Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2011

Παρέμβαση στη συζήτηση περί της καταγγελίας εναντίον του κ. Ιωάννου Ζηζιούλα προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος





Γράφει ο Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο




Η ανάρτηση του Ψηφίσματος-Καταγγελίας επί αιρέσει εναντίον του Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, που ενέκριναν ομοφώνως οι περίπου 300 συμμετέχοντες Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην αντί-οικουμενιστική εκδήλωση την οποία συνδιοργάνωσαν στον Βόλο —στις 11 Δεκεμβρίου και με ομιλητή τον κ. Νικόλαο Σωτηρόπουλο— ο Ορθόδοξος Χριστιανικός Αγωνιστικός Σύλλογος «Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης» και η Φιλορθόδοξος Ένωσις «Κοσμάς Φλαμιάτος», προκάλεσε ευρεία συζήτηση.

Δυστυχώς δεν συζητούνται οι κακοδοξίες και οι αιρέσεις του κ. Ζηζιούλα και του Οικουμενισμού, αλλά εκφράζονται διάφορες κρίσεις, επικρίσεις και απόψεις, συχνά μάλιστα με τρόπο ανοίκειο και απάδοντα της ιδιότητος και του ήθους του Ορθοδόξου Χριστιανού.

Η απάντηση σε αυτές έχει κάποιαν έκταση που υπερβαίνει τον χώρο των σχολίων, γι’ αυτό προέκυψε η ανάρτηση του παρόντος κειμένου.





Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, ψυχραιμία.

Ας μην κατεβάζουμε τη συζήτηση ή την αντιπαράθεση περί την παναίρεση του Οικουμενισμού σε επίπεδο πεζοδρομίου.

Τα θέματα που μας απασχολούν ούτε κουτσομπολιά της γειτονιάς, ούτε γηπεδικοί καυγάδες φιλάθλων, ούτε πολιτικο-ιδεολογικές ξιφουλκήσεις καφενειακού συρμού είναι.

Πρόκειται για θεολογικά-δογματικά θέματα της Ορθοδόξου Πίστεως στον Τριαδικό Θεό μας, πρόκειται για εκκλησιολογικά ζητήματα αφορώντα στην Εκκλησία του Χριστού, πρόκειται γι’ αυτή τούτη τη σωτηρία των ψυχών μας.

Ας ασχοληθούμε λοιπόν με αυτά και ας κρατήσουμε τη δέουσα σοβαρότητα· ο λόγος μας ας είναι παρρησιασμένος μεν, αλλά ταυτοχρόνως ας είναι ταπεινός και ευπρεπής.





Η αναφορά σε ηθικές παρεκτροπές και άλλες αμαρτίες —όσο κι αν μας στενοχωρούν και μας σκανδαλίζουν— νομίζω ότι περιττεύουν.

Είναι στη δικαιοδοσία του Κυρίου και Θεού μας Ιησού Χριστού να τις κρίνει.

Άλλωστε είναι γνωστό, ότι η αμαρτία που δεν αίρεται από την ειλικρινή και έμπρακτη μετάνοια —και ιδιαιτέρως των ποιμένων του πιστού λαού του Θεού— οδηγούν νομοτελειακά στην κακοδοξία και στην αίρεση.

Αλλά και ο ευρισκόμενος στην κακοδοξία και στην αίρεση αναπόδραστα περιπίπτει σε εφάμαρτο και αμετανόητο βίο.

Αμαρτία και αίρεση βρίσκονται σε αμφίδρομη σχέση, αποτελώντας η μία την αιτία αλλά και το αποτέλεσμα της άλλης.

Αλίμονο σε εκείνους που δεν έχουν μονίμως κατά νου την απολογία τους προ του φοβερού βήματος του Χριστού.

Ας προσευχηθούμε λοιπόν και γι’ αυτούς, έστω κι αν ανειρήνευτα πολεμούμε τις κακοδοξίες τους και τις αιρέσεις τους.



Επιτρέψτε μου αδελφοί να παρέμβω στη συζήτηση, απαντώντας σε διάφορα σχόλια που μέχρι στιγμής αναρτήθηκαν, σχετικά με την δις κατατεθείσα εναντίον του Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα καταγγελία προς την ΙΣΙΕΕ.





Προς τον κ. Ι.Κ.:



(α) Πώς να καταγγείλουμε τον θεωρητικό του Οικουμενισμού στον αρχηγό του Οικουμενισμού και στην οικουμενιστική συμμορία που τους πλαισιώνει;

Ανήκουμε στην Εκκλησία της Ελλάδος, της οποίας η Διοίκηση αποδέχεται ως εκπρόσωπο-αντιπρόσωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος κηρύττει γυμνή τη κεφαλή και παντοιοτρόπως προωθεί την παναίρεση του Οικουμενισμού —και όχι μόνον.

Βεβαίως καμμίαν αυταπάτη δεν έχουμε ότι δεν θα αχθεί και η καταγγελία μας αυτή εις τον κάλαθο των αχρήστων, αλλά με τον τρόπο αυτό καταθέτουμε τη διαμαρτυρία μας προς την Ιεραρχία και τη μαρτυρία μας προς τον Κύριο, δίδοντας και με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία να πληροφορηθούν και προβληματισθούν επί των οικουμενιστικών λόγων και έργων —αντί-Γραφικών, αντί-Παραδοσιακών, αντί-Κανονικών και αντί-Πατερικών— περισσότεροι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Και, βεβαίως, για να μην ξεχνιόμαστε οι ήδη υποψιασμένοι.

Γνωρίζουμε ότι κάθε κίνησή μας κατά του Παπισμού, του Οικουμενισμού και του Συγκρητισμού προκαλεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μεγάλη ταραχή και ισχυρό εκνευρισμό.

Όμως εμείς δεν θέλουμε να τους κακοκαρδίζουμε, αλλά προσευχόμαστε να μετανοήσουν κι επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Πίστη.

Έτσι δεν κοινοποιούμε τίποτα σε αυτό, γιατί το εκλαμβάνουν ως ιδιαίτερο θράσος μας να τους απευθύνουμε και τον λόγο, αλλά είμαστε σίγουροι ότι πληροφορούνται τα πάντα περί των δράσεών μας, γιατί έχουμε και συναίσθηση και πληροφόρηση ότι μας «παρακολουθούν στενά» —και όχι μόνον από τα δημοσιεύματά μας, ούτε μόνον από «αγάπη»!...



(β) Πράγματι.

Εύλογο είναι το ερώτημα: Γιατί οι αντί-οικουμενιστές θεολόγοι δεν αναίρεσαν συστηματικά τις κακοδοξίες και τις αιρέσεις του κ. Ιωάννη Ζηζιούλα;

Εκτός ελαχίστων (Μέγας Φαράντος, Ιωάννης Κορναράκης, π. Νικόλαος Λουδοβίκος, π. Δημήτριος Μπαθρέλος, Χρυσόστομος Σταμούλης, Σταύρος Νικολαΐδης), που περιστασιακά και περιορισμένα άσκησαν την όποια κριτική στο έργο του κ. Ζηζιούλα, οι σημαντικότεροι ορθόδοξοι-παραδοσιακοί θεολόγοι —και επικεφαλής του αντί-οικουμενιστικού μετώπου(;)— δεν ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτό.

Ένας λόγος μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο κύριος όγκος του έργου του έχει δημοσιευθεί στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα, ελάχιστο μέρος αυτού έχει δημοσιευθεί στην ελληνική.

Οι περισσότεροι ορθόδοξοι-παραδοσιακοί θεολόγοι δεν έχουν κάνει μεταπτυχιακά στα πανεπιστήμια του εξωτερικού ούτε σταδιοδρόμησαν σε αυτά —γι’ αυτό, άλλωστε, παρέμειναν ορθόδοξοι-παραδοσιακοί!— κι έτσι στερούνται την άνεση των ξένων γλωσσών και της θεολογικο-φιλοσοφικής τριβής, ώστε να νοιώσουν ασφαλείς και αυτάρκεις και με αυτοπεποίθηση να προχωρήσουν στη διαπραγμάτευση αυτού του έργου.

Ίσως όμως και να οφείλεται αυτή η παράλειψη στο γεγονός ότι, τουλάχιστον στα εκκλησιολογικά θέματα, δεν απορρίπτουν τις απόψεις του κ. Ζηζιούλα, εφ’ όσον και οι αντί-οικουμενιστές δέχονται ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι επισκοποκεντρική και όχι χριστοκεντρική.

Και είναι από αυτό το εφαλτήριο που ο κ. Ζηζιούλας καταλήγει στην πρωτοκαθεδρία του Βατικανού, στο πρωτείο του Πάπα και ενδεχομένως στο αλάθητο του Πάπα.

Εις την καθ’ ημάς Ανατολή αυτή η αντίληψη και πρακτική δεν είναι ξένη.

Αντιθέτως είναι ευρέως αποδεκτή μεταξύ γεροντάδων και δεσποτάδων, με μία σημαντική διαφορά: στο Βατικανό έχουν έναν Πάπα, αλλά σε μας καθένας επιφυλάσσει δι’ εαυτόν την ιδιότητα και τα προνόμια του Πάπα.

Κι αυτό ισχύει τόσο στον οικουμενιστικό όσο και στον αντί-οικουμενιστικό χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας· χαρακτηρίζει δέ τόσο τη δεσποτοκρατία όσο και τη γεροντοκρατία!

Σε κάθε περίπτωση η απορία παραμένει ανοιχτή και η σύγχυση ενεστώσα…



(γ) Στην ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού η καταπολέμηση της αιρέσεως και η απομάκρυνση από τους αιρετικούς επισκόπους δεν εξικνείτο από της αποφάσεως τοπικής ή οικουμενικής Συνόδου, αλλά από τη διαπίστωση-συνειδητοποίηση ότι κάτι κηρυσσόμενο είναι αιρετικό και εκείνος που το κηρύττει είναι αιρετικός.

Η συνεχής, συνεπής και αδιάλλακτη καταπολέμηση της αιρέσεως και του αιρετικού ήταν που οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε Σύνοδο, όπου καταδικαζόταν η αίρεση και ο αιρετικός.

Από τη συνειδητοποίηση της αιρέσεως και τον εντοπισμό του αιρετικού έως τη συνοδική καταδίκη τους διεξήγοντο επί μακρόν αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις, ακόμη και ακραία γεγονότα, παύση μνημονεύσεως και αποτειχίσεις, που απέληγαν σε συνοδική καταδίκη της αιρέσεως και του αιρετικού.

Είναι χαρακτηριστική η στάση του Αγίου Κυρίλλου, πατριάρχου Αλεξανδρείας, προς εκείνους που απετειχίζοντο από τον αιρετικό Νεστόριο, τους οποίους υποστήριζε και προέτρεπε στην αποτείχισή τους και επαινούσε την προ της συνοδικής καταδίκης του αιρετικού και της αιρέσεώς του στάση τους.

Αυτή είναι η εκκλησιαστική πρακτική καθ’ όλη την ιστορία της Εκκλησίας.

Ακόμη κι όταν η συνοδική απόφαση δεν κατεδίκαζε την αίρεση και τον αιρετικό, η Σύνοδος χαρακτηριζόταν ληστρική και ο πόλεμος εναντίον τους συνεχιζόταν αδιαλείπτως και ολοκληρωτικώς έως ότου προκύψει η σωστή-καταδικαστική αντί-αιρετική συνοδική απόφαση.

Τα εκκλησιαστικά προβλήματα ούτε προέκυπταν ούτε λύνονταν «ως δια μαγείας», αβρόχοις ποσί και εκ του πουθενά από κάποια Σύνοδο, αλλά μέσα από την ταραγμένη και δεινοπαθούσα εκκλησιαστική ζωή.

Το «έτοιμον» σήμερα της ιστορίας δεν ακυρώνει την ιστορική διαδικασία και δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλοθι της πνευματικής αδρανείας και ως ρομφαία κατά της υγειούς πνευματικής και αγιοπατερικής στάσεως εναντίον της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και των οικουμενιστών.

Η καθεστωτική αντίληψη και η εξουσιαστική νοοτροπία μέσα στην Εκκλησία μπορεί να βολεύουν εκείνους που επιλέγουν την αποδοχή ή την υποταγή στην αίρεση και στους αιρετικούς ή τη μισή μαρτυρία και αποφεύγουν το μαρτύριο υπέρ του Χριστού, αλλά ουδεμία σχέση έχουν με την εκκλησιαστική ιστορική πείρα και τη διαχρονική στάση των αγίων και θεοφόρων Πατέρων.

Μπορεί να εξαπατάμε εαυτούς και αλλήλους, αλλά προ του φοβερού βήματος του Χριστού η προαίρεσή μας θα κριθεί και όχι οι σοφιστείες μας.



(δ) Πολύ «φορέθηκε» ο βολικός τεμαχισμός του λόγου του γέροντος π. Επιφανείου Θεοδωροπούλου —όπως και άλλων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, Πατέρων— εκ του οποίου εκάστοτε χρησιμοποιείται το κατά περίστασιν «χρήσιμον», περί του προαιρετικού της αποτειχίσεως από τον αιρετικό επίσκοπο.

Ας λάβουμε ολόκληρον τον λόγο του και μάλιστα κατά το πνεύμα του.

Ας δούμε τη στάση και τη διδαχή των μεγίστων αγίων και θεοφόρων Πατέρων μας κι ας μην διαστρέφουμε την υπακοή —που βολεύει— στους ελάσσονες, γέροντες και πνευματικούς.

Ας μην εξαπατούμε εαυτούς και αλλήλους.

Δεν προτείνω αποσπάσματα, αλλά να ξαναδιαβάσουμε ολόκληρο το έργο του κι ο καθένας, με τη φώτιση του Θεού, ας συναγάγει τα συμπεράσματά του.



(ε) Η Εκκλησία δεν είναι απρόσωπη και αφηρημένη έννοια.

Πρόκειται για την Εκκλησία του Χριστού, που με αρχηγό τον Ίδιο αποτελείται από τον λαό, τον κλήρο και τους επισκόπους· και διέπεται από το ι. Ευαγγέλιο, την ι. Παράδοση, την αγιοπατερική Διδασκαλία, τους ι. Κανόνες.

Όλα αυτά συναποτελούν τη συνείδηση της Εκκλησίας, που εκφράζεται και διαφυλάττεται από τον πιστό λαό του Θεού, όσο μικρό κι αν είναι κάθε φορά το λήμμα που υπερασπίζεται την αυθεντικότητα της Πίστεως και την ακεραιότητα της Εκκλησίας, με τη χάρη του Χριστού και τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος.

Εκκλησία δεν είναι οι ιεράρχες και οι ιεραρχίες που βρίσκονται στην αίρεση.

Εκκλησία είναι τα μέλη της Εκκλησίας που εκφράζουν, διαφυλάττουν και υπερασπίζονται την αυθεντικότητα της Πίστεως και την ακεραιότητα της Εκκλησίας.

Κι αυτό συμβαίνει στην καθημερινή εκκλησιαστική ζωή, στην Πίστη και στην Λατρεία.

Αυτή η πραγματική Εκκλησία δεν περιμένει τις οψέποτε συνέλθουν Συνόδους για να απαντήσει και αντιμετωπίσει την αίρεση και τους αιρετικούς, αλλά κάθε στιγμή διαφεντεύει την Ορθόδοξη Πίστη και είναι αυτή που, υπερασπιζόμενη την Ορθοδοξία, προετοιμάζει και οδηγεί στη Σύνοδο και επιβάλλει τις καταδικαστικές για την αίρεση και τους αιρετικούς αποφάσεις της.

Είναι λάθος να περιμένει κανείς τις αποφάσεις της Εκκλησίας.

Ως συνειδητό μέλος της Εκκλησίας καθένας μας υποχρεούται να πάρει θέση, να συναριθμηθεί στο ορθοτομόν λήμμα, όσο μικρό κι αν είναι αυτό, και ν’ αγωνιστεί δι’ έργων και λόγων κατά της αιρέσεως και των αιρετικών.

Καθένας μας, ως μέλος της Εκκλησίας, φέρει εις ολόκληρον —και όχι μόνον κατ’ ένα αναλογούν μέρος ή ποσοστό— την ευθύνη της Ορθόδόξου Πίστεώς μας.

Η αδράνεια είναι υπέρ της αιρέσεως, η οποία τον αδρανούντα αργά ή γρήγορα τον καταπίνει στο έρεβος της απωλείας.





Προς π. Δημήτριο, του Βανκούβερ ή της διασποράς, τον μονοπρόσωπο ή πολυπρόσωπο:



(α) Το ύφος του λόγου σας Πάτερ καταδεικνύει το επίπεδο της ποιμαντικής σας και αυτό με τη σειρά του μαρτυρεί περί του επιπέδου του επισκόπου σας.

Το επίπεδο και των δύο βεβαιώνει τα αποτελέσματα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, όταν αυτός διαβρώνει την Αγία Ορθοδοξία μας, γεγονός που οσημέραι —ελέω του οικουμενιστή Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου και των ομοφρόνων του ιεραρχών και ιεραρχιών— απλώνεται με γεωμετρική πρόοδο και διαπιστώνεται σε κάθε πτυχή και έκφανση της εκκλησιαστικής ζωής, στην Πίστη και στην Λατρεία.



(β) Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς την Αλήθεια του Χριστού, Πάτερ.

Αγάπη στερημένη της Αληθείας Του, δεν είναι η δική Του αγάπη.

Είναι αγάπη χωρίς Χριστό και ως τέτοια δεν είναι «αγάπη».

Και όταν αυτή η «αγάπη» καπηλεύεται τον Χριστό, τότε είναι το μεταμφιεσμένο μίσος του Αντιχρίστου, δηλαδή η «αγάπη» του Οικουμενισμού!...

Αυτό το αντίχριστο μίσος, Πάτερ, εκφράζετε με το ύφος του λόγου σας, γεγονός απότοκο της αποδοχής της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, όπως αυτή εκφράζεται από τον κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, τον «διαπρεπή θεολόγο» μεν (ίσως «θεολόγο φιλοσοφούντα» ή «φιλόσοφο θεολογούντα»;) αλλά όχι ορθόδοξο θεολόγο, ιερέα κι επίσκοπο «εις τόπον και τύπον Χριστού» ευρισκόμενο.



(γ) Αυτό το αντίχριστο μίσος εκφράζετε, Πάτερ, κατά του όντως θεολόγου κ. Νικολάου Σωτηροπούλου που διακονεί το ιερό Ευαγγέλιο, την ιερά Παράδοση, την αγιοπατερική Διδασκαλία σε ολόκληρη τη ζωή του, ακόμη και στην προχωρημένη σήμερα ηλικία του με σοβαρή ασθένεια που τον καταταλαιπωρεί.

Αυτόν τον εργάτη του λόγου του Θεού αφόρισε αναπολόγητον —αντί να τον επαινέσει και να τον τιμήσει— ο αιρεσιάρχης Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, διότι ήλεγξε και στηλίτευσε τον επίσης οικουμενιστή Αυστραλίας κ. Στυλιανό που ασέβησε και εξύβρισε τον Τριαδικό Θεό.

Η εξουσία τού δεσμείν και λύειν, Πάτερ, δεν είναι αυθαίρετη· ορίζεται και περιορίζεται στα πλαίσια της Αληθείας του Χριστού, στον λόγο Του και στις εντολές Του.

Και ο άδικος αφορισμός επιστρέφει επί της κεφαλής εκείνου που ανιέρως τον εξέπεμψε!...

Ο άδικος αφορισμός περιποιεί τιμή κι εξασφαλίζει πολύ τον μισθό σ’ εκείνον που τον εδέχθηκε!...



Προς Παναγιώτη Τσαλλό:



Θα μπορούσες, αδελφέ μου, να μου τηλεφωνήσεις για να δούμε τις ενστάσεις σου διεξοδικότερα και σε άλλο κλίμα.

Ισχύουν, ωστόσο, τα όσα σχετικά προς Ι.Κ. αναφέρθηκαν ανωτέρω.

Επιπροσθέτως:



(α) Λίγοι από τους ψηφίσαντες και υπογράφοντες το Ψήφισμα-Καταγγελία κατά του αιρετικού κ. Ζηζιούλα είναι αποτειχισμένοι, αλλά σε κάθε περίπτωση η αποτείχισή τους δεν σημαίνει εμπάθεια.

Από τους Πατέρες απαρεγκλήτως πρέπει να κρατήσουμε τις υποδείξεις και τις οδηγίες τους για να αναγνωρίζουμε και να πολεμούμε τις αιρέσεις, ωστόσο ας εμπλουτίσουμε τους τρόπους της καταπολεμήσεως των αιρέσεων και με τα δεδομένα της εκάστοτε εποχής.

Είναι ωστόσο τουλάχιστον άκομψο οι «άκαπνοι», χρησιμοποιώντας αποσπασματικά και τεχνηέντως ή επιπολαίως τους αγίους και θεοφόρους Πατέρες, να πετροβολούμε εκ των νώτων και εκ του ασφαλούς της αδρανείας μας εκείνους που σηκώνουν τη σημαία του αντί-οικουμενιστικού αγώνα και μάχονται στην πρώτη γραμμή κατά της αιρέσεως και των αιρετικών.

Βεβαίως η κριτική μας είναι πάντοτε άψογη και «πατερική»!...



(β) Ανήκουμε στην Εκκλησία της Ελλάδος και στην Ιεραρχία της απευθυνόμαστε, γιατί αυτή υφίσταται θεσμικά έστω και αν με έωλη ανάδειξη μέλη της σφετερίζονται τη θέση τους ως επίσκοποι.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται σ’ εμάς, αν θα τους προσφωνήσουμε «Σεβασμιωτάτους», αλλά σ’ εκείνους, αν με τους λόγους και τα έργα τους ανταποκρίνονται ή όχι στην προσφώνηση του αρχιερατικού αξιώματός τους.

Οι άγιοι Πατέρες, όταν απευθύνονταν στους αιρετικούς επισκόπους της εποχής τους, τους προσφωνούσαν κατά το επιβαλλόμενο τυπικό και τους απέδιδαν τις προσήκουσες στην αρχιερωσύνη τους τιμές, οι οποίες βεβαίως έπαυαν μετά την καταδίκη και καθαίρεσή τους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι αποδέχονταν ή ανέχονταν ή δεν πολεμούσαν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς!...



(γ) Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, πρέπει να παραδεχθούμε ότι πολλοί επίσκοποι δεν είναι οικουμενιστές.

Τουλάχιστον μιλούν εναντίον του Οικουμενισμού και επικρίνουν τις εκδηλώσεις του, έστω κι αν αποσιωπούν τα πρόσωπα που τις διαπράττουν ή οι ίδιοι δεν πράττουν τι εναντίον τους.

Είναι όμως για διαφόρους λόγους ο καθένας (ηθικούς, οικονομικούς ή άλλους) εξαρτημένοι ή φοβισμένοι και καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελεγχόμενοι από την μασονική και αιρετική κλίκα που κυριαρχεί στην Ιεραρχία, εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες τους.

Η προσπάθεια να τους διαχωρίσουμε από τους επιβουλείς της Εκκλησίας του Χριστού ίσως να μην τελεσφορήσει, είναι όμως εύλογη και δίκαιη.

Απευθυνόμενοι είτε στο φιλότιμό τους, είτε στον φόβο του Θεού που ενδεχομένως εμφιλοχωρεί ακόμη στις καρδιές τους, είτε και στους όρκους και στις υποσχέσεις που έχουν δώσει ως ιερείς κι επίσκοποι, ίσως να τους θέσουμε προ των ιερατικών και αρχιερατικών ευθυνών τους, ίσως συγκινηθούν και αντιδράσουν κατά πως πρέπει ως αρχιερείς κι επίσκοποι.



(δ) Εάν οι αντί-οικουμενιστές, κλήρος και λαός, ήσαν περισσότεροι και —κυρίως— ενωμένοι, ομόφρονες και ομόψυχοι, και οι δράσεις τους ήσαν μαζικότερες και μαχητικότερες, πολλοί από τους επισκόπους, βρίσκοντας λαϊκό έρεισμα και στήριγμα, ίσως να έπαιρναν θάρρος και να αντιδρούσαν κατά της οικουμενιστικής πλημμυρίδας που κατακλύζει σήμερα την Εκκλησία του Χριστού.

Εάν ο επίσκοπος δεν θέλει ή δεν μπορεί να είναι ταγός του λαού, ας γίνει τουλάχιστον ουραγός του.

Αλλά χρειάζεται η παρουσία και η δυναμική του λαού.

Δεν έχουν μόνον οι επίσκοποι ευθύνες.

Έχει ευθύνες και ο πιστός λαός του Θεού.

Άλλωστε ποιός μπορεί να γνωρίζει τί και με ποιόν τρόπο ο Κύριος θα οικονομήσει την Εκκλησία Του;

Ας επικρίνουμε, λοιπόν, τους επισκόπους, αλλά και ας προσευχόμαστε γι’ αυτούς κι ας προσπαθούμε να τους αποσπάσουμε από τα νύχια του Οικουμενισμού, εφ’ όσον καταφέρουμε να μην αρπαγούμε οι ίδιοι από αυτά!...



Καλά Χριστούγεννα, εν Χριστώ αδελφοί, με την Αγάπη Του.

Καλή μετάνοια και καλόν παράδεισο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά