Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2013

Ἡ σχέση μεταξὺ ᾿Επιστήμης καὶ Ὀρθόδοξης θεολογίας - π. Βασίλειος Γοντικάκης


Συνέντευξη Ἀρχιμανδρίτη π. Βασίλειου Γοντικάκη, Πρώην Ἡγούμενου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους στὸ περιοδικὸ «ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ»
christ_fractal
Ἐρώτησι: Ποιὰ πιστεύετε ὅτι πρέπει νὰ εἶναι ἡ σχέσι μεταξὺ ᾿Επιστήμης καὶ Ὀρθόδοξης θεολογίας; Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ σχέσι μεταξὺ κοσμολογίας, σύγχρονης φυσικῆς καὶ Ὀρθόδοξης θεολογίας;
Ἀπάντησι: ῾Η θεοποίησι τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ καὶ τῶν δυνατοτήτων του στὸν χῶρο τῆς ἐπιστήμης εἶναι μιὰ μορφὴ εἰδωλολατρίας. ῾Η λατρεία τῶν κατασκευασμάτων τῶν χειρῶν καὶ τοῦ νοὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλλη εἰδωλολατρία, στὸν χῶρο τῆς θρησκείας.
Αὐτὲς οἱ εἰδωλολατρίες, τῆς ἐπιστήμης ποὺ δὲν ἔχει συνείδησι τῶν ὁρίων της καὶ τῆς θρησκείας ποὺ κλείνεται μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο, εἶναι φυσικὸ νὰ διαμάχωνται ἄσκοπα καὶ ἄκαρπα.
“Εὰν γνωρίζης τὴ θρησκεία διαβάζοντας τὴν ἱστορία τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα μὲ τὶς ἱερὲς ἐξετάσεις καὶ τὰ ἀνθρώπινα ἀλάθητα, τότε ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἔχει τὸ σθένος νὰ ξεπερνᾶ τὶς παλαιότερες πεποιθήσεις καὶ θεωρίες της, εἶναι φυσικὸ νὰ θεωρῆ τὸν ἑαυτό της σὲ πλεονεκτικότερη θέσι.
῞Οταν ἄρχισαν οἱ ἐπιστήμονες νὰ προβληματίζωνται, νὰ θέτουν νέα ἐρωτήματα· νὰ προσπαθοῦν νὰ δοῦν τὰ πράγματα ἔξω ἀπὸ τὸ κλειστὸ σύστημα ποὺ ἐθεωρεῖτο ὡς ἀσυζήτητο «δόγμα»· νὰ μιλοῦν γιὰ σχετικότητα, ἀπροσδιοριστία καὶ ἀβεβαιότητα, δημιούργησαν τὴν πρώτη ρωγμή, ἀπ᾿ ὅπου ἄρχισε νὰ μπαίνη φῶς ἐλπίδος γιὰ τὴ βεβαιότητα. Μίλησαν γιὰ κάποια σχέσι καὶ ἀλληλεπίδρασι τοῦ ἐρευνῶντος καὶ τοῦ ἐρευνωμένου. Γιὰ κάποια σχέσι ποὺ ἔχουν τὰ μέχρι τότε θεωρούμενα ἄσχετα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο στοιχεῖα τοῦ σύμπαντος. ῎Ετσι, ἔμπαιναν στὴν ἀναζήτησι ἑνιαίας γνώσεως. Καὶ πλησίασαν τὴ φυσικὴ μὲ τὴ μεταφυσική, τὴν κοσμολογία μὲ τὴ θεολογία. ᾽Ετέθη τὸ ἐρώτημα: «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄργανο γνώσεως γιὰ τὸν ἄνθρωπο;»
῾Η Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν πλευρά της οὔτε σχετίζεται μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴ διαγωγὴ τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα, οὔτε ἐκπλήσσεται ἢ ξενίζεται μὲ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης. ῎Εχει ἄλλο πλοῦτο, τόλμη καὶ προορισμό. Προχωρεῖ ἀπὸ τὸ κτιστὸ στὸ ἄκτιστο. ῾Η κατάρρευσι τῶν εἰδωλικῶν ἰνδαλμάτων πραγματοποιεῖται ἀκατάπαυστα μέσα στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ζωή. Καὶ εἶναι τόση ἡ ἰλιγγιώδης κίνησι, ποὺ φαίνεται στάσι. Εἶναι τόσο ἀπερινόητη ἡ πλησμονὴ τῆς ἀκτίστου φωτοχυσίας στὴ Μεταμόρφωσι τοῦ Κυρίου, ὥστε δὲν λέγεται φῶς, ἀλλὰ σκότος καὶ γνόφος. Εἶναι τόσο ἀπαιτητικὴ καὶ ἀπόλυτη ἡ ἔφεσι τοῦ Ὀρθοδόξου ἀσκητοῦ γιὰ ἑνότητα, ὥστε ὁ μοναχὸς ὁρίζεται ὡς «ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος» (Φιλοκαλία, τ. Α΄, σ. 187). ῍Αν ἑνωθῆς μὲ κάτι, χωρίζεσαι ἀπὸ τὰ ἄλλα μὲ τὰ ὁποῖα δὲν ἑνώθηκες. ᾽Αλλά, ἂν θέλης νὰ ἑνωθῆς μὲ ὅλα, ὀφείλεις κατ᾽ ἀνάγκη νὰ χωρισθῆς ἀπὸ ὅλα, γιὰ νὰ ἑνωθῆς μ᾿ αὐτά. Νὰ βρίσκεσαι στὴν καρδιά τους καὶ ὅλα νὰ βρίσκωνται στὴν καρδιά σου.
῾Ο ἄνθρωπος θέλει νὰ δῆ, νὰ γνωρίση, νὰ ψηλαφήση, γιὰ νὰ πιστεύση. Καὶ ὁ Κύριος δέχεται τὴν ἀπαίτησι τοῦ Θωμᾶ νὰ Τὸν δῆ καὶ νὰ Τὸν ψηλαφήση. ῎Ετσι, ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ τοῦ ὑποδείξη τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ πλήρωμα λέγοντας: «῞Οτι ἑώρακάς με πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔγιναν ὁλόκληροι μιὰ αἴσθησι, ἕνας ὀφθαλμός, καὶ δὲν ἔρχονται σὲ μερικὴ ἐπαφὴ χρονικῶς μαζί μου, ἀλλὰ πιστεύουν, γιατὶ ὀλόκληροι βρίσκονται διηνεκῶς μὲ ὅλο τὸν Θεάνθρωπο Κύριο. ῾Οπότε, οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες εἶναι οἱ ὄντως ὁρῶντες μὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξι τὸν ἄνω πάσης κτίσεως εὑρισκόμενο, γιατὶ ἔχουν φθάσει σὲ μιὰ κατὰ χάριν ἀσύγχυτη καὶ ἀχώριστη μὲ αὐτὸν ἕνωσι. Βλέπουν μὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξι τὸν ὄντως Ὄντα. Καὶ κερδίζουν τὴν ὕπαρξί τους μὲ τὸ νὰ τὴν χάνουν: «῞Ος ἂν ἀπωλέση τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν». ῾Η εὕρεσις ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ἐκούσια θυσία, τὴν ἀπώλεια. Καὶ ἔτσι, βρίσκεις τὸν ὄντως ῎Οντα, γιὰ τὸν ὀποῖον πιὸ πολὺ ἁρμόζει τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ τὸ εἶναι, διὰ τὸ ὑπὲρ εἶναι (Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, P. G. 91, 664B). Δηλαδή, μὲ ὁποιαδήποτε ἔννοια τῆς δικῆς μας ὑπάρξεως, δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τὴν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ ὅπως οὐσιαστικὰ εἶναι. Γι῾ αὐτό, στὴ θεία Λειτουργία ὑμνοῦμε τὸν Θεό, γιατὶ εἶναι «ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος». Εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς εὐεργεσίες ποὺ γνωρίζουμε καὶ γιὰ ἐκεῖνες ποὺ δὲν γνωρίζουμε. Καὶ πιὸ πολὺ γνωρίζουμε τὰ ἄγνωστα ποὺ Αὐτὸς ρυθμίζει, ἐνῶ ἀγνοοῦμε τὰ γνωστά, ποὺ τὰ πλησιάζουμε μὲ τὴ σχετικὴ καὶ ἀποσπασματικὴ γνῶσι ποὺ ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ἔχωμε γι᾿ αὐτά. ῎Ετσι, τὸ σίγουρο καὶ γνωστὸ στὴν ἐξίσωσι τῆς ζωῆς εἶναι τὸ ἄγνωστο. Διὰ τοῦ ἀγνώστου, ἀοράτου Θεοῦ, βαίνουμε πρὸς γνῶσιν τοῦ ἀγνώστου ἑαυτοῦ μας.
῾Υπάρχει μιὰ ἀπόγνωσι (ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνῶσι) γιὰ τὴ δική μου προκοπὴ («χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»)· καὶ μιὰ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη σ᾿ Αὐτὸν ποὺ μὲ ἀγαπᾶ ἀναιτίως καὶ ἀδίκως (χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζω). ῎Ετσι, ἐγκαταλείπεις τὸν ἑαυτό σου σ” Αὐτόν. Καὶ ζητώντας νὰ γίνη τὸ θέλημά Του στὴ ζωή σου, ἡσυχάζεις. Γιατὶ μέσα στὴν πρᾶξι τῆς ἐναποθέσεως τῶν πάντων σ” Αὐτὸν βρίσκεται ἡ ἀπάντησι δοσμένη. Μὲ τὸ «σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα». Τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπὶς ἔφθασαν ὡς παρὼν παράδεισος. Καὶ ζοῦμε τὸν Κύριο ὡς τὸ Α καὶ τὸ Ω. Καταργεῖται ἡ ἀπόστασι τοῦ χρόνου, ὁ χωρισμὸς τοῦ γνωστοῦ καὶ ἀγνώστου, τοῦ λόγου καὶ τῆς σιωπῆς, τῆς εὐλογίας καὶ τῆς δοκιμασίας, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. ῞Ολα καταγλαΐζονται ἀπὸ ἄφατη παρουσία φωτὸς ἀκτίστου. Τότε νοιώθεις ὅτι ἡ αἰωνιότης χωρᾶ σὲ μιὰ στιγμή, καὶ ὁ παράδεισος τῆς ἐλευθερίας σὲ ἕναν ἅγιο μαργαρίτη (σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ). Φτάνεις μὲ τὴν ταπείνωσι στὸ μὴ ὄν: ὁ ταπεινὸς εἶναι «ὡς ἄνθρωπος μὴ ἐλθὼν εἰς τὸ εἶναι». Καὶ διεστάλης κατά χάριν, γενόμενος χώρα τοῦ ἀχωρήτου μυστηρίου.
῎Αρα, τὸ ὄργανο διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνουμε τὴν ὄντως γνῶσι δὲν εἶναι ἕνα τμῆμα τοῦ ἑαυτοῦ μας (αἴσθησι, λογική, νόησι…), ἀλλὰ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὅταν ἀξιωθῆ νὰ γίνη ὅλος μία αἴσθησι καὶ νὰ βλέπη καὶ νὰ ἀκούη τὸν ἕνα Λόγο, διὰ τοῦ ὁποίου τὰ πάντα ἐγένετο. Καὶ γνωρίζει ἑνιαίως τὰ πάντα διὰ κοινωνίας ζωῆς.
Καὶ γιὰ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴν κοινωνία ζωῆς, καλεῖται, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, νὰ ξεπεράση τὴν ἄγνοια καὶ τὴν κακία. Στὴ συνέχεια, ἂν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ ποῦμε, νὰ ξεπεράση τῶν ἐγνωσμένων ἀγαθῶν (καλῶν) τοὺς ὅρους. Νὰ προχωρήση πέρα ἀπὸ τὴ γνῶσι καὶ τὴν ἀρετή. Καὶ τότε ἡ ψυχή, ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ ἐλευθερωθεῖσα, παραδίδεται καὶ ἀναπαύεται εἰς τὴν ἄρρητον καὶ μακαρίαν κοίτην τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ τότε, ἕνα γενομένη ἡ ψυχὴ μὲ τὸν Θεὸν Λόγον (ὅλη ἐν ὅλῳ τῷ Λόγῳ ὑπάρχουσα, καὶ ὅλος ὁ Λόγος ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ), θὰ γνωρίση τοὺς λόγους καὶ τὶς αἰτίες τῶν ὄντων. ᾿Ενῶ πρὶν νυμφευθῆ τὸν Θεὸν Λόγον, ἦταν ὑποχείριος στὶς διαιρετικὲς μεθόδους.
***
᾿Εφ’ ὅσον ἄρχισε ἡ μία κατάρρευσι, ἡ διάψευσι μιᾶς ἐπιστημονικῆς θεωρίας (κλασικὴ φυσική), θὰ ἀκολουθήση καὶ ἄλλη, καὶ ἄλλη. Καὶ μετὰ τὴν κατάρρευσι ὅλων τῶν σχετικῶν θεωριῶν θὰ φθάσουμε στὰ ὅρια τῆς ᾽Αλήθειας, ποὺ δὲν ἀπειλεῖται μὲ κατάρρευσι, γιατὶ εἶναι μιὰ ἑκούσια κατάρρευσι, θυσία, προσφορά. Εἶναι ἀγάπη καὶ μόνο. ῾Η ζωὴ ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου. ῾Η ᾽Αγάπη, ὡς προσφορὰ ἀνενδεής, εἶναι ἡ δύναμι ποὺ ὑποστασιοποιεῖ τὰ μὴ ὄντα. ῾Ο Θεός εἶναι ἀγάπη. Καὶ τὸ big bang εἶναι φανέρωσι αὐτῆς τῆς ἀγάπης.
῍Αν ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα ἢ μία ἄποψι, ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη· καὶ ἂν οἱ ἐπιστήμονες δὲν θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους κομπιοῦτερ σκεπτόμενο, ἀλλὰ εἶναι ὄντως ἀπαιτητικοὶ καὶ τολμηροὶ ἐρευνῶντες ἄνθρωποι, ποὺ τὰ θυσιάζουν ὅλα, καὶ τὸν ἑαυτό τους, γιὰ τὴν ᾽Αλήθεια, τότε βρίσκονται σὲ σωστὸ δρόμο. Θὰ βρίσκωνται σὲ διαρκὴ ἐξέλιξι καὶ ἔκπληξι. Τότε θὰ ἱερουργοῦν σωστὰ τὸ διακόνημά τους μέσα στὸ παγκόσμιο συλλείτουργο.
Ὅταν οἱ ἐπιστήμονες τῆς συγχρόνου φυσικῆς βλέπουν ὡς θρησκεία τὸ παρουσιαζόμενο ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμό, δὲν βλέπουν τὴν ἀλήθεια τῆς θρησκείας, ἀλλὰ τὴν ἔκπτωσί της. ῎Ετσι, δὲν βοηθοῦνται στὴν πορεία τους γιὰ γνῶσι, ἀλλὰ ἐμποδίζονται, γιατὶ δὲν ταπεινώνονται, «δὲν ἔρχονται εἰς αἴσθησιν τῆς οἰκείας ἀσθενείας». Νομίζουν ὅτι πετυχαίνουν κάτι παραπάνω ἀπ” ὅ,τι πράγματι συμβαίνει. ῎Ετσι, βλάπτεται ἡ ἐξέλιξι στὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία τελικὰ καταξιώνεται μὲ τὸ ξεπέρασμα τῆς ἐπιστήμης.
῾Η μεγάλη βοήθεια καὶ προωθητικὴ δύναμι γιὰ τοὺς συγχρόνους φυσικοὺς θὰ εἶναι ἡ συνειδητὴ γνῶσι καὶ τὸ πλησίασμά τους μὲ τὴν ἀπαιτητικὴ τόλμη καὶ τὸ ξεπέρασμα τῶν πάντων, ποὺ ἱερουργεῖται μέσα στὴν Πατερικὴ θεολογία καί ζωή. ῞Οπου ὁ ἀληθὴς ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ ζητᾶ νὰ τὸν δῆ, ὄχι ὅπως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεός εἶναι. ῎Αρα, ἡ ἀληθὴς ἔξοδος ἀπὸ τὸν κλειστὸ χῶρο τοῦ κτιστοῦ καὶ ἡ εἴσοδος στὸν χῶρο τῆς ὄντως γνώσεως καὶ ἐλευθερίας θὰ πραγματοποιηθῆ ἂν γνωρίσουν τὴν ἀνυπόφορη -καὶ γι᾿ αὐτό, σωτήρια- ἀπαίτησι καὶ ἐπίτευξι τοῦ ἀνεπίτευκτου ἀνθρωπίνως, ποὺ συντελεῖται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη πατερικὴ ἀγωγή, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν φθάνει στὸ νὰ γνωρίση ἁπλῶς ποιὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ποιὸ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γίνεται, ὡς ἅγιος, «κατὰ χάριν ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος». Φτάνει εἰς τὴν ἄγνωστον γνῶσιν καὶ τὴ θέωσι, ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὸ ὅλον μυστήριον. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ φέρει στὰ σπλάγχνα του ὡς «βάσανο» καὶ δυνατότητα, δὲν εἶναι τμῆμα ἑνὸς μηχανικοῦ σύμπαντος. ᾽Αλλὰ τὸ σύμπαν, ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε, εἶναι τμῆμα τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου.
Καὶ ἡ τόλμη τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἐπιστημόνων, εἶναι φανέρωσι τοῦ θεοπλάστου εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζητᾶ τὰ ἀνεπίτευκτα, ποὺ εἶναι τὰ ρεαλιστικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Οἱ ἀληθινὰ τολμηροὶ ἐπιστήμονες θὰ ἀναπαυθοῦν, μόνον ὅταν γίνουν Ὀρθόδοξοι θεολόγοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά