Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012

Γράμμα σ' ἕνα νέο ...Ἔλλειμμα πατριωτισμοῦ


Γράμμα σ' ἕνα νέο
Ἔλλειμμα πατριωτισμοῦ

Ἀγαπητό μου παιδί,

 Περνώντας ἀπό κάποιο δρόμο τῆς πόλης μας, πρίν ἀπό λίγες μέρες διάβασα τό μήνυμά σου. Καί ἐπειδή μπορεῖ νά ἀναρρωτηθεῖς ποιό ἀπ᾿ ὅλα, σοῦ τό μεταφέρω: «Μᾶς ζητᾶνε θυσίες γιά τήν πατρίδα. Γιά μ... ψάχνουν».
 Τό μήνα αὐτό γιορτάζουμε τήν ἐπέτειο ἑνός πρόσφατου ἔπους πού ἔγραψε ἡ φιλοπατρία τῶν προγόνων μας. Ἴσως ἀνάμεσά τους νά πολέμησε ὁ παππούς σου ἤ κάποιο ἄλλο πρόσωπο τοῦ συγγενικοῦ σου περιβάλλοντος. Ἄν ἔφερνες τήν εἰκόνα του μπροστά σου, πρίν ἀποφασίσεις νά λερώσεις τόν τοῖχο, ἴσως καί νά μετάνιωνες. Ὅμως, στόν τοῖχο τοῦ δωματίου σου, εἶμαι βέβαιος, δέν ἔχεις αὐτή τή φωτογραφία ἀλλά ἄλλη, κάποιου δημοφιλοῦς συγκροτήματος σύγχρονης μουσικῆς.
 Ξέρω γιατί τό ἔγραψες αὐτό. Διότι βρίσκεσαι σέ ἀμηχανία καί νιώθεις ἔντονη τήν ἀγανάκτηση. Αἰσθάνεσαι προδομένος. Ὁ ὁρίζοντάς σου ἔχει στενέψει· τά ἰδανικά φτερούγισαν πρίν καλά-καλά τά χαϊδέψεις στά χέρια σου, κι ὅλοι γύρω σου ντυμένοι τή στολή τῆς ὑποκρισίας παίζουν θέατρο. Κι ἐσύ, δέν εἶσαι δά χαζός, τό ἔχεις ἀντιληφθεῖ. Ὅμως αὐτή ἡ σύγχυση καί ἡ ταραχή δέν σοῦ ἐπιτρέπει νά βάλεις σέ κάποια τάξη τίς σκέψεις σου. Γι᾿ αὐτό ἄς πάρουμε τά πράγματα μέ τή σειρά.
 Ποιοί εἶναι αὐτοί πού ζητᾶνε θυσίες γιά τήν πατρίδα; Ἄν δέν κάνω λάθος, στήν εὐδαιμονιστική ἐποχή πού ζοῦμε ἡ λέξη αὐτή ἔχει ἐξοβελιστεῖ ἀπό τό λεξιλόγιό μας. Κανείς δέν τήν προφέρει, διότι χαλᾶ τή διάθεσή μας καί ἔχει καί πολιτικό κόστος! Ἀπεναντίας βλέπω ὅτι δέν εἶναι λίγοι αὐτοί πού, μέ τό γλυκό καί μαγευτικό ἦχο τῶν σειρήνων, ἐκμαυλίζουν τή συνείδησή μας, ὥστε νά δεχθεῖ τόν ἐνδοτισμό καί τήν ὑποχωρητικότητα ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση τῆς εἰρήνης. Σκέφτηκες ποτέ ἐσύ, πού παριστάνεις τόν ἀντιρρησία συνείδησης, ὅτι αὐτοί σέ ἔχουν καταστήσει ἥρωα; Ναί, γιά ἥρωα πᾶνε νά σέ περάσουν καί σέ φροντίζουν ἰδιαίτερα, ὥστε νά ἀκούγεται ἡ φωνή σου καί νά κατοχυρώνονται τά «δικαιώματά» σου. Καί ἐσύ τό πίστεψες αὐτό, γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, καί παίρνεις τούς δρόμους μέ τή σειρά, ἀναζητώντας φρεσκοβαμμένους τοίχους. Φυσικά ἔχεις φροντίσει προηγουμένως νά καλοδειπνήσεις καί συμβουλεύεσαι τό θερμόμετρο μή τυχόν καί ὁ δείκτης κατεβαίνει πρός τό μηδέν! Ὅσο γιά τή σκέψη νά σέ συλλάβουν καί νά ὑποστεῖς τή συνέπεια τουλάχιστον ν᾿ ἀσπρίσεις τόν τοῖχο, αὐτή δέν νομίζω νά περνᾶ ἀπό τό νοῦ σου. Ἡ ἀτιμωρησία εἶναι ἐξασφαλισμένη. Ἥρωας, λοιπόν, καί μάλιστα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς!
 Ἀγαπητό μου παιδί, δέν σέ κατηγορῶ γιά ὅλα αὐτά, διότι ἁπλούστατα δέν φταῖς ἐσύ. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ φταῖχτες. Ἐμεῖς οἱ μεγάλοι.
 Σάν ἤμασταν ἐμεῖς μικροί, οἱ δάσκαλοί μας μᾶς μάθαιναν νά τραγουδοῦμε. Μέρες σάν καί τοῦτες -καλῶς ἤρθανε- δονοῦνταν οἱ σχολικές τάξεις ἀπό τά τραγούδια:
 «Πάνω κεῖ στίς Πίνδου μας τίς κορφές
πού θαρρεῖς τ᾿ ἀστέρια φιλοῦνε
κάθε νύχτα λίγες ἁγνές μορφές
τά πυκνά σκοτάδια ἐρευνοῦν.
Τῆς πατρίδος πάντα πιστοί φρουροί...»
 Καί σάν μᾶς προθέρμαιναν μέ τό τραγούδι, ἐρχόταν ἡ σειρά τοῦ στίχου τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ: «Μεθύστε μέ τ᾿ ἀθάνατο κρασί τοῦ ᾿21!». Κι ὕστερα βγαίναμε καί κάναμε παρέλαση καί νιώθαμε αὐτό πού κάναμε. Δέν ἦταν ἀγγαρεία οὔτε εὐκαιρία γιά πειράγματα τῶν μή συμμετεχόντων -διότι συμμετείχαμε ὅλοι- οὔτε πολύ περισσότερο πασαρέλα (μέ ἐννοεῖς φαντάζομαι)! Τώρα ἄν μέ ρωτήσεις γιατί τ᾿ ἀλλάξαμε τά πράγματα, διότι ἀσφαλῶς ἔχουν ἀλλάξει, θά σοῦ πῶ: Γιατί δέν τό γράφεις αὐτό στόν τοῖχο;
 Οἱ ἀγωνιστές τοῦ ᾿40 ἄκουσαν τόν ποιητή καί μέθυσαν μέ τ᾿ ἀθάνατο κρασί τοῦ ᾿21. Καί κεῖνο τό κρασί ἦταν ἀπό παλιό βαρέλι. Τό εἶχε ὁ Λεωνίδας στίς Θερμοπύλες κι ἀπό τότε, μύριοι ὅσοι ἀπόγονοί του φρόντιζαν νά προσθέτουν κι ἄλλο, γιά νά μήν ἀποσώσει. Βέβαια, γιά τίς «ψηλές μύτες» μύριζε λιγάκι αἷμα. Ὅμως ἦταν δικό μας αἷμα, ὄχι αἷμα ἄλλων. Αὐτό ἐπιβάλλει τό πνεῦμα θυσίας, ἀγαπητό μου παιδί.
 Τό ἤπιαν, λοιπόν, τό κρασί οἱ παπποῦδες σου καί οἱ πατεράδες μας καί ξεκίνησαν. «Ξυπόλυτοι στ᾿ ἀγκάθια», πού λέει ὁ λαός μας, ἦσαν κι ἀπέναντί τους σιδηρόφρακτες μεραρχίες. Δέν ἐξετέλεσαν καμιά ἀγγαρεία. Καί κανείς νά μήν τούς τό ἔλεγε, κεῖνοι θά πήγαιναν. Διότι ἤξεραν πολύ καλά ὅτι ἡ πατρίδα τούς ἀνῆκε κι ἄν τίποτε ἄλλο δέν κατεῖχαν. Καί τί θαρρεῖς εἶναι πατρίδα; Μή τάχα οἱ κυβερνῆτες κι οἱ ἄλλοι, πού πάνω ἀπ᾿ ὅλα βάζουν τά λεφτά; (Τό γράφω αὐτό, διότι φαντάζομαι πώς κάπως ἔτσι ἀντιλαμβάνεσαι τήν πατρίδα). Ὄχι! Πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς, σάν ἔρθει τό κακό, παίρνουν τό πρῶτο ἀεροπλάνο καί καταφεύγουν ἐκεῖ ὅπου θά γίνει ἡ νομή τῆς ἐξουσίας μετά τόν πόλεμο. Οἱ ἄλλοι δέ ἔχουν ρίξει τό σύνθημα: «Τό κεφάλαιο δέν ἔχει πατρίδα». Συνεπῶς ἀπάτριδες εἶναι καί ὅσοι τό διαφεντεύουν. Αὐτοί ἔχουν φροντίσει νά παραμείνουν ἀσφαλεῖς οἱ καταθέσεις τους κατά τό ρημαγμό.
 Τέλος ὑπάρχουν καί κάποιοι, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ὁ κάθε κατακτητής θά βρεῖ συνεργάτες. Δέν εἶναι αὐτά πατρίδα, παιδί μου. Πατρίδα εἶναι τό χῶμα πού καλοδέχεται τό ὑνί, τό σπόρο καί τόν ἱδρώτα τοῦ ἀγρότη. Πατρίδα εἶναι τό ἐκκλησάκι πού λιθαράκι-λιθαράκι ἔκτισαν οἱ παλιότεροι, γιά νά ἀποθέτουν τά βάσανά τους καί νά ἀντλοῦν παρηγοριά στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς. Πατρίδα εἶναι τῆς γυναίκας ἡ τρυφερότητα καί τό ἀθῶο χαμόγελο τοῦ μικροῦ παιδιοῦ! Δέν ἀξίζουν ὅλα αὐτά θυσίες;
 Οἱ πρόγονοί μας στό ἐρώτημα ἀπάντησαν κατ᾿ ἐπανάληψη: Ναί, ἀξίζουν! Καί στήθηκαν ἐκεῖ στῆς Πίνδου τά βουνά, καί ὁ ἐχθρός δέν διάβηκε ἀπό τό Καλπάκι οὔτε ἀπέκοψε τή διάβαση τοῦ Μετσόβου. Καί στέκονταν ἐκεῖ πεινασμένοι, ψειριασμένοι, τουρτουρίζοντας στό ἀβάσταχτο κρύο, σέ γυμνές βουνοκορφές μέ θερμοκρασία πού ἔφθανε ὥς καί τούς 30οC κάτω ἀπό τό μηδέν. (Γιά βγές νά γράψεις ἕνα σύνθημα σάν τό νερό στό δρόμο ἔχει παγώσει). Δέν ἦταν πολεμοχαρεῖς οὔτε ἐξυπηρετοῦσαν τά συμφέροντα κάποιων ἐμπόρων ὅπλων. Νά τελειώσει ὁ καταραμένος ἐκεῖνος πόλεμος καί νά γυρίσουν στό σπιτάκι τους προσεύχονταν στήν Παναγιά. Καθώς ὅμως γνώριζαν νά θέτουν στή ζωή τους προτεραιότητες, ἀρκετοί ἀπ᾿ ἐκείνους δέν γύρισαν ποτέ στό σπίτι τους. Κι ἄς τούς περίμενε ἡ νέα γυναίκα τους καί τό βυζανιάρικο. Κι ἄς τούς καρτεροῦσε τό ζευγάρι νά τό ξαναζέψουν στ᾿ ἄροτρο. Ἀπόμειναν γιά πάντα ἐκεῖ στά βουνά. Γιά νά εἶσαι ἐσύ ἐλεύθερος νά γράφεις στούς τοίχους!
 Ἀγαπητό μου παιδί, ἀσφαλῶς σέ λύπησα. Πίστεψέ με ὅμως! Ὅλα αὐτά δέν τά ἔγραψα γιά σένα τόσο, ὅσο γιά μένα τόν ἴδιο καί τούς συνηλικιῶτες μου. Ἄλλωστε σοῦ τό ἔγραψα ἀπό τήν ἀρχή: Ἐμεῖς οἱ μεγάλοι φταῖμε γιά τήν κατάντια μας! Ὅταν ἕνας κονδυλοφόρος, φερμένος ἀπό τήν Ἑσπερία, ἀρθρογράφος σέ «σοβαρή» ἀθηναϊκή ἐφημερίδα, ἐπιτίθεται κατά τῶν νέων μας, πού ἐπιλέχθηκαν γιά τήν βουλή τῶν ἐφήβων, καί τούς κατηγορεῖ γιά ἐθνικισμό (ἄκουσον, ἄκουσον), τότε ὀφείλουμε νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό τή νέα γενιά. Παράλληλα ὅμως ἔχουμε νά κάνουμε καί μιά ἐλπιδοφόρα διαπίστωση:
 Οἱ νέοι μας πού δέν ἄκουσαν νά τούς μιλοῦν γιά πατρίδα, τήν ἀνακαλύπτουν μόνοι τους, μαζί μέ τά καλοκρυμμένα ἰδανικά καί τό βαρέλι μέ τό κρασί τοῦ ᾿21. Καί σέ πεῖσμα ὅλων ἐκείνων, πού εὐνοοῦν τόν ἐκμαυλισμό τῶν συνειδήσεων μέσα ἀπό τήν ἀποχαύνωση τῆς μικρῆς ὀθόνης (ἀλήθεια δικό σου εἶναι τό σύνθημα: «Ἡ ζωή ἀρχίζει ὅταν κλείνει ἡ ΤV»; Συγχαρητήρια!) καί τή ροπή πρός τόν ἀλκοολισμό μέ σύνθημα «μεθύστε μέ τ᾿ ἀθάνατο οὐίσκυ Μεγάλης Βρετανίας», οἱ νέοι μας εἶναι πατριῶτες. Καί νά σοῦ πῶ, φίλε: Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἄν ἡ πατρίδα (τώρα δέν μπορεῖς νά ρωτήσεις ποιά πατρίδα) ζητήσει καί ἀπό σένα κάποια θυσία, θά τρέξεις νά τῆς τήν προσφέρεις.
Ἀπ. Ἰ. Παπαδημητρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά