Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2011

Ευθανασία Πράξη ευσπλαχνίας ή διαχείριση θανάτου;

Γύρω από το ευαίσθητο θέμα της ευθανασίας έχουν αναπτυχθεί έντονα συγκρουόμενες απόψεις και δογματικές πεποιθήσεις σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό επίπεδο. Και αυτό καθώς η καθημερινή πρακτική χαρακτηρίζεται από τον εξής παραλογισμό: Από την μια αποτρέπεται ο θάνατος την περίοδο της μεγίστης κάμψεως των περισσότερων οργάνων, με την εφαρμογή θαυμαστών επιστημονικοτεχνικών μέσων και από την άλλη εμείς οι ίδιοι επικαλούμαστε τον θάνατο, αναζητώντας ηθικοεπιστημονικά ερείσματα ανακλήσεως των εφαρμοζόμενων μέσων ή εφαρμόζοντας θανατηφόρα μέσα υπό το πρόσχημα της ευσπλαγχνίας.
Τις τελευταίες δεκαετίες, παρακολουθούμε εμβρόντητοι ότι η κοινωνία μας κατακλύζεται από νέα ήθη, αντιλήψεις, συμπεριφορές, ιδεολογίες. Προοδευτικά, περισσότερες ιδέες, συναισθήματα, πεποιθήσεις, υπάγονται -με τις κατάλληλες φιλοσοφικές τροποποιήσεις- στην δικαιοδοσία του management· τελούν υπό διαχείριση, δηλαδή υπό χειραγώγηση. Ό,τι δεν ικανοποιεί τις ανάγκες της αδυσώπητης ηγεμονίας της αγοράς έχει υποστεί εκ βάθρων αναπεριγραφή. Από την επικαιρότητα θα διάλεγα καινοτόμους όρους, με εύγλωττες συνέπειες. Έτσι, ο όρος «εγκλήματα πολέμου» διαγράφτηκε από τα ανθρώπινα λεξιλόγια και αντικαταστάθηκε από τον πιο καθησυχαστικό, αλλά αποπροσανατολιστικό και συγχυτικό όρο «παράπλευρες απώλειες». Από δώ και πέρα, ο ιατρός δεν θα λέγεται έτσι, αλλά «πάροχος υγείας» και εφ’ όσον, τελικά, όπως δεν αποκλείεται, νομιμοποιηθεί η ενεργητική ευθανασία ή η ιατρικά υποβοηθούμενη αυτοκτονία, μπορεί να λέγεται και «πάροχος θανάτου», σε μια πλήρη ανατροπή κάθε έννοιας Λόγου. Και η υγεία, δεν θα είναι πλέον ένα δώρο που μας παραχωρείται ατελώς, συνοδευόμενο από την εντολή να το προστατεύουμε με σεβασμό, αλλά ένα αγοραίο, καταναλωτικό αγαθό· από δώ και πέρα, ο πολίτης μπορεί να είναι υγιέστερος ακριβώς όπως (και επειδή μόνο) μπορεί να είναι πλουσιότερος.
Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, και η ευθανασία να οριστεί, κατά τρόπο συμβατό με τις σύγχρονες τάσεις, πώς αλλιώς, παρά ως διαχείριση του θανάτου;
Ορισμοί
Παλαιότερα, με τον όρο «ευθανασία» οριζόταν ο καλός, ήρεμος, ακόμη και ο ηρωικός θάνατος, που εκπέμπει μηνύματα ευψυχίας, που οριοθετεί την ζωή, οι πραγματοποιήσεις της οποίας εγγράφονται στην περιωπή του συνολικά ωραίου, του συλλογικά ωφέλιμου, που μετακινούν την κοινωνία, ώστε να «σηκωθούμε ακόμη λίγο ψηλότερα». Στις σύγχρονες, όμως, πολιτικο-φιλοσοφικές συζητήσεις, στον όρο έχει προσδοθεί άλλο περιεχόμενο και ήδη χρησιμοποιείται προκειμένου να υποδειχθεί η διακοπή της «ανάξιας» να βιωθεί ζωής· «ανάξια» όχι με την έννοια που της απέδιδε ο Σωκράτης, στην απολογία του, αλλά με την μεταλλαγμένη έννοια της αποστερημένης ευδαιμονίας ζωής. Νοείται δηλαδή ως «θανάτωση από ευσπλαγχνία -mercy Killing», ένας νεωτερικός όρος που στην γλώσσα της διαχειριστικής ετερορρυθμίσεως του κοινωνικού γίγνεσθαι υπονοεί την με ή χωρίς συναίνεση ενεργητική (δηλαδή ως αποτέλεσμα θετικής ενέργειας) ή παθητική (δηλαδή ως αποτέλεσμα παραλείψεως ενέργειας) θανάτωση των βαρέως πασχόντων, για τους οποίους έχει εκλείψει κάθε ελπίδα θεραπείας και που δεν είναι εγκεφαλικά νεκροί.
Τον απαλλακτικό από τα βάσανα της ζωής θάνατο όρισε ως ευθανασία αρχικά ο Thomas Moore και, αργότερα, ο Francis Bacon. Κατά το διαμορφούμενο δίκαιο τείνει να σημαίνει «την σύντμηση της επιθανάτιας αγωνίας ενός επωδύνως πάσχοντος συνανθρώπου μας». Η σύντμηση μπορεί να επιχειρείται με την εσκεμμένη χορήγηση θανατηφόρου δόσεως φαρμάκου, με σκοπό την επίσπευση του θανάτου και διά της μεθόδου αυτής ανακούφιση του ανθρώπου από τον αφόρητο πόνο και την παράκαμψη του βασανιστικού τελικού σταδίου μιάς ανίατης ασθένειας, για λόγους οίκτου (όπως είναι η δηλούμενη αιτιολόγηση), αλλά και η περιστολή των δαπανών (όπως πιθανόν αποδειχθεί ότι είναι η υποκρυπτόμενη).
Παρά το γεγονός ότι ο Πλάτων στην Πολιτεία του υποστήριξε ότι «δεν πρέπει να νομίζουμε ότι πρέπει να θεραπεύεται αυτός που δεν μπορεί να ζεί κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες», ο Ιπποκράτης είχε ανεπιφύλακτα αφορίσει την εφαρμογή ευθανασίας, τόσο με την ενεργητική της μορφή (χορήγηση φαρμάκου ή εφαρμογή μεθόδου που να επισπεύδει τον θάνατο ασθενούς), όσο και με την παθητική της μορφή (άρνηση ιατρικής συνδρομής, ώστε η νόσος ανεξέλεγκτη να επιφέρει τον θάνατο)· είχε δε συμπεριλάβει και σαφή πρόταση στον Όρκο, που καλούσε τους ιατρούς να δώσουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους: «ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον ουδέ υφηγήσομαι συμβουλίην τοιήνδε».
Αν και φαίνεται ύποπτη και πλαστή, διάχυτη είναι σήμερα η αντίληψη ότι η Ιατρική, στην σύγχρονη, παγκόσμια λειτουργική της, είναι ένα πολύπλοκο και πανάκριβο επιστημονικο-τεχνικό σύμπλεγμα πολλαπλών δράσεων, χρεωκοπημένο επίσημα. Ένα παρακμιακό δράμα, αντιπροσωπευτικό της παγκόσμιας πολιτισμικής και θεσμικής κρίσης. Και πρέπει άμεσα να ανασκευασθεί, να αναθεωρηθεί, να καθοδηγηθεί. Ένα αφορισμένο σύστημα, το οποίο, αν και έχει ίσες πιθανότητες να αποκαταστήσει την ισορροπία του, με την συνδρομή της φιλοσοφίας ή να καταρρεύσει οριστικά, κάτω από τις αφόρητες πιέσεις των αγοραίων επιδιώξεων, δείχνει να ολισθαίνει σ’ έναν παραλογισμό. Ο παραλογισμός αναγνωρίζεται στην τείνουσα να διαμορφωθεί καθημερινή πρακτική: ενώ αποτρέπουμε τον θάνατο την περίοδο της μεγίστης κάμψεως των περισσοτέρων οργάνων, προεκτείνοντας την ζωή πέρα από οποιοδήποτε όριο ανακάμψεως, μέσα στην περιοχή του θανάτου, εφαρμόζοντας θαυμαστά επιστημονικοτεχνικά μέσα, που αυξάνουν ραγδαία το κόστος νοσηλείας, περιθάλψεως και αποκαταστάσεως, ή ενώ επιτυγχάνουμε να αναστείλουμε τον θάνατο που απειλείται από φυσικούς παράγοντες (ασθένεια, κακώσεις κ.λπ.), αργότερα τον επικαλούμεθα στην περιοχή της ζωής, αναζητώντας ηθικοεπιστημονικά ερείσματα ανακλήσεως των εφαρμοζόμενων μέσων ή εφαρμόζοντας θανατηφόρα μέσα υπό το πρόσχημα της ευσπλαχνίας. Έτσι, με την συγχυτική παρέμβαση της σύγχρονης ιατρικής, το κρεβάτι του πόνου, της αρρώστιας, της ανημποριάς γίνεται αδυσώπητα προκρούστειο.
Κοινωνικές συνιστώσες
Γύρω από το πρόβλημα της ευθανασίας έχει αναπτυχθεί ένα πλέγμα έντονα συγκρουόμενων απόψεων και δογματικών πεποιθήσεων, σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, φιλοσοφικό και θρησκευτικό επίπεδο. Η στάση της κοινωνίας απέναντι στην αρρώστια και τον θάνατο έχει τροποποιηθεί. Η υγεία θεωρείται, πλέον, «εμπορεύσιμο» αγαθό και, κατ’ επέκταση, ως ένα διαχειριζόμενο δικαίωμα, επιχειρείται να αναπεριγραφεί και ο θάνατος, ενώ η απόδοση μεγαλύτερης προσοχής στα δικαιώματα του ασθενούς και η ιατρικοποίηση του τελικού σταδίου της ανίατης παθήσεως συνεπάγονται προοδευτικά εντεινόμενη αύξηση της φορτίσεως των νοσηλευτικών ιδρυμάτων με ασθενείς χωρίς ελπίδα ιάσεως. Ουσιωδώς, η ευθανασία επιχειρείται να συμπεριληφθεί στα μέτρα οικονομικής ανακουφίσεως των συστημάτων υγείας σε συνθήκες ένδειας πόρων.
Η κοινή γνώμη διαμορφώνει προοδευτικά ευνοϊκή θέση για την αποδοχή της ενεργητικής ευθανασίας (υποβοηθούμενης αυτοκτονίας) σε επιλεγμένες περιστάσεις ανίατης νόσου, και η εκστρατεία της επανεκτιμήσεως της νομικής υποστάσεως της ευθανασίας φαίνεται ότι προοδευτικά κερδίζει έδαφος. Στο τείνον να διαμορφωθεί σύγχρονο αξιακό μας σύστημα, η υγεία εισάγεται ως απλή εκτιμήτρια καταναλωτικής προσδοκίας και η έκπτωσή της ως ανάλογη μείωση καταναλώσεως αγαθών. Αντίστοιχα κι ο θάνατος νοείται ως απλή υποστροφή των βιολογικών εντάσεων στο μηδέν, ως ανακοπή καταναλώσεως. Η σύγχρονη νοοτροπία αποδίδει ολοένα μεγαλύτερη σημασία στο οικονομικά ωφέλιμο και παραγωγικά αποδοτικό άτομο, το άτομο που συμμετέχει στην παραγωγή και στην κατανάλωση αγοραίων αγαθών, παραγκωνίζοντας τους απομάχους της ζωής. Σε αυτό το καινοφανές αξιακό σύστημα, η ονομαστική σημασία κάθε προσώπου συνεχώς ελαττώνεται με την μείωση της παραγωγικής και καταναλωτικής του αποδόσεως, ως την πλήρη περιθωριοποίησή του, όταν γεράσει και αρρωστήσει. Υπό τις διαμορφούμενες πεποιθήσεις, η σύγχρονη κοινωνία με τις καταπιεσμένες αυτοκαταστροφικές επιθυμίες της αφομοιώνει με προοδευτικά μεγαλύτερη ευχέρεια το ενδεχόμενο νομιμοποιήσεως της εκούσιας (με συναίνεση του ασθενούς) ή και ακούσιας (χωρίς προηγούμενη συναίνεση) ευθανασίας, και φαίνεται να εξοικειώνεται με λογικές πλήρους αρνήσεως της ζωής, όταν αυτή δεν ανταποκρίνεται στο ύψος των αγοραίων περιστάσεων.
Διάχυτη είναι η γνώμη ότι η σύγχρονη κοινωνία μας αναγνωρίζεται από την αδυναμία ώριμης και ψύχραιμης αντιμετωπίσεως της ανθρώπινης μοίρας, που δεν είναι άλλη από την προετοιμασία για τον θάνατο (si vis vitam para mortem), που ο Freud[1] το παράφρασε «αν θέλεις να υποφέρεις την ζωή, προετοιμάσου για τον θάνατο». Ο σύγχρονος άνθρωπος  είναι ανέτοιμος να αντιμετωπίσει τον πόνο, την αποκρουστικότητα της αρρώστιας, την παγερότητα του θανάτου. Η ανίατη αρρώστια ανατρέπει την ισορροπία μεταξύ πόνου κι ευχαριστήσεως, προς όφελος του πόνου και η ανατροπή αφορά τον ίδιο, ιδίως, τον ασθενή, το περιβάλλον του, αλλά και τον θεράποντα ιατρό του. Η πρόταση της ευθανασίας αποσκοπεί στην αποκατάσταση της χρηστικής ισορροπίας πόνου-ευχαριστήσεως, καθώς με την εφαρμογή της, το χρόνιο νόσημα (πού φθείρει διαρκώς τον ψυχισμό του ασθενούς, των συγγενών του και του ιατρικού συστήματος) τελειώνει και ο θάνατος μπαίνει στο περιθώριο της ζωής.
Οικονομική ύφεση και ευθανασία
Η νομιμοποίηση της ευθανασίας θα σήμαινε σημαντική ανακούφιση του προϋπολογισμού υγείας των αναπτυγμένων χωρών και η έξαρση της σχετικής φιλολογίας δεν αντανακλά παρά την οικονομική κατάρρευση των συστημάτων υγείας, τα οποία βλέπουν την επιβίωσή τους μέσω της δραστικής περιστολής των εξόδων τους. Έχει υπολογιστεί ότι το 28% του συνόλου των δαπανών για την υγεία, που ανέρχεται σε 75 δις δολάρια, ξοδεύονται στα κρεβάτια της εντατικής θεραπείας και των βαριά ασθενών χωρίς ελπίδα αποκαταστάσεως, όπου οι δαπάνες είναι τετραπλάσιες των κανονικών νοσηλειών και διατίθενται για να διατηρηθούν στην ζωή ασθενείς τελικού σταδίου.
Κάθε επιχείρημα, όμως, εφαρμογής της ευθανασίας για εξοικονόμηση πόρων θυμίζει την προπαγάνδα των Εθνικοσοσιαλιστών, το 1939, που εξ αιτίας της χιλιάδες ψυχικά άρρωστα άτομα οδηγήθηκαν στα κρεματόρια, προκειμένου να εξοικονομηθούν χρήματα για τα υγιή παιδιά της Γερμανίας. Το οικονομικό επιχείρημα υπέρ της ευθανασίας οδηγεί στην υποθετική ερώτηση, αν στο μέλλον τα οικονομικά μιάς κυβέρνησης δεν πηγαίνουν καλά, θα πρέπει οι ασθενείς τελικού σταδίου να λάβουν την ελάχιστη φροντίδα ή και μια δόση θανατηφόρου δηλητηρίου. Παρόμοιες σκέψεις αφαιρούν τον ανθρώπινο χαρακτήρα της ύπαρξης, αγνοούν το πρόσωπο και αντικρίζουν το άτομο σαν οικονομικό άνυσμα. Επειδή, μάλιστα, ο όρος «τελικό στάδιο» ενέχει ανεξέλεγκτους βαθμούς ερμηνευτικής ελευθερίας, εγκυμονείται ο μέγας κίνδυνος, με την πάροδο του χρόνου και τον εθισμό, ολοένα μεγαλύτερος αριθμός ασθενών να κατατάσσεται σε λίστες υποψηφίων, προκειμένου να υποστούν ευθανασία.
Η συζήτηση για την νομιμοποίηση της ευθανασίας
Η διαμάχη για την νομιμοποίηση της ευθανασίας διατηρείται στην σύγκρουση δυο απόψεων: η πρώτη που υποστηρίζει την νομιμοποίηση της εκούσιας (με συγκατάθεση του ασθενούς) ή και ακούσιας (χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση) ευθανασίας και η δεύτερη που απορρίπτει κάθε μορφή ευθανασίας.
Δεν αμφισβητείται, βέβαια, ότι το δικαίωμα της ζωής είναι αναφαίρετο, αδιαπραγμάτευτο και υποστηρίζεται απαρέγκλιτα από όλες τις παγκόσμιες κοινωνικές συνθήκες. Μερικοί υποστηρίζουν ότι στο δικαίωμα αυτό παρελκύεται και ο θάνατος, ως εκδήλωση της ζωής και, κατ’ επέκταση, κάθε άτομο διατηρεί την αυτονομία να κάνει χρήση ή να παραιτείται οποιουδήποτε δικαιώματός του, ακόμη και του δικαιώματος της ζωής, επιλέγοντας τον θάνατό του. Οι θιασώτες της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας υποστηρίζουν ότι, εάν η απαγόρευση της επιλογής της ευθανασίας είναι ορθή, τότε αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα στην ζωή είναι διατακτικό δικαίωμα. Το δικαίωμα αυτό ισοδυναμεί μ’ ένα υποχρεωτικό καθήκον, αν και αυτό δεν ισχύει στην σύγχρονη αντίληψη της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού για κάθε δικαίωμα αναγνωρίζεται η δυνατότητα παραιτήσεως του δικαιώματος αυτού. Κατ’ επέκταση, υποστηρίζουν οι θιασώτες της ευθανασίας, και εφόσον το άτομο έχει την δυνατότητα να παραιτείται από την ζωή του, πρέπει να του εξασφαλίζονται και τα μέσα να υλοποιεί αυτή την δυνατότητα. Δηλαδή η πολιτεία πρέπει να αναγνωρίζει στον ασθενή το δικαίωμα του θανάτου του και, επομένως, το δικαίωμα να ορίζει τον συντελεστή με την συνδρομή του οποίου θα υλοποιήσει την πρόθεσή του.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η απαγόρευση της ενεργητικής εθελοντικής ευθανασίας, της υποβοηθούμενης δηλαδή αυτοκτονίας, θέτει κάποια όρια και κάποιους περιορισμούς στην αυτοδιάθεση των ασθενών, που όμως είναι αναγκαίοι για την διασφάλιση της γενικότερης αρχής της προστασίας της ζωής. Η πρακτική επιχειρηματολογία εναντίον της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας αναφέρεται κυρίως στην πιθανότητα λάθους, στην επιφύλαξη για μελλοντική διάθεση οριστικής θεραπείας, στην αδυναμία αλλαγής αποφάσεως ή στην κατάχρηση της υιοθετηθείσης μεθόδου ευθανασίας.
Η αρχή της αυτοδιαθέσεως
Το επίπεδο αυτοεκτιμήσεως του κάθε ατόμου και η ευχέρειά του να επιλέγει το σχέδιο ζωής που προτιμά, καθορίζουν την ικανότητά του να προστατεύει την αξιοπρέπειά του, όντας -ο ίδιος- φορέας των βασικών διακαιωμάτων κι ελευθεριών του, διαμορφώνοντας ένα ηθικο-βιολογικό σύνολο με το οποίο ανήκει στην ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει, ασφαλώς, αμφιβολία ότι η εισβολή μιάς ανίατης και βασανιστικής αρρώστιας αναδιαμορφώνει το προσωπικό σχέδιο ζωής του ασθενούς, εισάγει νέες δυσμενείς συνθήκες στην περαιτέρω διαβίωσή του και τον καθιστά επιρρεπή σε αυτοκαταστροφικές διεξόδους, ιδιαίτερα εφόσον πρόκειται περί παθήσεως που τον καθηλώνει στο κρεβάτι, εξαρτημένο από πολύπλοκες περιποιήσεις τρίτων.
Οι θιασώτες της ευθανασίας ισχυρίζονται ότι κάθε άτομο που έχει την ικανότητα να παίρνει αποφάσεις, δεν έχει βαριά ψυχική πάθηση κι ελέγχει το σώμα του, μπορεί και πρέπει να επιλέγει ελεύθερα το πότε, πώς και με ποιό τρόπο θέλει να πεθάνει, καθώς μάλιστα αυτό δεν θίγει τα δικαιώματα άλλου ανθρώπου. Ούτε η Εκκλησία ούτε το κράτος έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν στο αναφαίρετο και αδιαπραγμάτευτο αυτό δικαίωμα του πολίτη. Οι υποστηρικτές της ευθανασίας ισχυρίζονται ότι η μή νομιμοποίησή της αποτελεί κατάφορη παραβίαση της ελευθερίας του ατόμου, ακόμη και της επιλογής τους να φονευθούν. Η απαγόρευσή της είναι μορφή τυραννίας. Επομένως, αναφορικά με τις απαιτήσεις νομιμοποιήσεως, η μόνη προϋπόθεση που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη είναι η επιθυμία του ασθενούς και η ελευθερία της επιλογής, που βασίζεται στην προσωπική του εκτίμηση των συνθηκών διαβιώσεως, όπως αυτές τροποποιούνται από το φάσμα του πόνου, του φόβου, της εξαρτήσεως ή άλλων λόγων.
Η σύγχρονη κοινωνία κινείται στα πλαίσια σκόπιμης, παραπλανητικής έξαρσης της διεκδικήσεως ετεροβαρούς σημασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ταυτόχρονα θεμελιώδη δικαιώματα συρρικνώνονται και αναθεωρούνται, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην ασφάλιση, στην πλήρη και απρόσκοπτη ενημέρωση κ.ά. Ασφαλώς δεν απεμπολείται το δικαίωμα του ασθενούς να επιλέγει τον ιατρό του, το είδος της θεραπείας του και την επιμέλεια με την οποία θα τεθεί σ’ ένα πρόγραμμα αποκαταστάσεως.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι αποτελεί και Ιπποκρατική επιταγή, η ενημέρωση των ασθενών περί των δεδομένων της παθήσεώς τους και των μεθόδων και τεχνικών αντιμετωπίσεώς της δεν είναι ούτε πλήρης ούτε κατανοητή, ιδίως, μάλιστα, όταν ο ασθενής τελεί κάτω από την συγχυτική επίδραση της συμπτωματολογίας της παθήσεώς του και την κατάρρευση της αυτεκτιμήσεώς του, οφειλόμενη στους αφόρητους πόνους ή στο γεγονός ότι βρέθηκε ξαφνικά υπό την εξάρτηση τρίτων ατόμων ή μηχανημάτων ελέγχου και υποκαταστάσεως βιολογικών λειτουργιών.
Ο πόνος, ιδιαίτερα, είναι μια οδυνηρή εμπειρία που εκτρέπει την σωματοψυχική ισορροπία του ασθενούς και συνεπάγεται την ψυχική του ανατροπή. Ισοδυναμεί με ρήξη του προστατευτικού ορίου του «Εγώ» και για τον λόγο αυτό, ο σωματικός πόνος είναι κάτι που -κατά τον Freud- θα μπορούσε και θα έπρεπε να γεννήσει έναν ψυχικό πόνο. Ο σωματικός πόνος παριστά την ρωγμή από την οποία ενεργοποιείται μια, σε άλλοτε άλλο βαθμό, διάρρηξη της προσωπικής συνέχειας του ατόμου. Και, επομένως, ακόμη και επίμονο ένα περιστασιακό αίτημα για τερματισμό της ζωής θα έπρεπε να προσλαμβάνεται από μια κοινωνία που επιμένει να αυτοαποκαλείται «κοινωνία της αλληλεγγύης» ως ένδειξη της απελπισίας του και έκκληση απαλλαγής από την οδυνηρή εμπειρία του, μάλλον, παρά ως σταθερή, αποφασιστική και αυθεντική έκφραση θανατώσεως.
Το δόγμα της διπλής συνέπειας
Κατ’ εφαρμογήν του δόγματος της διπλής συνέπειας, είναι επιτρεπτές οι δράσεις, που προοπτικά θα έχουν κακές συνέπειες μόνο όταν οι κακές συνέπειες, συνιστούν «παράπλευρα κακά ή παρενέργειες» των θετικών ωφελημάτων, καθώς και όταν το αναμενόμενο καλό δεν είναι απόρροια του προκαλούμενου κακού. Έτσι, η ευθανασία πρέπει να μην νομιμοποιηθεί, γιατί απαλλάσσει μέν τους ασθενείς από τους πόνους και την ταλαιπωρία, αλλά το καλό αυτό είναι απόρροια μεγαλύτερου κακού που τους επιβλήθηκε, δηλαδή της θανατώσεως του ασθενούς. Επιπλέον, η ευχερής παροχή ενεργητικής ευθανασίας θα κατέστρεφε την αναγκαία σχέση εμπιστοσύνης ασθενούς-ιατρού με τις κοινωνικές, ψυχολογικές, συμπεριφοριολογικές της διαστάσεις, που αναμένεται να συμβάλουν πρωταγωνιστικά στην διαδικασία της θεραπείας ή, έστω, να απαλύνουν τις δυσμενείς ψυχολογικές επιδράσεις και να μετριάσουν την κατάρρευση που προκαλεί κάθε εκτροπή της υγείας. Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι ασθενείς, ανασφαλείς, έτσι κι αλλιώς, θα έβλεπαν στο πρόσωπο του ιατρού τους τον πιθανό δολοφόνο τους, που τους αντιμετωπίζει ως πιθανά θύματα ευθανασίας.
Το δόγμα της διολισθήσεως (ασταθής ισορροπία)
Οι πολέμιοι της νομιμοποιήσεως της ενεργητικής εκούσιας ευθανασίας διατείνονται ότι, με την ενδεχόμενη νομιμοποίηση της ευθανασίας, η κοινωνία θα καταστεί επιρρεπής προοδευτικά να ανεχθεί και άλλες μορφές ευθανασίας, θα αναπτυχθεί αντίστοιχη φιλολογία και θα παρουσιασθούν οι κατάλληλες φιλοσοφικές τεκμηριώσεις. Οι αρνητές της νομιμοποιήσεως της ευθανασίας ανησυχούν ότι αμέσως μετά την εμπέδωση στην κοινή γνώμη και την διάδοση της εκούσιας ευθανασίας, η κοινωνία θα διολισθήσει σε μερικές τουλάχιστον μορφές ακούσιας ενεργητικής ευθανασίας με πρώτους υποψήφιους εκείνους τους άτυχους ασθενείς, που βρίσκονται σε κατάσταση φυτού, οι οποίοι ουδέποτε επέδειξαν πρόθεση να επιλέξουν ευθανασία ή για κάποια νήπια με βαριές δυσμορφίες για τις οποίες η πρόγνωση είναι απελπιστική. Φυσικά κάθε κυβέρνηση, της οποίας τα οικονομικά υγείας δεν πάνε καλά, θα σκεφτεί ακριβώς να επεκτείνει το μέτρο της ενεργητικής ευθανασίας και σε εκείνους που είναι φυτά, αναπνέουν όμως ελεύθερα, αν και έχουν χάσει κάθε επικοινωνία με το περιβάλλον τους.
Επίλογος
Αυτό που κάνει την συμπεριφορά μας να είναι αυτή που είναι, δεν είναι άλλο από την γνώμη που επιβάλλει αυτή την συμπεριφορά. Έτσι, οι συμπεριφορές αναδιαμορφώνονται, με την αναδιαμόρφωση της κοινής γνώμης. Αν υιοθετούμε μια λάθος συμπεριφορά, αυτό οφείλεται στην προηγούμενα υιοθετημένη λάθος γνώμη, που την διαμορφώνει, και η οποία επιβάλλει την νέα στάση. Αν πιστέψουμε ότι η ζωή μας είναι μάταιη, τότε επιλέγουμε τον θάνατο με την αποφασιστικότητα που θα τον επιλέγαμε αν η ζωή ήταν πράγματι μάταιη. Ο Nadler υποστηρίζει ότι όλα εξαρτώνται από την γνώμη και επικαλείται την πεποίθηση του Σενέκα: Omnia ad opinionem suspense sunt. Η προσφυγή σε μεθόδους ευθανασίας είναι συγχυτικό αποτέλεσμα των μεταβολών στα κοινωνικά πρότυπα, της τάσεως επιβολής διαχειριστικού ελέγχου, με τις κατάλληλες φιλοσοφικές προσαρμογές, οποιασδήποτε δυναμικής που μπορεί να διαμορφώνει συνέπειες, της απόλυτης θωράκισης της κοινωνίας όχι μόνο απέναντι σε επαναστατικές αλλαγές, αλλά ακόμη και στους πιο εφήμερους αιφνιδιασμούς. Είναι, τέλος, αναγκαστική συνέπεια της ένδειας πόρων, της καταρρεύσεως των συστημάτων υγείας και απότοκη των προθέσεων συγκεντρωτικής ετερορρυθμίσεως. Ιστορικά, κάθε προσπάθεια εμπεδώσεως μορφών ευθανασίας υπαγορευόταν από επιδιώξεις εκκαθαρίσεων για λόγους ευγονίας, περιστολής εξόδων ή ευκοσμίας της κοινωνίας.
Προχθές με συνέλαβε ο γιός μου σκεπτικό. Του είπα τί με απασχολούσε και ρώτησα την γνώμη του: «Οι μάσκες των γιατρών, μου είπε συνοφρυωμένος, δεν πρέπει να συγχέονται με τις μάσκες των δημίων».
Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 14 του περιοδικού «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ» (Απρίλιος – Ιούλιος 2004)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά