Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2012

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, Ο Αθηναγόρειος θρύλος. 40 χρόνια μετά την κοίμηση μιάς αξιοθρήνητης προσωπικότητος.




Ο Αθηναγόρειος θρύλος.
40 χρόνια μετά την κοίμηση μιάς αξιοθρήνητης προσωπικότητος.
Υπό αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.
Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς.
Συμπληρώνονται φέτος 40 χρόνια από την κοίμηση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Αθηναγόρου και το γεγονός αυτό έδωσε την αφορμή, να διατυπωθούν και να γραφούν και πάλι πολλά εγκωμιαστικά σχόλια σχετικά με το πρόσωπο και την  πατριαρχεία του, από διάφορα πρόσωπα, κυρίως προερχόμενα από τον χώρο του Οικουμενισμού. Και τούτο βέβαια ήταν φυσικό και επόμενο, αφού ο εκλιπών Πατριάρχης υπήρξε κατά κοινήν ομολογίαν ως το πρόσωπο εκείνο, που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση μέσα στα σπλάγχνα της Ορθοδοξίας. Ιδιαιτέρως υπογραμμίστηκε από τους υμνητές του η υπ’ αυτού προβολή της Ορθοδοξίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε παγκόσμια κλίμακα, οι διπλωματικές του ικανότητες, η παγκόσμια πολιτική και κοινωνική του καταξίωση, η διεθνής ακτινοβολία και αναγνώρισή του και άλλα παρόμοια. Ήδη αμέσως μετά την κοίμησή του το επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία» έγραφε: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, θα γραφή εις τας δέλτους της ιστορίας ως Μέγας…μετά την αιφνιδίως και πανταχόθεν εκ πάντων των σημείων της Οικουμένης διασαλπισθείσαν και ως φωνήν υδάτων πολλών και πλήθος βροντών εκσπάσασαν περί αυτού συνείδησιν και μαρτυρίαν, ήτις κυριολεκτικώς κατεβρόντησεν και αυτούς τους καλή ή κακή τη πίστει επικριτάς του».[i] 

Ο τότε Πάπας της Ρώμης Παύλος ο ΣΤ΄, επιστήθιος και αγαπητός φίλος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, εχαρακτήρισε αυτόν ως «μέγαν άνδρα  μιάς εκκλησίας σεβασμίας, αλλ’ όχι ακόμη τελείως ηνωμένης μετά της Καθολικής Εκκλησίας ημών. Τον συνιστώμεν, διότι υπήρξε σταθερός οπαδός και απόστολος της επανενώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά της Εκκλησίας της Ρώμης, καθώς και μετά των άλλων Εκκλησιών και χριστιανικών κοινοτήτων, αίτινες δεν ενεσωματώθησαν ακόμη εις την μοναδικήν κοινωνίαν του μυστικού σώματος του Χριστού».[ii] Το παραλήρημα του λιβανωτού των εγκωμίων έφθασε στο αποκορύφωμά του, όταν κάποιοι οικουμενιστικοί κύκλοι της εποχής εκείνης επεχείρησαν, να συντάξουν προσευχή προς αυτόν (ανάλογη με τα τροπάρια, που τολμούν να συντάξουν κάποιοι άφρονες οικουμενιστές της εποχής μας και μάλιστα δυστυχώς και αγιορείτες! απ’ ότι πληροφορούμεθα, προς τον νυν Οικουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον), η οποία κατέληγε ως εξής: «Μη κατολιγωρήσης ημών, αλλ’ επίβλεψον λαμπρώ και ιλέω όμματι, ως εν ζωή ών έπραττες, και κράτυνον το της Ορθοδοξίας ποίμνιον, χειραγωγών αυτό προς το καλόν της αγίας του Χριστού Εκκλησίας, υποδεικνύων αυτώ την ευθείαν οδόν, την φέρουσαν απλανώς προς τον Θεόν και τέλος ποδηγετών τον Σεπτόν Σου διάδοχον πρώτον ίνα τέμνη τον Λόγον της Αληθείας του Ευαγγελίου ορθώς και δικαίως πάσι τοις εκζητούσι τον Κύριον. Τέλος χορήγησον πνεύμα ευθές και δίκαιον πάσι τοις Ηγουμένοις των Ορθοδόξων Εκκλησιών».[iii]
Με επαινετικούς και εγκωμιαστικούς λόγους αναφέρθηκε στο πρόσωπο του εκλιπόντος Πατριάρχου, ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, επ’ ευκαιρία της συμπληρώσεως 40 ετών από της κοιμήσεώς του κατά την διάρκεια μνημοσύνου υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Σύμφωνα με πρόσφατη ειδησεογραφία από τον «Ορθόδοξο Τύπο»: «Τό εγκώμιο τού Οικουμενιστού Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου έπλεξε ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος κατά τήν διάρκεια ιερού Μνημοσύνου επί τη επετείω τεσσαράκοντα ετών από την εκδημίαν του πρός Κύριον. Το εγκώμιο το έπλεξε, διότι προέβη στην άρσιν των αναθεμάτων καί προσπάθησε, παραθεωρών τά δόγματα, τήν καταλλαγή καί την Ένωση μετά των Παπικών, τους οποίους ο Οικουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίζει ‘Εκκλησίαν’, όταν και ο τελευταίος Ορθόδοξος πιστός γνωρίζει, ότι ο Παπισμός ουδεμία σχέση έχει μέ την Εκκλησία. Εν συνεχεία ανεφέρθη αορίστως στις προσπάθειες, τις οποίες κατέβαλεν ο αοίδιμος Πατριάρχης γιά την Ένωση καί οι οποίες έχουν συναντήσει τήν δυναμική αντίδραση όλων των Ορθοδόξων θεολόγων, Μητροπολιτών, Καθηγουμένων Ιερών Μονών, εντίμων Κληρικών καί προσωπικοτήτων από τό 1965 έως σήμερον. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανεφέρθη καί στο έργο του αοιδήμου Αθηναγόρου γιά τό ποίμνιό του στήν Τουρκία»[iv]. Κατά τον κ. Βαρθολομαίο ο εκδημήσας Πατριάρχης είναι επαινετός, όχι μόνον διότι ήρε τα αναθέματα παρανόμως και αντικανονικώς, αλλά και διότι παραθεώρησε τα δόγματα, για τα οποία, όπως γνωρίζουμε, οι άγιοι Πατέρες μας πολλούς αγώνες έκαμαν, για να τα διαφυλάξουν ακέραια και ανόθευτα από κάθε αίρεση και πλάνη.
Ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Graz κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, σε πρόσφατο άρθρο του (24.9.2012) στην ιστοσελίδα amen.gr, φέρνει ξανά στην μνήμη του «τον μεγάλο εκείνο ηγέτη, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα σχετικά με ένα σημαντικό θέμα, το οποίον αποδεικνύει, ότι ήταν πιστός τηρητής της Ορθοδόξου διδασκαλίας και παραδόσεως…», εκφράζει δε την πεποίθηση ότι «η ιστορία τον έχει καταγράψει μέγα και η Εκκλησία μας είναι ευγνώμων».
Ωστόσο τα κριτήρια της μεγαλωσύνης μέσα στο χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι τελείως διαφορετικά και δεν έχουν καμμιά σχέση με τα κοσμικά κριτήρια, με τα οποία συνήθως κρίνουν και αξιολογούν τα πρόσωπα κοσμικοί άνθρωποι, άμοιροι εκκλησιαστικής παιδείας και ήθους, με τα οποία προφανώς εκρίθηκε και αξιολο-γήθηκε ο εκλιπών Πατριάρχης. Τον χαρακτηρισμό «Μέγας» έδωσε η Εκκλησία σε ορισμένους αγίους (Μέγας Αθανάσιος, Μέγας Αντώνιος κ.λ.π.), όχι απλώς μόνον διότι ανέβηκαν την κλίμακα των αρετών και έφθασαν στην θέωση, όπως βέβαια όλοι οι άγιοι, αλλά επί πλέον για μιά ιδιαίτερη προσφορά και διακονία τους μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Ο Μέγας Αθανάσιος, για παράδειγμα, χαρακτηρίστηκε «Μέγας» και «Στύλος Ορθοδοξίας», σύμφωνα με το απολυτίκιό του «Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας…», κυρίως για τους μεγάλους αγώνες του εναντίον της αιρέσεως  του Αρειανισμού. Είναι μεγάλο εκκλησιολογικό λάθος, προδίδει δε πολλή προχειρότητα και επιπολαιότητα, να σπεύδουν οι συντάκτες ενός εκκλησιαστικού περιοδικού  (και μάλιστα του επισήμου δελτίου της Εκκλησίας της Ελλάδος), να αποδώσουν έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, τον οποίον μόνον η Εκκλησία, δηλαδή η καθολική εκκλησιαστική συνείδησις, μπορεί να αποδώσει αλάνθαστα, βασιζομένη στην άνωθεν μαρτυρία του αγίου Πνεύματος, στην μαρτυρία δηλαδή, που δίδει ο Θεός για το πρόσωπο αυτό, με θαύματα, που ενεργεί διά μέσου αυτού, είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον (διά του αγίου λειψάνου του). Είναι δε ακόμη πιό λυπηρό και τραγικό, το να επιχειρείται η εξύψωση μέχρι των ουρανών και η σχεδόν αγιοποίηση ενός προσώπου (με ύμνους και προσευχές),  για το οποίο πολλές αποδοκιμασίες εκφράστηκαν τόσον από την τότε Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, όσον και από πνευματικά αναστήματα εγνωσμένης αγιότητος, όπως ο Γέροντας Παΐσιος κ.α. στα οποία θα αναφερθούμε ευθύς αμέσως. Όσο δε γιά τα εγκώμια του Πάπα Παύλου του Στ΄, θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε με κάποια παραλλαγή τον ψαλμικό στίχο «Έπαινος δε αιρετικού μη λιπανάτω την κεφαλή μου!».
Η αντικανονική υπό του Πατριάρχου Αθηναγόρου και των Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου «άρση των αναθεμάτων» προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών από τότε αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Β΄ (Χατζησταύρου), και από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία σε δήλωσή της «με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία».[v]Κατά παρόμοιο τρόπο αποδοκιμάστηκε η πρωτοβουλία του εκλιπόντος Πατριάρχου, να συγκαλέση την Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου το 1963, από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία με Συνοδική απόφαση εδήλωσε τα εξής: «Εκτιμώσα πρεπόντως αφιλαδέλφους, αντιευαγγελικάς και κατακρίτους ενεργείας και μηχανορραφίας, απαραλλάκτως πάντοτε γινομένας εκ μέρους του Παπισμού εις βάρος της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Ορθόδοξου Εκκλησίας, μη αποβαλόντος του Παπισμού τον παλαιόν άνθρωπον, ουδέ τας ανεντίμους μεθόδους του μέσω της οικτράς Ουνίας επιδιωκομένου δολίου προσηλυτισμού, απέληξεν εις την αμετάτρεπτον απόφασιν, όπως μη μετάσχη της υπό της Υμετέρας Παναγιότητος και μόνον αποφασισθείσης Διορθοδόξου ταύτης Διασκέψεως, ής αι επιπτώσεις θέλουν ασφαλώς κατεργασθή την καταράκωσιν της Αγιωτάτης Εκκλησίας ημών. Εις την απόφασίν της ταύτην η Ιερά Σύνοδος σύμμαχον έχει και άπασαν την Γερασμίαν χορείαν των Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος, σπεύσασαν τηλεγραφικώς να καταδικάση το περί ού πρόκειται ακαίρως και εν σπουδή αποφασισθέν τούτο Συνέδριον».[vi] Σε άλλη δήλωση του Αθηνών Χρυσοστόμου του Β΄, που έχει καταχωρηθή στα «Πεπραγμένα» του (τομ. Β΄, Αθήναι 1967, σελ. 197), αναφερό-μενος στον κ. Αθηναγόρα λέγει: «Ο Αθηναγόρας  Α΄ ουδέν πρεσβεύει, εις ουδέν πιστεύει, ει μη μόνον εαυτώ δουλεύει και την απαθανάτισιν του ονόματός του επιδιώκει, έστω κατά Ηρόστρατον, διά της καταστροφής της Εκκλησίας».[vii]
Ο μεγάλος χαρισματούχος Γέροντας Παΐσιος, του οποίου η αγιότης μαρτυρείται από όλους πανορθοδόξως, σύγχρονος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, παρακολουθούσε με πολύ πόνο τα επικίνδυνα οικουμενιστικά ανοίγματά του, την ακατάσχετη κοσμικού τύπου αγαπολογία του, ιδίως δε την παράτολμη και παράνομη από νομοκανονικής απόψεως ενέργειά του να επιχειρήση μονομερώς και χωρίς την σύμφωνη γνώμη των άλλων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, άρση των αναθεμάτων (το Δεκέμβριο του 1965), πράγμα που προκάλεσε μεγάλο σάλο και σκάνδαλο μέσα στην Εκκλησία. Σκέφθηκε λοιπόν να στείλη μιά επιστολή στις 23 Ιανουαρίου 1969, στον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ιδρυτή της Π.Ο.Ε. και της μαχητικής εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος», που αφορούσε τον κ. Αθηναγόρα. Σ’ αυτή μεταξύ άλλων γράφει τα εξής: «…Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ.κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωση, επειδή είναι πολύ σεμνή…Το αποτέλεσμα ήταν, να αναπαύση μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμο, να κατασκανδαλίση όμως όλους εμάς, τα πιστά τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού».[viii]
Κατά παρόμοιο τρόπο αποδοκιμάζεται ο πρώην Πατριάρχης και από μιά άλλη μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία των ημερών εκείνων, από τον αρχ. π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Σε επιστολή του προς αυτόν γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Παναγιώτατε :Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τά ρείθρα τού Ρουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, Κληρικών καί λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Διά την αγάπην τού Κυρίου, οπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε εν τη Εκκλησία σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τά διεστώτα καί τό μόνον όπερ θά κατορθώσητε, θά είναι νά διασπάσητε τά ηνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά καί συμπαγή. Σύνετε καί συνέλθετε! Αλλά φεύ! Διηνύσατε πολλήν οδόν. Ήδη ‘προς εσπέραν εστι καί κέκλικεν η ημέρα…’. Πώς θα ιδήτε τάς χαινούσας αβύσσους, αφ’ ών θά διέλθη μετ’ ολίγον η ατραπός ήν οδεύετε; Είθε, είθε ο πάλαι ποτέ ‘στήσας τον ήλιον κατά Γαβαών καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αιλών’, νά δευτερώση τό θαύμα καί νά παρατείνη άπαξ έτι τό μήκος της ημέρας, να ενισχύση έτι πλέον τό φώς αυτής καί νά διανοίξη τους οφθαλμούς Υμών, ίνα ίδητε, κατανοήσητε, επιστρέψητε. Αμήν»[ix].
Καθολική σχεδόν υπήρξε η αποδοκιμασία των αγιορειτών Πατέρων απέναντι στον εκδημήσαντα Πατριάρχη. Μετά την δημιουργία υπ’ αυτού διπλωματικών σχέ-σεων με το Βατικανό και ιδίως μετά την άρση των αναθεμάτων, σάλος μέγας δημιουργήθηκε μέσα στο Άγιον Όρος. Όλοι σχεδόν οι αγιορείτες μοναχοί, τόσο από τις Ιερές Μονές, όσο και από τις Σκήτες και τα Κελλιά, εξέφρασαν την πικρία, την λύπη και την απογοήτευσή τους, όταν πληροφορήθηκαν τις παρά πάνω ενέργειές του. Ορισμένες μάλιστα εκ των Ιερών Μονών, οκτώ τον αριθμόν, όχι απλώς αποδοκίμασαν τον κ. Αθηναγόρα, αλλά απεφάσισαν να διακόψουν την μνημόνευση του ονόματός του, η οποία συνεχίστηκε και επί Πατριαρχείας του διαδόχου του κ. Δημητρίου, κατά την τριετία από το 1970 έως το 1973. Μία από αυτές τις Μονές, η Ιερά Μονή Καρακάλλου, σε επιστολή της προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό μεταξύ άλλων τα εξής: «Επιθυμούμεν να επαναλάβωμεν την εν πεποιθήσει και αμετάθετον απόφασιν ημών περί συνεχίσεως της διακοπής του πατριαρχικού μνημοσύνου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, εφ’ όσον ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Δημήτριος ο Α΄ θα συνεχίση την τηρουμένην υπό της Ιεράς Συνόδου γραμμήν, την οποίαν είχε χαράξει ο Αθηναγόρας…Θα πειθώμεθα εις τον νέον Πατριάρχην, όταν διαπιστώσωμεν, ότι ούτος θα αναθεωρήσει τας αιρετικάς ομολογίας του προκατόχου του και δεν θα συνεχίση την φιλοπαπικήν γραμμήν».[x] Ανάλογες ήταν και οι επιστολές των άλλων Ιερών Μονών, που είχαν διακόψει το μνημόσυνο του Πατριάρχου. Ωστόσο για τον κ. Αθηναγόρα η καθολική αντίδρασις και διαμαρτυρία του Αγίου Όρους, οι ευλαβικές περακλήσεις και ικεσίες τόσων αγιασμένων και φωτισμένων Γερόντων, που έλυωσαν μέσα στην άσκηση και στην προσευχή, δεν εσήμαιναν τίποτε γι’ αυτόν. Ο παράνομος και αξιοθρήνητος Πατριάρχης «ουκ ηβουλήθη συνιέναι». Τίποτε δεν στάθηκε ικανό, ούτε και αυτό ακόμη το προπύργιο της Ορθοδοξίας το Άγιον Όρος, να τον αναχαιτήσει στο ξέφρενο κατρακύλισμά του στον ολισθηρό κατήφορο του Οικουμενισμού. Πώς λοιπόν μπορεί να θεωρείται «Μέγας» ένας Πατριάρχης, που όχι μόνον προκάλεσε σάλο, ταραχή, αναστάτωση και σκάνδαλο οικουμενικών διαστάσεων μέσα στην Ορθοδοξία, αλλά και αποδείχθηκε πρωτοπόρος και συνήγορος της αιρέσεως του Οικουμενισμού όσο κανένας άλλος; Πως μπορεί να θεωρείται «Μέγας» ένας Πατριάρχης, για τον οποίον αν εφαρμόζονταν οι Ιεροί Κανόνες, θα έπρεπε να είχε καθαιρεθή πολλαπλώς, όχι μόνον για την αντικανονική και παράνομη άρση των αναθεμάτων, για τις παράνομες συμπροσευχές του με τους Παπικούς, αλλά και για τις αντορθόδοξες και αιρετικές δοξασίες του (για τις οποίες θα αναφερθούμε παρά κάτω);
Μια άλλη μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία, από τον χώρο της ακαδημαϊκής θεολογίας, ο αείμνηστος Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου κ. Κων. Μουρατίδης, σύγχρονος και αυτός του κ. Αθηναγόρου, σχολιάζων το πρόσωπο και το έργο του, παρατηρεί: «Διά τον κοιμηθέντα Πατριάρχη η τραγωδία της διασπάσεως της Χριστιανοσύνης υπήρξε ο μέγας πειρασμός και η μεγάλη δοκιμασία, εν τη εννοία ότι την επίλυσιν ενός θέματος, το οποίον εντάσσεται εις το μέγα μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας  και της προνοίας του Θεού διά την σωτηρίαν των ανθρώπων και συνυφαίνεται τόσον απόλυτα με την διαφθαρείσαν ανθρωπίνην φύσιν και τον συνεχή και αδιάκοπον αγώνα της εν τω κόσμω στρατευομένης Εκκλησίας κατά των μεθοδιών του ανθρωποκτόνου, κατέστησεν σχεδόν ατομικήν του υπόθεσιν, την επίλυσιν μάλιστα της οποίας δεν επεδίωξεν ως ώφειλεν εντός των πλαισίων της διακονίας του ως ‘υπηρέτου Χριστού και οικονόμου μυστηρίων Θεού’, συμφώνως δηλονότι προς την Ιεράν Παράδοσιν, την δογματικήν και κανονικήν τάξιν της μίας αγίας καθολικής και αποστολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Συνεπαρμένος από το όραμα της ενώσεως των ‘Εκκλησιών’, ενόμισεν ότι θα ηδύνατο να παρακάμψη τα μέχρι τούδε ανθρωπίνως ως ανυπέρβλητα εμφανιζόμενα εμπόδια και να καταλύσει τους φραγμούς, επικαλούμενος ως πανάκειαν την ‘αγάπην’! Μίαν αγάπην την οποίαν εθεώρει ως δεδομένην και επί τη βάσει αυτής ωκοδόμει την  προσπάθειάν του! Αλλά βεβαίως η αγάπη είναι εντός του μυστικού Σώματος του Χριστού το συνεχώς τελεσιουργούμενον και τελειούμενον εις τους κοινωνούς της θυσίας του εσταυρωμένου Θεού της αγάπης. Είναι ο πολύτιμος έσχατος καρπός των οδοιπόρων της στενής πύλης και της τεθλιμμένης οδού του Κυρίου, η οποία διέρχεται μόνον διά των πλαισίων ασφαλείας της Εκκλησίας, τα Δόγματα και τους Ιερούς Κανόνας, ουδέποτε δε διά της ενσυνειδήτου περιφρονήσεως αυτών, εκτός ή αντιθέτους προς αυτούς! Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας υπεστήριξεν, ότι η τραγωδία της διασπάσεως της Χριστιανοσύνης θα ηδύνατο δι’ ορισμένων παραχωρήσεων και υποχωρήσεων και συμβιβασμών εν πνεύματι αγάπης να υπερνικηθή και να αποκατασταθή η χριστιανική ενότης! Έτι μάλλον! Επίστευεν, ότι αρκεί η συμμετοχή εις το κοινόν ποτήριον διά να αποκατασταθή ‘ντε φάκτο’ η ένωσις των Εκκλησιών και να λησμονηθούν εν συνεχεία αι μεταξύ αυτών διαφοραί! Ο ίδιος, προτρέχων κατά πολύ των γεγονότων, δεν εδίσταζε να διακηρύττη, ότι ‘ανήκει εις όλας τας Εκκλήσίας…’![xi] Έβλεπε τον εαυτόν του ουχί τόσον ως τον κορυφαίον της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, αλλ’ ως την ζώσαν ενσάρκωσιν και συνισταμένην, ως τον φορέα και απόστολον πασών των χριστιανικών ομολογιών εν τω συνόλω αυτών. Και χάριν αυτής της ενώσεως ήτο πρόθυμος να προβή εις πάσαν υποχώρησιν, παραχώρησιν ή και παράκαμψιν της αληθείας (ως π.χ. εις την περίπτωσιν του Παπικού Πρωτείου). Η προβολή της Ορθοδοξίας εν άλλαις λέξεσιν, δεν ήτο το προέχον εις την σκέψιν και τας επιδιώξεις του Πατριάρχου Αθηναγόρου, αλλά η ένωσις των χριστιανικών ομολογιών, χάριν της οποίας επίστευεν, ότι επιβάλλεται η παράκαμψις παντός φραγμού (ούτως εθεώρει και τους σχετικούς Ιερούς Κανόνας κ.λ.π). της Ιεράς Παραδόσεως της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και πάσης θυσίας εκ μέρους της Ορθοδοξίας!».[xii]
Μια άλλη σύγχρονος εκκλησιαστική προσωπικότης ο ομ. καθηγητής της Θεολο-γικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο πρωτ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, στην περισπούδαστη εργασία του «Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο», γράφει σχετικά με τον κ. Αθηναγόρα: «Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας συνέδραμε χωρίς αναστολές την προώθηση των στόχων της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1962-1965), που δεν ήταν άλλοι από την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Παπισμό, υπό το πρόσχημα της ενώσεως… Από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου (1961 και 1963) και μιά σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως η περίφημη συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα το 1964) και παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄, το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε και επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ημερών μας. Από τον ‘Διάλογο της αγάπης’, εφεύρημα παραπλανητικό της Β΄ Βατικανής Συνόδου και του οποίου ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής υπήρξε ο Αθηναγόρας, προχωρήσαμε βεβιασμένα στον Θεολογικό Διάλογο, χωρίς όμως να εκπληρωθή ο βασικός όρος της Ορθοδοξίας, ή άρση δηλαδή του Παπικού Πρωτείου και Αλαθήτου, δεδομένου ότι ο Παπικός θεσμός συνιστά την τραγικότερη αλλοίωση του Ευαγγελίου του Χριστού και το σημαντικότερο εμπόδιο στην εν αληθεία συνάντηση Ρωμαιοκαθο-λικισμού και Ορθοδοξίας».[xiii]
Τέλος ο ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης σε ομιλία του σε ημερίδα με θέμα «Γένεση και εξέλιξη της πατρομαχικής Μεταπατερικότητος» επισημαίνει τα εξής: «Η αίρεση του Filioque για τον Αθηναγόρα δεν αποτελεί εμπόδιο για την ένωση των Εκκλησιών. Η αντιρρητική θεολογία των Αγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στους καιρούς μας. Επί λέξει είπε: ‘Τι μελάνι χύθηκε και τι μίσος για το  Filioque!  Ήλθεν η αγάπη και όλα υποχωρούν στο πέρασμά της».[xiv]
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε αποδοκιμαστικά σχόλια και άλλων προσώπων σχετικά με τον κοιμηθέντα Πατριάρχη. Ωστόσο θεωρούμε, ότι είναι αρκετά τα  πα-ρά πάνω, για να πάρει μια γεύση ο αναγνώστης, ποιός πράγματι ήταν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, έτσι ώστε να απομυθοποιηθή κατά το δυνατόν το πρόσωπόν του.

Θα συμπληρώσουμε το προφίλ του ανδρός με ορισμένες αιρετικές και βλάσφημες δηλώσεις του, τις οποίες διετύπωσε δημοσίως κατά την διάρκεια της 

Πατριαρχείας του: «Απατώμεθα και αμαρτάνωμεν (έλεγε), εάν νομίζομεν, ότι η Ορθόδοξος πίστις κατήλθεν εξ’ ουρανού και ότι τα άλλα δόγματα είναι ανάξια.Τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων εξέλεξαν τον Μουσουλμανισμόν διά να φθάσουν εις τον Θεόν των και άλλαι εκατοντάδες εκατομμυρίων είναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας είναι να βελτιώσει τον άνθρωπον».[xv]«Εις την κίνησιν προς την ένωσιν, δεν πρόκειται η μία Εκκλησία να βαδίσει προς την άλλην, αλλ’ όλαι ομού να επανιδρύσωμεν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, και Αποστολικήν Εκκλησίαν, εν συνυπάρξει εις την Ανατολήν και την Δύσιν, όπως εζώμεν μέχρι του 1054, παρά και τας τότε υφισταμένας θεολογικάς διαφοράς».[xvi]  «Ο αιών του δόγματος παρήλθε».[xvii] «Καλούμεθα ν’ απαλλαγώμεν του πλέγματος της πολεμικής και της αντιρρήσεως εν τη Θεολογία και να εφοδιάσωμεν αυτήν διά του πνεύματος της ζητήσεως και της διατυπώσεως της αληθείας εν τη αγάπη και τη υπομονή. Ο Χριστιανισμός έχει ανάγκη σήμερον μιάς Θεολογίας της καταλλαγής».[xviii]




[i] «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ. 451.
[ii] «Επίσκεψις», 12 Ιουλίου 1975, σελ. 3.
[iii] «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ.408-409.
[iv] «Ύμνοι διά τήν φιλοπαπικήν πορείαν τού αοιδίμου Οικ. Πατριάρχου Αθηναγόρου», Ορθόδοξος Τύπος (20-7-2012),σελ. 8.
[v] Αρχ. Ιωάσαφ Μακρή, Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20 ο αιώνα, εν: «Εν Συνειδήσει», Οικουμενισμός Ιστορική και κριτική προσέγγιση, Εκδ. Ιεράς Μονής Μεγ. Μετεώρου, Ιούνιος 2009, σελ. 55. Βλ. και δήλωση του αρχ. Αθηνών Χρυσοστόμου στον «Ορθόδοξο Τύπο», Νοέμβριος 1965.
[vi] Αρχ. Ιωάσαφ Μακρή, Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Ιστορική αναδρομή….ο.π. σελ. 62
[vii] Αρχ. Μάρκου Μανώλη, Αιρετικός ο Αθηναγόρας, Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», 30 Μαρτίου 2012, σελ. 1,7. Βλ. και άρθρο της εφ. «Εκκλησιαστικός αγών», αδελφότητος «Ο Σταυρός», Μάϊος 1970, φ. 48, σελ. 3,4, με τίτλο «Ομιλεί ο Αθηναγόρας. Αι κατά καιρούς δηλώσεις. Τα μηνύματα και αι ενέργειαι αυτού»
[viii] Απόσπασμα επιστολής, που στάλθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1969 στον αρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο και δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο».
[ix]Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται, Επιστολαί, τ. Α΄, Αθήναι 1981, σσ. 152-153.
[x] Ευθυμίου Τρικαμηνά, Η διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπής μνημονεύσεως Επισκόπου κηρύσσοντος επ’ Εκκλησίας αίρεσιν,  Εκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012, σελ. 263.
[xi] O. Klemend, Dialogues avec le Patriarch Athenagoras, σελ.16-17.
[xii]Κων. Μουρατίδου, Καθ. Θεολογικής Σχολής Παν. Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1972, σελ. 30.
[xiii] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Οι διάλογοι…ο.π. σελ. 1.
[xiv] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Γένεση και εξέλιξη της πατρομαχικής Μεταπατερικότητος, εν: «Θεοδρομία», έτος ΙΔ, τευχ. 1, Ιανουάριος-Μάρτιος 2012, σελ. 44. Βλ. και Αριστείδου Πανώτη, Παύλος ΣΤ΄  Αθηναγόρας Α΄ , Ειρηνοποιοί,  Αθήναι 1971 εις Αρχ Σπυρίδωνος Μπιλάλη, Η αίρεση του FilioqueΑθήναι 1972, τομ. Α΄ σελ. 476.
[xv] Βλ. «Ορθόδοξος Τύπος», φ. 94, Δεκέμβριος 1968.
[xvi] Εκ του μηνύματός του επί της εορτή των Χριστουγέννων του 1967, ίδ. «Από την πορείαν της αγάπης», σελ. 87
[xvii] Βλ. εφ. «Ακρόπολις», 29 Ιουνίου 1963.
[xviii] Εξ’ ομιλίας του εις την Θεολογική Σχολήν Βελιγραδίου την 12η  Ιουλίου 1967, Βλ. «Έθνος», 13 Οκτωβρίου 1967.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά