Τετάρτη, Ιανουαρίου 04, 2012

Ὁ χρόνος καὶ ὁ ἄνθρωπος


Πάσχος Παντελῆς



Ὑπάρχει ἕνας χρόνος, ποὺ μετροῦμε τὶς ὧρες μας, τὶς νύχτες καὶ τὶς μέρες, τὰ χρόνια καὶ τοὺς αἰῶνες – ὁ φυσικὸς ἢ κοσμολογικὸς χρόνος· κ’ ἕνας ἄλλος χρόνος, ποὺ γεμίζουμε μὲ τὰ ψυχικά μας γεγονότα καὶ τὴν πνευματική μας καλὴ ἢ κακή, δραστηριότητα – ὁ ψυχολογικὸς ἢ ὑποκειμενικὸς χρόνος. Ὁ πρῶτος εἶναι ἕνας δρόμος, ποὺ τὸν ὑποδιαιροῦμε ἀνάλογα καὶ τὸν περπατοῦμε. Ὁ δεύτερος εἶναι ἕνα ἀπέραντο ποτάμι, ποὺ τὸ διαπλέουμε μὲ τὸ φτωχὸ σκαρί μας, πότε μὲ ἥλιο, πότε μὲ βροχή, πότε μὲ κάλμα ἢ μὲ τρικυμία, πότε ἀργὰ καὶ πότε γρήγορα, σύμφωνα μὲ τὸ ρεῦμα· ὅμως, ἀφήνοντας σὲ κάθε στάλα του κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας.

Γιὰ μερικοὺς ἀνθρώπους τὸ ἐγὼ, ἀντὶ νὰ λάμνει καὶ νὰ σκίζει μὲ τὴ δράση του «τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα», γίνεται δέντρο, ὄχι «παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων», ἀλλὰ στὴ μέση τοῦ πόταμου μὲ τὰ κλαδιὰ του ἁπλωμένα. Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ «πανδαμάτωρ» παρασέρνει τὸ δέντρο συνηθέστατα.

Μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ πῶ σὲ κάποιον ποὺ ρωτάει, πότε ἄρχισε ὁ χρόνος, ὅπως κι ὅταν θὰ μὲ ρωτήσουν, πότε ἄρχισε νὰ ὑπάρχει ὁ Θεός· ὡστόσο, δὲ θέλω τώρα νὰ ξεφύγουμε σὲ φιλοσοφικὲς ὁρολογίες, μὲ τὸ «χωρόχρονο» καὶ τὰ λοιπά. Ὅμως ἂν ἐπιμένει νὰ ρωτάει, θὰ τοῦ πῶ πὼς καὶ ὁ χρόνος κι ὁ Θεὸς εἶναι «αἰώνιοι. Ἀλλὰ μὲ μία διάκριση· ἡ αἰωνιότητα τοῦ χρόνου εἶναι μικρότερη ἀπ’ τὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ χρόνος ξεκινάει ἀπ’ τὰ χέρια Του. Μὲ τὸ «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος» τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸ ὑπέρχρονο τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ μικραίνει κάπως τὴν αἰωνιότητα τοῦ χρόνου – σὲ ποιότητα τουλάχιστον, ἂν ὄχι σὲ ποσότητα, σὲ διάρκεια ὑλιστικὰ καὶ συνηθισμένα χρονική.

Παιδεύομαι νὰ βρῶ ἀπὸ καιρό, ἕναν ὁρισμὸ τοῦ χρόνου. Ὁ Πυθαγόρας τὸν λέγει «σφαῖρα τοῦ περιέχοντος»· ὁ Ξενοκράτης «μέτρον τῶν γεννητῶν»· ὁ Πλωτῖνος στὶς περίφημες Ἐννεάδες του «ζωὴν τῆς ψυχῆς»· ὁ Πλούταρχος «τὸν βίον πάντα» κι ἄλλοι ἀλλιῶς. Ἀφοῦ, ὅμως, ζοῦμε μέσα στὸ χρόνο κι αὐτὸς ζεῖ μέσα μας, κι ἀφοῦ περιεχόμενο εἶναι ὅ,τι τὸ ἐγὼ μας ἔζησε καὶ ζεῖ ὑπεύθυνα, νομίζω πὼς ὁ χρόνος εἶναι ἕνας πνευματικὸς χῶρος ποὺ ἐναποθηκεύουμε τὸ λόγο καὶ τὴν πράξη μας• ἕνα μεγάλο πλαίσιο ὑποκειμενικότητας, ὅπου ἐναποθέτουμε τὴν ἑκάστοτε ἀντικειμενικότητα· ἕνας παρθενικὸς καμβάς, ὅπου κεντοῦμε νεράιδες ἢ φαντάσματα, ἀνθοὺς ἢ σερπετά, ἀγγέλους ἢ δαιμόνια -ἀνάλογα μὲ ὅ,τι ἔχει ἢ μπορεῖ κανένας νὰ κεντήσει μόνος του, προσωπικά.

Εἶναι πολὺ γνωστό, πὼς στὸν ὑποκειμενικὸ ἢ ψυχολογικὸ χρόνο, ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ πάντα μὲ τὴν ἴδια ἔνταση, γι’ αὐτὸ δὲ λογαριάζει μὲ τὰ ἴδια μέτρα τὴν ποιότητα καὶ τὴν ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία τρέχει. Ὁ νέος μας νιώθει ὅτι ἀνεβαίνει πολὺ ἀργὰ στὴν κορυφὴ τοῦ χρόνου κ’ ἔχει, ὅπως λογαριάζει, ὅλη τὴν ἄνεση γιὰ ὁποιαδήποτε ἀπόλαυση κ’ ἐπιτυχία – ἐδῶ φυτρώνουνε τὰ περισσότερα ρόδα καὶ ὄνειρα τῆς αἰσιοδοξίας τῶν νέων μας. Ἀντίθετα, ὁ ἡλικιωμένος αἰσθάνεται πὼς ἔγειρε πιὰ καὶ πὼς πῆρε τὸν κατήφορο, ὅπου μὲ καταπληκτικὴ ταχύτητα τρέχει τὰ βήματα τῶν τελευταίων χρόνων του· ἀπὸ δῶ ξεκινοῦνε οἱ περισσότερες συμβουλὲς τῶν ἡλικιωμένων πρὸς τοὺς νέους: νὰ ζήσουν ἐκεῖνα, ποὺ ἐκεῖνοι πιὰ μονάχα συμβουλεύοντας μποροῦν νὰ τ’ ἀναφέρουν. Αὐτός, ὅμως, δὲν εἶναι νόμος ἢ κανόνας ἀπαράβατος. Ὑπάρχουν γέροι ποὺ νεάζουνε στὰ ὅλα τους, ὅπως καὶ νέοι πού, δυστυχῶς, χρειάζονται γεροντικὸ μπαστούνι ἀπ’ τὰ δεκαοχτώ τους χρόνια, ὅπως σημειώσαμε ἀλλοῦ.

Ἀνάλογα μὲ τὶς διαστάσεις τοῦ χώρου, φτάσαμε νὰ δώσουμε καὶ στὸ χρόνο «διαστάσεις»: παρελθὸν- παρὸν – μέλλον. Τὸ παρελθὸν μας ἔχουμε δικαίωμα, μονάχα μὲ τὴ μνήμη νὰ τὸ συλλογιόμαστε ἢ νὰ τὸ «νοσταλγοῦμε». Τὸ μέλλον ποὺ δὲν ἦρθε, δὲν μποροῦμε μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸ ἐξουσιάσουμε – μονάχα νὰ τὸ φανταζόμαστε καὶ νὰ τὸ περιμένουμε. Ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς μένει νὰ τὸ ζήσουμε καὶ νὰ τὸ γεμίσουμε μὲ τὸ εἶναι μας, εἶναι τὸ παρόν: ἡ στιγμὴ αὐτὴ μονάχα. Τίποτ’ ἄλλο! (Ἐδῶ θὰ ἔπρεπε ν’ ἀνοίξω μία παρένθεση, γιὰ κείνους ποὺ νοσταλγοῦν τὸ χαμένο παράδεισο, ἀπ’ ὅπου ἔφυγαν κάποτε. Νοσταλγοῦν τὸ Θεό, ἀπ’ ὅπου ξεκίνησαν καὶ ὅπου ἡ συγγενική τους φύση τοὺς «βιάζει» σχεδὸν νὰ κατευθύνονται. Ὅμως αὐτοὶ ἀραίωσαν πολὺ στὴν ἐποχή μας. Εἶναι ὁ μικρός, ὁ ἐλάχιστος ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν).

Δὲν εἶναι σπάνιοι οἱ ἄνθρωποι, πού, συγκρίνοντας τὴν παροῦσα ζωὴ μὲ τὸν «μέλλοντα χρόνο» καὶ τὴν αἰωνιότητα, τὴν βρίσκουν πολὺ μικρή, ἀσήμαντη, μάταιη. Καὶ τὴ διασπαθίζουν, ὅταν δὲν τὴ «βιάζουν» νὰ σταματήσει. Ὅμως αὐτὸ τὸ «ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστὶ» (Α’ Κορ, ζ’ 29), δὲν ἐξισώνει τὸ σύντομο μὲ τὸ ἀσήμαντο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ, ἴσα – ἴσα, ἕνα λόγο νὰ εἶναι πιὸ σημαντικός, ἀκριβῶς γι’ αὐτὴ του τὴ βραχύτητα. Ἂν μάλιστα σκεφτοῦμε, πὼς ἀπὸ τὸν «συνεσταλμένο» καιρὸ ποὺ ζοῦμε, ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα νὰ χάσουμε ἢ νὰ κερδίσουμε τὴν αἰωνιότητα, καταλαβαίνει κανένας, πὼς ὄχι μονάχα δὲν εἶναι μάταιη καὶ ἀσήμαντη ἡ παροῦσα ζωή, μὰ πὼς εἶναι τὸ μεγαλύτερο κεφάλαιο, ποὺ ἀναμένει ἀπὸ μᾶς τὴν πρέπουσα, τὴν ἁρμόδια ἀξιοποίηση.

Ἱστορικὰ τὸ παρελθὸν εἶναι παιδὶ τοῦ παρόντος κ’ ἐγγόνι τοῦ μέλλοντος. Πνευματικά, ὅμως, τὸ μέλλον γεννιέται καὶ γίνεται καλὴ ἢ κακὴ αἰωνιότητα, κόλαση ἢ παράδεισος μόνο ἀπ’ τὸ παρελθόν, δηλαδὴ ἀπ’ τὸ τωρινὸ παρόν. Γι’ αὐτὸ οἱ τόσες συμβουλές, ὅτι δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸν καιρό, ποὺ χάνει ἐκείνους ποὺ τὸν χάνουνε, ὅτι ὁ χρόνος εἶναι χρῆμα, ὅτι ἀπ’ τὸ χρόνο ἐξαρτᾶται ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή μας κ.λπ. Γι’ αὐτὸ κ’ ἡ Ἁγ. Γραφὴ λέγει «ἐν φόβῳ τὸν τῆς παροικίας ὑμῶν χρόνον ἀναστράφητε». Καὶ ἀλλοῦ, ἀκόμη καθαρότερα: «τὰ μὲν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος, κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Κι’ ὁ Δαβίδ, στὴν Π. Διαθήκη, θρηνεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ χρόνο ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὴ γήινη σφαίρα πολὺ γρήγορα, σὰν τὸ χόρτο, σὰν τὸ λουλούδι: «ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ, ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει». Ἄν, ὅμως, αὐτὸς ὁ ἀνθὸς δὲν καταστραφεῖ, ὁ σπόρος του εἶναι ἱκανὸς νὰ μᾶς δώσει τὴν αἰώνια ζωή. Τὴ ζωὴ ποὺ δὲν φθείρεται καὶ δὲν παλιώνει μέσα στὴν ἀγέραστη κι ἀγαπημένη μας αἰωνιότητα.

Σκέφτομαι, πὼς ἡ τριβή μου μὲ τὰ χρονικὰ γεγονότα μὲ φθείρει. Ἀλλὰ ἡ ἀπραξία μου κ’ ἡ ἀδράνεια, μοῦ ἀφήνει τὰ πάντα κενά, χωρὶς κανένα νόημα. Ἔτσι, μποροῦμε νὰ ποῦμε, πὼς ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀδειάζουν τὸ χρόνο τους καὶ τὸν ἑαυτό τους στὴν ἄβυσσο τοῦ Τίποτε, ὅπως ἀντίθετα ὑπάρχουν κι ἄνθρωποι ποὺ γεμίζουν τὸ χρόνο τους καὶ τὸν ἑαυτό τους μὲ τὸ πιὸ ὑψηλό, τὸ πιὸ βαρὺ καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ περιεχόμενο. Γιατί, ἁπλούστατα, δὲ χάνονται μέσα στὸν «συνεσταλμένο καιρό», ἀλλὰ προσανατολίζονται πῶς θὰ περάσουν στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Ἔτσι ὁ ἀγώνας τους καὶ ἡ ἀγωνία τους σὲ τοῦτον τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο, εἶναι πῶς θὰ κερδίσουν τὰ ὑπέρτοπα καὶ τὰ ὑπέρχρονα, ποὺ «σὴς καὶ βρῶσις» δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ τὰ βρεῖ καὶ νὰ τὰ βλάψει.

Ἡ μέριμνα κ’ ἡ ἀνησυχία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει πολλὴ καὶ ἔντονη συνείδηση τοῦ χρόνου μέσα της· ἄλλο, βέβαια, ἂν ἐμεῖς δὲν ἔχουμε χρόνο νὰ τὸ συλλογιστοῦμε. Κ’ ἡ πίστη κ’ ἡ ἐλπίδα, ποὺ δίχως τους ἡ ὅποια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καταντάει κόλαση ἀπ’ τὶς φριχτότερες, ἔχει μέσα πολὺ χρόνο. Ὅμως, ἡ πίστη κ’ ἡ ἐλπίδα δὲν μποροῦν νὰ δεσμεύσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ἀξιοποιήσει τὸν παρόντα χρόνο. Ἡ ἐντολὴ τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶναι πολὺ σαφής: «μὴ ἀφυστερήσῃς ἀπὸ ἀγαθῆς ἡμέρας», Κ’ ἡ «ἀγαθὴ ἡμέρα» εἶναι αὐτή, ποὺ εἶναι σήμερα στὴ δικαιοδοσία σου νὰ τὴ σβήσεις ἢ νὰ τὴ γράψεις στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς· -σὰν τὸν πλούσιο Λάζαρο τῆς παραβολῆς τῶν Εὐαγγελίων- μοναδικὸ παράδειγμα γιὰ τὰ καλὰ ἢ κακὰ ἀποτελέσματα ἀξιοποιήσεως τοῦ χρόνου, καὶ τὶς παρακόλουθες ἐπιπτώσεις στὴ μεταφυσικὴ ζωή μας, ὅπου καὶ μόνο κρίνεται ἡ ἀξία τοῦ χρόνου.

Κάποτε, μερικοὶ αἰσθαντικοὶ νέοι καὶ νεανίδες τῆς εἰδωλολατρίας, ὅταν ἔμαθαν, πὼς ὁ ἀνθρώπινος ἀνθός, σὰν μαραθεῖ σὲ τούτη τὴ ζωή, φυτρώνει σὲ μίαν ἄλλη -ἄπειρες φορὲς καλύτερη- αὐτοκτονοῦσαν, γιὰ νὰ μείνουν στὴν αἰωνιότητα μὲ τὸ νεανικὸ κορμὶ τους σφρίγος κι ὡραιότητα γεμάτο. Ἡ πλάνη εἶναι φανερὴ καὶ δὲν χρειάζεται καμιὰ προσπάθεια γι’ ἀνασκευή. Ἀλλά μοῦ χρειάζεται ἡ εἰκόνα αὐτή, γιὰ μερικοὺς ποὺ «σκοτώνουν» μὲ πολλοὺς ἄσκοπους καὶ ἀνόητους πέρα γιὰ πέρα τρόπους τὸ χρόνο τους -χωρὶς ἐλπίδα κἄν ἀναστάσεώς του- δίχως νὰ ὑποψιαστοῦν, πὼς τοῦτο εἶναι ἕνα ἀπ’ τ’ ἄγραφα θανάσιμα ἁμαρτήματα: εἶναι μία αὐτοκτονία σωστή. Καὶ ὅτι ὁ θεὸς Κρόνος (-χρόνος) ἔτρωγε, στὴν ἀρχαιότητα, ὁ ἴδιος τὰ παιδιὰ ποὺ γεννοῦσε, σήμερα δὲν τὸ θυμᾶται παρὰ μόνον ἡ Μυθολογία. Ἂν ἤθελε, ὅμως, κανεὶς νὰ ἐμβαθύνει καὶ σ’αὐτὸ τὸ μύθο, θὰ ‘βρισκε πὼς καὶ σήμερα ὁ Χρόνος κατασπαράσσει πολλὰ τέκνα τῆς γῆς, ποὺ μὲς τὴν πολλὴ τὴν «ὕβριν» τους τὸν ἔχουν ἀγνοήσει.

Ἡ νεώτερη ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία, περνώντας πολὺ φρόνιμα ἀπὸ τὰ παλαιὰ μονοπάτια πότε τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ πότε τοῦ Λεόντιου τοῦ Βυζαντίου, συνέλαβε μερικὲς ἀπ’ τὶς βαθύτερες χριστιανικὲς ἔννοιες, Ἔτσι μᾶς παρουσίασε καὶ τὴν ἔννοια τοῦ «ὑπαρξιακοῦ» ἢ «ἱστορικοῦ χρόνου». Σ’ αὐτὸν ζοῦν, ἑνωμένα μὲ τὴ στιγμὴ τοῦ παρόντος, τὸ παρελθὸν ὁλάκερο καὶ τὸ μέλλον. Εἶναι κάτι σχετικὸ μὲ τὸν τρισδιάστατο κινηματογράφο. Βλέπεις, στὴν ἴδια ὀθόνη ποὺ διαδραματίζεται ἡ σημερινὴ πράξη σου, ἀντάμα νὰ προβάλλονται ἡ χτεσινὴ καὶ ἡ αὐριανή. Παρουσιάζεται μπροστά σου ἡ εὐθύνη ἀναπόφυγη καὶ γιὰ τὶς τρεῖς διαστάσεις τοῦ χρόνου, ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὶς καταστρέφεις, οὔτε νὰ τὶς «ἐξευτελίζεις»• ἀλλὰ νὰ λὲς μὲ τὴν «τιμὴ καὶ τὴν πεποίθησή» σου, «τὸ μεγάλο Ναὶ ἢ τὸ μεγάλο Ὄχι», ζώντας ὑπεύθυνα, καὶ ἑπομένως ἠθικά, τὴν ἐλεύθερη πράξη σου μὲς στὸν τριπλὸ αὐτὸ χρόνο. Ἑλληνικὰ παραδείγματα ἔχουμε, δόξα στὸ Θεό, πολλά. Ἀπὸ τὸν Λεωνίδα μὲ τοὺς Τριακόσιους, μέχρι τὸ Εἰκοσιένα καὶ τὸ Σαράντα εἶναι χυμένος μέσα καὶ πάνω σ’ ὅλα τὰ ἔργα -στὰ μεγάλα δηλαδὴ- ὁ τριπλὸς χρόνος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πυκνότητα τῆς Ἑλληνικῆς στιγμῆς, ἀπ’ αὐτὴ τὴ σκοπιά, εἶναι τάση, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ τὴ συλλάβει κανένας στὶς μέρες μας, ὅπου ὑφίστανται τὰ πάντα μίαν ἀχαρακτήριστη καπηλεία, ἀπὸ ἀπίθανα πρόσωπα καὶ συλλόγους.

Συλλογίζομαι κάποτε τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχω γιὰ τὸ μέγα ἀγαθό τοῦ χρόνου, ὅταν οἱ «ἐνδημήσαντες» θὰ ἔδιναν τὸ πᾶν, ποὺ εἴχανε στὴ γῆ, γιὰ μία στιγμὴ μονάχα, ἤ, ὅταν φαντάζομαι καὶ τοὺς καθήμενους ἀκόμη καὶ στὰ δεξιὰ τοῦ Δικαιοκρίτη, πὼς θὰ ‘θελαν πολὺ λίγες στιγμὲς γήινου χρόνου, γιὰ νὰ ὡριμάσουν καλύτερα καὶ νὰ ’ναι καλύτερα στὰ ὑπέρχρονα δώματα! Λίγες στιγμὲς μονάχα, μὰ τόσο πολύτιμες.

Ὅμως, οἱ πιὸ πολλοὶ ζοῦμε τὸν μονόχρονο τοῦ Ἐπικούρου, ὅπου ὁ χρόνος εἶναι τὸ παρὸν καὶ τὸ παρὸν εἶναι ἡ ἡδονή, ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔχει μοναχὰ παρόν, κι αὐτὸ στιγμιαῖο: «ὁ χρόνος τούτων (τῶν ἡδονῶν, δηλ.) οὐ πολύς, ἀλλ’ ὥσπερ οἱ διάττοντες ἔξαψιν ἅμα καὶ σβέσιν ἐν τῇ σαρκὶ λαμβάνουσιν», κατὰ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ Ἐπικούρου, ποὺ περίμενε κανεὶς νὰ τὶς ὑποστηρίξει γενναία.

Ἀπ’ τὴ στιγμὴ τοῦ Ἐπικούρου, ὡς τὴ «ριπὴ ὀφθαλμοῦ» τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὑπάρχει ἕνα ἄπειρο διάστημα Χρόνου ποὺ βιώνεται μονάχα μέσα στὸ Χριστιανισμὸ – ἀλλὰ στὸν πραγματικό, βέβαια, Χριστιανισμό. Γιατί, δυστυχῶς, στὶς μέρες μας ἔχει καταντήσει κι ὁ Χριστιανισμὸς ἀγνώριστος, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα. Ἂν ἔρχονταν νὰ ἰδεῖ τὴν ἐποχή μας σήμερα ὁ ὑλιστὴς καὶ ἡδονιστὴς Ἐπίκουρος, θὰ’ βρισκε πιὸ πολλοὺς ὀπαδοὺς -κι ὄχι μονάχα ἔξω ἀπ’ τὸ Χριστιανισμό. Αὐτὸ ἔχει πολλὲς αἰτίες, ἀλλὰ δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ ἐξεταστοῦν. Οὔτε κἄν πρόχειρα ν’ ἀναφερθοῦν ἐδῶ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά