Κυριακή, Ιανουαρίου 08, 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΩΣ ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ, ΤΟ ΙΩΑΝΝΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ



Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΩΣ ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ, ΤΟ ΙΩΑΝΝΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ


Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΩΣ ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ*
ΤΟ ΙΩΑΝΝΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί
Ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να παραδεχθώ και να σάς ομολο­γήσω, ότι αυτή τη φορά έκανα μίαν παρασπονδίαν, την εξής: Ενώ, δηλαδή, το θέμα της σημερινής ομι­λίας μου είχεν ορισθεί να είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτιστής, Προ­φήτης και Πρόδρομος και θα περιμέ­νατε, δηλαδή, να ακούσετε να αναλύω και να αναπτύσσω, να ξεδιπλώνω ολόκληρο αυτό το τρίπτυχο, δηλαδή: και το Βαπτιστής , και το Πρόδρομος και το Προφήτης, όμως αναγκάστηκα από τα ίδια τα πράγματα να περιορι­σθώ στο πρώτο μόνο σημείον, δηλαδή στο Βαπτιστής. Κι' αυτό, διότι, όταν καταπιάστηκα με το θέμα τού αγίου Ιωάννου, βρέθηκα μπροστά σε μιαν απέραντη ύλη, την οποία μου ήταν αδύνατο να δαμάσω και να σας την παρουσιάσω σε μία μόνο ομιλία τριών περίπου τετάρτων της ώρας. Αυτή, λοιπόν, ήταν η παρασπονδία μου, για την οποίαν και ζητώ συγγνώμην, αλλά και την κατανόησή σας. Αν δε ο Θεός επιτρέψει και με τις ευχές πάντα τού Σεβασμιωτάτου, θα σάς παρουσιάσω τον επόμενον χρόνον τις άλλες δύο πτυχές αυτού τού τριπτύχου τού αγίου Ιωάννου. Έτσι, περιορισμένο, λοιπόν, το σημερινό θέμα μας, θα είναι: Ο άγιος Ιωάννης ως Βαπτι­στής. Αλλ' επειδή και έτσι περιορι­σμένο, θα είναι, όπως θα διαπιστώσε­τε, τεράστιο, θα περιορισθώ σε μερικές μόνον επισημάνσεις, χωρίς να είναι δυνατόν ούτε αυτό να το εξαντλήσω, όπως βέβαια θα επιθυμούσα. Και ήδη επείγομαι να μπω στο θέμα μου:
Πρώτη επισήμανσηΤο παρωνύμιον «Βαπτιστής»: Από τους τέσσαρες Ευαγγελιστές, ο μεν τέταρτος, ο και θεολόγος όταν μιλάει στο ευαγγέ­λιο του για τον Πρόδρομον, τον ονομάζει απλά και μόνο με το όνομα Ιωάννης, χωρίς ποτέ να το συνοδεύει και με το παρωνύμιον Βαπτιστής . Οι υπόλοιποι, όμως, τρεις ευαγγελιστές, οι λεγόμενοι συνοπτικοί, αναφέρουν μεν το όνομα Ιωάννης, αλλά το συνο­δεύουν και με το παρωνύμιον Βαπτι­στής. Ειδικότερα δε, ο ευαγγελιστής Μάρκος, εκτός τού Βαπτιστής, χρησι­μοποιεί τρεις φορές και την μετοχήν ο Βαπτίζων. Εξ άλλου, από τις εξω-καινοδιαθηκικές Ιστορικές πηγές, ο ιουδαίος Ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος είναι που εις το έργον του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, αφιερώνοντας ορισμέ­νες γραμμές στο πρόσωπον και στο θρησκευτικό κίνημα, που προκάλεσεν ο άγιος Ιωάννης, τού αποδίδει κι' αυτός το παρωνύμιον Βαπτιστής.
Και το μεν γεγονός καθ' αυτό, ότι αυτός ο Ιωάννης όντως είχεν αυτήν την πλατειά μαρτυρούμενην βαπτισματικήν δραστηριότητα, ουδείς ποτέ το αμφισβήτησεν. Πρό­κειται, δηλαδή, για κατοχυρωμένο Ιστορικό γεγονός, που το βεβαιώνουν, πλην τού ιουδαίου ιστορικού Φλαβίου Ιώσηπου, και οι τέσσερες ευαγγελι­στές, αλλά και ο συγγραφέας τού βιβλίου των Πράξεων Αποστόλων.
Παρατηρούμεν μάλιστα ότι αυτή η Ιωάννεια βαπτισματική τελε­τουργία καταλάμβανε τόσον σπουδαία και κεντρική θέση μέσα στο όλο δημόσιο έργο τού Προδρόμου, δηλαδή μέσα στην διακονία του, ώστε ο ευαγγελιστής Μάρκος, μάλλον επειδή τη θεωρεί σπουδαιότερη, να την αναφέρει ακόμη και προ αυτού τού Ιωάννειου κηρύγματος, δηλαδή, να την προτάσσει τού κηρύγματος τού Ιωάννου, όταν λέγει ο ευαγγελιστής αυτός: «εγένετο Ιωάννης βαπτίζων εν τη ερήμω και κηρύσσων» (Μάρκ. α', 4). Να γιατί λέμε, ότι η Καινή Δια­θήκη αποδίδοντας του το παρωνύμιον Βαπτιστής, θέλει να τον χαρακτηρίσει με αυτήν την πιο εντυπωσιακήν, την πιο χαρακτηριστικήν, αλλά και την πιο σημαντικήν του δραστηριότητα και, άρα, ιδιότητα.
Δεύτερη επισήμανσηΗ χρονική περίοδος της βαπτισματικής δράσης τού ΙωάννουΑφετηρία, διάρκεια, λήξη της: Μας είναι, άραγε δυνατόν να προσδιορίσουμε τις αρχές αυτής της δραστηριότητας, δηλαδή, πότε ακριβώς άρχισεν ο Ιωάννης να βα­πτίζει; Αυτό το πράγματι βασανιστικόν ερώτημα απασχόλησεν τους ιστο­ρικούς της Ιστορίας της εποχής τού Χριστού. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως, το πράγμα φαίνεται εύκολον. Κι' αυτό, διότι ο ευαγγελιστής και πρώτος ιστορικός της Εκκλησίας, ο και ιατρός Λουκάς, ακριβώς την είσοδον τού Βαπτιστή στην σκηνή της δημόσιας δράσης του για την προετοι­μασία τού δρόμου τού Μεσσία, την τοποθετεί σ' ένα τέτοιο ιστορικό πλαί­σιο, όπου μάλιστα και εμφανίζονται να παρελαύνουν αρκετά πρόσωπα γνωστά και άλλοθεν, αλλά και από την κοσμικήν Ιστορίαν. Λέγει, λοι­πόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς, τον οποίον παραθέτω εν παραφράσει: «Κατά δε το δέκατον πέμπτον έτος της αυτοκρατορίας τού Τιβερίου Καίσαρος, όταν ήταν ηγεμών εις την Ιουδαίαν ο Πόντιος Πιλάτος, και τετράρχης εις την Γαλιλαίαν ο Ηρώδης αντίπας, ο δε Φίλιππος ο αδελφός του ήτο τετράρχης της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας, και ο Λυσανίας ήτο τετράρχης της Αβιλινής, επί των αρχιερέων Άννα και Καϊάφα, ήλθε διαταγή τού Θεού προς τον Ιωάννην τον υιόν τού Ζαχαρίου, εις την έρημον, όπου αυτός έμενεν.» (Λουκ. γ', 12)
Θάλεγε κανείς ότι με τόσους χρονολογικούς προσδιορι­σμούς, δηλαδή, δια της αναφο­ράς και μνημονεύσεως τόσων προσώ­πων εκ της Ιστορίας, θα ήταν εύκολος και ο ακριβής προσδιορισμός της έναρξης τού βαπτισματικού έργου τού Ιωάννου. Όμως, εάν οι προσδιορι­σμοί αυτοί ήσαν αρκετοί και ικανοποι­ητικοί για τις Ιστορικές ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής τού Λουκά, δεν είναι πάντως πια για μας σήμερα. Εξ άλλου, τα χρονολογικά αυτά δεδομέ­να δεν είναι ούτε συγκεκριμένα, αλλ' ούτε και ακριβή, παρά μόνο φαινομε­νικώς. Το πρώτον μάλιστα απ’ αυτά, το μόνο που θάλεγε κανείς ότι θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει και σαν βάση για ένα τέτοιο χρονολογικό υπολογισμό, που ζητάμε, δεν αποτε­λεί σίγουρο δεδομένο και στοιχείο και σημείον χρονολογικής εκτίμησης και αφετηρίας. Αλλά και οι ικανότεροι και διασημότεροι Ιστορικοί γενικότε­ρον και κατά κανόνα, παραιτούνται από την προσπάθεια να ανιχνεύσουν από πότε ακριβώς άρχιζαν και πως υπολογίζονταν τα έτη διακυβέρνησης των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Να γιατί στο ερώτημα πότε ακριβώς αρχίζει και η βαπτισματική δραστη­ριότητα τού Ιωάννου, οι γνώμες των ιστορικών διχάζονται, ή, μάλλον ποικίλλουν και κινούνται σε μια μεγάλη χρονολογική κλίμακα, σε μια γκάμμα εννέα ετών, δηλαδή από το έτος 26 μ.Χ. μέχρι και το έτος 34 μ.Χ.
Αλλ' εάν δεν μας είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε μίαν από­λυτα ακριβή στη λεπτομέρεια της χρονολογίαν έναρξης της βαπτι-σματικής δράσης τού Ιωάννου, όμως, μας είναι δυνατόν, περιοριζόμενοι σε μιαν σχετικήν τοιαύτην να ικανοποιή­σουμε μόνον εν μέρει αυτήν την ιστορικήν περιέργειά μας. Η σχετική δε αυτή χρονολόγηση βασίζεται στα εξής δεδομένα, που μας παρέχουν πάλιν τα ευαγγέλια:
Όταν, δηλαδή, ο Ιησούς πήγε στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτι­σθεί ο ίδιος, υπήρχεν ήδη μεγάλη συρροή πλήθους ανθρώπων, στις όχθες τού ποταμού (Λουκ. γ', 7). Αυτό είναι το ένα στοιχείον.
Εξ άλλου, ο Βαπτιστής ήταν τότε ήδη γνωστός σ' όλο το λαό, που έτρεχε σ' αυτόν με ενθουσιασμό (Λουκ. γ', 21). Κι' αυτό είναι το δεύτερον. Πιο συγκεκριμένα δε, επίσης, η φήμη τού Βαπτιστή είχεν ήδη μεγαλώσει και διαδοθεί τόσον στην Ιερουσαλήμ, όσον και σε όλην την Ιουδαία. (Ματ. γ', 5, Μάρκ. α', 5), τρίτον δεδομένον.
Επομένως, και βάσει αυτών των τριών στοιχείων, θα πρέπει να υποθέσουμεν ότι ο Ιωάννης θα πρέπει να είχεν αρχίσει ήδη να βαπτίζει, τουλάχιστον μερι­κούς μήνες πριν να εκδηλωθεί το κυρίως μεσσιανικόν κίνημα, αυτό, δηλαδή, τού Ιησού. Αυτά τα λίγα μόνον, για τη χρονολογία γύρω από το Ιωάννειο Βάπτισμα.
Τρίτη επισήμανση: Και αφού μι­λήσαμε για το χρόνο, περνάμε τώρα στο ερώτημα για τον τόπο: Που, σε ποιες περιοχές εβάπτιζεν ο Ιωάννης;
Ο Λουκάς σημειώνει τα εξής για τον Ιωάννη και τη σχέ­ση, που είχε από παιδί με την έρημον: «Το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, και ην εν ταις ερήμοις, έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς τον Ισραήλ» (Λουκ. α', 80). Ακριβώς δε, βγαίνοντας ο Ιωάν­νης απ’ αυτές τις ανώνυμες ερήμους, που αναφέρει ο Λουκάς, άρχισεν την αποστολή του, της οποίας το πρώτον πεδίον δράσης, ήταν επίσης μία έρημος, που αυτή όμως μας είναι γνωστή, η έρημος της Ιουδαίας (Ματθ.γ', 1).
Παλαιότεροι και νεώτεροι ερευνητές συμφωνούν τοποθετώντας αυτήν την έρημο στα πέριξ της Ιεριχούς, κοντά όμως στον Ιορδάνη. Σημειωτέον δε ότι το ποτά­μι αυτό το αναφέρουν ονομαστικά και οι τέσσαρες Ευαγγελιστές. Πρέπει, όμως, να ξέρουμε ότι ο Βαπτιστής δεν έμενε σταθερά και συνέχεια στο ίδιο σημείο. Και ο μεν Ματθαίος με τον Μάρκο μας παρουσιάζουν τα πράγ­ματα ωσάν μία ολόκληρη μερίδα ανθρώπων της Παλαιστίνης, να κα­τευθύνονταν προς τον Βαπτιστή, ενώ ο Λουκάς μας εμφανίζει τον Ιωάννην να κινείται αυτός ο ίδιος πλέον, και να κυκλοφορεί προσωπικώς καθ' όλην την έκταση της κοιλάδας τού ποταμού (Λουκ. γ', 3), σαν να, δηλαδή, μετεκινείτο προς συνάντηση των νεωστί βαπτισθέντων υπ’ αυτού και των νεοφύτων του.
Είναι, λοιπόν, πιθα­νόν, ότι ακόμη και στην αρχή της δρά­σης του ασκούσε την διακονίαν του σύμφωνα με τις καθημερινές ανάγκες, που παρουσιάζονταν και κατά τις απαιτήσεις της στιγμής, άλλοτε στην αριστερή όχθη τού ποταμού κι' άλλοτε στη δεξιάν. Οι ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης θεωρούν ακόμη δυνατόν, μετά τη βάπτιση τού Ιησού, ο Ιωάννης, σαν για να αφήσει στον Μεσσία ελεύθερο το πεδίο δράσεως, να προτίμησε την παραμονήν του στηνΥπεριορδανία. Μια τέτοια υπόθεση των καινοδιαθηκολόγων, θα μπο­ρούσε πλην των άλλων, να εξηγήσει θαυμάσια και μίαν πληροφορία τού τέταρτου ευαγγελιστή, που, αλλιώς, αυτή θα εφαίνετο όλως διόλου αντιφατική. Διότι ο τελευταίος αυτός, σημειώνει: «Ταύτα εν Βηθανία εγένετο πέραν τού Ιορδανού, όπου ην Ιωάννης βαπτίζων» (Ιω. α', 28) . Αυτή δε ακριβώς η Βηθανία, χωριό ή απλό πέρασμα τού ποταμού, φαίνε­ται, λοιπόν, ότι εκείτο εις τον κάτω ρουν τού ποταμού Ιορδάνη. Κι' αυτό είναι όλο κι' όλο, ό,τι ξέρομεν για την τοποθεσία αυτής της Βηθανίας. Αργότερα, ο Ιωάννης πέρασε και πάλιν στη δεξιά όχθη τού ποταμού, αλλά, τη φορά αυτή, πολύ πιο βόρεια και έφθασε συγκεκριμένα εις την πηγήν Αίνων, πλησίον της πόλεως Σαλείμ, όπου, κατά την μαρτυρίαν τού τέταρτου ευαγγελιστή, υπήρχαν πολλά νερά, και όπου, κατά την ίδιαν μαρτυρίαν, και γι' αυτό ακριβώς, εγκαταστάθηκεν εκεί ο Βαπτιστής: «ότι ύδατα πολλά ην εκεί, και παρεγένοντο και εβαπτίζοντο.» (Ιω. γ', 23).
Στο μέρος δε ακριβώς αυτό ήταν όπου ήλθαν, λοιπόν, και βρήκαν τον Βαπτιστή οι δικοί του μα­θητές και τού είπαν αγανακτισμένοι και εμφανώς εξοργισμένοι: Στην Ιου­δαία κάποιοι τελούν ένα άλλο Βάπτι­σμαδιαφορετικό από το δικό σου, εννοώντας το Βάπτισμα, που γινόταν εκεί κατ' εντολήν τού Μεσσία Ιησού υπό των μαθητών τού τελευταίου.
Αλλ' αυτό ακριβώς το περιστα­τικό με τους μαθητές τού Ιωάννου, παρέσχεν την αφορμή στον ίδιο να δώσει, για μια ακόμη φορά, την δικήν του μαρτυρίαν υπέρ τού Ιησού, σαν τού μέχρι τότε αναμενόμενου και νυν ελθόντος Μεσσία.
Τέταρτη επισήμανσηΚαι ποιους, άραγε, εβάπτιζεν ο Ιωάννης;
Οι ακροατές τού Βαπτιστή, άνδρες και γυναίκες (λέγω και γυναίκες, γιατί δεν υπήρχεν κανένας σοβαρός λόγος για να απο­κλείονταν και να εξαιρούνταν αυτές από το Βάπτισμα τού Ιωάννου), προέρχονταν κυρίως απ’ την ίδια την Ιερουσαλήμ, αλλά και γενικότερα, από την νότια Παλαιστίνη, δηλαδή, από την Ιουδαία. (Ματθ. γ', 5, Μαρκ. α, 5) .
Αλλ' επειδή ο Ιωάννης μετεκινείτο προς την αντίθετον φοράν και κατεύθυνση τού ρεύματος τού Ιορδανού, δηλαδή, προς τον Βορρά, μπορούμε να δεχθούμε ότι ακριβώς αυτές οι βόρειες επαρχίες δεν έμειναν ανέπαφες και ασυγκίνητες από τη γοητεία, που ασκούσεν το κήρυγμά του. Κι' όταν, όπως είπαμε, κάπως αργότερα, δηλαδή, στη δεύτερη φάση της διακονίας του, μετακινήθηκεν ο Ιωάννης και ήλθεν εις την πηγήν Αίνων, οι Γαλι­λαίοι, αυτοί δηλαδή οι Παλαιστίνοι τού βορρά, μπορούσαν πια ευκολότε­ρα και ανετότερα να επωφεληθούν και απολαύσουν το κήρυγμά του, αλλά και να δεχθούν το Βάπτισμά του.
Κάποιοι, μάλιστα, απ’ αυτούς τους Γαλιλαίους δεν περίμεναν να έλθει ο Βαπτιστής μέχρις εκεί για να γίνουν και μαθητές του. Τον είχαν κι' όλας πλησιάσει και μαθήτευαν κοντά του. Τέτοιοι π.χ. ήσαν ο Σίμων­α Πέτρος, ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ, που ήσαν ήδη μαθητές τού Ιωάννου πολύ πριν μεταπηδήσουν και γίνουν, αργότερα, μαθητές τού ίδιου τού Μεσσία, δηλαδή τού Ιησού (Ιω. α' , 35) .
Πάντως, όπως μαθαίνομεν απ’ τις πληροφορίες των ευαγγελι­στών, ανάμεσα στα πλήθη, που έσπευδαν προς τον Ιωάννην και συνέρρεαν στις όχθες τού πόταμου, μπορούσε να διακρίνει κανείς τα πιο ετερόκλιτα και διαφορετικά στοιχεία: Έτσι, π.χ., μπορούσες να δεις, ακόμα και κάποιους Φαρισαίους, αλλά καιΣαδδουκαίους (Ματθ. γ', 7), εκεί. Επομένως, θα πρέπει, πάντως να δεχθούμεν ότι η φήμη τού Βαπτιστή ήταν ήδη στο απόγειόν της, για να φθάσει, δηλαδή, στο σημείον να προσελκύσει ταυτόχρονα και τις δύο αυτές αντίπαλες μεταξύ τους θρησκευ­τικές παρατάξεις, των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, οι οποίες ακριβώς συνα­γωνίζονταν η μια την άλλην, ποια απ’ τις δυο θα ασκήσει πάνω στον εβραϊκό λαό τη μεγαλύτερη επίδραση και επιρροήν. Πάντως, είναι, επίσης, γεγο­νός, ότι όλα αυτά τα πρόσωπα, όσα, δηλαδή, αναφέραμε ότι επισκέπτονταν την όχθην, όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης, δεν σημαίνει και ότι ήσαν αδιακρίτως και οπωσδήποτε σίγουροι και εξασφα­λισμένοι υποψήφιοι για το Βάπτισμα.
Ένας αριθμός επισκεπτών π.χ. έρχονταν από περιέργειαν. Άλλοι, πάλιν, εντυπωσια­σμένοι από τους βίαιους και καυστι­κούς λόγους τού Προδρόμου (Ματθ. γ', 7), και νιώθοντας μάλιστα ότι όσους μύδρους εξαπέλυεν ο προφήτης αυτός είναι γι' αυτούς, ότι γι' αυτούς προορίζονταν, ότι σ' αυτούς απευθύ­νονταν, ότι αυτούς εστόχευαν, όλοι αυτοί, λοιπόν, απέφευγαν επιμελώς και συστηματικά να ζητήσουν τον συμβολικόν καθαρμόν, όλοι αυτοί, των οποίων την υποκρισίαν καυτηρίαζεν αυτός ο αναμφισβήτητα, για τον λαόν, άνθρωπος τού Θεού. Τέτοια π.χ. ήταν η περίπτωση των Φαρισαί­ων. Ο Λουκάς, συγκεκριμένα, μας πληροφορεί σχετικώς, ότι «οι δε Φαρισαίοι και οι νομικοί την βουλήν τού Θεού ηθέτησαν εις εαυτούς, μη βαπτισθέντες υπ’ αυτού» (Λουκ. ζ', 30), δηλαδή, υπό τού Ιωάννου. Ευτυχώς, όμως, το μεγαλύτερον μέρος των ακροατών τού Ιωάννου, το κύριον σώμα των, ήσαν απλοί άνθρω­ποι τού λαού και μάλιστα ανάμεσά τους ήσαν και κάποιοι τελώνες, που, ως γνωστόν, εθεωρούντο ιδιαίτερα αμαρτωλοί, καθώς και αρκετοί στρα­τιώτες, που όλοι αυτοί δεν ζητούσαν τίποτε άλλο, δεν περίμεναν τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα νεύμα τού Ιωάννου, για να εκτελέσουν πιστά οποίαν εντολήν θα τους έδιδεν αυτός (Λουκ. γ', 10). Αυτούς τους απλούς ανθρώπους ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός τους επαίνεσεν και τους εγκωμίασεν μπροστά στους δικούς του μαθητές, όταν είπεν στους τελευταίους αυτούς: και πας ο λαός ακούσας, «και οι τελώναι, εδικαίωσαν τον Θεόν βαπτισθέντες το βάπτισμα Ιωάννου.» (Λουκ. ζ', 29)
Μέχρι τού σημείου αυτού, αγα­πητοί μου, η ομιλία ήταν κυ­ρίως περιγραφική κάποιων λίγο-πολύ, γνωστών, ή, και ευκόλως κατανοητών πραγμάτων. Και δεν ξέρω, μάλιστα, εάν και κατά πόσον παρουσίασεν ενδιαφέρον και τράβηξε την προσοχήν σας. Μπορώ όμως να σάς διαβεβαιώσω ότι το υπόλοιπον μέρος της, θα είναι πολύ ενδιαφέρον, εάν συνεχίσετε αλλά και εντείνετε την προσοχήν σας.
Όσα σημεία θα θίξωμεν από τώρα και μέχρι τέλους, είναι  στοιχεία που συνθέτουν τη γενικότερη εικόνα ενός σπουδαιότα­του θέματος, που δυστυχώς σπανίως μεν το διαπραγματεύονται και ακόμη σπανιότερον το αναλύουν ορθά: Πρό­κειται για το μεγάλο θέμα της κατα­γωγής και προέλευσης τού Χριστιανι­σμού μέσα στην Ιστορίαν. Και για μας μεν που πιστεύομεν στην θεότητα τού Χριστού και στην εν Χριστώ αποκάλυψη, η απορία γι' αυτό το ζή­τημα λύνεται αυτόματα, ή, μάλλον, δεν υπάρχει καν πρόβλημα.
Κάποιοι άλλοι όμως άπιστοι ή και αιρετικοί, και πιο συγκεκρι­μένα οι συλλήβδην λεγόμενοι Προτεστάντες (Ευαγγελικοί, Πεντηκοστιανοί, Βαπτιστές, Αντβεντιστές και λοιποί), και μεγάλοι κατά κόσμον σοφοί καθηγητές τους, οι οποίοι βέβαια «εμωράνθησαν εν τη σοφία αυτών», όπως λέγει η Αγία Γραφή, όλοι αυτοί για το ζήτημα της προέ­λευσης τού Χριστιανισμού, προσπα­θούν να τα εξηγήσουν όλα εξελικτικά και δια της αλληλεπίδρασης ιδεών και θεσμών.
Έτσι, και για το θέμα μας ισχυρίζονται ότι το μεσσιανικό κίνημα τού Ιησού και η μορφή τού κινήμα­τος, σαν Εκκλησίας, προήλθεν από το θρησκευτικο-κοινωνικόν κίνημα τού Ιωάννου τού Βαπτιστή. Ο Χριστός δηλαδή, λένε, δεν πρωτοτύπησεν στα περισσότερα στοιχεία, που δίδαξεν και θεσμοθέτησεν, αλλά, δήθεν, προσέλαβεν, αφομοίωσεν, συνέχισεν και το πολύ-πολύ εβελτίωσεν ή και τελειοποίησεν στοιχεία, που πήρε απ’ το πρόσφατον παρελθόν του ή από την ίδιαν την εποχήν του. Και ψάχνουν οι μωρανθέντες αυτοί σοφοί να βρουν: από ποια θρησκευτικά περιβάλλοντα και θρησκευτικο-κοινωνικο-πολιτικά κινήματα πήρε και δανείστηκεν ο Χριστός στοιχεία, από ποιους δηλαδή επηρεάστηκε για να φτιάξει το δικό του κίνημα. Έτσι βρίσκουν, οι κύριοι αυτοί την καταγωγήν τού Χριστιανισμού: Οι Εσσαίοι εγέννησαν Ιωάννην τον Βαπτιστήν. Ιωάννης δε ο Βα­πτιστής εγέννησεν τον Ιησούν Χρι­στόν. Έτσι, περνούν «γενεές δεκατέσσαρες» τον Χριστιανισμόν, που δίδα­ξεν ο Χριστός.
Φθάνομεν, λοιπόν, και στο σημερινό μας θέμα: Λένε αυτοί: Συγκεκριμένα, το Βάπτισμα που καθιέρωσεν ο Ιησούς δεν ήταν άλλο από το Βάπτισμα τού Ιωάννη. Ο Ιωάννης εβάπτιζε στο νερό. Ο Ιησούς πήρε, αφομοίωσε, βελτίωσεν και συνέχισεν το Βάπτισμα τού Ιωάννου. Δεν είναι άλλου είδους το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς. Επομέ­νως, ούτε και υπάρχει πρωτογενώς και πρωτοτύπως ειδικό χριστιανικό Βάπτισμα στο νερό. Ο Χριστός υιοθέτησεν το Ιωάννειο Βάπτισμα εν ύδατι, και έδωσεν εντολήν να το συνεχίσουν οι μαθητές του και η Εκκλησία μέχρι σήμερον, αυτό το υδάτινο Βάπτισμα τού Ιωάννου. Είναι Βάπτισμα σε σκέτο νερό και σε τίποτε άλλο που το πολύ-πολύ συμβολίζει κάτι. Γι' αυτό και ένα τέτοιο Βάπτισμα, δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, να τις σβύνει. Το μόνο που μπορεί είναι να καθαρί­ζει τις βρωμιές τού σώματος. Να για­τί όλοι αυτοί οι αιρετικοί Προτεστάν­τες δεν δέχονται ότι το Βάπτισμα, που κάνει η Εκκλησία εν ύδατι, συγχωρεί αμαρτίες. Διότι, λένε, δεν διαφέρει, απ’ το Ιωάννειον.
Σιωπούν για τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος, που με τις ευχές τού ιερέως κατεβαίνει από τον ουρανόν και αγιάζει το νερόν τού Βαπτίσματος. Το νερό, λοιπόν, τού Βαπτίσματος καθ' ημάς δεν είναι σκέτο νερό, αλλ' αγιασμένο απ’ τη Χάρη τού Αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και είναι αμαρτημάτων λυτήριον. Οι ίδιοι αυτοί αιρετικοί, όμως, επιφυλάσ­σουν για τους οπαδούς τους ένα άλλο Βάπτισμα, ένα δεύτερο Βάπτισμα, όχι υποχρεωτικά στο νερό, αλλά που τε­λείται κυρίως με το ακούμπημα τού χεριού τού τελετουργού πάνω στο κεφάλι τού οπαδού του, για να τού μεταδώσει -λένε- το άγιον Πνεύμα, ανεξάρτητα όμως από το νερό τού Βαπτίσματος. Μιλάνε, δηλαδή, αυτοί για δύο διαφορετικά Βαπτίσματα: ΤοΒάπτισμα εν ύδατι και το Βάπτισμα εν Πνεύματι. Ενώ ο απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα μιλάει όχι για δύο, αλλά για ένα Βάπτισμα, όταν λέγει: Εις Κύριος, μία πίστις, εν Βάπτισμα. (Εφεσ. δ', 5). Αυτό το ένα Βάπτισμα διατηρεί και τελεί η Εκκλησία, που είναι Βάπτισμα ύδατος και ταυτό­χρονα Πνεύματος.
Έχουν όμως δίκαιον όλοι αυτοί οι πλανεμένοι, όταν ισχυρίζονται ότι το εν ύδατι Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Ιησούς και τηρεί μέχρι σήμερα πιστά η Εκκλη­σία, είναι η συνέχεια τού ίδιου εκείνου υδάτινου Βαπτίσματος, που έκανε ο Ιωάννης και που δήθεν υιοθέτησεν ο Ιησούς, βάπτισμα βέβαια, που δεν συγχωρούσεν αμαρτίες;
Ταυτίζεται, λοιπόν, το Βάπτισμα τού Ιωάννου με το Βάπτισμα τού Χριστού; Ποιάν σχέση έχουν αυτά τα δύο; Ας δούμε αυτήν τη σχέση και ας συγκρίνομε τα δύο, συνεχίζoντας την ανάλυσή μας στο Ιωάννειο Βάπτισμα, μετά την ενημερωτικήν παρέκβαση, που ήταν απαραίτητη να κάνουμε.
Έτσι μπαίνομε στην πέμπτη επισήμανσηΑυτή αφορά στην ίδια τη βαπτισματική πράξη τού Ιωάννου: Πως, δηλαδή, με ποιόν τρόπον εβάπτιζεν αυτός;
Το Ιωάννειο Βάπτισμα γινόταν με βύθιση τού βαπτιζομένου στο νερό. Όμως, η ολοκληρωτική και πλήρης βύθιση στο νερό πρέπει να ήταν εύκολη μεν στα νερά τού Ιορδά­νη, αλλά πολύ λιγότερο εύκολη στα νερά της πηγής Αίνων, όπου, όπως είπαμε, και εκεί εβάπτιζεν ο Ιωάν­νης. Βέβαια, τίποτε δεν θα εμπόδιζε τον Βαπτιστή να παίρνει με τα χέρια του νερό και να βρέχει απ' το κεφάλι και κάτω τού βαπτιζομένου το μέρος τού σώματος του, που ήταν έξω από το νερό.
Άλλωστε, μας είναι γνωστόν, ότι πολλοί Βαπτισμοί, τους οποίους εντέλλεται και περιγράφει ο ίδιος ο μωσαϊκός Νόμος, γίνονταν συχνά κατ' αυτόν τον τρόπο και υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Αλλά, εκτός απ’ αυτήν την υπόθεση, που είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, κάτι άλλο έχει μεγαλύτερη σημασία και σπου­δαιότητα. Άραγε, ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος τού ίδιου τού Ιωάννου τού Βαπτιστή κατ' αυτήν την βαπτι­σματική πράξη; Και μήπως ο Ιωάν­νης χρησιμοποιούσε κατά την βάπτιση κάποιαν στερεότυπη εκφώνηση λό­γων, κάποιον χαρακτηριστικόν βα-πτισματικόν τύπον, κάποια βαπτι­σματική φόρμουλαν σ' αυτήν την βα­πτισματική τελετή;
Οι ειδικοί που ασχολήθηκαν μ' αυτό το θέμα δίνουν αρνητικήν απάντηση σ' ένα τέτοιο ερώτημα. Ο δε λόγος τού Αποστόλου Παύλου (Πρ. ιθ',4), που αναφέρουν οι Πράξεις Αποστόλων δηλώνει περισσότερον τον σκοπόν τού Βαπτίσμα­τος τού Προδρόμου, παρά τον τύπον βαπτισματικής εκφώνησης τού Ιωάν­νου. Ως προς δε τον πιθανόν ιερατικόν ρόλον τού Ιωάννου κατά το Βάπτι­σμα, ό,τι μπορούμε να ανιχνεύσουμε στα κείμενα των Ευαγγελίων, είναι ότι: οπωσδήποτε ο ρόλος τού Βαπτι­στή Ιωάννου κατά το Βάπτισμα δεν ήταν απλά ο παθητικός ρόλος ενός απλού μάρτυρα, που μόνον παρίστατο και παρατηρούσε τη βύθιση των νεοφύτων στα ύδατα.
Ο Ιωάννης, επί πλέον, είχε ρόλον ενεργητικόν μεν, αλλά τού οποίου τον αληθινό χαρακτήρα δεν προσδιορίζουν οι ιστορικές μας πηγές. Κι' αυτό διότι, όπως μαρτυρούν αυτές, ο Ιωάννης ήταν προσωπικά δεμένος με το Βάπτισμα, έτσι ώστε κανένας από τους μαθητές του δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τον Πρόδρομον σ' αυτό του το λειτούργη­μα. Μαρτυρείται, ότι όλοι όσοι έρχονταν να βαπτισθούν, επιθυμούσαν να λάβουν το Βάπτισμα απ’ τα δικά του χέρια και μόνον (Μάρκ. α', 5, Ματθ. γ', 6). Κάτι, δηλαδή, που δεν συνέβαι­νε με το Βάπτισμα, που καθιέρωσεν ο Χριστός. Κι' αυτή η διαπίστωση είναι μία απ’ τις πολλές διαφορές, που σημειώνομεν ότι υπήρχαν ανάμεσα στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό Βάπτισμα.
Και αφού θίξαμε κι' αυτό το σημείον, μπορούμε να μπούμε στην έκτη επισήμανσηΆραγε, το Βάπτισμα τού Ιωάννου επέζησεν και συνεχίστηκε μετά τον αποκεφαλισμό τού ίδιου; Και πιο συγκεκριμένα. Ήταν νόμιμον, θεμιτόν, επιτρεπτόν να συνεχισθεί και να επιβιώσει τού Ιωάννου, ένα τέτοιο Βάπτισμα; Τι λέγει η ίδια η Καινή Διαθήκη; Τι μαρτυρεί η Ιστορία;
Ο μεν τέταρτος ευαγγελιστής, για το θέμα αυτό, φαίνεται να υπονοεί, ότι αμέσως μόλις συνελήφθη και φυλακίστηκεν ο Ιωάν­νης, το Ιωάννειο Βάπτισμα έληξεν εσταμάτησεν. Λέγει, δηλαδή, ο ευαγγελιστής αυτός: Ήρχοντο εκεί, δηλαδή εις την πηγήν Αίνων και εβαπτίζοντο εκεί, διότι ο Ιωάννης δεν είχεν ακόμη φυλακισθεί (Ιω. γ', 23-24). Αυτή η διατύπωση τού Ευαγγελίου σημαίνει βέβαια, ότι με τη φυλάκιση τού Ιωάννου, σταμάτησε το Βάπτισμά του.
Και κάτι ακόμη: Οι Πράξεις Αποστόλων αναφέρουν ότι εί­κοσι περίπου έτη μετά τη φυλά­κιση και τον αποκεφαλισμόν τού Ιωάννου, κάποιος Ιουδαίος ονόματιΑπολλώς προερχόμενος από την Αλεξάνδρεια, δεν εγνώριζε άλλο Βά­πτισμα, παρά μόνον το Βάπτισμα τού Ιωάννου. Το ερώτημα όμως για μας είναι: Πολύ ωραία, ο Απολλώς εγνώριζεν σαν μόνο και αποκλειστικό Βάπτισμα εκείνο τού Ιωάννου. Όμως, θα ήταν δυνατόν να το είχε μεν λάβει ο ίδιος είκοσι χρόνια πριν, απ’ τα χέ­ρια τού ίδιου τού Ιωάννου. Το ερώτη­μά μας όμως είναι άλλο: Εάν, δηλα­δή, εν τω μεταξύ, το Βάπτισμα τού Ιωάννου έπαψε να τελείται, εάν διε­κόπη οριστικά με τον θάνατο τού Βα­πτιστή. Ή εάν, έστω και αυτοί που είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιον, όντως συνέχιζαν να βαπτίζουν περαιτέρω και άλλους, αλλά και εάν, κάνοντας τυχόν κάτι τέτοιο, ενεργούσαν νόμι­μα, τουτέστιν σύμφωνα με την επιθυμίαν ή σχετικήν εντολήν τού ίδιου τού Ιωάννου, που τυχόν την είχε δώσει τουλάχιστον στους μαθητές του, πριν αποκεφαλιστεί. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προκύπτει από πουθενά. Στην δε περίπτωση συγκεκριμένα τού Απολλώ, που, όπως αναφέραμε, λέγεται ότι έλαβε το Βάπτισμα Ιωάννου, αλλά δεν λέγεται τίποτε σχετικά με το αν αυτός ο Απολλώς, που είχε δεχθεί αυτό το Βάπτισμα, το συνέχιζεν τυχόν, με το να βαπτίζει ενδεχο­μένως άλλους. Κάτι τέτοιο, λοιπόν, δεν μαρτυρείται.
Ωστόσον, οι Πράξεις Αποστόλων (Πρ. ιθ', 1-7) αναφέρουν πάλιν μια δεύτερη περίπτωση: Συγκεκριμένα ο Απόστολος Παύλος συναντά στην Έφεσο κάποι­ους, οι οποίοι είχαν ήδη λάβει το Ιωάννειο Βάπτισμα. Διερωτώμεθα λοιπόν: Άραγε το έλαβαν απ’ τα χέρια τού ίδιου τού Ιωάννου; Τίποτα δεν το αποκλείει. Αυτοί οι κάτοικοι της Εφέσου θα μπορούσαν να ήσαν Ιουδαίοι, που πριν είκοσι χρόνια να ευρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, όταν, δηλαδή, ζούσεν ακόμη και εβάπτιζεν ο Ιωάννης και να είχαν βαπτισθεί απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Μάλιστα, τα λόγια που τους απευθύνει ο Παύλος, δείχνουν, ότι ο ίδιος ο Παύλος έτσι κατάλαβε το πράγμα και ότι αυτά τα λόγια του αποτελούν τρόπον τινά απάντηση σε μιαν προηγούμενη δή­λωσή τους, ότι ακριβώς οι ίδιοι βαπτί­σθηκαν απ’ τον ίδιο τον Βαπτιστή. Διότι ο Παύλος τους λέγει:
Ο Ιωάννης  μεν  εβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας. Αυτά δηλαδή τα λόγια τού Παύλου δείχνουν ακριβώς ότι δεν μεσολάβησε μεταξύ Ιωάννου Βαπτιστή και των εν λόγω Εφεσίων άλλος ενδεχομένως τελετουργός τού Ιωάννειου αυτού Βα­πτίσματος, είτε μαθητής του Ιωάν­νου, είτε οπαδός του, αλλ' ούτε και κάποιος απλά βαπτισμένος, που εις την συνέχειαν τυχόν εβάπτιζε άλλους, προκειμένου να συνεχίσει και διαιωνί­σει το Βάπτισμα τού Ιωάννου.
Θα πρέπει, άρα, να συμπεράνουμε ότι στα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν σώθηκε κανένα ίχνος για τυχόν επιβίωση τού Ιωάννειου βαπτί­σματος μετά το θάνατο του Βαπτιστή.
Μήπως, όμως, στα μετακαινο-διαθηκικά κείμενα και στην Ιστορία μπορούμε να εντοπί­σουμε τέτοιαν ενδεχομένην επιβίωση; Μήπως, δηλαδή, κάποιες αιρέσεις, νόμιμα ή όχι, αξίωσαν, όμως, ότι αυτές είναι οι νόμιμοι συνεχιστές μέσα στην Ιστορίαν, τού Ιωάννειου Βαπτί­σματος;
Ωστόσον, σώζεται και υπάρχει ένα μετακαινοδιαθηκικόν κείμενο, που είναι γνωστό με τον τίτλο: «Αναγνωρίσεις Κλήμεντος», που αναφέρει τα εξής: ότι οι μαθητές του Ιωάννου ή Ιωαννίτες είχαν θέσει σαν σκοπό τους να εμποδίσουν γενικό­τερα μεν τη διάδοση τού Ευαγγελίου και ειδικότερα τού χριστιανικού Βαπτίσματος. Πως όμως; Με το να αποδοκιμάζουν το χριστιανικό Βάπτι­σμα και με το να προβάλλουν την αξίωση ότι οι ίδιοι προσέφεραν το περίφημο Βάπτισμα τού Ιωάννου.
Όμως, το ζήτημα είναι όχι αυτά που λέγουν οι Αναγνωρίσεις Κλήμε­ντος, αλλ' ακριβώς ποιάν ιστορικήν αξία μπορούν να έχουν αυτές οι πλη­ροφορίες ενός τέτοιου κειμένου, το οποίον θεωρείται από τους ειδικούς άνευ ιστορικής αξίας, διότι κινείται μέσα στο χώρο της φαντασίας και της προκατάληψης.
Οπωσδήποτε, όμως, ιστορικά σίγουρον είναι ότι κι αν πράγματι υπήρξε κάποτε μια τέ­τοια οργανωμένη αίρεση, που να ασκού­σε το Βάπτισμα τού Ιωάννου, όμως θα πρέπει να είχεν γρήγορα σβύσει και εξαφανισθεί, διότι απλούστατα τέτοια αίρεση ήταν άγνωστη στους τότε εκ­κλησιαστικούς συγγραφείς, που ασχο­λούνται με τις αιρέσεις της εποχής εκείνης, και μας δίνουν καταλόγους με τα ονόματα των τότε αιρέσεων.
Η μόνη φαινομενική εξαίρεση στο συμπέρασμά μας για την μη επιβίωση τού Ιωάννειου Βαπτίσματος είναι αυτή που μαρτυρείται και μνημονεύεται από ένα μεγάλον αιρεσιολόγον της Εκκλη­σίας τού δ' αιώνος, τον άγιον Επιφάνιονεπίσκοπον Κύπρου, ο οποίος μιλώντας για δεκάδες αιρέσεων, κάνει λόγο και για τους λεγόμενους «Ημεροβαπτιστές». Λέγει, όμως, ο άγιος Επιφάνιος ότι αυτοί είχαν προ πολλών ετών εξαφανισθεί. Εξ άλλου, και αυτοί οι Ημεροβαπτιστές και στην εποχήν, που υπήρχαν ακόμη, δεν φαίνεται να ισχυρίζονταν ή να αξίω­ναν πως συνεχίζουν το Ιωάννειο Βά­πτισμα. Το Βάπτισμά τους ήταν δια­φορετικό από τού Ιωάννου και δεν τού έμοιαζεν. Κατά τις πληροφορίες τού αγίου Επιφανίου, αυτοί οι Ημεροβαπτιστές επεδίδοντο σε καθημερι­νούς βαπτισμούς, εξ ου και η ονομασία Ημεροβαπτιστές. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για Βάπτισμα που γίνονταν άπαξ, μια μόνο φορά, όπως τού Ιωάν­νου, αλλά για καθημερινούς τελετουρ­γικούς καθαρμούς, που θυμίζουν όχι, πάντως, το Βάπτισμα τού Ιωάννου, αλλά μάλλον αυτούς των Ιουδαίων, ή, μάλλον, ειδικότερα, τους ατέλειω­τους καθαρμούς των Φαρισαίων.
Υπάρχουν, έπειτα, και κάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι Μανδαίοι ή Μανδαΐτες, που μερικές χιλιάδες απ’ αυτούς σώζονται μέχρι σήμερα στη Μεσοποταμία. Είναι μεν γεγονός ότι αυτοί διατηρούν προφα­νώς ένα ιδιαίτερο σεβασμό για τον άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Ισχυρίζο­νται, μάλιστα, ότι τηρούν και διαφυ­λάσσουν μίαν άλλην θρησκεία, που δήθεν την κήρυξε και την δίδαξε ο ίδιος ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, εξ ου και η ονομασία τους : «Χριστιανοί τού αγίου Ιωάννου».
Όμως, ερευνώντας τον χαρακτήρα τού Βαπτίσματος, που εφαρμόζουν αυτοί, διαπιστώνομεν ακριβώς ότι δεν πρόκειται για μίαν βαπτισματικήν τελετήν, που, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, ανάγεται δήθεν παραδοσιακώς στον ίδιον τον Ιωάννην. Πρόκειται μάλλον για Βάπτισμα, που ενσωματώνει κάποιον στην Κοινότητά τους, πράγμα, δηλα­δή, που δεν συνέβαινεν στην περίπτω­ση τού Ιωάννου τού Βαπτιστή. Επί­σης, οι συχνοί τους, βαπτισμοί, ιδίως κατά τις πέντε ημέρες που διαρκεί η λεγόμενη «Μεγάλη εορτή τού Βαπτί­σματος», δεν έχει άλλον σκοπόν και χαρακτήρα, παρά το να τηρήσουν κά­ποιες απαιτήσεις μιας άλλης γνωστής αίρεσης της αρχαιότητας τού περίφη­μου Γνωστικισμού, που είχεν τότε κυριολεκτικά συνταράξει την Εκκλησίαν.
Και με την έβδομη επισήμανση, μπαίνουμε στο πιο κρίσιμον όσον και ενδιαφέρον σημείον: Ποια, δηλαδή, η σχέση τού Ιωάννειου Βαπτίσματος με το χριστιανικό;
Πρώτον: Το Βάπτισμα τού Ιωάν­νου είναι διαφορετικό, άλλο από το χριστιανικό και κατώτερό του.
Διαπιστώνομεν από τα αρχαία κείμενα τού χριστιανισμού, ότι ακόμη και κατά την περίοδο που τα δύο αυτά είδη Βαπτίσματος, δηλαδή, το Ιωάννειο και το χριστιανικόν, ετελούντο παράλληλα, όμως διακρίνονταν σαφώς μεταξύ τους και το καθένα απ’ αυτά είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, που θα αναφέρουμε. Άρα, δεν ταυτίζονταν.
Τους πρώτους χριστιανικούς αιώ­νες, μόνον κάποιοι μεμονωμένοι αιρετικοί συνέχεαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα, το Ιωάννειον και το χρι­στιανικόν. Τέτοιοι αιρετικοί ήσαν οι Λουσιφεριανοί και οι Δονατιστές, που εναντίον τους και προς αντιμετώπισή τους κινήθηκαν ενεργητικά και ο άγιος Ιερώνυμος και ο άγιος Αυγου­στίνος.
Εξ άλλου, τη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα δηλώνει και η γλώσσα, που χρησιμοποιεί η Καινή Διαθήκη , όταν κάνει λόγο για καθένα απ’ αυτά χωριστά, ή, όταν μιλάει για την σχέση αυτών των δύο και τα συγκρίνει.
Η Καινή Διαθήκη ονομάζει το πρώτο και το χαρακτηρίζει με την σύντομη έκφραση: «Το Βάπτισμα τού Ιωάννου». Αντίθετα, οι πρώτοι χρι­στιανοί εκφράζονται ως εξής: λένε ότι έχουν βαπτισθεί στο όνομα τού Ιησού, ή, στο όνομα τού Κυρίου. Και μόνη αυτή διαφορά στην ονομασία τους δείχνει, ότι οι πρώτες, οι αρχέ­γονες χριστιανικές Κοινότητες δεν εταύτιζαν τα δύο αυτά Βαπτίσματα.
Η Ιωάννεια βαπτισματική τελετή, αν και θεωρούμενη θεϊκής προέλευσης, δεν ήταν παρά πλύση σωματική, που έφερε το όνομα αυτού που την τελούσεν και συμβόλιζε την προδιάθεση και προετοιμασία για τον Μεσσία και τη βασιλεία του. Ο δε απόστολος Παύλος μιλώντας για το χριστιανικό Βάπτισμα, επιμένει στο σημείον αυτό: «όλοι βαπτισθήκαμε στο όνομα τού Ιησού Χριστού» (Ρωμ. στ', 3, Γαλ. γ', 27), για να δώσει ακριβώς την ταυτότητα αυτού τού χριστιανικού Βαπτίσματος σε σχέση με οποιοδήποτε τυχόν άλλο Βάπτι­σμα, πραγματικό ή υποθετικό. Γιατί, λοιπόν, αυτή η διαφορά ονομασίας ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα;
Πρώτον: διότι ακριβώς το χρι­στιανικό Βάπτισμα δεν παίρνει το όνομά του από τον τελετουργόν του, ο οποίος φυσικά δεν είναι και ο πρώτος αίτιος που προκαλεί το κύριον αποτέλεσμα τού Βαπτίσματος, που είναι η εσωτερική, ψυχική κάθαρ­ση. Παίρνει, λοιπόν, αυτό το Βάπτι­σμα το όνομα του όχι από τον τελετουργόν του, αλλ' από τον ίδιον τον ιδρυτήν του, τον Χριστόν. Είναι το Βάπτισμα εις Χριστόν.
Δεύτερον: Το Ιωάννειο Βάπτισμα αποτελεί προετοιμασίαν για την υποδοχήν και αποδοχήν τού Μεσσία, που έρχεται. Αυτόν τον χαρακτήρα τού Ιωάννειου Βαπτίσμα­τος δείχνουν οι διαμαρτυρίες, που με άκραν ταπείνωση κάνει ο Ιωάννης. Θεωρεί τον εαυτό του, απλά, πρόδρο­μο τού Μεσσία και κατώτερον τού Μεσσία, τόσον όσον ο δούλος σε σχέση με το αφεντικό, με τον Κύριόν του, με τον Δεσπότη του. Ο ίδιος είναι επιφο­ρτισμένος μόνον με το έργον της προε­τοιμασίας τού δρόμου τού Μεσσία. (Ιω.α',23).
Ο Ιωάννης προηγήθηκεν ως προς τη γέννησή του από τη γέννηση τού Ιησού Χριστού. Το δε κήρυγμα του επίσης άρχισεν πριν από εκείνο τού Ιησού. Έπρεπε, φαίνεται, και το Βάπτισμα τού Ιωάν­νου να προηγηθεί τού Βαπτίσματος, που θα έδινεν ο Χριστός. Επομένως, το Βάπτισμα αυτό τού Ιωάννου θεσμοθετήθηκεν με ένα ιδιαίτερο σκοπόν. Ο τέταρτος Ευαγγελιστής βάζει στο στόμα τού Ιωάννου τα εξής λό­για: αλλά για να φανερωθεί εις το Ισραήλ, δια τούτο ήλθον εγώ εν τω ύδατι βαπτίζων (Ιω. α', 31) .
Ο Βαπτιστής ασταμάτητα εκήρυσσε τον Μεσσία στα πλήθη, που συνέρρεαν στις όχθες τού Ιορδάνη. Αλλά και ο Απόστολος Παύλος λέει κάτι το πολύ χαρακτηριστικόν, ότι ο Ιωάννης εβάπτιζε τους νεόφυτούς του «εις τον μετ' αυτόν ερχόμενον, για να πιστεύσουν σ' Αυτόν, δηλαδή, στον Ιησούν» (Πρ. ιθ'. 4) .
Όλα αυτά τα είπαμε, για να αποδειχθεί ότι δεν είναι επιστημονικά ορθόν αυτό, που κάποιοι υποστήριξαν, για δήθεν επι­βιώσεις τού Ιωάννειου Βαπτίσματος μέσα στην Ιστορία. Μένει τώρα να δούμε το σπουδαιότερον: άραγε επιβίωσεν το Ιωάννειο Βάπτισμα μέσα στον ίδιο τον Χριστιανισμόν σαν δήθεν καθαρά χριστιανικό Βάπτισμα, όπως υποστηρίζουν οι Προτεστάντες μέχρι σήμερα;Αυτό θα το δούμε κατωτέρω.
Προηγείται όμως, η έβδομη επι­σήμανσή μας: Ποιος, λοιπόν, ήταν ο αληθινός χαρακτήρας και η ίδια η φύ­ση τού Ιωάννειου Βαπτίσματος;
Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να δεχθούμε και να ομολογήσουμε  ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Καινής Διαθήκης, το Βάπτισμα τού Ιωάννου ήταν βέβαια θεϊκής έμπνευσης, και προέλευσης. Εάν ο Ιωάννης είχε την αξίωση να επιβάλει στους Ιουδαίους ένα Βάπτισμα δικής του επινόησης, δικής του αυθεντίας, και όχι θεϊκής, οι Ιουδαίοι δεν θα το απεδέχοντο, δεν θα το ελάμβαναν, δεν θα υπετάσσοντο σ' αυτό. Διότι οι Ιου­δαίοι είχαν την πεποίθηση ότι πράγ­ματι κάθε τέτοιου είδους βαπτιστής έπρεπε να έχει λάβει από το Θεό την εντολή να βαπτίζει. Είχαν πει στον ίδιο τον Ιωάννη: Γιατί, λοιπόν, βα­πτίζεις, αφού λες ότι δεν είσαι εσύ ο Χριστός, ούτε ο «προφήτης» (Ηλίας);) (Ιω. α', 25). Ο Ιωάννης όμως υπήκουε και ακολουθούσε και εφήρμοζεν τον λόγον τού Θεού (Λουκ. γ', 2) και για να διαλύσει κάθε αμφιβολίαν τους, διακήρυσσε με δυνατή φωνή την δικήν του αποστολήν, που τού ανέθεσεν δι' αποκαλύψεως ο ίδιος ο Θεός. «Αυτός που με έστειλεν να βαπτίζω στο νερό, ο ίδιος μου είπε· αυτός που πάνω του θα δεις να κατεβαίνει το Πνεύμα....» Μόνον ο Θεός θα μπορούσε να τού έχει αποκαλύψει ότι θα δει να κατεβαίνει το άγιον Πνεύμα πάνω στον Μεσσία. Επομένως ο Θεός είναι και Αυτός που τού ανέθεσεν εμπιστευτικά την αποστολήν και το έργο να βαπτίζει.
Ακριβώς δε το γεγονός αυτό είχε τόσην επισημότητα και είχε τόσο ριζώσει στις ψυχές τού λαού, ώστε και οι ίδιοι οι θρησκευτι­κοί αρχηγοί δεν μπορούσαν και δεν τολμούσαν να το θέσουν υπό αμφισβή­τηση. Απόδειξη τούτου είναι το ακό­λουθο ερώτημα, που έκανε μια μέρα ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός στους θρη­σκευτικούς ηγέτες τού Ισραήλ. Τους είπεν: Το Βάπτισμα τού Ιωάννου ποιάν προέλευση είχεν; Προερχόταν απ’ τον ουρανό, απ’ τον ίδιο το Θεόν; Ή, μήπως, είχεν ανθρώπινη προέ­λευση και καταγωγή; Δηλαδή, μή­πως αυτό ήταν άπλα επινόηση τού ίδιου τού Ιωάννου, που ήταν ένας άνθρωπος; (Ματθ. κα', 25). Η πρό­θεση τού Ιησού ήταν ολοφάνερη: Γνωρίζει ότι οι θρησκευτικοί αρχηγοί των Ιουδαίων ούτε που θα τολμούσαν να αρνηθούν τον χαρακτήρα θεϊκής προέλευσης, ουράνιας καταγωγής τού Ιωάννειου Βαπτίσματος. Αλλά και κάτι άλλο, επίσης: Επειδή και ο Βα­πτιστής έδωσε τη δική του μαρτυρία για τον Ιησούν σαν τον Μεσσία, μ' αυτό ακριβώς που έκανε ο Ιωάννης και χωρίς να το θέλει έδινε μαρτυρίαν και για τον ίδιο τον εαυτόν του, για τον θεϊκό χαρακτήρα δηλαδή της ίδιας της δικής του αποστολής. Αυτό φάνηκε καθαρά στα μάτια των εντυ­πωσιασμένων ακροατών του. Το αν­τιλήφθηκαν όλοι, το έζησαν, το εβίωσαν.
Και όταν παρά τις αντιρρήσεις του ο Ιωάννης υποχρεώθηκε να ρίξει το συμβολικόν ύδωρ στην κεφαλήν τού Ιησού, τού οποίου την έλευση ο ίδιος ήδη εκήρυσσεν, άρπαξε τη μοναδική αυτή ευκαιρία για να πλέξει στον Ιησού ένα εντυπωσιακόν εγκώμιο, που είχε μεγάλο αντίκτυπο στους γύρω ακροατές του (Ιω. α', 29, 34, 36).
Ο Βαπτιστής κράτησε πάντα την ίδια στάση απέναντι στον Ιησού και έδινε στους μαθητές του να καταλάβουν ότι η δική του αποστολή ήταν εφήμερη και προσωρι­νή. Απ’ την αρχήν κι' όλας της διακο­νίας του ο Ιωάννης υπαινίσσετο συνεχώς, ότι η δική του αποστολή θα έληγεν, όταν θα άρχιζεν εκείνη τού Ιησού: «Εγώ σάς βαπτίζω στο νερό, αλλ' Αυτός θα σάς βαπτίσει στο Άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α', 8). Αργότερα, θα πει και ότι ο ίδιος πρέ­πει να σβύσει, να εξαλειφθεί μπροστά στο Χριστό. Ακόμη, ότι ο ίδιος είναι ο παράνυμφος, που παραστέκεται στο γαμπρό, χαίρεται ν' ακούει τη χαρού­μενη φωνή τού Νυμφίου: «Εγώ πρέ­πει να ελαττώνομαι και Εκείνος να αυξάνει» (Ιω. γ, 29-30). Με την τέ­λεση τού γάμου τού Νυμφίου, ο ρόλος τού Ιωάννη ετελείωσεν. Όλων τα βλέμματα τώρα πια ας στρέφωνται στο κύριο πρόσωπο της γαμήλιας εορτής, δηλαδή, στον γαμπρόν, ενώ ο ίδιος ο παράνυμφος θα πρέπει διακρι­τικά να αποσυρθεί. Πράγμα που όν­τως και έπραξεν ο Ιωάννης. Ο Ιω­άννης δεν είχεν σαν έσχατη επιδίωξή του να βαπτίσει το Χριστό, αλλά ακριβώς να οδηγήσει τους ακροατές του στο Βάπτισμα, που θα έδιδεν πλέ­ον ο Χριστός, και που το συνιστούσεν ο Ιωάννης.
Ακολούθησε, βέβαια, μία σύντομη περίοδος, κατά την οποίαν ετελούντο παράλληλα και τα δύο αυτά Βαπτίσματα. Ξέρουμε από την Καινή Διαθήκη (Ιω. δ',1), ότι ο Ιησούς ανέπτυξε μίαν βαπτισματική δραστηριότητα μέσω των δικών Του μαθητών, πολύ μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη από εκείνην του Ιωάννου. Ευρισκόμενος δε πια ο Ιωάννης στη φυλακήν και, επομένως, έχοντας σταματήσει το Βάπτισμα, επληροφορείτο για τον αληθινό θρίαμ­βο εκ της διαδόσεως τού Βαπτίσμα­τος, που έκανεν ο Ιησούς δια των δικών Του μαθητών.
ΤρίτονΤο Βάπτισμα τού Ιωάν­νου είναι βάπτισμα μετανοίας εν όψει μιας επικείμενης άφεσης αμαρτιών. Αυτό, δηλαδή, προκα­λούσε καλές διαθέσεις για δικαιοσύνην και ευσέβειαν και δι' αυτών οδη­γούσε σε μίαν μέλλουσαν άφεση αμαρτιών.
Εξ άλλου, ο ίδιος ο Ιωάννης ευθύς εξ αρχής τοποθετήθηκεν κάνοντας μιαν σαφή διάκριση ανάμεσα στο δικό του Βάπτισμα και σ' εκείνο τού ισχυ­ρότερου του: «Εγώ σάς βάπτισα στο νερό, Εκείνος θα σάς βαπτίσει με άγιον Πνεύμα» (Μάρκ. α', 8), λέγει ο Μάρκος, «με άγιον Πνεύμα και με φωτιάν», λέγουν ο Ματθαίος και ο Λουκάς (Ματθ.γ', 11, Λουκ.γ', 16).
Κάθε ένα από τα δύο είδη Βαπτί­σματος εν ύδατι και εν Πνεύματι αγίω αντιστοιχεί στο χαρα­κτήρα αυτού που το τελεί: ο μεν Ιωάννης, που είναι μόνον άνθρωπος, βαπτίζει στο νερό μόνον. Ο Ιησούς, που είναι Θεάνθρωπος, θα βαπτίζει και στο άγιον Πνεύμα, επί πλέον.
Ο Ιωάννης δεν έχει άλλο μέσο στη διάθεση του, παρά το υλικόν ύδωρ, τού οποίου η δραστικότητα δεν είναι μεγάλη, εν προκειμένω: Το νερό το σκέτο βρέχει, μουσκεύει το σώμα, το πλένει, βγάζει τις εξωτερικές βρώμες. Δεν μπορούμε να απαιτούμε απ’ αυτό να διεισδύει και στο εσωτερικόν της ψυχής και να την καθαρίζει.
Εξ εαυτού του και μόνον, χωρίς, δηλαδή, κάθοδον της θείας Χάριτος που να το αγιάζει, εί­ναι ανίκανο, βέβαια, το σκέτο νερό να καθαρίσει και την ψυχήν. Το Ιωάννειο Βάπτισμα, που γινόταν μόνο στο νερό, δεν είχε τη δύναμη του αγίου Πνεύματος. Αλλ' ούτε και θα πρέπει να νομίζουμε ότι ανάμεσα στα δύο αυτά Βαπτίσματα, στο Ιωάννειο και στο χριστιανικό, η διαφορά έγκειται στην αποτελεσματικότητά τους και μόνο, η οποία στο ένα είναι απλώς ανώτερη και στο άλλο κατώτερη. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αβυσσαλέα. Είναι, όπως λέμε στη Λογικήν, δια­φορά είδους: Άλλου είδους το ένα, άλλου, διαφορετικού είδους, το άλλο.
Και όταν, λίγο μετά, γεννιέται και εμφανίζεται επίσημα η Εκκλησία την ημέραν της Πεν­τηκοστής, το Βάπτισμα τού Ιωάννου θεωρείται πια απ’ τους απόστολους, οπωσδήποτε, ανύπαρκτο. Πως απο­δεικνύεται αυτό;
Μα, ένας μεγάλος αριθμός εκ των πρώτων χριστιανών προηγουμένως, πριν δηλαδή γίνουν χριστιανοί και ενόσω ζούσεν ακόμη ο Ιωάννης, εί­χαν ήδη βαπτισθεί απ’ αυτόν, τότε που όλη η χώρα της Ιουδαίας και των Ιεροσολύμων συνέρρεεν προς αυτόν.
Όμως, κατόπιν, όταν έγινε η Πεντηκοστή, ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος δεν διστάζει να πει σ' όλους αυτούς, που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην: «Πρέπει ο καθένας από σάς να βαπτισθεί στο όνομα τού Ιησού Χριστού, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας και για να λάβετε το άγιον Πνεύμα» (Πρ. β ', 38) .
Αλλά και λίγες μέρες πριν την Πεντηκοστήν, ο ίδιος ο αναστημένος Ιησούς, την ημέραν της Ανάληψής Του, δίδει στους μα­θητές Του μίαν εντολήν γενικής ισχύ­ος, που περιελάμβανε, δηλαδή, όλους τους ανθρώπους, ακόμη και εκείνους που είχαν ήδη βαπτισθεί από τον Ιωάννην. Και αυτοί έπρεπε τώρα να βα­πτισθούν με το χριστιανικό Βάπτισμα στο όνομα τού Πατρός και τού Υιού και τού αγίου Πνεύματος, τώρα πια.
Λίγο αργότερα, εξ άλλου, ο ίδιος ο Παύλος στην Έφεσο βάπτισεν στο όνομα τού Ιησού, δηλαδή με το χριστιανικό Βάπτισμα, κάποι­ους που παλιά είχαν βαπτισθεί από τον Ιωάννην, δηλώνοντας, έτσι, ο Παύλος ότι το Βάπτισμα τού Ιωάν­νου ήταν Βάπτισμα ελπίδας και προσ­μονής για τη Χάρη τού αγίου Πνεύ­ματος, ενώ το Βάπτισμα τού Ιησού Χριστού ήταν ακριβώς αυτή αύτη η πραγματοποίηση και πραγματικότη­τα, η ίδια η έλευση αυτής της Χάρι­τος, που είχε , δηλαδή, έλθει: «η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω.α',17).
Συμπερασματικώς σημειώνομεν, ότι, επομένως, το Βάπτισμα τού Ιωάννου δεν ήταν ένα από τα Μυστήρια της Καινής Διαθήκης. Μόνον συγχέοντάς το με το χριστια­νικό Βάπτισμα, θα έφθανε κανείς στο σημείο να το θεωρήσει Μυστήριον. Όπως όμως είδαμεν, το Ιωάννειο Βάπτισμα διαφέρει απ’ το χριστιανι­κό, πρώτον: ως προς την προέλευσή του: έχει μεν θεϊκήν προέλευση, αλλά δεν θεσμοθετήθηκε απ’ τον ίδιον τον Ιησού Χριστό, ο οποίος και είναι ο ιδρυτής όλων των Μυστηρίων της Εκκλησίας και ήταν, εξ άλλου, πρόσκαιρον και εφήμερον. Διαφέρει, δεύτερον, το Ιωάννειο από το χριστια­νικό ως προς την εξωτερικήν πράξη της τελέσεώς του. Τελείται με τη χρήση ενός υλικού στοιχείου, τού νερού, χωρίς όμως να συνοδεύεται από βαπτισματικόν τύπον, σε αντίθεση με το χριστιανικόν που τελείται πάντα στο όνομα τού Τριαδικού Θεού.
Διαφέρει, τρίτον, το Ιωάννειο από το χριστιανικό Βάπτισμα, ως προς την σημασίαν του: συμβο­λίζει όχι την παρούσαν και ελθούσαν θείαν Χάρη τού Αγίου Πνεύματος, αλλά την μέλλουσαν, την ελευσόμενη Χάρη, αφού μόνον δια τού Ιησού Χριστού η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο (Ιω., α', 17).
Τέταρτον, διαφέρει από την απο­τελεσματικότητά του: το μεν χριστια­νικό Μυστήριο τού Βαπτίσματος ενεργεί, όπως λέμε στη Θεολογία: ex opere operato ( = εξ έργου ειργασμένου), ενώ το Βάπτισμα τού Ιωάννου ενεργούσε: ex opere operantis ( = εξ έργου τού ενεργούντος).
Που θα πουν αυτά τα δυο, ότι: το μεν χριστιανικό Βάπτισμα αντικειμε­νικάαναγεννά τον βαπτιζόμενο. Εν­τυπώνει στην ψυχήν του ένα ανεξάλειπτο χαρακτήρα, τον ενσωματώνει στην Κοινότητα, δηλαδή, στην Εκ­κλησία τού Χριστού κάνοντάς τον μέ­λος της, τον κάνει ικανόν και δεκτικόν των υπολοίπων Μυστηρίων της Εκ­κλησίας. Ενώ το Βάπτισμα τού Ιωάννου ήταν ανίκανο να επιφέρει τέτοια αποτελέσματα.
Το Ιωάννειο Βάπτισμα, εμφανισθέν πριν απ’ την ίδρυση της Εκκλησίας, δεν ήταν δυνατόν να συγκαταλέγεται μεταξύ των αγιαστικών μέσων, που διαθέτει η χριστιανική Κοινότητα, και, όταν άρχισεν η διάδοση τού Ευαγγελίου, το Βάπτισμα τού Ιωάννου είχεν ήδη σβύσει και εξαφανισθεί.
Το Βάπτισμα τού Ιωάννου προετοίμαζεν για την μελλοντικήν και επικείμενην είσοδον στη βασιλεία των ουρανών, όσους μετα­νοούσαν για τα αμαρτήματά τους και έδειχναν πίστη στην επικείμενη έλευση τού Μεσσία. Όμως, επειδή αυτό το ίδιο το Βάπτισμα δεν προξενούσε αφ' εαυτού του ούτε την εσωτερικήν-ψυχικήν καθαρότητα, αλλ' ούτε και την νομικήν τοιαύτην, δηλαδή την κα­θαρότητα που υπεδείκνυεν και απαιτούσεν ο μωσαϊκός Νόμος, και γι' αυτούς τους δύο λόγους, δεν μπορεί κυριολεκτικά να ονομαστεί Μυστήριον.
Πρόκειται για τελετή με εξωτε­ρικό χαρακτήρα, κάτι σαν πρελούδιο, εισαγωγή, προοίμιον στο χριστιανικό Βάπτισμα. Ο βαπτιζόμενος στα νερά τού Ιορδάνη ομολογούσε δημόσια την αμαρτωλότητά του, μόνον, ζητούσε μέσω της συγγνώμης των αμαρτημάτων του την μέλλουσα εισδοχήν του στη Βασι­λεία των Ουρανών, της οποίας τις πύλες άνοιξεν ο Μεσσίας Ιησούς και της οποίας η επί γης επέκτασή της είναι ο χώρος της Εκκλησίας.

* Πρόκειται για ομιλία, που θα εγίνετο επί τη εορτή τού άγιου Ιωάννου τού Βαπτιστή το 2005 εις την αίθουσα διαλέξεων της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά