Πέμπτη, Απριλίου 25, 2013

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ: Τελευταίο



IV. Η ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ

Η δίκη ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου, του Ρωμαίου Έπαρχου, ξεκίνησε στο Πραιτόριο νωρίς το πρωί. Δε διεξήχθει κεκλεισμένων των θυρών, καθώς οι Ιουδαίοι δε θα εισέρχονταν στην αίθουσα σε μέρα γιορτής γιατί θα είχαν το φόβο ότι θα μολυνθούν. Αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση στην ιστορία, όπου η σχολαστική τήρηση των θρησκευτικών εθίμων ή της ηθικής συνόδευσε ένα παράδειγμα ανθρώπινης απανθρωπιάς εναντίον ενός ανθρώπου. Ο Χριστός οδηγήθηκε ενώπιον του Πιλάτου επειδή η Σανχεντρίν δεν ήταν εξουσιοδοτημένη να επιβάλλει την ποινή του θανάτου χωρίς την έγκριση του Ρωμαίου Έπαρχου.
Όταν οδηγήθηκε ο Ιησούς στο Πραιτόριο, ο Πιλάτος βγήκε έξω και είπε
"ΤΙΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΝ ΦΕΡΕΤΕ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΟΥΤΟΥ" Κατά Ιωάννην - κεφ. 18, §29. Κατ' αυτόν τον τρόπο, εξέφρασε σαφές αίτημα για έκθεση των κατηγοριών. Οι ιερείς δεν διατύπωσαν συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά απήντησαν "ΕΑΝ ΟΥΤΟΣ ΔΕΝ ΗΤΟ ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΗΘΕΛΟΜΕΝ ΣΟΙ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΑΥΤΟΝ". Ο Πιλάτος τους είπε "ΛΑΒΕΤΕ ΑΥΤΟΝ ΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟΝ ΣΑΣ ΚΡΙΝΑΤΕ ΑΥΤΟΝ". Και εκείνοι απήντησαν "ΟΙ ΙΟΥΔΑΙΟΙ ΗΜΕΙΣ ΔΕΝ ΕΧΟΜΕΝ ΕΞΟΥΣΙΑΝ ΝΑ ΘΑΝΑΤΩΣΩΜΕΝ ΟΥΔΕΝΑ".
Αυτός ο διάλογος δεικνύει ότι οι Ιουδαίοι ζητούσαν μόνον ν' αποσπάσουν την έγκριση του Έπαρχου για την καταδίκη εις θάνατον για βλασφημία, την οποία η Σανχεντρίν είχε καθορίσει. Παρόλο που ήταν καθήκον του Ρωμαίου Έπαρχου να κρίνει όλες τις υποθέσεις στις οποίες είχε επιβληθεί η θανατική καταδίκη, ήταν συνήθης πρακτική, για να αποφεύγονται όσο το δυνατόν οι τριβές με τις τοπικές αρχές, να επικυρώνεται η καταδίκη χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και σαν να είναι ένα καθαρά τυπικό θέμα. Η αμέλεια των ιερέων να παρουσιάσουν μία συγκεκριμένη κατηγορία εις απάντησιν της ερώτησης του Πιλάτου, ήταν εμμέσως μία υπόδειξη προς εκείνον ότι αυτή η συνήθεια θα ήταν ιδιαιτέρως αρεστή στη Σανχεντρίν για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Υπάρχουν αρκετοί προφανείς λόγοι, για τους οποίους ο Πιλάτος αρνήθηκε να ενεργήσει κατά την υπόδειξη. Ήξερε ότι "ΔΙΑ ΦΘΟΝΟΝ ΠΑΡΕΔΩΚΑΝ" (Κατά Ματθαίον - κεφ. 27, §18) τον Χριστό σε εκείνον. Παρουσιάζεται να τρέφει αξιοσημείωτο σεβασμό προς τον Ιησού, για του οποίου τα έργα είχε ακούσει. Όντας πολυθεϊστής, θα ήταν μάλλον άτοπο να περιμένει κανείς ότι θα γεμίσει αγανάκτηση λόγω διαφορών, οι οποίες αφορούσαν σε δεισιδαιμονίες. Γνωρίζοντας ότι η κατηγορία επινοήθηκε από φθόνο και χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν προφανώς το ζήτημα της όποιας ιδιαίτερης επίπτωσης, δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για την αντικειμενική επιδίωξη των ιερέων. Έτσι δικαιολογείται η περιφρονητική του συμβουλή να δικάσουν τον Ιησού σύμφωνα με τον Ιουδαϊκό νόμο, με τον οποίο ήξερε ότι θανατική καταδίκη δεν μπορούσε να επιβληθεί.
Οι ιερείς επίσης γνώριζαν ότι η κατηγορία της βλασφημίας δεν ήταν ιδιαίτερα βαρύνουσα για έναν πολυθεϊστή Έπαρχο και έτσι, παράλλαξαν την αληθινή καταγγελία τους και διατύπωσαν εναντίον του Χριστού την κατηγορία της συνομωσίας εις βάρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
"ΤΟΥΤΟΝ ΕΥΡΟΜΕΝ ΔΙΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΟΝΤΑ ΤΟ ΝΑ ΔΙΔΩΣΙ ΦΟΡΟΥΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ ΛΕΓΟΝΤΑ ΕΑΥΤΟΝ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ" Κατά Λουκάν - κεφ. 23, §2.
Μία τέτοια κατηγορία ευνοήτως δεν μπορούσε να απορριφθεί χωρίς ανάκριση από τον Έπαρχο. Πέραν των διοικητικών εξουσιών του, ήταν και δικαστής, έχων τη δυνατότητα να δικάζει, να καταδικάζει και να εκτελεί. Αρνούμενος να εξασκήσει τις διοικητικές και απεριόριστες εξουσίες του υπέρ της θανατικής καταδίκης για βλασφημία κατά την ετυμηγορία της Σανχεντρίν, ήταν αναγκασμένος, ως δικαστής, να κρίνει αυτή τη νέα καταγγελία, της συνομωσίας εις βάρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σύμφωνα με το Ρωμαϊκό δικαστικό ποινικό κώδικα. Οι γραφές δείχνουν ότι πάσχισε για να το πράξει.
Όταν ο Χριστός κατηγορήθηκε εκ νέου από τους αρχιερείς και τους γέροντες, δεν απάντησε κάτι. Γιατί; Η κατηγορία ήταν τριπλής φύσεως: 1. ο εκμαυλισμός του έθνους, 2. η παρεμπόδιση της πληρωμής των φόρων υποτελείας προς τον Καίσαρα, και 3. ο ισχυρισμός ότι είναι βασιλεύς. Η κατηγορία του εκμαυλισμού του έθνους ήταν πολύ αόριστη για να απαντηθεί συγκεκριμένα. Η κατηγορία της παρεμπόδισης της πληρωμής των φόρων υποτελείας ήταν ψευδής και οι κατήγοροί του το γνώριζαν. Νωρίτερα μέσα στην ίδια εβδομάδα όταν οι Φαρισαίοι, προσπαθώντας να τον παγιδεύσουν, τον είχαν ρωτήσει εάν ήταν νόμιμο να πληρώνουν φόρους στον Καίσαρα, εκείνος είχε απαντήσει, "ΑΠΟΔΟΤΕ (ΛΟΙΠΟΝ) ΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ" Κατά Λουκάν - κεφ. 20, §25. Η κατηγορία του ισχυρισμού ότι ήτο βασιλεύς είχε διττή φύση, έχοντας πολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, και προφανώς περίμενε να του συγκεκριμενοποιήσουν τι εννοούσαν. Ο Πιλάτος, όπως θα δούμε, αγνόησε την κατηγορία σχετικά με την πληρωμή των φόρων υποτελείας και διεξήγαγε τη δίκη απλώς επί της κατηγορίας ότι ο Χριστός διατεινόταν ότι ήταν βασιλιάς κι αυτό σε συνάρτηση με το νόημα του ισχυρισμού ότι διέβαλλε το λαό.
Πήρε τον Ιησού μέσα στο Πραιτόριο, μακριά από τους άλλους, και τον ανέκρινε ιδιαιτέρως. Η πρώτη του ερώτηση ήταν "ΣΥ ΕΙΣΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ"; (Κατά Ιωάννην - κεφ. 18, §33) Ο Ιησούς προσπάθησε αμέσως να μάθει εάν ο Πιλάτος ασκούσε δίωξη σε πολιτική ή θρησκευτική βάση και απήντησε ερωτώντας: "ΑΦ ΕΑΥΤΟΥ ΛΕΓΕΙΣ ΣΥ ΤΟΥΤΟ Η ΑΛΛΟΙ ΣΟΙ ΕΙΠΟΝ ΠΕΡΙ ΕΜΟΥ"; Είχε σημασία εάν η ερώτηση του Πιλάτου αναφερόταν σ' ένα βασιλιά όπως εκείνος κατανοούσε τον όρο και με την έννοια ότι ο Καίσαρας ήταν ένας βασιλιάς ή όπως οι Ιουδαίοι τον κατανοούσαν, ως ένα Μεσσία. Ο Πιλάτος δεν ενδιαφερόταν για θρησκευτικές διενέξεις. Ξεκαθάρισε ότι ρωτούσε μόνον από την πολιτική σκοπιά και, ενοχλημένος που δεχόταν ερώτημα από έναν Ιουδαίο, ρώτησε επιτακτικά: "ΜΗΠΩΣ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΙΟΥΔΑΙΟΣ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΟ ΙΔΙΚΟΝ ΣΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΣΕ ΠΑΡΕΔΩΚΑΝ ΕΙΣ ΕΜΕ ΤΙ ΕΚΑΜΕΣ"; Ο Ιησούς απάντησε το ερώτημα και για τις δύο περιπτώσεις εξηγώντας, για το πολιτικό θέμα, ότι δεν ήταν αντίπαλος του Καίσαρα επειδή το βασίλειό του δεν ανήκε σ' αυτόν τον κόσμο αλλά, όσον αφορά στο θρησκευτικό θέμα, ότι ήταν βασιλιάς στο βασίλειο της αλήθειας. Και ο Πιλάτος, χωρίς άλλη καθυστέρηση, ερώτησε το καίριο ερώτημα, το οποίο βασανίζει τους ελεύθερους ανθρώπους με την ελεύθερη σκέψη από αρχής κόσμου, "ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ";
Βγήκαν έξω από το Πραιτόριο και μπροστά σε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος ο Πιλάτος επισήμως ανακοίνωσε μία αθωωτική ετυμηγορία. "ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΥΡΙΣΚΩ ΟΥΔΕΝ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΝ ΑΥΤΩ"
Κατά το νόμο, η υπόθεση εκεί είχε κλείσει. Σε πολλά σύγχρονα νομικά συστήματα τηρείται η αρχή του ακαταδίωκτου για αδίκημα για το οποίο ένα πρόσωπο έχει ήδη δικαστεί. Αυτή η αρχή ήταν μέρος του Ρωμαϊκού κώδικα πολύ πριν και μετά την εποχή του Χριστού, ως εκ τούτου υιοθετήθηκε στη νομοθεσία της Αγγλίας και κληρονομήθηκε παραδοσιακά στην Αμερικάνικη φιλοσοφία του δικαίου. Η ετυμηγορία του Πιλάτου διατυπωμένη μετά την ανάκριση και ενώπιον των κατηγόρων ήταν οριστική. Οποιαδήποτε περαιτέρω άσκηση δίωξης με την ίδια κατηγορία ήταν παράνομη.
Όμως ο κόσμος δεν είχε ικανοποιηθεί. Είτε αναμασώντας την προηγούμενή τους κατηγορία, είτε διαμαρτυρόμενοι εκ νέου, "ΟΙ ΔΕ ΕΠΕΜΕΝΟΝ" (Κατά Λουκάν - κεφ. 23, §5), λέγοντες "ΤΑΡΑΤΤΕΙ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΚΑΘ ΟΛΗΝ ΤΗΝ ΙΟΥΔΑΙΑΝ ΑΡΧΙΣΑΣ ΑΠΟ ΤΗΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ ΕΩΣ ΕΔΩ".
Ο Ηρώδης, ο Έπαρχος της Γαλιλαίας, ήταν τότε στην Ιερουσαλήμ.
Ο Πιλάτος, συνειδητοποιώντας ότι ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος, τον έστειλε στον Ηρώδη για να δικαστεί.
Αυτό θα μπορούσε να ήταν νομότυπο. Συνήθως, αλλαγές τόπου εκδίκασης διατάσσονταν ανάλογα με την αρμοδιότητα, η οποία προέκυπτε από τον τόπο κατοικίας του κρατούμενου. Θεωρείται κοινώς αποδεκτό ότι ο Πιλάτος έστειλε τον Ιησού στον Ηρώδη ώστε ν' αποφύγει την ευθύνη της περαιτέρω δικαστικής εμπλοκής και να μεταθέσει το βάρος του προβλήματος, το οποίο συσσωρευόταν. Δεν γνωρίζω εάν αυτό είναι αληθές. Πάντως, επειδή η καταγγελία, η οποία εκείνη την στιγμή διατυπώθηκε, ήταν ότι ο Χριστός υποκινούσε το λαό της Γαλιλαίας, δεν είναι παράλογο να υποτεθεί ότι ο Πιλάτος, έχοντας κηρύξει αθώο τον κατηγορούμενο για διάπραξη εγκλήματος στην Ιερουσαλήμ, μάλλον επιθυμούσε όπως ο Έπαρχος της Γαλιλαίας διερευνούσε τον ισχυρισμό της παραβίασης του νόμου σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του.
Ο Χριστός οδηγήθηκε στον Ηρώδη, ο οποίος χάρηκε που τον είδε, επειδή ήθελε να του πραγματοποιήσει κάποια απ' τα θαύματα, για τα οποία ο Ηρώδης είχε ακούσει, να κάνει τον "μασκαρά". Ο Χριστός αρνήθηκε να πει κάτι. Και οι αρχιερείς και οι Γραμματείς τον κατηγόρησαν μπροστά στον Ηρώδη. Παρόλο που οι λεπτομέρειες αυτής της καταγγελίας δεν εκθέτονται, ήταν προφανές ότι αφορούσε στον ισχυρισμό του Χριστού ότι ήταν βασιλεύς, καθώς ο Ηρώδης τον περιγέλασε, τον περιέβαλλε με έναν ωραιότατο μανδύα και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο. Είναι σαφές ότι ο Ηρώδης δε θεώρησε τις κατηγορίες σοβαρές ή βάσιμες. Και ο Ηρώδης ήταν Ιουδαίος.
Άμα τη επιστροφή του Ιησού, ο Πιλάτος κάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τον κόσμο μαζί και για μία ακόμη φορά αποφάνθηκε μετά από ώριμη σκέψη ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος.
"ΕΦΕΡΑΤΕ ΠΡΟΣ ΕΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΤΟΥΤΟΝ ΩΣ ΣΤΑΣΙΑΖΟΝΤΑ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΚΑΙ ΙΔΟΥ ΕΓΩ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΑΣ ΑΝΑΚΡΙΝΑΣ ΔΕΝ ΕΥΡΟΝ ΕΝ ΤΩ ΑΝΘΡΩΠΩ ΤΟΥΤΩ ΟΥΔΕΝ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΞ ΟΣΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΕ ΚΑΤ ΑΥΤΟΥ, ΑΛΛ ΟΥΔΕ Ο ΗΡΩΔΗΣ ΔΙΟΤΙ ΣΑΣ ΕΠΕΜΨΑ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ ΚΑΙ ΙΔΟΥ ΟΥΔΕΝ ΑΞΙΟΝ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΟΝ ΥΠ ΑΥΤΟΥ, ΑΦΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΠΑΙΔΕΥΣΩ ΑΥΤΟΝ ΘΕΛΩ ΑΠΟΛΥΣΕΙ".
Από νομικής απόψεως, η απόφαση του Πιλάτου να μαστιγώσει τον Ιησού μπορεί να δικαιολογείται κατά μία μόνο έννοια. Ο Πιλάτος, ο δικαστής, έχοντας κρίνει αθώο τον Χριστό για τα εγκλήματα εναντίον του Καίσαρα, μεταβίβασε την υπόθεση στον Πιλάτο, τον Έπαρχο και Διοικητή, του οποίου καθήκον ήταν να εγκρίνει την ετυμηγορία της Σανχεντρίν. Έχοντας συμπεράνει ότι ο Χριστός δεν είχε κάνει "ΟΥΔΕΝ ΑΞΙΟΝ ΘΑΝΑΤΟΥ", δέχτηκε την καταδίκη από τη Σανχεντρίν, αλλά, έχοντας πλήρη εξουσία, τη μετέτρεψε και αντικατέστησε το "εις θάνατον" με την ποινή του μαστιγώματος.
Η άποψη η οποία μάλλον επικρατεί όμως, πέραν της νομικής σκοπιάς, είναι ότι ο Πιλάτος πήρε αυτή την απόφαση απλά για να μπορέσει να κατευνάσει τον κόσμο, ο οποίος επίμονα επιθυμούσε την τιμωρία του Χριστού και η δήλωσή του ότι θα τον άφηνε μετά ελεύθερο ήταν προφανώς μία ενθάρρυνση προς τον κόσμο, ώστε να ζητήσουν την απελευθέρωσή του. Ήταν έθιμο την αργία του Πάσχα να απελευθερώνεται ένας κρατούμενος κατ' επιλογήν του λαού. Ο Πιλάτος, έχοντας κρίνει τον Χριστό αθώο, για να ενισχύσει την υπονοούμενη έκκλησή του και να σιγουρέψει την επιλογή, τους πρότεινε να επιλέξουν μεταξύ του Χριστού και του πιο επικίνδυνου εγκληματία των φυλακών, του Βαραββά.Και ο όχλος, υποκινούμενος από τους ιερείς και τους πρεσβύτερους, επιλέγει το Βαραββά.
Αμέσως μετά ο Πιλάτος πήρε τον Ιησού και έδωσε εντολή να τον μαστιγώσουν. Οι στρατιώτες, κατά τη διάρκεια του μαστιγώματος, τον έφτυναν, τον περιγελούσαν και του φόρεσαν το ακάνθινο στεφάνι.
Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα εκ των ανωτέρω, η ετυμηγορία ήταν οριστική και η υπόθεση είχε κλείσει.
Εάν η απόφαση ήταν η πλήρης αθώωση του κατηγορουμένου, τότε η ποινή του μαστιγώματος ήταν αδικαιολόγητη και παράτυπη. Εάν αποτελούσε έγκριση της υπό της Σανχεντρίν αποδιδόμενης ετυμηγορίας, τότε το μαστίγωμα ήταν η ανακοίνωση της ποινής επί της ετυμηγορίας αυτής και η ποινή, εφόσον εκτελέστηκε κανονικά, ήταν το έσχατο μέτρο επί του οποίου δεν επιτρεπόταν να ασκηθεί οποιαδήποτε περαιτέρω νομική διαδικασία.
Μετά το μαστίγωμα, ο Πιλάτος έφερε τον Ιησού πάλι μπροστά στον όχλο. Φορούσε πορφυρό μανδύα, με τον οποίο τον είχαν περιβάλλει καθώς τον περιγελούσαν και το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι του. Για τρίτη φορά ανακοινώθηκε αθωωτική ετυμηγορία. "ΙΔΟΥ ΣΑΣ ΦΕΡΩ ΑΥΤΟΝ ΕΞΩ ΔΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΗΤΕ ΟΤΙ ΟΥΔΕΝ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΥΡΙΣΚΩ ΕΝ ΑΥΤΩ". (Κατά Ιωάννην - κεφ. 19, §4)
Όταν εμφανίστηκε ο Ιησούς, ο Πιλάτος, προσπαθώντας να ξυπνήσει στις καρδιές του κόσμου κάποιο συναίσθημα οίκτου προς το δίκαιο και αθώο άνθρωπο, τον παρουσίασε στους συγκεντρωμένους, "ΙΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ". Και οι προσπάθειές του ν' αφυπνίσει οίκτο έλαβαν την ίδια απάντηση, η οποία δίδεται συνήθως από όσους απορροφώνται τελείως από φατριαστικό μίσος, "ΣΤΑΥΡΩΣΟΝ ΣΤΑΥΡΩΣΟΝ ΑΥΤΟΝ".
Ωστόσο, σ' αυτή την σκηνή υπάρχει ένα εξιλεωτικό χαρακτηριστικό. Ο όχλος, ο οποίος είχε παρακινηθεί από τους ηγέτες του να ζητήσει την σταύρωση του Χριστού και εξέφραζε επίμονα μέχρι εκείνη την στιγμή την απαίτηση αυτή, τότε έμεινε σιωπηλός. Τον λυπήθηκαν καθώς στεκόταν εκεί. Μόνον οι ηγέτες, οι αρχιερείς και οι αξιωματικοί τότε φώναξαν "ΣΤΑΥΡΩΣΟΝ ΑΥΤΟΝ".
Για μία ακόμη φορά ο Πιλάτος, θυμωμένος με την ακόρεστη μνησικακία των ηγετών, εκφώνησε αθωωτική ετυμηγορία. Αυτή τη φορά, με την ετυμηγορία τους προκάλεσε ευθέως να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη της εκτέλεσης του Χριστού.
"ΛΑΒΕΤΕ ΑΥΤΟΝ ΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΩΣΑΤΕ ΔΙΟΤΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΥΡΙΣΚΩ ΕΝ ΑΥΤΩ ΕΓΚΛΗΜΑ".
Και εκείνοι απάντησαν: "ΗΜΕΙΣ ΝΟΜΟΝ ΕΧΟΜΕΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟΝ ΗΜΩΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΘΑΝΗ ΔΙΟΤΙ ΕΚΑΜΕΝ ΕΑΥΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ".
Η αιτία αυτής της δήλωσης των ιερέων δε μου είναι και τόσο ξεκάθαρη. Δεν επιζητούσαν απλά την επικύρωση της καταδικαστικής αποφάσεως της Σανχεντρίν. Επιζητούσαν την ποινή της σταυρώσεως υπό την κηδεμονία της Ρώμης. Οι θρησκευτικές διεκδικήσεις δε θα μπορούσαν παρά να ασκούν λίγη επιρροή σε έναν πολυθεϊστή Έπαρχο, συνηθισμένο στη λατρεία πολλών θεών. Πιθανόν να ήταν μία αθέλητη δήλωση, μέσω της οποίας εκδηλώθηκε η μνησικακία τους, μετά τη δεικτική πρόκληση του Πιλάτου. Όμως, η εξήγηση, η οποία δείχνει η πιο λογική σ' εμένα, είναι ότι ήταν ένα επιχείρημα ώστε να δικαιολογήσουν την στάση τους απευθυνόμενο προς τον όχλο, ο οποίος προφανώς είχε αρχίσει να λυπάται τον Χριστό, να του αποτυπώσουν το γεγονός ότι ο Ιησούς ήταν ένοχος βλασφημίας κατά την Ιουδαϊκή θρησκεία και να μεταστρέψουν τον οίκτο του σε αντιπαλότητα. Σε καμία άλλη περίπτωση δε θα μπορούσαν να υποκινήσουν τόσο σίγουρα τη δυσαρέσκεια αυτού του όχλου, παρά με την κατηγορία ότι ο Ιησούς ισχυριζόταν ότι καταγόταν και ήταν ίσος με το Γιεχόβα.
Η δήλωση είχε σαν αποτέλεσμα να κινήσει την προσοχή του Πιλάτου.
Εκείνος, ο οποίος πίστευε σε "ειδωλολατρικούς" μύθους θεών και γιων των θεών, οι οποίοι άφηναν τις ουράνιες σφαίρες και ανακατεύονταν με τα ανθρώπινα όντα πάνω στη γη, παίρνοντας τη μορφή ανθρώπων, αλλά διατηρώντας τις θείες δυνάμεις τους, φοβήθηκε μήπως ο Ιησούς ήταν γιος του Δία ή κάποιου άλλου θεού και τον ανέκρινε εκ νέου ιδιαιτέρως. Παρόλο που η περιέργειά του δεν είχε ολοκληρωτικά ικανοποιηθεί, ήταν τόσο εντυπωσιασμένος που "ΕΚΤΟΤΕ ΕΖΗΤΕΙ Ο ΠΙΛΑΤΟΣ ΝΑ ΑΠΟΛΥΣΗ ΑΥΤΟΝ" και ήταν η πιο κατάλληλη στάση από πλευράς Ρωμαίου Επάρχου και Δικαστή δεδομένων των πολλών αθωωτικών αποφάσεων, τις οποίες είχε ήδη εκδώσει.
Οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες. Η επιχειρηματολογία των ηγετών, επικαλούμενη το θρησκευτικό αίσθημα και την πίστη του όχλου, έπεισε ότι ο Ιησούς έπρεπε να πεθάνει. Με πανούργα κακεντρέχεια, παρουσίασαν στον Πιλάτο το τελευταίο και πειστικότατο επιχείρημά τους.
Η διακυβέρνηση του Πιλάτου ως Έπαρχου δεν ήταν απόλυτα αδιάφθορη. Αντιθέτως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ληστρική σε κάποιες περιπτώσεις. Σχετική έρευνα θα μπορούσε ν' αποκαλύψει παρατυπίες και ατασθαλίες. Ο Τιβέριος ήταν ένας καχύποπτος Καίσαρας, ο οποίος πίστευε χωρίς τις απαραίτητες αποδείξεις και ευχαριστιόταν να εξευτελίζει και να τιμωρεί. Καταγγελία στον Καίσαρα ήταν πρακτικά ίση με την καταδίκη από τον Καίσαρα. Και ο Πιλάτος φοβόταν μήπως καταγγελθεί. Η φιλία του Καίσαρα ήταν η πιο ισχυρή, αλλά και η πιο ασταθής βάση.
Αδυνατώντας να πείσουν το δικαστή Πιλάτο και μη μπορώντας να επιτύχουν τη θανατική καταδίκη του Ιησού δια του νόμου, οι Γραμματείς αντεπιτέθηκαν με πολιτικό επιχείρημα, με καλυμμένο υπαινιγμό ότι θα προβούν σε καταγγελία στη Ρώμη.
"ΕΑΝ ΤΟΥΤΟΝ ΑΠΟΛΥΣΗΣ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΠΑΣ ΟΣΤΙΣ ΚΑΜΝΕΙ ΕΑΥΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΑΝΤΙΛΕΓΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ".
Η δίκη είχε περατωθεί. Ο δικαστής Πιλάτος εγκατέλειψε την εξουσία του και υποχώρησε ενώπιον του καιροσκόπου και φοβισμένου πολιτικού Πιλάτου.
Πήρε νερό και έπλυνε τα χέρια του ενώπιον του πλήθους, λέγοντας "ΑΘΩΟΣ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΥΜΕΙΣ ΟΨΕΣΘΕ" (Κατά Ματθαίον - κεφ. 27, §24). Και τον "ΠΑΡΕΔΩΚΕ ΔΙΑ ΝΑ ΣΤΑΥΡΩΘΗ".
ΚΑΜΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ

Δεν ανακοινώθηκε καμία καταδικαστική ετυμηγορία. Την στιγμή που οι στρατιώτες τον οδηγούσαν προς την εκτέλεση, τα λόγια του δικαστή ακόμη ηχούσαν στον αέρα. Δίκαιος άνθρωπος, αθώος των κατηγοριών οι οποίες διατυπώθηκαν εναντίον του. Δεν εκτελέστηκε νόμιμα. Το αν δολοφονήθηκε για δικονομικούς ή πολιτικούς λόγους, μάλλον δεν έχει καμία σημασία.

Εξιστορώντας τη δίκη του Χριστού, συν-έραψα τις διάφορες αφηγήσεις των τεσσάρων ευαγγελίων κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να παρουσιαστεί όσο το δυνατόν πιο καθαρά το εμπλεκόμενο νομικό ζήτημα, αφού η κάθε αφήγηση παρουσίαζε από μόνη της κενά.
Το συμπέρασμα είναι προφανώς ότι ο Ιησούς δεν καταδικάσθηκε ποτέ νόμιμα από οποιοδήποτε δικαστήριο. Στη συνεδρίαση της Σανχεντρίν, δικάσθηκε από φατριαστές δικαστές, οι οποίοι συνεκάλεσαν το δικαστήριο παρανόμως, παρατύπησαν ως προς τη διεξαγωγή και εξέδωσαν εξίσου παράτυπη ετυμηγορία. Συν τοις άλλοις, η ποινή του δεν εγκρίθηκε από τον αρμόδιο αξιωματούχο, ενώ νέα ποινή του επιβλήθηκε και ετέθη υπό την κρίση και την αρμοδιότητα του αξιωματούχου αντί εκείνης. Ενώπιον του Πιλάτου, ανακηρύχθηκε αθώος τουλάχιστον τέσσερις φορές. Ουδέποτε κηρύχθηκε ένοχος για οποιοδήποτε αδίκημα και εκτελέστηκε χωρίς σχετική εντολή. Ενώπιον του Ηρώδη είχε κηρυχθεί επίσης αθώος των κατηγοριών, οι οποίες τον βάραιναν. Ήταν θύμα θρησκευτικού μίσους και βάδιζε προς το θάνατο, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις εκείνων, οι οποίοι φοβόντουσαν να αφήσουν τους ανθρώπους να σκεφθούν.
Το να διαβάσει κάποιος την ιστορία της δίκης απαιτεί λίγα λεπτά της ώρας. Είναι αδύνατο να απαντηθούν όλα τα ερωτήματα, τα οποία προκύπτουν στο νου του αναγνώστη. Η αφήγηση είναι σύντομη, λιτή και σχεδόν χωρίς πάθος. Παρόλα αυτά, η ιστορία, όπως παρουσιάζεται, είναι απερίγραπτα θλιβερή. Η αδικία έναντι του κεντρικού προσώπου είναι σπαραξικάρδια.
Όμως, αυτό το οποίο είναι κυρίως πιο λυπηρό είναι ότι σε όλη αυτή την τραγική σκηνή δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος, εκτός ενός, αντάξιος πιστός και νομιμόφρων ενήλικας. Ίσως η ιστορία να μην έχει καταγραφεί πλήρως. Πιθανά κάτω από την αμείλικτη λάμψη του λευκού φωτός του χαρακτήρα του Χριστού, οι άνθρωποι δείχνουν ποταποί. Σίγουρα, ανάμεσα στους Ρωμαίους, των οποίων το περί δικαίου αίσθημα ήταν από τα υψηλότερα, στους ηγέτες και τους Γραμματείς των Ιουδαίων, οι οποίοι λάτρευαν το Γιαχβέ με αφοσίωση, ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος, το οποίο ακολουθούσε τον Ιησού, ανάμεσα στους μαθητές, οι οποίοι είχαν ζήσει μαζί του και από τα ίδια του τα χείλη είχαν ακούσει το κήρυγμά του και οι οποίοι εν συνεχεία υπόμειναν μαρτύρια στο όνομά του, θα υπήρχε έστω ένας άνθρωπος. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι όλη η ιστορία έχει καταγραφεί.

Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου μοναχά να διατυπώσω μία πρόταση, από νομικής πάντα απόψεως και με βάση τη δίκη, την οποία περιέγραψα πιο πάνω.
Συχνά οι άνθρωποι έχουμε την τάση να καταδικάζουμε τις διαδικασίες του δικονομικού μας συστήματος. Αγανακτισμένοι με τις συνθήκες ή το χαρακτήρα ενός εγκλήματος, κηρύσσουμε αμέσως ένοχο τον κατηγορούμενο και αδημονούμε κατά τη διαδικασία ή με τα τεκμήρια τα οποία περιβάλλεται κατά το νόμο και βάσει των οποίων οφείλει το δικαστήριο να τον προστατέψει. Οι διαδικασίες οι οποίες τηρούνται από τα δικαστήρια αποτελούν την καλύτερη δυνατή έκφραση της καταληκτικής απόφασης των νομομαθών για μία σωστή διεξαγωγή δίκης, η οποία προορίζεται να προσεγγίσει την αλήθεια. Αλλάζουν με αργούς ρυθμούς, επειδή θα πρέπει πάντα να αλλάζουν προς το καλύτερο κι όχι προς το χειρότερο. Θα πρέπει πάντα να προστατεύουν από τυχόν αδικίες αντί να τις ευνοούν. Για όσο κι αν ισχύουν, θα πρέπει να τηρούνται με απαράμιλλο ζήλο. Η ζωή και η ελευθερία είναι τόσο ιερές έννοιες, που είναι ανεπίτρεπτο να καταστρέφονται εξ αιτίας της όποιας κατακραυγής ή του όποιου πάθους της στιγμής. Εάν οι πρέπουσες νομικές διαδικασίες είχαν τηρηθεί στην περίπτωση της δίκης του Χριστού, το πιο πιθανό είναι ότι δε θα είχε καταδικασθεί και δε θα είχε εκτελεσθεί.
Ακόμα και στην προσωπική μας ζωή, θα έπρεπε να τηρούμε πιστά τους τύπους και το πνεύμα του νόμου. Συχνά δικάζουμε, ενώπιον των προκαταλήψεών μας, εκείνους οι οποίοι δε συμπεριφέρονται αποκλειστικά σύμφωνα με τις δικές μας δογματικές αντιλήψεις και, χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο καν ν' ακούσουμε την άλλη πλευρά, τους καταδικάζουμε και απαιτούμε να σταυρωθούν από τον Πιλάτο της κοινής γνώμης. Κάποιες φορές, φτάνουμε και στο σημείο να τους σύρουμε έξω από το μαρτύριο μίας άλλης Γεθσημανής μέσα στη νύχτα, ώστε να εκδώσουμε την ετυμηγορία μας και να απαιτήσουμε την κοινωνική ή πολιτική εξόντωσή τους. Και οτιδήποτε κι αν γνωρίζουμε γι' αυτούς, μπορεί να είναι πρίγκιπες στο βασίλειο της αλήθειας.
Ας απαγγέλλουμε κατηγορητήριο εναντίον συνανθρώπων μας μόνον ενώπιον της Σανχεντρίν των συνειδήσεών μας. Ας μην επιτρέπουμε σε πάθη, επιδιώξεις και κακόβουλα αισθήματα να προκαταβάλουν το δικαστήριο. Ας τους θεωρούμε αθώους έως ν' αποδειχθούν ένοχοι. Ας απαιτούμε την ύπαρξη τουλάχιστον δύο μαρτυριών και όχι ψευδών, οι οποίες θα πρέπει να είναι σύμφωνες μεταξύ τους.
Ας ορίζουμε την Ανοχή μας συνήγορο του κατηγορουμένου και ας δεχόμαστε ελεύθερα τεκμήρια της αθωότητός τους. Εάν η ετυμηγορία μας είναι αθωωτική, ας την αναγορεύουμε αμέσως και ξεκάθαρα. Εάν πρόκειται για καταδικαστική, ας εκδίδεται μόνον μετά από μία ημέρα νηστείας, προσευχής και διαλογισμού.
Ακόμα και μετά την εκφώνηση της απόφασης, ας μη λύουμε τη συνεδρίαση του δικαστηρίου της Ανθρωπιάς μας και ας τοποθετούμε τα σημαιάκια σηματοδοσίας από την Αίθουσα έως τον τόπο εκτέλεσης. 
Και καθώς εκείνος, τον οποίο καταδικάσαμε, οδηγείται κατά την κρίση, ας επιτρέπουμε στον πρώτο τυχόντα μάρτυρα γεγονότος, αμφιβολίας ή απλής φήμης υπέρ του να αναστέλλει την εκτέλεση και να του εκχωρεί το δικαίωμα να δικασθεί εκ νέου. Παραφράζοντας τη ρήση σχετικά με τη Σανχεντρίν, ας λέμε για τον εαυτό μας: "Αποζητά να σώσει τον ψυχισμό, όχι να τον θανατώσει".

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά