Όταν ο Μέγας Αντώνιος ησκήτευεν εις την έρημον, να και έρχεται ο Δαίμων τα μεσάνυκτα, και του εκτύπησε την πόρτα διά να του άνοιξη. Εσηκώθη λοιπόν ο Μέγας Αντώνιος, και αφού άνοιξε την πόρτα του, βλέπει, έξαφνα άνθρωπον αλλόκοτον και έστεκεν έξω.
Λέγει του ο άγιος "Ποίος είσαι οπού μου κτυπάς τα μεσάνυκτα την πόρταν, και τι θέλεις";
Λέγει του ο μιαρός Δαίμων "εγώ είμαι ο Δαίμων".
Και λέγει προς αυτόν ο Άγιος "πως ήλθες, παγκάκιστε εδώ";
Και λέγει προς αυτόν ο Δαίμων "΄Ηλθα να σου ειπώ πως μάχονται οι καλόγηροι και λοιποί Χριστιανοί, υβριζόμενοι κατά πάσαν ώραν, και πως τους κοσμικούς γυρίζω εύκολα εις το θέλημα μου".
Λέγει του ο Άγιος "Παγκάκιστε, διατί κάμνεις αυτό";
Λέγει του ο Δαίμων "Εγώ φθονώ τους καλογήρους, διότι ο αυθέντης μου ο Εωσφόρος έχει πολύν φθόνον εις αύτους, επειδή μέλλει ο Θεός ν΄αποκαταστήση το Τάγμα των Αγγέλων όπου εξέπεσεν από ήμας, και να κάμη Αγγέλους από τους καλούς ιερείς και τους ταπεινούς Μονάχους, και διά τούτο έχομεν τόσον φθόνον εις αυτούς".
Λέγει του ό Άγιος "Επειδή ήλθες εδώ, ώ Δαίμων, ορκίζω σε εις τον Θεόν του παντός τον κτίσαντα τα πάντα, να σταθής αυτού εως ου να ομολογήσης όλα όσα πράττεις".
Λέγει του ο Δαίμων "Διατί με έδεσες Αντώνιε, εγώ ήλθα να σου πω το καύχημα μου μόνον το πως μάχονται οι μοναχοί και λοιποί χριστιανοί, και συ με έδεσες";
Λέγει ο Άγιος "Ειπέ μοι τα έργα των Δαιμόνων, τι κάμνωσιν εις τους Μοναχούς και λοιπούς χριστιανούς".
Λέγει του ο Δαίμων "άκουσον Αντώνιε ημείς είμεθα πρώτα άγγελοι και ο Εωσφόρος, ο πρώτος μας, από την υπερηφάνειαν εξέπεσε, διότι ηθέλησε να στήση τον θρόνον του επάνωθεν του Θεού, συλλογιζόμενος δις τον εαυτόν του να γίνη όμοιος με τον Θεόν. «Και έσομαι ομοίως τω Υψίστω». Και μόλις το εσυλλογίσθη, παρευθύς έπεσε κάτω εις τα καταχθόνια του άδου, ακολουθούντες αυτόν και ημείς, και εξ αιτίας τούτου, από άγγελοι εγείναμεν δαίμονες, και διά τούτο έχομεν τον φθόνον εις τους μονάχους και τους ορθοδόξους χριστιανούς, και τους πειράζομεν. Αλλά άλλο δεν μας θανατώνει περισσότερον από την προσευχήν, την νηστείαν και την ταπείνωσιν όπου κάμνουν οι μονάχοι και λοιποί ορθόδοξοι χριστιανοί- διά τούτο και ημείς πασχίζομεν κατά πολλά διά να τους κάμωμεν ούτε να προσεύχωνται ούτε να νηστεύωσιν, άλλα να αμελώσι και να υπερηφανεύωνται, και άλλοι να λέγωσιν ότι είναι εύμορφοι, ενώ είναι άσχημοι, και άλλοι ότι είναι προκομμένοι και δεν γνωρίζουν ούτε τα άλφα, και βάνωμεν πολλήν έχθραν ανάμεσον του ενός και του άλλου διά να μαλώνουν, και εξ΄αιτίας τούτου πηγαίνωμεν από τόπον εις τόπον, και άλλους κάμνωμεν να αρνώνται τον Χριστόν, και άλλους να αφίνουν την μοναχικήν ζωήν και να γίνωνται κοσμικοί, και μ΄αυτόν τον τρόπον τους πέρνομεν μαζύ εις την αιώνιον κόλασιν. Αλλ' άκουσε και τούτο, άγιε του Θεού. Ότι άλλο δεν μας πειράζει ούτε η προσευχή, ούτε η νηστεία, όσον η ταπείνωσις. Και αυτήν την βλέπομεν εις πολλούς μοναχούς και εις ολίγους κοσμικούς, άλλα αυτούς τόσον πολύ σπουδάζωμεν να τους σείρωμεν εις τον εαυτόν μας, όσον το σκουλίκι οπού βόσκει εις τι δένδρον και πασχίζει να το ξηράνη και να το καταντήση άχρηστον εις το να κάμη καρπόν ώστε να βαλθή εις την φωτιάν. Τέτοιας λογής λοιπόν πασχίζομεν και ημείς ώστε να ξηράνωμεν την καρδία αυτών όπου πράττουσι τα έργα του Θεού. Ύστερον να τους ρίξωμεν εις την αίωνιον κόλασιν.
Λέγει του ο Άγιος "αμή τους κοσμικούς διατί τους πειράζετε";
Λέγει του ο δαίμων - επειδή και ο Χριστός διά τον Αδάμ έρριψε τον πρώτον μας, και έχομεν πολύν φθόνον εις αυτούς, βλέπεις δε και ετούτα τα μαχαίρια οπού έχω εις την ζωσίν μου. Όλα δι' αυτούς τα έχω, και όταν μεθύσωσιν από το κρασί τους βάνω εις μάχην πολλήν και από λόγον εις λόγον πιάνονται, και εγώ αναμαζώνω τους και σφάζονται, και όχι εγώ μοναχός μου, αλλά και οι λοιποί μου αδελφοί.
Λέγει του ο άγιος "και που είναι οι αδελφοί σου";
Λέγει του ο δαίμων "εις κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις και πηγαίνουν εκεί διά να κάμουν σκάνδαλα".
Λέγει του ο άγιος "και πως λέγουν τα ονόματα των";
Λέγει του ο δαίμων "τον ένα τον λέγουν Κενόδοξον, ηγούν της κενοδοξίας, και τον άλλον Θυμώδη, επειδή θυμώνει τους ανθρώπους και δέρνονται, κάμνοντας και άλλα πολλότατα κακά, δηλαδή να πηγαίνωσιν εις τα κριτήρια, να εξοδεύωσι τον βίον τους, έχοντες και ημείς από αυτούς πολύ διάφορον τουτέστι μερδικόν, μόνον εκείνους έχομεν εχθρούς οπού δεν αφίνουν τους άλλους να πηγαίνουν εις τους Κριτάς, διά τούτο και ημείς εκείνους οπού δεν κάμνουν το θέλημα μας πολλά τους πολεμούμεν, άλλα δεν κάμνωμεν τίποτε, και όταν υπάγωμεν εις τον πρώτον μας πολύ μας μαλώνει και υβρίζει. Διά τούτο παρακαλώ σε, να με αφήσης να υπάγω, ότι πολύν καιρόν έκαμα εδώ, και άργησα, και πλέον μη με ερωτάς, διότι πολύ θέλει με παιδεύσει ο αυθέντης μου.
Λέγει του ο Άγιος, τόσους χρόνους έχετε, παγκάκιστοι εχθροί, οπού πειράζετε τον κόσμον και ακόμη δεν εχορτάσατε; Αμήν πάλιν ορκίζω σε, εις τον Παντοδύναμον Θεόν να μου είπης την αλήθειαν εις ό,τι σε ερωτήσω.
Τότε λέγει του ο Δαίμων: "Αντώνιε, διατί με έδεσες περισσότερον, όπου εγώ βιάζομαι; πηγαίνω διατί πολύν καιρόν άργησα εδώ οπού έως τώρα ήθελα γυρίσει εις το θέλημα μου πολλούς ανθρώπους, αλλά συ δεν με αφίνεις, και όταν ύπαγω με μαλώνει ο αυθέντης μου, ερώτα με λοιπόν ογρήγορα, διότι όλοι μου οι αδελφοί υπάγουν με κανίσκια εις τον αυθέντην μας τον πρώτον, και δεν έχω με τι να υπάγω κ΄εγώ, επειδή με κατέστησες άμοιρον της χάριτος μου, και με μαλώνουν οι αδελφοί μου οπού πηγαίνουν εις τα πανηγύρια.
Λέγει του ο άγιος "ποιον είναι το μεγαλήτερον σκάνδαλον οπού δίδετε εσείς οι δαίμονες εις τους ανθρώπους;"
Λέγει του ο Δαίμων "Κενοδοξίαν και εις τούτο εγώ πιάνω και τους δαιμονίζω, διά να πιασθούν ένας με τον άλλον, έπειτα φθάνει και ο θυμώδης ο μεγαλύτερός μου αδελφός και τους δίδει διπλήν την κενοδοξίαν και τότε πιάνωμεν και τους ανακατώνομεν πολλά, και ούτω κάμνουν το θέλημα μας και τότε υπάγωμεν εις τον αυθέντην μας, και αυτός πολύ μας χαίρεται, και μας αξιώνει εις μεγαλητέραν τιμήν".
Λέγει του ο άγιος "αμή πως δεν φοβείσθε τον Θεόν, αλλά τολμάτε και κάμνετε σκάνδαλα εις τους χριστιανούς;"
Λέγει του ο Δαίμων: "Αντώνιε, ημείς έχομεν από τον Θεόν θέλημα, και ό,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, αφινοντάς μας και οι Άγγελοί του να πράξωμεν ό,τι θέλωμεν και η παραχώρησις αυτή δίδεται εις ημάς, διά να δοκιμάζωνται οι πιστοί από τους απίστους• διατί όσοι έχουν πίστιν σταθεράν δεν κάμνουν τα θελήματα μας, διά τούτο πηγαίνουμεν και εις τα τραπέζια όπου έχουν παιγνίδια, και κανένας δεν μας εμποδίζει, και χαιρόμεθα και ημείς μαζύ με αυτούς, και γίνονται ιδικοί μας υπηρέται, και αφίνοντες τον Θεόν λατρεύουν ημάς αγκαλά και πολλαίς φοραίς μας υβρίζουν, άλλ' όταν πίνουν το κρασί με τα παιγνίδια, πάλιν κάμνουν το θέλημά μας".
Λέγει του ο άγιος ορκίζω σε εις τον Θεόν να με είπης και τούτο "δηλ. την Κυριακήν τι κάμνετε εις τους χριστιανούς;"
Λέγει του ο Δαίμων "ημείς καθόλου δεν αναπαυόμεθα όλον τον καιρόν, ούτε παύομεν τα σκάνδαλα, μόνον εις αυτά ευρισκόμεθα παντοτεινά, και την Κυριακήν κάμνομεν πολλά εις τους χριστιανούς και άλλους κάμνομεν να ράπτουν, άλλους να πραγματεύωνται, άλλους να γελούν, άλλους να τραγωδώσι, καί εις τας γυναίκας, άλλας να τις κάμνωμεν να κεντώσιν, άλλας να πραγματεύονται την Κυριακήν, κάμνομεν τους άνδρας και τας γυναίκας να πολυκοιμώνται και να μη πηγαίνουν εις την εκκλησίαν, τους δίδομεν πόνον εις την κεφαλήν ή εις άλλο μέρος του κορμίου, διά να ευρίσκουν πρότασιν, να λέγωσι πως δεν ημπορούν να υπάγουν εις την εκκλησίαν, και τον χειμώνα τους δίδομεν ζέσταν, και το καλοκαίριον γλυκύτητα εις τον ύπνον και βάρος εις την κεφαλήν διά να μη σηκωθούν να υπάγουν εις την εκκλησίαν, και ούτω κάμνουν και αυτοί τα θέλημα μας. Εκείνοι όμως όπου γυρίζουν εις θεογνωσίαν, φεύγωμεν απ΄αυτούς και πηγαίνομεν εις εκείνους οπού κάμνουν το θέλημά μας, να έχουν και να κρατούν τον βίον τους σιμάτων ως να δουλεύουν τας Κυριακάς και τας εορτάς να μην τιμούν. Εκείνοι όμως οπού τιμούν τους αγίους, παρακαλούν και οι άγιοι δι αυτούς τον Θεόν, και συγχωρούνται αι αμαρτίαι των, και ξαναφεύγουν από ημάς, και ημείς θρηνούμεν πως τους εχάσαμεν, διατί δεν κάμνουν πλέον το θέλημα μας, και διά τούτο ο πρώτος μας, πολλά συγχίζεται και θλίβεται δι' αυτούς, τότε θα κάμνει σύναξιν μεγάλην εις όλους τους δαίμονας και πολλά πολλά τους μαλώνει και τους υβρίζει, πως δεν ημπόρεσαν να κάμουν σκάνδαλα εις τους χριστιανούς, τους εορτάζοντας τας Κυριακάς, διά τούτο μαλώνει ημάς και τότε πηγαίνομεν και ημείς και τους ανακατώνομεν και ούτω κάμνουν πάλιν το θέλημά μας, και επιστρέφομεν εις τον αυθέντην μας, και μας χαίρεται κατά πολλάς, και μας αξιόνει εις περισσοτέραν τιμήν, και πάλιν στέλλει καθ' έναν από ήμας εις διαφόρους υπηρεσίας, δηλαδή άλλους εις την θάλασσαν να παρακινούν τους ναύτας να πνίγουν τους επιβάτας διά να πάρουν τον βίον τους αν έχουν, άλλους εις τα ποτάμια, και πάλιν στέλλει τον έξαρχον με εκατόν πεντήκοντα δαίμονας να ταράσσουν την θάλασσαν διά να κινδυνεύουν τα καράβια, και να αγανακτούν οι ναύται και να υβρίζουν την πίστιν τους, και να λέγουν πολλάς άλλας βλασφημίας, άλλους διά να φονεύουν τους ανθρώπους, και άλλους εις τα παιγνίδια διά να κάμουν σκάνδαλα να μαλώνουν και να υβρίζωνται ένας τον άλλον άνθρωπον, οι οποίοι από ολίγον εις ολίγον πιάνονται και δέρνονται και έτζι κάμνουν το θέλημα μας, δίδοντες εις αυτούς πολύν θυμόν διά να χάνουν τον μισθόν τους από τον Άγιον οπού εορτάζουν, και άλλοι πάλιν δαίμονες εισχωρούν εις ανδρόγυνα και κάμνουν πολλήν μάχην, και άλλοι εις εκείνους όπου έχουν περισσόν βίον, διά να σκληρύνουν, τας καρδίας των και να μη λυπώνται τους πτωχούς διόλου, αλλά μόνον να παίρνουν των πτωχών το αμπέλι, ή το χωράφι, και διά τούτο σπουδάζομεν πολύ να μη λυπώνται οι πλούσιοι τους πτωχούς".
Τότε λέγει του ο άγιος "ορκίζω σε εις τον Θεόν του ουρανού και της γης, να μου είπης και τούτο τι έχετε εσείς οι δαίμονες με τους πτωχούς;"
Λέγει του ο Δαίμων "ημείς από τους πτωχούς διάφορον δεν έχομεν, παρά από εκείνους όπου κλέπτουν, επειδή και αυτοί είναι ιδικοί μας δούλοι αλλά από εκείνους οπού φυλάττουν την πίστιν τους διάφορον δεν έχομεν."
Λέγει του ο Αγιος "αμή εκείνους οπού δίδουν τα αργύρια τους με το διάφορον πως τους έχετε;"
Λέγει του ο δαίμων "αυτοί είναι ιδικοί μας φίλοι."
Λέγει του ο άγιος "μη εκείνους οπού μαντεύουν πως τους έχετε;"
Λέγει του ο Δαίμων "αυτοί είναι ωσάν μανάδες μας, επειδή πλανούν τον κόσμον, και έρχεται προς ημάς και έχομεν πολύ διάφορον από αυτούς, διατί αφίνουν τον Θεόν, και κάμνουσι το ιδικόν μας θέλημα, επειδή κάμνουν τον εαυτόν τους διά Θεόν και προσκαλούν ημάς διά να δώσωμεν εις τον άρρωστον την υγείαν του, και τότε ο μαντατοφόρος δαίμων στέλλει δώδεκα υπηρέτας να κάμουν φαντασίαν, πως από την μαντείαν εσηκώθη ο άρρωστος, και ευθύς, ο μαντατοφόρος δαίμων γράφει εις το κατάστιχον του εκείνους όπου κάμνουν την αμαρτίαν και το θέλημα του, διά τούτο και ο αυθέντης μας πολλά τους χαίρεται, και τους αξιόνει εις μεγαλητέραν τιμήν.
Λέγει του ό άγιος "εκείνους οπού δεν τιμούν την αγίαν Κυριακήν πως τους έχετε;"
Λέγει του ο δαίμων "ώσαν οι γονείς τα παίδια των - διατί ημέραν Κυριακήν μας άρπαξεν ο Χρίστος όσους είχαμεν εις την κόλασιν."
Λέγει του ο άγιος "διατί εβάλλατε τους Εβραίους και τον εσταύρωσαν;"
Λέγει του ο δαίμων "δεν το ηξεύραμεν ότι ήτον ο Θεός, αμή ενομίζαμεν αυτόν διά Προφήτην και ηπατήθημεν. Διότι τας βούλας του Θεού κανείς δεν τας ηξεύρει. Λοιπόν παρακαλώσε Αντώνιε, άφησέ με να υπάγω, διότι πολύ άργησα, και πλέον με τους αδελφούς μου δεν θά έχω ανάπαυσιν."
Λέγει του ο άγιος, "ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν σε αφίνω αν δεν μου είπης ακόμη τας πανουργίας των δαιμόνων."
Και αποκριθείς ο δαίμων λέγει προς τον άγιον "πολύ κακόν έκαμες εις εμέ, Αντώνιε, και με αργοπορείς κάθοντάς με εδώ αδιαφόρευτον. Και κατά πολλά ζημιώνομαι, χάνοντας και την υπόληψιν μου από τον αυθέντη μου."
Λέγει του ο άγιος είπε μοι και τούτο "αυτούς οπού δεν αγαπούν ένας τον άλλον, πως τους έχετε";
Λέγει ο δαίμων "εδικοί μας κουμπάροι είναι, διότι και ημείς αγάπην αναμεταξύ μας δεν έχομεν, και εκεί όπου ευρίσκεται η αγάπη δεν ημπορούμεν να εμβώμεν εις αυτούς διά να ενεργήσωμεν όλα εκείνα οπού θέλομεν και αρέσουν του αυθεντός μας, διότι ο Θεός δεν επιθυμεί περισσότερον άλλο από τους ανθρώπους, ειμή την αγάπην, διά τούτο και εκείνοι οπού έχουν την αγάπην προς τους γειτόνους των, στεκόμεθα μακράν από αυτούς.
Λέγει του ο άγιος "αμή αυτούς οπού δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς πως τους έχετε";
Λέγει του ο δαίμων "πολλαίς μαχαιριαίς εμπήγουν εις την καρδίαν μας όλοι εκείνοι οπού λυπούνται τους πτωχούς, διότι ευσπλαγχνίζεται και αυτούς ο Θεός, και άμα δώσουν την ελεημοσύνην εις τους πτωχούς σβύνονται από το κατάστιχον των γραμμάτων μας αι αμαρτίαι των, και ημείς χάνομεν τον κόπον μας, και δεν έχομεν από αυτούς ποσώς διάφορον."
Λέγει του ο άγιος "αμή εκείνους οπού κρατούν το δίκαιον των πτωχών, πως τους έχετε;"
Λέγει του ο Δαίμων "αυτοί είνε τραπεζίται εδικοί μας, επειδή αυτοί από το ένα μέρος πέρνουν το δίκαιον των πτωχών, και από το άλλο το αρπάζομεν ημείς, και διά τούτο ποτέ τους δεν χορταίνουν, και εις αυτό χαιρόμεθα πολύ• αλλά δεν ήξευρα πως έχεις να με κράτησης εδώ τόσον καιρόν, αλλά ήθελα να φύγω μακράν από εσένα ώσπερ δαίμων".
Λέγει του ο άγιος "και εγώ θαυμάζω πως εσείς οι δαίμονες κάμνετε τόσον κακόν εις τον κόσμον"
Λέγει του ο δαίμων "διά τούτο μας εκαταράσθη ο Θεός, διά να μην έχωμεν κανένα καλόν, αλλά από την καλωσύνην ν΄απέχωμεν πάντοτε και διά τούτο εργαζόμεθα κάθε λογής κακόν εις τον κόσμον, ως και εις τους βασιλείς, και εις τους πατριάρχας, και εις τους μητροπολίτας και εις τους ιερείς και μονάχους και όσιους και εις τους πτωχούς και πλουσίους, και εις όλους δίδομεν σχεδόν την φιλαργυρίαν, την μάχην, την ζηλίαν, τον φθόνον και όλα τα επίλοιπα κακά, και ως εκ τούτου γίνονται φίλοι μας. Και τι να σε ειπώ, Αντώνιε, αι τέχναι μας είναι αμέτρηται."
Λέγει του ο άγιος "αμή εις τα παιδία τι κάμνετε εκεί οπού παίζουν;
Λέγει του ο δαίμων "εκεί έχομεν ημείς την χάριν μας και κάμνομεν πολλάς τέχνας διά να σφαγούν η να εβγάλουν τα ομμάτια τους, η να τσακίσουν τα χέρια τους και τα ποδάρια τους, και άλλα πολλά κακά εργαζόμεθα διά να θυμώνεται το ένα κατά του άλλου, και να πηγαίνουν οι γονείς των εις τα κριτήρια και εις τους αυθεντάδες να εξοδιάζουν το βίον τους και να χαλούν τα υπάρχοντα τους και να τα φθείρουν του κακού, επειδή αυτό είνε διάφορον εδικόν μας οπού εχωμεν και από τα δύο μέρη."
Λέγει του ο άγιος "αμή εις τον διδάσκαλον, οπού μανθάνει τα παιδία γράμματα, υπάγετε και εκεί να κάμνετε σκάνδαλα;"
Λέγει του ο δαίμων "εις αύτα υπάγομεν, αμή στεκόμεθα από μακράν, διότι κρατούν τα βιβλία και διαβάζουν τα γράμματα, με τα οποία πολλά μας κατακραίνουν και μας κατηγορούν, διά τούτο δεν υπάγωμεν σιμάτων, παρ΄όταν παύσουν και δεν διαβάζουν, τότε υπάγωμεν κοντά των και βάνωμεν εις αυτά πολλούς λογισμούς διά να μισούν το γράμματα, διά να μη διαβάζουν, ώστε να μισούν τα λόγια του Θεού, και να κάμνουν το θέλημα μας, διατί διαβάζοντας πολλά από αυτά τα παιδία γυρίζουν εις θεογνωσίαν και έχουμεν πολλήν αδικίαν από αυτά, και διά τούτο σπουδάζομεν να κάμνουν το θέλημα μας βάνοντας εις αυτά, μεγάλας παιδεύσεις και τιμωρίας, και τότε τα γράφομεν εις το κατάστιχόν μας, συντρίβοντες από αυτά την χάριν του Θεού επειδή όσοι αναγινώσκουν τα γράμματα πολλά μας υβρίζουν, και διά τούτο κάμνομεν τα παιδία να μισούν τα γράμματα, και να μη θέλουν να τα ιδούν, κάμνοντες και τους γονείς των να γίνωνται αμελείς και να μην τα παιδεύουν εις τα γράμματα" επειδή διά των ιερών γραμμάτων δοξάζεται ο Θεός διά την πολλήν χάριν όπου έχουν.
Ταύτα άκουσας ο άγιος παρά του δαίμονος, είπεν εις αυτόν «Επιτιμήσει σε Κύριος ο Θεός, διάβολε, εις το πύρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και της αγγέλοις αυτού». Και παρευθύς έγεινεν άφαντος ο δαίμων άπ΄ αυτόν. Και μείνας ο άγιος εκστατικός εκείνην την ώραν, είπε "Θεέ παντοκράτωρ και Κύριε του ελέους, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς, αυτός δέσποτα φιλάνθρωπε, ελευθέρωσαν με από τας χείρας του παμπόνηρου διαβόλου" και ποιήσας προσευχή - ο άγιος ύπνωσεν ολίγον. Προσελθών λοιπόν Άγγελος Κυρίου είπε προς αυτόν "Αντώνιε, είδες τον πονηρόν δαίμονα;" Ναί, είδα αυτόν απεκρίθη ο άγιος -αμή ποιός είσαι οπού μου συντυχαίνεις; Λέγει του ο Άγγελος "εγώ είμι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και ήλθα να σου ειπώ να γράψεις τας πανουργίας των δαιμόνων και να τας φανέρωσης εις τον Κόσμον". Έξυπνος δε γενόμενος ο όσιος, ενεθυμήθη τα λόγια του Αγγέλου, και ευχαριστήσας τον Θεόν, είπεν "Ευχαρίστω σοι Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός των Δυνάμεων, οπού έστειλας τον Άγγελον σου λέγοντας μου να γράψω τας πανουργίας των δαιμόνων, πως αυτοί κάμνουσι φθόνους, φόνους, μάχας και ζηλοφθονίας μεταξύ των χριστιανών και ενεργούν εις αυτούς να εχθρεύωνται ένας τον άλλον, να μην τιμούν την αγίαν Κυριακήν, οπού έγεινεν η ανάστασις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού"
Διά τούτο τέκνα μου αγαπητά εν Χριστώ, παρακαλώ να ακούσητε ταύτην μου την νουθεσίαν, και να απέχητε από κάθε λογοίς παιγνίδια και ατοπήματα, επειδή αυτά χαίρονται να βλέπουν οι πονηροί δαίμονες, οπού προξενούν εις τους ανθρώπους αμέτρητα σκάνδαλα, και να παρακαλάτε τον Θεόν να σας ελευθέρωση από όλα τα κακά και τας ενέδρας του μιαρού εχθρού μας, δαίμονος, και να έχωμεν τον Θεόν βοηθόν μας, ου η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά