Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΔΙΑΒΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ



 Ἰωάννης Β. Βελιτσιάνος
  Διδάκτωρ Θεολογίας Α.Π.Θ.  –      Ἐπιστημονικός Συνεργάτης (Ι.Ε.Θ.Π.)

Ἡ με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ Παύ­λου στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη ἐ­ξόρ­γι­σε τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, οἱ ὁ­ποῖ­οι «προσ­λα­βό­με­νοι τῶν ἀ­γο­ραί­ων ἄν­δρας τι­νὰς πο­νη­ροὺς καὶ ὀ­χλο­ποι­ή­σαν­τες ἐ­θο­ρύ­βουν τὴν πό­λιν» (Πρξ. 17,5). Οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ἀ­να­ζή­τη­σαν τὸν Παῦ­λο καὶ τοὺς συ­νερ­γά­τες του στὸ σπί­τι τοῦ Ἰ­ά­σο­να καὶ «μὴ εὑ­ρόν­τες δὲ αὐ­τοὺς ἔ­συ­ρον Ἰ­ά­σο­να καὶ τι­νὰς ἀ­δελ­φοὺς ἐ­πὶ τοὺς πο­λι­τάρ­χας βο­ῶν­τες ὅ­τι οἱ τὴν οἰ­κου­μέ­νην ἀ­να­στα­τώ­σαν­τες οὗ­τοι καὶ ἐν­θά­δε πά­ρει­σιν, οὗς ὑ­πο­δέ­δε­κται Ἰ­ά­σων» (Πρξ.17,6-7). Ἡ κα­τη­γο­ρί­α ποὺ δι­α­τύ­πω­σαν ἐ­ναν­τί­ον τῶν φι­λο­ξε­νού­με­νων τοῦ Ἰ­ά­σο­να ἦ­ταν πο­λι­τι­κὴ∙ «οὗ­τοι πάν­τες ἀ­πέ­ναν­τι τῶν δογ­μά­των καί­σα­ρος πράσ­σου­σιν βα­σι­λέα­ ἕ­τε­ρον λέ­γον­τες εἶ­ναι Ἰ­η­σοῦν» (Πρξ. 17,7). Αὐ­τὸ συγ­κλό­νι­σε «τὸν ὄ­χλον καὶ τοὺς πο­λι­τάρ­χας» (Πρξ. 17,7) ἀλ­λὰ τὸ θέ­μα δι­ευ­θε­τή­θη­κε, δηλ. ὁ Ἰ­ά­σο­νας πλή­ρω­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κὴ ἐγ­γύ­η­ση καὶ ἀ­φέ­θη­κε ἐ­λεύ­θε­ρος.
Με­τὰ ἀ­πὸ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ γε­γο­νό­τα οἱ νέ­οι χρι­στια­νοὶ φρόν­τι­σαν νὰ φυ­γα­δεύ­σουν τὸν Παῦ­λο μὲ τοὺς συ­νερ­γά­τες του στὴ Βέ­ροι­α[1] γιὰ νὰ συ­νε­χί­σει ἐ­κεῖ τὸ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό του ἔρ­γο. Ὁ ἴ­διος ὁ Παῦ­λος στὴ πρώ­τη ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς (2,17) ἐκ­φρά­ζει τὸν ἀ­πο­χω­ρι­σμό του μὲ τὴ λ. «ἀπορ­φα­νι­σθέν­τες». Ἔ­τσι θέ­λει νὰ δώ­σει ἔμ­φα­ση στὸν ἀ­πο­χω­ρι­σμὸ καὶ νὰ το­νί­σει τὸ πό­σο ἔν­το­να ἔ­ζη­σε τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τό, γι᾿ αὐ­τὸ προ­σθέ­τει στὸ πα­θη­τι­κὸ ρῆ­μα «ὀρ­φα­νί­ζο­μαι» τήν πρό­θε­ση «ἀπό»[2].
 Ὅ­πως μᾶς πε­ρι­γρά­φει ὁ Λου­κᾶς «οἱ δὲ ἀ­δελ­φοὶ εὐ­θέ­ως διὰ νυ­κτὸς ἐ­ξέ­πεμ­ψαν τὸν τε Παῦ­λον καὶ τὸν Σί­λαν εἰς Βέ­ροι­αν, οἵ­τι­νες πα­ρα­γε­νό­με­νοι εἰς τὴν συ­να­γω­γὴν τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀ­πή­ε­σαν»[3]Τὸ ἐ­πίρ­ρη­μα εὐ­θέ­ως δη­λώ­νει ὅ­τι χω­ρὶς χρο­νο­τρι­βή οἱ ἀ­δελ­φοὶ συ­νεν­νο­οῦν­ται μὲ τὸν Παῦ­λο καὶ τὸν Σί­λα καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζουν νὰ τοὺς φυ­γα­δεύ­σουν ἀ­πὸ τὴν πό­λη[4], ἐ­νῶ ὁ προσ­δι­ο­ρι­σμὸς διά νυ­κτός ἐ­πι­τεί­νει τὸ ἐ­σπευ­σμέ­νο τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ως. Πράγ­μα­τι τὸ σκο­τά­δι ἦ­ταν πο­λύ­τι­μος σύμ­μα­χος, δι­ό­τι θὰ προ­στά­τευ­ε τὴ συ­νο­δεί­α ἀ­πὸ τὶς ἄ­γρι­ες δι­α­θέ­σεις τῶν Ἰ­ου­δαί­ων[5]. Πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἀ­ό­ρι­στο ἐξέ­πεμ­ψεν, ὁ ὁ­ποῖ­ος δη­λώ­νει τὸ κα­τευ­ό­διο τῶν Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων στὸν Ἀ­πό­στο­λο, μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­κρί­νου­με τὴν ἀ­γω­νί­α καὶ τὴ συγ­κί­νη­ση ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα[6].
Ὅ­σο ἀ­φο­ρᾶ τὴ δι­α­δρο­μὴ τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη στὴ Βέ­ροι­α εἰ­πώ­θη­καν καὶ γρά­φτη­καν ἀρ­κε­τά. Ὅ­μως ἐ­μεῖς θὰ ἐ­πι­κεν­τρώ­σου­με τὴν ἔ­ρευ­νά μας μὲ τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ πι­θα­νό­τε­ρου δρό­μου, τὸν ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Παῦ­λος μὲ τὴν συ­νο­δεί­α του γιὰ νὰ φτά­σει ἀ­πὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη στὴ Βέ­ροι­α. Ἡ ὁ­δι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α – συγ­κοι­νω­νί­α τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης μὲ τὴ Βέ­ροι­α γι­νό­ταν μέ­σῳ τῆς ἀρ­χαί­ας Πέλ­λας. Ὅ­πως πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ἡ Πέλ­λα ἀ­πεῖ­χε ἀ­πὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη 27 ρω­μα­ϊ­κὰ μί­λια (πε­ρί­που 40 χι­λι­ό­με­τρα) καὶ ἡ Βέ­ροι­α ἀ­πὸ τὴν Πέλ­λα ἄλ­λα 30 ρω­μα­ϊ­κὰ μί­λια (πε­ρί­που 44,5 χι­λι­ό­με­τρα). Ἄ­ρα ἡ χι­λι­ο­με­τρι­κὴ ἀ­πό­στα­ση ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ δι­α­νύ­σει ἡ ὁ­μά­δα τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ἂν βέ­βαι­α ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν Ἐ­γνα­τί­α ὁ­δό, ἀ­πὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη μέ­χρι τὴν Πέλ­λα καὶ στὴ συ­νέ­χεια κά­ποι­α δι­α­κλά­δω­σή της ἀ­πὸ τὴν Πέλ­λα στὴ Βέ­ροι­α ἦ­ταν 57 ρω­μα­ϊ­κὰ μί­λια ἢ 84,5 ση­με­ρι­νὰ χι­λι­ό­με­τρα. Αὐ­τὴ τὴν ἀ­πό­στα­ση θὰ πρέ­πει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος νὰ δι­έ­νυ­σε σὲ 12 ὧ­ρες ποὺ πι­θα­νὸν νὰ μοί­ρα­σε σὲ δύ­ο μέ­ρες.  
Ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ ἐν­το­πί­σου­με καὶ τοὺς ἐν­δε­χό­με­νους δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς δρό­μους, ἐ­κτός τῆς Ἐ­γνα­τί­ας, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φθά­σει ὁ ὁ­δοι­πό­ρος ἀ­πὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη στὴ Βέ­ροι­α, μέ­σῳ ἄλ­λης πα­ρα­καμ­πτη­ρί­ου τῆς Ἐ­γνα­τί­ας ὁ­δοῦ. Ἀ­φοῦ λά­βα­με ὑ­πό­ψη εἰ­δι­κὲς με­λέ­τες[7] γι᾿ αὐ­τὸ τὸ ζή­τη­μα, συμ­πε­ραί­νου­με πὼς ἡ ὁ­δι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς Βέ­ροι­ας μὲ τὴν Πέλ­λα, στὰ χρό­νια τῆς ἐ­πι­σκέ­ψε­ως τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ἐ­πι­τυγ­χά­νον­ταν κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ τὸν οἰ­κι­σμὸ Σταυ­ρό, μέ­σῳ τῆς νό­τιας ὄ­χθης τῆς τό­τε λί­μνης τοῦ Λου­δί­α ἀ­πὸ ὅ­που κα­τέ­λη­γε ὁ τα­ξι­δι­ώ­της στὴν Πέλ­λα–Ἐ­γνα­τί­α ὁ­δό, προ­ερ­χό­με­νος ἀ­πὸ τὴ Βέ­ροι­α. Ἀ­κό­μη ἡ Βέ­ροι­α ἦ­ταν δυ­να­τὸ νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ μὲ τὴν Ἐ­γνα­τί­α ὁ­δὸ καὶ μὲ τὸν ἄλ­λο σταθ­μό, κομ­βι­κὸ ση­μεῖ­ο τῆς τε­λευ­ταί­ας, τῆς Ἔ­δεσ­σας, δε­χό­με­νη ὅ­τι ἡ νέ­α ὁ­δὸς τῆς Βέ­ροι­ας πρὸς τὴ Νά­ου­σα καὶ πρὸς τὴ ση­με­ρι­νὴ Σκύ­δρα ἔ­χει τὸ ἴ­διο μῆ­κος μὲ τὸ δι­δό­με­νο στὰ Ὁ­δοι­πο­ρι­κὰ γιὰ τὴν ἀρ­χαί­α ρω­μα­ϊ­κὴ ἐ­πο­χή, ἄ­πο­ψη ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται καὶ ἀ­πὸ μι­λιά­ριο[8], τὸ ὁ­ποῖ­ο βρέ­θη­κε καὶ πρέ­πει νὰ ἦ­ταν το­πο­θε­τη­μέ­νο σ᾿ ἐ­κεί­νη τὴ δι­α­δρο­μή, δηλ. στὸ δρό­μο τῆς Βέ­ροι­ας πρὸς τὴν Ἐ­γνα­τί­α ὁ­δό.
Ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ω­θεῖ πὼς ἡ μορ­φο­λο­γί­α τοῦ ἐ­δά­φους κα­τὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Παύ­λου ἦ­ταν τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀ­π᾿ ὅ­τι σή­με­ρα. Οἱ προ­σχώ­σεις τῶν πο­τα­μῶν Ἁ­λι­άκ­μο­να, Λου­δί­α, Ἀ­ξιοῦ καὶ Ἐ­χε­δώ­ρου ἄλ­λα­ζαν συ­νε­χῶς τὴ μορ­φο­λο­γί­α τῆς εὐ­ρύ­τε­ρης πε­ρι­ο­χῆς αὐ­ξά­νον­τας τὴν ἔ­κτα­ση τῆς ξη­ρᾶς σὲ βά­ρος τῆς λί­μνης, ὅ­πως καὶ τῆς θά­λασ­σας, ἐ­νῶ μει­ω­νό­ταν ταυ­τό­χρο­να καὶ τὸ εὖ­ρος τῆς κοί­της αὐ­τῶν[9]. Ἄ­ρα, με­τα­βαλ­λό­ταν συγ­χρό­νως καὶ ἡ κα­τεύ­θυν­ση τῶν με­γά­λων καὶ τῶν μι­κρῶν δρό­μων τῆς πε­ρι­ο­χῆς καὶ συ­νε­πῶς καὶ ὁ τρό­πος τῆς ὁ­δι­κῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας προ­σαρ­μο­ζό­ταν ἀ­να­λό­γως. Ἡ ἀλ­λα­γὴ αὐ­τή, τῆς το­πο­γρα­φι­κῆς-μορ­φο­λο­γι­κῆς κα­τα­στά­σε­ως τῆς ξη­ρᾶς ὑ­πο­χρέ­ω­νε ἀ­σφα­λῶς στὴ χά­ρα­ξη νέ­ων πα­ρα­λί­μνι­ων ἢ μὴ ὁ­δῶν καὶ δι­ό­δων, δι­α­κλα­δώ­σε­ων καὶ τῆς Ἐ­γνα­τί­ας ὁ­δοῦ, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σε πάν­το­τε ἡ Βέ­ροι­α ἀ­σχέ­τως μὲ ποι­ὰ ἀ­π᾿ αὐ­τές, δη­λα­δὴ ἡ πό­λη τῆς Βέ­ροι­ας συγ­κοι­νω­νοῦ­σε μ᾿ ὅ­λους τούς γει­το­νι­κοὺς ἢ οἰ­κι­σμοὺς τοῦ Βάλ­του–Κάμ­που.
Ὅ­σο ἀ­φο­ρᾶ τὸ πρό­βλη­μα τῆς δι­α­δρο­μῆς τοῦ Παύ­λου ἀ­πὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη πρὸς τὴ Βέ­ροι­α, κα­τα­λή­γου­με στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ Ἀπό­στο­λος πρέ­πει νὰ κα­τευ­θύν­θη­κε στὴν Πέλ­λα καὶ ἀ­πὸ κεῖ νὰ ἀ­φί­χθη­κε στὴ Βέ­ροι­α ἀ­κο­λου­θών­τας κά­ποι­α πα­ρα­καμ­πτή­ρια ὁ­δό, δι­α­κλά­δω­ση τῆς Ἐ­γνα­τί­ας, μέ­σῳ τῆς ὁ­ποί­ας ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σε ὁ­δι­κῶς ἡ Βέ­ροι­α μὲ τὴν Ἐ­γνα­τί­α ὁ­δό, δηλ. τὸ κομ­βι­κὸ σταθ­μό της, τὴν Πέλ­λα. Τοῦ­το θὰ ἔ­γι­νε μὲ πο­ρεί­α στὸ Βάλ­το– Κάμ­πο. Ὅ­μως δὲν γνω­ρί­ζου­με ἂν ἐ­πι­λέ­χτη­κε τε­λι­κὰ ἡ πιὸ με­γά­λη, ἀ­σφα­λὴς ἀ­πὸ τοὺς λη­στὲς κ.τ.λ. πο­λυ­σύ­χνα­στη ὁ­δὸς ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν Πέλ­λα στὴ Βέ­ροι­α ἢ ἀν­τί­θε­τα, κά­ποι­α μι­κρό­τε­ρη, στε­νό­τε­ρη, γιὰ λό­γους ἀ­σφα­λεί­ας γιὰ τὴν ἀ­πο­φυ­γὴ τῶν δι­ω­κτῶν του ἀ­πὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Τὸ ὅ­λο πρό­βλη­μα συν­δυ­ά­ζε­ται μὲ τὸ γε­νι­κό­τε­ρο ζή­τη­μα τῆς μορ­φο­λο­γί­ας τῆς πε­ρι­ο­χῆς, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­κτεί­νε­ται στὸν Κάμ­πο ἀ­πὸ τὴ Βέ­ροι­α πρὸς τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­πως καὶ πρὸς τὴν ἀρ­χαί­α Πέλ­λα.
 Ὁ Παῦ­λος κα­τέ­φθα­σε στὴ Βέ­ροι­α, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν μί­α ἀρ­κε­τὰ πο­λυ­άν­θρω­πη πό­λη, ἀ­σφα­λῶς ὅ­μως ὑ­πο­δε­έ­στε­ρη τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης ἐμ­πο­ρι­κά, ἱ­στο­ρι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κά[10]. Στὴ Βέ­ροι­α κα­τοι­κοῦ­σαν με­τα­ξὺ ἄλ­λων καὶ ἀρ­κε­τὸς ἀ­ριθ­μὸς Ἑ­βραί­ων στὴ συ­νοι­κί­α Μπαρ­μπού­τα[11], ὅ­που συ­νά­γε­ται ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε συ­να­γω­γή. Ὅ­πως σχο­λιά­ζει καὶ ὁ Jacquier ἡ ἰ­ου­δα­ϊ­κὴ κοι­νό­τη­τα ἦ­ταν σε­βα­στὴ στὴ Ρω­μα­ϊ­κὴ δι­οί­κη­ση, καὶ αὐ­τὸ τὸ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­τι τὰ νο­μί­σμα­τα τῆς πό­λε­ως δὲν φέ­ρουν κα­νέ­να εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ σύμ­βο­λο, προ­φα­νῶς γιὰ νὰ μὴν προ­κα­λέ­σουν τὰ αἰ­σθή­μα­τα τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ λα­οῦ.
Ἡ ἄ­φι­ξη τοῦ Παύ­λου καὶ τῆς συ­νο­δεί­ας του στὴν πό­λη τῆς Βέ­ροι­ας, πρέ­πει νὰ ὑ­πο­λο­γί­ζε­ται ἡ­μέ­ρα Σάβ­βα­το καὶ γι᾿ αὐ­τὸ καὶ «πα­ρα­γε­νό­με­νοι ἀπή­ε­σαν» κα­τευ­θύν­θη­καν πρὸς τὴ συ­να­γω­γὴ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ὁ Schmithals ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἡ «Βέ­ροι­α δὲν κα­τεῖ­χε μί­α ξε­χω­ρι­στὴ συ­να­γω­γὴ», ἀλ­λὰ ἀ­νή­κε στη δι­και­ο­δο­σί­α τῆς συ­να­γω­γῆς τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης[12].  O ἀ­ό­ρι­στος τοῦ ρ. ἀ­πή­ε­σαν μᾶς ὁ­δη­γεῖ νὰ ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὁ χῶ­ρος τῆς συ­να­γω­γῆς βρι­σκό­ταν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο συ­νέ­βαι­νε καὶ στὴ συ­να­γω­γὴ τῶν Φι­λίπ­πων, ὅ­που ἡ συ­να­γω­γὴ βρι­σκό­ταν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη[13].
Οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι τῆς Βέ­ροι­ας ἦ­ταν «εὐ­γε­νέ­στε­ροι τῶν ἐν Θεσ­σα­λο­νί­κῃ», δι­ό­τι χω­ρὶς ἐ­γω­ϊ­στι­κὴ προ­δι­ά­θε­ση, ἀλ­λὰ μὲ προ­θυ­μί­α καὶ ζῆ­λο δέ­χτη­καν τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Παύ­λου. Ἄλ­λω­στε καὶ ὁ Ἰ. Χρυ­σό­στο­μος μὲ τὸ ἐ­πί­θε­το «εὐγε­νής» δὲν χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴν κα­τα­γω­γὴ, ἀλ­λὰ τὴ δι­ά­θε­ση τῶν Βε­ροι­έ­ων[14].  Ἀ­ξί­ζει νὰ ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι οἱ Βε­ροι­εῖς, κα­τὰ τὸν Gaebelin, Ellicott καὶ Stott, συν­δύ­α­ζαν τὴ δε­κτι­κό­τη­τα μὲ τὸ κρι­τι­κὸ πνεῦμα∙ «…οἵ­τι­νες ἐ­δέ­ξαν­το τὸν λό­γον με­τὰ πά­σης προ­θυ­μί­ας, τὸ κα­θ᾿ ἡ­μέ­ραν ἀ­να­κρί­νον­τες τὰς γρα­φάς εἰ ἔ­χοι ταῦ­τα οὕ­τως»[15]. Σπου­δαί­α ση­μα­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ ἡ με­το­χὴ «ἀνα­κρί­νον­τες»[16], ἡ ὁ­ποί­α δη­λώ­νει τὴν ἀ­προ­κά­λυ­πτη με­λέ­τη τῶν Γρα­φῶν, ἐ­νῶ ὁ ἐ­νε­στώ­τας τῆς με­το­χῆς δεί­χνει τὴ συ­νέ­χεια τῆς ἔ­ρευ­νας καὶ ὁ προσ­δι­ο­ρι­σμός «τὸ κα­θ᾿ ἡ­μέ­ραν» ση­μει­ώ­νει κα­θα­ρὰ τὴν ἐ­πι­μο­νή τους στὴν ἔ­ρευ­να[17]. Ὅ­μως ἡ προ­θυ­μί­α στὴν ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ θεί­ου Λό­γου δὲν δη­λώ­νει σὲ κα­μμιὰ πε­ρί­πτω­ση τὴ νω­θρὴ καὶ ἄ­βου­λη πα­ρα­δο­χὴ ποὺ κα­κο­ποι­εῖ ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα τὴν ἀν­θρώ­πι­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἐ­φ᾿ ὅ­σον κα­ταρ­γεῖ τὸ αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που[18]. Πα­ρό­λο ποὺ οἱ συ­νά­ξεις τῶν Ἰ­ου­δαί­ων στὴ συ­να­γω­γὴ γί­νον­ταν τὸ Σάβ­βα­το καὶ τὶς δύ­ο μέ­ρες νη­στεί­ας Δευ­τέ­ρα καὶ Πέμ­πτη, στὴ Βέ­ροι­α τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Παύ­λου εἶ­χε τέ­τοι­α ἀ­πή­χη­ση, ὥ­στε οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι καὶ προ­σή­λυ­τοι δὲν ἀρ­κοῦν­ταν στὶς συγ­κε­κρι­μέ­νες μέ­ρες, ἀλ­λὰ συ­νάσ­σον­ταν κα­θη­με­ρι­νά[19]. Οἱ Βε­ροι­εῖς μὲ σχο­λα­στι­κό­τη­τα, ἀ­παι­τη­τι­κό­τη­τα καὶ μὲ ἐμ­βρί­θεια ἐ­ξέ­τα­ζαν τὰ προ­φη­τι­κὰ χω­ρί­α ποὺ πα­ρέ­θε­τε ὁ Παῦ­λος, δη­λα­δὴ ἂν εἶ­χαν γρα­φτεῖ γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ καὶ ἂν ἐ­κεῖ­νος τὰ ἐκ­πλή­ρω­νε μὲ τὴ ζω­ή του.
Ὁ Λου­κᾶς μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι στὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Παύ­λου, ποὺ ἔ­γι­νε στὴν ἰ­ου­δα­ϊ­κὴ συ­να­γω­γὴ τῆς Βέ­ροι­ας, πί­στε­ψαν πολ­λοὶ Ἰ­ου­δαῖ­οι καὶ μα­ζὶ μ᾿ αὐ­τοὺς καὶ πολ­λὲς ἑλ­λη­νί­δες τῆς ἀ­νώ­τε­ρης τά­ξης, κα­θὼς καὶ ἄν­δρες «πολ­λοὶ μὲ οὖν ἐξ αὐ­τῶν ἐ­πί­στευ­σαν, καὶ τῶν Ἑλ­λη­νί­δων γυ­ναι­κῶν τῶν εὐ­σχη­μό­νων καὶ ἀν­δρῶν οὐκ ὀ­λί­γοι»[20] σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­που μό­νο «τι­νὲς ἐξ αὐ­τῶν τῶν Ἰ­ου­δαί­ων». Ἀ­νά­με­σα σ᾿ αὐ­τοὺς ὁ Παῦ­λος ἐν­νο­εῖ καὶ τὸν Σώ­πα­τρο (ἢ Σω­σί­πα­τρο) τὸν συ­νερ­γά­τη ποὺ χά­ρι­σε στὸν Παῦ­λο ἡ ἐκ­κλη­σί­α τῆς Βέ­ροι­ας[21]. Τό ἐπί­θε­το πολ­λοί ἔ­χει διτ­τὴ ἔν­νοι­α, δι­ό­τι ἀ­φ᾿ ἑ­νὸς δη­λώ­νει τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος καὶ ἀ­φ᾿ ἑ­τέ­ρου μας νὰ κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ δὲν πί­στευ­αν. Ὁ κώ­δι­κας τοῦ Beza δι­α­σα­φη­νί­ζει «τι­νὲς μὲν οὖν αὐ­τῶν ἐ­πί­στευ­σαν, τι­νὲς δὲ ἠ­πί­στη­σαν». Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός «εὐγε­νέ­στε­ροι», κα­τά τόν Jacquier, δι­και­ώ­νουν τοὺς Βε­ροι­εῖς, δι­ό­τι καὶ αὐ­τοὶ ποὺ ἀρ­νή­θη­καν νὰ πι­στέ­ψουν, δὲν κρά­τη­σαν ἀρ­νη­τι­κὴ στά­ση ἔ­ναν­τι τοῦ Ἀ­πο­στό­λου. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοῦ Ἰ­ου­δαί­ους τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Παύ­λου βρῆ­κε ἀ­πή­χη­ση καὶ στοὺς προ­σή­λυ­τους Ἕλ­λη­νες. Ἀ­νά­με­σα στοὺς προ­σή­λυ­τους ποὺ εἶ­χαν πι­στέ­ψει, προ­βά­δι­σμα εἶ­χαν οἱ γυ­ναῖ­κες τῆς ἀ­νώ­τε­ρης κοι­νω­νι­κῆς τά­ξης καὶ με­τὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν οἱ ἄν­τρες.
Ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος τοῦ Παύ­λου προ­ξέ­νη­σε τὸ φθό­νο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης. Κα­τὰ τὸν Holzner  εἶ­ναι φυ­σι­κὸ ἐ­πα­κό­λου­θο, «ὅ­πως τὰ γαυ­γί­σμα­τα τῶν σκύ­λων συ­νο­δεύ­ουν σ᾿ ἕ­να χω­ριὸ τὸν νυ­κτε­ρι­νὸ ὁ­δοι­πό­ρο καὶ ξυ­πνοῦν τοὺς σκύ­λους ὅ­λων τῶν γει­το­νι­κῶν χω­ρι­ῶν γιὰ νὰ τὸν κα­τα­δι­ώ­ξουν», ἔ­τσι οἱ τα­ρα­ξί­ες Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς ἀ­να­στά­τω­σαν τούς Βε­ροι­εῖς[22]. Πα­ρο­μοί­ως καὶ στὴ Βέ­ροι­α ἀ­κο­λου­θή­θη­κε ἡ ἴ­δια τα­κτι­κὴ ποὺ εἶ­χε ἐ­φαρ­μο­σθεῖ στοὺς Φι­λίπ­πους καὶ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη ἀ­πὸ τοὺς δι­ῶ­κτες τοῦ Παύ­λου. Ἡ ἀ­πό­στα­ση τῶν δύ­ο πό­λε­ων, ὡς γνω­στό, δὲν εἶ­ναι με­γά­λη. Ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς μι­κρῆς αὐ­τῆς ἀ­πό­στα­σης εἶ­ναι νὰ φθά­σει ἡ εἴ­δη­ση πο­λὺ γρή­γο­ρα καὶ νὰ ἔρ­θουν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι στὴ Βέ­ροι­α μὲ σκο­πὸ «κα­κεῖ σα­λεύ­ον­τες τοὺς ὄ­χλους». Οἱ Belser[23], Holtzmann[24], Jacquier[25] καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι ἑρ­μη­νευ­τὲς[26] το­νί­ζουν ὅ­τι ἡ με­το­χὴ σα­λεύ­ον­τες ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ ἐ­πίρ­ρη­μα κα­κεῖ καὶ ὄ­χι στὸ ρῆ­μα ἦλ­θον θέ­λον­τας νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὸ σά­λο καὶ ὄ­χι γιὰ τὴν ἄ­φι­ξη τῶν Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων[27].
Ἔ­τσι οἱ Βε­ροι­εῖς φυ­γά­δευ­σαν τὸν Ἀ­πό­στο­λο τῶν ἐ­θνῶν, ὁ­δη­γών­τας τον σὲ κά­ποι­ο πα­ρα­θα­λάσ­σιο μέ­ρος, ἴ­σως τὴ Με­θώ­νη καὶ ἀ­πὸ κεῖ ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὴν Ἀ­θή­να, μὲ σκο­πὸ νὰ κα­τα­παύ­σει ὁ σά­λος ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σαν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι «εὐ­θέ­ως δὲ τό­τε τὸν Παῦ­λον ἐ­ξα­πέ­στει­λαν οἱ ἀ­δελ­φοὶ πο­ρεύ­ε­σθαι ὡς ἐ­πὶ τὴν θά­λασ­σαν ὑ­πέ­με­νον δὲ ὁ τε Σί­λας καὶ ὁ Τι­μό­θε­ος ἐ­κεῖ» (Πρξ. 17,14)[28]. Ἔ­τσι μὲ τὴν ἀ­ναγ­κα­στι­κὴ αὐ­τὴ φυ­γὴ οἱ δι­ῶ­κτες τοῦ Παύ­λου συ­νε­τέ­λε­σαν νὰ δι­α­δο­θεῖ ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ στὴ νο­τι­ό­τε­ρη Ἑλ­λά­δα[29].
Κα­τα­λή­γον­τας, θὰ ἤ­θε­λα νὰ ἐ­πι­ση­μά­νω τὰ ἑ­ξῆς:
α) Ἡ χι­λι­ο­με­τρι­κὴ ἀ­πό­στα­ση ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ δι­α­νύ­σει ἡ ὁ­μά­δα τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, μὲ βά­ση τὰ μέ­χρι τώ­ρα στοι­χεῖ­α ποὺ ἔ­χου­με στὴ δι­ά­θε­σή μας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν Ἐ­γνα­τί­α ὁ­δὸ ἀ­πὸ τὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη μέ­χρι τὴν Πέλ­λα καὶ στὴ συ­νέ­χεια κά­ποι­α δι­α­κλά­δω­σή της ἀ­πὸ τὴν Πέλ­λα στὴ Βέ­ροι­α ἦ­ταν 57 ρω­μα­ϊ­κὰ μί­λια ἢ 84,5 ση­με­ρι­νὰ χι­λι­ό­με­τρα. Αὐ­τὴ τὴν ἀ­πό­στα­ση θὰ πρέ­πει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος νὰ δι­έ­νυ­σε σὲ 12 ὧ­ρες ποὺ πι­θα­νὸν νὰ μοί­ρα­σε σὲ δύ­ο μέ­ρες.
β) Τέ­λος, μὲ βά­ση τὶς πλη­ρο­φο­ρί­ες ποὺ μᾶς πα­ρέ­χει τὸ μο­να­δι­κὸ κεί­με­νο τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς (Πρξ. 17,10-15), ἤ­θε­λα νὰ ἐ­πι­ση­μά­νω ὅ­τι μ᾿ αὐ­τὴ τὴν πε­ρι­κο­πὴ, ἀ­φ᾿ ἑ­νὸς μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἡ εὐ­γε­νι­κὴ δι­ά­θε­ση τῶν κα­τοί­κων τῆς πό­λης τῆς Βέ­ροι­ας[30], καὶ ἀ­φ᾿ ἑτέρου κα­το­χυ­ρώ­νε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λι­κό­τη­τα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Βε­ροι­έ­ων.  



1. Σύμ­φω­να μὲ τὴ μυ­θο­λο­γί­α, ἡ Βέ­ροι­α εἶ­ναι κό­ρη τοῦ Ὠ­κε­α­νοῦ καὶ τῆς Θέ­τι­δος ἢ κό­ρη τοῦ Ἄ­δω­νη καὶ τῆς Ἀ­φρο­δί­της. Ἡ πό­λη λέ­γε­ται ὅ­τι κτί­σθη­κε ἀ­πὸ τὸ Μα­κε­δό­να στρα­τη­γὸ Φέ­ρω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­δω­σε στὴν πό­λη τὸ ὄ­νο­μά του (τὸ γράμ­μα Φ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ στὴν πε­ρι­ο­χὴ προ­φέ­ρε­ται σὰν Β). Ἡ ἐκ­δο­χὴ τῆς μα­κε­δο­νι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας λέ­ει ὅ­τι ἡ πό­λη κτί­σθη­κε ἀ­πὸ τὸ βα­σι­λιὰ Βέ­ρη­τα, ὁ ὁ­ποῖ­ος τῆς ἔ­δω­σε τὸ ὄ­νο­μα τῆς μί­α ἀ­πὸ τὶς κό­ρες του. Τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν γό­νων του ἦ­ταν Βέ­ροι­α, Μί­ε­ζα, Ὄλ­γα­νος καὶ Ὀ­ρέ­στης.
Δι­ά­φο­ρες πα­ρα­δό­σεις δι­α­σώ­ζον­ται γιὰ τὴν ἵ­δρυ­ση τῆς πό­λε­ως. Οἱ ἐ­πι­κρα­τέ­στε­ρες εἶ­ναι ὅ­τι ἔ­χει κτι­σθεῖ ἀ­πὸ τὸν Μα­κε­δό­να στρα­τη­γὸ Φέ­ρω­να ἢ Βέ­ρω­να ἐ­ξ᾿ οὐ καὶ τὸ ὄ­νο­μα τῆς πό­λε­ως. Οἱ πρῶ­τοι κά­τοι­κοί της ἦ­ταν Φρύ­γες, νω­ρὶς ὅ­μως τὴν κα­τά­κτη­σαν οἱ Μα­κε­δό­νες βα­σι­λεῖς καὶ τὴν κα­τέ­στη­σαν τὴν πιὸ ὀ­χυ­ρὴ πό­λη τῆς Ἠ­μα­θί­ας με­τὰ τὴν Ἔ­δεσ­σα. Με­τὰ ἀ­πὸ τὴν μά­χη τῆς Πύν­δας (168 π.Χ.) ἦ­ταν καὶ ἡ πρώ­τη πό­λη ποὺ πα­ρα­δό­θη­κε στοὺς Ρω­μαί­ους καὶ συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε στὴν τρί­τη ἀ­πὸ τὶς τέσ­σε­ρις με­ρί­δες, στὶς ὁ­ποῖ­ες δι­αι­ρέ­θη­κε ἡ Μα­κε­δο­νί­α (Tertia Regio). Κα­τά τό Τί­το Λί­βιο (Ab urbe condita 45,29) «Tertia pars factaquamAxius ab orientePeneus amnis ab occasu cinguntad septentrionem Bora mons obicituradiecta huic parti regioPaeoniaqua ab occasu praeter Axium amnen porrigiturEdessa quoque et Beroea eodem concesserunt». Ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὴν ἀ­πό­με­ρη θέ­ση της ὁ Κι­κέ­ρων τὴν χα­ρα­κτη­ρί­ζει oppidium devium, δηλ. ἀ­πρό­σι­τη πό­λη. Οἱ Ρω­μαῖ­οι τῆς ἔ­δω­σαν τὸν τί­τλο τῆς νε­ο­κώ­ρου καὶ τὸ 27 π.Χ. ἱ­δρύ­θη­κε τὸ «κοι­νόν τῶν Μα­κε­δό­νων», ὅ­που ἦ­ταν καὶ ἡ ἕ­δρα κο­πῆς νο­μι­σμά­των τοῦ κοι­νοῦ. Ἀρ­γό­τε­ρα στὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Νέρ­βα, ὀ­νο­μά­σθη­κε «μη­τρό­πο­λις».Βλ. Γ. Χι­ο­νί­δης, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Βέ­ροι­ας, τ. 1, Βέ­ροι­α 1960, σσ. 195-198 καί 208-210. 
Τὸ ὄ­νο­μα Βέ­ροι­α – Βέρ­ροι­α – Βε­ρό­η κα­τὰ τοὺς γλωσ­σο­λό­γους εἶ­ναι μὲν θρα­κι­κῆς προ­ε­λεύ­σε­ως, ἔ­χει ὅ­μως ἑλ­λη­νι­κὴ μορ­φή, τὴν ὁ­ποί­α ἡ μᾶλ­λον πρώ­τη πό­λη μὲ τὸ ἐν λό­γῳ ὄ­νο­μα, ἡ Βέ­ροι­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, ὕ­στε­ρα δα­νεί­ζει στὶς ἄλ­λες ὁ­μώ­νυ­μες πό­λεις. Τὸ ὄ­νο­μα Βέ­ροι­α πῆ­ραν ἀ­πὸ τὴ μα­κε­δο­νι­κὴ μη­τρό­πο­λη πολ­λὲς πό­λεις τοῦ κό­σμου, ὅ­πως ἡ Βέ­ροι­α ἢ Βε­ρό­η τῆς Θρά­κης (πλέ­ον Στά­ρα Ζα­γό­ρα τῆς Βουλ­γα­ρί­ας), τὸ με­τα­νο­μα­σθὲν Χα­λέ­πι τῆς Συ­ρί­ας, τὰ Βέρ­ρια ἢ Βέρ­ροι­α τῆς Λα­κω­νί­ας, ἤ Berea τοῦ Ὀ­χά­ϊο τῶν Η.Π.Α. (καὶ ἄλ­λοι οἰ­κι­σμοὶ τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς), μί­α συ­νοι­κί­α τοῦ Γι­ο­χά­νεσ­μπουργκ τῆς Ἀ­φρι­κῆς, Βε­ρό­η πό­λη τῆς Μοι­σί­ας κον­τὰ στὴ πό­λη Troesmis στὸν Κά­τω Δού­να­βη, Βέ­ροι­α τῆς Συ­ρί­ας, ἡ γνω­στὴ ὡς σή­με­ρα ὡς Alepo ἢ Halep, ἡ Vereia τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῆς Μό­σχας στὴ Ρω­σί­α, κ.ἄ. Βλ. Με­γά­λη ἑλ­λη­νι­κὴ ἐγ­κυ­κλο­παί­δεια (ΜΕΕ), τ. 7, Ἀθῆναι 1929, σ.115. Γενικά δέν ὑπάρχει σαφής προσ­δι­ο­ρι­σμὸς τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας τοῦ ὀ­νό­μα­τος καὶ ὑ­πάρ­χουν δι­ά­φο­ρες ἐκ­δο­χὲς πε­ρὶ αὐ­τοῦ. Σύμ­φω­να μὲ τοὺς γλωσ­σο­λό­γους, ἡ κα­τά­λη­ξη -ροι­α εἶ­ναι πα­ρά­γω­γο τοῦ ρή­μα­τος ρέ­ω καὶ προσ­δί­δε­ται σὲ πό­λεις πλού­σι­ες σὲ ὑ­δά­τι­να ἀ­πο­θέ­μα­τα, πρᾶγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἰ­σχύ­ει γιὰ τὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Βέ­ροι­ας. Οἱ νε­ώ­τε­ροι σχη­μα­τί­ζουν τὸ ὄ­νο­μα Βέ­ροι­α ἀ­πὸ τὸ ἐ­πι­τα­τι­κὸ μό­ριο ἢ τὸ φρυ­γι­κὸ ρῆ­μα βε καὶ τὸ οὐ­σι­α­στι­κὸ ρους. Βλ. Γ. Χι­ο­νί­δης, Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Βέ­ροι­ας, 1, σσ. 56-60. Τὸ ρῆ­μα φέ­ρω στὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ ἐ­νέ­χει καὶ τὴν ἔν­νοι­α εἶ­μαι πλού­σιος σὲ κά­τι, ὅ­πως καὶ ἡ λέ­ξη φερ­νή πού ση­μαί­νει προί­κα. Πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. I.Z. Dimitrov, «Ἡ Βέ­ροι­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας καί αἱ ἄλ­λαι Βέ­ροι­αι», Πρα­κτι­κά Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συμ­πο­σί­ου «Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καὶ ἡ Βέ­ροι­α» (26-28 Ἰου­νί­ου 1996), σσ. 109-116. 
2. Βλ. πε­ρισ­σό­τε­ρα, Ἰ. Γα­λά­νη, Ἡ πρώ­τη ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου πρὸς Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1985, σσ. 194-195.
3. Πρξ. 17,10.
4. Πρβλ. J. E. Belser, Die Apostelgeschichte, Wien 1905, σσ. 216-217. Th. Zahn, Die Apostelgeschichte des Lukas, Kommentar zum Neuen Testament, Leipzig – Erlagen 1921, σ. 592.
5. E. Jacquier, Les Actes des Apotres,Paris 1929, σ. 516.
6. Σ. Σάκ­κος, «Ὁ Παῦ­λος στὴ Βέ­ροι­α (Πρξ. 17, 10-15)»,  Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καὶ ἡ Βέ­ροι­α, πρα­κτι­κὰ Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου (1985), σ. 205.
7. N.G.L. Hammond καί M.B. Hatzopoulos στὸ ἀ­με­ρι­κά­νι­κο πε­ρι­ο­δι­κὸ τῆς Ἀρ­χαί­ας Ἱ­στο­ρί­ας A- JAH, 7,2 (1982), 128-149 καί 8,1 (1983) 48-53. Βλ. Π. Θε­ο­δω­ρί­δη, «Κοι­νόν Μα­κε­δό­νων», τεῦχος 1 (1996), 24-28.
8. Τά­ μι­λιά­ρια ἦ­ταν τὰ ὁ­δό­ση­μα τῆς ρω­μα­ϊ­κῆς ἐ­πο­χῆς. Συ­νή­θως ἦ­ταν μο­νό­λι­θες κυ­λιν­δρι­κὲς στῆ­λες ποὺ ἔμοια­ζαν μὲ μο­νο­κι­ό­νιο. Δι­α­σώ­θη­καν, στὸ σύ­στη­μα τῶν πολ­λῶν χι­λιά­δων μι­λι­α­ρί­ων κα­τὰ μῆ­κος τῶν ρω­μα­ϊ­κῶν ὁ­δῶν, με­ρι­κὲς δε­κά­δες. Τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τους ἔγ­κει­ται στὸ ὅ­τι ἀ­να­γρα­φό­ταν ἡ ἀ­πό­στα­ση τοῦ ση­μεί­ου ἐγ­κα­τά­στα­σης τοῦ μι­λι­α­ρί­ου εἴ­τε ἀ­πὸ τὴν πιὸ κον­τι­νὴ πό­λη, εἴ­τε ἀ­πὸ ἕ­να ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ἀ­στι­κὸ κέν­τρο. Ἐ­πι­πλέ­ον, ἐ­πά­νω στὰ μι­λιά­ρια ὑ­πῆρ­χαν ση­μει­ώ­σεις καὶ μνη­μο­νεύ­σεις ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σε­ων, κυ­ρί­ως τμη­μα­τι­κῶν, τοῦ ὁ­δο­στρώ­μα­τος. Ὁ τύ­πος τῆς ἀ­να­φο­ρᾶς εἶ­ναι τυ­πι­κὸς καὶ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται σὲ ὅ­λη τὴν αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Συ­νή­θως ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ Αὐ­το­κρά­το­ρας ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ὁ­ποί­ου πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἡ συν­τή­ρη­ση τῆς ὁ­δοῦ. Θε­ω­ρεί­ται πι­θα­νὸν ὅ­τι κα­θ᾿ ὅ­λη τὴ δι­α­δρο­μή, ἡ «κα­τα­στή­λω­σις κα­τά μί­λιον» ἦ­ταν ἐ­παμ­φο­τε­ρής, δη­λα­δὴ ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν μι­λιά­ρια καὶ στὶς δύ­ο πλευ­ρὲς τοῦ δρό­μου, ἀλ­λὰ δὲν ἔ­χει τεκ­μη­ρι­ω­θεῖ κά­ποι­α γε­νι­κευ­μέ­νη­ χρή­ση αὐ­τῆς τῆς με­θό­δου. Γιὰ τὰ μι­λιά­ρια τῆς Ἐ­γνα­τί­ας ὁ­δοῦ ἔ­γρα­ψαν οἱ Λ. Γου­να­ρο­πού­λου καὶ Μ.Β. Χα­τζό­που­λος στὴ σει­ρὰ «Με­λε­τή­μα­τα», τοῦ Κέν­τρου τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς καὶ τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­ας τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Ἐ­ρευ­νῶν, Ἀ­θή­να 1985.
9. Βλ.  Ἐγ­κυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος Larousse Britannica, τ. 5, Ἀ­θή­να 2006, σ. 340.
10. Βλ. Ellicott, Bible Commentary, σ. 895.
11. Ἡ Μπαρ­μπού­τα εἶναι ἡ ἑ­βρα­ϊ­κὴ συ­νοι­κί­α, ποὺ χρο­νο­λο­γεῖ­ται ἀ­πὸ τὰ ρω­μα­ϊ­κὰ χρό­νια (50 μ.Χ.) καὶ ὀ­φεί­λει τὸ ὄ­νο­μά της σὲ μί­α βρύ­ση στὴν πε­ρι­ο­χή, ποὺ δι­α­τη­ρεῖ­ται ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα. Το­πο­θε­τεῖ­ται βο­ρει­ο­δυ­τι­κὰ στὸ χάρ­τη τῆς πό­λης, πλά­ϊ στὸν πο­τα­μὸ Τρι­πό­τα­μο. Ἡ Μπαρ­μπού­τα ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μί­α πε­ρί­κλει­στη καὶ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νη πε­ρι­ο­χή, μὲ τὴ συ­να­γω­γὴ καὶ τὸ μο­να­δι­κὸ ἐμ­πο­ρι­κὸ δρό­μο τῆς ἐ­πο­χῆς, τὴν ὁ­δὸ Χά­βρας. Ἀρ­χι­κὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε μί­α μι­κρὴ κοι­νό­τη­τα Ἑ­βραίων, ἡ ὁ­ποί­α πρὸς τὸ τέ­λος τοῦ 15ου αἰ­ῶ­να μ.Χ. με­γά­λω­σε μὲ τὴν ἄ­φι­ξη πο­λυ­ά­ριθ­μων Ἑ­βραί­ων ἀ­πὸ τή­ν Ἱσπα­νί­α καὶ τήν Πορ­το­γα­λί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὰ στοι­χεῖ­α τῆς γει­το­νιᾶς ἀ­πο­τε­λοῦν τὰ πε­ρί­φη­μα σα­χνι­σιά (οἱ προ­ε­ξο­χὲς τῶν κτι­ρί­ων), ὁ ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νος πά­νω ἀ­πὸ τὴ στέ­γη ἡλι­α­κό­ς καὶ οἱ δί­φυλ­λες βα­ρι­ὲς ἐ­ξώ­πορ­τες μὲ ὁ­ρι­ζόν­τια καὶ δι­α­γώ­νια ξύ­λα, ποὺ φέ­ρουν πλα­τυ­κέ­φα­λα καρ­φιά. Εἰ­κό­νες ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τῆς πό­λης κα­τὰ τὸν 18ο αἰ­ῶ­να, φέ­ρει ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ συ­νοι­κί­α Κυ­ρι­ώτισ­σα, μὲ τὰ στε­νὰ καλ­ντε­ρί­μια της, τὰ λι­θό­στρω­τα σο­κά­κια καὶ τὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν ποὺ μοιά­ζουν νὰ ἀ­κουμ­ποῦν με­τα­ξύ τους. Πί­σω ἀ­πὸ τοὺς ψη­λοὺς αὐ­λό­γυ­ρους καὶ δί­πλα στὰ σο­κά­κια ξε­προ­βάλ­λουν μι­κρὲς λι­θό­κτι­στες Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ συ­νοι­κί­α ἀ­πα­ριθ­μεῖ πολ­λὲς χρι­στι­α­νι­κὲς καὶ βυ­ζαν­τι­νὲς Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἡ Κυ­ρι­ώ­τισ­σα ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὸ στὺλ τῆς Μπαρ­μπού­τας μὲ τὰ σα­χνι­σιά (= ὁ­ρο­λο­γί­α τῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται στὶς προ­σό­ψεις πα­ρα­δο­σια­κῶν κτη­ρί­ων, καὶ πε­ρι­γρά­φει τὶς προ­ε­ξο­χὲς στη­ριγ­μέ­νες σὲ ξύ­λι­να δο­κά­ρια, οἱ ὁ­ποῖ­ες βρί­σκον­ται πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρια τῆς τοι­χο­ποι­ΐας τοῦ ἰ­σο­γεί­ου) καὶ τὶς βα­ρι­ὲς πόρ­τες. Πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ δι­α­τη­ρη­τέ­α σπί­τια ἔ­χουν ἀ­να­πα­λαι­ω­θεῖ καὶ ἔ­χουν με­τα­τρα­πεῖ σὲ χώ­ρους ἀ­να­ψυ­χῆς καὶ δι­α­σκέ­δα­σης.
12. W. Schmithals, Die Apostelgeschichte des Lukas, Zuerich 1982, σ. 157.
13. Πρξ. 16,13.
14. Πρβλ. J. Knabenbauer, Commentarius in Actus Apostolorum, Cursus Schripturae Sacrae, τ. 5, Parisiis 1899, σ. 298. Th. Zahn, Die Apostelgeschichte des Lukas, Kommentar zum Neuen Testament, Leipzig – Erlagen 1921, σ. 593. Fr. Blass, Acta Apostolorum, Goettingen 1895, σ. 187. F.F. Bruce, The Acts of the Apostels, London 1956, σ. 328. A.C. Gaebelein, The Acts of the Apostels, Edinburgh 1961, σ. 301. H. Conzelmann, Acts of the Apostels, μετ­φρ. Ἀ­πὸ τὴ γερμ. 2α ἒκδ. (1972), σ. 116. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ θέ­μα βλ. Π. Κου­τλε­μά­νη, «Οὗ­τοι δὲ (οἱ Βε­ροι­εῖς) ἦσαν εὐ­γε­νέ­στε­ροι τῶν ἐν Θεσ­σα­λο­νί­κῃ (Πρξ. 17,11), Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καὶ ἡ Βέ­ροι­α, πρα­κτι­κὰ Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου (1985), σσ. 95-103.
15. Πρξ. 17,11β.
16. Τὸ ρ. ἀ­να­κρί­νω ἔ­χει δι­κα­στι­κὴ ἔν­νοι­α καὶ ση­μαί­νει τὴ δι­ε­ξα­γω­γὴ ἀ­να­κρί­σε­ως, κα­θὼς τὴν ἐ­πι­με­λῆ καὶ πλή­ρη ἐ­ξέ­τα­ση τῶν δε­δο­μέ­νων σύμ­φω­να, μὲ τὴν ὁ­ποί­α θὰ δι­ε­ξα­χθεῖ μί­α δι­κα­στι­κὴ ἀ­πό­φα­ση. Βλ. σχε­τι­κὸ λῆμ­μα στὸ λε­ξι­κὸ Liddell – Scott, Μέ­γα λε­ξι­κὸν τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σης, μετ­φρ. Ξ.Π. Μό­σχου, Ἀ­θῆ­ναι α.ε.
17. Ὁ­ρι­σμέ­νοι κώ­δι­κες, ὅ­πως σι­να­ϊ­τι­κός, ἀ­λε­ξαν­δρι­νός, βα­τι­κα­νός, κ.ἄ. πα­ρα­λεί­πουν τὸ ἄρ­θρο, χω­ρὶς αὐ­τὸ νὰ ση­μαί­νει ὅ­τι ἀλ­λά­ζει τὸ νό­η­μα τῆς γρα­φῆς.
19. G. Schille, Die Apostelgeschichte des Lukas, Berlin 1984, σ. 352.
19. G. Schille, Die Apostelgeschichte des Lukas, Berlin 1984, σ. 352.
20. Πρξ. 17,12. Πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. Ἰ. Γα­λά­νη, Οἱ «ἑλ­λη­νί­δες γυ­ναῖ­κες…» τῆς Βέ­ροι­ας, πρα­κτι­κὰ Δι­ε­θνοῦς Ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συμ­πο­σί­ου «Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καὶ ἡ Βέ­ροι­α» (27-28 Ι­ου­νί­ου 1995), σσ. 69-77. 
21. Ὁ κώ­δι­κας τοῦ Beza καὶ με­ρι­κοὶ ἄλ­λοι ἀ­να­φέ­ρουν κά­ποι­ο Πύρ­ρο ὡς πα­τέ­ρα τοῦ Σω­πά­τρου. Ἂν ἡ προ­σθή­κη δι­α­σώ­ζει ἱ­στο­ρι­κὴ πλη­ρο­φο­ρί­α, πι­θα­νὸν ὁ Σώ­πα­τρος κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν Ἤ­πει­ρο, ὡς γνω­στὸ ἀ­να­φέ­ρε­ται καὶ βα­σι­λιὰς τῆς πε­ρι­ο­χῆς μὲ τὸ ὄ­νο­μα Πύρ­ρος. Αὐ­τὸ ἐ­νι­σχύ­ε­ται καὶ ἀ­πὸ τὸ πρω­τό­τυ­πο κεί­με­νο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων, δηλ. ὅ­τι ὁ Σω­σί­πα­τρος ἦ­ταν Ἕλ­λη­νας καὶ κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ εὐ­γε­νῆ οἰ­κο­γέ­νεια «Σώ­πα­τρος ο Πύρ­ρου Βε­ροια­ίος». Βλ. Nestle Alena, Novum testamentum, σ. 362 καί The Neu testament in the original Gress, 1890, σ. 294.
22. J. Holzner, Παῦ­λος, μετ­φρ. Ἀρ­χι­επ. Ἱ­ε­ρω­νύ­μου, Ἀ­θῆ­ναι 1986, σ. 197.
23. J. E.Belser, Die Apostelgeschichte, Wien 1905, σ. 216.
24. H.J. Holtzmann, Hand-Kommentar zum Neuen Testament, Tübingen und Leipzig 1901, σ. 110.
25. Ε. Jacquier, Les Actes des Apotres, Paris 1926, σ. 518.          
26. Ὁ Blass στὸ ἔρ­γο του Acta Apostolorum, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἡ με­το­χὴ σα­λεύ­ον­τες ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ ἐ­πίρ­ρη­μακα­κεῖ καὶ ὄ­χι στὸ ρ. ἦλ­θον, ὁπότε θὰ ἦ­ταν ταυ­τό­ση­μο μὲ τὸ κα­κεῖνο δη­λώ­νον­τας τὸ τό­πο σὲ κί­νη­ση,  σ. 188. Τὴν ἴ­δια ἄ­πο­ψη ἔ­χει καὶ ὁ W. Eckey, Die Apostelgeshichte, (1968), σ. 125.
27. Πρβλ. Πρξ. 14,19.
28. Βλ. πε­ρισ­σό­τε­ρα, Ἰ. Βε­λι­τσιά­νου, «Ἡ προ­βλη­μα­τι­κή, ἡ σχε­τι­κὴ μὲ τὴ δι­έ­λευ­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὴν Πι­ε­ρὶ­α», Ἡ Πι­ε­ρί­α στὰ Βυ­ζαν­τι­νὰ καὶ Νε­ό­τε­ρα Χρό­νια, 3ο ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ συ­νέ­δριο Κα­τε­ρί­νη 2008, σσ. 209-217.
29. Βλ. Χρ. Κρι­κώ­νης, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος καὶ οἱ Σί­λας καὶ Τι­μό­θε­ος, Θεσ/νί­κη 1997, σ. 51.
30. Ἐ­παι­νε­τι­κὲς ἀ­να­φο­ρὲς στὶς Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Μα­κε­δο­νί­ας γί­νον­ται καὶ στὴν Β΄ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λὴ (8, 1-6∙ 11,9), στὶς ὁ­ποῖ­ες συγ­κα­τα­λέ­γε­ται καὶ ἡ εὐ­γε­νὴς χρι­στι­α­νι­κὴ κοι­νό­τη­τα τῶν Βε­ροι­έ­ων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά