Τρίτη, Σεπτεμβρίου 25, 2012

Περί τήν «Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν» του ιερομονάχου Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ


1ον) ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΕΓΚΡΙΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟ

ΠΛΕΙΟΝΕΣ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 



Περί τήν «Διαχρονικ Συμφωνία τν γίων Πατέρων
γι τ ποχρεωτικ το 15ου Κανόνος
τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
περ Διακοπς Μνημονεύσεως πισκόπου
Κηρύσσοντος π’ κκλησίας Αρεσιν»


του Ασκητού του Κίσσαβου 

ιερομονάχου Εθύμιου Τρικαμην





Λάβαμε ἕνα πολυσέλιδο κείμενο-ἐπιστολή, ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ποὺ ἀπευθύνεται στον ἔγκριτο ἁγιορείτη μοναχὸ (γνωστὸ ἀπὸ δημοσιεύσεις σὲ θεολογικὸ περιοδικό) που χθές δημοσιεύσαμε στην ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙ. Ὁ ἁγιορείτης (τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν δημοσιεύουμε, γιατὶ δὲν μᾶς ἀπάντησε ἂν ἐπιθυμεῖ τὴ γνωστοποίηση τοῦ ὀνόματός του) εἶχε πρὸ μηνῶν ἀποστείλει (σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς διαχειριστὲς τοῦ ἱστολογίου Ρaterikiparadosi) κριτικὴ γιὰ τὸ βιβλίο «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικὸ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν», τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ.


Ὁ π. Εὐθύμιος, τὸν ὁποῖο πληροφορήσαμε γιὰ τὴν κριτικὴ τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, θέλησε νὰ ἀπαντήσει, διότι πρόκειται περὶ μιᾶς μονομεροῦς κριτικῆς, ποὺ παραποιεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση περὶ τοῦ θέματος. Ἀπὸ αὐτὴν ἀπουσιάζουν ἁγιοπατερικὰ χωρία καὶ γνῶμες τῶν Ἁγίων Πατέρων, καὶ ἕνα τόσο μεγάλο καὶ κρίσιμο θέμα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν συγχρόνων αἱρετικῶν ἐξετάζεται μὲ προσωπικὲς γνῶμες. Κι αὐτὸ τὴ στιγμή, ποὺ στὸ βιβλίο παρατίθενται ἑκατοντάδες πατερικὰ κείμενα πρὸς ἐπίρρωση καὶ κατοχύρωση τῶν θέσεων τοῦ συγγραφέα.


Δημοσιεύουμε στην ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙ τὸ κείμενο σε συνεχειες, γιατὶ ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συνεχῶς ἐπεκτείνεται, καὶ δὲν φαίνεται καμιὰ σοβαρὴ ἀντίδραση ἐναντίον της. Μάλιστα, οἱ ἁγιορεῖτες ποὺ παραδοσιακὰ ἀποτελοῦσαν τὸν κυματοθραύστη τῶν αἱρέσεων, τώρα ἀδρανοῦν, καὶ δυστυχῶς, μὲ μιὰ τέτοια κριτικὴ (ὅπως τοῦ ἐν λόγῳ ἁγιορείτη) ἀποτρέπουν ἀπὸ τὸν ἀγῶνα, κατηγορώντας μὲ διάφορες αἰτιάσεις καὶ ἐκείνους ποὺ δεχόμενοι πολυμέτωπο πόλεμο, δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀγωνίζονται ἐν συνειδήσει τῆς δικῆς τους ἀδυναμίας, ἀλλὰ καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.



ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΠΕΛΑΚΙΩΝ ΛΑΡΙΣΗΣ


                                                                                                     1/07/2012




Ἀγαπητέ καί σεβαστέ Πάτερ,  χαῖρε ἐν Κυρίῳ.
Ἄν καί νομίζω πώς δέν γνωριζόμαστε προσωπικά σοῦ ἀποστέλλω τήν παροῦσα ἐπιστολή, ἐπειδή ἔλαβα σέ φωτοαντίγραφο ἀπό τόν ἀδελφό στὸν ὁποῖον ἀπέστειλες τήν ἀπό 29/2/2012 ἐπιστολή σου, ἡ ὁποία ἀπευθύνετο πρός αὐτόν, εἶχε ὅμως ἀντικείμενο τό προσφάτως ἐκδοθέν βιβλίο μου: «Ἡ Διαχρονική Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τό Ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν».


Ἀπό αὐτό τό φωτοαντίγραφο τῆς ἐπιστολῆς σου διεπίστωσα ὅτι εἶσαι  ὁ ἐπιστολογράφος τῆς χωρίς ἡμερομηνία καί ὄνομα ἐπιστολῆς, τήν ὁποία μοῦ κοινοποίησε σέ παλαιότερη ἀλληλογραφία μας γνωστός μου μοναχός. Εἰς αὐτήν, ἐπειδή προφανῶς ὁ μοναχὸς ἐζήτησε τήν γνώμη καί συνδρομή σου, ἀπαντοῦσες σέ μερικές ἐκκλησιαστικές θέσεις μου, τίς ὁποῖες ἐπαρουσίασα στήν ἀλληλογραφία μου μέ ἐκεῖνον. Ὅταν ἐν συνεχείᾳ ὁ ἴδιος μοναχός μοῦ ἀπέστειλε σέ ἐπιστολή του αὐτό τό ἀνώνυμο κείμενό σου, ἐγώ τοῦ ἐξήγησα ὅτι, προκειμένου νά ἀπαντήσω στίς ἀπόψεις αὐτές πρέπει νά μοῦ δηλωθῆ τό ὄνομα τοῦ ἐπιστολογράφου, τόν παρεκάλεσα δέ νά σοῦ μεταβιβάση τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς μου, πού ἀνεφέρετο στήν ἀνώνυμη δική σου.  Δέν γνωρίζω ἄν τελικά ὁ ἐν λόγῳ μοναχὸς αὐτό τό ἔκανε(...).


Εἶναι ἄξιον ἀπορίας Πάτερ, πῶς ἀποφαίνεσαι γιά σοβαρά ἐκκλησιαστικά θέματα καί γιά προσωπικές, κατά τήν γνώμη σου, πλάνες καί ἐκτροπές ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κάποιου καί αὐτό τό πράττεις ἀνωνύμως, δηλαδή ἐκ τοῦ ἀφανοῦς, χωρίς νά ἔχης τήν προσωπική καί δημοσία εὐθύνη τῶν γραφομένων σου(...).


1) Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἐπισημάνω καί ἐδῶ (ὅπως καί στήν ἀνώνυμη ἐπιστολή) τήν παντελῆ ἀπουσία, ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων ἤ ἔστω παραπομπῶν, πρός κατοχύρωσι τῶν γραφομένων σου καί πρός στήριξι τῶν ἀπόψεών σου.  Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ὅ,τι γράφεις εἶναι ἕωλο καί μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἀποτέλεσμα καθαρά τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Καί στήν περίπτωσι δέ πού ἐγώ διέστρεψα καί παρερμήνευσα ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία, πάλι ἐσύ ἔπρεπε νά μήν παρουσιάσης δικές σου ἀπόψεις (ἤ τοῦ π. Ἐπιφανίου κλπ.) ἀλλά νά κατοχυρώσης τά γραφόμενά σου μέ ἱερούς Κανόνες καί ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα.


Τοιουτοτρόπως ἀφήνεις νά ἐννοηθῆ ὅτι ἡ ἁγιοπατερική κατοχύρωσι δέν χρειάζεται σήμερα, διότι εὑρισκόμεθα στήν μετα-πατερική, μετα-αγιογραφική καί μετα-κανονική ἐποχή, ἤ ὅτι καί ἐσύ ὑπέρκεισαι τούτων καί δύνασαι αὐθαιρέτως (ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές) νά ὁριοθετῆς τήν πίστι, τήν αἵρεσι, τίς πλάνες κλπ. χωρίς νά ἔχης αὐστηρό ὁδηγό τήν ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγίους, ἀλλά τίς κατ’ ἐσέ εὔλογες καὶ καταφανεῖς καὶ αὐταπόδεικτες θέσεις περὶ ἀποτειχίσεως, καθιστῶντας τὸ ζητούμενο ὡς εὐκόλως ἐννοούμενο ἢ ὡς δεδομένο. Πάντως ὁ,τιδήποτε εἶναι  ἀστήρικτο καί ἀκατοχύρωτο χάνει ἀπό μόνο του τήν ἀξία του.


2) Ἔπειτα ἀπό τήν ἀνωτέρω σοβαρή ἐπισήμανσι θά ἔπρεπε νά μήν ἀπαντήσω στίς θέσεις καί ἀπόψεις σου, περιμένοντας μία ὁλοκληρωμένη καί πατερικῶς τοποθετημένη ἐπιστολή σου, διότι πολλά δυνάμεθα νά λέμε καί νά διδάσκωμε ἀστήρικτα καί ἀμάρτυρα.  Ἐπειδή ὅμως κατά τήν γνώμη μου στά γραφόμενά σου κρύβεται καί μία σκοπιμότητα καί φανερά τοποθέτησι ὑπέρ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, ἐπί πλέον, προκειμένου νά σοῦ δώσω καί ἄλλα κίνητρα καί ἐρεθίσματα πρός ἔρευνα καί πατερική τοποθέτησι διά τήν κρίσι τῶν γραφομένων μου, ἀναφέρω καί τά ἀκόλουθα.


3) Φαίνεται καθαρά στά γραφόμενά σου (κατά τήν γνώμη μου πάντοτε), μία σύγχυσι καί διαστροφή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως στό θέμα τοῦ ποῖος εἶναι αἱρετικός. Ἐδῶ νομίζω, ἄν δέν ὑπάρχη καί ἠθελημένη σκοπιμότης, ἀσφαλῶς ὑπάρχει σαφής ἐπηρεασμός ἐκ τῆς οἰκουμενιστικῆς ἰδεολογίας, προκειμένου νά ἀπομονωθοῦν ἀπό τίς ἄλλες κατηγορίες οἱ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» κηρύττοντες αἵρεσι καί ἔτσι νά κατοχυρωθῆ τό περίφημον δυνητικόν τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Α΄καί Β΄ Συνόδου, τό ὁποῖον ἐσύ ὑποστηρίζεις. Γράφεις λοιπόν στή σελίδα (5) τῆς ἐπιστολῆς σου:


«Ι. Μεγάλη σύγχυσις καί ἐσφαλμένα συμπεράσματα δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν διακρίσεως μεταξὺ τῶν διαφορετικῶν κατηγοριῶν, τῶν σημαινομένων διὰ τῆς λέξεως “αἱρετικός”. Ὁ π. Εὐθύμιος φαίνεται ὅτι ἐξισώνει ὅλες τὶς κατηγορίες. Ὅμως οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ γενικότερα ἡ ποιμαντικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων σαφῶς διακρίνουν. Συγκεκριμένα...».


Και μετά ἀπαριθμεῖς, κατά τό δή λεγόμενο, ἕνα κάρο περιπτώσεις καί ὑποπεριπτώσεις αἱρετικῶν, πολλές μάλιστα ἀπό τίς ὁποῖες ἀναιρεῖς ὁ ἴδιος καί ὡς ἀφομοιωμένες μέ μία ἄλλη κατηγορία.
Ἐδῶ Πάτερ, κάνεις ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα τά ἑξῆς σοβαρά λάθη:


  Α) Ταυτίζεις τούς αἱρετικούς πού παραμένουν στήν πλάνη καί αἵρεσί των, μέ αὐτούς πού ἐπιστρέφουν ἐν μετανοίᾳ στήν Ἐκκλησία.  Ὡς ἐκ τούτου τήν ποιμαντική τῶν Πατέρων πρός τούς ἐπιστρέφοντας ἐν μετανοίᾳ τήν ἀναφέρεις καί πρός τούς παραμένοντας ἐν τῇ αἱρέσει, καί ἔτσι δημιουργεῖς τίς κατά φαντασίαν κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν παραμενόντων ἐν τῇ αἱρέσει αἱρετικῶν. Ἡ ποιμαντική ὅμως τῶν Πατέρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων πρός τούς παραμένοντας ἐν τῇ αἱρέσει εἶναι μία καί ἡ αὐτή παντοῦ καί πάντοτε, δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις (ἀποτείχισις) ἀπό κάθε αἱρετικό.


Β) Ξεχωρίζεις τούς καταδικασμένους αἱρετικούς ἀπό αὐτούς πού ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί τά κηρύττουν δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ποιμαντική τῶν Πατέρων εἶναι ὅτι ὅλοι (καταδικασμένοι δηλαδή καί μή) ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία τῶν αἱρετικῶν καί οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νά ἀπομακρυνθοῦν (ἀποτειχισθοῦν) ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτούς. Ἡ μόνη ἴσως διαφορά, τῶν καταδικασθέντων δηλαδή καί μή καταδικασθέντων αἱρετικῶν, εἶναι  τό ὅτι οἱ μή καταδικασθέντες καί φαινομενικά κινούμενοι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, δύνανται ἀνενόχλητοι νά ἀσκοῦν τό ἔργο τοῦ διαβόλου πρός ἄγρα ψυχῶν καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι χειρότεροι, ὑπουλώτεροι  καί ἐπικινδυνώτεροι τῶν ἄλλων.


Ἄν δέ, ἔχουν αὐτοί οἱ αἱρετικοί καί τήν κάλυψι καί προστασία ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασι Κανόνος, τήν δαμόκλειον σπάθη τοῦ φόβου τῶν σχισμάτων, τήν ἀπειλή πρός τούς πιστούς τῆς ἐξόδου των διά τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί, βεβαίως, τήν σύγχυσι τῶν κατηγοριῶν καί ὑποκατηγοριῶν τῶν αἱρετικῶν τότε, νομίζω πάτερ, δέν θά ἠδύναντο οἱ αἱρετικοί αὐτοί νά εὕρουν καλύτερο ἔδαφος διά νά ἐνσπείρουν τίς αἱρέσεις των εἰς τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διότι τό ἔδαφος αὐτό τό καλλιεργοῦν καί τό προετοιμάζουν οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι.


Ἄν δέ πάλι, θεωρήσωμε (ὅπως ἐσεῖς πράττετε) ὅτι καί οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμφωνοῦν εἰς αὐτήν τήν στάσι μας (τῆς ἀναμονῆς δηλαδή καί ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν ποιμένων μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο), τότε παρουσιάζομε καί τούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους ὡς συνεργάτες τῶν αἱρετικῶν καί βοηθούς εἰς τήν ἐπέκτασι τῆς αἱρέσεως. Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γενικῶς διά τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καί ὄχι διά κάποιο μικρό χρόνο κατ’ οἰκονομίαν ἀναμονῆς μέχρι βεβαιώσεως καί συνοδικῆς διακηρύξεως τῆς αἱρέσεως ἤ γιά τό ἄν κατ’ οἰκονομία εἶναι ἔγκυρα ἤ ἄκυρα τά ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα μυστήρια κλπ.


Δι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Ἅγιοι παντοῦ καί πάντοτε δέν θεωροῦν αἱρετικό τόν καταδικασμένο ἀπό Σύνοδο (διότι αὐτό μπορεῖ νά ἔγινε ἀπό λάθος ἤ πλάνη τῆς Συνόδου, ὅπως συνέβη σέ τόσους Ἁγίους), ἀλλά τόν ἔχοντα αἱρετικό φρόνημα. Ὡς ἐκ τούτου ὅταν ὁμιλοῦν γιά αἱρετικούς ὁμιλοῦν ἀδιακρίτως (γιά καταδικασμένους δηλαδή καί μή) καί φυσικά δέν ἔχουν οὐδεμία ἄλλη ποιμαντική πρός αὐτούς, πλήν τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν πιστῶν σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο.
Θά ἀναφέρω ἐν συνεχείᾳ καί ἀνάλογα χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Πατέρων πρός κατοχύρωσι τῶν ὅσων μέχρι τώρα ἀνέφερα.


Ὁ ἅγ. Νικόδημος κατ’ ἀρχάς ὁ ἁγιορείτης στήν ἑρμηνεία τοῦ πρώτου Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου ὑποσημειώνει τά ἑξῆς: «Δι’ ὅ καί Γεώργιος ὁ Σχολάριος ἐν τῷ κατά Σιμωνίας, αἱρετικός εἶναι, λέγει, κάθε ἕνας ὁποῦ ἤ κατ’ εὐθείαν, ἤ πλαγίως πλανᾶται περί τι τῶν ἄρθρων τῆς πίστεως. Καί οἱ πολιτικοί νόμοι φασίν·  Αἱρετικός ἐστι, καί τοῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοις ὁ μικρόν γοῦν τι τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Καί ὁ Ταράσιος ἐν τῇ α΄. πράξει τῆς ζ΄. Συνόδου λέγει. Τό ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς, εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται. Καί ὁ Φώτιος, γράφων πρός τόν Ρώμης Νικόλαον· καί γάρ ἐστιν ὄντως τά κοινά πᾶσιν ἅπαντα φυλάττειν ἐπάναγκες, καί πρό γε τῶν ἄλλων τά περί πίστεως. Ἔνθα καί τό παρεκκλῖναι μικρόν, ἁμαρτεῖν ἐστιν ἁμαρτίαν τήν πρός θάνατον».


Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπίσης εἰς τήν ἑρμηνεία τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πῶς οὖν ὁ Παῦλος φησίν, πείθεσθαι τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφής, τότε εἶπε πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός ἦ καί μή πειθώμεθα; πονηρός πῶς λέγεις; εἰ μέν περί πίστεως φεῦγε καί  παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ἦ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. Εἰ δέ βίου ἕνεκεν, μή περιεργάζου (P.G. 63, 231).


Ἐπίσης στήν ἑρμηνεία τῆς πρός Γαλάτας ἐπιστολῆς ὁ ἅγιος γράφει τά ἑξῆς: «Καθάπερ γάρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρόν τοῦ χαρακτῆρος περι­κόψας, ὅλον τό νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο οὕτω καί ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καί τό βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντί λυμαίνεται, ἐπί τά χείρονα προϊών ἀπό τῆς ἀρχῆς. Ποῦ τοίνυν εἰσίν  οἱ φιλονικίας ἡμᾶςκρίνοντες ἕνεκεν τῆς πρός τούς αἱρετικούςδιαστάσεως;  Ποῦ νῦν εἰσιν οἱ λέγοντες οὐδέν μέσον εἶναι ἡμῶν κἀκείνων, ἀλλ’ ἀπό φιλαρχίας τήν διαφοράν γίνεσθαι; Ἀκουέτωσαν τι φησίν ὁ Παῦλος, ὅτι τό Εὐαγγέλιον ἀνέτρεψαν οἱ καί μικρόν τι καινοτομοῦντες» (P.G. 61, 622, (ΕΠΕ 20, 194).


Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπίσης  στήν πρός Σεραπίωνα ἐπιστολή του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἴδωμεν δέ ὅμως καί πρός τούτοις καί αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί πίστιν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ ἀπόστολοι ἐκήρυξαν, καί οἱ πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται, καί ὁ ταύτης ἐκπίπτων οὔτ' ἄν εἴη, οὔτ' ἄν ἔτι λέγοιτο Χριστιανός» (ΒΕΠΕΣ 33, 116).


Ὁ Μ. Φώτιος τέλος, γιά νά μή γίνω κουραστικός στήν παράθεσι πολλῶν πατερικῶν χωρίων, ἀναφέρει τά ἑξῆς σημαντικά καί καταλυτικά κάθε προσπάθειας στηρίξεως τῆς λεγομένης δυνητικῆς θεωρίας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους.
»Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400).


Πρέπει νά σημειώσωμε Πάτερ, ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή τῶν Ἁγίων εἶναι ἀπολύτως ἐνηρμονισμένη μέ τήν ἁγ. Γραφή καί εἰδικά μέ τά χωρία Γαλ. 1, 8, Τιτ. 3, 10 καί Β΄ Ἰωάνν. 10.


Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας πάντοτε ἀσχολοῦνται μέ τό φρόνημα κάποιου, προκειμένου νά ἔχωμε μαζί του ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική κοινωνία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς καί μάλιστα μέ μεγαλύτερη ἔμφασι καί ἀκρίβεια δηλώνει καί ὁ 33ος Ἀποστολικός κανών, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μηδένα τῶν ξένων Ἐπισκόπων, ἤ Πρεσβυτέρων, ἤ Διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι.  Καί ἐπιφερομένων δέ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν: καί εἰ μέν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν, εἰ δε μήγε, τά πρός χρείαν αὐτοῖς ἐπιχωρηγήσαντες εἰς κοινωνίαν αὐτούς μή προσδέξησθε. Πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται».


Εἰς τόν κανόνα αὐτόν ὑπάρχει πάτερ, καί τό ἑξῆς θαυμαστόν.  Ἐνῶ οἱ κληρικοί αὐτοί ἔχουν συστατικές ἐπιστολές ἀπό τήν ἐπαρχία των, οἱ ὁποῖες διαβεβαιοῦν διά τήν καθαρότητα τῆς πίστεώς των, ὁ Κανόνας ἀπαιτεῖ καί προσωπική ἀνάκρισι καί μόνον ἐάν μετά ἀπό αὐτήν εὑρεθοῦν Ὀρθόδοξοι κατά πάντα, ἐπιτρέπει τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική κοινωνία. Καί ἐσύ τώρα,  τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δημοσίως καί κραυγαλέως κηρύσσει αἵρεσι, διδάσκεις ὅτι δυνάμεθα νά τόν ἀνεχώμεθα, νά τόν ἀναγνωρίζωμε, νά τόν μνημονεύωμε καί γενικῶς νά τόν θεωροῦμε ἀρχηγόν τῆς παρατάξεως Κυρίου καί μάλιστα εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, μέχρι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου! Τί ἄλλο θά ἠδύνατο αὐτός ὁ αἱρετικός νά ζητήση ἀπό τό ποίμνιό του, προκειμένου νά κάνη ἀνενόχλητα τό ἔργο του;


Ἄν πάλι ἐπιμένης εἰς τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Α΄ καί Β΄ Συνόδου, τότε πρέπει πάτερ, νά προσκομίσης ἀνάλογα ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα, καθώς καί ἄλλους ἱερούς Κανόνες, τά ὁποῖα νά συνηγοροῦν εἰς αὐτήν τήν θεωρία. Ἄν αὐτό δέν τό πράξης, τότε νομίζω ὅτι εἴτε ἠθελημένα εἴτε ἀθέλητα εἶσαι στρατευμένος εἰς τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐσύ συμμετέχεις εἰς αὐτήν, ἀλλά παρασύρεις καί ἄλλους διδάσκοντας ἀκροβατικές ἑρμηνεῖες καί ἀπομονώνοντας ἕνα Κανόνα ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν ὅλη διδασκαλία καί Παράδοσι τῶν Πατέρων.


Ὁ ἐπηρεασμός μας ἀπό σεβαστά, κατά τά ἄλλα, πρόσωπα καί εὐσεβοφανεῖς ἰδέες, μᾶς ὑποκλέπτουν καί ὁδηγοῦν πολλάκις στήν υἱοθέτησι μὴ παραδοσιακῶν θέσεων, γι’ αὐτό νομίζω πώς τό μόνο ἀλάνθαστο καὶ ὀρθόδοξο κριτήριο εἶναι ἡ προσφυγή μας στήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων (ἡ παράθεσι τῶν κειμένων τους μαζί μὲ τήν δική μας τοποθέτησι, ὥστε νά ὑπάρχει ἡ δυνατότητα συγκρίσεως) καὶ ἐν προκειμένῳ μάλιστα ἡ προσφυγή μας σέ αὐτούς πού συνέταξαν τόν ὑπό ἐξέτασιν ἱερό Κανόνα.


Ἄν ἐργαζόσουν ἔτσι, θά μποροῦσες ἐπί πλέον νά ἀνακαλύψης ἄν ὑπάρχη δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας εἰς τόν ἐν λόγῳ  Κανόνα ἀπό τόν ἴδιο τόν Μ. Φώτιο, ὁ ὁποῖος προήδρευσε τῆς Συνόδου πού τόν ἐξέδωσε. Διότι στό κείμενο τοῦ ἁγίου πού ἀνωτέρω σοῦ παρέθεσα (ὑπάρχει καί στό ἐκδοθέν βιβλίο μου) σαφῶς ὁ ἅγιος ὁμιλεῖ γιά ποιμένα μή καταδικασθέντα ἀπό Σύνοδο. Ἐφ’ ὅσον, ὅμως, εἶναι αἱρετικός κατά τό φρόνημα πρέπει νά συμπεριφερθῆς πρός αὐτόν, ὅπως θά συμπεριφερόσουν στόν λύκο καί στό δηλητηριῶδες φίδι. Ἄν δύνασαι τόν λύκο νά τόν ἔχης πάνω ἀπό τό κεφάλι σου (καί αὐτός νά σέ ἔχη μέσα στό στόμα του), τότε μόνο δύνασαι νά ἑρμηνεύσης δυνητικά τόν ἐν λόγῳ κανόνα.


Καί στήν περιγραφή πάλι τοῦ ὀρθοδόξου ποιμένος τήν ὁποία θαυμάσια παρουσιάζει ὁ ἅγιος, πρέπει ὁ κάθε πιστός νά βεβαιωθῆ ὅτι «οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται», προκειμένου νά ὑποταχθῆ εἰς αὐτόν. Δηλαδή δέν πρέπει ὁ ποιμένας ὄχι νά εἶναι ἐντεταγμένος εἰς αὐτούς, ἀλλά οὔτε νά παρασύρεται εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό αὐτούς, κατά τό φρόνημα, ὥστε ἡ πίστις του νά εἶναι ἐσφραγισμένη μέ τήν εὐσέβεια.


Καταλαβαίνεις Πάτερ, ὅτι  οἱ Πατέρες καί ἡ ἁγ. Γραφή ὅταν ὁμιλοῦσαν γιά τή στάσι μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, δέν ἐννοοῦσαν μόνο τούς ἤδη καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀλλὰ ὅλους τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, ἀφοῦ δὲν ἦταν δυνατόν νά καταγράψουν κάθε αἵρεσι ἐκ τῶν προτέρων· ἄν ἦταν ἐκ τῶν προτέρων δυνατή κάθε καταγραφή τῆς αἱρέσεως, δέν θά ἐχρειάζετο αὐτή ἡ ἐξονυχιστική ἔρευνα ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, διότι αὐτό θά τό εἶχε πράξει ἡ Σύνοδος. Ἄν πάλι οἱ Πατέρες ἐχώριζαν σέ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τούς αἱρετικούς θά ἔπρεπε, τουλάχιστον κάθε φορά πού ὁμιλοῦσαν δι’ αὐτούς, νά μᾶς προσδιορίζουν γιά ποία κατηγορία αἱρετικῶν ὁμιλοῦν, ὥστε καί ἐμεῖς νά μήν πλανηθοῦμε. Ὅλοι ὅμως οἱ Ἅγιοι διδάσκουν νά ἐξετάζουμε τό φρόνημα κάποιου, προκειμένου νά ἔχουμε μαζί του οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.  Κατ’ αὐτήν μόνο τήν ἔννοια καί ὁ ὑπό ἐξέτασι ἱερός Κανών εἶναι ἀπόλυτα ἐναρμονισμένος μέ ὅλη τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.


Μέ τήν δυνητική ὅμως ἑρμηνεία τοῦ ΙΕ΄ Κανόνα, τόν παρουσιάζομε νά διαφωνῆ δριμύτατα, νά  ἔρχεται σέ ὀξύτατη ἀντίθεσι καί νά ἀντιστρατεύεται καί στήν ἁγ. Γραφή καί στούς Ἁγίους καί στούς ἄλλους ἱερούς Κανόνες. Δηλαδή τόν παρουσιάζομε νά προστατεύη τήν αἵρεσι καί τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί ὡς ἐκ τούτου ὡς περιέχοντα ἀντίφασι, ἀφοῦ τήν μιά συνιστᾶ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο (τόν ὁποῖον μάλιστα χαρακτηρίζει ψευδεπίσκοπο) καὶ τήν ἄλλη ἐπιτρέπει τήν ὑπακοή καί ἐπικοινωνία μέ αὐτόν τόν λύκο-ψευδεπίσκοπο, ὄχι μόνο ὡς νά μήν εἶναι ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος, ἀλλά νά εἶναι καί εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.


Ἐπί πλέον δέ διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας διχάζουμε καί τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή ἄλλοι δύνανται νά ἀποτειχισθοῦν (προφανῶς οἱ πιό εὐαίσθητοι καί λεπτεπίλεπτοι κατά τήν συνείδησι) καί ἄλλοι νά ἀναμένουν ἡσύχως τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Πάντως ἄν ἐσύ Πάτερ, μπορῆς νά προσαρμόσης καί νά ταιριάξης τήν δυνητική θεωρία τοῦ Κανόνος μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, εἴμεθα ἕτοιμοι νά σέ ἀκούσωμε. Μάλιστα, ἐκ λόγων στοιχειώδους συνεπείας καὶ ἀγάπης πρός ἐμᾶς, πού θεωρεῖς ὅτι ἔχουμε καταπέσει στό βάραθρο τῆς αἱρέσεως, ὀφείλεις νά τό πράξης, ἐφ’ ὅσον εἶσαι ὑπέρμαχος τῆς θεωρίας αὐτῆς καί ἀφοῦ κατέχεις (γιά νά εἶσαι τόσο σίγουρος γιά αὐτήν) πλεῖστα ὅσα καθοριστικά καί  σημαίνοντα πατερικά κείμενα, πού ἀδιαμφισβήτητα καταδεικνύουν τήν ὀρθότητά της.


Ὅσον ἀφορᾶ δέ στόν μικρό χρόνο τῆς κατ’ οἰκονομίαν ἀναμονῆς καί μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, αὐτό τό καθορίζει ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί οὐδεμία σχέσι ἔχει μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, διότι ὁ ἅγιος ἀναφέρεται σέ συνοδική διακήρυξι τῆς αἱρέσεως καί ὄχι σέ συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου.


Λέγει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς ἀναφερόμενος μάλιστα εἰς τήν μοιχειανική αἵρεσι: «Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν Ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως. Εἰ δέ λέγῃ ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ' ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι· ἐκεῖνο γινωσκέτω· ὅτι οὔπω σύνοδος ἦν, οὐδέ ἐκφωνητόν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα (σημ.: ἐδῶ ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἅγιος ἐμνημόνευε ἐφ’ὅσον δέν εἶχε κηρυχθῆ συνοδικῶς ἡ μοιχειανική αἵρεσις). Καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως, ἤ τόφεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ. Ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσι ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις, μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων, ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ» (Φατ. 39, 113, 51· P.G. 99, 1048 D).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά