Τετάρτη, Ιανουαρίου 30, 2013

Ανυπότακτοι Μοναχοί καί Ηγούμενοι Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Ο άγιος Ευστάθιος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης έζησε καί εποίμανε τό ποίμνιο τής Θεσσαλονίκης τόν δωδέκατο αιώνα σέ μιά κρίσιμη εποχή γιά τήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έχει επαινεθή γιά τήν παιδεία του καί τήν γνώση τής εκκλησιαστικής παραδόσεως πού τόν διέκρινε, αλλά καί γιά τίς μελέτες του πάνω σέ διάφορα θέματα.
Μεταξύ τών έργων του είναι καί τό έργο μέ τίτλο «Επίσκεψις βίου μοναχικού επί διορθώσει τών περί αυτόν», στό οποίο εξετάζει τόν μοναχικό βίο σύμφωνα μέ τίς ορθόδοξες εκκλησιαστικές παραδόσεις, καί επιδιώκει τήν διόρθωση τών κακώς κειμένων τού μοναχικού βίου. Τό έργο αυτό εκδόθηκε τελευταία από τόν εκδοτικό οίκο Σαββάλας, σέ κείμενο καί μετάφραση, αλλά καί εισαγωγικά σχόλια από τόν Φάνη Καλαϊτζάκη Δρ. Φιλολογίας μέ τίτλο «τί φλυαρεί ο μέγας παπάς;» πού ήταν λόγος τόν οποίο έλεγαν μερικοί σύγχρονοί του, αναφερόμενοι στίς κατά καιρούς παρατηρήσεις τού αγίου Ευσταθίου.
Διαβάζοντας κανείς τό κείμενο τού αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, παρατηρεί ότι, αφ ενός μέν αγαπά τόν ορθόδοξο παραδοσιακό μοναχισμό, τόν οποίο γνωρίζει καλά, όπως τόν συνάντησε στήν Κωνσταντινούπολη, αφ ετέρου δέ παρουσιάζει τίς εκτροπές του, όπως ακριβώς εκφράζονταν τήν εποχή εκείνη στήν Θεσσαλονίκη. Τό κείμενο είναι αρκετά ενδιαφέρον. Μέ τό άρθρο αυτό θά ήθελα απλώς νά επισημάνω μερικά ενδιαφέροντα σημεία, τά οποία αποτελούν τά κεντρικά σημεία τού όλου έργου.
1. Ο υψηλός σκοπός τού μοναχισμού
Ο άγιος Ευστάθιος χρησιμοποιεί διαφόρους χαρακτηρισμούς γιά νά παρουσιάση τήν ζωή τών ορθοδόξων μοναχών, όταν αυτοί ζούν μέσα στά αυθεντικά πλαίσια τής εκκλησιαστικής παραδόσεως. Καί αυτό είναι σημαντικό, γιατί μόνον όταν κανείς αγαπά καί γνωρίζη τόν ορθόδοξο μοναχισμό έχει τά εχέγγυα γιά νά προτείνη λύσεις γιά τήν διόρθωση τών κακώς κειμένων.
Αναφερόμενος ο άγιος Ευστάθιος στούς τελείους μοναχούς τούς ονομάζει «αληθείς Ναζιραίους», «αναχωρητάς», «ευλογητούς δραπέτας» πού ξέφυγαν από τόν άρχοντα τής κακίας καί προσέδραμαν στόν ελευθερωτή Δεσπότη Χριστό. Οι τέλειοι μοναχοί είναι «όσιοι τώ Θεώ», οι «αντί τών κοσμοπολιτών ουρανοπολίται». Η ζωή τών αληθινών μοναχών είναι αποστολική καί γι αυτό αγγελική.
Οι μοναχοί αποτελούν τό «τάγμα τό μοναχικόν», «τό θείον τώ όντι», είναι «στρατός ιερός», «Θεού παρεμβολή», «εκλεκτοί κυρίω», «ένδοξοι τού ουρανού», «στρατιώται κατά τού αποστάτου καί αντάρτου δαίμονος», «αγγέλων μιμηταί», «αρετής αυτοί δοχεία», «μύρου θεία αγγεία», «αποστολικά εκμαγεία», «παράδεισοι σωτήριοι», «τό πάγκαλον τάγμα». Ο μοναχός είναι «πολίτης ουρανού», είναι «ζωγράφος αρετής απηκριβωμένης», είναι «υπερκόσμιος», «θεοκήρυξ», «ο αναπλάσας κατά μόνας τήν καρδίαν αυτού», είναι εκείνος πού κατοικεί μέσα στήν θεωρία τού Θεού καί γι αυτό είναι «φιλόσοφος όντως», καί βεβαίως «παραστάτης Θεού».
Σέ όλο τό κείμενό του ο άγιος Ευστάθιος, ακόμη καί τότε πού καταδικάζει μερικές ενέργειες κοσμικών μοναχών, παρουσιάζει τήν αξία τού μοναχικού βίου, τήν ευλογημένη αυτή ζωή, τήν οποία ακολούθησαν οι Προφήτες τής Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι αλλά καί οι όσιοι ασκητές διά μέσου τών αιώνων. Δέν αρνείται τόν μοναχισμό, αλλά τόν δέχεται ως τήν κατ εξοχήν ευαγγελική ζωή.
2. Οι τρείς τάξεις τών μοναχών
Ο άγιος Ευστάθιος χωρίζει τήν μοναχική ζωή σέ τρείς κατηγορίες, ήτοι τών «νεοσυλλέκτων», δηλαδή τών εισαγωγικών, τών «μανδυωτών» καί τών «μεγαλοσχήμων». Οι όροι αυτοί διαφοροποιούνται σέ άλλα σημεία τού έργου του, αφού οι νεοσύλλεκτοι ονομάζονται εισαγωγικοί ακόμη καί μικροσχήμονες, οι μανδυώτες χαρακτηρίζονται δευτεροσχήμονες καί οι τέλειοι μοναχοί λέγονται μεγαλοσχήμονες. Καί αλλού κάνει λόγο γιά τούς μεγαλοσχήμονες, τούς έχοντας μικρό σχήμα λόγω τής εισαγωγής, καί τούς μέσους - τούς μανδυώτες. Σέ μερικές παραγράφους αναφέρεται στίς δύο πρώτες βαθμίδες τής μοναχικής ζωής, αλλά κυρίως αφιερώνει μεγάλο μέρος τού έργου του γιά νά αναφερθή στούς μεγαλοσχήμονες στούς οποίους κυρίως αποδίδει ευθύνη γιά τήν αλλοίωση τού μοναχικού βίου στήν εποχή του.
3. Η ζωή τών μοναχών όπως φαίνεται στήν τελετή τής κουράς
Στό κείμενό του αυτό ο άγιος Ευστάθιος αναφέρεται στήν ακολουθία τού μοναχικού σχήματος καί αναλύει τίς υποσχέσεις πού δίδουν οι μοναχοί κατά τήν κουρά τους, τίς ευχές πού διαβάζει ο Ιερεύς ο οποίος κάνει τήν κουρά. Επίσης ερμηνεύει τίς συμβολικές πράξεις πού γίνονται κατά τήν τελετή τής κουράς, τόν συμβολισμό τών μοναχικών ενδυμάτων, ακόμη εξηγεί καί τήν σημασία τού μαύρου χρώματος, τού χρώματος τού μοναχικού ενδύματος, τού ράσου, τής αποκοπής τών μαλλιών, τών λαμπάδων κλπ. Όλα αυτά δείχνουν τόν σκοπό καί τό έργο τής μοναχικής ζωής, τόν στόχο τού μοναχισμού καί τήν υψηλή του αποστολή. Καί αυτή η κουρά τής κεφαλής, είναι δείγμα ότι ο μοναχός προσφέρεται στόν Θεό ως «ιερείον», δηλαδή ως ιερό σφάγιο πρός θυσίαν. Η ανάλυση αυτή επεκτείνεται σέ μεγάλο μέρος τού κειμένου τού αγίου Ευσταθίου, όπου γίνονται ευστοχότατες παρατηρήσεις.
4. Πεπτωκότες μοναχοί
Μαζί μέ τήν ανάλυση τής τελετής τής κουράς, ο άγιος Ευστάθιος αναφέρεται διεξοδικότατα στήν πτώση τού μοναχικού βίου πού παρετηρείτο στήν εποχή του, αφού πολλοί μοναχοί δέν ανταποκρίνονταν στό υψηλό αυτό έργο τού μοναχού, δέν ζούσαν σύμφωνα μέ τίς υποσχέσεις τίς οποίες είχαν δώσει στόν Θεό κατά τήν τελετή τής μοναχικής κουράς, δέν ανταποκρίνονταν στόν υψηλό σκοπό τής μοναχικής ζωής, τήν οποία είχε διαγράψει προηγουμένως.
Μεταξύ τών στοιχείων πού δείχνουν τήν πτώση τών μοναχών είναι, τό ότι εγκατέλειψαν τά μοναστήρια τους καί περιφέρονταν στόν κόσμο, ασχολούνταν μέ τό εμπόριο καί τίς επιχειρήσεις τους. Παρουσιάζοντας, ο άγιος Ευστάθιος, τά όσα είχαν υποσχεθή, οι μοναχοί, στόν Θεό κατά τήν τελετή τής κουράς τους, βρίσκει τήν ευκαιρία νά σημειώση τίς αποκλίσεις από τήν μοναχική πολιτεία καί μάλιστα χρησιμοποιεί λόγους αυστηρούς καί χαρακτηρισμούς βαρείς. Αντίθετα μέ όσα υποσχέθηκαν οι πεπτωκότες αυτοί μοναχοί, εκδηλώνουν οργή, θυμό, πού ομοιάζει μέ φίδι τό οποίο ετοιμάζεται νά επιτεθή, έπαρση καί αλαζονεία, καλλιεργούν τήν διχόνοια πού τήν ακολουθούν οι άγριες φωνές, εκδηλώνουν τήν ελευθεροστομία, ομιλούν μέ θρασύτητα καί σέ τέτοιες καταστάσεις λέγουν ανοησίες, οπότε ομοιάζουν μέ δαιμονισμένο καί πολλά άλλα πού δείχνουν τήν πτώση τους από τήν αληθινή πολιτεία τής μοναχικής ζωής.
Κυρίως ο άγιος Ευστάθιος κατηγορεί, τό ότι περιφέρονται οι μοναχοί μέσα στόν κόσμο, εγκαταλείποντας τά μοναστήρια τους καί τήν ησυχαστική - θεωρητική ζωή, στήν οποία κλήθηκαν νά βαδίσουν καί βεβαίως κατηγορεί τό εμπορικό πνεύμα πού αναπτύσσουν οι μεγαλόσχημοι μοναχοί. Στό σημείο αυτό είναι εκφραστικότατος.
Η όλη δραστηριότητα τών μοναχών αυτών συνδέεται μέ τό εμπόριο καί τήν κερδοσκοπία, αφού ασχολούνται κυρίως περί «κτήσεως, υπάρξεως καί επικτήσεως». Εκμεταλλεύονται τήν μοναχική τους ιδιότητα γιά νά πλουτίσουν. Μάλιστα ο άγιος φθάνει στό σημείο νά χαρακτηρίζη ένα τέτοιο μοναχό ειρωνικώς ως «άγιον πλουτοκράτην», καθώς επίσης τόν ονομάζει «πραγματευτικόν, καί αεργόν, καί εμπορευτικόν, καί εμπολαίον, καί κερδώον» καί ο,τιδήποτε άλλο παρά «μεγαλόσχημον». Κάνει δέ πολύ ακριβείς περιγραφές τών κοσμικών εμπορικών δραστηριοτήτων τών μοναχών τής εποχής του γιά τό σιτάρι, τόν οίνο κλπ. .
Επίσης από τό κείμενο τού αγίου Ευσταθίου φαίνεται ότι οι μοναχοί υποτιμούσαν τό αρχιερατικό αξίωμα, καί αποδεσμεύονταν από τήν ποιμαντική ευθύνη τών Επισκόπων. Γράφει ότι οι μοναχοί αυτοί σηκώνουν τό κεφάλι τους έναντι τών Αρχιερέων πού τούς κείρουν στήν μοναχική ζωή, θεωρούν ότι αυτοί είναι οι κεφαλές, ενώ στήν πραγματικότητα είναι, «αυχένες όντες ακέφαλοι» καί μέ τήν αλαζονεία τους αυτή αποδεικνύονται χειροποίητα αντικείμενα πού αντιλέγουν σέ αυτόν πού τούς δημιούργησε, δηλαδή στόν Θεό. Οι αλαζόνες αυτοί μοναχοί δέν αντιλαμβάνονται ότι διαφέρουν πολύ από τόν επισκοπικό βαθμό, άν καί αυτοί είναι απλώς πατέρες, ενώ ο Αρχιερεύς είναι «πατήρ πατέρων». Οι μοναχοί αυτοί, καθώς επίσης καί ο Ηγούμενος, είναι ποιμένες, αλλά «αρχιποίμην ο αρχιερεύς, επεί καί ηγουμένων ύπερθεν έλαχεν είναι». Ο Επίσκοπος είναι πατήρ πατέρων καί Ηγούμενος τών Ηγουμένων.
Τέτοιοι όμως μοναχοί έχουν απαρνηθή όλα εκείνα πού υποσχέθηκαν κατά τήν τελετή τής κουράς τους καί απέτυχαν τού σκοπού τους. Μέ τήν εξωτερική, επίπλαστη συμπεριφορά τους εξαπατούν τούς ανθρώπους, ενώ είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί τους. Στήν όψη τους είναι γλυκύτατοι, αλλά στό βάθος τής ψυχής τους ανάλγητοι καί ξινοί. Τέτοιοι μοναχοί πού συνιστούν μιά ιδιαίτερη μοναχική κοινότητα είναι καρφιά μέσα στό Σώμα τής Εκκλησίας: «τή αγιωτάτη εκκλησία όσα καί τινας ήλους προσπήξαντες». Στήν πραγματικότητα, αντί νά είναι η δόξα τής Εκκλησίας, γίνονται η πληγή της.
5. Ανεπίσκοποι Ηγούμενοι
Στό κείμενο πού μελετάμε ο άγιος Ευστάθιος αναφέρεται διεξοδικώς στήν αλαζονική συμπεριφορά μερικών Ηγουμένων στήν εποχή του, καί από αυτά πού γράφει φαίνεται ότι, έχει υπ όψη του τήν νοοτροπία καί διαγωγή ενός Ηγουμένου ο οποίος είχε απομακρυνθή από τήν αληθινή του αποστολή καί κυρίως περιφρονούσε τόν Επίσκοπό του. Στό σημείο αυτό θά κάνω μιά αναφορά μέ συνοπτικό τρόπο, γιατί ο λόγος τού αγίου Ευσταθίου είναι πολύ σημαντικός. Άν διαβάση κανείς τό κείμενο τού αγίου Ευσταθίου, θά διαπιστώση τήν ανάρμοστη διαγωγή τών Ηγουμένων τής εποχής του, πού εκτός τού ότι βρίσκονταν έξω από τά εκκλησιαστικά πλαίσια, συγχρόνως εκδήλωναν καί στοιχεία ψυχοπαθολογίας.
Γενικά, η θέση τού Ηγουμένου στήν Εκκλησία είναι σημαντική, αφού ο Ηγούμενος πού ανταποκρίνεται στόν σκοπό του καί τήν υψηλή αποστολή του, «βραχύ τι αγγέλου ηλαττώσθαι» καί είναι έκτυπη εικόνα τού αγγέλου. Όμως είναι κατώτερος από τόν Επίσκοπο, στόν οποίο οφείλει υπακοή. Ισως ο συγκεκριμένος Ηγούμενος, πού έχει υπ όψη του ο άγιος Ευστάθιος, είχε απομακρυνθή από τόν υψηλό σκοπό τής αποστολής του καί εξέφραζε μέ τόν τρόπο αυτόν τήν πτωτική του κατάσταση καί νοοτροπία.
Κατ αρχάς ο Ηγούμενος, στόν οποίο αναφέρεται ο άγιος Ευστάθιος, έχει αφήσει τό πραγματικό του έργο καί τήν ουσιαστική του αποστολή καί ασχολείται μέ τό εμπόριο. Οι λόγοι του είναι λόγοι κοσμικής ζωής καί λόγοι τής αγοράς, είναι δηλαδή «λόγοι παντοίοι τυρβαστικοί». Ασχολείται μέ τά αμπέλια, τίς ελιές, τά σύκα κλπ.
Έπειτα, μέ τήν όλη διαγωγή του γίνεται ο φόβος καί ο τρόμος τής περιοχής, γι αυτό λέγει: «ώ κατά επισκόπων μέγιστε, καί εν τοίς καθ ημάς φοβερώτατε». Καί βέβαια μέ τέτοια συμπεριφορά δέν έχει ούτε ένα καλό μοναχό στό κοινόβιό του, ακριβώς γιατί μέ τήν ζωή του έχει γίνει παράδειγμα κάκιστο στούς μοναχούς του. Λέγει δέ ότι θά ήταν αγαπητός σέ αυτόν καί άν εύρισκε μόνον ένα καλό μοναχό κάτω από τήν ποιμαντική ευθύνη αυτού τού Ηγουμένου. «Αγαπητός γάρ ευρημένος καί ο είς, καί ούτω μόνος, καί μοναδός, καί μοναχός, καί μονάζων, καί μοναστής, καί επώνυμος τή μονή...».
Η αλαζονεία όμως τού Ηγουμένου αυτού εκδηλώνεται κυρίως έναντι τού Επισκόπου του, τόν οποίο δέν δέχεται καί έτσι παραμένει αυτεπίσκοπος. Προσπαθεί νά υπερκεράση τόν Επίσκοπο από φθόνο καί εγωϊσμό, δέν ανέχεται νά επαινήται ο Επίσκοπος περισσότερο από αυτόν, θεωρεί ύβρη καί ταπείνωση τό νά σκύψη τήν κεφαλή του μπροστά στόν Επίσκοπο καί νά βγή νά τόν προϋπαντήση στήν Μονή του. Ακόμη δέ αισθάνεται νά εξευτελίζεται καί όταν σηκώνεται από τό κάθισμά του γιά νά τόν χαιρετίση. Τρέμει ακόμη μήπως τού κάνει κάποια παρατήρηση. Αντιδρά μέ αλλόκοτο τρόπο καί συμπεριφορά έναντι τού Επισκόπου μέ τήν πρόστυχη καί υποκριτική συμπεριφορά πού δείχνουν οι «πόρνες στούς πελάτες τους».
Η συμπεριφορά τού Ηγουμένου αυτού είναι σχιζοφρενική. Ενώ κατ ουσίαν αναγνωρίζει τήν σημασία τού Επισκόπου στήν εκκλησιαστική ζωή, καί γι αυτό μερικές φορές γιά νά λύση ένα θέμα λέγει: «αλλά καί επίσκοπός ειμι», θεωρώντας τόν εαυτό του Επίσκοπο, καί κατ αυτόν τόν τρόπο ιδιοποιείται τό έργο τού Επισκόπου, εν τούτοις άλλες φορές ανακράζει: «τί μετέχει εν ημίν ο επίσκοπος;», δηλαδή τί ανακατεύεται μέ μάς, τί δουλειά έχει ο Επίσκοπος; Αυτό σημαίνει ότι, καίτοι είναι Πρεσβύτερος - Ηγούμενος εν τούτοις συμπεριφέρεται ωσάν νά είναι Επίσκοπος, υποτιμώντας όμως τόν Επίσκοπο πού έχει λάβει από τόν Θεό τό χάρισμα καί τήν διακονία νά ποιμαίνη τόν λαό.
Όμως, ο Επίσκοπος «χρίει πνευματικώς τελειοί θεοπρεπώς περιοδευτής εστι αποστολικός», δικάζει καί κρίνει τούς ανθρώπους. Αντίθετα, ο Ηγούμενος έχει λάβει τό χρίσμα από τόν Επίσκοπο καί βεβαίως τό έργο του είναι διαφορετικό από αυτόν. Τελικά, ο συγκεκριμένος Ηγούμενος, αντί νά κάνη υπακοή στόν Επίσκοπο, «ου παύη εξοπλιζόμενος εις αρχιερωσύνης πόλεμον, τής θεομιμήτου», δηλαδή δέν σταματά νά οπλίζεται εναντίον τού Αρχιερέως. Σκοπός του είναι νά επιτύχη μιά πρόστυχη νίκη σέ βάρος του, πέφτει επάνω του σάν ελέφαντας μέ τήν μαύρη προβοσκίδα του, ώστε αφού τόν νικήση, στήν συνέχεια νά υποτάξη όλους τούς υπόλοιπους μέ ευκολία.
Επιτίθεται αυτός ο Ηγούμενος εναντίον τού Επισκόπου, τόν οποίο συκοφαντεί συνεχώς καί στά πλούσια τραπέζια πού κάνει καί στά πανηγύρια καί τίς γιορτές πού διοργανώνει. Είναι εύστοχη η παρατήρηση τού αγίου Ευσταθίου ότι ο υπερφίαλος καί ανεπίσκοπος αυτός Ηγούμενος, στά πλούσια τραπέζια μαζί μέ τά εδέσματα τρώει καί τόν Επίσκοπο, καί δέν χορταίνει νά τόν τρώγη, οπότε τού μένει ένα τέτοιο έδεσμα γιά πολλές μέρες γιά νά τρώγη καί νά ευχαριστιέται. Γράφει( «Εξάρτυε λαμπράς τραπέζας, πολυανθρώπους καί τοίς όψοις παραμιγνύων κατέσθιε καί τόν αρχιερέα. Καί μηδέ κορέννυσο, ίνα εις πολυήμερον αυτόν ταμιεύη τροφήν καί τρυφήν». Αλλά μαζί μέ τά τραπέζια κάνει καί γιορτές τίς οποίες πανηγυρίζει «δαπανών κατ αυτού». Στά τραπέζια καί τά πανηγύρια δέν μένει «βέλος ηγουμενικόν πετόμενον κατ αυτού». Ως βέλος ηγουμενικό εννοεί τήν συκοφαντία, αφού συνεχώς κατηγορεί τόν Επίσκοπο ότι είναι «δύσχρηστος», «πολυπράγμων», «εξεταστικός», πού θέλει νά ανακατεύεται σέ όλα καί είναι «κανόνων ψηλαφητής», αφού όλα τά εξετάζει βάσει τών ιερών Κανόνων. Καί μέ τόν τρόπο αυτό «βλασφημείται ο αρχιερεύς» από τόν αλαζόνα Ηγούμενο.
Η αιτία δέ τής επιθέσεως τού Ηγουμένου εναντίον τού Επισκόπου μέ τούς τρόπους αυτούς πού περιγράφονται είναι, αφ ενός μέν επειδή θέλει νά είναι ανεξέλεγκτος, χωρίς νά τηρή τούς ιερούς Κανόνας, αφ ετέρου δέ είναι τό «αλαζονικόν καί η διαβολική έπαρσις». Αλλά, όμως, δέν μπορεί νά υπάρξη εκκλησιαστική ζωή χωρίς τόν Επίσκοπο, γιατί, όπως λέγει σαφώς ο άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, τήν περιοχή πού δέν τήν ποιμαίνει ο Επίσκοπος, ο οποίος αποστέλλεται από τόν Θεό διά τής Εκκλησίας, «ουδέ ο Κύριος επισκοπεί». Όταν, δηλαδή, ένας Ηγούμενος απομακρύνει τόν Επίσκοπο από τήν Μονή του, ή αποκόπτει τήν Μονή του από τόν Επίσκοπο καί δέν δέχεται νά υποτάσσεται στόν Επίσκοπο τού τόπου του, τότε ούτε ο Χριστός επισκοπεί καί διαφεντεύει στήν Μονή του, καί επομένως η Μονή αυτή είναι ενέργημα καί υποχείριο τού διαβόλου, τόπος τού σατανά.
Όμως, η υπακοή τού Ηγουμένου στόν Επίσκοπο είναι ελαφρύτερος ζυγός από τό νά στηρίζεται στόν εαυτό του καί τόν λογισμό του. Γράφει ο άγιος Ευστάθιος: «ινατί εκφεύγεις αυτόν (δηλαδή τόν Επίσκοπο); Τίς ο απ εκείνου φόβος έν σοι; Ελαφρός σοί εστιν ο εξ εκείνου ζυγός. Καί τί καταρριπτείς αυτόν, σκληρόν υπέχων τράχηλον; Αλλά βαρύς καί υπόμενε». Καί όταν ένας Επίσκοπος γίνη αγκάθι πάνω στό σώμα τού Ηγουμένου καί τότε τό αγκάθι αυτό βγαίνει μέ τήν υπομονή πού τού χαρίζει ο Θεός καί όχι μέ άλλους βίαιους τρόπους μέ τούς οποίους πονά περισσότερο.
Επειδή ο άγιος Ευστάθιος έχει υπ όψη του ότι ο Ηγούμενος έχοντας μιά τέτοια συμπεριφορά έναντι τού Επισκόπου του ταυτόχρονα εξουσιάζει πολλούς μοναχούς καί τούς θέτει κάτω από τήν δική του τυραννική εξουσία μέ τήν λεγόμενη υπακοή, ο άγιος Ευστάθιος στρέφεται στούς μοναχούς πού έχουν έναν τέτοιο υπερφίαλο καί αλαζόνα Ηγούμενο καί τούς προτρέπει νά εγκαταλείψουν τόν Ηγούμενο πού δέν υπακούει στόν Επίσκοπο καί τήν Εκκλησία. «Άφες τοίνυν τόν ηγούμενον, ότε σοι τά πρός αμαρτίαν κοσμικά επιτέλλεται λαλείν απλώς». Καί αυτό τό λέγει γιατί, όπως εξηγεί, ο μοναχός δέν είναι δούλος τού Ηγουμένου, αλλά αδελφός καί σύνδουλός του, αφού καί οι δυό τους είναι δούλοι τού Χριστού, αλλά είναι καί μαθητής του. Καί βέβαια κανείς μαθητής πού γνωρίζει τί θέλει ο Χριστός δέν κάνει υπακοή σ ένα δάσκαλο πού τού υποδεικνύει τά εντελώς αντίθετα από εκείνα πού ζητά ο Χριστός.
Στρεφόμενος δέ ο άγιος Ευστάθιος πρός τόν υπερφίαλο μεγαλόσχημο Ηγούμενο λέγει: «Άφες τό αγέρωχον σκοράκισον (αποδίωξε) τό φίλαρχον, καί δι αυτό άναρχον απόθου τήν οίησιν (αλαζονεία)». Καί ερωτά τόν υπερφίαλο Ηγούμενο: Ποιός Κανόνας είναι αυτός πού σέ αφήνει «αδέσποτον, ακυρίευτον, άναρχον, ακέφαλον, ανεκλόγιστον, αλογοπράγητον;». Άλλωστε «ουδέν έθνος αβασίλευτον».
Επειδή δέ ο άγιος Ευστάθιος γνωρίζει ότι ο Ηγούμενος δυσανασχετεί μέ όσα τού λέγει καί θεωρεί ότι μέ όσα γράφει βασανίζεται καί προσβάλλεται, γιατί δέν θέλει νά τόν δασκαλεύουν οι άλλοι, επειδή νομίζει ότι αυτός είναι ο διδάσκαλος, γι αυτό πρός τό τέλος γράφει ότι δέν θά παύση νά λέγη τήν γνώμη του, ακόμη καί άν σκάση από τόν θυμό του. «Εγώ δέ ουκ άν ποτέ σιωπήσωμαι, ει καί διαρραγείης θυμούμενος». Καί στήν συνέχεια γράφει ότι, τά λέγει αυτά όχι γιά τόν ίδιο καί γιά μερικούς άλλους ομοίους του, πού δέν θέλουν νά διορθωθούν, αλλά γιά εκείνους τούς οποίους ο Ηγούμενος εξαπατά, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στήν Εκκλησία. Τά λέγω αυτά, γράφει, κυρίως «διά τούς λοιπούς αδελφούς, ούς φενακίζειν εθέλων, τό τού Θεού διαταράττεις ούτω πολίτευμα». Ο άγιος Ευστάθιος αισθάνεται τήν υποχρέωση νά ελέγξη έναν τέτοιο θρασύτατο καί αλαζόνα Ηγούμενο, πού είναι ο φόβος τής περιοχής καί εκείνος πού βάζει κατ εξοχήν καρφιά στό Σώμα τής Εκκλησίας, δηλαδή σταυρώνει τήν Εκκλησία. Καί άν δέν τό κάνη αυτό ο Επίσκοπος, δέν μπορεί κανείς άλλος νά τό κάνη. Γράφει χαρακτηριστικά: «Λέγω δή σοι τολμήσας, ως ει μή ο επίσκοπος, τίς άρα έτερος θαρρήσει πρός σέ λαλήσαι;».
Η φωτογράφιση τού υπερφίαλου καί αλαζόνα Ηγουμένου τού δωδεκάτου αιώνος από τόν άγιο Ευστάθιο Θεσσαλονίκης είναι μιά φωτογράφιση καί μερικών καταστάσεων τής σημερινής εποχής. Βεβαίως καί σήμερα υπάρχουν άγιοι μοναχοί καί άγιοι Ηγούμενοι, αλλά καί μοναχοί καί Ηγούμενοι πού είναι επιλήσμονες τού υψηλού τους σκοπού καί τής υψηλής αποστολής τους. Γι αυτό καί η ευθύνη τών Επισκόπων πού αγαπούν τόν μοναχισμό καί σέβονται τίς εκκλησιαστικές παραδόσεις, πρέπει νά είναι όμοια μέ τήν ευθύνη πού αισθανόταν ο άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης.
Μέ αυτό τό αίσθημα τής ευθύνης έκανα καί τήν μικρή αυτή ανάλυση τού έργου τού αγίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης. Όλοι μέσα στήν Εκκλησία έχουν τήν θέση τους καί τήν αποστολή τους. Μέσα στόν ευλογημένο θεσμό τής Εκκλησίας τόν οποίο συγκροτεί τό Άγιον Πνεύμα υπάρχει ιεραρχική διαβάθμιση τών χαρισμάτων. Όποιος ανατρέπει αυτό τό ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας θά λογοδοτήση στόν Θεό ως καλλιεργητής τής αναρχίας καί δημιουργός τού σχίσματος, τό οποίο σχίσμα δέν συγχωρεί ούτε καί τό αίμα μαρτυρίου κατά τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας.–

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά