Δευτέρα, Απριλίου 16, 2012

Η ανάσταση η δική μας


Θα μιλήσουμε, όχι για την ανάσταση γενικά, αλλά για την ανάσταση τη δική μας. Πριν δούμε ένα βασικό σημείο της Καινής Διαθήκης θάθελα να θυμίσω μια βασική προϋπόθεση για την εξέταση του όλου προβλήματος: αυτά που μας λέει η Καινή Διαθήκη για την ανάσταση, είναι εικόνες που λέγονται σαν εικόνες, είναι προσαρμοσμένα στη δυνατότητα την πνευματική που έχει ο άνθρωπος από την παρούσα πραγματικότητα να αναχθεί σε μια μέλλουσα πραγματικότητα. Και μια δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι όλα όσα λέγονται, λέγονται για χριστιανούς και έχουν ένα στόχο, όχι να επιλύσουν τις μεταφυσικές απορίες που δίκαια έχουμε, αλλά να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη σωτηρία. Μ’ άλλα λόγια, δε μιλάει η Αγία Γραφή για την ανάσταση όλων των ανθρώπων και τα προβλήματα που συνδέονται μ’ αυτήν, αλλά μιλάει για την ανάσταση των χριστιανών και ειδικότερα για το πως οι χριστιανοί με την ανάσταση θα βρεθούν κοντά στο Θεό και τι πρέπει να κάνουν γι’ αυτό από τώρα. Είναι, όπως θα λέγαμε στη θεολογική ορολογία, σωτηριολογικά προσανατολισμένα όλα όσα λέγονται. Δεν είναι γενικά θεωρητικά, αλλά έχουν πάντα σα στόχο τη σωτηρία των ανθρώπων και μάλιστα των συγκεκριμένων ανθρώπων, στους οποίους απευθύνεται ο Απ. Παύλος εν προκειμένω, που λέει τα σχετικώς περισσότερα στην πρώτη επιστολή του στους Κορινθίους στο 15ο κεφάλαιο.
Αυτά έχουν γραφτεί, με αφορμή ορισμένους χριστιανούς της Κορίνθου πού δεν πιστεύανε στην ανάσταση. Δε φαίνεται μάλιστα να πιστεύανε και στην αθανασία της ψυχής. Μας φαίνεται περίεργο, αλλά πρέπει να γυρίσουμε 19 αιώνες πίσω για να μη μας φανεί και τόσο περίεργο. Οι άνθρωποι τότε μεταφέρανε λίγο-πολύ την αμοιβή, την τιμωρία, την ουσιαστικότερη ζωή του ανθρώπου από το μέλλον στο παρόν. Σ’ ένα πιο προχωρημένο στάδιο, λίγο αργότερα, απ’ ό,τι ξέρουμε από τις ποιμαντικές επιστολές, υπήρχαν ορισμένοι που ανοιχτά λέγανε ότι η ανάσταση είναι μια παρούσα πραγματικότητα. Οι «λέγοντες την ανάστασιν ήδη γεγονέναι», ο Φιλητός, ο Υμέναιος και μερικοί άλλοι αιρετικοί (Β΄ Τιμ. 2,17) έδιναν, όπως θα λέγαμε σε μια σύγχρονη ορολογία, στην ανάσταση μια καθαρά υπαρξιακή ερμηνεία. Ανάσταση είναι το να αλλάξεις την όλη ύπαρξή σου μέσα στο παρόν, να αποκτήσεις ένα καινούργιο ήθος και μια καινούργια συμπεριφορά. Αυτή δεν είναι άσχημη ιδέα, ούτε αναγκαστικά αιρετική. Αιρετική γίνεται όταν πάρει τη σφραγίδα της αποκλειστικότητας· αυτό άλλωστε γίνεται με τις περισσότερες αιρέσεις. Οι πιο πολλές ξεκινούν συνήθως από κάτι σωστό, αλλά το μεταβάλλουν σε πανάκεια, σε μια αποκλειστική αρχή που ερμηνεύει τα πάντα. Κι έδώ βρίσκεται η αίρεση, που ξεχνάει την πολλαπλότητα της ίδιας της ζωής, αλλά και την άβυσσο των κριμάτων του Κυρίου, όπως θάλεγε ο ψαλμωδός. Έτσι λοιπόν ήταν ορισμένοι Κορίνθιοι που δεν αμφισβητούσαν την Ανάσταση του Χριστού αλλά αμφισβητούσαν τη δική μας ανάσταση ή της έδιναν αυτό το καθαρά εγκοσμιοκρατικό, υπαρξιακό χρώμα.
Ο Απόστολος Παύλος ασχολείται με δύο θέματα. Το πρώτο είναι το «ότι» της ανάστασης και το δεύτερο είναι το «πως». Το πρώτο είναι η διαβεβαίωση ότι η ανάσταση των ανθρώπων είναι μια πραγματικότητα. Για να το αποδείξει αυτό ξεκινάει από ένα ιστορικά μαρτυρημένο γεγονός, από την Ανάσταση του Χριστού. Ο Παύλος παραθέτει πολλαπλές μαρτυρίες, για να μας πει ότι αφού αναστήθηκε ο Χριστός θ’ αναστηθούμε κι εμείς. Αυτή είναι η θεολογική αποδεικτική. Δεν ξεκινά από την αντίστροφη άποψη, ότι υπάρχει ανάσταση όλων των ανθρώπων και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ανασταίνεται κι ο Χριστός. Δεν είναι κάτι το δεδομένο η ανάσταση του ανθρώπου, είναι μια «ανάκτισις», όπως λένε οι πατέρες, μια «ανάπλασις», όπως λέει συγκεκριμένα ο Άγιος Κύριλλος, μια δημιουργία του ανθρώπου από την αρχή, όχι μια ανακαίνιση του Αδάμ, αλλά μια αναχώνευση και ανάπλαση.
Ο Άγιος Κύριλλος και ο Χρυσόστομος αλλά και στη συνέχεια ο Νικόλαος Καβάσιλας στην πραγματεία του για την «Εν Χριστώ ζωή» (ένα από τα ομορφότερα κείμενα που μπορεί να διαβάσει κανείς) έχει ένα παράδειγμα: το παράδειγμα του ανδριάντα, που για έναν οποιοδήποτε λόγο πέφτει, σπάζει και ανακατεύεται με λάσπες, πέτρες και χώματα. Αυτός είναι ο άνθρωπος μετά την πτώση. Ο Χριστός δεν παίρνει αυτόν τον ανδριάντα να τον καθαρίσει, να τον κολλήσει και να τον ξαναφτιάξει όπως ήταν. Τον παίρνει, τον βάζει σ’ ένα χωνευτήρι, τον λυώνει κι έτσι αποξενώνει τις ξένες ουσίες με το λυώσιμο και φτιάχνει έναν καινούργιο. Δεν είναι ο προηγούμενος, είναι καινούργιος ανδριάντας. Αυτό το πράγμα είναι η ανάπλαση του ανθρώπου, δεν είναι ανακαίνιση απλή, αλλά είναι αναχώνευση.
Με την Ανάσταση του Χριστού και την είσοδο στον καινούργιο αιώνα, ο άνθρωπος δε γίνεται αυτό που ήταν ο Αδάμ, αλλά γίνεται αυτό που είναι ο Χριστός και μάλιστα μετά την Ανάσταση. Αυτή είναι η θεολογική επιχειρηματολογία του Παύλου, που συνοψίζεται στη φράση: «ώσπερ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται». Εδώ χρειάζεται λίγη γραμματική. Στη μια περίπτωση, στο «αποθνήσκουσιν», έχουμε έναν ενεστώτα, γιατί είναι μια πραγματικότητα που βοά. Η ακολουθία του Αδάμ είναι ο θάνατος, ο δρόμος που άνοιξε ο Αδάμ οδηγεί στο θάνατο όλους τους ανθρώπους. Έτσι, με βάση αυτή την εμπειρία που έχουμε, θα είναι και η καινούργια εμπειρία που εκφράζεται σε μέλλοντα: «ζωοποιηθήσονται»· θα ζωοποιηθούν όλοι εν Χριστώ. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η ζωή θα είναι για όλους. Στη συνέχεια ο ίδιος ο Παύλος λέει ότι θα υπάρχουν διάφορα τάγματα, όπως λέει, από τη στρατιωτική πιθανότατα ορολογία της εποχής του. Θα υπάρχει φυσικά το πλησίασμα ή η απομάκρυνση από την πραγματική Ζωή, ανάλογα με την όλη στάση του ανθρώπου απέναντι στο Χριστό από την παρούσα κιόλας ζωή. Αυτό είναι ένα βασικά επιχείρημα: Ο Αδάμ, οι δικοί του και ο θάνατος. Ο Χριστός, οι δικοί του και η ζωή.
Στη συνέχεια ο Απόστολος προσθέτει και μερικά πρακτικά επιχειρήματα από την πράξη των Αποστόλων, που δεν έχει κανένα άλλο νόημα, παρά μονάχα αν τα δει κανείς κάτω από το πρίσμα της ακράδαντης πεποίθησής του στην ανάσταση. Αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα να πεθαίνουν καθημερινά, να θηριομαχούν, όπως ο ίδιος ο Παύλος στην Έφεσο, όταν αντιμετώπισε τη Ρωμαϊκή εξουσία (αυτό είναι το θηρίο που βρήκε αντιμέτωπο), δεν έχει κανένα νόημα να τραβούν όλα όσα τράβηξαν, αν δεν υπάρχει ανάσταση. Τότε είναι αξιολύπητοι άνθρωποι. Αυτά όμως είναι επιχειρήματα ακατ’ άνθρωπον», από την ανθρώπινη πείρα, θα μπορούσε να αντιπαρατηρήσει κανείς σήμερα ότι και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι μαρτυρούν για τις ιδέες τους χωρίς να πιστεύουν σε καμιά μορφή μετα¬θανάτιας ζωής. Σ’ αυτό όμως το βασικά επιχείρημα, που ξεκινάει από την Ανάσταση του Χριστού και που βλέπει σ’ αυτή την απαρχή, τον αρραβώνα και τη βεβαία ελπίδα μιας καινούργιας ζωής, μιας πραγματικής ζωής, που είναι ακόμη κρυμμένη στο μέλλον για μας, νομίζω ότι μόνο ένα αντεπιχείρημα θα χωρούσε· ότι ο θάνατος που έφερε ο Αδάμ στον κόσμο εξακολουθεί να υπάρχει.
Επειδή όλα αυτά τα πράγματα, όπως είπαμε ευθύς εξ αρχής, είναι πραγματικότητες καινούργιες που προσπαθούμε να τις δούμε με εμπειρίες παλιές, θα μου επιτρέψετε σ’ αυτό το επιχείρημα να απαντήσω με μια εικόνα, που κάπως ανταποκρίνεται στα πράγματα. Η Ανάσταση του Χριστού είναι μια μεγάλη μάχη, η αποφασιστική μάχη που έκρινε τον πόλεμο του ανθρώπου εναντίον του θανάτου. Η μάχη κερδήθηκε. Μένει να δούμε την ολοκλήρωση της νίκης στο μέλλον. Στο μέλλον; Ναι, στο μέλλον. Η απορία μας και καμιά φορά και η απογοήτευσή μας από την εξακολούθηση του θανάτου σ’ αυτό τον κόσμο είναι σαν την στενοχώρια και απογοήτευση που αισθάνεται ένας στρατιώτης που πολεμάει κάπου πιο μακριά από κει που δόθηκε η μάχη και που λέει: «καλά, αδελφέ, ναι νικήσαμε. Αλλά τι νικήσαμε, εγώ εξακολουθώ και πολεμώ εδώ, ενδέχεται να σκοτωθώ κιόλας σ’ αυτό τον πόλεμο». Σωστή, αλλά κοντόφθαλμη προοπτική. Το πότε κερδίζεται ένας πόλεμος δεν το ξέρει αυτός, το ξέρει ο στρατηγός που είναι ανεβασμένος στην κορυφή του λόφου και βλέπει το σύνολο της παράταξής του πως πολεμάει και βλέπει ότι έχει γίνει η αποφασιστική τροπή της μάχης υπέρ αυτού.
Κερδίζεται η βασική μάχη, συνεχίζεται ο πόλεμος, αλλά έχει τρωθεί βασικά ο εχθρός. Ο τελευταίος, ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου καταργείται, κι αυτός είναι ο θάνατος, όπως λέει ο Παύλος στην ίδια περικοπή. Αυτό είναι η βέβαιη ελπίδα που απομένει. Ξεκινάει από την πίστη στη μαρτυρία για την Ανάσταση του Χριστού, ενσαρκώνεται σε αγάπη σ’ όλο αυτό το διάστημα, στο μεγάλο όπλο του χριστιανού, κι ως προς το μέλλον είναι ελπίδα, αλλά βέβαιη ελπίδα για την ανάστασή μας. Αυτό είναι το «ότι», γιατί το «ότι» της Ανάστασης είναι που μας κρατάει εδώ πέρα· αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα η πίστη μας, όπως λέει ο ίδιος ο Παύλος.
Πιο ενδιαφέρον είναι το «πως» της ανάστασης. Εδώ είναι το πιο δύσκολο σημείο. Ο Απόστολος αφιερώνει σ’ αυτό ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου, σχεδόν το μισό κεφάλαιο. «Αλλ’ ερεί τις· πώς εγείρονται οι νεκροί; ποίω δε σώματι έρχονται;» Δυο ερωτήματα που δεν είναι μόνο δικά μας, αλλά τα είχαν και τότε. Τα αντιμετωπίζει ο Παύλος σαν ενδεχόμενες απορίες, γιατί ξέρει τι ρωτούν οι άνθρωποι. Έχει και πείρα, προφανώς από προφορικές ερωτήσεις και μάλιστα από Έλληνες, για τους οποίους το σώμα ήταν τελείως αρνητικό, ήταν δεσμωτήριο της ψυχής. Μπορούσαν να δεχτούν αθανασία, αλλά όχι την ανάσταση του σώματος. Πώς γίνεται να αναστηθεί κανείς και να έχει και τη φυλακή του μαζί; Τί νόημα έχει να ξαναζήσει φυλακισμένος; Ήταν πολύ πιο δύσκολο το πρόβλημα απ’ ό,τι είναι σε μας σήμερα. Στη συνέχεια μιλάει καθαρά με εικόνες, γιατί δεν μπορεί να μιλήσει αλλιώς. Φέρνει μερικά παραδείγματα από την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Το πρώτο είναι γνωστό από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, το είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος ο Χριστός. Είναι το παράδειγμα του σπόρου, που σαν πεθάνει, τότε μονάχα φέρνει καρπό. Σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής, αυτό που σπέρνει κανείς είναι ένας γυμνός κόκκος, κι όμως βγαίνει ένα φυτό, στάρι, κριθάρι ή ένα δέντρο ολόκληρο. Βλέπετε ότι ο Θεός έχει βάλει μέσα σ’ αυτό το γυμνό κόκκο τη δύναμη να βγάζει ένα ολόκληρο φυτό.
Εδώ θάθελα να θυμίσω ότι ανεξάρτητα από τη βιολογία υπάρχει μια βασική χριστιανική αντίληψη για τον κόσμο. Ο κόσμος δεν είναι μια μηχανή που δουλεύει από μόνη της, χωρίς να είναι και μια μηχανή (κατά τη στωική λαϊκή αντίληψη, που έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας) που σε κάθε της σημείο, και στις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, επεμβαίνει οπωσδήποτε ο Θεός. Οι νόμοι που διέπουν τον κόσμο είναι νόμοι πού έχει βάλει ό Θεός, δεν είναι ανεξάρτητοι, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι στην τελευταία λεπτομέρεια οπωσδήποτε πρέπει να βρούμε το Θεό. Θα πρέπει νάχουμε μια σωστή χριστιανική αντίληψη για το Θεό -Δημιουργό για να δούμε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και τη λειτουργία των φυσικών νόμων. Αυτά που θέλει να πει ο Παύλος είναι ότι στο χώρο της γεωργίας υπάρχουν θεϊκοί νόμοι, υπάρχει μέσα στους σπόρους μια δύναμη που έχει δώσει ο ίδιος ο Θεός. Ένα παρόμοιο πράγμα συμβαίνει και με τα σώματα των ζώων, των πτηνών και των ιχθύων. Κι εδώ έχουμε πάλι την ίδια τη θέληση του Θεού που τα διαφοροποιεί, πάλι κατά τη φυσιολογία της εποχής. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει, τέλος, και σ’ ολόκληρο τον κόσμο με τα άστρα, τον ήλιο, το φεγγάρι, που καθένα τους έχει μια διαφορετική λάμψη. Παντού έχουμε δηλαδή δυο πράγματα: το ένα είναι η δύναμη του Θεού να δίνει ζωή στην τελείως ευρεία έννοιά της και το δεύτερο η βούληση του Θεού να διαφοροποιεί τα πράγματα. Δεν έχει μια ομοιομορφία, αλλά μια πολυμορφία.
Ο ίδιος Θεός που σαν δημιουργός εκφράζεται έτσι στον κόσμο, ο ίδιος Θεός εκφράζεται και στο σημείο που ενδιαφέρει, στο πως εγείρονται οι νεκροί και στο με ποιό σώμα εγείρονται. Στο πως εγείρονται η απάντηση είναι η θεϊκή παντοδυναμία. Μπορεί να σας φαίνεται παράλογο, λέει στους Κορινθίους (το ίδιο θάλεγε και σε μάς), ότι ένα σώμα πεθαίνει, διαλύεται και ανασταίνεται. Δεν υπάρχει τίποτα το παράλογο ή το αδύνατο, αν σκεφτεί κανείς τη δύναμη του Θεού που έφτιαξε κι αυτό το σώμα. Όπως έφτιαξε αυτό, έτσι μπορεί να φτιάξει ένα καινούργιο. Δεν είναι ανάγκη να πάρει μια μαγιά για να ζυμώσει το καινούργιο σώμα. Εδώ φαίνεται πόσο αστεία είναι η αντίρρηση που λένε ορισμένοι: Τί θα γίνουν αυτοί που τους κάνανε στάχτη στο Άουσβιτς ή αυτοί που τους κατάπιαν οι κροκόδειλοι; Αυτά είναι γελοία πράγματα· δε χρειάζεται να πάρει ένα κομμάτι ο Θεός για να φτιάξει έναν καινούργιο άνθρωπο. Όπως έφτιαξε εκ του μη όντος τον κόσμο εις το είναι, κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να ξαναφτιάξει πάλι και τον άνθρωπο, χωρίς να έχει ανάγκη ένα κομμάτι από το σώμα του. Λυτό έχει μια πρακτική εφαρμογή στο πρόβλημα της καύσης ή ταφής των νεκρών. Δε στέκεται σαν επιχείρημα ότι πρέπει, επειδή πιστεύουμε στην ανάσταση, να τους θάψουμε οπωσδήποτε. Κι αν τους κάψουμε, εξίσου καλά μπορεί ο Θεός να τους αναστήσει.
Κι εδώ μπαίνουμε στο δεύτερο σημείο στο «ποίω σώματι έρχονται». Τα παραδείγματα της διαφορετικής σάρκας των διαφόρων ζώων, της διαφορετικής λάμψης των άστρων ή της διαφοράς που έχει το φυτό από το σπόρο, δείχνουν ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα ποικιλίας και αλλαγής. Εδώ ο Παύλος χρησιμοποιεί έναν αντιφατικό στην ουσία του όρο, για να μας πει ποιό σώμα θα είναι το σώμα της ανάστασης. Μιλάει για ένα «σώμα πνευματικόν». Αυτά για έναν Έλληνα είναι ένα absurdum, μια έκφραση χωρίς νόημα. Το σώμα δεν μπορεί να είναι πνεύμα και το πνεύμα δεν μπορεί να έχει σώμα. Έχει νόημα όμως η έκφραση, αν τη δούμε κάτω, όχι από ελληνικές, αλλά από βιβλικές προϋποθέσεις. Και στη Βίβλο το σώμα δεν είναι το υλικό μέρος του ανθρώπου. Συνήθως γι’ αυτή την περίπτωση χρησιμοποιεί ή Βίβλος τη λέξη «σαρξ» και όχι τη λέξη «σώμα». Σώμα είναι ολόκληρος ο άνθρωπος, είναι ολόκληρο το ανθρώπινο είναι, στην επικοινωνία του με τον κόσμο ολόκληρο. Το είναι μας στη σχέση επικοινωνίας με τους άλλους, με τον κόσμο, με οτιδήποτε άλλο, λέγεται σώμα. Είναι ολόκληρη η προσωπικότητά μας στη συνειδησιακή σχέση μας με τον κόσμο και τους ανθρώπους. Μ’ αύτη την έννοια είναι ολοφάνερο τι θέλει να πει με το «σώμα πνευματικόν». Η αντίθεσή του δεν είναι αντίθεση των δύο όρων, αλλά είναι ανάμεσα στο «σώμα πνευματικόν» και στο «σώμα σαρκικόν» ή «ψυχικόν» όπως το λέει. Έτσι θα δούμε την αντίθεση βιβλικά. Στη μια περίπτωση το «σώμα ψυχικόν» ή «σώμα σαρκικόν» σημαίνει τον άνθρωπο που επικοινωνεί με το υλικό μέρος του με τον κόσμο, όπως επικοινωνούμε σήμερα με τα μάτια, με τα αυτιά, με τις διάφορες αισθήσεις και με τις διάφορες νοητικές λειτουργίες. Στην άλλη όψη, αυτή που είναι το σώμα της ανάστασης, είναι «σώμα πνευματικόν».
Όλα αυτά υποκαθίστανται, αντικαθίστανται, όπως Θέλετε πέστε το, με το πνεύμα και το πνεύμα δεν είναι αέρας, δεν είναι άνεμος, αλλά είναι μια καινούργια πραγματικότητα, αυτή που πλησιάζει τον άνθρωπο με το Θεό, αυτή που τον κάνει να μοιάζει με το Θεό, όχι στην ουσία ή στη φύση του (πάντα μένει διαφορετικό πράγμα ό άνθρωπος), αλλά στην όλη δομή του, στην οντολογική του υπόσταση που αλλάζει ουσιαστικά, όταν κοντά στα άλλα στοιχεία του έχει μπει το Πνεύμα το Άγιο. Είναι αυτό που δημιουργεί το νέο άνθρωπο-Χριστό, από την ίδια τη σάρκωσή του. Ο Χριστός γεννάται εκ Παρθένου και εκ Πνεύματος Αγίου, για να δώσει «δυνάμει» σ’ όλους μας αυτό το καινούργιο συστατικό, έναν αρραβώνα, μια ιδέα για το τέλειο, αυτό που στον ίδιο το Χριστό φαίνεται μετά την Ανάσταση. Είναι το «πνευματικόν» του ανθρώπου όχι σε αντίθεση με το σωματικό του, αλλά σαν άλλο, διαφορετικό, τελείως διαφορετικό πράγμα. Έτσι ανασταίνεται κανείς. Σε μια καινούργια πραγματικότητα που έχει σαν γνώρισμα την αφθαρσία, την απαλλαγή από το θάνατο και την αλλαγή ολόκληρου του ανθρώπου.
Θάχει την ίδια συνείδηση ο άνθρωπος που έχει τώρα; Πώς θα επικοινωνεί με τους άλλους; Θα μιλάει; Θάχει τη μορφή την καθημερινή; Ότι θα γνωρίζει ο ένας άνθρωπος τον άλλο φαίνεται από ορισμένες παραβολές και προϋποτίθεται μια κάποια γνώση. Τί μορφή θάχει; Είναι μια σειρά ερωτήματα, στα οποία δεν απαντάει η Αγία Γραφή. Μέχρι εδώ ξέρουμε· από δω και πέρα ό,τι πούμε θάναι θεωρία. Ένα πράγμα ξέρουμε σίγουρα, ότι θα αναστηθούμε. Ένα δεύτερο πράγμα μπορούμε επίσης να ξέρουμε σίγουρα: ότι θα υποστούμε μια αλλαγή, αλλαγή προς την αφθαρσία, προς τη ζωοποίηση, προς την ομοίωση με το Χριστό. Τα από κει κι έπειτα αφήστε να τα δούμε τότε.
Ερώτηση: Είπατε ότι αυτά τα πράγματα θα τα δούμε τότε. Αυτή η σιγουριά ποιά βάση έχει και πώς μπορεί να είμαστε έτσι, ας πούμε, σίγουροι, ότι θα τα δούμε τότε;
Απάντηση: Η σιγουριά βρίσκεται, νομίζω, στην προσδοκία του χριστιανού, που δεν είναι μια ελπίδα με την έννοια της φυγής σε μια άλλη διάσταση του χρόνου από αδυναμία να επιλύσουμε προβλήματα που έχουμε μπροστά μας τώρα, αλλά είναι ελπίδα στηριγμένη σε μια ζωντανή μαρτυρία ανθρώπων που είδαν τον Αναστημένο Χριστό, που πάνω σ’ αυτό στήριξαν μια ολόκληρη επανάσταση για εκείνα τα χρόνια, που έπαιξαν κορώνα – γράμματα τη ζωή τους· είναι αυτό που έχει κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά σε μας. Αν όμως σ’ αυτό το βασικό σημείο αμφιβάλλει κανείς, από κει κι έπειτα όλη η χριστιανική του ύπαρξη τίθεται «εν αμφιβόλω». Εδώ είναι που σε τελευταία ανάλυση καθένας δέχεται ή δε δέχεται -όχι πιστεύει, αλλά δέχεται ή δε δέχεται- μια μαρτυρία. Σ’ αυτό το θεμέλιο στηρίζει ολόκληρη την υπόλοιπη πορεία του. Είναι ελπίδα, αλλά είναι βέβαιη ελπίδα. Είναι η άγκυρα, η άγκυρα της ελπίδας. Είναι η ζωντανή παρουσία του Χριστού μέσα στην Εκκλησία, που αποτελεί μια άλλη έκφραση της Ανάστασής του. Εκεί στηρίζεται ο Χριστιανισμός. Όλα τα υπόλοιπα, η αγάπη σαν πρακτικός κανόνας ζωής, η πίστη σαν κωδικοποίηση ορισμένων αληθειών ή οποιαδήποτε άλλη χριστιανική αλήθεια, στηρίζονται ή χάνονται μαζί με την πίστη στην Ανάσταση. Φυσικά δε μιλάμε για τη νοοτροπία του δούλου που φοβάται την κόλαση και γι’ αυτό ακολουθεί το Χριστιανισμό. Μιλάμε όμως για τη σωστή νοοτροπία, τη νοοτροπία του υιού, που δε στηρίζεται ούτε στην αμοιβή ούτε στο φόβο της τιμωρίας, αλλά στην προσδοκία, αν θέλετε καλύτερα στον έντονο πόθο να δει τον Πατέρα και τους αδελφούς. Αυτή είναι η βασιλεία. Είναι μια αγάπη που ξέρει ότι μπορεί να πληρωθεί μελλοντικά και γι’ αυτό στο παρόν εκφράζεται σαν προσδοκία ή σαν ελπίδα. Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν μιλούν οι Απόστολοι για την ανάσταση σε σχέση με το παρόν, μιλούν για αρραβώνα. Εδώ είναι όμως όλος ο Χριστιανισμός, δεν είναι κάπου αλλού.
Να γιατί ή εκκλησία διακηρύσσει κάθε Κυριακή «Α¬νέστη Χριστός». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην παλιότερη εποχή στην ολονυκτία του Πάσχα, περίμεναν -το μαρτυρούν πολλοί πατέρες- την έλευση του Χριστού. Η Ανάσταση είναι ένα πρώτο σημάδι, είναι ένας αρραβώνας. Το τέλειο, είναι η έλευση που συνδυάζεται με την αλλαγή του ανθρώπου. Η δευτέρα παρουσία είναι η ώρα που περιμένει κανείς να δει τον Αναστημένο Χριστό. Μ’ αυτή την έννοια είναι ελπίδα, και μ’ αυτή την έννοια έχει βεβαιότητα μέσα της. Βεβαιότητα όχι μαθηματική, αλλά υπαρξιακή.
Ερώτηση : Ας υποθέσουμε ότι ζούμε άλλα είκοσι – τριάντα χρόνια και αγωνιζόμαστε να εφαρμόσουμε αυτά που λέει ο Χριστός. Πεθαίνουμε κάποτε. Θάρθει αμέσως η ανάσταση; Τί σημασία θα έχει; Μήπως θα μας σώσει; Δηλαδή το βαθύτερο νόημα της ανάστασης ποιό είναι, τί χρησιμεύει; Εμείς ζήσαμε τη ζωή μας, μετά τί γίνεται;
Απάντηση: Να, έδώ είναι το τραγικό της υποθέσεως, δεν τη ζήσαμε ακόμη τη ζωή μας. Αφού πεθαίνουμε αυτό το πράγμα βαραίνει από την αρχή μέχρι το τέλος πάνω μας. Όσο για το δεύτερο σημείο που είπατε, ότι αμέσως έρχεται η ανάσταση, είναι σωστό από την εξής άποψη. Τώρα ζούμε σ’ ένα χωροχρόνο ορισμένο. Με το θάνατο μας -κι έδώ είναι ένα από τα βασικά στοιχεία του νέου άνθρωπου- υπάρχει κι ένας άλλος χρόνος. Σε τελευταία ανάλυση από την Ανάσταση του Χριστού μέχρι τήν ανάσταση του τελευταίου άνθρωπου, ο χρόνος είναι μηδέν. Για μας μεν που είμαστε στη γη περνούν
χρόνια, αλλά γι’ αυτόν που έχει μια καινούργια συνείδηση του χώρου και του χρόνου με το καινούργιο σώμα δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα.
Τί χρησιμεύει η ανάσταση; Χρησιμεύει ότι θα αποκτήσουμε ζωή. Χρησιμεύει στο ότι θα βρεθούμε εκεί που πρέπει να βρεθούμε, Θάχουμε το καινούργιο συστατικό που λέγεται Πνεύμα Άγιο, στην ολοκληρωμένη μορφή του.
Πηγή: «Προβληματισμοί», τ. 2, εκδ. Χ.Φ.Ε, σ. 80- 95.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά