Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2012

Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11) H EYΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ + Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου



Η θρησκεία, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε κάτι χθεσινό. Εἶνε φαινόμενο ἀρχέγο­νο· ἅμα ἄνθρωπος – ἅμα θρησκεία, μόλις παρουσιάστηκε ὁ ἄνθρωπος ἀμέσως σημειώθηκαν δεί­γματα θρησκευτικότητος. Εἶνε φαι­νόμενο καθο­λικό, παγκόσμιο. Ὅ­που κι ἂν πᾷς στὸν πλανή­τη μας, στὸ Βόρειο Πόλο στὴ Νέα Ὑόρκη στὴ διακε­καυμένη ζώνη στὶς Ἰνδίες στὴν Ἰ­α­πω­νία στὴ Σι­βηρία, παντοῦ συναντοῦ­με τὰ ἴ­χνη τῆς θρη­σκείας. Καὶ οἱ ἄγριοι ἀκόμη κάτι πι­στεύ­ουν, καὶ μάλιστα βαθειά. Ἡ θρησκεία δὲ μπῆ­κε στὴ ζωή μας ἀπ’ ἔξω, ὅπως λένε οἱ ἄθεοι· δὲν εἶνε ἐπίκτητη. Εἶνε ἔμ­φυτη. Τί θὰ πῇ ἔμφυτη· ἔτσι πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως ἡ μάνα ἔ­χει ἔμφυτη τὴ στοργή, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τὴ θρη­σκεία. Ποιός δίδαξε τὴ μάνα ν’ ἀγαπᾷ τὸ παιδί της; Καὶ χίλιες διαταγὲς νὰ τῆς ἐπιβάλουν νὰ πάψῃ ν’ ἀγαπᾷ τὸ παιδί της, τίποτα δὲ θὰ κάνουν. Δὲν ξεῤῥιζώνεται τὸ αἴσθημα αὐτό. Ἔτσι καὶ ἀ­πὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καμμία δύναμις δὲν μπορεῖ νὰ ξεῤῥιζώσῃ τὴ θρησκεία.
Πολλὲς εἶνε οἱ θρησκεῖες, παλαιὲς καὶ νέες. Ἂν μὲ ρωτήσετε ὅμως ποιά ἀπ᾽ ὅλες εἶνε ἀληθινή, θὰ σᾶς ἀπαντήσω ―κι ἂν δὲν ἀπαν­τή­σω ἐγὼ θ᾽ ἀπαντήσουν τὰ ἄστρα, τὰ ποτάμια, τὰ δέντρα, οἱ πέτρες, οἱ τάφοι, οἱ νεκροὶ κι ὁ ᾅδης ἀκόμα―, ὅτι ἡ θρησκεία ἡ ἀληθινὴ εἶνε μία καὶ μόνο· ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ χρι­στιανική, ὁ χριστιανισμός. Κι ὅσο διαφέρει τὸ διαμάντι ἀπὸ τὰ χαλίκια, τόσο διαφέρει ἡ πίστι μας ἀπ’ τ᾽ ἄλλα θρησκεύματα. Διαμάντι εἶνε ἡ θρησκεία μας. Εὐτυχὴς ὅποιος τὸ κατέ­χει στὴν καρδιά του, δυστυχὴς ὅποιος τὸ χάσῃ.
Καὶ εἶνε ἀληθινὴ ἡ θρησκεία μας γιατί; Διότι αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, κοινωνιολόγος ἢ φιλόσοφος ἢ ἐ­πι­στήμων, ἀλλὰ εἶνε – τί ; Κατὰ τὴν πίστι μας εἶνε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς ὁ Χριστός! Τὸ φωνάζει ἡ διδασκαλία του· μιὰ διδασκαλία ἄ­φθαστη. Πολλὰ θ᾽ ἀλλάξουν στὸν κόσμο· ἕνα θὰ μείνῃ ἀναλλοίωτο· τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λό­­γοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Θεὸς ὁ Χριστός· τὸ φωνάζει ἡ ἁγία του ζωή, ποὺ «ἐ­κάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3)· εἶνε ὁ μόνος ποὺ στάθηκε ἐν μέσῳ τῆς ἀνθρωπότη­τος καὶ εἶπε «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁ­μαρτί­ας;», ποιός μπορεῖ νὰ μὲ ἐ­λέγξῃ γιὰ κάποια ἁ­μαρτία; (Ἰωάν. 8,46). Εἶνε Θεός· τὸ φωνάζουν τὰ ἀναρί­θμη­τα θαύματά του, ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέ­χρι συν­τε­λείας τῶν αἰώνων.
Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα ποὺ ἐγράφησαν στὸ Εὐ­αγγέλιο ἀκούσαμε σήμερα. Ποιό τὸ θαῦμα;

* * *

Λέει τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι στοὺς ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ λίμνη ποὺ λέγεται Γεννησα­ρέτ. Στὴν ὄχθη της ἐργάζονταν τέσσερις ψαρᾶ­δες· ὁ Ἰ­ωάννης, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἀν­δρέας. Φτωχαδάκια ἦταν, μεροδούλι – μερο­φάϊ. Ἔ­παιρναν τὶς βάρκες, ἔβγαιναν τὴ νύχτα (τότε εἶνε ἡ κατάλληλη ὥρα), ἔρριχναν τὰ δίχτυα καὶ προσπαθοῦσαν νὰ πιάσουν ψάρια, νὰ τὰ πουλήσουν, γιὰ νὰ ζή­σουν αὐτοὶ καὶ οἱ οἰκογένειές τους. Ὅλη τὴ νύχτα ψάρευαν. Τί ἔπια­σαν; Τίποτε, οὔτε ἕνα ψάρι. Λυπημένοι καὶ κουρασμένοι γύρισαν. Ἔδεσαν τὶς βάρκες κι ἄρχισαν νὰ τακτο­ποιοῦν τὰ δίχτυα τους.
Τὴν ὥρα ἐκείνη νά κ’ ἔρχεται κοντά τους – ποιός; Ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε κοντὰ στοὺς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους. Κανείς ἄλλος δὲν ἀ­γάπησε τοὺς ἐργάτες ὅπως αὐτός. Διότι καὶ ὁ ἴ­διος ὑπῆρξε ἐργάτης. Πτωχαδάκι ἦταν, τίποτα δὲν εἶχε. Πτωχὴ ἡ μητέρα του, πτωχὸς ὁ νομιζόμενος πατέρας του Ἰωσήφ. Ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας δούλεψε στὸ ἐργαστήριο· κρατοῦσε πριόνια καὶ σκεπάρνια καὶ ἔφτειαχνε πόρτες καὶ παράθυρα, καὶ ἔτσι ζοῦσαν. Ὅλοι κάποια στέγη ἔχουμε. Δὲν εἶνε κανεὶς ἄστεγος. Ὅταν ὅμως ρώτησαν κάποτε τὸ Χριστὸ ποῦ μένει, ἔδειξε τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιὰ καὶ εἶ­πε· «Οἱ ἀλεποῦδες καὶ τὰ πουλιὰ ἔχουν τὶς φωλιές τους, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔ­χει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20). Δὲν εἶ­χε οὔ­τε προσκέφαλο. Προσκέφαλό του ἔγινε ὁ ἀκάνθινος στέφανος στὸ σταυρό.
Ἀγαποῦσε λοιπὸν τοὺς ἐργατικούς. Διότι ἡ ἐργασία εἶνε ὁ πρῶτος νόμος ποὺ δόθηκε. Μέ­σα στὸν παράδεισο ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἀ­δὰμ νὰ ἐργάζεται. Κι ὅταν πάλι τὸν ἔδιωξε ἀπ’ τὸν παράδεισο τοῦ εἶπε· Ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ καὶ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου» θὰ τρῶς «τὸν ἄρ­τον σου» (Γέν. 3,19). Ἀπὸ τότε ὅ,τι ὡραῖο ἔγινε στὸν κό­σμο, εἶ­νε κόπος καὶ ἀποτέλεσμα ἐρ­γασίας ποὺ κατέβαλαν γενεὲς γενεῶν. Ἂν ἔ­λειπε ἡ ἐργασία, ποιά θὰ ἦτο ἡ μορφὴ τοῦ κόσμου; Φαν­­ταστῆτε νὰ γκρεμιστοῦν τὰ σπίτια, τὰ γεφύρια, οἱ σιδηρόδρομοι, τὰ πάντα, καὶ ν᾽ ἀρχίσουμε πάλι ἀπ’ τὸ μηδέν. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐργασία εἶνε εὐ­λογημένη. Τὸ νερὸ ποὺ τρέχει εἶνε καθαρό, τὸ νερὸ ποὺ μένει ἀκίνητο σκουληκιάζει· τὸ ὑνὶ τοῦ γεωργοῦ ποὺ δουλεύει μέσ᾽ στὴ γῆ ἀστράφτει, τὸ ὑνὶ ποὺ δὲ δουλεύει σκουριάζει· ἔτσι εἶνε κι ὁ ἄνθρωπος ὅταν δὲν ἐργάζεται. Διότι, ὅπως εἶπαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρό­γονοί μας, «ἡ ἀργία εἶνε μήτηρ πάσης κακίας». Εὐλογημένα νὰ εἶνε τὰ χέ­ρια τῶν γεωργῶν ποὺ σκάβουν τὴ γῆ, εὐλο­γημένα τὰ χέρια τῶν βοσκῶν ποὺ ὁδηγοῦν τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, εὐλογημένα τὰ χέρια τῶν ἐργατῶν κάθε τιμίας ἐργασίας, εὐλογημέ­νοι ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται. Κι ὅποιος δὲ θέλει νὰ ἐργάζεται, «μηδὲ ἐσθιέτω», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος· ὅποιος δὲ θέλει νὰ δουλεύῃ, δὲν πρέπει καὶ νὰ τρώῃ (Β΄ Θεσ. 3,10). Εἶνε τὸ ῥητὸ ποὺ πῆ­ραν οἱ μαρξισταὶ κ’ εἶνε γραμμένο ψηλὰ στὸ Κρεμλῖνο. Κλεμμένο εἶνε· ὅ,τι ὡραῖο, εἶνε κλεμμένο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ἐργασία λοιπόν! Ἐργασία πότε; Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάβ­βατο. Ἀλλὰ ἦρθε ἡ Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα; Ὤ, τότε ἄλτ! Τὸ λέει ὁ οὐρανός. Νὰ σταματήσῃ κάθε ἐργασία. Καὶ νὰ κάνουν φτερὰ στὰ πόδια ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ ᾽ρθοῦν στὴν ἐκκλησία. Νὰ σταθοῦν μὲ εὐλάβεια, νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, νὰ ποῦν ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13), καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ. 23,42). Εἶνε δύσκολο; Ἂν σᾶς πῶ νὰ βαστάξετε ἕνα βουνὸ πάνω στὴν πλάτη σας, θὰ πῆτε «Ἀδύνατον». Ἂν σᾶς πῶ νὰ κρατήσετε ἕνα χαλικάκι, εἶνε πολὺ εὔκολο· καὶ ἕνα μικρὸ παιδάκι μπορεῖ. Ποιό εἶνε τὸ χαλικάκι, ποὺ μᾶς ζητάει ὁ Θεὸς νὰ σηκώσουμε; 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα· ἀπὸ αὐτὲς ὁ Θεὸς ζητάει 1 ὥρα (τόσο διαρκεῖ ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», μέχρι τὸ «Δι’ εὐχῶν…». Ἔλα λοιπὸν μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, νὰ λατρέψῃς τὸ Θεό.
―Καὶ τί θὰ κερδίσω; κερδίζω τίποτα;…
Τί θὰ κερδίσῃς; Θὰ πάρῃς τὸ ἀντίδωρο, ποὺ εἶνε εὐλογία. «Εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος ἔλ­θοι ἐφ᾽ ὑμᾶς» (θ. Λειτ.), σ’ ἐσένα καὶ στὸ σπίτι σου. Καὶ τί θὰ πῇ εὐλογία τὸ βλέπουμε σήμερα στὸ εὐ­­αγγέ­λιο. Ψάρεψαν οἱ μαθηταὶ τὴ νύ­χτα χω­ρὶς τὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἔπιασαν τίποτα. Ὅ­ταν ὕστερα τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς νὰ ῥίξουν τὰ δίχτυα, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις ποὺ εἶ­χαν, εἶ­παν· Ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ὑπακούσουμε. Καὶ μόλις ὑπήκουσαν, ὤ θαῦμα! γέμισαν τὰ δίχτυα ὥστε νὰ σχίζωνται καὶ τὰ πλοιάρια ὥστε νὰ βυ­θίζωνται. Γιατί; Γιατὶ τὰ εὐλόγησε ὁ Χριστός.
Ὅπως λοιπὸν τότε τὰ δίχτυα εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ τώρα ἐμεῖς στὶς ἐργασίες μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐ­λογία του. Δὲ θέλουμε νὰ τὸ παραδεχτοῦ­με καὶ λέμε· Ἔχω τὰ χέρια μου!… Ποιά χέρια σου, ἄνθρωπε; Μιὰ σταγόνα αἷμα νὰ πάῃ στὸν ἐγ­κέφαλο, παρέλυσε τὸ χέρι! Ἔχεις ἀνάγκη τὴν εὐλογία. Ὅσο κι ἂν σκάψῃς μὲ τρακτέρ, ὅσο κι ἂν σπείρῃς ἐκλεκτὸ σπόρο, ὅ­σο λίπασμα κι ἂν ῥίξῃς, ὅσους γεωπόνους κι ἂν φέ­ρῃς, ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεὸς χαμένος ὁ κόπος. Ἂν δὲ βρέξῃ ὁ οὐρανός ―κάθε σταγό­να βροχῆς λίρα ἐγγλέζικια εἶνε―, ἂν δὲ φυ­σήξῃ ἀεράκι, κι ἂν δὲ βγῇ ὁ ἥλιος μηδέν, τίποτα. Ἔχεις εὐ­λογία Θεοῦ; κ’ ἕνας σβῶλος γῆς – μιὰ γλάστρα χῶμα μπορεῖ νὰ σὲ ζήσῃ· δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία; τότε κ’ ἕνας κάμπος ὁλόκληρος δὲ μπορεῖ νὰ σὲ θρέψῃ. Θὰ σπέρνῃς καὶ δὲ θὰ θερίζης.
Ἔχει ἀνάγκη εὐλογίας ὁ γεωργός, ὁ βοσκός, ὁ τεχνίτης, ὁ ἐπιστήμων, κάθε ἄνθρωπος. Χωρὶς Θεὸ δὲ μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἀνάγκη μας. Ὅπως τὸ ψάρι δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπ’ τὴ θάλασσα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πλασμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ κ’ ἔχει ἀνάγκη τὸ Θεό.

* * *

Νὰ πιστεύετε, ἀγαπητοί μου. Κλεῖστε τ’ αὐ­τιά σας στοὺς ἀθέους. Παραπάνω ἀπ’ ὅλα ἔ­χουμε ἀνάγ­κη ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ θὰ βροῦν ἀπήχησι στὶς ψυχές σας, ὅπως ὁ Χριστὸς εὐ­λό­γησε τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων, εὐ­λο­γῶ κ’ ἐ­γὼ ὡς ἐπίσκοπος τὰ σπίτια σας, τὶς ἐργασίες σας, τὰ σχολεῖα, τοὺς δασκάλους, τὶς ἀρχές, τὶς γυναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά σας, εὐ­λογῶ τοὺς κάμ­πους καὶ τὰ βουνά· εὔχομαι πάντοτε στὸν τόπο σας νὰ ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου ἡ ὁποία ἔγινε στον ἱερό ναὸ του Ἁγ. Μηνᾶ Ἐμπορίου – Ἑορδαίας 23-9-1984)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά