Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΙΑΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ (1892-1903) Του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (Β’)




(Β’)
Στις 12 Οκτωβρίου 1853, ο νεαρός Πέτρος εγκαταλείπει τα Τρεστενά, το όμορφο χωριό του, και με την ευχή των γονέων του, φτάνει στην κλεινή και γεραρά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, για αγώνες ασκητικούς κοντά στον σεβάσμιο Γέροντα Ιερόθεο Πετρόπουλο. 
Ο Μητροπολίτης Ιερόθεος σημειώνει στο τετράδιό του: 
«Εις το Μέγα Σπήλαιον υπετάγην εις τον σεβάσμιον Γέροντα Ιερόθεον Πετρόπουλον, Προηγούμενον, μεμακρυσμένον συγγενή μου, του οποίου το όνομα έλαβον, ότι το 1857 έλαβον την κουράν του Μοναχού.
Μετά δε δύο έτη, ήτοι το 1859, εκλήθην εις Αθήνας υπό του νεοχειροτονηθέντος Επισκόπου Γυθείου Ιωσήφ, όστις με εχειροτόνησεν Ιεροδιάκονον την 29ην Αυγούστου του ιδίου έτους, εν τη Ιερά Μονή Πετράκη, και ηκολούθησα αυτόν εις την επαρχίαν του».
Από τις παραπάνω σημειώσεις φαίνεται ο ιερός ζήλος του νεαρού Πέτρου να εισέλθη στις αυλές του Κυρίου και να ενδυθή το Αγγελικό Σχήμα. Όμως, υποτάσσεται και μαθητεύει κοντά σε «σεβάσμιο» Γέροντα, γιατί ο μοναχικός δρόμος είναι κοπιώδης και δύσκολος. Χρειάζεται οδηγός απλανής για την κατά Θεόν πορεία. Πολλές φορές χωρίς πνευματική δοκιμασία, χωρίς υποταγή, χωρίς εκκοπή του ιδίου θελήματος, οδηγούνται ευσεβείς νέοι μας, οι οποίοι είναι καλά και ευλογημένα παιδιά, στον μοναχικό βίο. Η απειρία όμως δημιουργεί ναυάγια, και ο διάβολος καιροφυλακτεί προκειμένου να καταπίη τους αδοκίμους αγωνιστάς. Ορμώμενος από το αγιασμένο παράδειγμα του Ιεροθέου, δράττομαι της ευκαιρίας να θίξω το τόσο σημαντικό αυτό θέμα, από το οποίο αξαρτώνται πολλά ως προς την πορεία των Εκκλησιαστικών μας πραγμάτων και την πνευματική πρόοδο των Μοναχών αλλά και όλων των Κληρικών.

Και συνεχίζει ο μακάριος ανήρ:
«Εκεί, εν Γυθείω, διήκουσα τα Σχολαρχιακά μαθήματα, και το 1862 κατετάχθην μαθητής εν τη εν Αθήναις Ριζαρείω Σχολή. Είτα, συμπληρώσας επί τριετίαν τα εγκύκλια μαθήματα, ενεγράφην το 1866 φοιτητής της Θεολογικής Σχολής εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω. Εκήρυττον δε και τον θείον λόγον εν τω Ιερώ Ναώ της Αγίας Αικατερίνης, ιεροδιάκονος ων εν αυτώ…». 
Η Θεολογία στηρίζεται στην πνευματική ζωή, όπως βιώνεται με την προσευχή και την εσωτερική σχέση με τον Θεό, μέσα στην Εκκλησία, τελειουμένη διά των Ιερών Μυστηρίων. Ο Άγιος Νείλος ο Ασκητής λέγει: «Ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς, και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει». Αυτήν την γνώση καλλιεργούσε εμπειρικά ο πολύς Ιερόθεος. Όμως δεν παρέλειψε να καλλιεργήση και την θύραθεν σοφία, η οποία επίσης είναι δώρον Θεού. Έτσι ο νεαρός Διάκονος, παράλληλα με τα καθήκοντά του στον Ιερό Ναό, τα οποία επιτελούσε με σεμνότητα και ιεροπρέπεια και σύνεση γεροντική, καίτοι νέος εις την ηλικία, μελετά και την επιστήμη της Θεολογίας, στα έδρανα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τότε η Θεολογική Σχολή ήτο φυτώριον αγιότητος. Τώρα χρειάζεται μεγάλος αγώνας για να κρατηθούν οι Σχολές σε αυτά τα πνευματικά ύψη, αφού οι καιροί έχουν αλλάξει τόσο πολύ, και το πνεύμα της εκκοσμίκευσης έχει επηρεάσει τα πάντα. Πιστεύουμε ότι παρά την πνευματική κρίση, και σήμερα οι Θεολογικές μας Σχολές, μέσα από τον αγώνα και τις προσπάθειες κατηρτισμένων καθηγητών και την παρουσία ευλογημένων φοιτητών, συνεχίζουν την προσφορά τους στην Εκκλησία και το Έθνος.
Ας προχωρήσωμε όμως στις σημειώσεις του κλεινού Ιεράρχου:
«Την 18ην Ιουλίου του 1870 διωρίσθην υπό της Ιεράς Συνόδου και του Υπουργείου, ιεροκήρυξ έκτακτος εν τω Νομώ Αιτωλοακαρνανίας, ότι ήκμαζεν η ληστεία εν ταίς επαρχίαις, ιδίως της Ναυπακτίας και Ευρυτανίας. Την δε 20ην Φεβρουαρίου 1872 διωρίσθην έκτακτος ιεροκήρυξ εις τον Νομόν Λακωνίας, και εκείθεν το 1875 μετετέθην εις τον Νομόν Φθιώτιδος. Αλλά το επόμενον έτος παρητήθην της Δημοσίου θέσεως του ιεροκήρυκος, και έλαβον την Διεύθυνσιν της Εκκλησιαστικής Εφημερίδος “η Ειρήνη”, και είτα του “Λόγου”, διδάσκων άμα και κηρύττων τον θείον λόγον εν τη Σχολή του κ. Α. Μακράκη, ης μέλος απετέλουν, ότι και Πρόεδρος άμα του θρησκευτικού Συλλόγου “Ιωάννης ο Βαπτιστής”».
Ζήλος θερμουργός κατέχει την ψυχή του νεαρού κληρικού. Αγώνες σε εποχές δύσκολες, και σε ακόμα δυσκολώτερες περιοχές, για να φυτεύση στις καρδιές των ανθρώπων τον Χριστό και την αλήθεια του Ιερού Ευαγγελίου. Μελετώντας την αγιασμένη ζωή του Ιεροθέου, αντιλαμβάνεται κανείς τους κόπους και τους μόχθους που κατέβαλλαν τότε οι ιεροκήρυκες, προσφέροντας την ίδια την ζωή τους για την δόξα του Θεού και την σωτηρία των ανθρώπων. Πόσα οφείλει το Έθνος μας σ’ αυτές τις σεβάσμιες μορφές, που κρατώντας το ραβδί στο χέρι και το δισάκι στον ώμο, ανηφόριζαν σε δρόμους δύσβατους και βουνά για να μορφώσουν στις ψυχές Ιησούν Χριστόν Εσταυρωμένον και Αναστάντα. Γιά να ημερέψουν τις καρδιές και να γεφυρώσουν χάσματα. Γιά να επουλώσουν πληγές, και να διδάξουν, ακόμη, τα Ελληνικά Γράμματα.
Εμείς οι νεώτεροι Ιεροκήρυκες αγωνιστήκαμε κάτω από διαφορετικές συνθήκες, που διευκόλυναν, όχι μόνο τις μετακινήσεις μας, αλλά και το όλο έργο μας. Όμως, εάν ένας διδάσκαλος των Θείων Αληθειών επιθυμή να επιτύχη όντως στο άγιο έργο του, δεν έχει παρά να καθρεφτίζεται κάθε ημέρα στις λαμπρές μορφές των αγωνιστών αυτών κληρικών, οι οποίοι επότισαν με τον ιδρώτα τους και το αίμα τους τα χώματα της Ορθοδόξου Πατρίδος μας. Θα σταθώ όμως και στην σημείωση του Ιεροθέου σχετικά με τον διορισμό του από το Υπουργείο στην Αιτωλοακαρνανία «ότι ήκμαζεν η ληστεία...». Τότε το Κράτος χρησιμοποιούσε και την δύναμη της Εκκλησίας για την καταστολή της παραβατικότητος. Αξιοποιούσε τον λόγο του Θεού και τούς καταξιωμένους εργάτας του Ευαγγελίου. Μακάρι και τώρα να κατανοήση η Πολιτεία αυτήν την ανάγκη, και να αξιοποιήση αυτήν την πνευματική δύναμη για θεραπεία των παθών και έξοδο από την πνευματική κρίση η οποία μαστίζει την χώρα μας. 

Ας παρακολουθήσωμε όμως τα όσα ο ίδιος αναφέρει στην συνέχεια για τον εαυτό του:
«Το 1879, καταγγελθέντος του κ. Απόστολου Μακράκη επί αντιθέτους τη Εκκλησία δοξασίας, συγκατηγορήθην καγώ μετ’ άλλων συναδέλφων μου κληρικών ως ομοφρονούντες τω κ. Μακράκη, και κατεδικάσθημεν υπό της Ιεράς Συνόδου εις πολυετή εξορίαν εγώ μεν εις την εν Άνδρω Μονήν της Παναχράντου, και εκείθεν εις την εν Πάρω Μονήν της Λογγοβάρδας, ένθα και διέμενον επί δύο έτη, οι δε άλλοι συνάδελφοί μου εις άλλας Μονάς του Κράτους.
Επανελθόντες εις Αθήνας, προσήλθομεν ενώπιον της Ιεράς Συνόδου το 1884, και εζητήσαμε συγγνώμην, ήτις και εδόθη ημίν. Συγχρόνως δε η Σύνοδος με επρότεινε ως ιεροκήρυκα εις τον Νομόν Αιτωλοακαρνανίας, και διωρίσθην υπό του Υπουργείου την 3ην Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
Το επόμενον έτος, 1885, Αυγούστου 6, μετετέθην εις τον Νομόν Αττικής, ένθα και διατελώ ήδη Ιεροκήρυξ.
Εν Αθήναις τη 25η Σεπτεμβρίου 1885
Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Μητρόπουλος,
Ιεροκήρυξ».

Από τις παραπάνω γραμμές φαίνεται η πονεμένη ιστορία του Ιεροθέου, η έχουσα σχέση με τον Απόστολο Μακράκη. Δέχθηκε με υπομονή την εξορία, και την εκμεταλλεύτηκε πνευματικά στα Μοναστήρια όπου έγκαταβίωσε ως έγκλειστος. Η υπακοή του στην Εκκλησία τον ύψωσε, και ο Κύριος τον εχαρίτωσε. Οι άνθρωποι είμαστε ατελείς, και για τούτο πολλάκις σφάλλουμε. Η εκζήτηση της συγγνώμης και η ταπείνωση —έστω και αν κάποτε, ανθρωπίνως, έχομε αδικηθή— προδίδουν αδαμάντινους χαρακτήρες, όπως ήταν ο Ιερόθεος. Μετά από αυτήν την δοκιμασία, την προσευχή, την πνευματική περισυλλογή και την υπακοή στην Εκκλησία, ήλθε η κατά Θεόν δόξα, αφού ο ταπεινός Ιερόθεος ανήλθε στον Αρχιερατικό Θρόνο Πατρών και Ηλείας.

* Αυτή την δοξασμένη πορεία θα παρακολουθήσωμε στο Γ’ μέρος της αναφοράς μας στη σεπτή μορφή του αοιδίμου Ιεροθέου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά