Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012

Για τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη



 
    Περίπου ένα μίλι από τον άγιο Ιορδάνη τον ποταμό υπάρχει μια λαύρα, του αγίου αββά Γερασίμου ονομαζόμενη. Όταν επισκεφτήκαμε αυτήν τη λαύρα, μας διηγήθηκαν οι εκεί ευρισκόμενοι πατέρες για τον άγιο τούτο ότι, όταν περπατούσε κάποτε στις όχθες του αγίου Ιορδάνη, τον συνάντησε ένα λιοντάρι ουρλιάζοντας πολύ δυνατά από τον πόνο του ποδιού του. Γιατί είχε μπηχτεί μια καλαμένια ακίδα κι απ’ αυτό διογκώθηκε το πόδι του και γέμισε πύο. Μόλις λοιπόν το λιοντάρι είδε το γέροντα, ήρθε κοντά του και του επιδείκνυε το πληγωμένο πόδι από την μπηγμένη σ’ αυτό ακίδα, κλαίγοντας κατά κάποιο τρόπο και παρακαλώντας να το θεραπεύσει. Καθώς λοιπόν το είδε ο γέροντας σε τέτοια χάλια, κάθισε και έπιασε το πόδι του, το έσκισε, έβγαλε το καλάμι μαζί με πολλά υγρά, καθάρισε καλά το τραύμα, έδεσε το πόδι του μ’ ένα πανί και τότε το άφησε να φύγει. Και το λιοντάρι, όταν θεραπεύτηκε, δεν άφησε πια το γέροντα, αλλά τον ακολουθούσε σαν γνήσιος μαθητής οπουδήποτε πήγαινε, ώστε να θαυμάζει ο γέροντας την τόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη του θηρίου.  Από τότε λοιπόν το έτρεφε ο γέροντας με ψωμί και βρεγμένα όσπρια.
Είχε τότε η λαύρα ένα γάιδαρο ο οποίος κουβαλούσε νερό για τις ανάγκες των γερόντων, επειδή πίνουν από τον άγιο Ιορδάνη. Απέχει δε ο ποταμός από τη λαύρα ένα μίλι. Είχαν λοιπόν τη συνήθεια οι πατέρες να δίνουν το γάιδαρο στό λιοντάρι, για να τον βόσκει στις όχθες του αγίου  Ιορδάνη. Μια μέρα λοιπόν ο γάιδαρος, καθώς τον έβοσκε το λιοντάρι, απομακρύνθηκε λίγο απ’ αυτό. Και να κάποιοι καμηλιέρηδες που έρχονταν από την Αραβία, οι οποίοι βρήκαν το γάιδαρο, τον πήραν και τον πήγαν στα μέρη τους. Τότε το λιοντάρι, έχοντας χάσει το γάιδαρο, ήρθε στη λαύρα πολύ σκυθρωπό και κατσουφιασμένο και πήγε στον αββά Γεράσιμο. Νόμιζε λοιπόν ο αββάς ότι το λιοντάρι έφαγε το γάιδαρο και του λέει: «Πού είναι ο γάιδαρος;» Αυτό τότε, σαν άνθρωπος, έστεκε σιωπηλό και γνέφοντας κάτω. Του λέει ο γέροντας: «Τον έφαγες; Ευλογητός Κύριος. Ό,τι έκανε ο γάιδαρος, από δω και στο εξής εσύ θα το κάνεις». Από τότε λοιπόν το λιοντάρι, κατά διαταγή του γέροντα, κουβαλούσε τα κοφίνια με τέσσερις στάμνες μέσα κι έφερνε το νερό.
Ήρθε λοιπόν κάποτε ένας στρατιώτης να πάρει την ευχή του γέροντα και, βλέποντας το λιοντάρι να κουβαλά το νερό και μαθαίνοντας την αιτία, το σπλαχνίστηκε. Κι έβγαλε τρία νομίσματα και τα έδωσε στους γέροντες, για να αγοράσουν γάιδαρο για τη μεταφορά του νερού και να ελευθερώσουν το λιοντάρι απ’ αυτήν την υπηρεσία. Λίγο καιρό λοιπόν μετά την απελευθέρωση του λιονταριού ο καμηλιέρης που είχε πάρει το γάιδαρο ξαναήρθε στην αγία πόλη να πουλήσει στάρι, έχοντας το γάιδαρο μαζί του. Κι όταν πέρασε τον άγιο Ιορδάνη, κατά τύχη συνάντησε το λιοντάρι. Και μόλις το είδε, άφησε τις καμήλες και έφυγε. Το λιοντάρι τότε. επειδή γνώρισε το γάιδαρο, έτρεξε προς αυτόν και δαγκώνοντας το καπίστρι του με το στόμα, όπως συνήθιζε, έσυρε αυτόν και τις τρεις καμήλες και γεμάτο χαρά και φωνάζοντας συνάμα, επειδή βρήκε το γάιδαρο που έχασε, ήρθε κοντά στο γέροντα. Τότε κατάλαβε ο γέροντας ότι συκοφαντήθηκε το λιοντάρι. Και ονόμασε το λιοντάρι Ιορδάνη. Έκανε λοιπόν με το γέροντα το λιοντάρι πέντε χρόνια στη λαύρα όντας παντοτινά αχώριστο απ’ αυτόν.
Όταν λοιπόν αποδήμησε προς Κύριον ο αββάς Γεράσιμος και θάφτηκε από τους πατέρες, κατ’ οικονομία Θεού δεν έτυχε το λιοντάρι στη λαύρα. Και μετά από λίγο καιρό ήρθε το λιοντάρι και ζητούσε το γέροντα. Τότε ο μαθητής του γέροντα και ο αββάς Σαββάτιος το είδαν και του λένε: «Ιορδάνη, ό γέροντας μας  άφησε ορφανούς και αποδήμησε προς Κύριον, αλλά έλα, φάε». Το λιοντάρι όμως δεν ήθελε να φάει, αλλά συνέχεια στριφογυρνούσε εδώ κι εκεί τα μάτια του, για να δει το γέροντά του, ουρλιάζοντας δυνατά και μη υποφέροντας την απουσία του. Και ο αββάς Σαββάτιος και οι άλλοι πατέρες, όταν το είδαν, έτριβαν την πλάτη του και του έλεγαν: «Έφυγε ο γέροντας προς Κύριον και μας άφησε» και δεν μπορούσαν να το σταματήσουν από τις κραυγές και από τους οδυρμούς με το να λένε αυτά. Αλλ’ όσο νόμιζαν ότι με τα λόγια το παρηγορούν και του αλλάζουν τη διάθεση, τόσο κι αυτό συνέχιζε να ουρλιάζει και επαύξανε το θρήνο με κραυγές δυνατότερες κι έδειχνε με τις φωνές και το πρόσωπο και τα μάτια τη λύπη που είχε, γιατί δεν έβλεπε το γέροντα. Τότε του λέει ο αββάς Σαββάτιος: «Έλα μαζί μου, μια και δεν μας πιστεύεις». Και το πήρε και το πήγε εκεί όπου τον είχαν θάψει. Απείχε δε από την εκκλησία περίπου μισό μίλι. Και στάθηκε ο αββάς Σαββάτιος πάνω από τον τάφο του αββά Γερασίμου και λέει στο λιοντάρι: «Να ο γέροντάς μας». Και έκλινε τα γόνατά του ο αββάς Σαββάτιος. Μόλις λοιπόν είδε το λιοντάρι πως έβαλε μετάνοιες, πέθανε στη στιγμή πάνω στον τάφο του γέροντα χτυπώντας το κεφάλι του δυνατά στη γη και ουρλιάζοντας.
Αυτό έγινε όχι γιατί το λιοντάρι είχε ψυχή λογική, αλλά επειδή ο Θεός θέλει να δοξάσει όσους Τον δοξάζουν όχι μόνο στη ζωή τους, αλλά και μετά θάνατον και να δείξει ποιά υποταγή είχαν τα θηρία στον Αδάμ, πριν αυτός παρακούσει την εντολή και ξεπέσει από την παραδείσια απόλαυση.

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά