Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2012

Υπάρχει Θεός ;





Αντώνιος Ουρεϊλίδης

Όπως σε κάθε εποχή, έτσι και σήμερα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, λογικά όντα, που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Η πίστη αυτή προσπαθεί να στηριχθεί στην επιστημονική παρατήρηση και στη λογική σκέψη. Στην ουσία όμως, καταλήγει σε παραλογισμό. Διότι η λογική επιτάσσει ότι κάθε δημιούργημα έχει τον δημιουργό του. Είναι λοιπόν, δυνατόν η γη, οι αστέρες, ο ήλιος, το σύμπαν να δημιουργήθηκε μόνο του;

Η δημιουργός τύχη
Η αθεΐα υποστηρίζει πως το σύμπαν, ο κόσμος, οι άνθρωποι είναι προϊόντα τύχης, συγκυριών! Πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος και ειδικότερα ο ανθρώπινος νους, που είναι προϊόν τυχαίας δημιουργίας, όπως λένε, να δημιουργεί, να εφευρίσκει και να κατασκευάζει δημιουργήματα που δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά που στηρίζονται στην νόηση και την παρατήρηση; Πράγματι ηχεί απίθανο, αφύσικο, παράλογο. Ο άνθρωπος, ό,τι δημιούργησε πάνω στη γη βασίστηκε και σε τυχαίες ανακαλύψεις αλλά και σε πειραματισμούς και εφευρήματα. Ποιος άραγε θα πίστευε ποτέ, πως η μηχανή ενός αυτοκινήτου έγινε τυχαία; Αν το πίστευε κάποιος, σίγουρα δεν θα είχε «σώας τας φρένας». «Εάν κάποιος έχει στη διάθεσή του όλα τα όργανα ενός ωρολογίου και τα ρίχνει τυχαίως μπροστά του για να λειτουργήσει το ωρολόγι αυτό, Η ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ να ΤΟ ΕΠΙΤΥΧΕΙ είναι ένα στο τρισεκατομμύριο και με την προϋπόθεση να το επαναλαμβάνει επί ένα τρισεκατομμύριο χρόνια με ταχύτητα 100 φορές στο δευτερόλεπτο. Πράγμα αδύνατο. Πώς λοιπόν μπορεί να λειτουργεί τυχαίως το (ωρολόγιο) σύμπαν;» και «Καμιά σύμπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύσει την συνεχή και εύρυθμη λειτουργία των φυσικών νόμων του σύμπαντος» (ΜΑΞ ΠΛΑΝΚ). [1]


«Πάντα εν σοφία εποίησας»
Είναι δυνατόν ποτέ το τυχαίο να μπορεί να δημιουργεί; Είναι δυνατόν ποτέ το τυχαίο όχι απλώς να δημιουργεί, αλλά να δημιουργεί σχεδόν τέλεια κατασκευάσματα; Είναι δυνατόν κατά τύχη, να γίνει κάτι τέλειο, το οποίο μάλιστα να μπορεί να προσαρμόζεται συνεχώς στο πέρασμα των αιώνων, ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες; Πώς είναι δυνατόν, τυχαία από το ίδιο χώμα να φυτρώνουν φυτά με πολυποίκιλες ενδυμασίες, μορφές και μυρουδιές; Υπάρχουν πάνω από 3.000 είδη λουλουδιών. Θα μπορούσε ποτέ, να γίνει τυχαία ένα τέλειο εργοστάσιο; Ένα εργοστάσιο σαν τον ανθρώπινο οργανισμό; Ας σκεφτούμε μόνο ότι: « το στομάχι, που, ενώ τρώει κρέας και λυώνει τα κρέατα, με ειδική διεργασία που γίνεται πιο κάτω του, αυτό παραμένει άτρωτο. Είναι σα να βάζεις και καις ξύλα σε μια σόμπα ξύλινη και η σόμπα να μην καίγεται. Μυστήριο!» επίσης, «οι βιολόγοι-δερματολόγοι έχουν υπολογίσει ότι σε κάθε τετραγωνική ίντσα, δηλαδή 6,45 τετραγωνικά εκατοστά ανθρωπίνου δέρματος, υπάρχουν είκοσι φλέβες που μεταφέρουν αίμα, δεκατρία σημεία που αισθάνονται το κρύο, εβδομήντα οκτώ σημεία που αισθάνονται την θέρμανση, εκατόν εξήντα πέντε που αισθάνονται την πίεση, εξήντα πέντε τρίχες και μύες, εκατό αδένες που εκκρίνουν παχιές ουσίες, εξακόσιοι πενήντα αδένες ιδρώτος, είκοσι οκτώ νεύρα, χίλια τριακόσια άκρα νεύρων που αισθάνονται τον πόνο, και δέκα εννέα χιλιάδες πεντακόσια αισθητικά κύτταρα στα άκρα των νεύρων». [2]
Τα δυο αυτά παραδείγματα, διαψεύδουν την τυχαία δημιουργία. Απεναντίας, είναι δοξολογική αφορμή, όπως του Ψαλμωδού: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε` πάντα εν σοφία εποίησας…» (Ψαλμ.103,24), «τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια…» (Ψαλμ.76,14-15). Πράγματι όσο ερευνά κανείς εις βάθος τον ανθρώπινο οργανισμό και τη φύση, τόσο τείνει να θαυμάσει μαζί με τον προφητάνακτα Δαυίδ, τα μεγαλεία του Θεού. Ένα ακόμη μικρό παράδειγμα από το μεγάλο σχολείο της φύσης: «Ποιος δίδαξε τον αρουραίο να συγκεντρώνει τους κόκκους του σιταριού στην υπόγεια φωλιά του, για να έχει να φάει σε περίοδο ανέχειας, και μάλιστα, το πιο καταπληκτικό, οι κόκκοι που φυλάει, να είναι όλοι δαγκωμένοι στο άκρο, εκεί ακριβώς που είναι το φύτρο του κόκκου, ώστε να μη φυτρώνει στη γη;». [3] Σίγουρα όχι η «τύχη».

Γλάροι στο Άγιον Όρος

Ο μακαριστός γέρων Αυγουστίνος, επίσκοπος Φλωρίνης, θαυμάζει τον όμορφο κόσμο μας, τους κάμπους, τα βουνά, τους ποταμούς, τις λίμνες και τις θάλασσες. Θαυμάζει τα ψάρια, τα πουλιά, τα ζώα. Τα χιλιάδες είδη ψαριών, πουλιών και ζώων! «Ω, πόσα είδη από το σπουργίτι μέχρι τον αετό! Τα διάφορα είδη των πουλιών διακρίνονται μεταξύ τους από τη φωνή, το χρώμα, το ράμφος, το πέταγμα, το μέρος που χτίζουν τις φωλιές τους, τις συνήθειές τους, τη διάρκεια της ζωής και άλλα… Όλα δε είνε κατασκευασμένα με τέτοια τελειότητα, που τα θαυμάζουν και οι μεγάλοι επιστήμονες. Το καθένα είνε και ένα εργοστάσιο, που εργάζεται με ακρίβεια θαυμαστή. Τι είνε π.χ. ένα αηδόνι, που το περιμένουμε να κελαηδήση την άνοιξι; Αν το ζυγίσουμε, δεν θα είνε παραπάνω από 30 γραμμάρια. Και όμως η ελάχιστη αυτή ποσότητα ύλης είνε μια μικρή μηχανή, μηχανή όχι νεκρή, αλλά ζωντανή, μηχανή με όλα, όσα χρειάζονται για να κινήται και να εργάζεται. Έχει επίσης στο λάρυγγά του κάτι λεπτές χορδές, που όταν τις παίζη σε μαγεύει. Είνε σαν ν’ ακούς μια κιθάρα. Τι λέω! Σαν να παίζη μια ορχήστρα από διάφορα όργανα. Κανένας μουσικός δεν φθάνει τη μουσική του. και ερωτώ: είνε δυνατόν αυτά, που βλέπουμε εδώ στη γη, να είνε τυχαία; Ποιος έκανε την ύλη; Ποιος τη ζύμωσε για να πάρη διάφορα σχήματα; Ποιος έκρυψε μέσα στην ύλη διάφορες ιδιότητες και δυνάμεις; Ποιος σε ένα μόριο ύλης έκλεισε μια τεράστια τέτοια δύναμι, που αν απελευθερωθή μπορεί να κινήση χιλιάδες βαγόνια και καράβια; Ποιος δίδαξε μουσική στο αηδόνι; Ποιος δίδαξε στη μέλισσα να χτίζη τις κερήθρες της με τέτοια σοφία, σαν να είνε επιστήμων μηχανικός και αρχιτέκτων; Ποιος δίδαξε το μυρμήγκι να κάνη τις υπόγειες κατοικίες και να εργάζεται σαν μια ωργανωμένη κοινωνία; Ποιος;… Μια είνε η λογική απάντησι: Ο ΘΕΟΣ!

Ναι, δημιούργημα του Θεού είνε η γη και όσα υπάρχουν και ζουν πάνω σ’ αυτήν. Αλλ’ η γη είναι το μόνο δημιούργημα του Θεού; Όχι. Η γη, ο τεράστιος αυτός πλανήτης, που τον ζυγίζουν οι αστρονόμοι και βρίσκουν, ότι είνε δισεκατομμύρια τόννοι, και αυτή η γη, αν τη συγκρίνουμε με τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια των άλλων άστρων, θα βρούμε, ότι είνε ένα κουκί άμμου, μια σταγόνα θαλάσσης. Και πάλι ρωτάμε: ποιος δημιούργησε τα αναρίθμητα αυτά αστέρια; Ποιος έδωσε σ’ αυτά την πρώτη κίνησι; Ποιος ρύθμισε τα δρομολόγιά τους, ώστε να κινούνται μέσα στον απέραντο κόσμο και να μη συγκρούωνται μεταξύ τους; Ποιος έδωσε το φως στον ήλιο; Ποιος κανόνισε την απόστασι της γης από τον ήλιο να είνε τόση, ώστε η γη ούτε κάρβουνο να γίνεται από την πολλή ζέστη ούτε να παγώνη ολόκληρη από το πολύ κρύο; Ποιος ώρισε τα δρομολόγια όλων των άστρων; Ποιος;… Και πάλι μία είνε η λογική απάντησι: Ο ΘΕΟΣ!...». [4]

O Κυβερνήτης του σύμπαντος
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταθέτει τη δική του μελιστάλαχτη σοφία: «Δεν βλέπεις, λέει, πως αυτό το σώμα, όταν απομακρυνθεί η ψυχή από αυτό, αμέσως καταρρέει και μαραίνεται και χάνεται, και επανέρχεται κάθε ένα από τα στοιχεία του εις το είδος του; Το ίδιον θα συνέβαινε και επί του κόσμου, εάν τον άφηνεν έρημον η δύναμις της Προνοίας του Θεού, η οποία Πρόνοια διαπαντός κυβερνά τον κόσμον. Διότι εάν ένα πλοίον χωρίς Κυβερνήτην δεν ημπορεί να υπάρξει, αλλά καταποντίζεται εύκολα, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ο κόσμος επί τόσον χρόνον χωρίς κάποιος να τον κυβερνά; Και δια να μη ειπώ περισσότερα, να θεωρήσεις ότι ο κόσμος είναι ένα πλοίον, ότι ως βάσιν (καρίναν), έχει την γην, ως ιστίον τον ουρανόν, ως επιβάτας τους ανθρώπους, ως πέλαγος την άβυσσον που είναι κάτω. Πώς λοιπόν επί τόσον χρονικόν διάστημα δεν έγινε κάποιο ναυάγιον; Άφησε ένα πλοίον μίαν μόνον ημέραν χωρίς κυβερνήτην και ναύτας και θα το ιδείς να καταποντίζεται αμέσως` ο κόσμος όμως τίποτε τέτοιο δεν έπαθε, αν και υπάρχει περισσότερον από πέντε χιλιάδες χρόνια. Και διατί λέγω πλοίον; Κάποιος έστησε μικράν καλύβην εις τα αμπέλια και όταν εμάζευσε τον καρπόν, την άφησε έρημον, και δεν διατηρείται περισσότερον από δύο ημέρας, αλλά διαλύεται και πέφτει αμέσως. Έπειτα, ενώ η καλύβα δεν είναι δυνατόν να σταθεί εις την θέσιν της χωρίς εκείνον που φροντίζει δι’ αυτήν, δημιούργημα δε τόσον μεγάλο, τόσον καλόν, τόσον θαυμαστόν, και νόμοι νυκτός και ημέρας και εναλλαγαί ωρών, και δρόμος της φύσεως ποικίλος και διάφορος εις την θάλασσαν και εις τον αέρα και εις τον ουρανόν, και εις φυτά και εις τα ζώα, που κολυμβούν, που έρπουν, και το σπουδαιότερο όλων αυτών, το γένος των ανθρώπων, πως είναι δυνατόν πες μου, να παραμείνουν επί τόσον μεγάλο χρόνον αδιάπτωτα, χωρίς κάποιος να φροντίζει δι’ αυτά;» [5]

Η γνώση οδηγεί στο Θεό
Η γνώση προκαλεί το θαυμασμό του ανθρώπου. Το λογικό αυτό ον, έχει έμφυτη ροπή στη γνώση, στη μάθηση. Επιζητεί αδιάλειπτα κάτι το πνευματικά ανώτερο. Αυτός είναι και ο λόγος, που ο κάτοχος μιας επιστήμης (μεγάλου μέρους της, διότι στην παρούσα ζωή δεν υπάρχει τελείωση), γεννά στον περίγυρό του, αισθήματα θαυμασμού προς το πρόσωπό του. Μάλιστα, αν κάποιος είναι γνώστης πολλών επιστημών καθώς και κατασκευαστής πολλών και μεγάλων εφευρέσεων, τότε, ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του είναι ακόμη μεγαλύτερος. Θεωρείται σοφός, μεγαλοφυΐα. Κάτι που βεβαίως, είναι και λογικό και φυσικό. Όλα αυτά όμως, διακηρύσσουν κάτι λογικότερο και φυσικότερο: την πανσοφία και παντοδυναμία του Θεού. Διότι, όπως παραδεχτήκαμε, κάθε οικοδόμημα έχει τον κατασκευαστή του και είναι άφρων όποιος δεν το παραδέχεται. Έτσι και το αχανές σύμπαν έχει το δικό του κατασκευαστή. Επομένως, από τη στιγμή που είναι άξιος θαυμασμού ο δημιουργός ενός πίνακα ζωγραφικής, ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός διαστημόπλοιου, πώς να μη μένουν έκπληκτοι και άφωνοι οι άνθρωποι, μπροστά στο Μεγάλο Δημιουργό των πάντων; Δημιουργού ακόμα και αυτής της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι και αυτή δημιουργός μικρότερης κλίμακας, χάρη στον Θεό.


Την αλήθεια αυτή μαρτυρεί ακόμα κι ένα μικρό αγριολούλουδο, προς ταπείνωση των ανθρώπινων υπάρξεων που την αρνούνται. Τη μαρτυρεί το λιτό και συνάμα πανέμορφο φόρεμά του, και την προδίδει το πανάκριβο άρωμά του. Μαρτυρεί τον Πάνσοφο και Παντοδύναμο Δημιουργό του. Κραυγάζει σιωπηλά: «Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου».
Συμπερασματικά, θα λέγαμε, ότι η γνώση οδηγεί στον Θεό ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να οδηγεί στον Θεό.



Η κοσμική γνώση οδηγεί στην απιστία

Η γνώση βέβαια, όταν δεν συνοδεύεται από ευλάβεια και ταπείνωση, φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Καταντά στεγνή, κοσμική γνώση, η κατά κόσμον σοφία, που συνήθως, οδηγεί στην απιστία. Το γιατί εξηγεί ο Θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος: «Η κοσμική σοφία συνήθως φουσκώνει τα μυαλά, κάνει τον άνθρωπο υπερήφανο. Ο δε υπερήφανος νομίζει, ότι καταλαβαίνει καλλίτερα από τους άλλους, περιφρονεί τη γνώμη των άλλων, και μάλιστα αγανακτεί, αν οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν και δεν τον παραδέχωνται. Τόση πεποίθησι έχει ο υπερήφανος στη λογική του, ώστε, όσα δεν καταλαβαίνει, τα απορρίπτει ως παράλογα! Όλων των πραγμάτων μέτρο η λογική του! Οι ουράνιες αλήθειες, επειδή δεν χωρούν στο μυαλό του, απορρίπτονται. Έτσι η υπερηφάνεια σκοτώνει την πίστι.» [6] Η πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του, η απόλυτη εμπιστοσύνη στη λογική του οδηγεί σε τέτοια εσφαλμένα συμπεράσματα. Διότι «εμείς, πράγματι όντας φυσικά διεφθαρμένοι από την φύσι μας, από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, έχουμε σε μεγάλη υπόληψι τον εαυτό μας, η οποία φύσις, αν και δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα ψέμα, εμείς όμως, νομίζουμε, με μια απατηλή εντύπωσι, ότι είμαστε κάποιοι» [7], και φυσικά «το να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι, αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια (οίησις), η οποία είναι ένα πάθος…τόσο λεπτό και κρυφό… σε τρόπο που, για την πολλή λεπτότητά του, ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι, που το έχουν` όσο όμως είναι λεπτό και κρυφό, τόσο είναι και μεγάλο κακό. Γιατί την πρώτη εκείνη πόρτα του νου, από την οποία πρόκειται να μπη η χάρις του Θεού και να κατοικήση στον άνθρωπο, αυτό το καταραμένο πάθος στέκεται και την κλείνει και δεν αφήνει την χάρι να μπη, η οποία δίκαια αναχωρεί, γιατί πώς μπορεί να έλθη η χάρις να φωτίση ή να βοηθήση τον άνθρωπο εκείνον, που νομίζει πως είναι κάτι μεγάλο; Πώς είναι σοφός; Και πως δεν έχει ανάγκη από άλλη βοήθεια;». [7] Γι’ αυτό ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συμβουλεύει να μην εμπιστεύεται (ο άνθρωπος) τον εαυτό του.
Το ίδιο, με άλλα λόγια, λέει και ο π. Αιμιλιανός,: «… επειδή εμείς οι άνθρωποι συνήθως είμαστε εγωϊσταί, έχομε αλαζονεία, τότε αυτή η αλαζονεία, που υπάρχει στο βάθος της ψυχής μας, προβάλλει σ’ εμάς το είδωλο του εαυτού μας και καθιστά την γνώσι μας περί Θεού άπτερον, να μην μπορεί να πετάη εις τον ουρανό, τμηματική, αποσπασματική και βουτηγμένη μέσα στα πάθη μας και εις τας μερίμνας μας.». [8]

Επιστήμη και Θεός
Μεγάλοι επιστήμονες στο διάβα των αιώνων, όσο βαθύτερα ερευνούσαν τα «μυστικά» του κόσμου μας, τόσο περισσότερο θαύμαζαν τον Θεό. Υπήρχαν όμως, αλλά και υπάρχουν, επιστήμονες που κατέληξαν να απορρίψουν την Ύπαρξη του Θεού, μη δεχόμενοι γεγονότα και αποδείξεις που δεν μπορούσε να εξηγήσει η Επιστήμη, στηριζόμενοι υπέρ του δέοντος σ’ αυτήν, έχοντάς την ως άλλοθι, αλλά και θεοποιώντας την. «Οι σημερινοί σοφοί, έγραψε ο Φώτιος Κόντογλου, πολεμούνε τον Θεό και την πίστη στ’ όνομα της υπέρτατης θεάς Επιστήμης, δηλαδή στ’ όνομα του μυαλού τους, που είναι γι’ αυτούς ο Θεός. Θρησκεία, σήμερα, είναι τα μαθηματικά, η χημεία, η βιολογία, η φυσική, η μηχανική». [9]
Έτσι, κατέληξαν σε λανθασμένα, έως γελοία και παράλογα συμπεράσματα, αφού δεν έλαβαν υπ’ όψιν την διαρκή αυτοαναίρεσή της. Συνεχώς και καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία και ανακαλύπτονται νέες μέθοδοι και διαδικασίες ερευνών, αναιρούνται τα διάφορα συμπεράσματα και θεωρίες. Για παράδειγμα και «με βάση πρόσφατες ανακαλύψεις στη Γκαμπόν, οι πολυκύτταροι οργανισμοί εμφανίστηκαν πριν 2,1 δισ. χρόνια, κι όχι πριν 600 εκ. χρόνια.» [10]. Εύλογα αναφύεται το ερώτημα: «…τι σόϊ Επιστήμη είναι αυτή με αυτοδιαψεύσεις τέτοιας έκτασης;» [10]
Όταν ρώτησαν το σοφό γέροντα π. Ευστράτιο Γκολοβάνσκι από το Κίεβο, πού στηρίζεται η αθεΐα, απάντησε: «Πουθενά. Καμιά ανθρώπινη επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει την ανυπαρξία του Θεού, αφού η θεία ουσία είναι απόλυτα υπερβατική, απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις και ακατάληπτη από την ανθρώπινη διάνοια. Η θεία ενέργεια, ωστόσο, είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία, και γίνεται αντιληπτή από τις ψυχικές αισθήσεις των καλοπροαίρετων ανθρώπων. Η φυσική κτίση εξαγγέλλει την ύπαρξη, τη σοφία και τη δόξα του Θεού, όπως ψάλλει ο Δαβίδ: ‘‘Οι ουρανοί διηγούνται τα μεγαλεία του Θεού και το στερέωμα μας λέει πως είναι των χεριών Του έργο’’(Ψαλμ. 18:1)».[11] Και όπως, σοφά συμπληρώνει ο Φ.Κόντογλου, «Η πίστη είναι δώρο Θεού, και δίνεται σ’ όποιον έχει ταπείνωση και καθαρή ψυχή. Η πίστη δεν έρχεται με συλλογισμούς. Με συλλογισμούς μπορεί να παραδεχτεί ο άνθρωπος εκείνο που είναι πιστευτό, όχι όμως εκείνο που είναι απίστευτο κι απαράδεχτο από τη λογική του, δηλαδή από τις αισθήσεις του». [12]


Αμαρτία και Θεός δεν συμβιβάζονται
Η αμαρτία και τα πονηρά πάθη έχουν σκοτίσει τον νου και την καρδιά του ανθρώπου. Ζούμε σ’έναν διαρκή κυκεώνα, σε μια σύγχρονη βαβελική εποχή στην οποία μας φαίνεται το πικρό σαν γλυκό, το κακό σαν καλώς γενόμενο και το μαύρο σαν άσπρο. Έτσι φαίνεται και η πικρή αμαρτία, σαν κάτι το γλυκύ. «Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν» (Ησαΐας 5, 18-23). Η σκοτοδίνη της αμαρτίας ζάλισε την ανθρώπινη ύπαρξη, φώλιασε στην καρδιά του και συμβιβάστηκε μαζί της. Τα «Ου» του θείου Δεκαλόγου που τριβελίζουν τ’ αυτιά, ακούγονται εφιαλτικά, πλήττοντας την συνείδηση, και με τη συνεργία του εγωϊσμού, την καθιστούν αναίσθητη! Οι αμφιβολίες που σπέρνει ο πονηρός, δια μέσω των υπηρετών του, αρχίζουν να διαφαίνονται σωστές, βολικές. Ταιριάζουν καλύτερα σε μια άσωτη ζωή. Τελικά πιθανόν, δεν υπάρχει Θεός, όπως δήλωσαν και κάποιοι επιστήμονες στην Αγγλία. Είναι δυνατόν να ζήσει έκαστος όπως θέλει τη ζωή του, χωρίς διλλήματα, χωρίς αγώνα εναντίον της αμαρτίας, εναντίον του ίδιου του τού εαυτού, με άλλα λόγια «…αυτό που λένε μερικοί ότι δεν υπάρχει Θεός, το λένε γιατί δεν θέλουν να υπάρχη Θεός, Θεός ο Οποίος θα ελέγχη τις πράξεις τους, Θεός ο Οποίος θα επεμβαίνει στη ζωή τους».[13]
Όμως, «το να προσπαθεί κανείς να κρύψει μέσα στο νερό ένα ξύλο και να πει ότι δεν υπάρχει, είναι μάταιος κόπος. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε τι που ενώ υπάρχει, εμείς προσπαθούμε να το κρύψουμε ή να αποδείξουμε ότι δεν υπάρχει.
Βέβαια το να λες ότι κάτι δεν υπάρχει επειδή έτσι σε βολεύει ή γιατί έτσι σου αρέσει ή γιατί το αντιπαθείς δεν είναι μόνο αναξιοπρεπές, αλλά είναι και στοιχείο υψίστης κακίας. Είναι μια διαβολή και ως εκ τούτου μας κάνει μιμητές τού διαβόλου ο οποίος διαρκώς το μόνο που γνωρίζει και που μπορεί να κάνει είναι να διαστρέφει τις πραγματικότητες. Φυσικά είναι εύκολο να πεις ότι δεν υπάρχει κάτι, αλλά η φύση των αντικειμένων, που πραγματικά υπάρχουν, κάποια στιγμή μας διαψεύδει, γιατί αποκαλύπτονται.
Μέσα βέβαια σ’όλη αυτή την προσπάθεια που κάνουμε για να πούμε το τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει πολλές φορές εντάσσουμε και την άποψή μας ότι ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’. Χρόνια ολόκληρα, αιώνες τώρα διάφορα άτομα ή κοινωνικές καταστάσεις ή άθεα καθεστώτα ή επιστημονικές θεωρίες διακηρύττουν ότι δεν υπάρχει Θεός. Μόλις όμως φεύγει από το προσκήνιο ο ανθρώπινος παράγοντας που ‘‘κρατά το ξύλο κάτω από το νερό’’ τότε ξανανεβαίνει στην επιφάνεια η πραγματική αίσθηση της υπάρξεως του Θεού.
Εύκολα λέμε ότι δεν υπάρχει Θεός. Εύκολα λέμε ότι ο Θεός είναι κατασκεύασμα των ευαίσθητων ή των αδικουμένων. Η σοβαρότητα όμως του θέματος αυτού δεν είναι στο αρνητικό μέρος της προτάσεως ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’, αλλά στην ιδιορρυθμία που έχει η στήριξη αυτής της προτάσεως. Η πρόταση αυτή μοιάζει σαν τον ουροβόρο όφι. Σαν το φίδι που τρώγει την ουρά του, διότι μόλις προσπαθήσει κανείς να στηρίξει το ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ αμέσως καταβροχθίζεται το ‘‘δεν’’ και μένει αναγκαστικά το ‘‘υπάρχει Θεός’’.
Αυτό γίνεται υποχρεωτικά, διότι από την στιγμή που λέμε ότι δεν υπάρχει κάτι σημαίνει ότι γνωρίζω τι είναι αυτό για το οποίο λέω ότι δεν υπάρχει, διότι αν δεν το γνωρίζω τότε πως μπορώ να αποφαίνομαι για κάτι που δεν το γνωρίζω αφού δεν υπάρχει; Αν π.χ. δεν ξέρω τι είναι οι μπανάνες πως μπορώ να ξέρω αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μπανάνες σ’ένα τόπο. Αν δεν ξέρω τι είναι το τηλέφωνο πώς μπορώ να ξέρω ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει; Άρα όταν λέγω ότι δεν υπάρχει Θεός σημαίνει ότι ξέρω τι είναι ο Θεός για να μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει. Αφού όμως ξέρω τι είναι Θεός σημαίνει ότι υπάρχει ο Θεός, διότι πώς μπορώ να λέγω ότι ξέρω αυτό που δεν υπάρχει. Και φυσικά την ύπαρξη του Θεού την ξέρω από τις εκδηλώσεις του Θεού προς τον άνθρωπο, όπως είναι η Γέννησή Του, η Ανάστασή Του και το πλήθος των άλλων εκδηλώσεων, τις οποίες δεν μπόρεσε ποτέ ο άνθρωπος να απορρίψει ως ψευδείς, αφού δεν είναι φανταστικές, αλλά ‘‘ιστορικές πραγματικότητες’’.
Επομένως με το να λέγει κάποιος ότι ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ σημαίνει μόνο ένα πράγμα` ότι δεν τον συμφέρει η παρουσία του Θεού στη ζωή του, γιατί υπάρχει η Ανάσταση, γιατί υπάρχει η κρίση, γιατί υπάρχει η αιώνια ζωή, την οποία η ζωή μας δεν την αντέχει αφού είναι αμαρτωλή. Μόνο ένα πράγμα συμφέρει το ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ για να κάνω στη ζωή μου ό,τι θέλω.
Όμως η πραγματικότητα είναι μία. Υπάρχει Δημιουργός του κόσμου έστω κι αν φαίνεται ότι δεν μιλά, ότι είναι αδύναμος. Έτσι φαινόταν κι επάνω στον Σταυρό, αλλά Αναστήθηκε, αλλά Ανελήφθη, αλλά και θα ξανάλθει ‘‘να κρίνει ζώντας και νεκρούς’’». [14]


Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού
«Αποδείξεις για την ύπαρξι του Θεού υπάρχουν πολλές, αναφέρει ο π. Στέφανος.
  • Όλος αυτός ο κόσμος, ο οποίος μας περιβάλλει είναι μία απόδειξις, και μία μαρτυρία ότι υπάρχει Θεός. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ.3,4).
Το κτίσμα δείχνει τον κτίστη, το πλοίο δείχνει τον ναυπηγό, το δημιούργημα δείχνει το δημιουργό. Τίποτε δεν υπάρχει από μόνο του. Από μόνος Του υπάρχει μόνο ο Θεός. Ο Απόστολος Παύλος μας βεβαιώνει τα εξής: ‘‘τα γαρ αόρατα αυτού (του Θεού) από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης’’ (Ρωμ.1,20). Που σημαίνει: Οι μη βλεπόμενες άπειρες τελειότητες του Θεού, βλέπονται καθαρά, αφ’ ότου εκτίσθη αυτός ο κόσμος που μας περιβάλλει, δια μέσου των δημιουργημάτων, τα οποία υπάρχουν στην κτίσι. Πώς τις βλέπουμε; Όχι μόνο με τα μάτια του σώματος αλλά και με τα μάτια της ψυχής μας. Και έτσι αποκαλύπτεται και φανερώνεται και βλέπεται πόσο μεγάλη είναι η δύναμις του Θεού, που δεν έχει αρχή και τέλος. Η παντοδυναμία του Θεού είναι αιώνια, γιατί είναι αιώνιος και ο Θεός.
Ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει: Κοίτα λοιπόν τα άστρα, άνθρωπε, κοίτα τον ήλιο, την σελήνη, σκέψου τον αέρα, τα σύννεφα, την βροχή, πρόσεξε τη γη, τα βουνά, τους κάμπους, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα φυτά, τις θάλασσες, τις λίμνες, τα νερά των ποταμών, το ατέλειωτο ζωικό βασίλειο. Συλλογίσου ακόμα πώς το καθένα κινείται, πώς ζει, πώς υπάρχει, τι προσφέρει στο σύνολο, τι προσφέρει στον άνθρωπο. Και τότε θα κυριευθής από έκστασι, από θαυμασμό, από φόβο για την τάξι και την αρμονία και για τον σοφό σκοπό που κρύβει μέσα του γενικά ολόκληρος ο κόσμος αλλά και κάθε δημιούργημα.
Είναι λοιπόν ή δεν είναι ο κόσμος στολίδι – κόσμημα του ζώντος Θεού; τον Οποίον η ψυχή αισθάνεται, γιατί Τον αναζητεί, γιατί η σκέψις της υπάρξεώς Του την ανησυχεί. Γιατί ελέγχεται, αν θέλετε, ηθικά, επειδή Τον πολεμεί. Το ότι πολεμείται ο Θεός και η Εκκλησία Του εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια και μέχρι των ημερών μας, αυτό και μόνον είναι απόδειξις ότι υπάρχει Θεός!
  • Υπάρχει κακόν και αδικία στον κόσμο; Βέβαια υπάρχει. Άλλο τίποτε από αδικία και από κακό δεν βλέπουμε. Η ύπαρξις αυτή της αδικίας δημιουργεί την ανάγκη υπάρξεως του Θεού. Γιατί; Για να αποδοθή δικαιοσύνη. Ως πότε θα επικρατή τέλος πάντων αυτή η αδικία; Είναι σωστό εγώ να τρώω κι εσύ να είσαι νηστικός; Να έχω εγώ να σκεπαστώ και να φορέσω ρούχα και συ να είσαι γυμνός; Το παιδί μου να πίνη γάλα και στον τρίτο κόσμο να πεθαίνουν από την πείνα; Είναι δίκαιον αυτό; Δεν πρέπει να αποδοθή κάποτε δικαιοσύνη; Ποιος όμως θα αποδώση δικαιοσύνη, εφ’ όσον δεν την δίνουν οι άνθρωποι; Θα την αποδώση λοιπόν ο Θεός.
  • Η ιστορία της ανθρωπότητος μας βεβαιώνει ότι όλες οι φυλές και τα έθνη, που υπήρξαν μέχρι σήμερα πάνω στη γη, είχαν πίστι στην ύπαρξι θεού. Ασχέτως του πώς τον έφτιαχναν με τα μυαλά τους, πίστευαν όμως ότι υπάρχει θεός. Άθρησκος λαός δεν υπήρξε κανένας, ούτε ένας, έστω κι αν είχαν περιπέσει στην πολυθεΐα και στην ειδωλολατρία.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο, μας είχαν δώσει για μελέτη ένα κείμενο από τον Πλούταρχο, που είναι αρχαίος συγγραφεύς και ιστορικός, και το οποίο αντέγραψα στη μετάφρασί του που είναι: ‘‘Όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθής, κι όλον τον κόσμο κι αν γυρίσης, μπορεί πιθανόν να βρης πόλεις και χωριά χωρίς τείχη, χωρίς σχολεία, χωρίς βασιλιάδες, χωρίς κατοίκους, χωρίς χρήματα, χωρίς θέατρα και γυμναστήρια. Τέτοιες πολιτείες μπορεί να βρης. Αλλά πόλιν άθεον, που να μην έχη ναούς και ιερά και όσια, που οι κάτοικοί της να μην προσεύχωνται και να μην επικαλούνται τον θεόν τους στα δικαστήρια με όρκους, που να μην κάνουν θυσίες και να ζητούν από τον θεόν ευλογίες, κανείς δεν βρήκε ούτε πρόκειται να βρη ποτέ’’, αυτό αποδεικνύει και φανερώνει ότι υπάρχει Θεός».[15]

Έκαστος είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του, τις αποφάσεις του, για τις πράξεις του. Είναι, ο κάθε ένας ξεχωριστά, υπεύθυνος για το στόχο που βάζει στη ζωή του. Εάν υπάρχει θέληση να γνωρίσει τον Θεό. Εάν θέλει να Τον πλησιάσει ή να απομακρυνθεί από Αυτόν. Εάν θέλει να Τον πιστέψει. «Αν είμαστε πτωχοί, αν είναι οι ψυχές μας μαύρες, εάν δεν έχωμεν Θεόν στην ζωή μας, αν δεν έχωμε αίσθησι Θεού, εάν δεν έχωμε αγαλλίασι, εάν σαν τα μυρμήγκια πατάμε επάνω στα χώματα κάθε ημέρα, εάν αντί για ωραιότατες φωτεινές κορυφές μπαίνωμε στις σπηλιές των παθών μας και των θελημάτων μας, στις τρύπες μας, που είναι χειρότερες και πιο ασφυκτικές από τις τρύπες των μυρμήγκων – που είναι παλάτια στην πραγματικότητα αυτές οι τρύπες για τους μύρμηγκας – γιατί; Διότι κάνομε το ίδιο παράπτωμα που έκανε ο Αδάμ: δεν θέλομε να ορώμεν Θεόν, αλλά ορώμεν εαυτούς». [16]
Υπάρχουν ατελείωτες αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, δεν υπάρχει ούτε μία, που να αποδεικνύει το αντίθετο! Υπάρχει όμως, μια σοβαρή δικαιολογία: η πνευματική τυφλότης! Όπως ο σωματικά τυφλός δεν μπορεί να θαυμάσει τον ήλιο, έτσι και ο πνευματικά τυφλός, δεν μπορεί να ατενίσει το Φως του κόσμου!!!


Παραπομπές
(1),(2),(3) «Το Σύμπαν και η Θεωρία της Εξέλιξης – Κατά τη σύγχρονη επιστήμη», Αρχιμ. ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΙΛΙΦΗ.
(4) «Απόστολος», Επισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ.
(5) «250 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
(6) «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», ΜΗΝΙΑΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ.
(7) «Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ.(ΕΚΔΟΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ)
(8) «ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
(9) «ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ», ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(10)Από τα «Αντιφωνήματα» του «Αντιφωνητή», 299/16-7-10
(11) ‘‘ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ’’, Ι. Μ. Παρακλήτου
(12) «ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ», ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(13) «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
(14) «ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗ ΓΑΛΙΛΑΙΑ»
(15) «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
(16) «ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Όπως σε κάθε εποχή, έτσι και σήμερα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, λογικά όντα, που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Η πίστη αυτή προσπαθεί να στηριχθεί στην επιστημονική παρατήρηση και στη λογική σκέψη. Στην ουσία όμως, καταλήγει σε παραλογισμό. Διότι η λογική επιτάσσει ότι κάθε δημιούργημα έχει τον δημιουργό του. Είναι λοιπόν, δυνατόν η γη, οι αστέρες, ο ήλιος, το σύμπαν να δημιουργήθηκε μόνο του;

Η δημιουργός τύχη
Η αθεΐα υποστηρίζει πως το σύμπαν, ο κόσμος, οι άνθρωποι είναι προϊόντα τύχης, συγκυριών! Πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος και ειδικότερα ο ανθρώπινος νους, που είναι προϊόν τυχαίας δημιουργίας, όπως λένε, να δημιουργεί, να εφευρίσκει και να κατασκευάζει δημιουργήματα που δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά που στηρίζονται στην νόηση και την παρατήρηση; Πράγματι ηχεί απίθανο, αφύσικο, παράλογο. Ο άνθρωπος, ό,τι δημιούργησε πάνω στη γη βασίστηκε και σε τυχαίες ανακαλύψεις αλλά και σε πειραματισμούς και εφευρήματα. Ποιος άραγε θα πίστευε ποτέ, πως η μηχανή ενός αυτοκινήτου έγινε τυχαία; Αν το πίστευε κάποιος, σίγουρα δεν θα είχε «σώας τας φρένας». «Εάν κάποιος έχει στη διάθεσή του όλα τα όργανα ενός ωρολογίου και τα ρίχνει τυχαίως μπροστά του για να λειτουργήσει το ωρολόγι αυτό, Η ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ να ΤΟ ΕΠΙΤΥΧΕΙ είναι ένα στο τρισεκατομμύριο και με την προϋπόθεση να το επαναλαμβάνει επί ένα τρισεκατομμύριο χρόνια με ταχύτητα 100 φορές στο δευτερόλεπτο. Πράγμα αδύνατο. Πώς λοιπόν μπορεί να λειτουργεί τυχαίως το (ωρολόγιο) σύμπαν;» και «Καμιά σύμπτωση δεν μπορεί να ερμηνεύσει την συνεχή και εύρυθμη λειτουργία των φυσικών νόμων του σύμπαντος» (ΜΑΞ ΠΛΑΝΚ). [1]


«Πάντα εν σοφία εποίησας»
Είναι δυνατόν ποτέ το τυχαίο να μπορεί να δημιουργεί; Είναι δυνατόν ποτέ το τυχαίο όχι απλώς να δημιουργεί, αλλά να δημιουργεί σχεδόν τέλεια κατασκευάσματα; Είναι δυνατόν κατά τύχη, να γίνει κάτι τέλειο, το οποίο μάλιστα να μπορεί να προσαρμόζεται συνεχώς στο πέρασμα των αιώνων, ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες; Πώς είναι δυνατόν, τυχαία από το ίδιο χώμα να φυτρώνουν φυτά με πολυποίκιλες ενδυμασίες, μορφές και μυρουδιές; Υπάρχουν πάνω από 3.000 είδη λουλουδιών. Θα μπορούσε ποτέ, να γίνει τυχαία ένα τέλειο εργοστάσιο; Ένα εργοστάσιο σαν τον ανθρώπινο οργανισμό; Ας σκεφτούμε μόνο ότι: « το στομάχι, που, ενώ τρώει κρέας και λυώνει τα κρέατα, με ειδική διεργασία που γίνεται πιο κάτω του, αυτό παραμένει άτρωτο. Είναι σα να βάζεις και καις ξύλα σε μια σόμπα ξύλινη και η σόμπα να μην καίγεται. Μυστήριο!» επίσης, «οι βιολόγοι-δερματολόγοι έχουν υπολογίσει ότι σε κάθε τετραγωνική ίντσα, δηλαδή 6,45 τετραγωνικά εκατοστά ανθρωπίνου δέρματος, υπάρχουν είκοσι φλέβες που μεταφέρουν αίμα, δεκατρία σημεία που αισθάνονται το κρύο, εβδομήντα οκτώ σημεία που αισθάνονται την θέρμανση, εκατόν εξήντα πέντε που αισθάνονται την πίεση, εξήντα πέντε τρίχες και μύες, εκατό αδένες που εκκρίνουν παχιές ουσίες, εξακόσιοι πενήντα αδένες ιδρώτος, είκοσι οκτώ νεύρα, χίλια τριακόσια άκρα νεύρων που αισθάνονται τον πόνο, και δέκα εννέα χιλιάδες πεντακόσια αισθητικά κύτταρα στα άκρα των νεύρων». [2]
Τα δυο αυτά παραδείγματα, διαψεύδουν την τυχαία δημιουργία. Απεναντίας, είναι δοξολογική αφορμή, όπως του Ψαλμωδού: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε` πάντα εν σοφία εποίησας…» (Ψαλμ.103,24), «τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια…» (Ψαλμ.76,14-15). Πράγματι όσο ερευνά κανείς εις βάθος τον ανθρώπινο οργανισμό και τη φύση, τόσο τείνει να θαυμάσει μαζί με τον προφητάνακτα Δαυίδ, τα μεγαλεία του Θεού. Ένα ακόμη μικρό παράδειγμα από το μεγάλο σχολείο της φύσης: «Ποιος δίδαξε τον αρουραίο να συγκεντρώνει τους κόκκους του σιταριού στην υπόγεια φωλιά του, για να έχει να φάει σε περίοδο ανέχειας, και μάλιστα, το πιο καταπληκτικό, οι κόκκοι που φυλάει, να είναι όλοι δαγκωμένοι στο άκρο, εκεί ακριβώς που είναι το φύτρο του κόκκου, ώστε να μη φυτρώνει στη γη;». [3] Σίγουρα όχι η «τύχη».

Γλάροι στο Άγιον Όρος

Ο μακαριστός γέρων Αυγουστίνος, επίσκοπος Φλωρίνης, θαυμάζει τον όμορφο κόσμο μας, τους κάμπους, τα βουνά, τους ποταμούς, τις λίμνες και τις θάλασσες. Θαυμάζει τα ψάρια, τα πουλιά, τα ζώα. Τα χιλιάδες είδη ψαριών, πουλιών και ζώων! «Ω, πόσα είδη από το σπουργίτι μέχρι τον αετό! Τα διάφορα είδη των πουλιών διακρίνονται μεταξύ τους από τη φωνή, το χρώμα, το ράμφος, το πέταγμα, το μέρος που χτίζουν τις φωλιές τους, τις συνήθειές τους, τη διάρκεια της ζωής και άλλα… Όλα δε είνε κατασκευασμένα με τέτοια τελειότητα, που τα θαυμάζουν και οι μεγάλοι επιστήμονες. Το καθένα είνε και ένα εργοστάσιο, που εργάζεται με ακρίβεια θαυμαστή. Τι είνε π.χ. ένα αηδόνι, που το περιμένουμε να κελαηδήση την άνοιξι; Αν το ζυγίσουμε, δεν θα είνε παραπάνω από 30 γραμμάρια. Και όμως η ελάχιστη αυτή ποσότητα ύλης είνε μια μικρή μηχανή, μηχανή όχι νεκρή, αλλά ζωντανή, μηχανή με όλα, όσα χρειάζονται για να κινήται και να εργάζεται. Έχει επίσης στο λάρυγγά του κάτι λεπτές χορδές, που όταν τις παίζη σε μαγεύει. Είνε σαν ν’ ακούς μια κιθάρα. Τι λέω! Σαν να παίζη μια ορχήστρα από διάφορα όργανα. Κανένας μουσικός δεν φθάνει τη μουσική του. και ερωτώ: είνε δυνατόν αυτά, που βλέπουμε εδώ στη γη, να είνε τυχαία; Ποιος έκανε την ύλη; Ποιος τη ζύμωσε για να πάρη διάφορα σχήματα; Ποιος έκρυψε μέσα στην ύλη διάφορες ιδιότητες και δυνάμεις; Ποιος σε ένα μόριο ύλης έκλεισε μια τεράστια τέτοια δύναμι, που αν απελευθερωθή μπορεί να κινήση χιλιάδες βαγόνια και καράβια; Ποιος δίδαξε μουσική στο αηδόνι; Ποιος δίδαξε στη μέλισσα να χτίζη τις κερήθρες της με τέτοια σοφία, σαν να είνε επιστήμων μηχανικός και αρχιτέκτων; Ποιος δίδαξε το μυρμήγκι να κάνη τις υπόγειες κατοικίες και να εργάζεται σαν μια ωργανωμένη κοινωνία; Ποιος;… Μια είνε η λογική απάντησι: Ο ΘΕΟΣ!

Ναι, δημιούργημα του Θεού είνε η γη και όσα υπάρχουν και ζουν πάνω σ’ αυτήν. Αλλ’ η γη είναι το μόνο δημιούργημα του Θεού; Όχι. Η γη, ο τεράστιος αυτός πλανήτης, που τον ζυγίζουν οι αστρονόμοι και βρίσκουν, ότι είνε δισεκατομμύρια τόννοι, και αυτή η γη, αν τη συγκρίνουμε με τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια των άλλων άστρων, θα βρούμε, ότι είνε ένα κουκί άμμου, μια σταγόνα θαλάσσης. Και πάλι ρωτάμε: ποιος δημιούργησε τα αναρίθμητα αυτά αστέρια; Ποιος έδωσε σ’ αυτά την πρώτη κίνησι; Ποιος ρύθμισε τα δρομολόγιά τους, ώστε να κινούνται μέσα στον απέραντο κόσμο και να μη συγκρούωνται μεταξύ τους; Ποιος έδωσε το φως στον ήλιο; Ποιος κανόνισε την απόστασι της γης από τον ήλιο να είνε τόση, ώστε η γη ούτε κάρβουνο να γίνεται από την πολλή ζέστη ούτε να παγώνη ολόκληρη από το πολύ κρύο; Ποιος ώρισε τα δρομολόγια όλων των άστρων; Ποιος;… Και πάλι μία είνε η λογική απάντησι: Ο ΘΕΟΣ!...». [4]

O Κυβερνήτης του σύμπαντος
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταθέτει τη δική του μελιστάλαχτη σοφία: «Δεν βλέπεις, λέει, πως αυτό το σώμα, όταν απομακρυνθεί η ψυχή από αυτό, αμέσως καταρρέει και μαραίνεται και χάνεται, και επανέρχεται κάθε ένα από τα στοιχεία του εις το είδος του; Το ίδιον θα συνέβαινε και επί του κόσμου, εάν τον άφηνεν έρημον η δύναμις της Προνοίας του Θεού, η οποία Πρόνοια διαπαντός κυβερνά τον κόσμον. Διότι εάν ένα πλοίον χωρίς Κυβερνήτην δεν ημπορεί να υπάρξει, αλλά καταποντίζεται εύκολα, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ο κόσμος επί τόσον χρόνον χωρίς κάποιος να τον κυβερνά; Και δια να μη ειπώ περισσότερα, να θεωρήσεις ότι ο κόσμος είναι ένα πλοίον, ότι ως βάσιν (καρίναν), έχει την γην, ως ιστίον τον ουρανόν, ως επιβάτας τους ανθρώπους, ως πέλαγος την άβυσσον που είναι κάτω. Πώς λοιπόν επί τόσον χρονικόν διάστημα δεν έγινε κάποιο ναυάγιον; Άφησε ένα πλοίον μίαν μόνον ημέραν χωρίς κυβερνήτην και ναύτας και θα το ιδείς να καταποντίζεται αμέσως` ο κόσμος όμως τίποτε τέτοιο δεν έπαθε, αν και υπάρχει περισσότερον από πέντε χιλιάδες χρόνια. Και διατί λέγω πλοίον; Κάποιος έστησε μικράν καλύβην εις τα αμπέλια και όταν εμάζευσε τον καρπόν, την άφησε έρημον, και δεν διατηρείται περισσότερον από δύο ημέρας, αλλά διαλύεται και πέφτει αμέσως. Έπειτα, ενώ η καλύβα δεν είναι δυνατόν να σταθεί εις την θέσιν της χωρίς εκείνον που φροντίζει δι’ αυτήν, δημιούργημα δε τόσον μεγάλο, τόσον καλόν, τόσον θαυμαστόν, και νόμοι νυκτός και ημέρας και εναλλαγαί ωρών, και δρόμος της φύσεως ποικίλος και διάφορος εις την θάλασσαν και εις τον αέρα και εις τον ουρανόν, και εις φυτά και εις τα ζώα, που κολυμβούν, που έρπουν, και το σπουδαιότερο όλων αυτών, το γένος των ανθρώπων, πως είναι δυνατόν πες μου, να παραμείνουν επί τόσον μεγάλο χρόνον αδιάπτωτα, χωρίς κάποιος να φροντίζει δι’ αυτά;» [5]

Η γνώση οδηγεί στο Θεό
Η γνώση προκαλεί το θαυμασμό του ανθρώπου. Το λογικό αυτό ον, έχει έμφυτη ροπή στη γνώση, στη μάθηση. Επιζητεί αδιάλειπτα κάτι το πνευματικά ανώτερο. Αυτός είναι και ο λόγος, που ο κάτοχος μιας επιστήμης (μεγάλου μέρους της, διότι στην παρούσα ζωή δεν υπάρχει τελείωση), γεννά στον περίγυρό του, αισθήματα θαυμασμού προς το πρόσωπό του. Μάλιστα, αν κάποιος είναι γνώστης πολλών επιστημών καθώς και κατασκευαστής πολλών και μεγάλων εφευρέσεων, τότε, ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του είναι ακόμη μεγαλύτερος. Θεωρείται σοφός, μεγαλοφυΐα. Κάτι που βεβαίως, είναι και λογικό και φυσικό. Όλα αυτά όμως, διακηρύσσουν κάτι λογικότερο και φυσικότερο: την πανσοφία και παντοδυναμία του Θεού. Διότι, όπως παραδεχτήκαμε, κάθε οικοδόμημα έχει τον κατασκευαστή του και είναι άφρων όποιος δεν το παραδέχεται. Έτσι και το αχανές σύμπαν έχει το δικό του κατασκευαστή. Επομένως, από τη στιγμή που είναι άξιος θαυμασμού ο δημιουργός ενός πίνακα ζωγραφικής, ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ενός διαστημόπλοιου, πώς να μη μένουν έκπληκτοι και άφωνοι οι άνθρωποι, μπροστά στο Μεγάλο Δημιουργό των πάντων; Δημιουργού ακόμα και αυτής της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι και αυτή δημιουργός μικρότερης κλίμακας, χάρη στον Θεό.


Την αλήθεια αυτή μαρτυρεί ακόμα κι ένα μικρό αγριολούλουδο, προς ταπείνωση των ανθρώπινων υπάρξεων που την αρνούνται. Τη μαρτυρεί το λιτό και συνάμα πανέμορφο φόρεμά του, και την προδίδει το πανάκριβο άρωμά του. Μαρτυρεί τον Πάνσοφο και Παντοδύναμο Δημιουργό του. Κραυγάζει σιωπηλά: «Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου».
Συμπερασματικά, θα λέγαμε, ότι η γνώση οδηγεί στον Θεό ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να οδηγεί στον Θεό.



Η κοσμική γνώση οδηγεί στην απιστία

Η γνώση βέβαια, όταν δεν συνοδεύεται από ευλάβεια και ταπείνωση, φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. Καταντά στεγνή, κοσμική γνώση, η κατά κόσμον σοφία, που συνήθως, οδηγεί στην απιστία. Το γιατί εξηγεί ο Θεολόγος Νικόλαος Σωτηρόπουλος: «Η κοσμική σοφία συνήθως φουσκώνει τα μυαλά, κάνει τον άνθρωπο υπερήφανο. Ο δε υπερήφανος νομίζει, ότι καταλαβαίνει καλλίτερα από τους άλλους, περιφρονεί τη γνώμη των άλλων, και μάλιστα αγανακτεί, αν οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν και δεν τον παραδέχωνται. Τόση πεποίθησι έχει ο υπερήφανος στη λογική του, ώστε, όσα δεν καταλαβαίνει, τα απορρίπτει ως παράλογα! Όλων των πραγμάτων μέτρο η λογική του! Οι ουράνιες αλήθειες, επειδή δεν χωρούν στο μυαλό του, απορρίπτονται. Έτσι η υπερηφάνεια σκοτώνει την πίστι.» [6] Η πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του, η απόλυτη εμπιστοσύνη στη λογική του οδηγεί σε τέτοια εσφαλμένα συμπεράσματα. Διότι «εμείς, πράγματι όντας φυσικά διεφθαρμένοι από την φύσι μας, από τον καιρό της παραβάσεως του Αδάμ, έχουμε σε μεγάλη υπόληψι τον εαυτό μας, η οποία φύσις, αν και δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μόνον ένα ψέμα, εμείς όμως, νομίζουμε, με μια απατηλή εντύπωσι, ότι είμαστε κάποιοι» [7], και φυσικά «το να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι, αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια (οίησις), η οποία είναι ένα πάθος…τόσο λεπτό και κρυφό… σε τρόπο που, για την πολλή λεπτότητά του, ούτε το αισθάνονται καθόλου εκείνοι, που το έχουν` όσο όμως είναι λεπτό και κρυφό, τόσο είναι και μεγάλο κακό. Γιατί την πρώτη εκείνη πόρτα του νου, από την οποία πρόκειται να μπη η χάρις του Θεού και να κατοικήση στον άνθρωπο, αυτό το καταραμένο πάθος στέκεται και την κλείνει και δεν αφήνει την χάρι να μπη, η οποία δίκαια αναχωρεί, γιατί πώς μπορεί να έλθη η χάρις να φωτίση ή να βοηθήση τον άνθρωπο εκείνον, που νομίζει πως είναι κάτι μεγάλο; Πώς είναι σοφός; Και πως δεν έχει ανάγκη από άλλη βοήθεια;». [7] Γι’ αυτό ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συμβουλεύει να μην εμπιστεύεται (ο άνθρωπος) τον εαυτό του.
Το ίδιο, με άλλα λόγια, λέει και ο π. Αιμιλιανός,: «… επειδή εμείς οι άνθρωποι συνήθως είμαστε εγωϊσταί, έχομε αλαζονεία, τότε αυτή η αλαζονεία, που υπάρχει στο βάθος της ψυχής μας, προβάλλει σ’ εμάς το είδωλο του εαυτού μας και καθιστά την γνώσι μας περί Θεού άπτερον, να μην μπορεί να πετάη εις τον ουρανό, τμηματική, αποσπασματική και βουτηγμένη μέσα στα πάθη μας και εις τας μερίμνας μας.». [8]

Επιστήμη και Θεός
Μεγάλοι επιστήμονες στο διάβα των αιώνων, όσο βαθύτερα ερευνούσαν τα «μυστικά» του κόσμου μας, τόσο περισσότερο θαύμαζαν τον Θεό. Υπήρχαν όμως, αλλά και υπάρχουν, επιστήμονες που κατέληξαν να απορρίψουν την Ύπαρξη του Θεού, μη δεχόμενοι γεγονότα και αποδείξεις που δεν μπορούσε να εξηγήσει η Επιστήμη, στηριζόμενοι υπέρ του δέοντος σ’ αυτήν, έχοντάς την ως άλλοθι, αλλά και θεοποιώντας την. «Οι σημερινοί σοφοί, έγραψε ο Φώτιος Κόντογλου, πολεμούνε τον Θεό και την πίστη στ’ όνομα της υπέρτατης θεάς Επιστήμης, δηλαδή στ’ όνομα του μυαλού τους, που είναι γι’ αυτούς ο Θεός. Θρησκεία, σήμερα, είναι τα μαθηματικά, η χημεία, η βιολογία, η φυσική, η μηχανική». [9]
Έτσι, κατέληξαν σε λανθασμένα, έως γελοία και παράλογα συμπεράσματα, αφού δεν έλαβαν υπ’ όψιν την διαρκή αυτοαναίρεσή της. Συνεχώς και καθώς εξελίσσεται η τεχνολογία και ανακαλύπτονται νέες μέθοδοι και διαδικασίες ερευνών, αναιρούνται τα διάφορα συμπεράσματα και θεωρίες. Για παράδειγμα και «με βάση πρόσφατες ανακαλύψεις στη Γκαμπόν, οι πολυκύτταροι οργανισμοί εμφανίστηκαν πριν 2,1 δισ. χρόνια, κι όχι πριν 600 εκ. χρόνια.» [10]. Εύλογα αναφύεται το ερώτημα: «…τι σόϊ Επιστήμη είναι αυτή με αυτοδιαψεύσεις τέτοιας έκτασης;» [10]
Όταν ρώτησαν το σοφό γέροντα π. Ευστράτιο Γκολοβάνσκι από το Κίεβο, πού στηρίζεται η αθεΐα, απάντησε: «Πουθενά. Καμιά ανθρώπινη επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει την ανυπαρξία του Θεού, αφού η θεία ουσία είναι απόλυτα υπερβατική, απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις και ακατάληπτη από την ανθρώπινη διάνοια. Η θεία ενέργεια, ωστόσο, είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία, και γίνεται αντιληπτή από τις ψυχικές αισθήσεις των καλοπροαίρετων ανθρώπων. Η φυσική κτίση εξαγγέλλει την ύπαρξη, τη σοφία και τη δόξα του Θεού, όπως ψάλλει ο Δαβίδ: ‘‘Οι ουρανοί διηγούνται τα μεγαλεία του Θεού και το στερέωμα μας λέει πως είναι των χεριών Του έργο’’(Ψαλμ. 18:1)».[11] Και όπως, σοφά συμπληρώνει ο Φ.Κόντογλου, «Η πίστη είναι δώρο Θεού, και δίνεται σ’ όποιον έχει ταπείνωση και καθαρή ψυχή. Η πίστη δεν έρχεται με συλλογισμούς. Με συλλογισμούς μπορεί να παραδεχτεί ο άνθρωπος εκείνο που είναι πιστευτό, όχι όμως εκείνο που είναι απίστευτο κι απαράδεχτο από τη λογική του, δηλαδή από τις αισθήσεις του». [12]


Αμαρτία και Θεός δεν συμβιβάζονται
Η αμαρτία και τα πονηρά πάθη έχουν σκοτίσει τον νου και την καρδιά του ανθρώπου. Ζούμε σ’έναν διαρκή κυκεώνα, σε μια σύγχρονη βαβελική εποχή στην οποία μας φαίνεται το πικρό σαν γλυκό, το κακό σαν καλώς γενόμενο και το μαύρο σαν άσπρο. Έτσι φαίνεται και η πικρή αμαρτία, σαν κάτι το γλυκύ. «Ουαί οι λέγοντες το πονηρόν καλόν και το καλόν πονηρόν, οι τιθέντες το σκότος φως και το φως σκότος, οι τιθέντες το πικρόν γλυκύ και το γλυκύ πικρόν» (Ησαΐας 5, 18-23). Η σκοτοδίνη της αμαρτίας ζάλισε την ανθρώπινη ύπαρξη, φώλιασε στην καρδιά του και συμβιβάστηκε μαζί της. Τα «Ου» του θείου Δεκαλόγου που τριβελίζουν τ’ αυτιά, ακούγονται εφιαλτικά, πλήττοντας την συνείδηση, και με τη συνεργία του εγωϊσμού, την καθιστούν αναίσθητη! Οι αμφιβολίες που σπέρνει ο πονηρός, δια μέσω των υπηρετών του, αρχίζουν να διαφαίνονται σωστές, βολικές. Ταιριάζουν καλύτερα σε μια άσωτη ζωή. Τελικά πιθανόν, δεν υπάρχει Θεός, όπως δήλωσαν και κάποιοι επιστήμονες στην Αγγλία. Είναι δυνατόν να ζήσει έκαστος όπως θέλει τη ζωή του, χωρίς διλλήματα, χωρίς αγώνα εναντίον της αμαρτίας, εναντίον του ίδιου του τού εαυτού, με άλλα λόγια «…αυτό που λένε μερικοί ότι δεν υπάρχει Θεός, το λένε γιατί δεν θέλουν να υπάρχη Θεός, Θεός ο Οποίος θα ελέγχη τις πράξεις τους, Θεός ο Οποίος θα επεμβαίνει στη ζωή τους».[13]
Όμως, «το να προσπαθεί κανείς να κρύψει μέσα στο νερό ένα ξύλο και να πει ότι δεν υπάρχει, είναι μάταιος κόπος. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε τι που ενώ υπάρχει, εμείς προσπαθούμε να το κρύψουμε ή να αποδείξουμε ότι δεν υπάρχει.
Βέβαια το να λες ότι κάτι δεν υπάρχει επειδή έτσι σε βολεύει ή γιατί έτσι σου αρέσει ή γιατί το αντιπαθείς δεν είναι μόνο αναξιοπρεπές, αλλά είναι και στοιχείο υψίστης κακίας. Είναι μια διαβολή και ως εκ τούτου μας κάνει μιμητές τού διαβόλου ο οποίος διαρκώς το μόνο που γνωρίζει και που μπορεί να κάνει είναι να διαστρέφει τις πραγματικότητες. Φυσικά είναι εύκολο να πεις ότι δεν υπάρχει κάτι, αλλά η φύση των αντικειμένων, που πραγματικά υπάρχουν, κάποια στιγμή μας διαψεύδει, γιατί αποκαλύπτονται.
Μέσα βέβαια σ’όλη αυτή την προσπάθεια που κάνουμε για να πούμε το τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει πολλές φορές εντάσσουμε και την άποψή μας ότι ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’. Χρόνια ολόκληρα, αιώνες τώρα διάφορα άτομα ή κοινωνικές καταστάσεις ή άθεα καθεστώτα ή επιστημονικές θεωρίες διακηρύττουν ότι δεν υπάρχει Θεός. Μόλις όμως φεύγει από το προσκήνιο ο ανθρώπινος παράγοντας που ‘‘κρατά το ξύλο κάτω από το νερό’’ τότε ξανανεβαίνει στην επιφάνεια η πραγματική αίσθηση της υπάρξεως του Θεού.
Εύκολα λέμε ότι δεν υπάρχει Θεός. Εύκολα λέμε ότι ο Θεός είναι κατασκεύασμα των ευαίσθητων ή των αδικουμένων. Η σοβαρότητα όμως του θέματος αυτού δεν είναι στο αρνητικό μέρος της προτάσεως ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’, αλλά στην ιδιορρυθμία που έχει η στήριξη αυτής της προτάσεως. Η πρόταση αυτή μοιάζει σαν τον ουροβόρο όφι. Σαν το φίδι που τρώγει την ουρά του, διότι μόλις προσπαθήσει κανείς να στηρίξει το ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ αμέσως καταβροχθίζεται το ‘‘δεν’’ και μένει αναγκαστικά το ‘‘υπάρχει Θεός’’.
Αυτό γίνεται υποχρεωτικά, διότι από την στιγμή που λέμε ότι δεν υπάρχει κάτι σημαίνει ότι γνωρίζω τι είναι αυτό για το οποίο λέω ότι δεν υπάρχει, διότι αν δεν το γνωρίζω τότε πως μπορώ να αποφαίνομαι για κάτι που δεν το γνωρίζω αφού δεν υπάρχει; Αν π.χ. δεν ξέρω τι είναι οι μπανάνες πως μπορώ να ξέρω αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μπανάνες σ’ένα τόπο. Αν δεν ξέρω τι είναι το τηλέφωνο πώς μπορώ να ξέρω ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει; Άρα όταν λέγω ότι δεν υπάρχει Θεός σημαίνει ότι ξέρω τι είναι ο Θεός για να μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει. Αφού όμως ξέρω τι είναι Θεός σημαίνει ότι υπάρχει ο Θεός, διότι πώς μπορώ να λέγω ότι ξέρω αυτό που δεν υπάρχει. Και φυσικά την ύπαρξη του Θεού την ξέρω από τις εκδηλώσεις του Θεού προς τον άνθρωπο, όπως είναι η Γέννησή Του, η Ανάστασή Του και το πλήθος των άλλων εκδηλώσεων, τις οποίες δεν μπόρεσε ποτέ ο άνθρωπος να απορρίψει ως ψευδείς, αφού δεν είναι φανταστικές, αλλά ‘‘ιστορικές πραγματικότητες’’.
Επομένως με το να λέγει κάποιος ότι ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ σημαίνει μόνο ένα πράγμα` ότι δεν τον συμφέρει η παρουσία του Θεού στη ζωή του, γιατί υπάρχει η Ανάσταση, γιατί υπάρχει η κρίση, γιατί υπάρχει η αιώνια ζωή, την οποία η ζωή μας δεν την αντέχει αφού είναι αμαρτωλή. Μόνο ένα πράγμα συμφέρει το ‘‘δεν υπάρχει Θεός’’ για να κάνω στη ζωή μου ό,τι θέλω.
Όμως η πραγματικότητα είναι μία. Υπάρχει Δημιουργός του κόσμου έστω κι αν φαίνεται ότι δεν μιλά, ότι είναι αδύναμος. Έτσι φαινόταν κι επάνω στον Σταυρό, αλλά Αναστήθηκε, αλλά Ανελήφθη, αλλά και θα ξανάλθει ‘‘να κρίνει ζώντας και νεκρούς’’». [14]


Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού
«Αποδείξεις για την ύπαρξι του Θεού υπάρχουν πολλές, αναφέρει ο π. Στέφανος.
  • Όλος αυτός ο κόσμος, ο οποίος μας περιβάλλει είναι μία απόδειξις, και μία μαρτυρία ότι υπάρχει Θεός. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ.3,4).
Το κτίσμα δείχνει τον κτίστη, το πλοίο δείχνει τον ναυπηγό, το δημιούργημα δείχνει το δημιουργό. Τίποτε δεν υπάρχει από μόνο του. Από μόνος Του υπάρχει μόνο ο Θεός. Ο Απόστολος Παύλος μας βεβαιώνει τα εξής: ‘‘τα γαρ αόρατα αυτού (του Θεού) από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης’’ (Ρωμ.1,20). Που σημαίνει: Οι μη βλεπόμενες άπειρες τελειότητες του Θεού, βλέπονται καθαρά, αφ’ ότου εκτίσθη αυτός ο κόσμος που μας περιβάλλει, δια μέσου των δημιουργημάτων, τα οποία υπάρχουν στην κτίσι. Πώς τις βλέπουμε; Όχι μόνο με τα μάτια του σώματος αλλά και με τα μάτια της ψυχής μας. Και έτσι αποκαλύπτεται και φανερώνεται και βλέπεται πόσο μεγάλη είναι η δύναμις του Θεού, που δεν έχει αρχή και τέλος. Η παντοδυναμία του Θεού είναι αιώνια, γιατί είναι αιώνιος και ο Θεός.
Ο Μέγας Βασίλειος μας λέγει: Κοίτα λοιπόν τα άστρα, άνθρωπε, κοίτα τον ήλιο, την σελήνη, σκέψου τον αέρα, τα σύννεφα, την βροχή, πρόσεξε τη γη, τα βουνά, τους κάμπους, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα φυτά, τις θάλασσες, τις λίμνες, τα νερά των ποταμών, το ατέλειωτο ζωικό βασίλειο. Συλλογίσου ακόμα πώς το καθένα κινείται, πώς ζει, πώς υπάρχει, τι προσφέρει στο σύνολο, τι προσφέρει στον άνθρωπο. Και τότε θα κυριευθής από έκστασι, από θαυμασμό, από φόβο για την τάξι και την αρμονία και για τον σοφό σκοπό που κρύβει μέσα του γενικά ολόκληρος ο κόσμος αλλά και κάθε δημιούργημα.
Είναι λοιπόν ή δεν είναι ο κόσμος στολίδι – κόσμημα του ζώντος Θεού; τον Οποίον η ψυχή αισθάνεται, γιατί Τον αναζητεί, γιατί η σκέψις της υπάρξεώς Του την ανησυχεί. Γιατί ελέγχεται, αν θέλετε, ηθικά, επειδή Τον πολεμεί. Το ότι πολεμείται ο Θεός και η Εκκλησία Του εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια και μέχρι των ημερών μας, αυτό και μόνον είναι απόδειξις ότι υπάρχει Θεός!
  • Υπάρχει κακόν και αδικία στον κόσμο; Βέβαια υπάρχει. Άλλο τίποτε από αδικία και από κακό δεν βλέπουμε. Η ύπαρξις αυτή της αδικίας δημιουργεί την ανάγκη υπάρξεως του Θεού. Γιατί; Για να αποδοθή δικαιοσύνη. Ως πότε θα επικρατή τέλος πάντων αυτή η αδικία; Είναι σωστό εγώ να τρώω κι εσύ να είσαι νηστικός; Να έχω εγώ να σκεπαστώ και να φορέσω ρούχα και συ να είσαι γυμνός; Το παιδί μου να πίνη γάλα και στον τρίτο κόσμο να πεθαίνουν από την πείνα; Είναι δίκαιον αυτό; Δεν πρέπει να αποδοθή κάποτε δικαιοσύνη; Ποιος όμως θα αποδώση δικαιοσύνη, εφ’ όσον δεν την δίνουν οι άνθρωποι; Θα την αποδώση λοιπόν ο Θεός.
  • Η ιστορία της ανθρωπότητος μας βεβαιώνει ότι όλες οι φυλές και τα έθνη, που υπήρξαν μέχρι σήμερα πάνω στη γη, είχαν πίστι στην ύπαρξι θεού. Ασχέτως του πώς τον έφτιαχναν με τα μυαλά τους, πίστευαν όμως ότι υπάρχει θεός. Άθρησκος λαός δεν υπήρξε κανένας, ούτε ένας, έστω κι αν είχαν περιπέσει στην πολυθεΐα και στην ειδωλολατρία.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο, μας είχαν δώσει για μελέτη ένα κείμενο από τον Πλούταρχο, που είναι αρχαίος συγγραφεύς και ιστορικός, και το οποίο αντέγραψα στη μετάφρασί του που είναι: ‘‘Όπου κι αν πας, όπου κι αν σταθής, κι όλον τον κόσμο κι αν γυρίσης, μπορεί πιθανόν να βρης πόλεις και χωριά χωρίς τείχη, χωρίς σχολεία, χωρίς βασιλιάδες, χωρίς κατοίκους, χωρίς χρήματα, χωρίς θέατρα και γυμναστήρια. Τέτοιες πολιτείες μπορεί να βρης. Αλλά πόλιν άθεον, που να μην έχη ναούς και ιερά και όσια, που οι κάτοικοί της να μην προσεύχωνται και να μην επικαλούνται τον θεόν τους στα δικαστήρια με όρκους, που να μην κάνουν θυσίες και να ζητούν από τον θεόν ευλογίες, κανείς δεν βρήκε ούτε πρόκειται να βρη ποτέ’’, αυτό αποδεικνύει και φανερώνει ότι υπάρχει Θεός».[15]

Έκαστος είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του, τις αποφάσεις του, για τις πράξεις του. Είναι, ο κάθε ένας ξεχωριστά, υπεύθυνος για το στόχο που βάζει στη ζωή του. Εάν υπάρχει θέληση να γνωρίσει τον Θεό. Εάν θέλει να Τον πλησιάσει ή να απομακρυνθεί από Αυτόν. Εάν θέλει να Τον πιστέψει. «Αν είμαστε πτωχοί, αν είναι οι ψυχές μας μαύρες, εάν δεν έχωμεν Θεόν στην ζωή μας, αν δεν έχωμε αίσθησι Θεού, εάν δεν έχωμε αγαλλίασι, εάν σαν τα μυρμήγκια πατάμε επάνω στα χώματα κάθε ημέρα, εάν αντί για ωραιότατες φωτεινές κορυφές μπαίνωμε στις σπηλιές των παθών μας και των θελημάτων μας, στις τρύπες μας, που είναι χειρότερες και πιο ασφυκτικές από τις τρύπες των μυρμήγκων – που είναι παλάτια στην πραγματικότητα αυτές οι τρύπες για τους μύρμηγκας – γιατί; Διότι κάνομε το ίδιο παράπτωμα που έκανε ο Αδάμ: δεν θέλομε να ορώμεν Θεόν, αλλά ορώμεν εαυτούς». [16]
Υπάρχουν ατελείωτες αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, δεν υπάρχει ούτε μία, που να αποδεικνύει το αντίθετο! Υπάρχει όμως, μια σοβαρή δικαιολογία: η πνευματική τυφλότης! Όπως ο σωματικά τυφλός δεν μπορεί να θαυμάσει τον ήλιο, έτσι και ο πνευματικά τυφλός, δεν μπορεί να ατενίσει το Φως του κόσμου!!!


Παραπομπές
(1),(2),(3) «Το Σύμπαν και η Θεωρία της Εξέλιξης – Κατά τη σύγχρονη επιστήμη», Αρχιμ. ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κ. ΚΙΛΙΦΗ.
(4) «Απόστολος», Επισκόπου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ.
(5) «250 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
(6) «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», ΜΗΝΙΑΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ.
(7) «Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ.(ΕΚΔΟΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ)
(8) «ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ
(9) «ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ», ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(10)Από τα «Αντιφωνήματα» του «Αντιφωνητή», 299/16-7-10
(11) ‘‘ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ’’, Ι. Μ. Παρακλήτου
(12) «ΑΣΑΛΕΥΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ», ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
(13) «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
(14) «ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗ ΓΑΛΙΛΑΙΑ»
(15) «ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ», ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
(16) «ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ» ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά