Παρασκευή, Μαΐου 24, 2013

Αφιέρωμα στο Πατριαρχείο Αντιοχείας.Μέρος Α.

Θυρεός_Πατριαρχείου_Αντιοχείας
Το Αυτοκέφαλο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας, τρίτο στην τιμητική τάξη μετά από τις εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας και τέταρτο κατά το προ του Σχίσματος τυπικό που περιελάμβανε και το Πατριαρχείο Ρώμης, είναι η μεγαλύτερη ελληνορθόδοξη και σήμερα αραβόφωνη χριστιανική εκκλησία στη Μέση Ανατολή. Από το 1343 η έδρα του Πατριαρχείου βρίσκεται στη Δαμασκό της Συρίας.
Η ιστορία της Εκκλησίας και του Πατριαρχείου Αντιοχείας διακρίνεται σε τέσσερις χρονικές περιόδους:
-Την Πρώιμη (37 – 638), – από της ιδρύσεως μέχρι την πρώτη αραβική κατάκτηση της Συρίας.
-Τη Μέση (638 – 1517) ( Αραβοκρατία – Φραγκοκρατία)
-Τη Νεώτερη (1517 – 1927) (Οθωμανική επικυριαρχία) καταλήγοντας στη Σύγχρονη συγκρότησή της. Η διαίρεση αυτή κρίνεται ορθότερη ως ιστορική παρά ως θεολογική από το γεγονός ότι οι εκάστοτε κυριαρχίες επηρέασαν τα μέγιστα στην τύχη της Εκκλησίας αυτής, σε αντίθεση με τις όποιες έριδες που ήταν είτε εσωτερικές υποθέσεις της, είτε θεολογικές διαφορές.
Η διασημότερη βιβλική αναφορά σχετικά με την Αντιόχεια έχει να κάνει με το ότι ήταν σε αυτή την πόλη όπου οι οπαδοί του Χριστού πρώτη φορά χλευαστικά αναφέρθηκαν ως «Χριστιανοί» (Πράξεις των Αποστόλων 11,26). Στο βιβλίο των Πράξεων, που προσφέρει έναν απολογισμό των πρώτων ετών της Εκκλησίας, η Αντιόχεια είναι η δεύτερη σε αναφορές πόλη. Ο Νικόλαος, ένας από τους επτά Διακόνους ήταν νεοφώτιστος από την Αντιόχεια και ίσως ο πρώτος Χριστιανός της πόλης (Πράξεις των Αποστόλων 6,5). Κατά τη διάρκεια του διωγμού που προκάλεσε τον θάνατο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ κατέφυγαν στην Αντιόχεια προκειμένου να βρουν καταφύγιο.
Η εκκλησιαστική παράδοση υποστηρίζει ότι η Εκκλησία της Αντιοχείας ιδρύθηκε από τον Απόστολο Πέτρο το 34. Ο Πέτρος συνεπικουρούμενος από τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα κήρυξε στους εθνικούς και τους Εβραίους, οι οποίοι φαίνεται να ήταν πολυάριθμοι στην πόλη. Εκεί εκδηλώθηκε και μια από τις πρώτες συγκρούσεις στην εκκλησία μεταξύ Πέτρου και Παύλου. Η σύγκρουση είχε ως αιτία την ανάγκη περιτομής των νεοφώτιστων εθνικών χριστιανών. Η Αποστολική Σύνοδος της Αντιοχείας, υπό τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, αποφάσισε ότι δε χρειαζόταν περιτομή για την είσοδο στον χριστιανισμό και απάλλαξε τους εξ εθνών Χριστιανούς από την ανάγκη τηρήσεως του Μωσαϊκού νόμου.
Μετά από περίπου επτά έτη παραμονής στην Αντιόχεια ο Πέτρος αναχώρησε για τη Ρώμη. Ως επίσκοπο της πόλης όρισε τον Ευόδιο, ο οποίος αριθμείται στους πρώιμους επισκοπικούς καταλόγους ως πρώτος διάδοχος του Πέτρου στον Αντιοχειανό Θρόνο.
Η Έδρα της Αντιοχείας συνέχισε να συνεισφέρει στην καθολική εκκλησία μέσω των πολυάριθμων σημαντικών προσωπικοτήτων που ανέδειξε. Ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, δεύτερος διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου στην επισκοπή, που μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Τραϊανού αναδείχτηκε ως συγγραφέας μία από τις πλέον αξιόπιστες ιστορικές πηγές για τη δομή της τότε εκκλησιαστικής ζωής.
Ο Πέτρος ήταν ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο του «Πατριάρχη» επειδή ο χριστιανισμός διαδόθηκε αρχικά μεταξύ των Εβραίων, των οποίων ο Πέτρος θεωρούνταν, μέσα στο χριστιανικό περιβάλλον, φυλετικός αρχηγός. Η απόδοση από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) του τίτλου του «Πατριάρχη» προς τον επίσκοπο Αντιοχείας υπήρξε η τυπική αναγνώριση της ακολουθούμενης πρακτικής.
Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η Αντιόχεια κατείχε σημαντική θέση ως διοικητικό κέντρο. Ο Επίσκοπος της προήδρευσε στις τοπικές Συνόδους Αγκύρας (351) και Καισαρείας (316) και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας (325) αναγνώρισε τη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Αντιοχείας σε όλες τις επισκοπές της Ανατολής ενώ η Β΄ Οικουμενικό Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (381) επιβεβαίωσε αυτή τη δικαιοδοσία. Αφ’ ετέρου, η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (431) κήρυξε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Κύπρου από το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
Δογματικές έριδες και αραβοκρατία
Η πρώτη διάσπαση προκλήθηκε το 498 με την αίρεση των Νεστοριανών συνεπεία της Οικουμενικής Συνόδου της Εφέσου το 431. Αυτό ακολουθήθηκε από την αποχώρηση Συρίων και Αρμενίων δεδομένου ότι αρνήθηκαν τα ψηφίσματα που εγκρίθηκαν από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών υπήρξε η επίσημη αποχώρηση των Μαρωνιτών από το σώμα της Αντιοχειανής Εκκλησίας, με την ανάδειξη του Ιωάννη Μαρούν ως Πατριάρχη τους το 685. Στα μέσα του 8ου αιώνα, η ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας απαίτησε την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο, κάτι που τελικά πέτυχε το 1050.
Τον 7ο αιώνα κυριάρχησαν στη Συρία οι Άραβες (638) και οι Χριστιανοί καταδιώχθηκαν. Το 695 ο Πατριάρχης Αλέξανδρος Β’ σκοτώθηκε και ο θρόνος έμεινε κενός για 40 χρόνια. Αυτό είχε δυσάρεστες συνέπειες, γιατί πολλοί χριστιανοί εξισλαμίστηκαν. Οι Άραβες ευνοούσαν τους Ιακωβίτες σε βάρος των Ορθοδόξων. Από τον 8ο αιώνα άρχισαν να γίνονται Πατριάρχες εντόπιοι που χρησιμοποιούσαν την αραβική γλώσσα. Το 969 ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθέρωσε τη Συρία και οι Πατριάρχες εκλέγονταν στην Κωνσταντινούπολη ή την Αντιόχεια.
Σταυροφορίες και οθωμανική κυριαρχία
Με την έλευση των Σταυροφόρων ιδρύθηκε Λατινικό Πατριαρχείο. Ο Ορθόδοξος Πατριάρχης αναγκάστηκε να φύγει και έμενε συνήθως στην Κωνσταντινούπολη, έτσι ο θρόνος έμεινε κενός για 50 χρόνια. Το 1155 ο Μανουήλ Κομνηνός πήρε την Αντιόχεια από τους Λατίνους, μπήκε σ’ αυτήν θριαμβευτικά και τους υποχρέωσε να δεχτούν Ορθόδοξο Πατριάρχη, τον Ιωάννη Θ’ που είχε χειροτονηθεί στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα όμως πάλι οι Πατριάρχες δεν έμεναν στην έδρα τους, όπως ο Θεόδωρος Βαλσαμών που χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και δεν μετέβη ποτέ στην Αντιόχεια. Οι Πατριάρχες Αντιοχείας παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη έως την εκδίωξη των ευρωπαϊκών στρατών το 1268. Στα 1343 αποφασίστηκε η μεταφορά της έδρας του Πατριαρχείου στη Δαμασκό, τη σημαντικότερη πόλη στη Συρία, δεύτερη μετά την Αντιόχεια όσον αφορά τη μητροπολιτική σημασία της. Επίσκοπος Δαμασκού ήταν τότε ο Ιωακείμ, 58ος στη σειρά μετά τον πρώτο Επίσκοπο της πόλης Ανανία.
Αυτή την εποχή, η οθωμανική διοίκηση της Συρίας επέτρεψε την έντονη δράση του λατινικού προσηλυτισμού. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος υπήρξε εξασθένηση του Πατριαρχείου, γεγονός που προέτρεψε τους Πατριάρχες να ζητήσουν ενίσχυση και δωρεές από τον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο.
Ο Πατριάρχης Μακάριος Γ’ (1647 – 1685) ενίσχυσε τον Ρωμαιοκαθολικισμό και η ορθοδοξία κινδύνεψε. Πολλά υπέφερε πάλι το Πατριαρχείο, όταν έγινε Πατριάρχης ο Κύριλλος, έφηβος 15 χρονών. Όταν ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον του το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέλεξε Πατριάρχη τον Νεόφυτο (1672).
Λόγω της έντονης δράσης του καθολικισμού και του αντίκτυπου που είχε στις εκλογές Πατριαρχών, ο λαός και οι Επίσκοποι του Πατριαρχείου ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τους στείλει Έλληνα Πατριάρχη, με σκοπό τη διατήρηση της ορθοδοξίας στην περιοχή. Η ελληνική παρουσία στην κεφαλή της Αντιοχειανής Εκκλησίας διήρκεσε από το 1724 έως το 1898. Το 1774 οι Ρωμαιοκαθολικοί ίδρυσαν το «Πατριαρχείο των Γραικομελχιτών» για τους Ορθοδόξους που έγιναν Ρωμαιοκαθολικοί. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κάλεσε δυο αντιπαπικές συνόδους το 1722 και 1727 και με πολλούς άλλους τρόπους προσπαθούσε ν’ αντιδράσει στις προσηλυτιστικές ενέργειες των Ρωμαιοκαθολικών.
Ο αρχιμανδρίτης Πορφύριος Ουσπένκη επισκέφθηκε τη Συρία και την Παλαιστίνη και διαπίστωσε ότι μπορούσε να αναπτυχθεί εκεί ρωσόφιλη κίνηση. Ιδρύθηκε στη Ρωσία η «Ορθόδοξος Ρωσική Αυτοκρατορική Παλαιστίνειος Εταιρεία» το 1882 με σκοπό να προωθήσει τα ρωσικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, όπου ίδρυσαν σχολεία, νοσοκομεία και μοναστήρια.
Το τέλος της ελληνικής διοίκησης
Το 1850 παρατηρήθηκε διχογνωμία για την εκλογή Πατριάρχη, όμως πάλι εξελέγη στην Κωνσταντινούπολη ο Ιερόθεος (1850 – 1884). Την περίοδο αυτή αναζωπυρώθηκε το αίτημα για Άραβα Πατριάρχη. Η εποχή της πατριαρχίας του Ιεροθέου ήταν ταραγμένη, γιατί έγινε εμφύλιος πόλεμος και σφαγές χιλιάδων χριστιανών από το 1860 και ύστερα. Οι σφαγές σταμάτησαν με την επέμβαση των Γάλλων και ο Λίβανος κέρδισε την αυτοδιοίκηση του.
Οι τρεις Πατριάρχες που ακολούθησαν έδειξαν χαλαρή στάση και όταν παραιτήθηκε ο Σπυρίδων (1898) η Σύνοδος διασπάστηκε με τη μειοψηφία να ζητά να γίνει κατάλογος εκλόγιμων και με πρόσωπα από άλλα Πατριαρχεία, όπως γινόταν μέχρι τότε και την πλειοψηφία να διαφωνεί θέλοντας να αποκλεισθούν όσοι δεν ανήκαν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας. Τελικά, ύστερα από παλινωδίες της Υψηλής Πύλης και επεμβάσεις των Ρώσων, εξελέγη ο Λαοδικείας Μελέτιος Ντουμάνι το 1899.
Ο νέος Πατριάρχης Αντιοχείας κ. Ιωάννης (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου)












Η εκλογή του νέου Πατριάρχου Αντιοχείας κ. Ιωάννου Γιαζεζί με γέμισε χαρά και ικανοποίηση, διότι διατηρώ μια προσωπική φιλία, τουλάχιστον από το 1988, και γνωρίζω την προσωπικότητά του και τις θεολογικές του απόψεις για διάφορα εκκλησιαστικά θέματα.
Την περίοδο μεταξύ 1988-1991, όπως και στα μετέπειτα χρόνια, δίδασκα κατά διαστήματα στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή «Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός» του Πατριαρχείου Αντιοχείας, κατ’ αρχάς την Ελληνική γλώσσα και έπειτα την Ηθική και την Βιοηθική, και γνώρισα σχεδόν όλους τους Αρχιερείς του Πατριαρχείου και, βεβαίως, τους φοιτητές, οι οποίοι στην συνέχεια έγιναν Επίσκοποι και Καθηγητές. Έχω κρατήσει λεπτομερές ημερολόγιο από την εποχή εκείνη, στο οποίο παρουσιάζονται πρόσωπα και γεγονότα από την αποστολή μου στον Λίβανο –κατά την διάρκεια του εκεί εμφυλίου πολέμου– και την Συρία και το οποίο θα δημοσιευθή κατά τον κατάλληλο καιρό.
Στο τριπρόσωπο που καταρτίσθηκε για την εκλογή του νέου Πατριάρχη Αντιοχείας συμπεριλήφθηκε ο Μητροπολίτης ο από Δυτικής και Κεντρώας Ευρώπης και εκλεγείς νέος Πατριάρχης κ. Ιωάννης, ο Μητροπολίτης Χαλεπίου κ. Παύλος, και ο τοποτηρητής του Πατριαρχείου Μητροπολίτης Βόστρων κ. Σάββας. Καί με τους τρεις αυτούς Μητροπολίτες συνδέομαι από ετών και τους εκτιμώ. Καί οι τρεις κατάγονται από την Λαττάκεια-Λαοδίκεια, πνευματικά τέκνα του νυν Μητροπολίτου Λαοδικείας κ. Ιωάννου, ενός σοβαρού και φιλομόναχου Επισκόπου.
Ο εκλεγείς Πατριάρχης Αντιοχείας κ. Ιωάννης, όταν το 1988 πήγα για πρώτη φορά στον Λίβανο για να διδάξω στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή, ήταν αρχιμανδρίτης και καθηγητής στην Σχολή αυτή και το επόμενο έτος ανέλαβε ως Σχολάρχης. Με την νέα του ιδιότητα με κάλεσε να διδάξω το μάθημα της Ηθικής, καθώς επίσης προσκάλεσε και τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, τον οποίο είχε καθηγητή και εκτιμούσε. Μού συμπαραστάθηκε ως γνήσιος αδελφός σε όλες τις δυσκολίες που συνάντησα, κυρίως από τον εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν στην περιοχή και την κατάσταση που επικρατούσε στην Σχολή, και με βοήθησε αποτελεσματικά στο έργο μου. Μάλιστα μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το ότι μου ζήτησε να ομιλήσω σε όλους τους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής για την νοερά προσευχή, σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, και εκείνος μετέφραζε στην αραβική γλώσσα με πολλή χαρά και ενθουσιασμό, που σημαίνει ότι αγαπά την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας.
Ο τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου, Μητροπολίτης Βόστρων κ. Σάββας, τότε ήταν Διάκονος, και υπήρξε από τους πιο αγαπητούς μου φοιτητές στο μάθημα της Ηθικής, αλλά συγχρόνως είχαμε στενή καθημερινή επικοινωνία και με συνόδευε σε όλες τις περιοδείες και τις αποστολές μου στον Λίβανο και την Συρία. Επανειλημμένως επισκέφθηκα την Λαττάκεια, με δική του πρόσκληση, γνώρισα την οικογένειά του και υπήρξε ο μεταφραστής από την αγγλική στην αραβική γλώσσα σε πολλές ομιλίες τις οποίες έκανα τόσο στον Λίβανο όσο και στην Συρία.
Ο Μητροπολίτης Χαλεπίου κ. Παύλος είναι αδελφός του εκλεγέντος Πατριάρχου, και διαδέχθηκε τον αδελφό του ως Σχολάρχης στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή και με προσκάλεσε το έτος 2001 να διδάξω το μάθημα της Βιοηθικής, με πρόσκλησή του δε επισκέφθηκα την επαρχία του για διάφορες ομιλίες.
Θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον εκλεγέντα Πατριάρχη Αντιοχείας κ. Ιωάννη.
Κατάγεται από μια ευλαβεστάτη οικογένεια από την Λαττάκεια της Συρίας. Γνώρισα την μητέρα του, φιλοξενήθηκα στο σπίτι τους, καθώς επίσης φιλοξενήθηκα στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Ταρτούς, στην οποία Ηγουμένη είναι η Γερόντισσα Μακρίνα, αδελφή του νυν Πατριάρχου και του Μητροπολίτου Χαλεπίου κ. Παύλου, που κάνει ένα σημαντικό έργο στην περιοχή. Πράγματι, μια ευλογημένη οικογένεια, από την οποία προήλθαν δύο καλοί Επίσκοποι και μία ευλογημένη Γερόντισσα και προσφέρουν πολλά στην Εκκλησία.
Ο Πατριάρχης Ιωάννης, πέρα από τις σπουδές τις οποίες έκανε στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή, σπούδασε στην Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, απ’ όπου έλαβε και διδακτορικό δίπλωμα, υπό την επίβλεψη του αειμνήστου καθηγητού Ιωάννου Φουντούλη και θέμα «Το Μυστήριο της Βαπτίσεως: Ιστορική, Θεολογική και Λειτουργική μελέτη», στην οποία φαίνεται ο σύνδεσμος του Μυστηρίου του Βαπτίσματος με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Το σημαντικό είναι ότι ομιλεί άριστα την ελληνική γλώσσα, εκτός από την αραβική, την αγγλική και την γαλλική. Έκανε χρέη μεταφραστή σε πολλές ομιλίες που έκανα στον Λίβανο, την Συρία και την Δαμασκό και κατάλαβα ότι είναι ικανότατος χειριστής της ελληνικής γλώσσας.
Είναι πολύ καλός θεολόγος και γνώστης της πατερικής θεολογίας, την οποία μελέτησε από τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και από την εμπειρία την οποία απέκτησε στο Άγιον Όρος, διότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου Αγίου Όρους, κάτω από την επίβλεψη του ηγουμένου π. Παρθενίου. Όταν βρισκόταν στην Ελλάδα είχε Πνευματικό Πατέρα τον μακαριστό π. Πολύκαρπο Μαντζάρογλου, Πνευματικό τότε του Ιερού Ησυχαστηρίου της Σουρωτής και μετέπειτα της Κοιμήσεως Θεοτόκου Μάκρης Αλεξανδρουπόλεως.
Πολλά είναι τα χαρίσματα, τα οποία κοσμούν την προσωπικότητά του. Είναι ευφυής, διακριτικός, σταθερός στις απόψεις του, επικοινωνιακός, συνετός, διαθέτει εκκλησιαστικό φρόνημα, αγαπά τον μοναχισμό και αγαπά την Ελλάδα και το Άγιον Όρος. Μάλιστα μερικοί τον αποκαλούσαν: «ο Έλληνας». Αγαπά την Ρωμηοσύνη, γι’ αυτό και σεβόταν πολύ τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη, που ήταν και διδάσκαλός του.
Όταν ήμουν στον Λίβανο συζητούσαμε επί ώρες και ημέρες για όλα τα προβλήματα που απασχολούσαν την περιοχή και την Εκκλησία της Αντιοχείας και καταλάβαινα το γνήσιο φρόνημα που τον διέκρινε και, βέβαια, την αγάπη του στον Θεό, την Ορθόδοξη Παράδοση και την Εκκλησία. Ήταν από τους Κληρικούς εκείνους που ενδιαφέρονταν για την σύνδεση των φοιτητών της Μπελεμεντείου Θεολογικής Σχολής με την Ελλάδα, το Άγιον Όρος και τις Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, και κατάρτιζε προγράμματα τακτικών επισκέψεων των φοιτητών στην Ελλάδα και τους Κληρικούς της. Φρόντισε να εισαχθή η ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα στην Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή.
Όταν πληροφορήθηκα την κατάρτιση του τριπροσώπου το οποίο αποτελείτο από εκλεκτούς και αγαπητούς αδελφούς μου, τους οποίους γνωρίζω πολύ καλά, χάρηκα πολύ και δόξασα τον Θεό. Καί, βεβαίως, η εκλογή του Μητροπολίτου Δυτικής και Κεντρώας Ευρώπης Ιωάννου ως νέου Πατριάρχου Αντιοχείας με γέμισε χαρά. Ελπίζω ότι θα αναδειχθή καλός Πατριάρχης στην δύσκολη αυτή περίοδο, αφού διαθέτει πολύ πείρα και γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, θα αναζωπυρωθούν ακόμη περισσότερο οι σχέσεις μεταξύ Πατριαρχείου Αντιοχείας και Εκκλησίας της Ελλάδος και η συμβολή του στις διορθόδοξες σχέσεις θα είναι πολύ σημαντική.–
Συνεχίζεται…..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά