Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΚΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ-3 Tοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου [Γοντικάκη],
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΚΑΙ Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΜΑΣ
ὁμιλία εἰς τὴν Πάτρα τὴν 14η Μαΐου τοῦ 1998
[Γ´]
Tοῦ Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου [Γοντικάκη],
Προηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους
Ἐρώτησι: …Εἴπατε ὅτι ἐμεῖς ἔχομε τὴν παράδοσί μας. Πολὺ σωστά, πολὺ ὡραῖο αὐτό, καὶ πρέπει νὰ τὴν κρατᾶμε τὴν παράδοσί μας. ᾿Αλλὰ ἐγὼ κάποτε, ὅταν διάβασα ἕνα κείμενο μὲ τὴν σοφία καὶ ἄλλων λαῶν, ἐκεῖ μέσα εἶδα ὅτι ὁ Χρυσὸς Κανόνας, αὐτὸ ποὺ λέτε ἐσεῖς: «Νὰ μὴ σοῦ κάνουν ἐσένα, νὰ μὴ τὸ κάνης ἐσὺ στοὺς ἄλλους», τὸ ἴδιο καὶ σὲ ἄλλους λαούς. Τὸ ἔχουν οἱ Ἑβραῖοι, νομίζω τὸ ἔχουν καὶ οἱ Βουδιστές, οἱ Ἰνδοί, τὸ ἔχουν κι ἄλλοι. Δηλαδή, δὲν μποροῦμε, ἔχουμε τὴν ἰδιαιτερότητά μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ μελετᾶμε κι αὐτὰ ποὺ λένε καὶ οἱ ἄλλοι λαοί. Νὰ μένουμε, νομίζω, ἐμεῖς μὲ τὴ δική μας ταυτότητα παντοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα νὰ προσέχουμε καὶ τοὺς ἄλλους λαούς. Πιστεύω ὅτι ὑπάρχει μιὰ παγκοσμιότητα…
Ἀπάντησι: Σαφῶς, ἐν τάξει… εἶμαι σύμφωνος. Νὰ σᾶς πῶ κάτι; ᾿Εὰν τυχὸν δὲν ἦταν ἔτσι, ἐὰν τυχὸν ἡ ᾿Ορθοδοξία δὲν ἦταν ἡ Μία, ῾Αγία, Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία, ἐγὼ δὲν θὰ ἔλεγα αὐτὰ τὰ πράγματα. ᾿Αλλὰ σᾶς λέω ὅτι ἡ Ὀρθόδοξή μας πίστι σέβεται ὅλους, καὶ ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον. ᾿Εὰν θέλετε νὰ σᾶς τὸ πῶ σαφέστερα, σᾶς λέω τὸ ἑξῆς: Μιὰ φορά, τότε ποὺ εἴχαμε τὴν ἐπαφὴ μὲ κάποιους ἀναρχικούς, τοὺς λέω: «Κοιτάξτε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ δὲν χωρᾶ σὲ κανένα κόμμα, σὲ καμμιὰ θρησκεία, σὲ καμμιὰ φιλοσοφία· ἂν θέλετε, δὲν χωρᾶ οὔτε στὴν Ὀρθοδοξία. Κι ἐπειδὴ ἡ ᾿Ορθοδοξία μὲ βοηθᾶ νὰ εἶμαι μὴ Ὀρθόδοξος, γι᾽ αὐτὸ εἶμαι Ὀρθόδοξος. Καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν λατρεύουμε τὸν Θεό, ἀλλὰ λατρεύουμε τὸν Ὑπέρθεο. Ὁπότε, ὅταν παρακολουθοῦμε τὴ Μεγάλη ῾Εβδομάδα, κι ὅταν ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας θυσιάζεται γιὰ ὅλους, καὶ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ Τὸν σταυρώνουν, ὅταν ἀντιδρᾶ πρὸς τὸν ᾿Απόστολο Πέτρο καὶ λέη: «Βάλε τὸ σπαθί, τὸ μαχαίρι, στὴ θήκη του, γιατὶ δὲν ἤρθαμε νὰ χτυπήσουμε τοὺς ἐχθρούς, δὲν ἔχουμε ἐχθρούς. Ἔρχομαι νὰ καταργήσω τὴν ἔχθρα»· κι ὅπως λέει ἡ ἀκολουθία, «καὶ πάντα ὑπομείνας, ἅπαντας ἔσωσε», ὅταν γίνεται αὐτό, τότε νοιώθεις, ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει Μία, ῾Αγία, Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ᾿Εκκλησία. ᾿Εδῶ μᾶς δίδεται αὐτὸ τὸ παράδειγμα, ὅτι θυσιάστηκε ὁ Θεὸς τῆς πίστεώς μας, ὄχι γιὰ νὰ σώση μερικούς, οὔτε γιὰ νὰ σώση τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώση τὴν οἰκουμένη. Καὶ ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἔτσι, τότε ἀναπαύεται κι ὁ καθένας ἄνθρωπος.
Κι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος… Λέει: «Γνώρισα ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε τόσο πολὺ τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ ἔλεγε: “Θεέ μου, θέλω νὰ σώσης τοὺς ἀδελφούς μου· καὶ νὰ σώσης ὅλους τοὺς ἀδελφούς μου. Κι ἂν τυχὸν δὲν τοὺς σώσης ὅλους, δὲν θέλω νὰ σώσης οὔτε ἐμένα. Γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τί σημαίνει Παράδεισος χωρὶς τοὺς ἀδελφούς μου”». Ὁπότε, βλέπετε ὅτι ἡ λογικὴ τῆς πίστεώς μας, ἡ λογικὴ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, εἶναι τέτοια, ποὺ ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ ἀναπαύει τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.
᾿Αλλ᾽ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, αὐτὸ ποὺ λέτε, ψήγματα καὶ κομμάτια ἀλήθειας ὑπάρχουν παντοῦ. ᾿Αλλὰ ἔχει σημασία νὰ βρῆς τὸ ὅλον. Γι᾽ αὐτό, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος ἐπίστευε, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ὅλη αὐτὴ τὴ χάρι, εἶπε καὶ τὸ ἄλλο, ὅτι… ἐνῶ ἔκανε τὸν ἀγράμματο, γιὰ νὰ πλησιάση τοὺς ἀγράμματους, μιὰ στιγμὴ λέει: «Κοιτάξτε, ἔχω διαβάσει ὅλα τὰ βιβλία, ὅλες τὶς πίστες, ἔχω βρῆ ὅτι ὅλες εἶναι κάλπικες, κι ἡ δική μας εἶναι ἀληθινή». ᾿Αλλ᾽ ἐὰν τυχὸν ζήσης μέσα στὴ θεία Λειτουργία καὶ τὴ Μεγάλη Εβδομάδα τὴν Ὀρθόδοξη πίστι, τότε καταλαβαίνεις ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ κι αὐτὴ ἡ θεία Λειτουργία κι αὐτὴ ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Πάσχα εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Ἐρ.: Θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω τί ἐννοοῦσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν ἔλεγε ὅτι «μιλάει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο ὁ νεκρὸς ἑαυτός μου», ἀπὸ τὸ σκαμνί…
Ἀπ.: Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε ὅτι ὁ βρεγμένος δὲν φοβᾶται τὴ βροχή, κι ὁ σκοτωμένος δὲν φοβᾶται καμμιὰ ἀπειλή. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Κύριος, ὅτι: «ὅποιος θέλει νὰ σώση τὴν ψυχή του, θὰ τὴ χάση· καὶ ὅποιος τὴ χάση, “ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου”, αὐτὸς θὰ τὴ σώση». Ὁπότε, διὰ τῆς ἀπωλείας φτάνουμε στὴν εὕρεσι, καὶ διὰ τοῦ μίσους τοῦ ἑαυτοῦ μας φτάνουμε στὴν ἀληθινὴ ἀγάπη.
Νομίζω ἐπίσης κάτι ἄλλο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕναν δυναμισμὸ κεκρυμμένο, ὅπως εἶναι ὁ σπόρος, ὁ ὁποῖος, ἐὰν δὲν πεθάνη στὴ γῆ τὴ γόνιμη, «αὐτὸς μόνος μένει»· ἐὰν δὲ ἀποθάνη, φέρει πολὺ καρπό. ᾿Εὰν τυχὸν ὁ ἄνθρωπος λατρέψη τὸν ἑαυτό του, αὐτοπροβάλλεται, λιβανίζει τὸν ἑαυτό του, τότε πνίγει τὸν ἑαυτό του. ᾿Εὰν τυχὸν ἔχη σὰν σκοπὸ νὰ τὰ δώση ὅλα γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ ὁ ἀδελφός του, ἤδη μπῆκε μέσα στὴν αἰώνια ζωή. Γιατὶ ζῆ γιὰ τὸν ἀδελφό του, καὶ ὁ ἑαυτός του εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Καὶ νομίζω ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, εἶχε αὐτὴ τὴν ἀγάπη, γι᾽ αὐτὸ εἶχε καὶ αὐτὴ τὴ δύναμι. Καὶ βλέπετε, ἂς ποῦμε, αὐτὸ ποὺ λέμε, ὅτι ἤτανε διπλωμάτης, ἤτανε πολιτικός· γιατί; Γιατὶ ἦταν ἀληθινὸς ἄνθρωπος, γιατὶ σεβότανε τὸν ἄλλο, γιατὶ ὁ ἄλλος ἤτανε ὁ ἑαυτός του καὶ γιατὶ κοντὰ σ᾽ αὐτόν, τὸν μικρό, τὸν ταπεινὸ καὶ μεγάλο, ὁ κάθε ἕνας ἄνθρωπος ἔπαιρνε μιὰ ἀξία. Κι αὐτὸς χαιρότανε, ὅταν ἔπαιρνε ὁ ἄλλος ἀξία, ὅταν ὁ ἄλλος ἀναπαυότανε.
᾿Αλλ᾽ αὐτὸ δὲν γίνεται, ἂν τυχὸν ἐγὼ κάνω τὸν δικό μου σύλλογο, ἂν τυχὸν ἐγὼ θέλω νὰ προβάλω τὸν ἑαυτό μου, ἀλλ᾽ ἂν τυχὸν γίνωμαι φυτόχωμα, γιὰ νὰ φυτρώση τὸ δέντρο του ὁ ἄλλος, ἂν τυχὸν ἐγὼ πάω στὴν ἄκρη, ἐξαφανίζομαι, δὲν ὑπάρχω, δὲν θέλω κανένα «εὐχαριστῶ», ἀρκεῖ μόνο νὰ ζήση ὁ ἄλλος. Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου: «ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα ἐσμὲν οἱ πολλοί». Γι᾽ αὐτό, βλέπετε ὅτι οἱ Ἅγιοι, δηλαδὴ οἱ ταπεινοί, κι ὅταν ὑπάρχουν, εἶναι σὰν ἀνύπαρκτοι. Δὲν παίρνουν χῶρο, δὲν κάνουν φασαρία. Κι ὅταν δὲν ὑπάρχουν ἐν σαρκί, ὅταν λείπουν, εἶναι ἐξ ἴσου μαζί μας, καὶ κρατοῦν τὸν κόσμο ὁλόκληρο στὴ ζωή. Ὁπότε, ὁ τρόπος τοῦ νὰ ὑπάρχης, εἶναι ὁ τρόπος τοῦ νὰ πεθαίνης καὶ νὰ θυσιάζεσαι ἑκούσια, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον, μὲ ἄλφα κεφαλαῖο καὶ ἄλφα μικρό.
Ἐρ.: Εἴπατε πρὶν ὅτι ἔχουμε πίστι μέσα μας, ὅτι πιστεύουμε τὸν Θεό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύουμε. Ἀπὸ μέσα μας δηλαδή…
[-Δὲν κατάλαβα. Εἶπα ὅτι πιστεύουμε στὸν Θεό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύουμε;
-Ναί· ὅτι πᾶμε στὶς ἐκκλησίες καὶ ἔχουμε ἕνα κενὸ μέσα στὴν πίστι μας.
-Τί ἔχουμε;]
-Κάποιο κενὸ ἀπὸ μέσα μας· ὅτι ἔρχονται στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἴπατε, ἐπισκέπτονται διάφοροι «πιστοί», ἐνῶ ἀπὸ μέσα τους δὲν πιστεύουν οὐσιαστικὰ στὸν Θεό. ᾿Εσεῖς, κατὰ τὴν γνώμη σας, ποῦ πιστεύετε ὅτι ὀφείλεται αὐτό; Κι ἂν ἡ κοινωνία μας θέλη νὰ ἔχουμε, νὰ νοιώσουμε αὐτὸ τὸ κενό, ἢ ἡ ᾿Εκκλησία.
Ἀπ.: Αὐτὸ ποὺ εἶπα ὅτι… εἶπα: «Οἱ ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευόμενοι δὲν καταλαβαίνουν τίποτα»· καὶ τὸ εἶπα σκοπίμως, ὅπως κάποιος δίδει ἕνα μπάτσο σὲ κάποιον, γιὰ νὰ ξυπνήση. Καταλάβατε;
Κατ᾿ ἀρχὴν ἤθελα νὰ πῶ τὸ ἑξῆς: Θυμᾶστε ἐκεῖνο τὸ περιστατικὸ ποὺ ἕνας πατέρας πῆγε τὸ ἄρρωστο παιδί του στὸν Κύριο καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ βοηθήση. Καὶ εἶπε ὁ Κύριος: «᾿Εὰν πιστεύης, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ βασανισμένος, ἤτανε εἰλικρινής, καὶ εἶπε: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». Πιστεύω, καὶ ταυτόχρονα εἶμαι ἄπιστος. Βοήθησέ με νὰ πιστέψω.
Νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία, εἶναι νὰ εἴμαστε σὰν τὸν Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, εἰλικρινεῖς, καὶ νὰ μὴν παριστάνουμε τὸ κάτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅ,τι εἴμαστε. Καλύτερα, λέει κάποιος, καλύτερα εἶναι μιὰ πραγματικὴ κόλασι ἀπὸ ἕνα φανταστικὸ παράδεισο. Κι ἂν τυχὸν ἐμένα μοῦ λέτε καλὰ λόγια, καὶ δὲν βλέπω ἐγὼ τὴν κακομοιριά μου, ἀλλὰ πιστέψω αὐτὰ ποὺ λέτε, κι ἀρχίζω νὰ κυκλοφορῶ σὰν νὰ εἶμαι αὐτὰ ποὺ νομίζουν οἱ ἄλλοι, τότε κάτι δὲν πάει καλά. ᾿Εὰν τυχὸν νοιώθω μιὰ πίστι, θὰ πῶ: «Δόξα τῷ Θεῷ, νοιώθω μιὰ ἀνάπαυσι». ᾿Εὰν τυχὸν νοιώθω μιὰ ἀμφιβολία, νὰ πῶ τὸν λογισμό μου. Καὶ ἔτσι, κενούμενος, ἀδειάζοντας κανεὶς καὶ ὄντας τίμιος μὲ τὸν ἑαυτό του, προχωρεῖ στὴν ἀλήθεια, καὶ βρίσκει τὴ μία πίστι -συμφωνῶ σ᾽ αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη ἐξ ἀρχῆς- τὴ μιὰ πίστι, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δοξασία, ἀλλὰ εἶναι φανέρωσι τῆς δυνάμεως, τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σώζει τὸν ἄνθρωπο· καὶ τὸν ἐλάχιστο ἄνθρωπο, τὸν καθένα, τὸν κάνει θεὸ κατὰ χάρι, καὶ ταυτόχρονα εἶναι αὐτὴ ἡ πίστι καὶ ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία δυνάμει σώζει τὴν οἰκουμένη.
Ἐρ.: Μιλήσατε γιὰ διαβασμένους καὶ γιὰ μορφωμένους. ᾿Επειδὴ ὅλοι μας ἔχουμε σχέσι μὲ διάβασμα, ἢ ἡ δουλειά μας εἶναι γύρω ἀπὸ αὐτό, θὰ ἤθελα νὰ μᾶς πῆτε πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε μορφωμένοι, κι ὄχι διαβασμένοι. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐρώτησι. Κι ἂν μπορῆτε νὰ μᾶς πῆτε λίγα λόγια γιὰ τὴ συνθήκη τοῦ Σένγκεν.
Ἀπ.: Λοιπόν… ὁ λαός μας κάποιον ποὺ ξέρει πολλά, τὸν λέει πολύξερο. Κάποιον ὁ ὁποῖος ἔχει προχωρήσει, καὶ ἔχει χωνέψει αὐτὰ ποὺ ξέρει, ἔχει γνῶσι, τὸν λέει γνωστικό. Εἶναι ἄλλος ὁ πολύξερος, κι ἄλλος ὁ γνωστικός. Γιὰ τὸ θέμα τοῦ μορφωμένου, εἶναι τὸ θέμα νὰ «μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ἡμῖν» καὶ νὰ ἔχουμε, ἔστω ἐλάχιστη, ἀπὸ τὴ χάρι καὶ ἀπὸ τὸν δυναμισμὸ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Γιὰ νὰ σᾶς ἀπαντήσω σαφῶς, σᾶς λέω τὸ ἑξῆς -κάτι ποὺ ἔμαθα στὸ Ἅγιον Ὄρος: Σεβαστῆτε τὸν ἑαυτό σας. Καὶ νὰ εἶστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό σας. Καὶ νὰ ἐπισκέπτεστε τὸν ἑαυτό σας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών. Καὶ νὰ ἐξασφαλίσετε μιὰ ἥσυχη ὥρα καὶ μιὰ ἥσυχη γωνιά, ποὺ θὰ εἶναι μόνο ὁ ἑαυτός σας. Καὶ μάθετε νὰ λέτε τὸ «Κύριε ἐλέησον. Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν. ᾿Εσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός, ὁ Δυνατός, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀδύνατος, ὁ ἁμαρτωλός. Σὲ γνωρίζω, καὶ δὲν σὲ γνωρίζω. Ξέρω ὅτι εἶμαι ἀδύνατος, ξέρω ὅτι ἐσὺ μὲ ἀγαπᾶς, καὶ ζητάω τὸ ἔλεός σου».
᾿Εὰν τυχὸν αὐτὸ γίνεται, τότε θὰ βροῦμε σιγὰ-σιγὰ τὸν ἑαυτό μας. Καὶ δὲν θὰ εἴμαστε ἐκτὸς ἑαυτῶν, δὲν θὰ ζοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. ᾿Εὰν τυχὸν δὲν ἐπισκεπτώμαστε τὸν ἑαυτό μας, δὲν ἔχουμε μιὰ ἥσυχη ὥρα καὶ μιὰ ἥσυχη γωνιά, τότε εἴμαστε συνέχεια ζαλισμένοι καὶ συνέχεια μαριονέτες ποὺ μᾶς κινοῦν ἄλλες δυνάμεις, εἴτε εἶναι ἡ τηλεόρασι, εἴτε εἶναι οἱ ἐφημερίδες, εἴτε εἶναι τὰ μαθήματα, εἴτε εἶναι ἡ ἐπιπολαιότης, εἴτε εἶναι τὰ πάθη τὰ δικά μας. ᾿Ενῶ τὸ βαθύτερο εἶναι μας, αὐτὸ τὸ ὁποῖο φέρει τὴ χάρι τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, νὰ πῆ: «Κοίταξε, δὲν εἶμαι τίποτα, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἔχω μιὰ δύναμι ποὺ δὲν φοβᾶται οὔτε τὸν χάρο». Γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ πράγμα, θὰ πρέπη κανεὶς νὰ βρῆ τὸν ἑαυτό του. Καὶ θὰ βρῆ κανεὶς τὸν ἑαυτό του, ἂν μπορῆ νὰ εἶναι εἰλικρινὴς κατ᾽ ἀρχὴν μὲ τὸν ἑαυτό του.
Καὶ στὴ συνέχεια νοιώθει ὅτι (τί γίνεται;) ὅτι εἶναι, σὰν ἄνθρωπος, ἕνα μπόλι ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο μπολιάζεται στὴν καλλιέλαιο. Μπολιάζεται σ᾽ ἕνα δέντρο βαθύρριζο, καὶ νοιώθει ὅτι τὸ μπόλι αὐτὸ ἔπιασε. Μεγαλώνουν κλαδιά. ᾿Ανθίζει τὸ μπόλι, καὶ βγάζει καρπούς. Κι αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο μπόλι ἔχει δικές του ρίζες, τὶς ρίζες τὶς βαθύτατες τοῦ αἰωνόβιου δέντρου. Τότε κανεὶς νοιώθει ὅτι εἶναι μορφωμένος, τότε κανεὶς νοιώθει ὅτι αὐτὰ ποὺ ζῆ μέσα του δὲν εἶναι… ἢ αὐτὰ ποὺ λέει, δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ διάβασε, καὶ κρατάει ἕνα χαρτὶ καὶ στὸ διαβάζει, στὸ λέει, ἀλλ᾽ εἶναι κάτι ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα του. Καὶ τί βγαίνει ἀπὸ μέσα του; Βγαίνει μιὰ στιγμὴ ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ». Κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ μορφωμένος ἐν Χριστῷ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει ὑγεία πνευματική, ξέρετε τί γίνεται στὸ τέλος; Ἔχει μιὰ ἠρεμία καὶ μιὰ ἐλευθερία, καὶ νοιώθει ὅτι δὲν ἔχει κανένα παράπονο γιὰ τίποτα καὶ γιὰ κανένα ἄνθρωπο. Γιατὶ ἂν τυχὸν ἐμεῖς παραπονιώμαστε καὶ μουρμουρίζουμε καὶ δυσανασχετοῦμε, σημαίνει ὅτι… ὄχι ὅτι μᾶς φταῖνε οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ὅτι ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴν ὑγεία τὴ μεγάλη, τὸ δυνατὸ σῶμα γιὰ νὰ χωνέψη τὴν κάθε τροφή, ὅπως εἴπαμε, καὶ βλέπουμε τὴ δύναμι τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ πάρουμε.
Ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος ἐν Χριστῷ, ἕνας ἄνθρωπος μικρὸς ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ μεγάλος, εἶναι ἥσυχος, ἤρεμος, δὲν ἀπειλεῖ κανέναν, καὶ δὲν ἀπειλεῖται ἀπὸ κανέναν. ᾿Αλλὰ ὅλα τοῦ κάνουν καλό, καὶ λέει μόνο: «Δόξα σοι, ὁ Θεός». Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, δὲν χάνει δύναμι, ἀλλὰ αὐξάνεται ἡ δύναμί του. Κι ὅταν γεράση, τότε νοιώθει ὅτι τὰ γεράματα εἶναι συμπεπυκνωμένη νεότης· καὶ ὅταν πεθάνη, νοιώθει ὅτι διὰ τοῦ θανάτου μπαίνει σὲ μιὰ πλήμμυρα ζωῆς, τὴν ὁποία δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξη ὅταν ἦταν ζωντανός.
Ἄλλο. ῎Α, γιὰ τὸ Σένγκεν; Νὰ ρωτήσετε τοὺς διαβασμένους.
Ἐρ.: Γέροντα, εἶναι κοινῶς ἀποδεκτὸ ὅτι στὴ νεολαία μας ὑπάρχει ἕνας κορεσμὸς τῶν πάντων: τῆς ὕλης, τῆς ἡδονῆς, τῆς ἀπόλαυσης. Κάποια στιγμὴ ἀπολυτοποίησαν τὰ πάντα, πλὴν τῆς Ὀρθόδοξης πίστης τους. Σήμερα αὐτοὶ οἱ νέοι θέλουν νὰ προσεγγίσουν, θέλουν ν᾽ ἀκουμπήσουν κάπου. Θέλουν μιὰ τρυφερὴ ἀγκαλιά. Κι ἐδῶ θἄθελα νὰ ρωτήσω: Οἱ ἐκφραστὲς τοῦ θείου λόγου -γιατὶ ὁ θεῖος λόγος ἀπὸ μόνος του εἶναι γλυκὺς καὶ πανέτοιμος νὰ τοὺς δεχθῆ- οἱ ἐκφραστὲς αὐτοῦ τοῦ θείου λόγου, οἱ ἱερεῖς, θεολόγοι καὶ λοιποί, θὰ συνδυάσουν τὴν παράδοσι μὲ τὸν σύγχρονο λόγο, ὥστε νὰ προσεγγίσουν τοὺς νέους μας, γιατὶ εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος; Τελικὰ πῶς διαβλέπετε τὸ μέλλον τῆς νεολαίας μας; Εὐχαριστῶ.
Ἀπ.: Μ᾽ αὐτὰ ποὺ εἴπατε συμφωνῶ καὶ διαφωνῶ. Καὶ θὰ σᾶς ἐξηγήσω: Οἱ ἐκφραστὲς τοῦ θείου λόγου ποῖοι εἶναι; Μετά, στὴ συνέχεια, γιὰ τὴ νεολαία. Ποιὰ εἶναι ἡ νεολαία; εἶναι τὰ νέα παιδιά. ᾿Εγὼ σᾶς λέω ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ὅλοι εἶναι ὄχι μιὰ βιολογικὴ νεότητα, ἡ ὁποία παρέρχεται μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀλλὰ μιὰ χάρι ἡ ὁποία, ὅπως λένε, ξεπερνάει τὸν θάνατο.
᾿Επανέρχομαι στὴν πρώτη ἐρώτησι, καὶ ποὺ τὴ χαίρομαι. Αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη, ἂν μιλᾶμε ἀπόλυτα γιὰ τὴν ᾿Ορθοδοξία, μήπως ἀδικοῦμε ἄλλους, εἴτε ἑτεροδόξους, εἴτε ἀλλόθρησκους, ποὺ κι αὐτοὶ ἔχουν μιὰ καλὴ διάθεσι… Μιλᾶμε ἀπόλυτα, νοιώθω ὅτι μπορεῖ νὰ μιλήση κανεὶς ἀπόλυτα, ἐπειδὴ ὑπάρχει μέσα ἐδῶ, στὸ βάθος, τῆς σοφίας ἡ γνησιότης καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Μετά, στὴ συνέχεια, καταργοῦνται, πέφτουν τὰ εἴδωλα, καὶ ὑψώνεται ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Μετά, μπορεῖ ἐγὼ νὰ μιλάω γιὰ ᾿Ορθοδοξία, νὰ μιλάω γιὰ ταπείνωσι, καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ μέσα μου νὰ ἀναδύεται μιὰ ἀποφορὰ ἐγωισμοῦ. Νὰ μιλάω γιὰ ἡσυχία, καὶ νὰ σᾶς ταράσσω. Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν οἱ ῞Αγιοι καὶ οἱ φορεῖς καὶ οἱ ἐκφραστὲς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοὶ ποὺ φανερώνουν τὴ χάρι τῆς ᾿Εκκλησίας. Καὶ ἐγὼ θὰ ἤθελα νὰ ἔλεγα τὸ ἑξῆς: ὅτι αὐτοὶ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ φαίνονται.
Νὰ σᾶς πῶ κάτι. Γιατί πήγαμε στὸ Ἅγιον Ὄρος; Μιὰ στιγμή, βλέπετε ὅτι πολὺς κόσμος πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ παλιὰ ἤτανε, λέγανε, καταδικασμένο γιὰ νὰ πεθάνη. ᾿Εν τέλει, ὅταν περνᾶνε τὰ χρόνια, νοιώθει κανεὶς ὅτι πήγαμε γιὰ κάποιους ἁπλούς, γιὰ κάποιους ἀγράμματους, γιὰ κάποιους ἀνύπαρκτους, γιὰ κάποιους ταπεινοὺς ποὺ δὲν εἶχαν καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Κι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι σοῦ μετέδιδαν ἕνα ἄρωμα ποὺ ἔφερνε τὴν ᾿Ανάστασι. Καὶ λές: «Κάθομαι κοντὰ σ᾽ αὐτούς». Καὶ μετὰ ἔνοιωσα τὸ ἑξῆς: ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι, ἁπλοί, ἀνύπαρκτοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρι καὶ τὴ μεγαλοσύνη, ὑπάρχουν πάρα πολλοὶ στὸν κόσμο, στὴν ῾Ελλάδα· ἀλλὰ ἡ ἀγωγὴ ποὺ παίρνουμε μᾶς λέει πολλὲς φορὲς ὅτι «αὐτὸ τὸ χρυσάφι εἶναι τενεκές, καὶ νὰ τὸν ἀποφεύγης. Καὶ νὰ περνᾶς τὸν τενεκὲ σὰν χρυσάφι…». Γι᾽ αὐτό, βασανιζόμαστε.
Θυμᾶμαι μιὰ φορὰ μὲ τὸν παπα-᾿Αντώνη, μ᾿ ἕναν μοναχὸ τῆς Μονῆς μας, πήγαμε κάπου στοῦ Σκαραμαγκᾶ, ποὺ διαλύουνε τὰ καράβια, καὶ θέλαμε νὰ πάρουμε μιὰ βάρκα, γιὰ νὰ μεταφέρουμε ἄμμο. Καὶ ζητούσαμε μιὰ σιδερένια βάρκα. Καὶ ἦταν ἐκεῖ πέρα ἕνας χοντρός, μονόφθαλμος καὶ κακοντυμένος, ὁ ὁποῖος ἐφύλαγε τὰ διαλυμένα καράβια. Ὅταν μᾶς εἶδε, μᾶς πλησίασε καὶ μᾶς εἶπε: «Tί θέλετε νὰ κάνετε τὴ βάρκα;». Τοῦ εἴπαμε: «Νὰ μεταφέρουμε ἄμμο». Λέει: «Νὰ μὴν πάρετε σιδερένια βάρκα, ἀλλὰ νὰ πάρετε μιὰ ξύλινη, πού, ὅταν σπάση μιὰ τρέσα, τὴν ἀλλάζετε». Μᾶς μίλησε λίγο. Καὶ φύγαμε ἀπ᾽ αὐτόν. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἐμένα μὲ ἀνέπαυσε. Αὐτὸς εἶχε μιὰ χάρι. Αὐτὸς ἦταν σὰν ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὰ χαλασμένα καράβια, ἀλλ᾿ αὐτὸς εἶχε τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, κι αὐτὸς μεταδίδει τὴ χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Καὶ μπορεῖ νὰ διαβάσω ἕνα βιβλίο κάποιου θεολόγου, καὶ νὰ μὴ μοῦ λέη τίποτα. Καὶ ν᾽ ἀκούσω κήρυγμα, καὶ νὰ μὴ μοῦ λέη τίποτα.
Γι᾽ αὐτό, σᾶς λέω τὸ ἑξῆς: ῾Ησυχάστε λίγο στὸν ἑαυτό σας, βρέστε μιὰ ὥρα, μισὴ ὥρα, κι ἕναν ἥσυχο τόπο. Νὰ εἶστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό σας, καὶ θὰ δῆτε ὅτι σιγὰ-σιγὰ ἀναπτύσσεται μέσα σας μιὰ δύναμι ἡ ὁποία σπάει τὰ σίδερα τῆς ὁποιασδήποτε φυλακῆς, τὰ σίδερα τῆς ὁποιασδήποτε φυλακῆς τῆς ἐπιτυχίας. Καὶ ἔχετε τὴ δύναμι καὶ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν εὐαισθησία, γιὰ νὰ βρίσκετε παντοῦ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους Ἁγίους, ποὺ εἶναι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ εἶναι κάποιοι ταπεινοί, ποὺ εἶναι στὸ σπίτι σας. Καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ὁ παππούς, ἡ γιαγιά, ἢ ἕνα μικρὸ παιδί. ᾿Αλλά, πρὸ παντός, ἔχουμε πολλοὺς γέρους, πολλὲς γιαγιάδες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρι τὴ μεγάλη ποὺ ἔχουν οἱ ἁγιορεῖτες οἱ ταπεινοί, οἱ ὁποῖοι κάλεσαν ἐμᾶς στὸ Ἅγιον Ὄρος μόνο μὲ τὸ ὅτι ὑπάρχουνε, καὶ ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, κι ὅτι σὲ ἀγαποῦνε πρὶν σὲ γνωρίσουνε, ὅτι σὲ σέβονται περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι ἀξίζεις. Κι ἔτσι, μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο σὲ δεσμεύουν, σὲ ρίχνουν στὸ φιλότιμο καὶ σὲ ἔχουν δέσει χειροπόδαρα, μὲ τὸ νὰ σὲ ἀφήνουν ἐλεύθερο.
. Πρὸ ἡμερῶν ἤμουνα μὲ ἕναν ἄλλο μοναχὸ σὲ ἕνα σπίτι, καὶ κουβεντιάζαμε μὲ τὸν πατέρα γιὰ μιὰ δουλειὰ ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὸ μοναστήρι, καὶ δίπλα ἦταν ἡ γυναίκα του σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, ἡ ὁποία κάτι συλλάβιζε. Λέω: Μήπως θὰ μαθαίνη κανένα ἐγγονάκι της νὰ διαβάζη. Μετὰ λέω: «Τὶ εἶναι, τί κάνει;». Καὶ λέει ὅτι κάνει τὴν προσευχή της. Ὅταν φεύγαμε ἀπὸ τὸ δωμάτιο, ὅταν τελειώσαμε τὴ δουλειά, περάσαμε, καὶ ἦταν μέσα στὴν κουζίνα, εἶχε ἀνάψει τὸ καντήλι, καὶ διάβαζε συλλαβιστὰ μιὰ Παράκλησι. Κι αὐτὴ ἡ ἄσχημη γριὰ μὲ τὰ γυαλιὰ ἤτανε ἄγγελος. Καὶ λέω: «Κοίταξε, αὐτοὶ κρατοῦν τὸν κόσμο». Κι αὐτὴ ἔχει μέσα της ἤρεμα τὴ χαρὰ ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο· γιατί, ξέρετε, αὐτὴ δὲν ἔχει καμμία ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό της, ὅτι εἶναι κάτι σπουδαῖο· καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο ἔχει μέσα της αὐτὴ τὴν ἀνάπαυσι.
Ξέρετε, εἶναι καλὸ νὰ πετύχη κανεὶς καὶ νὰ βγῆ καὶ πρῶτος στὰ μαθήματα. Εἶναι καλὸ νὰ τὰ πετύχη ὅλα. ᾿Αλλὰ σᾶς λέω τὸ ἑξῆς: ὅτι, ἐν τέλει, ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι ἀνεπαρκῆ. ᾿Εγὼ δὲν λέω νὰ μὴ ζητήση κανεὶς νὰ ἔχη κάτι. ᾿Αλλὰ νὰ ἔχη ὅ,τι χρειάζεται, νὰ ἐπαρκῆ, καὶ μετὰ νὰ ζητήσουμε πάσῃ θυσίᾳ αὐτὸ τὸ ἕνα, τὸ ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ τὸ ὁποῖο φωτίζει ἔσωθεν ὅλα τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ διαβατικά, καὶ τοὺς δίνει ἕνα φῶς […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά