Απόσπασμα από το βιβλίο: "Ο πατήρ Παϊσιος μου είπε" του Αθ. Ρακοβαλή, Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", σελ. 84 – 89
Μεταγραφή - Επιμέλεια: Θωμάς Φ. Δρίτσας
|
Στις μέρες μας, πολύ λόγος γίνεται για τις σχέσεις πολιτικής – Εκκλησίας και κομμάτων. Γι’ αυτό θεωρήσαμε ενδιαφέρον να βάλουμε την άποψη ενός σύγχρονου Θεοφόρου γέροντα, ο οποίος εκφράζει την γνώμη του και για ορισμένα γεγονότα, τα οποία έζησε ο ίδιος. H μαρτυρία του έχει και ιστορικοπολιτικό χαρακτήρα, εκτός του πνευματικού.
...Μία φορά σκανδαλισμένος με έναν πνευματικό που ήθελε να επιβάλει τις πολιτικές του πεποιθήσεις σ' ένα πνευματικοπαίδι του, πήγα να ρωτήσω σχετικά το γέροντα.
— Για μένα χέρι που δεν κάνει το σταυρό, είτε «δεξιό» είτε «αριστερό»... το ΙΔΙΟ είναι. Δεν έχουν καμία διαφορά.
...Να κοιτάτε να μαθαίνετε ποιοι είναι τίμιοι άνθρωποι, δίκαιοι και αυτούς να ψηφίζετε. Σήμερα έχουμε ανάγκη όχι από έξυπνους αλλά από τίμιους ανθρώπους.
Εγώ, αν οι κομμουνιστές δεν ήταν άθεοι, και δεν κυνηγούσαν τον Χριστό, θα συμφωνούσα μαζί τους. Καλό είναι τα χωράφια, τα εργοστάσια να ανήκουν σε όλους... Όχι κάποιος να πεινάει και κάποιος να πετάει.
Αν τα υλικά πράγματα δε μοιράζονται με το Ευαγγέλιο, στο τέλος θα μοιραστούν με το μαχαίρι.
Οι πόντιοι και οι μικρασιάτες χάσαν τις περιουσίες τους το 1922 και βρέθηκαν φτωχοί στην Ελλάδα να δουλεύουν για άλλους. Πολλοί απ' αυτούς ήταν μορφωμένοι, με γνωριμίες, και γνώριζαν πώς κινείται το εμπόριο και η πολιτική... Τώρα σου λέει «πρέπει να έρθουμε εμείς στα πράγματα» (σ.γ. στην εξουσία) για να ξαναποκτήσουμε τής περιουσίες μας... Πήγαν λοιπόν και γράφτηκαν στο κομμουνιστικό κόμμα. Όπως ήταν και γραμματιζούμενοι πήραν εκεί μέσα θέσεις... με την ελπίδα ότι θα γυρίσουν τα πράγματα και θα βρεθούν αυτοί από πάνω.
Βρίσκαν τίποτα αθώους και τους φούσκωναν τα μυαλά και τους έβαζαν αυτούς να τρέχουν και να κάνουν τα άσχημα πράγματα. Βρίσκαν για παράδειγμα έναν αγροφύλακα και του λέγαν «Εσύ θα είσαι ο αγροτικός υπεύθυνος του νομού».
Βρε... έλεγε ο άλλος, έγινα σπουδαίος! Φούσκωνε έτσι ο εγωισμός του και άρχιζε να τρέχει γι' αυτούς.
Μετά, όταν είδαν ότι έχασαν το αντάρτικο... γύρισαν με τους άλλους... κάναν και καμία ψευτοδήλωση και πιάσαν θέσεις και στις υπηρεσίες και στα υπουργεία και δίναν μετά διαταγές να κυνηγούν τους απλούς ανθρώπους.
Ήταν ένας κομμουνιστής εκεί στην Κόνιτσα με οικογένεια και παιδιά. Απλός, καλός άνθρωπος, βρήκε μία δουλειά... πάει η αστυνομία τον διώχνει. Βρίσκει άλλη... «τα χαρτιά σου δεν είναι εντάξει» του λένε, τον διώχνουν πάλι. Αυτή η δουλειά γινόταν.
Πάω, βρίσκω τον αστυνόμο, τον γνώριζα... «Βρε, του λέω, τι θα κάνει αυτός ο άνθρωπος; Τον αναγκάζουμε ή να κλέψει ή να σκοτώσει».
— «Έχω διαταγές, (μου λέει), από ψηλά».
— «Βρε, να τις βράσω τις διαταγές σου, του λέω,... αυτόν τον καημένο βρήκατε να κυνηγήσετε; Βρε, αυτοί που σου δίνουν τις διαταγές τώρα, αυτοί ήταν τα στελέχη, αυτοί ήταν οι υπεύθυνοι και τώρα κάνουν τους σούπερ-εθνικόφρονες».
Τους γνώριζα προσωπικά πολλούς απ' αυτούς. Ε, μετά τον άφησαν ήσυχο τον άνθρωπο.
Μετά πάλι, πολλοί από τους παλιούς κομμουνιστές μπήκαν στο ΠΑΣΟΚ για να πάρουν θέσεις, και επιδοτήσεις.
Ένας πρώην καπετάνιος, ο Θεός να σε φυλάει απ' αυτόν, ήταν εγκληματική φύση... δεν ήταν όλοι έτσι, αλλά αυτός ειδικά ήταν αιμοβόρος. Είχε κάνει πολλά... Μία φορά μπήκε με την ομάδα του σ' ένα χωριό. Του φέραν μπροστά του έναν αντίθετο. «Σφάξτε τον» διατάζει. Είδε ότι δίσταζαν. Ορμάει, τον πιάνει από τα μαλλιά και τον σφάζει μπροστά τους σαν κριάρι.
— Πα! πα! Αλήθεια γέροντα;
— Αλήθεια! Και να δεις μετά τι έκανε! Ζήτησε ψωμί, καθάρισε το μαχαίρι από τα αίματα πάνω στο ψωμί και... το έφαγε!!
— Μού’ ρθε αναγούλα. Πα! πα!
— Έ!... αυτός μετά έγινε «Δεξιός»... τώρα είναι με το ΠΑΣΟΚ... Πήρε μια επιδότηση και έκανε ένα εργοστάσιο στα Γιάννενα... Ακόμα ζει... και έχει και καλή υγεία! Βλέπεις ο Θεός του δίνει χρόνια για να μην έχει δικαιολογία. Να μην έχει να πει «αν με άφηνες να ζήσω ακόμα λίγο θα... μετανοούσα» και ρίξει το βάρος στο Θεό... Έχει και τα μυαλά του τετρακόσια... ο Θεός να τον λυπηθεί, γιατί δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση.
Λυχνάρι που τρεμοπαίζει, δε θα το σβήσω και τσακισμένο καλάμι δε θα το κόψω, λέει ο Θεός στην Αγία Γραφή!! (Βλπ. Ματθ. 12/ιβ: 20). Για να μην τους δώσει δικαιολογία. Γιατί θα γυρίσουν και θα πουν στο Θεό, εν ημέρα κρίσεως, «εσύ φταις πού έσβησα!! Εσύ φταις που μ' έκοψες... εγώ θα ίσιωνα από μόνος μου».
Βλέπεις, αλίμονο σ' αυτούς που έχουν πολλή υπερηφάνεια και δεν πέφτουν καμιά φορά σ' αυτή τη ζωή, για να ταπεινωθούν. Μετά πέφτουν μία και καλή από την άλλη μεριά του τοίχου... πέφτουν κατευθείαν στην κόλαση, όταν πεθάνουν... Όταν η ανθρώπινη υπερηφάνεια ξεπεράσει κάποια όρια, γίνεται μετά δαιμονική υπερηφάνεια. Αυτοί οι άνθρωποι μετά δεν πέφτουν σ' αυτή τη ζωή, όλα τα βολεύουν, και έτσι δεν ταπεινώνονται... Πέφτουν στην κόλαση κατευθείαν!! Το κατάλαβες αυτό;
— Ναι, γέροντα, το κατάλαβα.
...Μια φορά είχαν έρθει έξω από το χωριό μας οι αντάρτες. Έξω στο κρύο... πεινασμένοι... τους λυπήθηκα. Πήρα ένα ψωμί και πήγα να τους το δώσω. Άσχετο, αν κυνηγούσαν στα βουνά τον αδερφό μου. Εγώ το καθήκον μου το έκανα.
— Πώς σας δέχτηκαν γέροντα;
— Παραλίγο να έβρισκα τον μπελά μου. Δεν πίστευαν ότι βγήκα να τους δώσω να φάνε!
...Μία άλλη φορά κατέλαβαν το χωριό μας οι αντάρτες. Μας μάζεψαν σ' ένα σπίτι, στριμωχτά, σαν σαρδέλες. Ξαπλώναμε πάνω στις πέτρες και τα πόδια του ενός στο κεφάλι του άλλου... για νάχουμε χώρο. Την άλλη μέρα μας περνάν από «Δικαστήριο». Εμένα θέλαν να μου κάνουν κακό, αλλά δεν εύρισκαν αιτία. Φωνές, φοβέρες... Στο τέλος ένας συγχωριανός μου, που έκανε το δικαστή, μου λέει άγρια:
— Γιατί ο αδελφός σου είναι με το Ζέρβα;
— Δε μου λες, του λέω, είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος μου ο αδελφός μου;
— Μεγαλύτερος, απαντάει.
— Έ! αφού είναι μεγαλύτερος θα δίνει λογαριασμό σε μένα τι κάνει;
Δεν έβρισκε τι να πει, έδωσε διαταγή να με κλείσουν σ' ένα δωμάτιο μόνο μου. Τι τους έβαλε ο διάβολος να κάνουν. Επειδή αυτός ο συγχωριανός γνώριζε ότι εγώ είμαι της εκκλησίας, στέλνουν το βράδυ μέσα στο δωμάτιο δύο αντάρτισσες, σχεδόν γυμνές... Τάχασα.
— «Παναγιά μου βοήθα με» φώναξα. Αμέσως ένοιωσα τη βοήθεια τού Θεού.
— Δηλαδή γέροντα τι έγινε;
— Να, τις έβλεπα απαθώς. Σαν να μην ήταν γυμνές... με αγνότητα. Όπως, ας πούμε έβλεπε ο Αδάμ την Εύα στον Παράδεισο, πριν από την πτώση. Αθώα, φυσικά... χωρίς πονηρία σαρκική.
— Και μετά, τι έγινε;
— Έ! μετά τις μίλησα με το καλό... «Κοπέλες, εσείς να κάνετε τέτοια πράγματα... δεν ντρέπεστε».
Στο τέλος ντράπηκαν... ντύθηκαν και βγήκαν έξω κλαίγοντας!! Βοήθησε η Χάρις του Θεού! (Σημείωση τού γράφοντος: Ο γέροντας θάταν τότε γύρω στα είκοσι).
|
Paisios
ΑπάντησηΔιαγραφή