Σάββατο, Μαΐου 26, 2012

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΜΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΜΑΣ

«Τα ρήματα ά δέδωκας μοι
δέδωκα αυτοίς και αυτοί έλαβον....»

ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ, που έπεται της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου, η Εκκλησία μας την αφιερώνει στη μνήμη των αγίων και θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας. Σχετικό είναι και το ευαγγελικό ανάγνωσμα, που αποτελεί ένα τμήμα της λεγόμενης αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου μας. Δηλαδή της προσευχής που ο Χριστός ανέπεμψε προς τον Θεό Πατέρα Του, λίγο πριν από το Πάθος Του, για τον εαυτό Του, τους μαθητές Του και όλους όσοι έμελλε να πιστέψουν σ’ αυτόν.
Δυο είναι, θα λέγαμε, τα πιο βασικά αιτήματα της προσευχής του Κυρίου. Το πρώτο, η αρραγής ενότητα των μαθητών Του και όλων εκείνων που θα πίστευαν μελλοντικά στο όνομα Του. Η ενότητα αυτή θα απεδείκνυε τη δύναμη του Χριστού και τη θεϊκή προέλευση της αποστολής Του. Το δεύτερο, η ανάγκη να διαφυλαχθεί καθαρή η πίστη, ο ζωντανός λόγος του Θεού, αφού δι’ αυτού και μόνο εξασφαλίζεται η δυνατότητα σωτηρίας όλων μας.
Τα δυο αυτά αιτήματα, που αποτελούν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αρχιερατικής προσευχής, συνδέονται άμεσα και με το έργο των αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή με τον αγώνα που διεξήγαγαν προκειμένου να διαφυλάξουν την ενότητα της Εκκλησίας και την καθαρότητα της διδασκαλίας της, που κινδύνευσαν από τον Αρειανισμό.

Η προέλευση της ευαγγελικής διδαχής

ΜΑΣ ΛΕΕΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ο Κύριος: «Τα ρήματα ά δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς και αυτοί έλαβον, και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σού εξήλθον, και επίστευσαν ότι συ με απέστειλας». Δηλαδή: Τα λόγια, τις διδαχές που μου έδωσες, τους τα έδωσα. Και αυτοί τα δέχτηκαν και αναγνώρισαν πως προέρχομαι πραγματικά από σένα. Και πίστεψαν ότι εσύ με έστειλες στον κόσμο.
Ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο μας έφερε «τα ρήματα» του Θεού Πατέρα. Μας αποκάλυψε τον αιώνιο λόγο Του. Μας κήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Ό,τι μας φανέρωσε, ό,τι μας δίδαξε, δεν είναι προϊόν ανθρώπινης σοφίας. Δεν μας το φανέρωσε και δεν μας το δίδαξε ως άνθρωπος αλλά ως Θεάνθρωπος, ως ο Μονογενής Υιός του Θεού Πατρός. «Πάντα ά ήκουσα παρά του Πατρός μου εγνώρισα υμίν» (Ιω. 15,15). Διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Τα εν τοις ευαγγελίοις εμφερόμενα λόγια υψίστου βασιλέως υπάρχει θεσπίσματα». Η ευαγγελική διδαχή δεν είναι ανθρώπινη ανακάλυψη, αλλά θεϊκή αποκάλυψη. Δεν είναι εφεύρημα φιλοσοφικού στοχασμού και ιδεολογικής αναζήτησης, αλλά φανέρωση της αλήθειας και της δόξας του Θεού «εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. 4,6). Και καταγράφηκαν από τους ιερούς συγγραφείς και αποστόλους υπό την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. «Όσα η θεία Γραφή λέγει», γράφει ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, «του Πνεύματος εισι φωναί».

Το έργο του ευαγγελισμού συνεχίζεται

ΤΑ «ΡΗΜΑΤΑ» ΑΥΤΑ του Θεού Πατέρα συνιστούν το Ευαγγέλιο Ιησού Χριστού. Το Ευαγγέλιο στο οποίο πιστεύουμε. Το Ευαγγέλιο δια του οποίου σωζόμαστε. Το Ευαγγέλιο που εξακολουθεί να κηρύττει η Εκκλησία εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Και το κάνει υπακούοντας στον ιδρυτή και Κύριο της, ο οποίος παρήγγειλε και συνεχίζει να μας ζητά: «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μαρκ. 16, 15).
Ο Κύριος μας Ιησούς προσθέτει: «και αυτοί έλαβον...».Ποιοί; Οι μαθητές Του. «Και αυτοί έλαβον» - δηλαδή αποδέχτηκαν – τα «ρήματα» που του έδωσε ο Θεός Πατέρας, και ο ίδιος, ερχόμενος στον κόσμο, παρέδωσε στους μαθητές Του. Ο Χριστός μας αποκάλυψε τον αιώνιο λόγο του Θεού για να τον αποδεχθούμε και να τον οικειωθούμε. Να τον δεχθούμε, όπως δέχεται το έδαφος στα σπλάχνα του το σπόρο που σπέρνει ο γεωργός. Όπως δέχεται η γη τη βροχή που πέφτει από τον ουρανό.

Η αποδοχή του Ευαγγελίου

ΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ αποδεχόμαστε το Ευαγγέλιο του Χριστού μας;
Πρώτον, πιστεύοντας ακλόνητα στην αλήθεια και τη δύναμη του Ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιο είναι τα «ρήματα» του Θεού, ο αιώνιος λόγος του Θεού, τον οποίο μας αποκάλυψε ο Κύριος Ιησούς: «όν γαρ απέστειλεν ο Θεός, τα ρήματα του Θεού λαλεί» (Ιω. 3,34). Γι’ αυτό, λοιπόν, πιστεύουμε ακλόνητα στο Ευαγγέλιο και το αποδεχόμαστε ως τον αιώνιο λόγο του Θεού με όλη τη δύναμη της υπάρξεως μας.
Δεύτερον, αγωνιζόμενοι να γνωρίσουμε πληρέστερα το θεόπνευστο περιεχόμενο του. Το Ευαγγέλιο μας δόθηκε για να το γνωρίσουμε. Και το γνωρίζουμε όχι για να το ‘χουμε καταχωνιασμένο κάπου – στο εικονοστάσι, σε κάποιο συρτάρι, σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης μας -, αλλά όταν το μελετούμε. Καθημερινά. Με ευλάβεια και προσοχή. Με αληθινή πνευματική δίψα. Όταν το μελετούμε, όπως το μελετούσαν όλοι οι άνθρωποι του Θεού. Όπως ο προφήτης Δαβίδ, ο οποίος διερμηνεύοντας την αγάπη του για το νόμο του Θεού γράφει στους Ψαλμούς του: «Ο νόμος σου μελέτη μου εστι» (Ψαλμ.118, 174).
Και τρίτον, τηρώντας τα όσα παραγγέλλει. Το Ευαγγέλιο είναι υπόθεση και μήνυμα ζωής. Είναι «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιω. 6,68). Ο Κύριος μας τα δίδαξε όχι για να ικανοποιήσει την περιέργεια μας, ούτε για να αυξήσει τις θρησκευτικές μας γνώσεις, αλλά για να εμπνέουν τη ζωή μας. Για να καθιστούμε τα όσα παραγγέλλει το Ευαγγέλιο καθημερινή πράξη, συμπεριφορά, τρόπο ζωής. Η πίστη και η αγάπη μας προς τον Χριστό είναι γνήσια όταν τηρούμε τις εντολές του Ευαγγελίου Του: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστιν ο αγαπών με» (Ιω. 14, 21).
Φέρουμε το τιμημένο όνομα του χριστιανού. Η προσωνυμία αυτή όμως δεν μας οφελεί σε τίποτε, αν δεν είναι χριστιανικά και τα έργα μας, αν δεν ανταποκρινόμαστε στις εντολές Εκείνου του οποίου φέρουμε το όνομα. Διδάσκει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Ουδέν γαρ ημίν όφελος τη των χριστιανών κεκλήσθαι προσηγορία, μη και των έργων επακολουθούντων». Και η υπακοή προς το Ευαγγέλιο αποτελεί χρέος όλων των πιστών, αγάμων και εγγάμων, μοναχών και κοσμικών. Αυτό μας υπογραμμίζει ο Μ. Βασίλειος, πολεμώντας προφανώς την εσφαλμένη αντίληψη που κυκλοφορούσε και στην εποχή του, ότι η πλήρης υπακοή προς το Ευαγγέλιο είναι υποχρέωση κυρίως των μοναχών. «Πάντες άνθρωποι απαιτησόμεθα την προς το Ευαγγέλιον υπακοήν, μοναχοί και οι εν συζυγίαις».

Ένα ζηλευτό προνόμιο

ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ χριστιανοί και Έλληνες έχουμε ένα διπλό ζηλευτό προνόμιο: πρώτον, είμαστε μέλη της Εκκλησίας εκείνης που διαφύλαξε ανόθευτο το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και δεύτερον, ανήκουμε στο έθνος που είχε την ύψιστη τιμή να γραφτεί στη γλώσσα του το Ευαγγέλιο, ολόκληρη η Καινή Διαθήκη.
Το διπλό αυτό προνόμιο όμως προσδιορίζει και το μέγεθος της ευθύνης μας. Τι οφελεί να είμαστε ορθόδοξοι μόνο για την ταυτότητα και για κάποιες τελετές, στις οποίες κατά καιρούς μετέχουμε; Και ακόμη: τι κερδίζουμε με το να έχουμε γραμμένο στη γλώσσα μας τον αιώνιο λόγο του Θεού και να τον αγνοούμε; Να μην τον μελετούμε; Να τον παραβαίνουμε καθημερινά;
Ας αναλάβουμε, λοιπόν, τις ευθύνες μας ως χριστιανοί απέναντι στο Ευαγγέλιο του Κυρίου Ιησού:
Να πιστεύουμε ακλόνητα στη δύναμη του
Να το μελετούμε με ευλάβεια και προσοχή
Να τηρούμε με αυταπάρνηση τις ζωηφόρες εντολές του. Αμήν. 

«Τα ρήματα ά δέδωκας μοι
δέδωκα αυτοίς και αυτοί έλαβον....»

ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ, που έπεται της εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου, η Εκκλησία μας την αφιερώνει στη μνήμη των αγίων και θεοφόρων Πατέρων που συγκρότησαν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας. Σχετικό είναι και το ευαγγελικό ανάγνωσμα, που αποτελεί ένα τμήμα της λεγόμενης αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου μας. Δηλαδή της προσευχής που ο Χριστός ανέπεμψε προς τον Θεό Πατέρα Του, λίγο πριν από το Πάθος Του, για τον εαυτό Του, τους μαθητές Του και όλους όσοι έμελλε να πιστέψουν σ’ αυτόν.
Δυο είναι, θα λέγαμε, τα πιο βασικά αιτήματα της προσευχής του Κυρίου. Το πρώτο, η αρραγής ενότητα των μαθητών Του και όλων εκείνων που θα πίστευαν μελλοντικά στο όνομα Του. Η ενότητα αυτή θα απεδείκνυε τη δύναμη του Χριστού και τη θεϊκή προέλευση της αποστολής Του. Το δεύτερο, η ανάγκη να διαφυλαχθεί καθαρή η πίστη, ο ζωντανός λόγος του Θεού, αφού δι’ αυτού και μόνο εξασφαλίζεται η δυνατότητα σωτηρίας όλων μας.
Τα δυο αυτά αιτήματα, που αποτελούν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αρχιερατικής προσευχής, συνδέονται άμεσα και με το έργο των αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή με τον αγώνα που διεξήγαγαν προκειμένου να διαφυλάξουν την ενότητα της Εκκλησίας και την καθαρότητα της διδασκαλίας της, που κινδύνευσαν από τον Αρειανισμό.

Η προέλευση της ευαγγελικής διδαχής

ΜΑΣ ΛΕΕΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ο Κύριος: «Τα ρήματα ά δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς και αυτοί έλαβον, και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σού εξήλθον, και επίστευσαν ότι συ με απέστειλας». Δηλαδή: Τα λόγια, τις διδαχές που μου έδωσες, τους τα έδωσα. Και αυτοί τα δέχτηκαν και αναγνώρισαν πως προέρχομαι πραγματικά από σένα. Και πίστεψαν ότι εσύ με έστειλες στον κόσμο.
Ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο μας έφερε «τα ρήματα» του Θεού Πατέρα. Μας αποκάλυψε τον αιώνιο λόγο Του. Μας κήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Ό,τι μας φανέρωσε, ό,τι μας δίδαξε, δεν είναι προϊόν ανθρώπινης σοφίας. Δεν μας το φανέρωσε και δεν μας το δίδαξε ως άνθρωπος αλλά ως Θεάνθρωπος, ως ο Μονογενής Υιός του Θεού Πατρός. «Πάντα ά ήκουσα παρά του Πατρός μου εγνώρισα υμίν» (Ιω. 15,15). Διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Τα εν τοις ευαγγελίοις εμφερόμενα λόγια υψίστου βασιλέως υπάρχει θεσπίσματα». Η ευαγγελική διδαχή δεν είναι ανθρώπινη ανακάλυψη, αλλά θεϊκή αποκάλυψη. Δεν είναι εφεύρημα φιλοσοφικού στοχασμού και ιδεολογικής αναζήτησης, αλλά φανέρωση της αλήθειας και της δόξας του Θεού «εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. 4,6). Και καταγράφηκαν από τους ιερούς συγγραφείς και αποστόλους υπό την επιστασία του Αγίου Πνεύματος. «Όσα η θεία Γραφή λέγει», γράφει ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, «του Πνεύματος εισι φωναί».

Το έργο του ευαγγελισμού συνεχίζεται

ΤΑ «ΡΗΜΑΤΑ» ΑΥΤΑ του Θεού Πατέρα συνιστούν το Ευαγγέλιο Ιησού Χριστού. Το Ευαγγέλιο στο οποίο πιστεύουμε. Το Ευαγγέλιο δια του οποίου σωζόμαστε. Το Ευαγγέλιο που εξακολουθεί να κηρύττει η Εκκλησία εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Και το κάνει υπακούοντας στον ιδρυτή και Κύριο της, ο οποίος παρήγγειλε και συνεχίζει να μας ζητά: «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μαρκ. 16, 15).
Ο Κύριος μας Ιησούς προσθέτει: «και αυτοί έλαβον...».Ποιοί; Οι μαθητές Του. «Και αυτοί έλαβον» - δηλαδή αποδέχτηκαν – τα «ρήματα» που του έδωσε ο Θεός Πατέρας, και ο ίδιος, ερχόμενος στον κόσμο, παρέδωσε στους μαθητές Του. Ο Χριστός μας αποκάλυψε τον αιώνιο λόγο του Θεού για να τον αποδεχθούμε και να τον οικειωθούμε. Να τον δεχθούμε, όπως δέχεται το έδαφος στα σπλάχνα του το σπόρο που σπέρνει ο γεωργός. Όπως δέχεται η γη τη βροχή που πέφτει από τον ουρανό.

Η αποδοχή του Ευαγγελίου

ΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ αποδεχόμαστε το Ευαγγέλιο του Χριστού μας;
Πρώτον, πιστεύοντας ακλόνητα στην αλήθεια και τη δύναμη του Ευαγγελίου. Το Ευαγγέλιο είναι τα «ρήματα» του Θεού, ο αιώνιος λόγος του Θεού, τον οποίο μας αποκάλυψε ο Κύριος Ιησούς: «όν γαρ απέστειλεν ο Θεός, τα ρήματα του Θεού λαλεί» (Ιω. 3,34). Γι’ αυτό, λοιπόν, πιστεύουμε ακλόνητα στο Ευαγγέλιο και το αποδεχόμαστε ως τον αιώνιο λόγο του Θεού με όλη τη δύναμη της υπάρξεως μας.
Δεύτερον, αγωνιζόμενοι να γνωρίσουμε πληρέστερα το θεόπνευστο περιεχόμενο του. Το Ευαγγέλιο μας δόθηκε για να το γνωρίσουμε. Και το γνωρίζουμε όχι για να το ‘χουμε καταχωνιασμένο κάπου – στο εικονοστάσι, σε κάποιο συρτάρι, σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης μας -, αλλά όταν το μελετούμε. Καθημερινά. Με ευλάβεια και προσοχή. Με αληθινή πνευματική δίψα. Όταν το μελετούμε, όπως το μελετούσαν όλοι οι άνθρωποι του Θεού. Όπως ο προφήτης Δαβίδ, ο οποίος διερμηνεύοντας την αγάπη του για το νόμο του Θεού γράφει στους Ψαλμούς του: «Ο νόμος σου μελέτη μου εστι» (Ψαλμ.118, 174).
Και τρίτον, τηρώντας τα όσα παραγγέλλει. Το Ευαγγέλιο είναι υπόθεση και μήνυμα ζωής. Είναι «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιω. 6,68). Ο Κύριος μας τα δίδαξε όχι για να ικανοποιήσει την περιέργεια μας, ούτε για να αυξήσει τις θρησκευτικές μας γνώσεις, αλλά για να εμπνέουν τη ζωή μας. Για να καθιστούμε τα όσα παραγγέλλει το Ευαγγέλιο καθημερινή πράξη, συμπεριφορά, τρόπο ζωής. Η πίστη και η αγάπη μας προς τον Χριστό είναι γνήσια όταν τηρούμε τις εντολές του Ευαγγελίου Του: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστιν ο αγαπών με» (Ιω. 14, 21).
Φέρουμε το τιμημένο όνομα του χριστιανού. Η προσωνυμία αυτή όμως δεν μας οφελεί σε τίποτε, αν δεν είναι χριστιανικά και τα έργα μας, αν δεν ανταποκρινόμαστε στις εντολές Εκείνου του οποίου φέρουμε το όνομα. Διδάσκει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Ουδέν γαρ ημίν όφελος τη των χριστιανών κεκλήσθαι προσηγορία, μη και των έργων επακολουθούντων». Και η υπακοή προς το Ευαγγέλιο αποτελεί χρέος όλων των πιστών, αγάμων και εγγάμων, μοναχών και κοσμικών. Αυτό μας υπογραμμίζει ο Μ. Βασίλειος, πολεμώντας προφανώς την εσφαλμένη αντίληψη που κυκλοφορούσε και στην εποχή του, ότι η πλήρης υπακοή προς το Ευαγγέλιο είναι υποχρέωση κυρίως των μοναχών. «Πάντες άνθρωποι απαιτησόμεθα την προς το Ευαγγέλιον υπακοήν, μοναχοί και οι εν συζυγίαις».

Ένα ζηλευτό προνόμιο

ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ χριστιανοί και Έλληνες έχουμε ένα διπλό ζηλευτό προνόμιο: πρώτον, είμαστε μέλη της Εκκλησίας εκείνης που διαφύλαξε ανόθευτο το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και δεύτερον, ανήκουμε στο έθνος που είχε την ύψιστη τιμή να γραφτεί στη γλώσσα του το Ευαγγέλιο, ολόκληρη η Καινή Διαθήκη.
Το διπλό αυτό προνόμιο όμως προσδιορίζει και το μέγεθος της ευθύνης μας. Τι οφελεί να είμαστε ορθόδοξοι μόνο για την ταυτότητα και για κάποιες τελετές, στις οποίες κατά καιρούς μετέχουμε; Και ακόμη: τι κερδίζουμε με το να έχουμε γραμμένο στη γλώσσα μας τον αιώνιο λόγο του Θεού και να τον αγνοούμε; Να μην τον μελετούμε; Να τον παραβαίνουμε καθημερινά;
Ας αναλάβουμε, λοιπόν, τις ευθύνες μας ως χριστιανοί απέναντι στο Ευαγγέλιο του Κυρίου Ιησού:
Να πιστεύουμε ακλόνητα στη δύναμη του
Να το μελετούμε με ευλάβεια και προσοχή
Να τηρούμε με αυταπάρνηση τις ζωηφόρες εντολές του. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά