Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ) Πρωτ. Γεωργίου Σούλου.


Αγαπητοί μου καλή Σαρακοστή και καλή Ανάσταση!
Σήμερα, πρώτη Κυριακή των Νηστειών τιμούμε την αναστύλωση των ιερών εικόνων, που πραγματοποιήθηκε επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Γ΄, υιού της Αγίας Θεοδώρας της  Αυγούστης και Πατριάρχη αγίου  Μεθοδίου του Ομολογητού. Οι  αποφάσεις της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως τον Μάρτιο του 843, έφεραν το θρίαμβο και την τελική νίκη της Ορθοδόξου Πίστεως.

Από        τα           πρώτα χρόνια  της        χριστιανικής  πίστης και λατρείας  οι πιστοί διακοσμούσαν        τους τόπους   λατρείας,   τους   «ευκτήριους    οίκους»,  τις «κατακόμβες»      και έπειτα τους ναούς, αρχικά με      σύμβολα     και στη συνέχεια με    εικόνες    του Χριστού  και  της  Παναγίας.   Αργότερα,  προστέθηκαν  και  εικόνες  αγίων  και  μαρτύρων  της   χριστιανικής  πίστης.  Όμως, υπήρξαν ορισμένα  κινήματα, που  καταδίκαζαν την απεικόνιση του Χριστού και άλλων μορφών. Παρά ταύτα, η χρήση τους στην καθημερινή λατρευτική πρακτική  είχε  γενικευθεί, ιδίως μετά τον 6ο  αιώνα. Έτσι,  δημιουργήθηκαν  δύο  κατηγορίες  χριστιανών, η  μία, που ήθελε  τις εικόνες       και         τις προσκυνούσε, ενίοτε και με υπερβολική έννοια, γι’ αυτό και ονομάστηκαν εικονολάτρες, ενώ η άλλη κατηγορία,  τάχθηκε σε πλήρη αντίθεση με  τη  λατρεία  των  εικόνων και ονομάσθηκαν εικονομάχοι. «Μόνον   ο   Θεός   πρέπει   να   λατρεύεται   και   όχι   οι   εικόνες», έλεγαν.
Το μίσος και τις έριδες μεταξύ των δύο κατηγοριών ή παρατάξεων το πυροδότησε ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου, σύμφωνα με το οποίο οι εικόνες έπρεπε να κρεμαστούν  σε  ψηλότερο  σημείο  στις  εκκλησίες,  ώστε      να μη μπορούν οι χριστιανοί  να τις προσκυνούν. Αντέδρασαν  οι  μοναχοί, αλλά  και  πολλοί  μορφωμένοι  λαϊκοί  και  κληρικοί. Ακολούθησαν  συγκρούσεις  μεταξύ των  δύο  κατηγοριών με  θλιβερό  αποτέλεσμα  να  χυθεί  χριστιανικό  αίμα. Ο   διάδοχος   του   Λέοντα   Γ΄,   ο Κωνσταντίνος   Ε΄,   ανακήρυξε   τους   εικονολάτρες εχθρούς  του  κράτους  και  τους  κατεδίωξε.  Τότε,  κλείστηκαν  πολλά  μοναστήρια, δημεύτηκε  η  περιουσία  τους  και  μερικά έγιναν  στρατόπεδα.
Μετά  το  θάνατό  του, η  σύζυγός του, η Ειρήνη  η  Αθηναία,  ως  επίτροπος  του  ανήλικου υιού της, συνεκάλεσε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια,  η οποία καταδίκασε την εικονομαχία και αποφάσισε την επαναφορά των αγίων εικόνων στους ναούς και τη λατρεία τους.
Συγχρόνως, όρισε ότι     η αληθινή           λατρεία ανήκει                μόνο      στο Θεό κι           όχι στις εικόνες.  Στις  εικόνες,  σύμφωνα  με  τη  σχετική  απόφαση της  Συνόδου,  απομένουμε  μόνον  «τιμητικό  ασπασμό  και τιμητική προσκύνηση».
Μετά την Οικουμενική Σύνοδο, όμως, υπήρξαν προβλήματα, ακολούθησαν ταραχές, που  δημιούργησαν  μίσος  και  διχόνοια  μεταξύ  των δύο  κατηγοριών.
Η οριστική επαναφορά και αναστύλωση  των  εικόνων  έγινε  αρκετά  χρόνια  αργότερα  από  τη  Θεοδώρα,  τη σύζυγο  του  Θεόφιλου.  Η  ίδια  δεν  ήταν  εικονομάχος,  γι’  αυτό  και  συνεννοήθηκε με  τον  Πατριάρχη  της  Κωνσταντινούπολης  Μεθόδιο  να  καλέσουν  τοπική  Σύνοδο στην   Κωνσταντινούπολη,   το   843   μ. Χ.
Όταν   ολοκληρώθηκαν   οι   εργασίες   της Συνόδου,  με  απόφασή  της  έγινε  η  αναστήλωση  των  εικόνων  με  ειδική  τελετή  και μεγάλη πομπή,          στην οποία         έλαβε μέρος ο  λαός,     ο             κλήρος, η ίδια η αυτοκράτειρα Θεοδώρα.                Οι           εικόνες μεταφέρθηκαν στους ναούς και              τις  τοποθέτησαν  στη  θέση  τους.
Ορισμένοι είδαν              την εικονομαχία,             ως           προσπάθεια βίαιου εξανατολισμού της ελληνοχριστιανικής                παράδοσης του Βυζαντίου,   άλλοι   ως   κοινωνική   μεταρρύθμιση,   άλλοι   ως σύμπτωμα   ενός   βαθύτερου   ταξικού   αγώνα,   άλλοι   ως   μια προσπάθεια  διοικητικής  ανανέωσης,  άλλοι  ως  προοπτική μιας  αναθεώρησης  της  αγροτικής  πολιτικής  με  επίκεντρο την μοναστηριακή   περιουσία,       άλλοι    ως καθαρά  θρησκευτική  έριδα.
Είναι  βέβαιο  ότι  πολλά  στοιχεία  των παραπάνω ερμηνειών συνυπάρχουν     στην      εξέλιξη της εικονομαχίας, αλλά κανένα από       τα           στοιχεία               αυτά     δεν μπορεί  να  αποτελέσει  και  το  μοναδικό  κριτήριο  ερμηνείας του ιστορικού φαινομένου.
Η             έριδα    ήταν      καθαρά εκκλησιαστική  διαμάχη,  που  αφορούσε  την  αντιπαράθεση δύο       παραδόσεων, προσέλαβε όμως             τον         ευρύτερο και οξύτερο  χαρακτήρα της με την βίαιη       επέμβαση           των αυτοκρατόρων                στη διαλεκτική αντιπαράθεση  των        δύο τάσεων       και με την αυθαίρετη υποστήριξη           της ασθενέστερης   από   αυτές.   Οι   ευρύτατες   διαστάσεις   των εικονομαχικών   ερίδων εξηγούν και       τις συνέπειες     της εικονομαχίας                στο         θέμα     των σχέσεων Εκκλησίας                και Πολιτείας,   στην      ισχυροποίηση του μοναχισμού,                στη συστηματοποίηση των καλλιτεχνικών και θεολογικών κριτηρίων  της  χριστιανικής  αγιογραφίας,  στην  ανανέωση της   υμνογραφίας   με   την   εισαγωγή   των   κανόνων   κ.α.
Η περίοδος         που        ακολουθεί          μετά      την εικονομαχία παρουσιάζει σαφέστερες         διακρίσεις          στις δομές                του κράτους      και         της κοινωνίας της αυτοκρατορίας,          στις οποίες  είναι  αυξημένη  η  επιρροή  της  Εκκλησίας  και  του μοναχισμού  χωρίς  να  αποδυναμωθεί  η  κεντρική  πολιτική εξουσία,   τουλάχιστον   κατά   την   περίοδο   της   δυναστείας των  Μακεδόνων.  Με  την  εικονομαχία  συνειδητοποιήθηκε, πράγματι,  η  ανάγκη  ευρύτερης  και  βαθύτερης  ανανέωσης των  θεσμικών  λειτουργιών  της  αυτοκρατορίας.
Η νίκη επί της Εικονομαχίας ονομάσθηκε Θρίαμβος της Ορθοδοξίας, διότι η περίοδος της Εικονομαχίας, αποτελεί τη σύνθεση όλων των αιρέσεων. Η άρνηση των εικόνων, είναι για την Ορθόδοξη θεολογία, άρνηση της Ενσάρκωσης του Θεού, που έγινε Άνθρωπος. Επομένως, να υποστηριχθεί η Σάρκωση του Χριστού. Στην Ορθόδοξη Παράδοση η εικόνα δεν είναι ζωγραφική, όπως αναπτύχθηκε στη Χριστιανική Δύση.
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος του 787 μ.Χ.  επιβεβαίωσε τον Απόστολο Παύλο, που λέγει ότι «ο Χριστός εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ.  1, 15). Η εικόνα, λοιπόν, είναι η αποτύπωση του Χριστού, του Υιού του Θεού, του σαρκωθέντος, για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Xριστός είναι το παράδειγμα και το πρωτότυπο της αγιότητος και η αγιότης εκφράζει την ανακαίνιση της εικόνας του Θεού εντός ημών και ανοίγει για τον άνθρωπο την οδό για να γίνει Θεός κατά χάριν. Επίσης η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τις άγιες εικόνες στο ίδιο επίπεδο με το Ευαγγέλιο και τον Τίμιο Σταυρό.
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει ομοίωμα, δηλαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση, αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα διαχωρισμό της εικόνος σε «φυσική» και «τεχνητή». Και τα δύο αυτά είδη εικόνων έχουν ένα κοινό γνώρισμα, την ομοιότητα με το πρωτότυπο που εικονίζουν.
Γι’ αυτό και οι ορθόδοξες εικόνες δεν είναι γέννημα της φαντασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά τα πρωτότυπα  πρόσωπα με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. «Ιδόντες τον Κύριον, καθώς είδον, ιστορήσαντες εζωγράφησαν. Ιδόντες Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, καθώς είδον, αυτόν ιστορήσαντες εζωγράφησαν…».
Έτσι, η ευλάβεια προς τις άγιες εικόνες, του Χριστού, της Παρθένου, των αγγέλων και των αγίων, αποτελεί πλέον δόγμα της χριστιανικής πίστης, όπως διατυπώθηκε από την Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδο, ότι δηλαδή, η εικόνα αντιστοιχεί στη Γραφή, όχι ως εικονογράφηση, αλλά με τον τρόπο που αντιστοιχούν σε αυτή τα λειτουργικὰ κείμενα, καθώς και ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
Η εικόνα, υπογραμμίζει ο Leonide Ouspensky, καθαγιάζει την όραση και την μετασχηματίζει σε οπτασία: «διότι ο Θεός δεν γίνεται μόνο ακουστός, γίνεται και ορατός, η δόξα της Τριάδας αποκαλύφθηκε μέσα από τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου».
Την περίοδο της Εικονομαχίας ή  της εικονοκλαστικής κρίσης, τον 8ο καὶ 9ο αιώνα η Εκκλησία αναγκάστηκε να ορίσει επακριβώς τη σημασία της εικόνας, διότι μέσα στην Εκκλησία αναπτύχθηκε μια μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο μεγάλες αντιλήψεις για το θείο, που μόνο τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνας μπορεί να συμφιλιώσει. Έτσι, από τη μία μεριά, είναι ο  Θεός μιας στατικής Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος δεν ήταν «ευαγγελική προετοιμασία», ένας Θεός προσωπικός, αλλά περιορισμένος στην υπερφυσική Μονάδα του, ένας Θεός που δεν μπορούσαμε να απεικονίσουμε, επειδή δεν γνωρίζαμε να συμμετέχουμε στην αγιότητά Του και από την άλλη μεριά, το θείο ως ιερή φύση ή μάλλον, ως αγιοποίηση της φύσης, ως πανταχού παρουσία, της οποίας κάθε μορφή συμμετέχει.
Η Ορθοδοξία αντιπαρήλθε αυτές τις δύο αντικρουόμενες τάσεις, επιβεβαιώνοντας τη χριστολογική σημασία  της εικόνας. Οἱ Πατέρες έχουν επιμείνει πολύ και στην παιδαγωγική αξία τῆς εικόνας. Πράγματι, συμφωνεί και ο Ouspensky, όλη η υπόθεση του Δόγματος εγγράφεται μέσα από την αγιογραφία. Ωστόσο, η αξία της εικόνας δεν είναι μόνο παιδαγωγική, είναι καὶ μυστηριακή. Ἡ Θεία Χάρη βρίσκεται μέσα στην εικόνα. Εδώ είναι το θεμελιώδες σημείο και το πιο μυστηριακό στη θεολογία της εικόνας: η «ομοιότητα» πρὸς τὸ πρωτότυπο καὶ τὸ «όνομά» της δημιουργούν την αντικειμενική ιερότητα της εικόνας. Όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «παραχώρει τῇ ἐκκλησιαστικῇ παραδόσει καὶ τὴν τῶν εἰκόνων προσκύνησιν Θεοῦ καὶ φίλων Θεοῦ ὀνόματι ἁγιαζομένων καὶ διὰ τοῦτο θείου πνεύματος ἐπισκιαζομένων χάριτι». (P.G. 94,1300).
Ο Γέρων Βασίλειος ο Ιβηρίτης σημειώνει: «Η εικόνα έρχεται από μακριά και οδηγεί μακριά, στην υπέρβαση της εικόνας, στην κατάσταση πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, πέρα από τα σύμβολα και τους εικονισμούς. Αν η εικόνα μας έκλεινε στην ίδια την εικόνα, το σχήμα, το χρώμα, την αισθητική, την ιστορία, τον κτιστό κόσμο, θα ήταν είδωλο και δεν θα άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για την αναστήλωσή της. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Η λειτουργική εικόνα είναι συνέπεια και καρπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και μαρτυρία, οδηγός της θεώσεως του ανθρώπου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά