Πέμπτη, Μαρτίου 21, 2013

ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ:ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ



Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται στη νοτιοανατολική περιοχή της χερσονήσου, στην τοποθεσία Μελανά και σε υψόμετρο 160 μέτρων. Άλλες ονομασίες της: «Βασιλική Μεγάλη Λαύρα», «Λαύρα του κυρού Αθανασίου», «Λαύρα του Αγίου Αθανασίου», «Λαύρα της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Μπαίνοντας στο μοναστήρι, έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε μια βυζαντινή πόλη, φορτισμένη με ένδοξη ιστορία και ιερές μνήμες. Κτίσματα με κουρασμένη όψη, αλλά σεμνή διαγωγή, διηγούνται την επιβλητική παρουσία της πρώτης του Όρους Μονής, ανά τους αιώνες. Στέγες βαριές, με στρωμένες τις πλάκες πριν αιώνες, παρέχουν ασφάλεια και εγγύηση εναντίον των στοιχείων της φύσης.
Τη Λαύρα, την πρώτη στην ιστορία και την ιεραρχία μεταξύ των αγιορειτικών Μονών, ίδρυσε ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, η επιβλητικότερη μορφή μεταξύ των Αγιορειτών. Η ίδρυσή της εισάγει επαναστατικό τρόπο ζωής στον αθωνικό μοναχισμό. Παρόλα τα προσκόμματα που παρουσιάζονται από τα πρώτα βήματα της λειτουργίας της, αυτή θα παίξει πρωταρχικό ρόλο στ' αγιορειτικά πράγματα. Ο Αθανάσιος, με διεισδυτική ματιά στο μέλλον, έβλεπε πως οι «ευτελείς σκηναί» ήταν αδύνατο να στεγάσουν τον μοναχισμό επί αιώνες. 

 
Γεννημένος το 930 στην Τραπεζούντα, ο Αθανάσιος, σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και για μικρό χρονικό διάστημα δίδαξε φιλοσοφία και ρητορική, φτάνοντας η φήμη του μέχρι τ' αυτιά των βασιλέων. Και ενώ η ζωή του υπόσχεται δόξες και τιμές, αυτός μεταβαίνει στο όρος Κυμινά, στη Βιθυνία, για να γίνει μοναχός. Γέροντάς του ο Όσιος Μιχαήλ Μαλεΐνο, που ήταν θείος των Φωκάδων Λέοντα και Νικηφόρου. Μεταξύ του Αθανασίου και των Φωκάδων συνάπτεται μεγάλη φιλία που θα αποβεί ευεργετική για το Άγιο Όρος. Μετά την κοίμηση του Μιχαήλ, το 957, ο Αθανάσιος αναχωρεί, ύστερα από 5ετή άσκηση στον Κυμινά, για άγνωστη κατεύθυνση, προξενώντας θλίψη σε όλους εκείνους που τον είχαν οδηγό και φίλο πιστό. Περισσότερο απ' όλους θλίβεται ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, που αναζητά τον φίλο του στα πέρατα της βυζαντινής επικράτειας.
Ερχόμενος στον Άθω ο Αθανάσιος αλλάζει όνομα, γίνεται Βαρνάβας, και υποτάσσεται σ' έναν γέροντα, στη μονή Ζυγού, όπου σήμερα βρίσκεται η Χρωμίστα. Κατά το τέλος του επόμενου χρόνου, 958, τον παίρνει ο γέροντάς του στις Καρυές, για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα στο Πρωτάτο, και μετά το τέλος της γιορτής, να συμμετάσχει αυτός στη σύναξη των γερόντων. Κατά το διάστημα της αγρυπνίας ο Πρώτος υποψιάζεται πως ο αγράμματος, ο ευήθης και σαλός Βαρνάβας, που έφερε στα χέρια του πίνακα για να του μαθαίνει γράμματα ο γέροντάς του, είναι καθηγητής πανεπιστημίου και αναζητούμενος από τους Φωκάδες στα πέρατα της βυζαντινής αυτοκρατορείας. Οι Φωκάδες τον ανακαλύπτουν και ο αδελφός του Νικηφόρου, ο Λέων, έρχεται στις Καρυές να τον συναντήσει. Στο μεταξύ ο Αθανάσιος εγκαταλείπει τις Καρυές μετά την ανακάλυψη ενός απομακρυσμένου ασκητηρίου στα Μελανά, όπου σήμερα βρίσκεται η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, και βάζει όρο να παραμείνει μέσα στη σπηλιά για ένα χρόνο. Η ζωή του γίνεται αφόρητη ένεκα των οδυνηρών πειρασμών των δαιμόνων αλλά ο όρος τηρείται και με τη συμπλήρωση χρόνου λαβαίνει κουφισμό των πειρασμών και θείες δωρεές.
Εδώ τον βρίσκει ο αγγελιαφόρος του Νικηφόρου, ο οποίος τον προσκαλεί να έρθει μαζί του στην Κρήτη για να συμμετάσχει στην τολμηρή απόφαση της ανακατάληψης της νήσου από τους Σαρακηνούς. Όλα στέφονται με επιτυχία και μέρος από τους αμέτρητους θησαυρούς – λάφυρα των Σαρακηνών δίνονται από τον Φωκά για την ανέγερση της Λαύρας. Είναι Μάρτιος του 961. Στην Κωνσταντινούπολη ο Φωκάς εξασφαλίζει από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β΄ (959-963) την άδεια για την ίδρυση της Λαύρας. Με το γράμμα του Ρωμανού Β΄ και εξι λίτρα χρυσάφι στέλνει στα Μελανά ο Νικηφόρος τον Μεθόδιο ο οποίος παρέμεινε εδώ 6 μήνες. Στο διάστημα αυτό αρχίζει το έργο, και πριν περάσουν τέσσερις μήνες έρχεται η είδηση ότι ο Νικηφόρος αναγορεύτηκε βασιλιάς (16 Αυγούστου 963). Αμέσως ο Αθανάσιος μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη αφήνοντας ημιτελές το κτίσιμο της εκκλησίας και«χρησάμενος ονειδιστικοίς λόγοις» κατά του Νικηφόρου, του συνιστά ν' ακολουθήσει την κλήση του. Υπεραπολογούμενος ο Νικηφόρος υπόσχεται με όρκο «της βασιλείας καταφρονήσαι και του διαδήματος». Πραγματικά, ο Νικηφόρος είχε υποσχεθεί να αφιερωθεί στο Θεό πολύ πιο πριν: όταν έδινε στον Αθανάσιο τα απαιτούμενα για την ίδρυση της Λαύρας, του ζήτησε παράλληλα, να οικοδομήσει κι ένα κελλί ησυχαστικό, εκτός της Λαύρας, όπου θα μόναζε αυτός, ο αββάς του Άγιος Αθανάσιος και «έτεροι τρεις αδελφοί». Κι όλοι μαζί, έλεγε ο Νικηφόρος, την Κυριακή «κατερχώμεθα εις την Λαύραν και των θείων αγιασμάτων μεταλαμβάνωμεν».
Πρώτα κτίζεται το Καθολικό, στο σημείο ακριβώς όπου βρίσκονταν το σπήλαιο των Μελανών. Παράλληλα εγείρεται και το κάστρο με τις κόρντες και τα κελλιά προσαρτημένα, «κύκλω τα πάντα της εκκλησίας στοιχηδόν, εν τετραγώνω τω σχήματι». Ο ίδιος ο Αθανάσιος πρωτοστατεί σε όλα τα έργα εκτελώντας τις πιο βαρειές δουλιές. Ήταν τόσο ανδρείος που λέγεται ότι αυτός τραβούσε τον ένα ζυγό της αμάξης μόνος, και τον άλλο ζυγό τρεις άνδρες μαζί.
Στον νέο ποιμένα έρχονται να υποταχθούν ηγούμενοι αγιορειτικών μονυδρίων μαζί με τις συνοδείες τους, ακόμη και επίσκοποι, που παραιτούνταν από τους θρόνους τους, καθώς και πατριάρχες, όπως ο Νικόλαος Β΄ ο Χρυσοβέργης (984-996). Η Λαύρα μοιάζει με μωσαϊκό εθνοτήτων. Μια αδελφότητα, της οποίας «η συναγωγή συνεκροτείτο από παντός σχεδόν έθνους των υπό τον ουρανόν».
Αν όμως αυξάνει η αδελφότητα και η φήμη της Λαύρας, μεγαλώνει παράλληλα και η ζηλοφθονία. Έτσι μετά το θάνατο του Νικηφόρου (10 Δκεμβρίου 969) και την ανάρρηση στην εξουσία του Ιωάννη Τσιμισκή (969-976), οι κατήγοροι του Αθανασίου συντηρητικοί και απλοί άνθρωποι, ζητούν την επέμβαση του αυτοκράτορα, ώστε να σταματήσει η ανέγερση «οικοδομών πολυτελών και περιβόλων και ναών και επινείων». Οι κατηγορίες μεταβιβάζονται στο νέο βασιλιά Ιωάννη Τσιμισκή που οργισμένος καλεί τον Πατέρα να παρουσιαστεί «ως τάχιστα» στη βασιλεύουσα. Σε όλους υπάρχει η βεβαιότητα πως ο αυτοκράτορας θα φερθεί με κάθε σκληρότητα προς τον αββά του προκατόχου του Νικηφόρου. Όμως συμβαίνει το αντίθετο: ο Αθανάσιος, «ο τέως επαχθέστατος» στον Τσιμισκή, γίνεται «ο πάντα προσφιλέστατος». Του δίνει μεγάλες δωρεές ενώ αυξάνει και την ετήσια επιχορήγηση, το σολέμνιο, προς την Λαύρα από 224 νομίσματα σε 244. Τότε οι κατήγοροι του, καλοπροαίρετοι, οπωσδήποτε, ζητούν συγγνώμη, και «δεξιάς δούναι και λαβείν αξιούσι».
 Λίγα χρόνια μετά, άλλοι πειρασμοί επεγείρονται: μερικοί ηγούμενοι μικρών μονών «φιλαρχίας έρωτι κρατηθέντες», ξεκινούν προς συνάντηση του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου (976-1025), που βρίσκονταν τότε στη Μακεδονία, με σκοπό να κατηγορήσουν τον Αθανάσιο. Όμως πέφτουν, κατά παραχώρηση Θεού, στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι «γυμνούς παντελώς αφήκαν».
Κάποια στιγμή είχαν εξαντληθεί όλα τα εφόδια της Μονής κι αρχίζουν οι γογγυσμοί εναντίον του Ποιμένα. Έτσι ο Άγιος αποφασίζει να εγκαταλείψει το έργο της ανέγερσης και τη διαποίμναση της Λαύρας και να μεταβεί εις τα ενδότερα του Όρους, «μη δυνάμενος αναπαύσαι τοις αδελφοίς». Αλλά πριν πραγματοποιήσει τον σκοπό του «συνήντησεν αυτώ θαύμα τι και φρίκης γέμον. Σχήμα γυναικός, λάμπουσα υπέρ τον ήλιον», η Κυρία Θεοτόκος, που τον διαβεβαιώνει ότι η ίδια θα οικονομεί τα πάντα στη Μονή: «Εγώ έσομαί σοι εις οικονόμον...». Στο σημείο εκείνο ο Πατέρας έχτισε «ευκτήριον τη Μητρί του Σωτήρος επιγράψας τη εικόνι Μήτηρ Θεού η Οικονόμος».
Άλλοι πειρασμοί που αντιμετωπίζει η Λαύρα προέρχονται από πειρατικές εφόδους. Σε χρυσόβουλλο του 978 αναφέρεται ότι η Λαύρα «πολλαίς βαρβαρικαίς ταραχαίς πλείσταις τε ζάλαις και αλλεπαλλήλοις τρικυμίαις δεινώς κλονείται».Προσωπικά ο ίδιος ο ιδρυτής της Μονής δέχεται από παντού επιθέσεις και από τη γραφίδα του αφήνει να του ξεφύγει μια εξομολογητική φράση, λίγους μήνες προ του τραγικού θανάτου του: «Μετά λύπης υπερβαλλούσης διήλθον πάσας τας ημέρας της ζωής μου». Λίγο πριν το τέλος της ζωής του, ο Αθανάσιος συγκεντρώνει την αδελφότητα και της απευθύνει λόγια αγάπης, ενώ παράλληλα προετοιμάζει όλους να μη σκανδαλισθούν «επί τω μέλλοντι απευκταίω».  
Την 5η Ιουλίου 997 ο Πατέρας ανεβαίνει στη σκεπή του Ιερού του Καθολικού ακολουθούμενος από έξι μοναχούς και κάποιους τεχνίτες. Παραξενεύονται όλοι βλέποντάς τον να φορεί τα σχήματά του. Προχωρώντας φτάνει στην κορυφή της σκεπής, αλλά και στο αποκόρυφο του δράματος: το κτίσμα ξαφνικά «καταρραγέν»σκοτώνει τον θείο Αθανάσιο «και τους συναναβάντας». Γέμισε ο ναός συντρίμμια και σώματα νεκρά, και ο θρήνος των τέκνων του μεγάλου διαπερνά όλη τη χερσόνησο. Το μυροβλυτίζον σκήνος του Αγίου εκτίθεται σε παναγιορειτικό προσκύνημα επί τρεις συνεχείς μέρες, λόγω της μεγάλης συρροής του πλήθους. Από τους υπερτρισχιλίους τότε μοναχούς του Άθω, ασπάζονται το σκήνος του Οσίου οι «πεντάκις πεντακόσιοι»,δυόμισι χιλιάδες.
Πολλά μνημεία μαρτυρούν την παρουσία του ιερού κτίτορα, αντικείμενα που έψαυσε, τα ζωογόνησε, τα κατασκεύασε ο ίδιος: Το πανύψηλο στα δεξιά της φιάλης κυπαρίσσι του. Οι δύο μαρμάρινες κούπες (το συντριβάνι και η φιάλη). Τα ακκούβιτα της Τράπεζας. Η κόρντα με τα θεόρατα δοκάρια. Το καθολικό. Το Αγίασμα. Η ράβδος και ο σιδερένιος σταυρός που έφερε μαζί του. Το σπήλαιό του στη Βίγλα και το ησυχαστήριό του στα Βουλευτήρια. Το ναΐδριο των Αγίων Αναργύρων στη σκήτη της Αγίας Άννης και ολόκληρη η Λαύρα. Επίσης το σημείο στο Ιερό, όπου έγινε η πτώση του Αγίου, και το σημείο, όπου μεγάλος κορμός δένδρου του λιάνισε το πόδι (στο δρόμο μεταξύ Μονής και αρσανά.
Σώζονται τρεις συγγραφές του: η Υποτύπωσις (970), το Τυπικόν (973) και ηΔιατύπωσις (977), που ανοίχτηκε μετά την κοίμησή του και είχε τον τύπο της διαθήκης.
Ο Αθανάσιος μεριμνά για τη Λαύρα και μετά τον θάνατό του: την παραδίνει σε δύο «επιτρόπους», σε δύο, δηλαδή, ευλαβείς και ανεγνωρισμένης αξίας ανθρώπους που θ' αναλάβουν την προστασία της Λαύρας, από τυχόν εξωτερικές επεμβάσεις, αλλά και στις εσωτερικές διαμάχες της Λαύρας, όταν καλούνται από μοναχούς της ίδιας Μονής, θα προσφέρουν τη διαιτησία τους. Οι δύο επίτροποι που ορίζονται από τον ιδρυτή της Λαύρας είναι ο ιδρυτής της Μονής των Ιβήρων Άγιος Ιωάννης και ο πατρίκιος Νικηφόρος ο Ουρανός στρατηγός του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄.
Με την ίδρυσή της η Λαύρα πλουτίζεται με μεγάλα αφιερώματα, όχι μόνο από τον Νικηφόρο, αλλά και από τους μεταγενέστερους. Ο Φωκάς χορηγεί στη Λαύρα σολέμνιο (ετήσια εισφορά) 224 χρυσά νομίσματα. Ο ίδιος της προσηλώνει την μονή των Περιστερών, στον Χορτιάτη και εκδίδει υπέρ της Μονής τρία χρυσόβουλλα. Στη συνέχεια ο Ιωάννης Τσιμισκής χρηματοδοτεί την ανέγερση κτιρίων, αυξάνει επίσης το σολέμνιο. Ο επόμενος αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β΄ δωρίζει στη Λαύρα τη νήσο των Νέων (993) καθώς και ένα πλοίο. Η νήσος των Νέων, κοντά στη Σκιάθο, μετατρέπεται σε φροντιστήριο και γυμναστήριο νέων μοναχών, δηλαδή των αγενείων,  προς τους οποίους δεν επιτρεπόταν η παραμονή στο Όρος. Κτήσεις της Λαύρας γίνονται επίσης: η μονή του Γομάτου ή Ορφανού (989), όπου σήμερα η Ιερισσός. Η μονή Μονοξυλίτου (996), μετόχι σήμερα της Διονυσίου. Ο όρμος Πλατύς «πλησίον του Στουλαρίου»(9991). Η μικρή χερσόνησος από Χιλιανδαρίου προς Νέα Ρόδα. Τα Βουλευτήρια (1030), στην παραλία της σκήτης Αγίας Άννης. Η μονή Αμαλφινών (1287). Η μονή Καλύκα και το Ξηρόκαστρον (13ος αιών). Τις κτήσεις της Λαύρας επικυρώνουν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ κι αργότερα ο δεσπότης Δημήτριος Β΄ Παλαιολόγος (1429).
Εντός της χερσονήσου η περιοχή της Λαύρας εκτείνεται «από του ακρωτηρίου των αποθηκών μέχρι του Αντιάθωνος». Παράλληλα αυτή αυξάνει πληθυσμιακά. Το 976 αριθμεί 120 μοναχούς. Το 978, 150. Η αύξηση στη συνέχεια θα είναι αλματώδης, ώστε το διάστημα του 11ου αιώνα να αριθμεί 700 και πάνω μοναχούς, όπως μαρτυρείται σε δύο έγγραφα: το Χρυσόβουλλο της Λαύρας (1030) και το Β΄ Τυπικό (1045).
Πειρατικές έφοδοι φέρνουν τη Μονή σε αποδιοργάνωση, κατά την ανατολή του 14ου αιώνα, αφού μέχρι τότε παρέμενε κοινόβιο. Σημειώνεται σε πιττάκιο του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, ότι «...τα κτήματα αυτής φθαρέντα και αναλωθέντα από τε της πολλής των Σέρβων επιθέσεως από τε της λεηλασίας και των κούρσων των αθέων εχθρών» και «δεομένη πολλών εξόδων και αναλωμάτων», δεν περιμένει παρά «από προσενέξεως αγαθής των φιλοχρίστων, εξ αυτών δη πάλιν των Σέρβων τινών, Βουλγάρων, Ιβήρων, Ρώσων, Φράγκων και άλλων καλών ανθρώπων».
Ο κράλης των Σέρβων Στέφανος Ντουσάν (1308-55) είναι ένας Σέρβος που φέρεται προς τη Λαύρα με μεγάλη γενναιοδωρία. Σε χρυσόβουλλό του (1347) μιλάει με θαυμασμό για την πρώτη Μονή του Όρους, τον πόθο που είχε να έρθει εδώ προσκυνητής, και την επιθυμία «ίνα και μείζονας τινάς ευεργεσίας ενδείξηται». Με το έγγραφο αυτό ο Στέφανος δεν κατακυρώνει μόνο τα παλιά δικαιώματα της Λαύρας, αλλά κάνει και νέες δωρεές, ενώ η γυναίκα του Ελένη (μοναχή Ελισάβετ) δωρίζει στη Λαύρα μας τη μονή Αγίων Πάντων. Στη συνέχεια ο γιός του παραπάννω Στέφανος Β΄ Ούρος (1355-71) με χρυσόβουλλό του (1361) αυξάνει τις δωρεές, κατακυρώνοντας ταυτόχρονα κι εκείνες του πατέρα του, κι αυτό από ευγνωμοσύνη επειδή η Λαύρα έχει γράψει στα δίπτυχα του ιερού το όνομα του πατέρα του, «ώστε ευφημείσθαι και μακαρίζεσθαι αυτόν μετά των ευσεβών βασιλέων, κατά την της εκκλησίας συνήθειαν». Γενναιόδωρες δωρεές προς τη Μονή θα κάνει επίσης ο κράλης Στέφανος Λαζάρεβιτς (1389-1427) το 1407.
Κατά την τουρκοκρατία οι παρίστριοι ηγεμίονες, όπως ο Νεάγκοε Μπάσαραμπ (1513),  Βλαδισλάβος Γ΄ (1523), Ράδουλος (1533), Ιερεμίας και Γαβριήλ Μοβίλα (1598, 1617 και 1619), Ματθαίος Μπάσαραμπ (1643), Αλέξανδρος Γκίκας (1668), Κωνσταντίνος Μπράνκοβαν (1696), Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1729), Γρηγόριος Γκίκας (1748), Κωνσταντίνος Ρακοβίτσα (1756), της Βλαχίας, καθώς και ο Πέτρος ο Χλωρός (1579) της Μολδαβίας, προσθέτουν νέα κτίρια στη Μονή, επιχορηγώντας ετήσιες συνδρομές. Επίσης ο ηγεμόνας Αλέξανδρος ο Κακός (1593) και η Ντόμνα Μαρία (1592) προσηλώνουν κτήματα στη Λαύρα.
Η Μονή της Μεγίστης Λαύρας μπορεί να μη καταστράφηκε, όπως άλλες Μονές, από πυρκαγιά, γνώρισε όμως τις πειρατικές επιδρομές και τις φθορές από σεισμούς. Ήδη το 1583 «ηγουμενεύοντος του οσίου εν ιερομονάχοις κυρ Μητροφάνους, ήλθεν η Λαύρα εις εσχάτην πτωχείαν, ώστε καταπεσείν το πλείστον μέρος των κελλίων και ουδείς εστιν ανοίξαι τους οφθαλμούς αυτού ιδείν την συμφοράν». Κατά τον μεγάλο σεισμό της 18ης Ιουνίου 1585 η Λαύρα «όλη εμαστίχθη και έπεσε μέρος και από κελλία και από το τειχόκαστρον, και ο περιβόητος ναός εσυνετρίβη. Όλη η κόβα(τρούλλος;) εσχίσθη και οι δύο χοροί και σχεδόν ειπείν ουκ έμεινε μέρος απλήγωτον εις όλον το μοναστήριον...».
Κατά το διάστημα της τουρκοκρατίας η Μονή, μαζί με τις δύο επόμενες Μονές Βατοπεδίου και Ιβήρων, αναλαμβάνει όλο το βάρος της φορολογίας και υπέρ των άλλων Μονών. Συνέπεια αυτού θα είναι να μη μπορεί να ανταποκριθεί στις κτιριακές και άλλες κατά καιρούς ανάγκες. Έτσι από τον 16ο αιώνα η Μονή αρχίζει να βρίσκεται σε στενάχωρη κατάσταση. Όταν έρχεται εδώ να εγκαταβιώσει ο πατριάρχης Άνθιμος Β΄ το 1623, βρίσκει 5-6 μοναχούς και άλλους διασκορπισμένους. 40 χρόνια μετά έρχεται για τον ίδιο λόγο ο πατριάρχης Διονύσιος Γ΄ ο Βάρδαλις που συναντά την ίδια κατάσταση. Ο Διονύσιος ανασυγκροτεί τη Μονή επιτελώντας και πολλά έργα: δρόμους εκτός και κτίσματα εντός της Λαύρας. Ένα δεινό πειρασμό πέρασε η Μονή κατά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1736, όπως τον κατέγραψε σε μια μεγάλη σημείωση ο γνωστός προηγούμενος Άρτης Νεόφυτος, ο οποίος κατοικούσε τότε στη Λαύρα. Τούρκοι οπλίτες επέλασαν μια μέρα εδώ, κι άρχισαν να κατασκάβουν το εσωτερικό της Μονής, με σκοπό ν' ανακαλύψουν «τας δεκαέξ χιλιάδας καντάρια μάλαμα», που βρήκαν Λαυριώτες «εν τόπω Τορόνης», όπως πληροφόρησε με έγγραφη επιστολή προς το σουλτάνο Μαχμούτ Α΄ (1696-1754), ένας συκοφάντης. Τελικά, αφού ερεύνησαν παντού, βασανίζοντας και τους μοναχούς να αποκαλύψουν, «ουδέν ων ήλπιζον ευρόντες, υπέστρεψαν». Το 1755 ένα κουρσάρικο με 200 κουρσάρους καταστρώνει πολυήμερες ετοιμασίες στην Τουλσινία (Δουλτσίνο της Αλβανίας) με σκοπό να εκπορθήσει τη Λαύρα. Συνεργοί τους στα σχέδια ήταν κάποιοι «Ρωμαίοι προδόται». Τις ετοιμασίες τους πληροφορείται κάποιος Κρητικός που πωλούσε λάδι εκεί, και ειδοποιεί τη Λαύρα. Αμέσως οι μοναχοί εδώ αρχίζουν τις παρακλήσεις και κάνουν λιτανεία τριγύρω του μοναστηρίου με την ιερή Εικόνα της Κουκουζέλισσας, ενώ στον αρσανά της Μονής φαίνεται το κουρσάρικο. Ταυτόχρονα φαίνονται και «δύο σκλαβούνικα πλευσίματα φορτωμένα λάδι». Στη μάχη που συνάπτεται εκεί τα δύο πλοία βυθίζουν το κουρσάρικο και σκοτώνουν όλους τους κουρσάρους.
Κατά την περίοδο της Επανάστασης, και πριν απ' αυτήν, το βάρος της φορολογίας του Όρους πέφτει σχεδόν εξ ολοκλήρου στους ώμους της Λαύρας, όπως μαρτυρείται σε αμέτρητα ντοκουμέντα της εποχής. Άπληστες οι τουρκικές αρχές, όλο και ζητούν περισσότερα. Το 1789 οι ετήσιοι φόροι φτάνουν τις 7.200 γρόσια: η Μονή δηλώνει αδυναμία να τους καταβάλλει και οι προϊστάμενοί της, τον Ιούνιο του ιδίου έτους, φυλακίζονται στον πύργο του Πρωτάτου, και οι λοιποί μοναχοί σκόρπισαν αφήνοντας σχεδόν έρημη τη Λαύρα. Έξι χρόνια μετά έχουν αφαιρεθεί κι από το τελευταίο Ευαγγέλιο «ο διάχρυσος και ωραίος κόσμος αυτού», υπέρ των φόρων, σημειώνεται σε ενθυμήσεις. Το ίδιο έτος και Φαναριώτες πιέζουν τη Λαύρα για την απόδοση ενός χρέους 7.500 γροσιών. Και η διαδικασία της λήψης των φόρων ήταν ώρα οδυνηρή. Το 1764 γίνεται απογραφή στη Λαύρα και τα εξαρτήματά της και δίνει τους παρακάτω αριθμούς: Εν τη Λαύρα και ετά των πέριξ καθισμάτων άπαντες 189. Γερόντια, τυφλοί, χωλοί (εν τω γηροκομείω) 36. Οι εν τω καϊκίω λείποντες δια την εσοδίαν 16. Οι εν τη Σκήτη της Αγίας Άννης 126. Οι εν τη Σκήτη του Προφήτου Ηλίου (Άγιος Βασίλειος) 15. Οι εν τη Κερασσά και πέριξ 28. Οι Χίοι και πέριξ (όπου η Σκήτη Προδρόμου) 14. Μολφηνού 19. Προβάτας 77. Άπαντες 582.  
Από το τέλος του 14ου αιώνα η Μονή θα διατελεί σε ιδιορρυθμία, με τυπικό ιδιαίτερου χαρακτήρα, το λεγόμενο λαυρεωτικό, όπως αναφέρεται στο Δ΄ Τυπικό, και που θα είναι όμοιο με το τυπικό των λαυρών της Παλαιστίνης. Το 1574 όμως, κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού, «εν μηνί Μαρτίω κε'» ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος (1566-90) που έρχεται στο Όρος για τη σύνταξη του Ε΄ Τυπικού, την επαναφέρει στο κοινοβιακό σύστημα. Όμως δεν υπήρξε μεγάλο το διάστημα που αυτή εγκατέλειψε το ιδιόρρυθμο σύστημα: το 1535, το 1560 και 1566 (όπως αναγράφεται σε επιγραφές του καθολικού και του παρεκκλησίου Άγιος Νικόλαος καθώς και στο χειρόγραφο Ε 184 φ. 316) ηγούμενος είναι ο Κυπριανός και μετά απ' αυτόν ο Ιγνάτιος. Με την κοινοβιοποίηση του 1574 πρώτος ηγούμενος ψηφίζεται ο ιερομόναχος Ιωσήφ. Παρόλες τις δυσκολίες της εποχής διατηρείται κοινόβιο για ένα σχεδόν αιώνα, οπότε περίπου κατά το 1670 μεταπίπτει στην ιδιορρυθμία άγνωστο για πόσο καιρό. Στον 20ο αιώνα καταβάλλει πολλές προσπάθειες να ανορθωθεί. Το 1914 γίνεται για λίγο κοινόβιο. Το Δεκέμβριο εκείνου του χρόνου εκδίδει και τον εσωτερικό κανονισμό της, πλην δεν τελεσφορεί. Οριστικά μεταποιείται σε κοινόβιο στις 11 Ιουνίου του 1979, με πρώτο ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη Αθανάσιο (από 24-4-80) και δεύτερο τον αρχιμανδρίτη Παύλο (από Ιανουάριο 1985).
Η προσφορά της Λαύρας στην Ορθοδοξία είναι τεράστια. Από τη μοναχική της αδελφότητα αναδείχτηκαν 26 πατριάρχες και 144 αρχιερείς. Οι τρόφιμοί της κατά το διάβα της διαιώνιας πορείας της ξεπέρασαν τις 17.000. Στα όρια της έχουν ταφεί 39 πατριάρχες. Οι γνωστοί Άγιοί της φτάνουν τους 60. κατά τα τελευταία χρόνια η Λαύρα εισβάλλει με δυναμισμό στην Ορθοδοξία, καθαρή πάντοτε από ευσεβίστικες επιμειξίες. Το 1963 συμπληρώθηκαν 1000 χρόνια ζωής της Λαύρας και με την επέτειο οργανώθηκαν επίσημες γιορτές της Χιλιετηρίδας, που είχαν αντανάκλαση σ' όλο το Όρος. Πολλά είναι τα ελέη της Λαύρας, αφού μέχρι τα χρόνια μας ζυμώνει 200 κιλά αλεύρι την εβδομάδα, στέλνοντας ευλογία σε πολλούς ασκητές.
Στη Λαύρα ανήκουν τρεις Σκήτες (Τιμίου Προδρόμου, Αγίας Άννης, Καυσοκαλυβίων), καλυβικά αθροίσματα (Μικρά Αγία Άννα, Κατουνάκια, Καρούλια, Κερασιά, Άγιος Βασίλειος, Προβάτα), ονομαστά κελλιά (Μορφονού, Μυλοπόταμος, Άγιος Νείλος) και αγιασμένα ασκηταριά (Αγίου Πέτρου, Αγίου Αθανασίου, Αγίου Νείλου).
Το Καθολικό της Μονής Mεγίστης Λαύρας κτίστηκε το 963 με χορηγίες των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννου Τσιμισκή. Είναι το πρώτο Καθολικό που ανεγέρθηκε στο Άγιο Όρος. Σύμφωνα με την τυπολογία του, κατασκευάστηκαν και τα άλλα Καθολικά των αγιορείτικων μοναστηριών. Πρόκειται για ένα σύνθετο βυζαντινό ναό, με δύο κόγχες στους χορούς των ψαλτών, δύο παρεκκλήσια, αριστερά και δεξιά της λιτής και διπλό νάρθηκα, δηλαδή λιτή ή εσωνάρθηκα και εξωνάρθηκα. Η στέγη του είναι σκεπασμένη με φύλλα μολύβδου από το έτος 1526.  Bρίσκεται στο κέντρο περίπου της αυλής και τιμάται στην Κοίμηση του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο οποίος το έκτισε και το αφιέρωσε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ο κυρίως ναός τοιχογραφήθηκε το έτος 1535 από τον μεγάλο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη, ενώ οι δύο νάρθηκες τοιχογραφήθηκαν το 19ο αιώνα. Στο παρεκκλήσι των τεσσαράκοντα μαρτύρων του Καθολικού υπάρχει ο τάφος του Οσίου Αθανασίου. Εκεί βρίσκονται και δύο αξιόλογες φορητές εικόνες, η μία του Χριστού και η άλλη της Παναγίας της Οικονόμισσας. Τα μαρμαροθετημένα δάπεδα του ναού, του νάρθηκα και των παρεκκλησίων χρονολογούνται αρχές 11ου αιώνα, όπως και η μαρμάρινη επένδυση στην κατώτερη ζώνη των τοίχων του ναού. Στο Καθολικό φυλάσσονται σταυρός λιτανείας του 10ου αιώνα, λείψανα εκατό αγίων, αξιόλογες φορητές εικόνες, χρυσοποίκιλτα ιερά σκεύη, άμφια και παλαιά λειτουργικά βιβλία.
Η Μεγίστη Λαύρα ήδη από το 1060 είχε τρία καμπαναριά. Από τα παλαιά καμπαναριά σώζεται σήμερα μόνο η μαρμάρινη επιγραφή. Από αυτά τα δύο κατεδαφίστηκαν το 1814 και το τρίτο μετά το σεισμό του 1905 οπότε και αντικαταστάθηκε με μεταλλική κατασκευή.
φιάλη Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται μεταξύ Καθολικού και Τράπεζας. Kατασκευάστηκε το 1060 από τον τότε ηγούμενο της Μονής Ιωάννη.Το περιστήλιό της, στη σημερινή του μορφή, είναι του 1634 και διακοσμήθηκε το 1635. Εδώ τελείται ο αγιασμός των υδάτων την πρώτη Κυριακή κάθε μηνός και την εορτή των Θεοφανείων. Είναι η μεγαλύτερη και αρχαιότερη φιάλη του Αγίου Όρους.
H μονή Μεγίστης Λαύρας έχει εικοσιένα παρεκκλήσια εσωτερικά της μονής. Από αυτά δεκαεπτά βρίσκονται στις περιμετρικές πτέρυγες της. Δύο είναι αυτοτελή κτίσματα μέσα στην αυλή και δύο μέσα στο Καθολικό. Τα παρεκκλήσια του Καθολικού είναι του Αγίου Νικολάου, με τοιχογραφίες του Φράγκου Κατελάνου -16ου αιώνα και των Αγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων. Και τα δύο έχουν κτισθεί από τον  Όσιο Αθανάσιο ιδρυτή της μονής. Από τα σημαντικότερα παρεκκλήσια που βρίσκονται στην αυλή είναι η Παναγία η Κουκουζέλισσα, με την ομώνυμη θαυματουργή εικόνα και τις αξιόλογες τοιχογραφίες και του Αγίου Μιχαήλ Σινάδων. Εξωτερικά υπάρχουν και άλλα πολλά παρεκκλήσια, από τα οποία σημαντικότερα είναι του Προφήτου Ηλιού, Αγίου Γρηγορίου, Αγίας Παρασκευής και Αγιάσματος του Αγίου Αθανασίου.
Ο κοιμητηριακός ναός των Αγίων Αποστόλων της Mεγίστης Λαύρας βρίσκεται νοτιοδυτικά της μονής. Στην σημερινή φάση είναι κτίσμα της πρώιμης τουρκοκρατίας ενώ ο αρχικός του πυρήνας είναι παλαιότερος και ίσως ο αρχικός. Σώζονται αυθεντικά δομικά στοιχεία 10ου αιώνα. Οι λιγοστές τοιχογραφίες είναι του 17ου αιώνα ενώ το αξιόλογο τέμπλο του, έργο του 1535, έχει μεταφερθεί εδώ από το Καθολικό.
 Η αυλή της μονής έχει μεγάλη έκταση όπου δεσπόζει το κυπαρίσσι του ιδρυτή της Αγίου Αθανασίου. Eκτός του Καθολικού, των παρεκκλησίων, της Τράπεζας και των βοηθητικών της κτισμάτων περιλαμβάνει προσκηνητάρι, κρήνες, εικονογραφημένους τάφους τριών πατριαρχών, το αρχικό πηγάδι της μονής και το κτίριο σκευοφυλακείου. Είναι πλακοστρωμένη στο σύνολό της με ορθογωνικές πλάκες και διαθέτει πλήρες σύστημα απορροής των ομβρίων υδάτων από την βυζαντινή εποχή.
Η τράπεζα της Μονής Μεγίστης Λαύρας είναι η αρχαιότερη του Αγίου Όρους. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Οι τοίχοι, το δάπεδο, και τα μαρμάρινα τραπέζια της μάλλον είναι της εποχής του ιδρυτή της. H σημερινή της μορφή έχει σχήμα σταυρού, όπως πρέπει να ήταν και η αρχική. Οι τοιχογραφίες της χρονολογούνται στο 16 αιώνα και αποδίδονται στο ζωγράφο Θεοφάνη ο οποίος φιλοτέχνησε και το Καθολικό της μονής. Η εικονογράφησή της καλύπτει το σύνολο των τοίχων της Tράπεζας. Χαρακτηριστικές είναι η απεικόνισητης Ρίζας του Ιεσσαί και της κοίμησης του Αγίου Αθανασίου. Στην εξωτερική όψη της εικονογραφούνται σκηνές από τα θαύματα του ιδρυτή της Μεγίστης Λαύρας καθώς επίσης ο μητροπολίτης των Σερρών Γενάδιος ο οποίος το 1527 επισκεύασε την Τράπεζα. Η μορφή που της έδωσε είναι πολύ κοντά στην σημερινή.
Το μαγειρείο Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται νότια της Τράπεζας και στην προέκταση της κόρδας του Αγιου Αθανασίου. Έχει την τυπική μορφή του μοναστηριακού μαγειρείου, με κεντρική καπνοδόχο μεγάλων διαστάσεων. Στη σημερινή του μορφή διατηρεί τα χαρακτηριστικά του 18ου αιώνα.
  Το λαδαριό και δοχειό της μονής βρίσκεται στο ισόγειο χώρο του αρχονταρικίου στη βορειοδυτική πτέρυγα. Εκεί βρίσκονται μαρμάρινες σαρκοφάγοι ρωμαϊκής εποχής και παλιά πιθάρια λαδιού. Χώρος λαδαριού υπήρξε επίσης και όμορος χώρος της Τράπεζας με ενσωματωμένα είκοσι πιθάρια στο δάπεδο του.
 Tο βαγεναρείο, δηλαδή το κρασαριό της μονής Μεγίστης Λαύρας, βρίσκεται σε όμορο κτίσμα του Αρχονταρικίου στη βόρεια πτέρυγα της μονής.
  Οι πτέρυγες της Μονής Μεγίστης Λαύρας απαρτίζoνται από πολυώροφα κτίσματα διαφορετικής τυπολογίας. Εξωτερικά δίνουν έντονο φρουριακό χαρακτήρα, ενώ εσωτερικά δίνουν την εντύπωση οικισμού με ανθρώπινη κλίμακα. Η βορεινή πλευρά έχει τα κτίρια της εισόδου, το αρχονταρίκι την ιστορικότερη κόρδα του παλαιού Ηγουμενείου του Πατριάρχη Φιλοθέου του Κόκκινου, με το κελλί του Αγίου Αθανασίου, το ηγουμενείο, το συνοδικό και τη νέα βιβλιοθήκη. Η νότια πλευρά περιλαμβάνει κατά το μεγαλύτερο τμήμα της την ονομαζόμενη κόρδα του Αγίου Αθανασίου, που πρόσφατα αποκαταστάθηκε, την κόρδα του 1769, τον νέο ξενώνα και το παραπόρτι. Η πολυώροφη ανατολική πτέρυγα κελλιών έχει ημερομηνία 1806.Τέλος η δυτική πτέρυγα περιλαμβάνει, τον καστρότοιχο και τον πύργο του Τσιμισκή.
Τα κελλιά των μοναχών της Μεγίστης Λαύρας βρίσκονται περιμετρικά της μονής, τα περισσότερα στη νότια καθώς και στην ανατολική πλευρά. Ειδικά στη νότια, με την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης της κόρδας του Αγίου Αθανασίου επαναχρησιμοποιείται, όπως παλιότερα, σε πτέρυγα μονόχωρων κοινοβιακών κελλιών. Στην μονή υπάρχουν ακόμη αρκετά κελλιά σε μορφή διαμερίσματος από την εποχή που ήταν ιδιόρρυθμη. Στις πτέρυγες της Μονής Μεγίστης Λαύρας υπάρχουν ακόμη τοκηροπλαστείο, το προσφοριό, εργαστήρια συντηρήσεων κειμηλίων, το ραφείο, το πλυντήριο, το ωριό, το φαρμακείο, το γηροκομείο, το νοσοκομείο και πολλοί αποθηκευτικοί χώροι.
 Aπέναντι και βόρεια του Καθολικού, είναι κτισμένο το κτίριο του Συνoδικού, όπου υπάρχουν τα γραφεία της μονής στο πρώτο όροφο και αίθουσα υποδοχής και φιλοξενίας επισήμων στο δεύτερο όροφο. Είναι κτίριο του 1904 προσαρτημένο στην νοτιοδυτική πλευρά του παλαιού πύργου των Αρχαγγέλων. Το ηγουμενείο είναι όμορο του συνοδικού με παρεκκλήσιο των Οσίων Ονουφρίου και Πέτρου.
  Το αρχονταρίκι της μονής Μεγίστης Λαύρας με την χαρακτηριστική μορφολογία , βρίσκεται στα βόρεια της μονής, κοντά στην είσοδο. Κτίστηκε πάνω από το δοχειό το έτος 1580 για νοσοκομείο και διατηρεί αυθεντικά στοιχεία από το εσωτερικό διάκοσμο του 18ου αιώνα οπότε και μετασκευάστηκε σε αρχονταρίκι. Το παλιό μαραγκούδικο της μονής, απέναντι από την είσοδο, πρόσφατα μετασκευάστηκε σε ξενώνα. Επίσης ξενώνες, είναι και οι χώροι στο ανατολικό άκρο της βορεινής πλευράς, πάνω από τη νέα βιβλιοθήκη.
  Στις πτέρυγες της Μονής Μεγίστης Λαύρας υπάρχουν ακόμη το κηροπλαστείο,το προσφοριό, εργαστήρια συντηρήσεων κειμηλίων, το ραφείο, το πλυντήριο, τοωριό, το φαρμακείο, το γηροκομείο, το νοσοκομείο και πολλοί αποθηκευτικοί χώροι.
  Το σκευοφυλάκιο της Μεγίστης Λαύρας στεγάζεται σε αυτοτελές κτίσμα που βρίσκεται ανατολικότερα του Καθολικού. Περιλαμβάνει πολύτιμα κειμήλια όπως το Ευαγγέλιο, το στέμμα και το σάκο του Νικηφόρου Φωκά, δύο φαρέτρες με βέλη του 10ου αιώνα. Επίσης Ευαγγέλια με πολύτιμα καλύμματα, μήτρες, πατερίτσες και ιερά άμφια Πατριαρχών, Μητροπολιτών και Ηγουμένων, εκκλησιαστικά σκεύη, σταυρούς, εγκόλπια, άγια δισκοπότηρα και αξιόλογες εικόνες. Τέλος άλλα κειμήλια μικροτεχνίας, γλυπτικής και χρυσοκεντιτικής, μεταξύ των οποίων ειδική επίχρυση θήκη σε σχήμα κεφαλής φιδιού, του 10ου αιώνα, που περιέχει απολιθωμένη γλώσσα ασπίδος δώρο του Νικηφόρου Φωκά στον Άγιο Αθανάσιο.
  Oι σημαντικότερες εικόνες της Μεγίστης Λαύρας φυλάσσονταν και εξακολουθούν να φυλάσσονται σαν λειτουργικά σκεύη στο Καθολικό και στα πολλά παρεκκλήσια της μονής. Το πρώτο εικονοφυλάκειο στεγάστηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Μιχαήλ Συνάδων. Λόγω όμως του μεγάλου αριθμού φορητών εικόνων φυλάσσονται στο παλιό Σχολειό. Σήμερα υπάρχουν στη μονή περίπου 2000 φορητές εικόνες. Από αυτές μερικές είναι της βυζαντινής περιόδου, όπως η Σταύρωση, η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Σύναξη των Αρχαγγέλων. Υπέροχο είναι το κομμάτι τοιχογραφίας αταύτιστου αγίου, που αποδίδεται στον ζωγράφο Πανσέληνο του 14ου αιώνα. Η συλλογή εικόνων του 16ου αιώνα είναι εξαιρετικά πλούσια, γιατί ο περίφημος αγιογράφος Θεοφάνης της κρητικής τεχνοτροπίας καθώς και οι γιοι του ήταν Λαυριώτες μοναχοί. Επιλεκτικά αναφέρονται το τρίπτυχο κλειστάρι , η προσκύνηση της αλύσεως του Αγίου Πέτρου και οι τρεις ανευρέσεις της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου. Από τη μεγάλη συλλογή εικόνων δεν λείπουν φυσικά εικόνες του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα.
 H βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας ιδρύθηκε από τον κτήτορα της Μονής Όσιο Αθανάσιο. Ήδη από τους πρώτους χρόνους λειτούργησε σκριπτόριο δηλαδή εργαστήριο αντιγραφής κωδίκων. Από το 10ο αιώνα μέχρι το 1870 η συλλογή εφυλάσσετο μέσα στο Καθολικό, στο παλιό ηγουμενείο και στον πύργο του Τσιμισκή. Από το 1870 και μέχρι σήμερα, στεγάζεται σε κτίριο που βρίσκεται ανατολικά του Καθολικού. Η συλλογή αποτελείται σήμερα από 3000 κώδικες, από τους οποίους οι 700 είναι σε περγαμηνή, ενώ οι υπόλοιποι είναι χάρτινοι. Θεωρείται η τρίτη στον κόσμο σε Ελληνικά Βυζαντινά χειρόγραφα. Από τους περγαμινούς κώδικες οι 12 είναι παλαιότατοι με μεγαλογράμματη γραφή, ενώ πολλοί έχουν μικρογραφίες εξαιρετικής βυζαντινής τέχνης. Επίσης σημαντικό είναι το αρχείο της μονής. Περιέχει 200 αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, περίπου 20.000 ελληνικά βυζαντινά και μεταβυζαντινά καθώς και 10.000 τουρκικά, ρουμανικά, σλαυικά, λατινικά και αραβικά έγγραφα. Η συλλογή εντύπων της Μεγίστης Λαύρας είναι η μεγαλύτερη του Αγίου Όρους. Από αυτά 22 είναι πριν από το 1500, περισσότερα από 20.000 είναι τυπωμένα πριν από το 1800, 18.000 είναι του 19ου αιώνα και πάνω από 100.000 είναι του 20ου αιώνα.
  Η περιοχή γύρω από τη μονή Μεγίστης Λαύρας είναι κατάσπαρτη από διάφορακτίσματα. Υπάρχουν το βουρδουναριό, το κοιμητήριο, ο αλευρόμυλος, το κιόσκι, το εργατόσπιτο, το ελαιοτριβείο και άλλα βοηθητικά κτίσματα και σε μεγαλύτερη απόσταση ο αρσανάς. Στη περιοχή της Μορφωνούς η μονή έχει οργανωμένο πριονιστήριο και ξυλουργείο.
αρσανάς, το νεώριο της μονής Μεγίστης Λαύρας, απέχει δεκαπέντε λεπτά πορεία από την μονή. Εντυπωσιάζει σαν αρχιτεκτονικό σύνολο.Τμήματα του αρσανά ανάγουν την δόμησή τους στην βυζαντινή εποχή. Η οχυρή θέση του αρσανά διαθέτει πύργο με παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου της Αρμενίας.
To παλιό βουρδουναριό της μονής Μεγίστης Λαύρας, μετασκευασμένο σε ξυλουργείο,, είναι κτίσμα διώροφο που περιλαμβάνει και δωμάτια των εργατών. Η κάτοψη σχηματίζει "Π". Απέναντί του είναι το μοναδικό σωζόμενο παλαιό σφαγείο.
Eξωτερικά της μονής και νοτιότερα, βρίσκεται ο παλιός υδρόμυλός της με την μεγάλη κυκλική μεταλλική φτερωτή.
H μονή Μεγίστης Λαύρας έχει ψαρόσπιτα στον αρσανά της στο Μανδράκι, στο μικρό όρμο Βελλά με το γραφικό πέτρινο γεφύρι βόρεια του αρσανά, καθώς και στη Μορφωνού. Όλες οι περιοχές των εξαρτημάτων της, όπως οι τρείς Σκήτες και οι περιοχές των Κελλιών της, διαθέτουν μικρούς αρσανάδες με ψαρόσπιτα. 
 Στο δυτικό τείχος της μονής Mεγίστης Λαύρας, ορθώνεται επιβλητικός οΠύργος του Τσιμισκή. Είναι κτίσμα του 10ου αιώνος, έχει ύψος 24 μέτρα και χωρίζεται σε τέσσερα πατώματα. Στο επάνω πάτωμα υπάρχει το παρεκκλήσιο του Πρωτομάρτυρος Αγίου Στεφάνου καθώς και αίθουσα στην οποία στεγάστηκε κατά την τουρκοκρατία η βιβλιοθήκη της μονής. Σύμφωνα με επιγραφές ο πύργος και οι γύρω πολεμίστρες ανακαινίστηκαν κατά τον 16ο και 17ο αιώνα.
 Η μονή Mεγίστης Λαύρας έχει τα περισσότερα εξαρτήματα από όλες τις μονές του Αγίου Όρους. Έχει τρεις Σκήτες, Καθίσματα, πολλά Κελλιά και Ησυχαστήρια συγκεντρωμένα ή διάσπαρτα σε διάφορες περιοχές της, καθώς και ερημητήρια σε δυσπρόσιτες περιοχές. Παλαιότερα υπήρχαν και άλλες σκήτες οι οποίες καταργήθηκαν. Σήμερα είναι περιοχές κελλιών και ησυχαστηρίων.
Τρεις Σκήτες από τις δώδεκα του Αγίου Όρους, υπάγονται στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Οι δύο είναι σε μορφή οικισμού, όπως η Σκήτη Αγίας Άννας και η Σκήτη Αγίας Τριάδος. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική πλευρά της Αθωνικής χερσονήσου. Η τρίτη είναι η Σκήτη Τιμίου Προδρόμου σε μορφή ενιαίου κτιριακού συγκροτήματος και βρίσκεται επάνω από τον Ακράθω. (Τα εξαρτήματα περιγράφονται σε χωριστές ενότητες).

ΠΗΓΕΣ:
Δωροθέου Μοναχού, ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ Μύηση στην Ιστορία του και τη Ζωή του, εκδ. ΤΕΡΤΙΟΣ, Κατερίνη 1986
Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος (http://www.kedak.gr)
Εγκυκλ. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, Άθως
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά