Σάββατο, Απριλίου 06, 2013

Ἐκεῖνα πού μας χωρίζουν εἶναι πάρα πολλά ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Χ. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ



ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν






 «Δεν είμεθα θεολόγοι, αλλά αυτά που μας διδάξανε τα μάθαμε και μείναμε στερεοί εις την πίστιν μας. Τώρα έρχονται «δικοί» μας κι μας λένε ότι αυτά που μας χώριζαν είναι ελάσσονος σημασίας!!! Αλήθεια; Τι απ’ όσες κακοδοξίες μας μάθανε απ’ τα παιδικά μας χρόνια οι πατέρες μας δύνανται να θεωρηθούν μικρά και αμελητέα και άρα και αποδεκτά και από μας τους ίδιους; Διαβάστε και πείτε μας εσείς που αγαπάτε όλον τον κόσμον και τους αιρετικούς άρα, ενώ ημείς είμεθα οι κακοί, του πονηρού οπαδοί, ποια από τα κατωτέρω είναι μικρής σημασίας; Και αν αυτά τα αλλοιωμένα είναι αγαθά, βγήτε και προτρέψατέ μας να τα εφαρμόσουμε. Και αύριο αν ιδώμε και τίποτα το καλό απ’ τον βουδισμό, ας το ακολουθήσωμε και τούτο, υιοθετώντας το. Έλεος…»

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

 

ΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ «ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ» ΔΟΓΜΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΙ

*
ΣΗΜΕΡΟΝ, μας λένε ὑπάρχουν πολλαὶ χριστιανικαὶ «Ἐκκλησίαι» αἱ ὁποῖαι όμως ζοῦν βίον και δροῦν κεχωρισμένως από την μίαν και αγίαν  καθολικήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ,καὶ διαφέρουν ἀναμεταξύ των ὄχι μόνον κατὰ τὴν τυπικὴν λατρείαν καὶ κατὰ τὰ ἔθιμά των, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν δογματικήν των διδασκαλίαν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν τούτων «Ἐκκλησιῶν» αἱ σπουδαιότεραι εἶναι ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ ἡ Προτεσταντική .
Αἱ διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν τούτων εἶναι πολλαί, ἀλλ’ ἐνταῦθα θὰ ἀναφέρωμεν τὰς βασικωτέρας μόνον ἐξ αὐτῶν.
Πρὸ τοῦ Θ’ αἰῶνος ὑπῆρχε μία, ἐνιαία καὶ ἀδιαίρετος χριστιανικὴ Ἐκκλησία εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ δὲν ὑπῆρχον σημαντικαὶ διαφοραὶ μεταξὺ τῶν ἐν τῇ Ἀνατολῇ καὶ Δύσει Ἐκκλησιῶν. Ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ Θ’ αἰῶνος καὶ μετὰ ταῦτα αἱ διαφοραὶ αὗται ἐπολλαπλασιάσθησαν καὶ ἀνεφέροντο εἰς σπουδαῖα σημεῖα τῆς πίστεως διὰ τοῦτο ἐπέφερον αὗται πρῶτον μὲν τὸ σχίσμα μεταξὺ τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Θ’ αἰῶνα, ἔπειτα δὲ προεκάλεσαν τὴν δημιουργίαν κατὰ ον ΙϚ’ αἱῶνα τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν.
Η Ὀρθόδοξος Μήτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία, διετὴρησε την διαδασκαλίαν αυτής γνησίαν καὶ ἀνόθευτον διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὅπως παρέλαβεν αὐτὴν ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων. Εἰς τὰς ἑπομένας παραγράφους θὰ ἐκθέσωμεν διδασκαλίας τινὰς βασικὰς τῆς πίστεως, εἰς τὰς ὁποίας διαφέρουν ἀναμεταξύ των αἱ άλλαι «Ἐκκλησίαι» με την Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.

α) Αἱ πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱερα Παράδοσις, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι αἱ πηγαὶ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπέβαλεν εἰς ὅλους τοὺς λαούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς αὐτήν, τὸ λατινικὸν κείμενον τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπαγορεύουσα τὴν μετάφρασιν αὐτῆς εἰς τὴν ἐθνικὴν γλῶσσαν ἐκάστου λαοῦ καὶ τὴν χρησιμοποίησιν τῆς μεταφράσεως ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις τῶν Ἐκκλησιῶν των. Εὑρέθησαν μάλιστα Πάπαι, οἱ ὁποῖοι ἀπηγόρευσαν εἰς τὸν λαὸν καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐπὶ τῷ λόγῳ δῆθενὅτι ὁ λαὸς δὲν δύναται νὰ ἐννοῇ ταύτην. Τὸ τοιοῦτον ἀντίκειται πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τῶν πρώτων ἀκόμη αἰώνων ἐπέτρεψε τὰς μεταφράσεις εἰς τὴν γλῶσσαν ἐκάστου λαοῦ, διὰ νὰ δύναται οὗτος νὰ ἀναγινώσκῃ τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Ἐὰν συναντᾷ δυσερμήνευτα καὶ δυσνόητα μέρη ἐν αὐτῇ ἕχει ὁ λαὸς τοὺς ποιμένας καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας του, διὰ νὰ βοηθήσουν αὐτὸν εἰς τὴν κατανόησιν τῶν ἀναγινωσκομένων.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀφοῦ ἀπέρριψαν τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, ἀποδέχονται τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ὡς τὴν μόνην πηγὴν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ἑρμηνεύουν ὅμως ταύτην ἕκαστος κατὰ τὴν γνώμην του˙ διὰ τοῦτο κατέληξαν εἰς πολλὰς παρερμηνείας αὐτῆς, αἱ ὁποῖαι συνετέλεσαν εἰς τὴν δημιουργίαν πλήθους μικρῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν. Τὴν μετάφρασιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιτρέπουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι ὁ ἴδιος ὁ Λούθηρος μάλιστα μετέφρασε ταύτην καὶ ἡ μετάφρασίς του ἀποτελεῖ τὸ ἐπίσημον κείμενον τῆς Ἁγίας Γραφῆς διὰ τὰς Γερμανικὰς Προτεσταντικὰς Ἐκκλησίας.
Τὴν δευτέραν πηγὴν τῆς πίστεως, τὴν ῾Ἱερὰν Παράδοσινἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία διηύρυνε καὶ διέστρεψεν, ἄλλοτε μέν ἐκ πλάνης καὶ παρεξηγήσεως τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἅλλοτε δἑ ἐσκεμμένως, ἐπὶ τῷ σκοπῷ νὰ δικαιολογήσῃ πολλὰς καινοτομίας της, ὅπως θὰ ἴδωμεν εἰς τὰς ἐπομένας παραγράφους. Ἐξ ἀντιδράσεως πρὸς τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπον πολλὰς πλάνας αὐτῆς οἱ Προτεστάνται ἀπέρριψαν, ὡς εἴπομεν, πλείως τὴν Ἱερὰν Παράδοσινἡ ὁποία ὅμως εἶναι ἀπαραίτητον συμπλὴρωμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἰσόκυρος πρὸς αὐτήν, ἀπαραίτητος δέ ὁδηγὸς καὶ διὰ τὴν ὀρθὴν έρμηνείαν της.

β) Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου .

Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται διά τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἐλευθέρας θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἄνευ τῆς συνεργασίας τῶν δύο τούτων παραγόντων δὲν δύναται νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος. Πρὸς τὴν διδασκαλίαν ταύτην συμφωνεῖ γενικῶς καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία.
Ἀντιθέτως οἱ Προτεστάνται, ἐπειδὴ δέχονται τὴν πεπλανημένην θεωρίαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν ἁμαρτίαν διεφθάρη τελείως καὶ ἀπώλεσε τὴν ἐν ἑαυτῷ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ κατέστη διὰ τοῦτο ἀνίκανος πρὸς πᾶν ἀγαθόν, ἀρνοῦνται πᾶσαν συνεργασίαν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ ἕργον τῆς σωτηρίας του. Οὗτοι διδάσκουν ὅτι δικαιοῦταί τις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ σώζεται μόνον διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστόν, τὰ δέ καλὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπακολουθήσουν τὴν πίστιν, οὐδὲν προσθέτουν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ πιστεύσαντος, οὔτε λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἐν τῇ μελλούσῃ σωτηρίᾳ μας εἰς τὴν αἰωνίαν ζωήν. Ἡ πίστις εἶναι ἡ ἀρχὴ ἅμα καὶ τὸ μόνον μέσον τῆς σωτηρίας, τὰ δἑ καλὰ ἔργα οὐδεμίαν ἐπίδρασιν ἀσκοῦν ὡς πρὸς αὐτήν. Ἡ τοιαύτη διδασκαλία ἀντίκειται πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, αἱ ὁποῖαι πολλάκις διδάσκουν τὴν σπουδαιότητα τῶν καλῶν, ἔργων διὰ τὴν σωτηρίαν μας καὶ ὅτι ἡ πίστις ἄνευ καλῶν ἔργων δέν ὠφελεῖ: 

« Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, λέγει ὁ Ἰάκωβος, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ, μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν;... ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν »
( Ἰακ. Β’ 14 - 16).

Καὶ ὁ Κύριος τὴν ἀναγκαιότητα τῶν καλῶν ἔργων ἐτόνιζεν εἰς πᾶσαν περίστασιν διὰ τῶν λόγων του: 

« Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς »
( Ματθ. Ζ’ 21).

Αἱ περισσότεραι τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶνἀπορρίπτουν ὡς ἀνωφελῆ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπουτήν νηστείαν καὶ τὸν μοναχικὸν βίον.

γ) Ἡ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καινοτομία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας . 

- Μία σπουδαία καινοτομία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διδασκαλία αὐτῆς περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ . Ἡ διδασκαλία αὕτη περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδαχθεῖσα τὸ πρῶτον κατὰ τὸν Ϛ’ αἰῶνα παρά τινων εἰς τὴν Δύσιν καὶ καταπολεμηθεῖσα ὑπὸ Παπῶν τινων, ὃπως ὑπὸ Λέοντος τοῦ Γ’ καὶ Ἰωάννου τοῦ Η’, ἀνεγνωρίσθη ἐπισήμως ὡς δόγμα ὑπὸ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου τοῦ Η’, τὸ 1014, καὶ ἔκτοτε ἀναφέρεται ὑπὸ τῶν Δυτικῶν καὶ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως.
Ἡ πλάνη αὕτη τῶν Δυτικῶν ὀφείλεται πιθανὸν εἰς τὴν προσπάθειάν των, ὅπως ἀποκρούσουν τἡν αἵρεσιν τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐδίδασκον, ὡς γνωστόν, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός. Διὰ τῆς διδασκαλίας ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐνόμιζον οἱ Δυτικοὶ ὅτι ἐξησφάλιζον τὸ ὁμοούσιον τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα.
Ἀλλ’ ἡ προσθήκη τοῦ filioque( καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) ἀντίκειται καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ πρὸς τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν. Ἡ μὲν Ἁγία Γραφὴ ρητῶς λέγει: 

« Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὅν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.... »
( Ἰωάν. ΙΕ’ 26).

Εἰς δέ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν βλέπομεν ὅτι οὐδεὶς ἐκκλησιαστικὸς Πατήρ, διδάσκων περὶ ἁγίου Πνεύματος, περιέλαβε καὶ τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ δὲ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διετύπωσε τὸ δόγμα ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἑκπορεύεται μόνον ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ filioque παρέλαβον ἐκ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ οἱ ἀποσπασθέντες ἐξ αὐτῶν Προτεστάνται. 

δ) Ἡ Ἐκκλησία . 

- Εἰς τὸ σπουδαῖον τοῦτο ζήτημα, τὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχουν μεγάλαι διαφοραὶ μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν «Ἐκκλησιῶν». Ἐν πρώτοις οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἐμπνεόμενοι ὑπὸ ἀπολυταρχικοῦ πνεύματος, διδάσκουν ὅτι ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι ὁφείλουν νὰ ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπαν ὡς κεφαλήν καὶ ἀρχηγὸν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐδημιούργησαν τοιουτοτρόπως τὸ περίφημον Πρωτεῖον τοῦ Πάπα, περὶ τοῦ ὁποίου, πῶς ἀνεκινήθη καὶ διὰ ποίων ἐπιχειρημάτων ὑπεστηρίχθη, γίνεται λὁγος ἐκτενὴς εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν. Συναφὴς εἶναι καὶ ἡ ἅλλη πλάνη τῶν Δυτικῶν, τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, τὸ ὁποῖον ὡρίσθη κατὰ τὴν Σύνοδον τοῦ Βατικανοῦ τὸ 1870 ἐν Ρώμῃ καὶ ἐπὶ Πάπα Πίου τοῦ Θ’. Κατὰ τὸ δόγμα τοῦτο, τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καθοδηγεῖται ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, ἀποδίδεται εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Πάπα, ὁ ὁποῖος τάσσεται τοιουτοτρόπως ὑπεράνω καὶ αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἡ μόνη ἀλαθήτως ἀποφαινομένη. Ἀρχὴ εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν.
Οι Διαμαρτυρόμενοι ἐξ ἄλλου ἔχουν ἀπολέσει πᾶσαν ἰδέαν περὶ Ἐκκλησίας καὶ περὶ ἱερατείου, διδάσκοντες ότι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκην ἰδιαιτέρων ὀργάνων, τὰ ὁποῖα νὰ λαμβάνουν διὰ τῆς χειροτονίας τὴν ἐξουσίαν νὰ διοικοῦν, νὰ διδάσκουν καὶ νὰ τελοῦν τὰ ἱερὰ Μυστήρια. Τὴν ἱερωσύνην δὲν δέχονται οὗτοι ὡς ἱερὸν Μυστήριον καὶ ἀποκρούουν τὴν ἰδέαν τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, διδάσκοντες ὅτι πᾶς Χριστιανός, ἔχων τὴν προσήκουσαν θεολογικὴν μόρφωσιν καὶ ἐνάρετον βίον, δύναται νὰ τύχῃ οἱουδήποτε ἐκκλησιαστικοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος. Διὰ τοῦτο οἱ Διαμαρτυρόμενοι δὲν ἔχουν μίαν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ εἶναι διῃρημένοι εἰς ἀναριθμήτους ἀνεξαρτήτους Ἐκκλησίας, ἐκάστη ἀπὸ τὰς ὁποίας ἔχει ἰδίαν δογματικὴν διδασκαλίαν καὶ ἰδίους τρόπους λατρείας. Ἡ διοίκησις δὲ τῆς Ἐκκλησίας διεξάγεται παρ’ αὐτοῖς ποικιλοτρόπως παρ’ ἐπιτροπῶν, ἐκ λαϊκῶν καὶ κληρικῶν, αἱ ὁποῖαι εἰς μέν τὰς Λουθηρανικὰς Ἐκκλησίας διορίζονται ὑπὸ τῶν ἡγεμόνων καὶ τῆς Πολιτικῆς Ἀρχῆς, εἰς δὲ τὰς Καλβινικὰς ἐκλέγονται ὑπὸ τῶν κοινοτήτων. Παρὰ τῇ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ τὴν διοίκησιν ἀσκοῦν οἱ ἐπίσκοποι, διοριζόμενοι ὑπὸ τοῦ βασιλέως. Πολλοὶ τῶν Διαμαρτυρομένων ταυτίζουν Ἐκκλησίαν καὶ Κράτος, ὑποτάσσοντες τὴν Ἐκκλησίαν εἰς αὐτό, ἐνῷ ἡ μὲν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὑπὲρ τῆς συνεργασίας Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς τὸ Κράτος τὴν ἐπέμβασιν εἰς τὰ καθαρῶς ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ἡ δὲ Δυτικὴ Ἐκκλησία διδάσκει καὶ ἀπαιτεῖ τὴν ὑποταγὴν τοῦ Κράτους εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἐξουσίαν.

ε) Τὰ Μυστήρια. 

Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία παραδέχεται, ὡς καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἑπτὰ Μυστήρια, ἀλλὰ δίδει περισσοτέραν σημασίαν διὰ τὸ κῦρος τοῦ Μυστηρίου εἰς τὴν τυπικὴν τέλεσίν του παρὰ εἰς τὴν πίστιν καὶ τὴν εὐσεβῆ διάθεσιν τοῦ πιστοῦ. Ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ πλεῖστοι οὐδεμίαν σημασίαν ἀποδίδουν εἰς τὴν ἱεροτελεστίαν τοῦ Μυστηρίου, φρονοῦντες ὅτι ἡ θεία χάρις μεταδίδεται διὰ μόνου τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι σώζεταί τις μόνον διὰ τῆς πίστεως. Ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Μυστήρια οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέχονται μόνον τὰ δύο, τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν, τὰ λοιπὰ δὲ πέντε ἤ ἀπορρίπτουν τελείως ἤ, ὅπως οἱ Ἀγγλικανοί, δέχονται αὐτὰ ὡς ἁπλᾶς ἐκκλησιαστικὰς τελετὰς καὶ ὡς Μυστήρια δευτέρας τάξεως. Μερικαὶ παραφυάδες τῶν Διαμαρτυρομένων οὐδὲν Μυστήριον ἕχουν, δεχόμεναι μόνον τὸ κὴρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ως πρὸς ἔκαστον Μυστήριον ὑπάρχουν αἱ ἀκόλουθοι διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν.

α) Τὸ Βάπτισμα. - Καὶ οἱ Δυτικοὶ καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι, πλὴν μερικῶν παραφυάδων τούτων, συμφωνοῦντες εἰς τοῦτο πρὸς ἡμᾶς, ἀναγνωρίζουν τὸ Βάπτισμα ὡς ἀναγκαιότατον Μυστήριον εἰς πάντα Χριστιανόν, διὰ νὰ γίνῃ μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ καθ’ ἡμᾶς καὶ κατὰ τοὺς Δυτικοὺς ἐξαλείφεται δι’ αὐτοῦ ἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ καὶ τῶν προαιρετικῶν ἁμαρτημάτων, παραμενούσης μιᾶς ἁπλῆς κλίσεως πρὸς τὸ κακὸν ἐν τῷ Χριστιανῷ, ἡ ὁποία δὲν λογίζεται ὡς αμαρτία. Κατὰ τοὺς Διαμαρτυρομένους αἲρεται μὲν ἡ ἐνοχὴ διὰ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, παραμένει ὅμως ἡ ρίζα αὐτοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μὲν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ μετὰ τὸ Βάπτισμα δὲν λογίζεται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς τοιαύτη.
Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς καὶ τοῖς Διαμαρτυρομένοις δὲν τελεῖται τὸ Βάπτισμα διὰ τριπλῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως, ὅπως παρ᾽ ἡμῖν, αλλὰ διὰ ραντισμοῦ ἦ δι’ ἐπιχύσεως. Τὸ παρ’ ἡμῖν « Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ... » οὶ Δυτικοὶ μετέτρεψαν εἰς ἐνεργητικόν: « Βαπτίζω σέ.... », διὰ νὰ προσδώσουν μεγαλυτέραν σημασίαν καὶ δύναμιν εἰς τὸν τελοῦντα τὸ μυστήριον κληρικόν. 

β) Τὸ Χρῖσμα . - Καὶ οἱ Δυτικοὶ καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι δὲν τελοῦν τὸ Χρῖσμα, ὅπως ἡμεῖς, ἀμέσως μετὰ τὸ Βάπτισμα,ἀλλ’ ἐχώρισαν αὐτά, τελοῦντες τὸ Χρῖσμα εἰς μὲν τὰ ἄρρενα τὰ 14ον ἔτος τῆς ἡλικίας των, εἰς δὲ τὰ θήλεα τὸ 12ον ἔτος. Ὡς λόγον τῆς τοιαύτης ἀναβολῆς τοῦ Χρίσματος φέρουν ότι πρέπει ὁ Χριστιανός, πρὶν δεχθῇ τοῦτο, νὰ διδαχθῇ προηγουμένως τὰς χριστιανικὰς ἀληθείας, διὰ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μὲ πλὴρη ἐπίγνωσιν τῶν ὑποχρεώσεών του. Ἐν τοιαύτῃ ὅμως περιπτώσει καὶ τὸ Βάπτισμα ἔπρεπε νὰ ἀναβληθῇ, ἕως ὅτου φθάσῃ ὁ πιστὸς εἰς ὥριμον ἡλικίαν. Παρ’ ἡμῖν, οἱ ἀνάδοχοι ἀναλαμβάνουν τὴν ὑποχρέωσιν νὰ διδάξουν βραδύτερον τὰς χριστιανικὰς ἀληθείας εἰς τὸν ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ βαπτισθέντα καὶ χρισθέντα. Ἔπειτα ὁ χωρισμὸς τοῦ Χρίσματος ἀπὸ τοῦ Βαπτίσματος εἶναι άδικαιολόγητος, διότι, ὡς γνωρίζομεν, ἀμέσως μετὰ τὸ Βάπτισμα κατῆλθε τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς εἰς τὸν Κύριον. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ὡς εἴπομεν, δὲν θεωροῦν τὸ Χρῖσμα ὡς Μυστήριον.
Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς τὸ ἅγιον μύρον δὲν ἀποτελεῖται, ὅπως παρ’ ἡμῖν, ἀπὸ ἔλαιον καὶ ἀπὸ πολλὰς εὐώδεις οὐσίας, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ ἔλαιον καὶ βάλσαμον. Ἐν τῆ Ἀγγλικανικῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ Χρῖσμα τελεῖται ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως καὶ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς, παρὰ τοῖς ὁποίοις εἶναι δυνατὸν νὰ τελεσθῇ καὶ παρὰ πρεσβυτέρου, κατόπιν εἰδικῆς ἐπισκοπικῆς ἀδείας.

γ) Ἡ Θεία Εὐχαριστία .- Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καὶ ἡ Δυτικὴ δέχονται ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι Μυστήριον καὶ θυσία καὶ ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταβάλλονται πραγματικῶς εἰς αὐτὸ τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου. Οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀποδέχονται ταύτην μόνον ὡς Μυστὴριον καὶ οὐχὶ ὡς θυσίαν καὶ ὅτι ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἶνου εἰς σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι πραγματική, ἀλλὰ μυστηριακὴ, ἤ ὅτι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος ἁπλῶς συμβολίζουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου.
Καὶ ὡς πρὸς τὰ συστατικὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν κοινωνίαν τούτων ὑπάρχουν διαφοραὶ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Τοιουτοτρόπως ἡ μέν ἡμετέρα Ἐκκλησία, ἀκολουθοῦσα τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, μεταχειρίζεται ἐνζυμον ἅρτον, ἐνῷ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι μεταχειρίζονται ἅζυμον. Ὡς πρὸς τὸν οἶνον οἱ Δυτικοὶ καὶ ἡμεῖς μεταχειριζόμεθα οἶνον μεμειγμένον μὲ ὔδωρ, οἱ δὲ Διαμαρτυρόμενοι οἶνον ἄκρατον. Ὡς πρὸς τὴν μετάληψιν τῶν τιμίων Δώρων οἱ μέν Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι μεταλαμβὰνουν πάντες καὶ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἐνῷ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς μόνον τοῦ ἄρτου μεταλαμβάνουν πάντες, παρὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρὶου « Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες » τοῦ οἵνου κοινωνοῦν παρὰ τοῖς Δυτικοῖς μόνον οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί. Παρ’ ἡμῖν μεταλαμβάνουν τῆ θείας Κοινωνίας καὶ τὰ βρέφη, ἑν ᾧ παρὰ τοῖς Δυτικοῖς καὶ Διαμαρτυρομένοις παρέχεται ἡ θεία Κοινωνωνία εἰς τὰ παιδιὰ μόνον μετὰ τὸ Χρῖσμά των. Γενικῶς ἑκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ Ἀγγλικανοὶ προσεγγίζουν πολὺ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς πρὸς τὴν διδασκαλίαν των περὶ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. 

δ) Ἡ Μετάνοια . - Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, τὰ ἐπιτίμια, ἦτοι αἱ ποιναί, αἱ ὁποῖαι ἐπιβάλλονται ὑπὸ τοῦ ἱερέως εἰς τὸν μετανοοῦντα πιστὸν μετὰ τὴν τέλεσιν τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας, ἀποβλέπουν μόνον εἰς τὴν ἠθικὴν ἄσκησιν καὶ ψυχικὴν βελτίωσιν τοῦ μετανοήσαντος, ὥστε νὰ μὴ ἐπαναλάβη οὖτος τὸν αὐτὸν ἁμαρτωλὸν βίον.Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς ἀντιθέτως τά ἑπιτίμια θεωροῦνται ὡς ἀποβλέποντα εἰς τὴν ἱκανοποίησιν τῆς θείας δικαιοσύνης. Συναφεῖς πρὸς τὴν τοιαύτην ἀντίληψιν τῶν Δυτικῶν εἶναι καὶ αἱ πεπλανημέναι δογματικαί των διδασκαλίαιπερὶ τοῦ θησαυροῦ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων, περὶ ἀφέσεων καὶ συγχωροχαρτίων καὶ περὶ καθαρτηρίου πυρός, περὶ τῶν ὁποίων θὰ κάμωμεν λόγον κατωτέρω.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τὴν Μετάνοιαν ὡς Μυστήριον, θεωροῦντες ταύτην ὡς ὠφέλιμον μόνον διὰ τὴν ἠθικὴν ἐνίσχυσιν καὶ παρηγορίαν τῶν Χριστιανῶν.

ε) Ἡ Ἱερωσύνη. - Οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων οἱ Ἀγγλικανοὶ ἔχουν τρεῖς βαθμοὺς τῆς Ἱερωσύνης, οἱ δὲ λοιποὶ Διαμαρτυρόμενοι ἔχουν μόνον τοὺς βαθμοὺς τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ διακόνου. Παρὰ τοῖς Ὀρθοδόξοις ἐπιτρέπεται ὁ γάμος εἰς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς διακόνους, ἀλλ’ οὐχὶ μετὰ τὴν χειροτονίαν, οἱ δὲ ἐπίσκοποι ἀπὸ τοῦ Δ’ αἰῶνος εἶναι πάντοτε, ἄγαμοι, ἐνῷ κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας ἐπετρέπετο νὰ χειροτονῶνται ἐπίσκοποι καὶ ἔγγαμοι κληρικοί. Παρὰ τοῖς Δυτικοῖς ὅλοι οἱ κληρικοὶ εἶναι ἄγαμοι, παρὰ δὲ τοῖς Διαμαρτυρομένοις ὁ γάμος ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς κληρικοὺς ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ πρὸ καὶ μετὰ τὴν χειροτονὶαν των, διότι ἡ χειροτονία δὲν θεωρεῖται παρ’ αὐτῶν ὡς Μυστήριον.
Ὡς πρὸς τὸ ἔγκυρον τῆς χειροτονίας τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν κρατεῖ παρὰ τῇ ἡμετέρα Ἐκκλησίᾳ ἡ γνώμη νὰ ἀναγνωρίζωνται ὡς ἔγκυροι αἱ χειροτονίαι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν τὴν Ἱερωσύνην ὡς Μυστήριον, ὑπὸ τὸν ὅρον ὅμως οἱ τοιοῦτοι κληρικοὶ νὰ λάβουν νέαν χειροθεσίαν καὶ νὰ ἐπιδώσουν ἔγγραφον ἀποδοκιμασίαν τῶν καινοδοξιῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποίας προέρχονται.

ς) Ο Γάμος. - Οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν τὸν γάμον ὡς Μυστηρὶον, οἱ δὲ Διαμαρτυρόμενοι οὐχί, μολονότι ἀναγνωρίζουν τὸν γάμον ὡς θεῖον θεσμόν.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιτρέπει κατὰ συγκατάβασιν καὶ δεύτερον καὶ τρίτον γάμον, ἡ δὲ Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ αἱ τῶν Διαμαρτυρομένων ἐπιτρέπουν καὶ τέταρτον γάμον. Ὡς πρὸς τὴν διάλυσιν τοῦ γάμου οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιτρέπουν τὸ διαζύγιον μόνον διὰ λόγους συζυγικῆς ἀπιστίας, τελευταίως ὅμως ἤρχισε νὰ ἐπιτρέπηται τὸ διαζύγιον καὶ διὰ λόγους, οἱ ὁποῖοι καθιστοῦν ἀδύνατον τήν συμβίωσιν τῶν συζύγων. Παρὰ τοἷς Διαμαρτυρομένοις ἐπιτρέπεται τὸ διαζύγιον καὶ διὰ τὴν ἐλαχίστην αἰτίαν καὶ διὰ τοῦτο τὰ διαζύγια παρ’ αὐτοῖς εῖναι συνήθη καὶ ὁ οἰκογενειακὸς βίος ἔχει κλονισθῆ πολύ. Ὡς πρὸς τὰ κωλύματα τοῦ γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀναγνωρίζουν μόνον τὰ προερχόμενα ἐκ τῆς συγγενείας ἐξ αἴματος. Οἱ Δυτικοὶ δέν ἐπιτρέπουν ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει τὸ διαζύγιον, μολονότι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐπέτρεψε τοῦτο διὰ λόγους ἀπιστίας καὶ μολονότι τοιαύτη ἀπόλυτος ἀπαγόρευσις ἔχει κάκιστον ἀντίκτυπον καὶ ὁλεθρίας συνεπείας εἰς τὸν βίον τῶν πιστῶν.

ζ) Τὸ Εὐχέλαιον . - Ἡ Δυτικὴ «Ἐκκλησία», παρὰ τὴν κρατήσασαν παράδοσιν τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας μέχρι τοῦ ΙΒ’ αἰῶνος, ὥρισεν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης, ὅπως τὸ Μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου τελῆται κατὰ τὰς τελευταίας στιγμὰς τοῦ Χριστιανοῦ, ὡς τελευταῖόν του ἐφόδιον διὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωήν του. Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία, ὡς τελευταῖον ἐφόδιον εἰς τοὺς ἑτοιμοθανάτους, ὥρισε τὴν ἐξομολόγησιν καὶ τὴν μετάληψιν τῆς θείας Κοινωνίας. Οἱ Δυτικοὶ ἐκαινοτόμησαν καὶ εἰς ἄλλα πράγματα ὡς πρὸς τὸ Μυστήριον τοῦτο.
Οὕτως, ἐπειδὴ θεωροῦν τὸ Εὐχέλαιον ὡς τὸ τελευταῖον ἐφόδιον, δέν ἐπιτρέπουν τὴν ἐπανάληψίν του, ἄν ὁ ἀσθενὴς θεραπευθῇ μετὰ τὴν τέλεσιν τοῦ Εὐχελαίου.Ἐπίσης ἐθέσπισαν ὅτι μόνον οἱ ἐπίσκοποι πρέπει νὰ τελοῦν τοῦτο. Ταῦτα πάντα ἀντίκεινται πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Ἰακώβου ἐν Ε’ 14 - 16 καὶ πρὸς τὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τὸ Εὐχέλαιον ὡς Μυστήριον.Ἀντὶ τούτου συνιστοῦν νὰ μεταβαίνῃ ὁ ἱερεὺς παρὰ τὴν κλίνην τοῦ ἐτοιμοθανάτου καὶ νὰ ἀναγινώσκῃ πλησίον του διαφόρους εὐχὰς καὶ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν, ἐνισχύων αὐτὸν καὶ διὰ λόγων.

ς) Αἱ ἔσχαται ἡμέραι.
α) Ὁ θησαυρὸς τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἀγιῶν. Ἡ Δυτικὴ «Ἐκκλησία» διδάσκει ὅτι, διὰ νὰ σωθῇ ὁ Χριστιανός, ἀπαιτεῖται ὡρισμένον ποσὸν !!! ἀγαθῶν ἔργων. Οἱ ἅγιοι ὅμως ὑπερβαίνουν τὰ ἐπιβεβλημένα εἱς αὐτοὺς καθήκοντα καὶ πράττουν περισσότερα ἀγαθὰ ἔργα παρὰ ὅσα χρειάζονται διὰ τὴν σωτηρίαν των. Τὰ τοιαῦτα περισσεύοντα ἀγαθὰ ἔργα ἀποταμιεύονται καὶ ἀποτελοῦν τὸν θησαυρὸν τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων. Εἰς τὸν θησαυρὸν τοῦτου τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων προστίθεται καὶ ἡ μεγάλη ἀξιομισθία τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου. Ἐν συνεχείᾳ διδάσκουν οἰ Δυτικοὶ ὅτι οἱ Πάπαι δύνανται νὰ διαθέτουν μερικὰ ἀγαθὰ ἔργα ἐκ τοῦ θησαυροῦ τούτου τῶν ἀγαθῶν ἔργων τῶν ἁγίων ὑπὲρ ἄλλων Χριστιανῶν πρὸς ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των. Τοιουτοτρόπως ἐδημιουργήθη τὸ ζήτημα τῆς πωλήσεως ἀφέσεων ἢ συγχωροχαρτίων ὑπὸ τοῦ Πάπα, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον προεκάλεσε τόσον σάλον καὶ τόσας καταχρήσεις εἰς τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν. Τὰ περιλάλητα αὐτὰ συγχωροχάρτια( indulgentia), δηλαδὴ ἡ γραπτὴ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν, ὑπῆρξαν σκάνδαλον καὶ ἐξήγειραν ὅλους τοὺς γνησίους Χριστιανούς. Ὁ Πάπας Λέων ὁ Ι’ μάλιστα ἔφθασεν εἰς τὸ σημεῖον νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς τὸν ἀρχιεπίσκοπον τῆς Γερμανικῆς πόλεως Μαγεντίας τὴν πώλησιν συγχωροχαρτίων ἐπὶ 8 ἔτη, ὑπὸ τὸν ὅρον νά μοιρασθοῦν τὰ κέρδη. Τοῦτο ἐξήγειρε τὸν γνωστὸν θρησκευτικὸν μεταρρυθμιστὴν τῆς Δύσεως Μαρτῖνον Λούθηρου.
Αἱ τοιαῦται διδασκαλίαι τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τελείως ἀντίθετοι πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, οὐδεὶς δύναται νὰ πράττῃ περισσότερα ἀγαθὰ ἕργα παρὰ ὅσα χρειάζεται διὰ τὴν σωτηρίαν του. Καὶ ὁ μέγιστος τῶν ἀγίων ἔχει ἀνάγκην τοῦ ἐλέους καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ σωθῇ, καὶ δέν πρέπει νὰ λησμονῶμεν τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου: 

« ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι δ ὁφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν »
(Λουκ. ΙΖ’ 10)

Ἡ περὶ συγχωροχαρτίων διδασκαλία δύναται νὰ διαστρέψῃ εὐκόλως τὴν ἠθικότητα τῶν Χριστιανῶν, διότι, ὅταν οὗτοι πιστεύουν ὅτι δύνιανται μὲ χρὴματα νὰ ἐξαγοράζουν τὴν ἄφεσιν τῶν ἀμαρτιῶν των, τότε οὐδεὶς λόγος ὑπάρχει νὰ κοπιάζουν καὶ νὰ ἀγωνίζωνται ἠθικῶς ὑπέρ τῆς σωτηρίας των.
β) Τὸ καθαρτήριον πῦρ . Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ διακρίνωμεν 1) Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ περιέπεσαν εἰς ἁμαρτὴματα, μετενόησαν καὶ ἐξωμολογὴθησαν, ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἐκτελέσουν τὸν κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπεβλὴθη εἰς αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ Πνευματικοῦ, ἤ εἶχον τὴν διάθεσιν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν, ἀλλά, λόγῳ αἰφνιδίου θανάτου ἤ ἄλλων κωλυμάτων, δέν ἐπρόφθασαν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ τύχουν τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν 2) Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν κατὰ πάντα ἀγαθοί, καὶ τούτων αἱ ψυχαὶ μεταβαίνουν κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν παράδεισον καὶ 3) τοὺς κακοὺς Χριστιανούς, τῶν ὁποίων αἱ ψυχαὶ μετὰ θάνατον μεταβαίνουν κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὴν κόλασιν. Μόνον αἵ ψυχαὶ τῆς πρώτης κατηγορίας μεταβαίνουν εἰς μέσην κατάστασιν, εἰς τὸ καθαρτήριον πῦρ , διὰ τοῦ ὁποίου αὗται καθαρίζονται ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας των, ἄλλαι βραδύτερον καὶ ἄλλαι ἐνωρίτερον, ἀναλόγως τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἔργων των. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία περαιτέρω διδάσκει ὅτι διὰ τῶν δεήσεων τῶν λειτουργῶν της, καὶ μάλιστα διὰ τῶν ἀφέσεων, δύναται νὰ ἀπαλλάξῃ τοὺς ἀνωτέρω Χριστιανοὺς ἀπὁ τὸ καθαρτήριον πῦρ καὶ νὰ συντελέσῃ, ὤστε νὰ μεταβοῦν καὶ τούτων αἱ ψυχαὶ εἰς τὸν παράδεισον.
Ἡ περὶ καθαρτηρίου πυρὸς διδασκαλία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, διατυπωθεῖσα ὑπὸ τῶν Συνόδων Φλωρεντίας(1439) καὶΤριδέντου ( 1545), ἀντίκειται ἀπολύτως καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, διότι γίνεται μὲν λόγος ἐν τῇ Ἁγ. Γραφῇ καὶ παρὰ τοῖς Πατράσι τῆς Ἐκκλησίας περὶ πυρὸς πρὸς καθαρισμόν, ἀλλ’ οὐχὶ κατὰ τὴν ἀνωτέρω διδασκαλίαν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας περὶ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ περὶ τοῦ τρόπου τῆς ἀπαλλαγῆς ἐξ αὐτοῦ.
Καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καὶ «αἱ» τῶν Διαμαρτυρομένων ἀπέκρουσαν καὶ ἐπολέμησαν σφοδρῶς τὰς ἀστηρίκτους καὶ ἐσφαλμένας ἰδέας τῶν Παπικῶν περὶ θησαυροῦ τῶν ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων καὶ περὶ καθαρτηρίου πυρός. Δὲν ἔχουν δέ οὐδεμίαν σχέσιν αἱ ἰδέαι των αὗται πρὸς τὰ μνημόσυνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, περὶ τῶν ὁποίων εἰς τὸ οἱκεῖον κεφάλαιον ἔγινε λόγος προηγουμένως.

ζ) Ἡ λατρεία. 

- Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἰσήγαγε πολλὰς καινοτομίας καὶ εἰς τὴν θείαν λατρείαν. Ὁ λαὸς ἐξ ἀμαθείας ἀπέδιδε μαγικὴν δύναμιν εἰς τὰς τελετὰς τῆς θείας λατρείας καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ὑπέθαλψε τὴν τοιαύτην πίστιν τοῦ λαοῦ, ἀποδίδουσα εἰς τὰς εἰκόνας, εἰς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων καὶ εἰς πολλὰς τελετὰς δύναμιν, τὴν ὁποίαν δέν ἕχουν κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ κατὰ τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ μάλιστα τῆς Ζ’, ἡ ὁποία ἀπεφάνθη περὶ τῶν εἰκόνων. Ὁ ἀμαθὴς καθολικὸς Χριστιανὸς ἐπίστευεν ὅτι ἀρκεῖ ἡ θαυματουργὸς δύναμις τῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἱερῶν λειψάνων, διὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ἐκδήλωσιν τῶν τοιούτων ἐσφαλμένων ἰδεῶν καὶ τάσεων τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν καὶ αἱ κατὰ τὸν ΙΔ’ αἰῶνα καὶ ἐπὶ Πάπα Βονιφατίου τοῦ Η’ τὸ πρῶτον καθιερωθεῖσαι ἱεραὶ ἀποδημίαι εἰς Ρώμην. Οἱ λαμβάνοντες μέρος εἰς τὰς ἱερὰς ταύτας ἀποδημίας εἰς τὴν Ρώμην ἐλάμβανον, κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, πλήρη ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν των. Γενικῶςἡ θεία λατρεία ἔχει προσλάβει παρὰ τοῖς Δυτικοῖς πολὺ θεατρικὸν καὶ ἐπιδεικτικὸν χαρακτῆρα καὶ ἔχει καταντὴσει εἱς λατρείαν ἐξωτερικῶν τύπων, ἐνῷ ὁ Κύριος ἀπῄτησε πρὸ παντὸς πνευματικὴν λατρείαν τοῦ θεοῦ, εἰπὼν εἰς τὴν Σαμαρείτιδα: 

« πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν »
(Ἰωάν. Δ’ 24)

Οἱ Προτεστάνται ἐξ ἀντιδράσεως καὶ ἀντιθέσεως πρὸς τὴν παπικὴν Ἐκκλησίαν περιέπεσαν εἰς ἄλλας ἀκρότητας καὶ τελείως ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, διότι οὗτοι κατήργησαν ὅλας τὰς ἐορτάς, πλὴν τῶν ἀναφερομένων εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ἀπεγύμνωσαν τοὺς ναούς των σχεδὸν παντὸς διακόσμου καὶ τῶν εἰκόνων, ἀπέρριψαν τὴν διδασκαλίαν περὶ μεσιτείας τῶν Ἁγίων παρὰ τῷ Θεῷ καὶ τὴν τιμητικὴν προσκύνησιν αὐτῶν καὶ περιώρισαν τὴν θείαν λατρείαν εἰς ὕμνους τινάς, εἰς τὴν ἀνάγνωσιν περικοπῶν ἐκ τῆς Ἀγίας Γραφῆς καὶ εἰς τὸ κήρυγμα, εἰς τὸ ὀποῖον βεβαίως πολὺ ὀρθῶς ἀποδίδουν μεγίστην σημασίαν διὰ τὴν θρησκευτικὴν ἀναγέννησιν τῶν πιστῶν. Τοιουτοτρόπως καὶ οἱ Διαμαρτυρόμενοι καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν ἠκολούΘει ἡ ἀρχαία καὶ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὁυσίαν μόνον ἡ ἡμετέρα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ πιστῶς ἀπ’ ἀρχῆς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά