Τετάρτη, Μαΐου 23, 2012

Συναξαριστής 23 Μαίου


Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Συνάδων

 


Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (814 μ.Χ). Μοναχογιὸς πλουσίων γονέων ὁ Μιχαήλ, ἀπὸ τὰ Σύναδα τῆς Φρυγίας, σπούδασε τὰ θεολογικὰ γράμματα καὶ ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, τὸ Θεοφύλακτο. Καὶ οἱ δυὸ μαζὶ κατοίκησαν σὲ ἕνα μοναστήρι στὸν Εὔξεινο Πόντο, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Πατριάρχης Ταράσιος, ὁ ὁποῖος εἶδε τὸ θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν ἁγία ζωὴ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ τοὺς χειροτόνησε ἱερεῖς. Ἔπειτα, τὸν μὲν Θεοφύλακτο ἔκανε ἐπίσκοπο Νικομήδειας, τὸν δὲ Μιχαὴλ ἐπίσκοπο Συνάδων.

Στὴ νέα του θέση, ὁ Μιχαὴλ ἔλαμψε πνευματικὰ σὰν ὑπέρλαμπρη πόλη ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένη. Δυναμικὸς μαχητὴς τῆς πίστεως, δίδασκε τακτικὰ τὸ θεῖο λόγο. Ὑπεράσπιζε ἄγρυπνα τὸ ὀρθὸ δόγμα ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ διακρίθηκε γιὰ τὰ φιλάνθρωπο αἰσθήματά του, συντρέχοντας τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς τοῦ ποιμνίου του.

Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Ἀρμένιος κήρυξε διωγμὸ ἐνάντια στὶς ἱερὲς εἰκόνες, ὁ Μιχαὴλ ἀντιτάχθηκε μὲ θάῤῥος σ᾿ αὐτὴ τὴν προκλητικὴ ἐνέργεια τοῦ αὐτοκράτορα. Ἀλλὰ ὁ Λέων μὲ θρασύτητα τὸν ἔκλεισε σὲ ἕνα φρούριο, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐδοκίας.

Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Μιχαὴλ δὲν ἔπαυε νὰ διδάσκει τὴν ἀλήθεια, τὸν περιέφερε ἀπὸ φυλακὴ σὲ φυλακή, μὲ ἀποτέλεσμα ἀπὸ τὶς κακουχίες νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα τοῦ «ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ».

(Τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ ἀποθησαυρίζει ἡ Ἱ. Μονὴ Μεγίστης Λαύρας στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ τῆς παραχωρήθηκε μὲ χρυσόβουλο ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Βασίλειο καὶ Κωνσταντῖνο).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἀναθεμένος, τὴν σὴν ζωὴν ἐκ παιδός, ποιμὴν ἀνηγόρευσαι, καὶ Ἱεράρχης σεπτός, Χριστοῦ ἱερώτατε· ὅθεν τὴν τοῦ Δεσπότου, ὡς τιμήσας Εἰκόνα, θλίψεις ἐν ἐξορίαις, Μιχαὴλ καθυπέστης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις ἡμῖν, ῥεῖθρα ἰάσεων.

Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἤλιος, ἐξανατείλας, καταυγάζεις ἅπαντας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, καὶ τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, θαυματοφόρε, Ἀγγέλων ὁμώνυμε.

Κάθισμα 
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἱέρευσας σαυτόν, διὰ βίου τελείου, καὶ ὤφθης Ἱερεύς, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, παρ' οὗ δυναμούμενος, αἱρετίζοντα στόματα, ἀπεφίμωσας, κατὰ Χριστοῦ τῆς εἰκόνος, ἀνοιγόμενα, καὶ διωκόμενος Πάτερ, τὸν δρόμον τετέλεκας.

Μεγαλυνάριον 
Κλῆσιν ἀγγελώνυμον ἐσχηκώς, ἰσάγγελος ὤφθης, ἐν τῷ κόσμῳ μετὰ σαρκός, ὡς ἱερομύστης, καὶ στῦλος Ἐκκλησίας· ἔνθεν ὦ Μιχαήλ σε, Χριστὸς ἐδόξασε.

 
Ἡ Ἁγία Μαρία τοῦ Κλωπᾶ ἡ Μυροφόρος

Ἦταν σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ μία ἀπὸ τὶς γυναῖκες, ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ὑπηρετοῦσαν στὸ ἔργο Του. Ὅταν γινόταν ἡ φρικτὴ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ καὶ οἱ μαθητὲς κρύβονταν καὶ διασκορπίζονταν, αὐτὴ συμπαρακολουθοῦσε στὸν τόπο τῆς καταδίκης καὶ συμπαραστεκόταν στὴν σταυρικὴ ἀγωνία καὶ τὴν ταφὴ ἔπειτα τοῦ Ἰησοῦ. Ἀλλὰ ἦταν καὶ μία ἀπὸ τὶς μυροφόρες, ποὺ εὐτύχησε ν᾿ ἀκούσει τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως.

Γιοὶ τῆς Μαρίας αὐτῆς ἦταν ὁ Ἰωσὴς καὶ ὁ Ἰάκωβος. Ὁ τελευταῖος συγκαταλέχθηκε μεταξὺ τῶν 12 ἀποστόλων, ὀνομαζόταν μάλιστα Μικρὸς γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν ἄλλο Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου.

Ἐπίσης ἡ Μαρία ἦταν παροῦσα καὶ κατὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸ ὑπερῷο. Ὅταν σχηματίστηκε ἡ πρώτη Ἐκκλησία στὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ Μαρία ἐξακολούθησε νὰ προσφέρει σ᾿ αὐτὴ τὶς ὑπηρεσίες της, γιὰ τὴν ἐπέκταση τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ γιὰ κάθε καλὸ καὶ φιλάνθρωπο ἔργο.

 
Ὁ Ἅγιος Σάλωνας ὁ Ῥωμαῖος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

 
Ὁ Ἅγιος Σέλευκος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ πριόνισμα.

 
Ὁ Ἅγιος Συνέσιος, ἐπίσκοπος Καρπασίας Κύπρου

Περιλαμβάνεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων της Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἀναφέρουν τίποτα οἱ Συναξαριστὲς γι᾿ αὐτόν.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Λεόντιο Μαχαιρὰ (σελ. 68, ἐκδ. Σάθα). καὶ τὸν Delehaye (Les Saints de Chypre, σελ. 255-270).

Στὴν Ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου τοῦ Χάκκετ, τόμ. Β´, σελ. 209, μετάφραση Χ. Παπαϊωάννου, λέγεται, ὅτι «τιμᾶται ἐν Ῥιζοκαρπάσῳ διὰ τοῦ κυριοτέρου ναοῦ τῆς κωμοπόλεως καὶ μνημονεύεται καθ᾿ ὅλην τὴν Καρπασίαν ἐν ταῖς Λειτουργείαις μετὰ τοῦ Φίλωνος καὶ Θύρσου».


 
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη Πόλοτας, ἡγουμένη τοῦ Σωτῆρος καὶ ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λεοντίου Ἐπισκόπου Ῥοστοβίας, τοῦ Θαυματουργοῦ (Ῥῶσοι)
 
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη, κατὰ κόσμον Πρεντισλάβα, γεννήθηκε περὶ τὸ 1105 στὴ Ρωσία. Ἦταν θυγατέρα τοῦ πρίγκιπος τοῦ Πολὼκ Σβιατοσλάβου Γεωργίου Βσελόντοβιτς, ἀνιψιὰ τοῦ βασιλικοῦ πρίγκιπος Βσέσλαν Μπραγιασλάβιτς καὶ ἐξαδέλφη τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Ἐμμανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.

Ζοῦσε μὲ τὸν πατέρα της στὴν αὐλὴ τοῦ πατρογονικοῦ της θείου Μπόρις Βσεσλάβιτς, στὸ Πολώκ. Ἤδη ἀπὸ νηπιακὴ ἡλικία ἡ Πρεντισλάβα ἄκουσε τὴν κλήση τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε στὴν ἡλικία ποὺ οἱ πριγκίπισσες συνήθιζαν νὰ παντρεύονται (12 χρονῶν), ἄρχισε νὰ ἀρνεῖται ὅλους ὅσοι τῆς προτείνονταν καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει σ’ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ἡ θεία της, μέχρι νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ μείνει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.

Ἐπειδὴ ἦταν πολύ μορφωμένη, ἀφιερώθηκε στὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων καὶ μὲ τὰ ἔσοδα βοηθοῦσε τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες καὶ τοὺς φτωχούς. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἠλίας τῆς ἐμπιστεύθηκε τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος μαζὶ μὲ τὴν γειτονικὴ περιοχὴ, γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Σέλκο. Στὴν πράξη τῆς παραδόσεως ἦταν ἐπίσης παρὼν καὶ ὁ Μπόρις, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πατέρα της, ποὺ πέθανε τὸ 1128.

Ἀμέσως ὁ Ὁσία ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση γυναικείας μονῆς στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ μονάσουν καὶ ἡ ἀδελφή της Γκορισλάβα ἢ Γκραντισλάβα, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Εὐδοξία καὶ μία ἐξαδέλφη της. Ὁ παλαιὸς βιογράφος διέδωσε τὴν πνευματική της συνομιλία μαζί τους καὶ μαζὶ μὲ ἄλλες ποὺ εἶχαν τὴ μοναχικὴ κλήση. Ἀργότερα, ἔβαλε τὶς βάσεις γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς ἀνδρικῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὴ Θεοτόκο.

Τὴν ἴδια περίοδο, ὅμως, ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μία δραματικὴ στιγμὴ. Ἀφοῦ δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς Πολόφσκυ, φανατικοὺς ἐχθροὺς τῶν Ρώσων, ὁ μεγάλος πρίγκιπας Μστισλὰβ ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Πολώκ, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, προτιμοῦσαν νὰ ἀσκήσουν μία πολιτικὴ παρελκυστική. Ἀφοῦ βγῆκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν σύγκρουση, ὁ Μστισλάβ τιμώρησε τὴν οἰκογένεια τῆς Εὐφροσύνης ἐξορίζοντάς την στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1130. Μία ἀδελφή της, ὅμως, νυμφεύθηκε τὸν υἱὸ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι οἱ Ρῶσοι πρίγκιπες ἔγιναν δεκτοὶ μὲ εὔνοια στὴν πρωτεύουσα. Καὶ γιὰ νὰ ἀντικρούσουν τὶς φῆμες περὶ ἀνανδρίας ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε ἀπὸ τὸν Μστισλάβ, συμμετεῖχαν μὲ ἀνδρεία σὲ ὁρισμένες μάχες κατὰ τῶν Ἀράβων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μστισλάβ, ὁ ἀδελφὸς τῆς Εὐφροσύνης Δαβὶδ καὶ ὁ πατέρας της Σβιατοσλάβος ἐπέστρεψαν στὸ Πολὼκ φέρνοντας μάλιστα καὶ δῶρα ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.

Ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὴν πλευρά του, συνεισέφερε στὴν ὑλοποίηση τοῦ ὀνείρου του, νὰ μεταμορφώσει τὴν ξύλινη ἐκκλησία ποὺ ἡ Εὐφροσύνη εἶχε κτίσει γιὰ τὸ μοναστήρι της σὲ πέτρινη. Ὁ ναὸς ὀνομάστηκε Σπασγιούρεβιτς Μστισλὰβ καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Σωτήρα Χριστό. Οἱ ἐργασίες, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ ἀρχιτέκτονα Ἰβάν, ὁλοκληρώθηκαν τὸ 1160, ἔτος τὸ ὁποῖο ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ τοποθετήθηκε σκόπιμα ἐκεῖ δήλωνε μὲ ἀρκετὰ λεπτομερειακὸ τρόπο τὰ ἔξοδα ποὺ χρειάστηκαν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο καθαγιάσθηκαν ἕνας Σταυρὸς μὲ ἕξι πλευρὲς, ἔργο τοῦ δασκάλου Λάζαρου Μπογκός.

Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔφερε πάντα μαζί της αὐτὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ περιεῖχε λείψανα Ἑλλήνων Ἁγίων, ὅπως ἐπίσης καὶ μία εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀποδιδόταν στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἦταν μέρος τῶν δώρων τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀργότερα ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς μονῆς στὴν ἀδελφή της Γκορισλάβα, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, διερχόμενη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Στὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπισκέφθηκε τὸ Ρωσικὸ μοναστήρι τῆς Θεοτόκου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ ἐκπληρώσει τὸ τάμα της. Εἶχε σκοπὸ νὰ πάει στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις της τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ εἴκοσι τέσσερις ἡμέρες ἔπρεπε νὰ παραμείνει κλινήρης στὸ Ρωσικὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 1173. Εἶχε ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνταφιασθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ὑπενθύμισαν ὅτι ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς μονῆς ἀπαγόρευε τὴν ταφὴ γυναικῶν στὴν ἐκκλησία τους. Γι’ αὐτὸ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου στὴ Ἱερουσαλὴμ.

Σύμφωνα μὲ μία παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὸ Πατερικὸν τοῦ Κιέβου, μὲ τὴν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Σαλαντὶν τὸ 1187, οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ μετέφεραν τὸ ἱερὸ λείψανό της στὸ Κίεβο, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ὅπου ἀναπτύχθηκε μία τοπικὴ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό της.

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. οἱ κάτοικοι τοῦ Πολὼκ ζήτησαν ἐπανειλημμένα τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων στὴν πόλη τους. Τὸ 1833, ὁ Γαβριὴλ, Ἐπίσκοπος τοῦ Βιτέμπσκ καὶ Μογκίλεβ, ἔκανε αἴτηση στὸν τσάρο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό.

Κάτι ἄρχισε νὰ συζητεῖται περὶ τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ τὸ 1871, ὅταν ὁ Μητροπολίτης τοῦ Κιέβου Ἀρσένιος συναίνεσε στὴν ἐπιστροφὴ τμήματος τῶν ἱερῶν λειψάνων. Τὸ 1893, ὡστόσο, ὄχι μόνο ἡ αἴτηση ἀπορρίφθηκε, ἀλλὰ ἀπαγορεύθηκε ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιμονὴ στὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο φαινόταν νὰ ἔχει φθάσει σὲ μηδενικὸ σημεῖο. Ἀντίθετα τὸ ζήτημα τέθηκε ἐκ νέου στὴν πανρωσικὴ ἱεραποστολικὴ διάσκεψη τοῦ Κιέβου (12 – 26 Ἰουλίου 1908). Ὀρίσθηκε μία ἐπιτροπή, ἡ ὁποία στὶς 29 Μαΐου 1909, ἐξέφρασε ἄποψη ὑπὲρ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων.

Ἀφοῦ ἐλήφθη ἡ συγκατάθεση τόσο τῆς Ἁγίας Συνόδου, ὅσο καὶ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1910, τὰ ἱερὰ λείψανα μὲ κάθε ἐπισημότητα μετεκομίσθηκαν στὸ Πολὼκ καὶ τὸ πρωὶ τῆς 23ης Μαΐου τοποθετήθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Ἁγίας Εὐφροσύνης.

Μὲ τὸν ἐρχομὸ τῶν Σοβιὲτ τὰ ἱερὰ λείψανα ἀπομακρύνθηκαν ἐκ νέου καὶ τοποθετήθηκαν ἀρχικὰ στὸ μουσεῖο τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκκενώσεως τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1941 οἱ πιστοὶ τὰ ἀνέσυραν καὶ τὰ τοποθέτησαν στὴν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου Προστάτιδος τοῦ Βιτέμπσκ. Τελικὰ, στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1943 ἐπιστράφηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Πολώκ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ φυλασσόταν στὸ καθολικὸ τῆς ἀνδρικῆς μονῆς, εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ 1239 ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ τὴν πῆρε καὶ τὴν μετέφερε στὴν ἐκκλησία τοῦ Τοροπὲτς στὸ πριγκιπάτο τοῦ Πσκώφ. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος μὲ τὸ μοναστήρι της, ἀνάμεσα στὸ 1579 καὶ τὸ 1580, παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Στέφανο στοὺς Ἰησουΐτες. Ὅταν τὸ 1656 ἡ περιοχὴ τοῦ Πολὼκ ἀνακαταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, ὁ ναὸς παραδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους. Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐπεστράφη στοὺς Ἰησουΐτες, μέχρι ποὺ τὸ 1835, μὲ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἰησουϊτῶν ἀπὸ τὴν Ρωσία, ὁ τσάρος Νικόλαος Α’ τὸν παρέδωσε ὁριστικὰ στοὺς Ὀρθοδόξους. Πέντε χρόνια μετὰ ὁ ναὸς ξαναπῆρε ζωὴ μὲ μία γυναικεία μοναστικὴ κοινότητα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά