέλι, ἐλαιῶνα, παλιοχώραφα, τὰ χρειαζούμενα τοῦ σπιτιοῦ ὅλα, καὶ τὸ μέτρημα χωριστά.

Μήπως εἶχε, τοὐλάχιστον, βοήθειαν ἀπὸ κανένα; Ἐκ τῶν δύο υἱῶν του ὁ νεώτερος ὁ Δημήτρης, καλή του ὥρα, ὑπηρετοῦσε, ἂς εἶχε ζωή, εἰς τὸ Βασιλικὸν Ναυτικόν. Καλὰ ναυτικὰ ἤθελε μάθει! Ὁ ἄλλος, ὁ Ἀποστόλης ὁ μεγαλύτερος, ἔλειπε χρόνια εἰς τοὺς ὠκεανούς. «Οὔτε γράμμα οὔτε ἀπηλογιά». Πρὸ τριῶν ἐτῶν εἶχε μάθει ὅτι ἦτο μὲ ἓν ἀγγλικὸν ἀτμόπλοιον ναύτης, καὶ ὅτι περνοῦσε γιὰ Ἰταλός. Ἂς πᾷ-νὰ περνοῦσε καὶ γιὰ Σκλαβοῦνος! Αὐτὸς διάφορο δὲν εἶχε.

Ὡς ὁ κατάδικος εἰς τὸ ἰκρίωμά του, ὡς ὁ κοχλίας εἰς τὸ κέλυφός του, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἦτο προσηλωμένος εἰς τὴν λέμβον του. Ἐταξίδευε μεταξὺ Μιτζέλας, Στυλίδος, Λιχάδος, Ὠρεῶν καὶ Αἰδηψοῦ. Διεπόρθμευε κάτι μικρὰ ἐμπορεύματα, σπανίως ἐπιβάτας. Ἅπαξ τοῦ μηνὸς κατέπλεεν εἰς τὴν χθαμαλὴν εὐλίμενον νῆσόν του, διὰ νὰ φέρῃ ἐξοικονόμησιν εἰς τὴν γριὰ καὶ εἰς τὰς δύο κόρας του.

Τὸ πάλαι εἶχε σύντροφον εἰς τὴν λέμβον τὸν γερο-Σαλαμάστρα (καλὰ ποὺ ηὗρε συμπλωτῆρα ἀρκετὰ ριψοκίνδυνον)· ἀλλ’ ὁ γερο-Σαλαμάστρας δὲν ἦτο εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸ μερδικό, ἐγόγγυζεν ἀπαύστως καὶ μίαν πρωίαν τοῦ ἔφυγε καὶ τὸν ἄφησε «μὲς στὴ μέση». Ὕστερον, «ἀπὸ φεγγάρι σὲ φεγγάρι» εἶχεν ἐνίοτε τὸν μπαρμπα-γιάννην τὸν Λαλούμενον. Ἀλλ’ ὁ μπαρμπα-Γιάννης ὁ Λαλούμενος συνήθειαν εἶχε, τὴν ἡμέραν τοῦ ἀπόπλου, νὰ συμπίνῃ μὲ τοὺς φίλους, καὶ οὐχὶ σπανίως τὸ ταξίδι ἀνεβάλλετο ἐξ αἰτίας του, ἢ ὁ ναῦλος ἐναυάγει ἐξ ὁλοκλήρου. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀποπέμψῃ.

Τελευταῖον καὶ μόνιμον σύντροφον προσέλαβε τὸν Γιάννην τὸν Πανταρώτα.


***


Τί περίφημος ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας! Ἠδύνατό τις νὰ τὸν ὀνομάσῃ καὶ γιάννην Ἄπιαστον. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης μάλιστα τὸν ἐναυτολόγει ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ἰωαννίδης». Ὑπελόγιζεν ὅτι, ἂν ὑπάρχουσιν ἀνὰ τὸν ἑλληνικὸν κόσμον ἑκατὸν χιλιάδες ἔγγαμοι γιάννηδες καὶ γιάνναιναι χῆραι, θὰ εἶναι, κατὰ μέσον ὅρον, διακόσιαι πενῆντα ἢ τριακόσιαι χιλιάδες Ἰωαννίδαι. Καὶ μετὰ τρεῖς γενεάς, ὅτε (ἂν περισωθῇ τὸ ἑλληνικὸν γένος) τὰ εἰς ιδης καὶ αδης θ’ ἀπαντῶνται μόνον εἰς τὰ ἡρωικο- κωμικὰ ἐπύλλια, τίς θὰ εὑρεθῇ ν ̓ ἀνησυχήσῃ ἂν οἱ ζήσαντες Ἰωαννίδαι ἦσαν σωστοὶ τριακόσιαι χιλιάδες ἢ τριακόσιαι χιλιάδες καὶ εἷς;

Τὸ ἀληθὲς εἶναι, ὅτι ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς ἔτρεφε μεγάλην στοργὴν πρὸς τὸν συμπλωτῆρά του, τὸν Πανταρώταν. Δὲν ἐμερίμνα τόσον περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἂν θ’ ἀξιωθῇ νὰ λάβῃ σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ναυτικὸν Ἀπομαχικὸν Ταμεῖον, ὅσον περὶ τοῦ συντρόφου του. Ἐκεῖ ποὺ ἔπλεεν ἀπὸ κάβον εἰς κάβον, ἀπὸ αἰγιαλὸν εἰς αἰγιαλόν, ἵστατο μίαν στιγμήν, ἄφηνε τὴν κώπην, ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ μέτωπον, κ’ ἔλεγε:

― Τὸ ἐλάχιστο, αὐτὸς ὁ Ἰωαννίδης δὲ θὰ πάρῃ τίποτε σύνταξη; Τὸν ναυτολογῶ ταχτικά! Τίποτε δὲν τοῦ λείπει. Τὰ χαρτιά του εἶναι σωστά. Ἐγώ, ἂς κουρεύωμαι!

Καὶ στρεφόμενος πρὸς μεσημβρίαν ἔκαμνε λίαν ἐκφραστικὴν χειρονομίαν, μὲ τὸν ἀντίχειρα καὶ μὲ τὸν δείκτην λέγων:

―Ὅρσε, κουβέρνο!


***


Καὶ οὐχ ἧττον ὑπέφερε πολλὰ διὰ νὰ «τὸν περάσῃ στὰ χαρτιὰ» αὐτὸν τὸν γιάννη τὸν Πανταρώτα. Οἱ λιμενικοὶ ὑπάλληλοι μάλιστα «τοῦ ἔψηναν τὸ ψάρι στὰ χείλη». Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ ἐξακουσμένος σύντροφός του ἦτο ἐν διηνεκεῖ ἀπουσίᾳ. Οἱ ἁλιεῖς, οἱ συναντῶντες τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην παραπλέοντα τὰς ἀκτάς, ἐνίοτε καὶ οἱ αἰπόλοι, οἱ ὁδηγοῦντες τὰς αἶγάς των εἰς τὸν αἰγιαλόν, «διὰ ν’ ἁρμυρίσουν», τὸν ἠρώτων:

― Ποῦ εἶν’ ὁ σύντροφός σου; Μοναχός σου ἀρμενίζεις;

― Πάει ν’ ἀγοράσῃ ψωμιά, ἀπήντα ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Τώρα τὸν περιμένω νὰ γυρίσῃ.

Κ’ ἐνῷ ἔλεγεν ὅτι τὸν περιμένει, ἐξηκολούθει οὐδὲν ἧττον νὰ πλέῃ.

Οἱ ἐπιστάται τῶν λιμένων, οἱ ὑγειονομικοὶ φύλακες καὶ οἱ τελωνοσταθμάρχαι ἦσαν τὰ φόβητρα τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη.

Ἐπαρουσιάζετο πάντοτε μόνος του, εἰς τὸν ὑγειονομικὸν ἢ λιμενικὸν σταθμόν, διὰ «νὰ βγάλῃ τὰ χαρτιά».

― Ποιὸς εἶν’ ὁ σύντροφός σου;

―Ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας. (Ἀλλαχοῦ ἔλεγεν ὁ Ἰωαννίδης.)

― Καὶ ποῦ εἶν’ αὐτὸς ὁ γιάννης ὁ Πανταρώτας; ― Μὲ καρτερεῖ στὴ βάρκα. ― Πῶς δὲν τὸν παρουσιάζεις ποτέ; ―Ὁλημέρα στὴν πιάτσα βρίσκεται. Ἀδειάζει ἀπ’ τὸ μεθύσι; ― Κ’ ἐμπιστεύεσαι σὺ νὰ ταξιδεύῃς μὲ μέθυσον. ― Τὸν ἔχω διὰ τὸν τύπο, ἐπειδὴ ἔτσι τὸ θέλει ὁ νόμος.

Ἐγὼ ἀξίζω γιὰ δυό.

Καὶ ὁ λιμενικὸς ὑπάλληλος ἐφόρει τὰ γυαλιά του καὶ τοῦ ἔδιδε «τὰ χαρτιά».

Εἷς ὅμως ὑπάλληλος ἦτον πολὺ πονηρός, καὶ τὸν εἶχε καταλάβει.

Φαίνεται νὰ ἦτον «Μωραΐτης». Ἀλλ’ ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ταχέως τὸν ἀφώπλισε. Ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας ἔκρυπτε πάντοτε μίαν τσότραν γεμάτην, ἢ καὶ δαμεζάναν ὁλόκληρον, τοῦ εὑρίσκοντο δὲ καὶ κάτι ὀρεκτικὰ ἐδέσματα τῆς πατρίδος του. Μὲ μισὴ ἀστακοουρά, μὲ κανὲν καπνιστὸ κεφαλόπουλο τῆς λίμνης, μὲ ὀλίγον αὐγοτάραχον, μ’ ἕνα ἔγχελυν ἁλατισμένον, ὅλα προϊόντα τῆς μικρᾶς ὡραίας νήσου, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἔκαμνε τὴ δουλειά του.

Εἷς ἄλλος ὅμως ἦτο σκληρός. Ἦτο ὀλιγώτερον τρεπτὸς ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους θεούς, καὶ ἂς τοὺς εἶχε σχεδὸν πατριώτας. Ἦτο «Αὐστριακός, χειρότερος ἀπὸ Τοῦρκον», κ’ ἔτυχε νὰ γίνῃ ὑπάλληλος εἰς τὴν ἐλευθέραν Ἑλλάδα. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὸν καταφέρῃ. Ἠναγκάσθη νὰ παύσῃ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸν σταθμὸν ἐκεῖνον τῆς Στερεᾶς.


***


Μίαν φορὰν ὅμως «τὰ ἔφερε σκοῦρα». Εὑρέθη εἰς τὸ πέλαγος, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Εὐβοϊκοῦ στενοῦ, εἰς ἴσην ἀπὸ τῆς ἠπείρου καὶ ἀπὸ τῆς νήσου ἀπόστασιν. Ἤρχετο ἀπὸ τοὺς Ὠρεοὺς κ’ ἔπλεε διὰ τὸ Θρόνιον. Εἶχε μικρὸν φορτίον ἀπὸ στάμνες καὶ κανάτια, καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα βαρέλια ἐντοπίων μικρῶν ἀφύων. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἦτο ἀμέριμνος ὡς πάντοτε, κ’ ἐκάθητο εἰς τὴν πρύμνην κυβερνῶν τὸ σκάφος καὶ ἰθύνων τὸ ἱστίον.

Δὲν ἦτο ἀνάγκη τώρα νὰ κάμῃ τὴν τέχνην τὴν ὁποίαν ἐσυνήθιζεν ἄλλοτε. Νὰ καθίσῃ δηλαδὴ εἰς τὸ κύτος τῆς λέμβου, παρὰ τὸν ἱστόν, νὰ προσδέσῃ τὴν σκότα καὶ τὸν οἴακα διὰ διπλῶν σχοινίων, καὶ νὰ χειρίζηται ἀόρατος, ἀπὸ τοῦ κύτους, φλόκον, ἱστίον καὶ πηδάλιον, μὲ μία χεριά.

Ἐνίοτε μάλιστα ἐνησμενίζετο νὰ τὸ κάμνῃ ὁσάκις εἶχεν, ὅπερ σπάνιον, κανένα χερσαῖον ἐπιβάτην, τὸν ὁποῖον ὑπεχρέου νὰ καθίσῃ παρὰ τὸ πηδάλιον, ὅταν διήρχοντο πλησίον παραθαλασσίου χωρίου. Καὶ ἀπὸ τῆς ξηρᾶς ἔβλεπον τότε πρᾶγμα ἀπίστευτον, φουστανελὰν κυβερνῶντα τὴν λέμβον.

Τὴν φορὰν ὅμως ταύτην δὲν εἶχεν ἐπιβάτην κανένα χερσαῖον.

Αἴφνης βλέπει βασιλικὸν πλοῖον ἐρχόμενον ἀντίπρῳρα αὐτοῦ.

Ἦτο ἡ «Σαλαμινία» πιθανῶς. Ἴσως νὰ ἦτο καὶ ἡ «Πληξαύρα» ἢ ἡ «Ἀφρόεσσα».

Ἂν εἶχε κανένα ἐπιβάτην, ἂς ἦτο καὶ φουστανελάς, θὰ τὸν ὑπεχρέου νὰ μεταμφιεσθῇ εἰς ναύτην, νὰ φορέσῃ τὰ παλιὰ ἀμπαδίτικα τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν πρῷραν διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον.

Ἀλλ’ ἐπιβάτην, εἴπομεν, δὲν εἶχε. Τί νὰ κάμῃ; Σηκώνεται, λαμβάνει τὸ ἓν τῶν ζυγῶν, ἐφ’ ὧν καθέζονται οἱ ἐρέται, τὸ ἀνορθοῖ, ἐβγάζει ἕνα σκαλμόν, τὸν προσδένει διὰ τοῦ τροπωτῆρος σταυροειδῶς ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ.

Κύπτει ὑπὸ τὴν πρῷραν, ἀναζητεῖ τὰ παλαιὰ ράκη του, ἐνδύει τὸ διπλοῦν ξύλον μὲ μίαν κάπαν, τῆς ὁποίας τὰ μανίκια ἐκρέμαντο σπαρακτικῶς περὶ τὰς δύο ἄκρας τοῦ σκαλμοῦ.

Ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὀρθοῦ ξύλου θέτει ἕνα ναυτικὸν κοῦκον, τὸν ὁποῖον εἶχεν, ἀφ’ οὗ χρόνου ἐταξίδευε μὲ τὰ ξένα πλοῖα εἰς Ἰταλίαν καὶ εἰς τὸν Ἀδρίαν.

Διὰ νὰ σταθῇ ὁπωσοῦν ὁ κοῦκος, τὸν περιδένει ὁλόγυρα μὲ τὸ κίτρινον ζωνάρι του, ὡς σαρίκι.

― Εἶναι σωστὸ σκιάζουρο, ἐψιθύρισεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης.

Καὶ ἔστησε τὸ αὐτοσχέδιον τοῦτο ἀνδρείκελον ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ τῆς πρῴρας, μὲ τὴν βάσιν κάτω εἰς τὸ κύτος, ἐκεῖθεν τοῦ κολπουμένου ἱστίου.

Ἔβαλε καὶ τὴν μίαν κώπην ἐγκάρσιον, οἱονεὶ εἰς ἀνάπαυσιν ἐπὶ τῶν γονάτων τοῦ ἀνδρεικέλου, μὲ τὸ πτερύγιον ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν!

Ὀλίγα λεπτὰ ἀκόμη, καὶ τὰ δύο ἀντίπρῳρα πλοῖα συνηντήθησαν.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὕψωσε τὴν σημαίαν, ἐμετρίασε τὸν δρόμον, καὶ ἀπέδωκε τὰς τιμάς.

Ὁ κελευστὴς τῆς βασιλικῆς ἡμιολίας, ὅστις ἐγνώριζε τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ θαυμάσῃ τὴν εὐχειρίαν καὶ τὴν ρᾳστώνην μεθ’ ἧς ἔπλεε.

― Μπράβο καπετὰν Ἀλέξη, τῷ ἔκραξεν, εἶσαι πολὺ σβέλτος.

― Ἀλήθεια, ἀπήντησεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης... καὶ μάλιστα ὁ σύντροφός μου.


***


Τούτων ἕνεκα, μεγάλης χαρᾶς ἦτο ἀφορμὴ διὰ τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ὅταν κατώρθωνε «στὴ χάση καὶ στὴ φέξη» νὰ ἔχῃ κανένα ἐπιβάτην, τὸν ὁποῖον, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ περάσῃ ὡς τὸν περίφημον γιάννη τὸν Πανταρώτα. Ἀλλὰ ποῦ ἐπιβάτης; Ποῖος ἐτόλμα νὰ πατήσῃ τὸν πόδα εἰς τὴν παλιόβαρκα;

Μίαν φορὰν εὐτύχησε νὰ ἐπιβιβάσῃ ἀπὸ μίαν ἀκρογιαλιὰν τῆς Λοκρίδος ἕνα κάποιον ὀρεινόν, ὅστις ἤθελε νὰ περάσῃ ἀντικρύ, εἰς τὴν Εὔβοιαν.

Ἀλλ’ ἴσως ἦτο ἡ πρώτη φορά, καθ’ ἣν οὗτος ἐπάτησε τὸν πόδα εἰς πλοῖον ἐν γένει. Μόλις ἐκάθισε παρὰ τὴν πρύμνην, μὲ τὴν σκούφιαν του ἴσα μὲ τὸ αὐτί, μὲ τὸν στριμμένον μύστακά του, μὲ τὰ τουζλούκια του, εἰς μέρος, ὅπου ἐδιαναστοῦσεν ἡ βάρκα, καὶ ὅπου ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης εἶχε διπλαρώσει τὴν βάρκα ἐπίτηδες, διὰ νὰ τὸν παραλάβῃ, καὶ ἀμέσως, πρὶν λύσῃ ὁ ναύτης τὰ ἀπόγεια, πρὶν ἡ λέμβος σαλεύσῃ ἀκόμη, διότι ἦτο γαλήνη, ὁ ἐπιβάτης ἤρχισε νὰ πιάνεται ἀπὸ τὸν σκαλμόν, ἀπὸ τὴν κωπαστήν, ἀπὸ τὸν ὦμον τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη, ἀπὸ ὅ,τι εὕρισκε.

― Τί ἔχεις; εἶπεν ὁ κυβερνήτης· κάμε ἥσυχα, μὴ φοβᾶσαι.

Καὶ ἤρχισε ν’ ἀνασπᾷ τὴν ἄγκυραν. Ἀλλ’ ὁ ἐπιβάτης δὲν ἦτο καλά! Εἶχε κύψει εἰς τὸ κύτος, κ’ ἐζήτει νὰ κρατηθῇ ἀπὸ τὰς ἐξοχὰς τῶν στραβοξύλων, ἀπὸ τὰ ἐσωτερικὰ φατνώματα.

Ἡ λέμβος ἐκινήθη.

―Ἔχε ἔννοια, εἶπεν ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης, τώρα θὰ λύσω τὸ πανί.

Ὁ ἐπιβάτης ἐκυρτώθη, ἔγινε κουβάρι. Ἐκρατεῖτο σπασμωδικῶς ἀπὸ τὸ πρυμναῖον ζυγόν, ἀπὸ τὸν θριγκὸν τῆς πρύμνης.

― Βγάλε με! Βγάλε με! ἐκραύγασε. ― Τί ἔπαθες, βρὲ ἄνθρωπε, σὲ καλό σου! ― Βγάλε με ὄξου, δὲν μποροῦ. Δὲν μποροῦ τὴν φευ γάλα τς βάρκας. Τὸ σκάφος ἐσάλευσεν ὀλίγον τι.

― Μὴ φοβᾶσαι, δὲν εἶναι φουρτούνα. Μπονάτσα κάλμα. ― Βγάλε με ὄξου, σ’ λένε. Τί μ’ κρένεις αὐτοῦ; ― Τώρα λιγάκι κ’ ἐφθάσαμε. Κάμε τὸ σταυρό σου.

Τράβα μιὰ ρακιά. ― Χοντρὲς καληῶρις μ’ κρένεις, βλέπου; Καὶ μὲ τὸν ἕνα γρόνθον ἐφοβέριζε τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ἐνῷ μὲ τὸν ἄλλον ἐκρατεῖτο σπασμωδικῶς ἀπὸ τὴν κωπαστήν.

Ὁ γηραιὸς ναυτικὸς ἔδωκε τόπον τῇ ὀργῇ. Ἠναγκάσθη νὰ προσεγγίσῃ ὀπίσω εἰς τὴν ξηρὰν καὶ νὰ τὸν ἀποβιβάσῃ.

Μόλις ἐπάτησεν εἰς τὰ ἅγια χώματα, ὁ ὀρεινός, ἀπεμακρύνθη ὀλίγα βήματα, καὶ στραφεὶς κατὰ τὸν αἰγιαλόν, ἐστάθη μεταξὺ ἑνὸς βράχου κ’ ἑνὸς θάμνου, καὶ προσβλέψας βλοσυρῶς πρὸς τὸν μπάρμπ’ Ἀλέξην, ὅστις ἀπεμακρύνετο σιωπηλὸς ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, ἐπρότεινε καὶ τοὺς δύο γρόνθους τὴν φορὰν ταύτην, σείων ἀπειλη- τικῶς τὴν κεφαλὴν καὶ κράζων:

― Ἄχ! καραβά. Ἄχ! βρὲ καραβά. Ἄχ! μωρὲ καραβά!


***


Ἂν καὶ συνήθως ἐθήρευε τοὺς ἐπιβάτας, ὅπου τοὺς εὕρισκεν, ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἅπαξ εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην ν’ ἀποποιηθῇ νὰ παραλάβῃ ἐπιβάτην εἰς τὴν μικρὰν ὑπόσαθρον σκάφην του. Ἰδοὺ πῶς:

Ἦτο κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας τοῦ ἔτους 1870. Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἡτοιμάζετο ν’ ἀποπλεύσῃ ἔκ τινος ἐρήμου ἀκτῆς τῆς Φωκίδος, μελετῶν, ἂν δὲν εὕρῃ ἐν τῷ μεταξὺ κανένα ναῦλον, ν’ ἀπέλθῃ εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν του.

― Χειμῶνα, καλοκαίρι, ὣς τόσο, δὲ θὰ ξαποστάσω μιὰ φορὰ κ’ ἐγώ! Καλότυχοι εἶναι ὁ Καπετὰν Φραγκούλης, ὁ γιαλόξυλος, ὁ καπετὰν Θανασός, ὁ Ζευγαρωμένος, ὁ καπετὰν γιαννάκος, ὁ Ἔρωτας! Ἅμα μεσάσῃ ὁ Τρυγητὴς ὁ μήνας, ἔρχονται καὶ δένουν τὰ καραβάκια τους ἀπὸ τὴν Κολώνα τῆς πιάτσας, καὶ τραβοῦν φαῒ καὶ ὕπνο ποὺ πάει ἀντάρα καὶ καπνός!

Ἦτο περὶ τὴν ἑσπερινὴν ἀμφιλύκην, εἶχεν ἀρχίσει νὰ νυχτώνῃ.

Δὲν ἐφοβεῖτο νὰ πλέῃ καὶ διὰ νυκτὸς εἰς τόσον γνωστὰ πελάγη. Ἐκαυχᾶτο ὅτι «κ’ οἱ ξέρες καὶ τὰ γκρίφια τὸν ἐγνώριζαν».

Ἡτοιμάζετο ν’ ἀνασπάσῃ τὴν ἄγκυραν.

Τὰ νερὰ εἰς τὸν ὅρμον ἐκεῖνον ἦσαν ρηχά, «δὲν ἐδιαναστοῦσεν ἡ βάρκα».

Ἦτο ἀραγμένος μέχρι βολῆς τουφεκίου ἀπὸ τῆς ξηρᾶς.

Ἐκεῖ βλέπει κάτι τι κ’ ἔλαμψεν ἔξω ἐπί τινος βράχου τῆς παραλίας. Αὐτὸ δὲ τὸ λάμψαν ἔλαμψεν ἐπί τινος λίαν ἀμαυροῦ, λίαν θαμβοῦ.

Μὲ ὅλον τὸ ἐπικρεμάμενον ἤδη σκότος, ἡ ἀμαυρότης ἐφαίνετο δεσπόζουσα τοῦ σκότους.

Ἀκούει μίαν φωνήν, φωνὴν λίαν ἐπιτακτικὴν καὶ τραχεῖαν.

― Βρέ, καραβά!

Προσηλοῖ τὰ ὄμματα, διαστέλλων ὑπερβολικῶς αὐτά, ὅπως διακρίνῃ ἐν μέσῳ τοῦ λυκόφωτος.

Μεταξὺ δύο βράχων, εἰς μέρος, ὅπου ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, γνωστὸν αὐτῷ, δι’ οὗ ἀνερριχᾶτό τις εἰς τὴν γυμνὴν καὶ ἀπόκρημνον ἀκτήν, βλέπει δύο ἄνδρας ἱσταμένους. Ἦσαν ἔνοπλοι, καὶ τὰ τουφέκια καὶ τὰ πιστόλιά των ἔστιλβον ἐπὶ τῆς λερῆς περιβολῆς των.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἐφοβήθη μέγαν φόβον. Οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν ἀμφέβαλεν ὅτι ἦσαν λῃσταί.

Ἀκούει δευτέραν φωνήν: ―Ἔ! καραβά! ἔλα γλήγορα νὰ μᾶς πάρῃς. ― Τώρα, τώρα! ἀπήντησε μηχανικῶς ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης. Καὶ ἀφοῦ ἀνέσυρε τὴν ἄγκυραν, ἔλαβε τὰς κώπας.

Ἀλλ’ ἀντὶ νὰ ἐλαύνῃ πρὸς τὴν ξηράν, ἐχαμήλωσεν τὴν ράχιν του, ἔκρυψε τὴν κεφαλήν του ἐντὸς τοῦ κύτους, γενόμενος ἀόρατος ἀπὸ τῆς ἀκτῆς, καὶ μὲ τὰς χεῖρας ἢ μὲ τοὺς πόδας ὅπως ἠδύνατο, ἤρχισε νὰ ἐλαύνῃ πρὸς τὸ πέλαγος.

Οἱ δύο ἀπὸ τῆς ξηρᾶς ἰδόντες τὸν δόλον, ἤρχισαν νὰ τὸν καταρῶνται καὶ νὰ τὸν ὑβρίζωσι μὲ τὰ φαυλότατα τῶν ἐπιθέτων.

Ἀλλ’ ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ἠδιαφόρει. Ἐφοβεῖτο νὰ ἔλθῃ εἰς ἐπαφὴν μὲ τοιούτους φοβεροὺς τὴν ὄψιν ἀνθρώπους. Καὶ πλουσίαν ἀμοιβὴν ἂν τοῦ ἔταζον, δὲν θὰ τοὺς ἐδέχετο ποτὲ εἰς τὴν λέμβον.

Ἠκούσθη μία τουφεκιά.

Ἡ βολὴ συρίξασα ἐκτύπησεν εἰς τὸ πηδάλιον τῆς λέμβου.

Δευτέρα τουφεκιὰ βροντώδης ἀντήχησεν.

Τὸ βόλι ηὐλάκωσε τὸ κῦμα, καὶ βυθισθὲν ἐχάθη εἰς τὸν μέλανα πόντον.

Ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης, ἐξακολουθῶν νὰ ἐλαύνῃ, ἦτο ἐκτὸς βολῆς ἤδη.

Ὅταν ἀπεμακρύνθη ἀρκετὰ ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἀνωρθώθη περίτρομος ἀκόμη, καὶ ἤρχισε νὰ ψηλαφᾷ τὰ μέλη του.

―Ὤ! διάβολε! ἄλτρος κάβος κονταρέμους. Καὶ προσέθηκεν: ―Ὣς τόσο, καλὰ ποὺ τὴν ἐγλύτωσα. Πῶς θὰ χαρῇ ἡ καημένη ἡ γριά!


***


Εἴτε φαντασιώδης ἦτο ὁ κίνδυνος εἴτε πραγματικός, τοῦ μπάρμπ’ Ἀλέξη τοῦ ἐφάνη ὅτι «ἐξαναγεννήθη». Ἐν τούτοις δὲν ἦτο ἀπίθανον νὰ ἦσαν καὶ λῃσταὶ οἱ δύο ἐκεῖνοι ἄνθρωποι. Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, εἶχε γίνει ἐν Ἑλλάδι σπουδαία καὶ ἀποτελεσματικὴ ἐργασία πρὸς ἐξάλειψιν τῆς λῃστείας, ὅθεν οἱ τρεῖς ἢ τέσσαρες ἀρχηγοὶ τῶν τότε ἰσαρίθμων κομμάτων, συνασπισθέντες, ὡς νὰ ἦσαν ἐκδικηταὶ τῶν προγεγραμμένων, ἐκρήμνισαν παταγωδῶς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τὸ ἔκφυλον ὑπουργεῖον.

Ἴσως οἱ δύο οὗτοι φυγάδες, ἂν ἦσαν πράγματι λῃσταί, νὰ ἦσαν τὰ τελευταῖα λείψανα καταστραφείσης τινὸς συμμορίας.


***


Καὶ ὅμως ὁ γηραιὸς ναύτης, ἂν ἐσώθη ἀπὸ ἀληθεῖς λῃστάς, δὲν ἐφυλάχθη ὅμως καὶ ἀπὸ κοινοὺς κλέπτας. Εἰς μίαν ἄλλην ἀκρογιαλιὰν εἶχε προσορμισθῆ μίαν ἡμέραν. Ὁ σταθμὸς ὁ λιμενικός, ὅπου ὤφειλε «ν’ ἀλλάξῃ τὰ χαρτιά του», ἀπεῖχεν ἐκεῖθεν ἡμισείας ὥρας ὁδόν. Τώρα, ἐὰν εἶχε σύντροφον ἄλλον τινὰ παρὰ τὸν Πανταρώταν, ὅστις διετέλει ἐν διηνεκεῖ ἀπουσίᾳ, θὰ τὸν ἄφηνε νὰ φυλάγῃ τὴν βάρκα, καὶ δὲν θὰ τὴν ἄφηνεν ἔρημην καὶ ὀρφανήν. Καὶ ἂν δὲν τὴν ἄφηνεν ἔρημην καὶ ὀρφανήν, δὲν θὰ
ἤρχοντο ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του κλέπται, νὰ τοῦ πάρουν ὅ,τι εἶχε καὶ ὅ,τι δὲν εἶχε.

Τοῦτο δὲ ἀκριβῶς συνέβη.

Οἱ κλέπται ἐμβῆκαν μέσα ὡς καλοὶ οἰκοκυραῖοι. Τοῦ ἀφῄρεσαν τὰ πάντα, ἐνδύματα, τρόφιμα, κοντάρια, ἱστία, ὡς καὶ τὰς κώπας.

Τοῦ ἄφησαν μόνον τοὺς τροπωτῆρας καὶ τοὺς σκαλμούς.

Καὶ τοὺς μὲν σκαλμοὺς ἴσως δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τοὺς ἐβγάλουν ἀπὸ τὲς σκαλμότρυπες· οἱ δὲ τροπωτῆρες θὰ τοὺς ἔπεσαν, δι’ ἀδεξιότητα, ἀπὸ τὰς κώπας.
Τί νὰ τοὺς κάμῃ τοὺς τροπωτῆρας καὶ τοὺς σκαλμούς! Πῶς νὰ ταξιδεύσῃ χωρὶς κώπας, χωρὶς ἱστία;

.........................................

Καὶ ἔκτοτε ὁ μπάρμπ’ Ἀλέξης ὁ Καλοσκαιρὴς ὡρκίσθη νὰ μὴ παραβῇ ἐπὶ ζωῆς του τοὺς περὶ ναυτιλίας νόμους, καὶ νὰ μὴ συνταξιδεύσῃ πλέον μὲ τὸν Γιάννη τὸν Πανταρώτα.


(1891)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά