Ἕνας ἅγιος Γέροντας
ἔμενε μέ τόν
ἔμενε μέ τόν
ὑποτακτικό του σέ μία
καλύβη,
καλύβη,
ὄχι μακριά ἀπό ἕνα
κεφαλοχώρι.
κεφαλοχώρι.
Κάποτε ἔπεσε στόν τόπο
μεγάλη
μεγάλη
δυστυχία κι ὁ φτωχός
κόσμος
κόσμος
πέθαινε σχεδόν ἀπό τήν
πείνα.
πείνα.
Πολλοί στήν ἀπελπισία
τούς πήγαιναν
τούς πήγαιναν
καί κτυποῦσαν στήν καλύβη
τοῦ ἐρημίτη.
τοῦ ἐρημίτη.
Ἐκεῖνος πάλι, πού ἦταν πολύ
ἐλεήμων,
ἐλεήμων,
ἔδινε μέ τήν καρδιά τοῦ
ἀπ’ ὅ,τι
ἀπ’ ὅ,τι
τύχαινε νά ἔχει.
Ὁ ὑποτακτικός ὅμως
πού ἔβλεπε μέ
πού ἔβλεπε μέ
τρόπο τό ψωμί τους νά
λιγοστεύει,
λιγοστεύει,
εἶπε μία μέρα στενοχωρημένος στό Γέροντα:
-Ἀββᾶ, δέ μοῦ ξεχωρίζεις τά ψωμιά
πού μου ἀναλογοῦν, κι ἀπό δῶ καί πέρα
μοίραζε ἀπό τά δικά σου ἐλεημοσύνη.
Ἔτσι ὅπως πᾶμε τώρα, γρήγορα θά
πεινάσουμε κι οἱ δύο.
Ὁ ἀγαθός Γέροντας χώρισε τά ψωμιά
τοῦ ὑποτακτικοῦ του, χωρίς νά πεῖ
τίποτα κι ἐξακολούθησε νά δίνει ἀπό
τά δικά του στούς φτωχούς.
Μά κι ὁ Θεός πού εἶδε τήν καλή του
προαίρεση τά εὐλόγησε, κι ὅσο ἐκεῖνος ἔδινε, τόσο αὐτά
ἐπληθύνονταν.
ἐπληθύνονταν.
Ὁ ὑποτακτικός στό μεταξύ ἔφαγε τά δικά του.
Ὅταν πιά δέν τοῦ ἔμειναν παρά λίγα ψίχουλα,
πῆγε στόν Γέροντά
πῆγε στόν Γέροντά
του καί τόν παρακαλοῦσε νά τρῶνε πάλι μαζί.
Ἐκεῖνος τόν δέχτηκε χωρίς νά φέρει ἀντίρρηση.
Τώρα ὅμως εἶχαν αὐξηθεῖ καί οἱ ζητιάνοι, κι ὁ ὑποτακτικός
ἄρχισε πάλι νά....
ἄρχισε πάλι νά....
δυσανασχετεῖ. Ὁ ὑποτακτικός κατσουφίασε.
-Δῶσε τοῦ ἕνα καρβέλι, πρόσταξε ὁ Γέροντας,
πού ἔκανε πώς
πού ἔκανε πώς
δέν εἶδε τό μορφασμό του.
-Μοῦ φαίνεται πώς δέν ἔχουμε πιά νά φᾶμε
οὔτε ἐμεῖς.
οὔτε ἐμεῖς.
Εἶπε φωναχτά ὁ ὑποτακτικός, γιά νά τόν ἀκούσει
κι ὁ ζητιάνος.
κι ὁ ζητιάνος.
-Πήγαινε καί ψάξε καλά, πρόσταξε ὁ Γέροντας.
Σηκώθηκε ἐκεῖνος ἀπρόθυμα νά πάει στό
κελλαρικό.
κελλαρικό.
Μά τρόμαξε ν’ ἀνοίξει τήν πόρτα.
Τό βρῆκε γεμάτο ὡς ἐπάνω ἀπό καλοψημένα
φρέσκα καρβέλια!
φρέσκα καρβέλια!
Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ἀπόκτησε μεγάλη ἐμπιστοσύνη
στόν ἅγιο
στόν ἅγιο
Γέροντά του κι ἔγινε πρόθυμος στό ν’ ἀνακουφίζει
τούς φτωχούς.
τούς φτωχούς.
Γεροντικό